Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

ΡΩΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(988-1589)

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Τῶν ἡμετέρων ἐργασιῶν περί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας προτάσσεται μία Εἰσαγωγή στή Ρωσική Ἱστορία, Ἐθνική καί Ἐκκλησιαστική, πού καλύπτει τήν περίοδο ἀπό τίς παραμονές τοῦ Βαπτίσματος τῶν Ρώσων (988), μέχρι καί τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως (1917). Γιά τήν εὐχερέστερη χρήση τοῦ ἔργου ἀπό τούς χρήστες τοῦ Διαδυκτίου, παρουσιάζεται στή συνέχεια τμηματικά, ἀναλόγως τῆς ἱστορικῆς περιόδου πού καλύπτει (Μητροπολιτική, Α’ Πατριαρχική, Συνοδική). Γιά τήν Β' Πατριαρχική Περίοδο (1917 - κ.ἐξ.), γίνεται ἐκτενής ἀναφορά στή μελέτη μας περί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν καί τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Προλεγόμενα
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας
Εἰσαγωγή

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (988 – 1589)

Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ (860 – 1240)

1. Ἡ προχριστιανική Ρωσία καί ὁ ἐκχριστιανισμός της – Ἡ ἁγ. Ἰσαπόστολος Ὄλγα (+ 969).
2. Τό Βάπτισμα τῶν Ρώσων (988 - 989) - Ὁ ἅγ. Ἰσαπόστολος Βλαδίμηρος ὁ Μέγας (+ 1015).
3. Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία.
Α. Ἡγεμόνες τοῦ Κιέβου (860; – 882;).
Β. Μεγ. Ἡγεμόνες τοῦ Κιέβου (882 – 1168).
Γ. Ἡγεμόνες τοῦ Κιέβου (1168 – 1240).
Δ. Μεγ. Ἡγεμόνες τοῦ Βλαδιμήρ (1168 – 1240).
Ε. Μητροπολίτες Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (988 – 1240).
4. Μοναχισμός – Λαύρα Σπηλαίων Κιέβου - Ὅσ. Ἀντώνιος (+ 1073) καί Θεοδόσιος (+ 1074).
5. Ἱεραποστολή.
6. Ἁγιολογική Κίνηση.

Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΤΑΤΑΡΩΝ (1240 – 1462) –
Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ (1303 – 1589)

1. Ἡ κατάκτηση τῶν Τατάρων (1240).
2. Ὁ ἅγ. Ἀλέξανδρος Νέβσκι (+ 1263).
3. Ἡ ἄνοδος τῆς Μόσχας.
4. Ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης.
5. Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία.
Α. Μεγ. Ἡγεμόνες τοῦ Βλαδιμήρ (1240 – 1304).
Β. Μεγ. Ἡγεμόνες τοῦ Τβέρ (1304 – 1328).
Γ. Ἡγεμόνες τῆς Μόσχας (1263 – 1303).
Δ. Μεγ. Ἡγεμόνες τῆς Μόσχας (1303 – 1547).
Ε. Τσάροι τῆς Ρωσίας (1547 – 1589).
Στ. Μητροπολίτες Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (1240 – 1449).
Ζ. Μητροπολίτες Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1449 – 1589).
6. Μοναχισμός – Ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - Ὁ ἅγ. Σέργιος τοῦ Ραντονέζ (+ 1392).
7. Ἱεραποστολή.
8. Ἁγιολογική Κίνηση.

Προλεγόμενα

Στά σχολικά βιβλία καί στή Φιλολογία, μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τήν Ἐκκλησιαστική ἀπό τήν Πολιτική ἱστορία. Ὅμως στή ζωή τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀλληλένδετες.
Λεοπόλδος Φόν Ράνκε


Οἱ Ρῶσοι εἶναι ἕνας μεγάλος λαός, τόσο ἀριθμητικά, ὅσο καί ἱστορικά, ἄν καί ἀνήκουν στήν δεύτερη μ. Χ. χιλιετία. Ὅμως, ταυτόχρονα, εἶναι ἕνας ἐξαιρετικά βασανισμένος λαός, ἕνας λαός καταπονημένος ἀπό ἐμφύλιες διαμάχες καί ἐξωτερικούς πολέμους, φτώχεια καί σκοταδισμό, κοινωνική ἀδικία καί ἀνισότητα, φυσικές καταστροφές καί ἐπιδημίες.
Ζῶντας σέ μία χώρα ἀχανῆ, χωρίς τήν φυσική προστασία τῶν βουνῶν, ἦσαν πάντα εὐάλωτοι στίς εἰσβολές ξένων λαῶν: Τῶν Χαζάρων, τῶν Βουλγάρων τοῦ Βόλγα καί τῶν φοβερῶν Πολόβτσων (Πετσεγέγων - Κουμάνων) ἀρχικά, στή συνέχεια τῶν Ταταρο-Μογγόλων στή Ἀνατολή (μέ κατοχή αἰώνων) καί τῶν Σουηδῶν, Γερμανῶν, Λιθουανῶν κ. ἄ. στή Δύση. Μόνιμη πολεμική τους τακτική, ὅταν δέν μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίσουν στρατιωτικά τόν ἐχθρό, ἦταν ἐκείνη τῆς «καμμένης γῆς», ἡ ἐγκατάλειψη – δηλαδή – τεραστίων ἐκτάσεων πού προηγουμένως εἶχαν καταστρέψει οἱ ἴδιοι, ὥστε ὁ ἐχθρός «νά μήν βρεῖ τόπο νά σταθεῖ». Αὐτή ἡ τακτική καί ὁ μόνιμος καί πιστός σύμμαχός τους, ὁ φοβερός Ρωσικός Χειμῶνας, πάντα σέ συνδιασμό μέ τήν Ρωσική φιλοπατρία, κατέβαλαν μεγάλους καί πολυάριθμους εἰσβολεῖς, ὅπως τούς Γάλλους τοῦ Ναπολέοντα τό 1812 καί τούς Γερμανούς Ναζί κατά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ὅμως τό κύριο πρόβλημα τῶν Ρώσων ἦταν κοινωνικό, ἡ θέση τους σέ σχέση μέ τούς Ἡγέτες τους. Ὁ Ρωσικός λαός βρίσκοταν πάντοτε οὐσιαστικά χωρίς δικαιώματα κάτω ἀπό τήν ἀπολυταρχική ἐξουσία τῶν τοπικῶν Ἡγεμόνων καί Μεγάλων Ἡγεμόνων ἀρχικά, τῶν Τσάρων καί Αὐτοκρατόρων στή συνέχεια καί τελικά τῶν Σοβιετικῶν Ἡγετῶν.
Ἡ διαδρομή στή Ρωσική Ἱστορία, μέ ὑποχρεωτικούς σταθμούς τούς τρεῖς Βλαδιμήρους – τόν Βαπτιστή τῶν Ρώσων (988/989) Ἰσαπόστολο ἅγ. Βλαδίμηρο τόν Μέγα, τόν Ἡγέτη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1917 Βλαδίμηρο Οὐλιάνωφ - Λένιν καί τόν σύγχρονο «Τσάρο» τῆς ἀνερχομένης μετά – Σοβιετικῆς Ρωσίας Βλαδίμηρο Πούτιν – σταματάει ὑποχρεωτικά σέ δύο μεγάλους σφαγεῖς: Τόν Τσάρο Ἰωάννη Δ’ Βασίλιεβιτς (16ος αἰ.) καί τόν Σοβιετικό Ἡγέτη Ἰωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι (20ος αἰ.) Ὁ πρῶτος - ἕνας παρανοηκός στή θέση τοῦ ἀντιπροσώπου τοῦ Θεοῦ στή γῆ, μέ δεκάδες χιλιάδες θύματα στό «ἐνεργητικό» του (σέ 15 χρόνια ἐξόντωσε περισσότερους ἀνθρώπους ἀπό ὅσους ἡ Ἰσπανική Ἱερά Ἐξέταση σέ 150 χρόνια - ἐπωνομάστηκε ἀπό τήν Ἱστορία Γκρόζνυ – Τρομερός. Ὁ δεύτερος – μέ 15 ἔως 20 ἑκατομμύρια θύματα μόνο κατά τήν περίοδο ἀπό τό 1929 μέχρι τό 1938 - πῆρε μόνος του τό ὄνομα Στάλιν - Ἀτσαλένιος.
Ὁ Ρωσικός λαός θεωροῦνταν ἰδιοκτησία τοῦ Ἡγέτη του, τόν ὁποῖο ὅμως θεωροῦσε καί τιμοῦσε σάν Πατέρα τῆς μεγάλης Ρωσικῆς οἰκογένειας – πατρίδας, ἀκόμη καί ὅταν αὐτός ἦταν ἕνας ἀνάξιος Ἡγέτης, σέ κάποιες περιπτώσεις προδότης τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους, παρανοϊκός ἤ μειωμένων διανοητικῶν προσόντων, ἀκόμη καί ξένης καταγωγῆς πού μιλοῦσε σπασμένα Ρωσικά. Πρός αὐτό τόν Ἡγέτη ἡ ὑπακοή τῶν Ρώσων ἦταν δεδομένη καί ἀκόμη καί σέ περιόδους κρίσεως, τό καθεστώς τῆς ἐλέῳ Θεοῦ ἀπολυταρχίας δέν ἀμφισβητήθηκε, ἀλλά ἡ ὅποια ἀντίδραση ἀφοροῦσε τά πρόσωπα καί ὄχι τό σύστημα. Κατά τήν βασιλεία λ. χ. τοῦ αἱμοσταγούς Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ, δέν ὑπῆρξε λαϊκή ἀντίδραση στά ἐγκλήματά του, ἐκτός ἐκείνης τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Φιλίππου Β’, ὁ ὁποῖος στραγγαλίστηκε ἐπειδή ἄσκησε τόν ἐπιβαλόμενο ἀπό τήν θέση του ἔλεγχο.
Ἀκόμη καί κατά τήν Σοβιετική περίοδο οἱ Σοβιετικοί Ἡγέτες λατρεύτηκαν σάν ἐπίγειοι θεοί, σέ μία κοινωνία πού αὐτοπροσδιορίζονταν σάν ἀθεϊστική. Ὁ ἱδρυτής τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως Λένιν ταριχεύθηκε καί ἐκτέθηκε στό περίφημο μαυσωλεῖο του στήν Κόκκινη Πλατεία τῆς Μόσχας, ὅπου τόν «προσκύνησαν» ἑκατομμύρια Ρῶσοι καί ξένοι Κομμουνιστές καί μή, ἐνῶ ὁ Στάλιν θεωροῦνταν ὁ «Πατερούλης τῆς Σοβιετικῆς Πατρίδας» κι ἄς ἦταν ἕνας νέος Κρόνος πού ἔτρωγε τά παιδιά του.
Ἡ ἀποδοχή ἀπό τούς Ρώσους τοῦ Χριστιανισμοῦ κατά τόν 10ο αἰ., ἦταν μία ἐπιλογή καταλυτικῆς σημασίας γιά τό ἱστορικό του μέλλον. Μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού κήρυττε τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μεταξύ τους, καθώς καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὁ Ρῶσος εὕρισκε μία θέση πού ἀπάλυνε τά βάσανά του. Ὅμως τά βάσανα ὑπῆρχαν καί ὁ Πατέρας – Τσάρος πού κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο μαζί μέ τόν φτωχό μουζίκο χωρικό - ὅπως καί οἱ Βογιάροι εὐγενεῖς, οἱ τοπικοί Κυβερνήτες, ὁ Μητροπολίτης, οἱ Ἐπίσκοποι καί ὁ Μοναστηριακός Κλῆρος - ἦσαν ταυτόχρονα οἱ ἐκφραστές ἑνός σκληροῦ φεουδαρχικοῦ συστήματος καί μιᾶς δουλοπαροικίας μέ ἀπάνθρωπο πρόσωπο. Ἔτσι, τά διέξοδα τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ἀπό τά πιεστικά του προβλήματα ἦσαν ἡ Τυπολατρική Πίστη, τό Ποτό καί ἡ Ἐπανάσταση.
Ἡ Πίστη καί ὁ Ἀλκοολισμός εἶναι δύο παράμετροι πού συνυπάρχουν στή Ρωσική κοινωνία ὅλων τῶν ἐποχῶν, σέ σημεῖο τέτοιο πού κάποιες Σύνοδοι (ὄχι ἀμειγῶς ἐκκλησιαστικές συνελεύσεις, ἀφοῦ συμμετεῖχε ὁ Τσάρος, ἡ Κυβέρνηση καί ἡ Σύγκλητος), ὑποχρεώθηκαν νά πάρουν μέτρα γιά νά περιορίσουν τήν μέθη ὄχι μόνο στό λαό, ἀλλά καί στόν Κλῆρο καί στούς μοναχούς (μάλιστα ἕνας Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καθαιρέθηκε λόγῳ μέθης).
Ἡ Ἐπανάσταση εἶναι ἡ τρίτη παράμετρος τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας. Ὁ Ρωσικός λαός ἦταν πάντοτε ἕνας λαός σέ συνεχή ἐπαναστατικό ἀναβρασμό, ἐφ’ ὅσον τά προβλήματα ἦσαν πάντα πιεστικά καί ἡ ἐκάστοτε ἐξουσία σπανίως ἀγωνίζονταν γιά τήν ἐπίλυσή τους, ἀφοῦ κύρια ἀπασχόληση τῶν ἐξουσιαστῶν ἦταν πάντα ἡ ἴδια ἡ ἐξουσία, ἡ ἀπόκτηση καί ἡ διατήρησή της. Χαρακτηριστική τοῦ φαινομένου ἦταν ἡ διαρκής ἐναλλαγή τῶν Μεγ. Ἡγεμόνων κατά τήν Κιεβινή Περίοδο πού ἔκλεισε μέ τήν ἐθνική καταστροφή τῆς Ταταρικῆς κατακτήσεως, τό 1240. Οἱ Μεγ. Ἡγεμόνες τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας, πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων - ἦσαν ἀσημαντότητες περιβεβλημένες τήν ὑπέρτατη ἐξουσία πού δαπάνησαν τίς δυνάμεις τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους στίς μεταξύ τους διαμάχες.
Ἀλλά καί κατά τήν Ταταροκρατία, οἱ καταστρεπτικοί ἐμφύλιοι πόλεμοι γιά τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα – πού ἔδιναν μέ εἰδικό διάταγμα οἱ κατακτητές Τάταροι στόν δουλικώτερο τῶν ὑποψηφίων - ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν εἴσπραξη τῶν φόρων τῶν ὑποδούλων καί τά ὀφέλη (πλούτου καί ἐξουσίας) πού προέκυπταν γιά τόν εἰσπράκτορα Μεγ. Ἡγεμόνα. Στό σημεῖο αὐτό δέν πρέπει νά ἀγνοηθεῖ, ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἀναπτύχθηκε ἡ Ἡγεμονία τῆς Μόσχας καί προέκυψε ἡ ἀπολυταρχία τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας.
Κατά τήν Τσαροκρατία καί τήν Αὐτοκρατορία οἱ ἐξεγέρσεις τῶν χωρικῶν ἦσαν συνεχεῖς καί ἡ καταστολή τους αἱματηρή. Ἀκόμη καί κατά τήν Σοβιετική περίοδο οἱ ἐξεγέρσεις ἀρχικά (Ρωσικός Ἐμφύλιος, ἐξέγερση τῆς Κροστάνδης) καί ἡ ἀντίδραση στή συνέχεια ἦσαν μία καθημερινή πραγματικότητα. Ἴσως γι’ αὐτό οἱ Σοβιετικοί Ἡγέτες κατέφυγαν στή μέθοδο τῶν ἐκκαθαρίσεων γιά νά ἐξασφαλίσουν τήν νομιμοφροσύνη τῶν πολιτῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού γράφτηκε γιά τόν Στάλιν: «Γιά νά κοιμᾶται αὐτός ἤσυχα στί κρεββάτι του, δέν ἔπρεπε νά κοιμᾶται κανείς ἄλλος» (D. Downing).
Μέσα σ’ αὐτό τόν ἱστορικό – κοινωνικό περίγυρο ἀναπτύχθηκε ἡ μεγαλειώδης Ρωσική Ὀρθοδοξία, στήν Ὁποία ὅλα ἐντυπωσιάζουν μέ τόν ἀριθμό καί τό μέγεθός τους. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία εἶναι μεγαλειώδης καί πληθωρική σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τίς ἐξωτερικές Της ἐκφράσεις. Ὅλα στή Ρωσική Ἐκκλησία ἐντυπωσιάζουν σέ μέγεθος, ποσότητα καί καλλιτεχνική ποιοτητα:
Στό μέγεθος καί στή μεγαλοπρέπεια τῶν Ναῶν - κάποιοι ἀπό τούς μεγαλύτερους τοῦ κόσμου - μέ τούς πολλούς, χαρακτηριστικοῦ σχήματος, ἐπιχρυσωμένους τρούλους.
Στά φρουριακῆς μορφῆς Μοναστήρια μέ τά λαμπρά Καθολικά, τά πολλά Παρεκκλήσια καί τούς ἑκατοντάδες μοναχούς.
Στό ὕψος τῶν Κωδωνοστασίων - ἀπό τά ψηλότερα οἰκοδομήματα στή Ρωσία - μέ καμπάνες σέ μεγάλο ἀριθμό καί διαστάσεις, κάποιες γιγαντιαίες.
Στήν ποσότητα καί τόν πλοῦτο τῶν θρησκευτικό - ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων.
Στίς φυσικοῦ μεγέθους χρυσοποίκιλτες Ἱερές Εἰκόνες.
Στή διάρκεια καί μεγαλοπρέπεια τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.
Στή λαμπρότητα τῶν λιτανειῶν.
Ὅμως αὐτές ἀκριβῶς οἱ μεγαλοπρεπεῖς ἐξωτερικές ἐκκλησιαστικές ἐκφράσεις, ὅταν δέν συμβάδιζαν μέ τήν ποιότητα τῆς ἐσωτερικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀποτέλεσαν τό ἀντικείμενο τῆς κριτικῆς φωτισμένων - τόσο ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, ὅσο καί ἀπό τό φῶς τῆς θύραθεν παιδείας – διανοιῶν, ὅπως τοῦ Φωτιστοῦ τῶν Ρώσων ἁγ. Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ.
Τό πραγματικό μεγαλεῖο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας ὑπάρχει στίς ἐσωτερικές – πνευματικές ἐκφράσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς Της ζωῆς:
Στήν πληθῶρα τῶν θαυματουργῶν Ἱερῶν Εἰκόνων (πλέον τῶν 500 θαυματουργῶν εἰκόνων τῆς Παναγίας τιμῶνται στήν Ἁγία Ρωσία, ἀνάμεσά τους καί κατά τήν παράδοση ἔργα τοῦ Εὐαγγ. Λουκᾶ, ἡ Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου καί ἡ Παναγία τῆς Χερσῶνας).
Στήν ἀνάδειξη καί συγκέντρωση Ἁγίων Λειψάνων (μόνο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου σώζονται 118 ἀδιάφθορα Λείψανα Ὁσίων Πατέρων).
Στίς συνήθειες εὐλαβείας τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ (μεταξύ αὐτῶν καί στήν εὐρύτατα διαδεδομένη συνήθεια τοῦ προσκυνήματος).
Στή διάδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς – καί μεταξύ τῶν λαϊκῶν - καί στή Φιλοκαλική παράδοση τοῦ ὁσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ.
Στό θεσμό τῶν Πνευματοφόρων Γερόντων - Στάρετς (14 οἱ Ὅσιοι Στάρετς τοῦ μεγάλου κέντρου πνευματικῆς καθοδηγήσεως, τῆς Μονῆς Ὄπτινα, μέ προεξάρχοντα τόν Στάρετς Ἀμβρόσιο, ἀλλά κορυφαῖος τοῦ χοροῦ ὁ ἔγγαμος ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης).
Στήν ὕπαρξη Μονῶν – πνευματικῶν κέντρων καί καταφυγίων τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀλλά καί τῆς διανοήσεως (Σάρωφ, Ὄπτινα, Γκλίνσκ, κ.ἄ.).
Στό πνεῦμα τῆς Ἱεραποστολῆς πού πληρονόμησε ἡ θυγατέρα Ρωσική Ἐκκλησία ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως καί ἀνέπτυξε μέ ζῆλο (χαριτωμένος ὁ ὅσ. Γερμανός τῆς Ἀλάσκας, πευματικό ἀνάστημα τῆς Μονῆς Βαλαάμ, ἐξαιρετικά παραγωγικός ὁ Μητροπ. Μόσχας ἅγ. Ἰννοκέντιος Βενιαμίνωφ).
Καί κυρίως στούς Ἁγίους Της.
Ἀκριβῶς ἐπειδή, «ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ὑπερεπερίσευσεν ἡ χάρις», σάν λίθοι πολύτιμοι μέσα στήν εὐτελότητα τῆς Ρωσικῆς καθημερινότητας, ἐμφανίστηκαν, ἀγωνίστηκαν, ἁγίασαν καί ἁγιάζουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ρωσίας. Μορφές καταπληκτικές, ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ὀρατές προγεύσεις τῆς Βασιλείας Του, σάρκινα Εὐαγγέλια, ἀποτελοῦν διαχρονικά τά χέρια καί τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό εὐεργέτησαν καί εὐεργετοῦν θαυματουργῶντας τόν λαό καί διδάσκουν τήν ἀλήθειά Του. Τέλειες ἐν Χριστῶ ἀνθρώπινες προσωπικότητες, μέ μεγάλη χάρη καί παρρησία στό Θρόνο τῆς Θείας Μεγαλωσύνης, ἀποτελοῦν τήν οὐσιαστική καί πραγματική κατάθεση τοῦ Ὀρθοδόξου Ρωσικοῦ λαοῦ τόσο στό «ταμεῖο» τῆς Ἱστορίας, ὅσο καί στήν «τράπεζα» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Καί μόνο χάριν τῆς ἐπαφῆς καί τῆς γνωριμίας μέ τούς Ἁγίους τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας (τούς Ἱσαποστόλους Βλαδίμηρο καί Ὄλγα, τούς Ὁσίους Ἀντώνιο καί Θεοδόσιο τοῦ Κιέβου, τίς Πριγκίπισσες Ὁσίες Εὐφροσύνη τοῦ Πολότσοκ καί Ἄννα τοῦ Κασίν, τούς Ἁγίους Ἱεράρχες Πέτρο καί Ἀλέξιο τῆς Μόσχας, τόν Μεγ. Ἡγεμόνα ἅγ. Ἀλέξανδρο Νέβσκι, τόν ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, τόν ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, τούς Στάρετς τῆς Ὄπτινα, τήν διά Χριστόν Σαλή Ξένη τῆς Πετρουπόλεως, τούς Νεομάρτυρες τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ, τόν ὅσ. Θεοδόσιο τοῦ Μινβόντι καί τούς Ἁγίους τῶν Κατακομβῶν), ἀξίζει ἡ διαδρομή στό ταραγμένο πέλαγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, χωρίς βεβαίως νά παραθεωροῦνται οἱ Ὀρθόδοξοι πού διέπρεψαν στά Γράμματα, τίς Τέχνες, τήν Πολιτική καί τήν Ἐπιστήμη, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῆς παρούσης ἐργασίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
τόσο γιά τό παρόν, ὅσο καί γιά τά ἑπόμενα κείμενα,
πέραν τῆς ἀναφερομένης ἐντός τῶν κειμένων
.

α. Βυζαντινή Ἱστορία:
Σπ. Λάμπρου, «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», τ. 4ος.
Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους».
A. A. Vasiliev, «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, 324 – 1453».
Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, «Βυζαντινή Ἱστορία», τ. 2ος (867 – 1081).
F. I. Uspensky, “Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», τ. 3ος (Μακεδονική Δυναστεία).
Κων. Ἀμάντου, «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», τ. 2ος, σελ. 1957.
G. Schlumberger, «Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Τσιμισκῆς καί ἡ Βυζαντινή ἐποποιϊα». “The Oxford Dictionary of Byzantium”, 1991.
S. Linner, « Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ», 1999.
J. J. Norwich, “Σύντομη Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου», Ἐκδόσεων Γκοβόστη.

β. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία:
«Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια», 1962 κ. ἑξ.
Βασ. Στεφανίδου, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», 1959.
Βλασίου Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», τ. 1ος, 2002.

γ. Ρωσική Ἐθνική Ἱστορία
N. Kαραμζίν, «Ἱστορία τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωσίας», μετάφραση Κ. Σ. Κροκιδᾶ, 1856.
V. Parkhomenko, “Nachalo Khristianstva na Rusi: Ocherki iz Istorii Rusi IX – X vekov”, 1913.
Τοῦ ἰδίου, “The origins of Russia”, 1959.
Τοῦ ἰδίου, “A sourge book for Russian History: From earle times to 1911”, τ. 3, 1972.
L. Niederle, “ Manuel de l’ antiquite Slavs”, 1923.
A. A. Vasiliev «The Russian attack on Constantinople in 860”, 1946.
G. Vermadsky, “Kievan Russia”, 1948.
Fr. Dvorkik, “The Slavs – Their early History and civilisation”, 1956.
B. Kluchevsky, “History of Russia”, 1956.
V. Petruchin, “Ἀρχαῖα Ρωσία».
K. V. Yielpatievsky, “Ἐγχειρίδιο Ρωσικῆς Ἱστορίας».
B. A. Rybakov, “Ἡ Ρωσία τοῦ Κιέβου».
B. Grekov, “Kiev Rus”, 1959.
Otto Holtzsch, “The evolution of Russia”, 1966.
Th. Manteuffel, “Les tentatives d’ entrainement de la Russie de Kiev dans la
sphere d’ influence Latin”. Acta Poloniae Historica, τ. 22, 1970.
Τοῦ ἰδίου, “The cource of Russian History”.
«Ἡ Ἐκστρατεία τοῦ Ἰγώρ», μτφ. Μ. Ἀλεξανδρόπουλου, 1976.
V. Petruchin, “Ancient Russia”.
K. V. Yielpatievsky, “Russian History”.
B. A. Rybakov, “The Kievan Russia”.
V. Ivanov, “Russia the Great”.
Γ. Μαλισκούση, «Ἡ Ρωσία τοῦ Κιέβου, 9ος αἰ. - 1240».
V. A. Rudionov, “Ἡ ἐποποιϊα τοῦ Πρίγκιπα Βλαδιμήρου».
S. Sklizenka, «Βλαδίμηρος».
J. Meyendorff, “Byzantium and the rise of Russia”.
J. Louda - M. Machagan, “Heraldly of the Royal Families of Europe”, 1981.
Nicholas Riasanovski, “ Historie de la Russie, des origins a 1984”, 1987.
J. S. Cabot, “The Empire of Russia”.
S. Soloviev, “History of Russia from the Earliest Times”.
N. Kostomarov, “Russian History in Biographies of its main figures”.
J. L. H. Keep. “Soldiers of the Tsar: Army and Society in Russia, 1462 - 1874”, 1985.
Τοῦ ἰδίου, “A History of Russia”, 1993.
N. Riasanovski, “Historie de la Russie, des origins a 1984”, 1987.
I. Sevcenko, “Byzantium and the Slavs”, Περιοδικό “Byzantium and Europe”, τ. 1987.
John V. A. Fine Jr., “The late medieval Balkans”, 1987.
M. Iroshnikov - L.Protsai -Y. Shelayev, “The sunset of Romanov Dynasty”, 1992.
P. Broek, “A geneology of the Romanov Dynasty - The Imperial House of Russia”, 1994.
J. Channon – R. Hudson, “The Penguin Historical Atlas of Russia”, 1995.
J. Martin, “Medieval Russia, 980 - 1584”, 1995.
M. Heller, “Historie de la Russie et de son Empire”,1997.
G. H. Karlsson, “Βυζάντιο καί Κρεμλῖνο - Ἡ Τρίτη Ρώμη».
G. Hosking, “Russia: People and Empire”, 1997.
Michel Heller, “Historie de la Russie et de son Empire”, 1997.
G. H. Karlsson, “Byzantium and Kremlin - The Third Rome”.
G. Freeze, “Russia, a History”, 2002.
Ἀντ. Αἰμ. Ταχιάου, «Ἡ Ρωσία τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ», 2002.
J. Curtin, “The Mongols in Russia”, 2002.
Peter Neville, “ Russia, a complete History” , 2003.
Rev. R. Thornton, “Lives of Eminent Russian Prelates”, 2004.
Nic. Riasanovski - Mark Steinberg, “A History of Russia”, 2005.
J. S. Cabot, “The Empire of Russia”.
S. Soloviev, “History of Russia from the Earliest Times”.
N. Kostomarov, “Russian History in Biographies of its main figures”.
Ph. Longworth, “Russia’s Empires, their rise and fall: From Prehistory to Putin”, 2006.
B. Antonov, “Russian Tsars”, 2006.
A. F. Litvina - B. Uspensky, “Choice of personal names for the Russian
Princes of 10th - 16th c.”, 2006.
M. C. Paul, “Secular power and the Archbishopa of Novgorond before the
Moscouvite conquest”. Kritika: Explorations in Russia and Eurasian History, 8, No 2, 2007.
Κων. Τσοπάνη, «Ὁ τελευταῖος Τσάρος - Ἡ πτώση τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ρωσίας», 2008.

δ. Ρωσική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
«Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», μετάφρασις Θεοδώρου Βαλλιάνου, 1851.
M. Bulgakov, “Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», τ. 1 – 4, 1857 – 1878.
E. E. Golubinsky, “History of the Russian Church”, 1901 – 1917.
A. Kartasev, “Ocerka polstorii Russkoj Cerkvi”, 1959.
D. Bradbury, “The Russian Orthodox Church”, 1982.
Κ. Παπουλίδη, «Ἡ Ἐκκλησία στή νεώτερη Ρωσική Θεολογική σκέψη», 1988.
M. Garzaniti, “Il Christiano in Russia da Vladimir a Petro il Grande”, 1988.
A. N. Mouravieff, “A History of the Church of Russia”, 2004.
D. H. Shubin, “A History of Russian Christianity”, 2006.

ε. Ὀρθόδοξη Ρωσική Παράδοση καί Πνευματικότητα - Ἁγιολογία.
Ἀρχιεπ. Βαρθολομαίου Γκοροντσώφ, "Σιβηριανοί Ἅγιοι"· Στό "Περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας", φ. 3/1948, σελ. 33.
«Ὅσιος Γερμανός ὁ ἐν Ἀλάσκα», ἔκδοσις Ἱ. Μ. ἁγ. Κυπριανοῦ Φυλῆς Ἀττικῆς, 1972.
"Ἅγιοι τῆς Ρωσίας"· ἔκδοσις ΤΗΝΟΣ, 1973.
G. P. Fedοtov, “A treasury of Russian Spirituality”, 1952.
Τοῦ ἰδίου, "The Russian Religious Mind", 1975.
Ἀνωνύμου Ρώσου, "Βίοι Ρώσων Ἁγίων", 1977.
Ἀρχιμ. Χαρ. Βασιλοπούλου, "Ὁ Μοναχισμός καί τά Ρωσικά Μοναστήρια", 1980.
"Ἡ Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ"· μτφ. - ἔκδοσις Π. Μπότση, 1981.
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Σταθμοί τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», 1986.
C. Logachev, «Ἡ παλινόρθωσις τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου
Νέβσκι». «Περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας», φ. 9/1989, σελ. 25 - 27.
A. Moscov, «Ὅσιος Ἰώβ τοῦ Ποτσάεφ». Περιοδικό «Orthodox Life», φ. Φεβρουαρίου 1990.
P. Ηollingsworth, "Τhe Hagiography of Kivan Saints", 1992.
Εἰρήνης Γκοραϊνωφ, "Οἱ διά Χριστόν Σαλοί", 1993.
ἐπ. Ἀλεξάνδρου, «Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης», ἔκδοσις Μ. Παρακλήτου.
Μητροπ. Ὠρωποῦ Κυπριανοῦ, «Ἡ ὁσ. Ξένη ἡ διά Χριστόν Σαλή», 1993.
Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ».
Μοναχῆς Μαρίας Ντοναντέο, "Ρωσικές Θεομητορικές Εἰκόνες", 1995.
"Πατερικόν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου"· ἔκδοσις Μονῆς Παρακλήτου.
Π. Μπότση, «Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ», 1990.
Τοῦ ἰδίου, "Τό Γεροντικό τοῦ Βορρᾶ", 2001.
Ἐπισκόπου Γαλακτίωνος Γκαμίλη, "Εἰκονογραφημένον Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας"· Κείμενα - Ἐπιμέλεια Ἀντ. Μάρκου, 2002.
Bishop Galaction P. Gamilis, "The Illustrated Synaxarion of the Orthodox Church"· Compiled by Anthonios Markou, 2004.
Τοῦ ἰδίου, «Τό Ἅγιο Ὄρος τοῦ Βορρᾶ - Πατερικό τοῦ Βαλαάμ», 2007.
Ἱ. Μ. ὁσ. Γρηγορίου, «Ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσων», 1991.
M. Usoukova, «Ἡ Μονή Βαλαάμ Φινλανδίας». Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», φ. 65/ 2001, σελ. 99 – 107.
Κέντρου Νεότητος Θηβῶν, «Ρωσία – Φινλανδία», 2004.
Ἀρχιμ. Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου, «Ἡ Ὁσία Δοσιθέα τοῦ Κιέβου», 2005.
Καθηγουμένου Ἀρχιμ. Χριστοδούλου, «Ὁ πολυθαύμαστος Ὅσιος Κούκσα τῆς Ὀδησσοῦ», 2006.
Ἱ. Μ. ἁγ. Νεκταρίου Δωρίδος, «Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς, Ἐπίσκοπος Σαγγάης καί Σάν Φρανσῖσκο, ὁ Θαυματουργός», 2006.
Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, "Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας".
Ἐτήσιο Ἡμερολόγιο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (στή Ρωσική ).
Ἐτήσιο Ἡμερολόγιο Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος (Jordanville N.Y., τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς· στή Ρωσική ).
Ἐτήσιο Ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητας τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας, (Πλατίνας Καλιφόρνιας, τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, στήν Ἀγγλική ).
Ἰστοσελίδα "Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς" (METROPOLIA, Ἐπιμέλεια Πρωθιερέως Στεφάνου Janos).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τό κείμενο αὐτό στήν ἀρχική του μορφή δημοσιεύθηκε σέ 37 συνέχειες στό Περιοδικό "Κ.Γ.Ο." ( τ. 1982, σελ. 109 - 111, 163 - 165, 220 - 223, 270 - 271, 317 - 319 καί 363 - 365· καί τ. 1983, σελ. 38 - 39, 73 - 74, 109 - 111, 145 - 147, 178 - 179 καί 183), μέ βάση σχετικό κείμενο τοῦ Θεολόγου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν Μοναχοῦ Ἐπιφανίου (Chernov, + 1994). Στήν παρούσα βελτιωμένη μορφή του ἀποτελεῖ βοήθημα γιά τήν εἰσαγωγή τοῦ ἀναγνώστη στά θέματα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τά ὁποῖα κατά καιρούς ἔχουν γραφεῖ ἤ πρόκειται νά γραφοῦν ἀπό τόν ἴδιο συγγραφέα.
Στό κείμενο ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας ἐξετάζεται παράλληλα μέ τήν ἐθνική της Ἱστορία. Ὁ διαχωρισμός τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἔγινε μέ βάση τό σύστημα ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως:
Μητροπολιτική περίοδος (988 – 1589).
Α’ Πατριαρχική Περίοδος (1589 – 1700).
Συνοδική Περίοδος (1721 – 1917).

Ὁ διαχωρισμός τῆς Ρωσικῆς Ἐθνικῆς Ἱστορίας ἔγινε μέ βάση κριτήρια πολιτικά:
Ἡ Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου (860 – 1240).
Ἡ Ταταροκρατία (1240 – 1462) καί ἡ Ἡγεμονία τῆς Μόσχας (1240 – 1682).
Ἡ Ρωσική Αὐτοκρατορία (1682 – 1917).
Ἡ ἀντιπαράθεση τῶν χρονολογιῶν δείχνει, ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις τά χρονικά ὅρια τῶν ἀντιστοίχων ἐκκλησιαστικῶν καί πολιτικῶν περιόδων δέν συμπίπτουν, μέ ἀποτέλεσμα τήν δυσκολία ἀντιστοιχίας τῆς δράσεως τῶν πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν προσώπων. Ἔτσι, γιά τήν καλύτερη κάλυψη τοῦ θέματος, τά μέρη τοῦ ἔργου χωρίστηκαν μέ βάση τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐνῶ τά κεφάλαια κάθε μέρους μέ βάση τήν Ἐθνική.
Τά ἀφορῶντα στή Β’ Πατριαρχική Περίοδο (1917 – σήμερα), καλύπτονται ἀναλυτικῶς στήν ἐργασία μας περί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν καί τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων.

Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ (988 – 1240)

1. Ἡ Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου.
Ἡ Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου εἶναι ἡ πρώτη ἐπιτυχημένη ἀπόπειρα κρατικῆς ὀργανώσεως μεταξύ τῶν ἀνατολικῶν Σλάβων. Κύριος πυρήνας τῆς Ἡγεμονίας ἦσαν οἱ περιοχές τοῦ Κιέβου καί τοῦ Νόβγκοροντ. Στίς περιοχές αὐτές σήμερα ἐκτείνονται ἡ Οὐκρανία (νοτιοανατολικά), ἡ Λευκορωσία (βορειοδυτικά) καί ἡ Ρωσία (βόρεια), χώρες πού ἔλκουν τήν ἱστορική τους καταγωγή ἀπό τό κράτος αὐτό.
Ἡ πληθυσμιακή σύνθεση τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου ἦταν πρωτευόντως Σλαβική καί δευτερευόντως Φιννική (στά βόρεια), ἀλλά τήν ἐξουσία κατεῖχαν οἱ Σκανδιναυϊκῆς καταγωγῆς Βάρραγοι – Ρώς.
Οἱ Ρῶσοι φυλετικά ἀνήκουν στούς Σλάβους τῶν ὁποίων ὁ ἀνατολικός κλάδος ἀπό τήν ἀρχική τους ἐγκατάσταση, μεταξύ τῶν ποταμῶν Βιστοῦλα καί Δνείστερου, μετακινήθηκε τόν 6ο αἰ. μ.Χ. ἀνατολικά, στούς ποταμούς Βολκώφ, Ντβίνα καί Δνείπερο καί δημιούργησε μόνιμες ἐγκαταστάσεις (Κίεβο, Περεγιασλάβλ, Τσερνίκωφ, Πολότσκ, Νόβγκοροντ, κ.ἄ.). Κατά τόν 7ο αἰ. μ.Χ. ἡ ἀνάπτυξη τῶν Χαζάρων τοῦ Βόλγα καί τῆς Κριμαίας ἔφερε τούς Σλάβους τοῦ Κιέβου σέ θέση ὑποτέλειας πρός αὐτούς, ἐνῶ οἱ Σλάβοι τοῦ Νόβγκοροντ ἦσαν ἤδη φόρου ὑποτελεῖς στούς Βαράγγους – Ρώς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἔμποροι – τυχοδιῶκτες, μέ ἀνώτερη πολιτική καί στρατιωτική ὀργάνωση.
Κατά τό πρῶτο Ρωσικό Χρονικό, τό ὁποῖο συνέγραψε ὁ σημαντικός Ρῶσος χρονογράφος ἅγ. Νέστωρ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1114· ἡ ἱστοριογραφία του καλύπτει τήν περίοδο 850 – 1110), σταδιακά οἱ Σλαβικές φυλές τῶν Σλοβένων τοῦ Νόβγκοροντ, τῶν Κριβιτσῶν τοῦ Σμολένσκ καί τῶν Φινῶν τοῦ ἄνω Βόλγα, ἐκδίωξαν τούς Βαράγγους, ὅμως ἡ ἀδυναμία τους νά ὀργανώσουν τήν διοίκηση καί τήν οἰκονομία τους, τούς ὑποχρέωσε νά ζητήσουν γιά ἡγεμόνες τους τρεῖς Βαράγγους ἐμπόρους ἀδελφούς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ πρεσβύτερος Ρούρικ ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ (περί τό 850) καί οἱ ἀδελφοί του τίς Ἡγεμονίες τοῦ Ἰζμπόρσκ καί τοῦ Μπελοζέρσκ (ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ πρώτη Ἡγεμονική Δυναστεία τῆς Ρωσίας, ἐκείνη τῶν Ρούρικ, ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτή της).
Ὁ Ρούρικ, συνοδευόμενος ἀπό μεγάλο ἀριθμό Βαράγγων – Ρώς, σταδιακά ἐπεξέτεινε τήν κυριαρχεία του στό Ροστώβ, τό Πολότσκ, τό Ἴζμποργκ κ. ἄ. μόνιμες Σλαβικές ἐγκαταστάσεις. Περί τό 860 οἱ ὑποτελεῖς του ἔμποροι Ἄσκολντ καί Ντίρ κατέβηκαν μέ τήν ἄδειά του τόν Δνεί-περο καί ἐγκαταστάθηκαν στό Κίεβο, ὅπου ὑπέταξαν τήν Σλαβική φυλή τῶν Πολιάνων, μέχρι τότε φόρου ὑποτελῶν στούς Χαζάρους.
Στό Κίεβο ὁ οἰκισμός τοῦ Κυρίλλωβσκ ἀνάγεται στήν Ἄνω Παλαιολιθική Ἐποχή, ἡ δέ πόλη πῆρε τό ὄνομά της ἀπό τόν μυθικό ἱδρυτή της Κίϊ (6ος – 8ος αἰ. μ. Χ.) καί σύντομα ἀναδείχθηκε πρωτεύουσα τῆς φυλῆς τῶν Πολιάνων.
Σταδιακά ἡ Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου καί μέχρι τόν 12ο αἰ., ἄν καί ἐκτείνονταν σέ μία ἀπό τίς πλέον ἀραιοκατοικημένες περιοχές τῆς Εὐρώπης, ἐξελίχθηκε σέ μία προοδευμένη κρατική ὀντότητα, κυρίως λόγῳ τῆς γειτνιάσεως καί τοῦ συγχρωτισμοῦ της μέ τήν στρατιωτική, οἰκονομική, ἐμπορική καί πολιτιστική πολιτιστική ὑπερδύναμη τῆς ἐποχῆς, τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ἀλλά καί λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέ τήν ὁποῖα ἐπιτεύχθηκε ἡ ὁμογενοποίηση τοῦ λαοῦ (Σλάβων, Φιννῶν) καί ἡ ἑνοποίησή του μέ τήν ἄρχουσα τάξη τῶν Βαράγγων - Ρώς.
Σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία στά πολιτισμένα κράτη τῆς Εὐρώπης γράμματα γνώριζαν μόνον οἱ ἀνώτερες τάξεις, στήν Κιεβινή Ρωσία τό ἐκπαιδευτικό σύστημα - πού ἦταν διακονία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου - ἀπέδιδε ἀξιόλογους καρπούς.
Στά μέσα τοῦ 12ου αἰ. οἱ πόλεις τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας εἶναι μεγάλες γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Τό Κίεβο ἔχει 50.000 κατοίκους, τό Νόβγκοροντ (μία ἰδιότυπη ἐμπορική δημοκρατία μέ δικό της - ἐκλεγόμενο ἀπό ἐθνοσυνέλευση - Ἀρχιεπίσκοπο) καί τό Τσερνίκωφ 30.000, τήν στιγμή πού τό Λονδίνο ἔχει 12.000 καί τό Οὐϊντσεστερ 5.000!
Σέ μία βαρβαρική Εὐρώπη ὁ Μέγας Βλαδίμηρος ἦταν ὁ πρῶτος Ἡγεμόνας πού κατάργησε τήν θανατική ποινή, ἐνῶ ὁ Γιαροσλάβος ὁ Σοφός κατάργησε τά βασανιστήρια!
Στήν Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου ἡ δομή τῆς ἐξουσίας ἦταν ἡ ἐξῆς: Ὁ Μεγάλος Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου ἦταν στήν κορυφή τῆς ἡγεμονικῆς πυραμίδας καί γύρω του ὑπῆρχε ἕνα ἐπιτελεῖο συγγενῶν του Ἡγεμόνων μικρότερης σημασίας Ἡγεμονιῶν. Τό σχῆμα αὐτό ἦταν ἀποτελεσματικό στήν ἀρχή τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας, ὅταν ὁ ἀριθμός τῶν Ἡγεμονιῶν ἦταν μικρός καί μποροῦσε νά ἀποδόσει, ὅταν στόν Θρόνο τοῦ Κιέβου βασίλευαν Ἡγεμόνες μέ προσωπικότητα καί ἐπιβολή. Ὅταν οἱ Ἡγεμονίες αὐξήθηκαν καί Μεγ. Ἡγεμόνες ἦσαν πρόσωπα μειωμένου κύρους καί περιορισμένης ἀποδοχῆς, τό σχῆμα αὐτό ἄρχισε νά δυσλειτουργεῖ, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία συγκρούσεων καί τούς συχνούς ἐμφυλίους πολέμους. Γιά τήν περίοδο ἀπό τόν θάνατο τοῦ Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ (1054), μέχρι τήν ἐμφάνιση τῶν Τατάρων (1223), ὁ Ρῶσος Ἱστορικός Pogandin σημειώνει 64 Ἡγεμονίες, 83 ἐμφυλίους πολέμους καί 293 διεκδικητές τοῦ Θρόνο τοῦ Κιέβου! (N. M. Karamzin, "Ἱστορία τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους").

2. Ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας - Ἡ ἁγ. Ἰσαπόστολος Ὄλγα (+ 969).
Ὁ ἐκχριστιανισμός τοῦ νέου λαοῦ πού προέκυψε ἀπό τήν συγχώνευση τῶν Σλάβων καί τῶν Βαράγγων - Ρώς, τῶν Ρώσων, ἀλλά καί τῶν Σλάβων γενικώτερα, ὑπῆρξε καρπός τοῦ ἱεραποστολικοῦ πνεύματος τοῦ Βυζαντίου, τό ὁποῖο πήγαζε ἀπό τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ προσπάθειες γιά τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Ρώσων ἄρχισαν ἀμέσως μετά τήν πρώτη ἐμφάνισή τους πρό τῶν τειχῶν τῆς ΚΠόλεως. Κατά τόν Ἀκαδημαϊκό Διον. Ζακυνθινό, "τήν 18η Ἰουνίου 860, οἱ Ρώς ἐπιβαίνοντες 200 πλοίων, εἰσῆλθον εἰς τόν Βόσπορον, ἐλεηλάτησαν τάς ἀκτάς καί νήσους τῆς Προποντίδος, ἐνῶ ὁ Μιχαήλ Γ' ἐκστρατεύων κατά τῶν Ἀράβων, εὑρίσκετο μακράν τῆς πρωτευούσης... Ὁ μεγαλοφυής νοῦς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου, ἡ στάση τοῦ ὁποίου ἔσωσε τήν Βασιλεύουσα, συνέλαβε ἀμέσως τήν ἰδέα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων" (βλ. Μεγ. Φωτίου, "Ὁμιλίαι", σχόλια Β. Λαούρδα, Θεσσαλονίκη 1959).
Ἡ παράδοση ἀποδίδει σέ θαῦμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τήν ἀπόκρουση τῶν Ρώς. Ὁ Μέγας Φώτιος λιτάνευσε τήν Ἁγία Ζώνη καί οἱ ἐπιτιθέμενοι διαλύθηκαν, ἐνῶ παράλληλα ἡ χρήση τοῦ ὑγροῦ πυρός κατέστρεψε τόν Ρωσικό στόλο. Ἡ Βυζαντινή διπλωματία δέν ἄφησε ἀνεκμετάλλευτη τήν αὐτή ἱστορική συγκειρία. Ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ὑποστηρίξεως τῆς Χριστιανικῆς Ἱεραποστολῆς στή Ρωσία, οἱ Βυζαντινοί ἄνοιξαν τίς ἀγορές τῆς ΚΠόλεως καί τῆς Χερσῶνας στούς Κιεβινούς ἐμπόρους.
Ἡ πρώτη αὐτή προσπάθεια ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων εἶχε σημαντικά ἀποτελέσματα, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τήν ἐγκύκλια ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Φωτίου (867) στήν ὁποία ἀναφέρει, ὅτι «τοσοῦτον αὐτούς ὁ τῆς Πίστεως πόθος καί ζῆλος ἀνέφλεξεν, ὥστε καί Ἐπίσκοπον καί ποιμένα δέξασθαι καί τά τῶν Χριστιανῶν θρησκεύματα διά πολλῆς σπουδῆς καί ἐπιμελείας ἀσπάζεσθαι» (P.G. 102, 736 - 737). Τότε βαπτίσθηκαν καί οἱ Ἡγεμόνες τοῦ Κιέβου Ἄσκολντ καί Ντίρ.Τό βάπτισμα τό 860 δέν εἶχε ὁριστικό ἀποτέλεσμα, διότι ἡ κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπό τόν Βάρραγγο Πρίγκιπα Ὄλεγκ καί ἡ νέα εἰσβολή Βαραγγικοῦ στοιχείου, ἀπέτρεψε τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί διέκοψε τήν ἀνάπτυξη τῆς ἱεραποστολῆς (880 - 882). Ὁ Ὄλεγκ, παρά τό δεγονός ὅτι δέν δίωξε τούς Χριστιανούς, σκότωσε τούς Χριστιανούς Ἡγεμόνες Ἄσκολντ καί Ντίρ. Τό 907 ὁ Ὄλεγκ ἐπιτέθηκε κατά τῆς ΚΠόλεως, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῶν ἐμπορικῶν προνομίων τῶν Κιεβινῶν, στόχος πού ἐπιτεύχθηκε μέ τήν ἐμπορική συμφωνία τοῦ 911, τήν ὁποία παραχώρησε ὁ Αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός (886 – 912). Στόν Ὄλεγκ ἀνῆκει ἡ μεταφορά τῆς πρώτης Ρωσικῆς πρωτεύουσας ἀπό τό Νόβγκοροντ στό Κίεβο καί ἡ ἐκδίωξη ἀπό τόν Δνείπερο τοῦ Τουρκικοῦ φύλου τῶν Χαζάρων πού εἶχε ἀσπαστεῖ τόν Ἰουδαϊσμό.Νέα ἐκστρατεία κατά τῆς ΚΠόλεως ἐπιχείρησε ὁ διάδοχος τοῦ Ὄλεγκ Ἡγεμόνας Ἰγώρ, μέ σκοπό καί πάλι τήν ἀνανέωση τῶν ἐμπορικῶν προνομίων, ἡ ὁποία ἐπιτεύχθηκε μέ τήν συνθήκη τοῦ 945. Ἀπό τό κείμενο τῆς συμφωνίας πού διασώζει τό Ρωσικό Χρονικό προκύπτει, ὅτι στό Κίεβο ὑπῆρχε Χριστιανικός Ναός προς τιμήν τοῦ Προφήτη Ἠλία, στόν σταυρό τοῦ ὁποίου ὀρκίσθηκαν οἱ Χριστιανοί Κιεβινοί ἔμποροι πού συμμετεῖχαν στίς διαπραγματεύσεις.
Σημαντικός παράγοντας τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων ὑπῆρξε τό βάπτισμα τῆς Ἱσαποστόλου ἁγ. Ὄλγας (+ 969). Ἡ Ὄλγα ἦταν σύζυγος τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Ἰγώρ καί κυβέρνησε μέ ἰσχυρή πυγμή τήν Κιεβινή Ρωσία μετά τόν θάνατό του, σάν ἐπίτροπος τοῦ γιοῦ της Σβιατοσλάβου. Ἐκδικήθηκε τόν θάνατο τοῦ συζύγου της, καίγοντας ζωντανούς τούς δολοφόνους του (τήν φυλή τῶν Ντρεβλιάνων), ὅμως τό ἀπάνθρωπο ἐθιμικό δίκαιο τῆς ἐποχῆς της τήν ἀπομάκρυνε σταδιακά ἀπό τήν εἰδωλολατρεία καί τήν ὁδήγησε στόν Χριστιανισμό, στόν ὁποῖο κατηχήθηκε ἀπό τόν Κιεβινό Χριστιανό Ἱερέα Γρηγόριο. Ἡ Ὄλγα βαπτίσθηκε στήν ΚΠολη τό 955 (ἤ 957). Ὁ Βυζαντινός Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Ζ' ὁ Πορφυρογέννητος ἦταν ὁ ἀνάδοχός της καί ὁ ἴδιος ἔγραψε γιά τήν ἐπίσκεψή της. Ὅπως ἀναφέρει, ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος πού τήν βάπτισε, τῆς πρόσφερε τόν Σταυρό της, σάν εὐλογία γι' αὐτήν, καί πάνω του ἦταν γραμμένα τά ἀκόλουθα: "Ἡ Ρωσική γῆ ὑψώθηκε στήν κατά Θεόν ζωή, μέ τό βάπτισμα τῆς εὐλογημένης Ὄλγας".
"Ἡ διατύπωσι αὐτή τοῦ Πατριάρχη - γράφει ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος Chernov - ὑπῆρξε προφητική καί σπουδαιοτάτης σημασίας. Διότι, ἐπιστρέφοντας ἡ Ὄλγα στό Κίεβο, σάν Μεγάλη Ἡγεμονίδα Ὄλγα - Ἑλένη, ἄρχισε νά διασχίζει ὁλόκληρη τήν χώρα τῶν Ρώσων, κηρύττοντας τόν Χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη γνωστός στό λαό ἀπό Βυζαντινούς ἐμπόρους. Ἔτσι ἔγινε Ἰσαπόστολος, ὄχι μέ μεταφορική ἔννοια, ἀλλά γνησίως καί κυριολεκτικῶς. Ἦταν ζηλώτρια τῆς νέοαποκτηθείσης Πίστεως, καθένας μποροῦσε νά τό καταλάβει καί ἀκολουθοῦσε τό παράδειγμά της. Πρίν τόν θάνατό της, ἔπεισε τόν γιό της Μεγάλο Ἡγεμόνα Σβιατοσλάβο νά δεχθεῖ τόν Χριστιανισμό, ἀλλά αὐτός τελικά ἄλλαξε γνώμη. Τότε ἐκείνη τοῦ προφήτευσε ἕνα ἀπαίσιο θάνατο καί αἰώνια ἀπώλεια, προκηρύσσοντας ταυτοχρόνως καί τό ἐπερχόμενο Βάπτισμα τῆς Ρωσίας.
Τρία χρόνια μετά τό γεγονός αὐτό, ὁ Σβιατοσλάβος συνελήφθη αἰχμάλωτος κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου μέ τούς Πετσενέγους καί αὐτοί ἔφτιαξαν μέ τό κρανίο του ἕνα κύπελο γιά τόν ἀρχηγό τους! Ἔτσι, ὁ ἐγγονός τῆς Ὄλγας Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Βλαδίμηρος, ἦταν ἐκεῖνος πού βαπτίσθηκε μέ ὅλους τούς Ρώσους, τό 988".
Κατά τό Ρωσικό Χρονικό ἡ Ὄλγα ὑπῆρξε "ἡ πρόδρομος τῆς Χριστιανικῆς γῆς τῆς Ρωσίας, ὡς ἡ ἠώς προηγεῖται τοῦ ἡλίου καί ἡ αὐγή τῆς ἡμέρας, διότι αὐτή ἔλαμψεν ὡς ἡ σελήνη ἐν νυκτί καί ἠκτινοβόλει μεταξύ τῶν ἀπίστων ὡς ὁ μαργαρίτης ἐν βορβόρῳ".
Τήν ἐποχή τοῦ βαπτίσματος τῆς Ὄλγας ὁ Βασιλιάς τῶν Φράγκων Ὄθων Α’ ἐκδήλωσε βλέψεις ἐπί τῶν ἀνατολικῶν Σλάβων, τούς ὁποίους προσπάθησε νά ὑπαγάγει στήν σφαίρα ἐπιρροῆς του μέσῳ τῆς ἱεραποστολῆς. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἔστειλε στό Κίεβο τόν Φράγκο Ἐπίσκοπο Λιβούτιο, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπεβίωσε κατά τήν διαδρομή, τό 960. Τόν διαδέχθηκε ὁ Ἀδαλβέρτος, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ρωσίας, ἀλλά ὅταν ἔφθασε στό Κίεβο ἀντιμετώπισε τήν ἀδιαφορία τῆς Ὄλγας καί ἀναγκάστηκε νά ἐπιτρέψει ἄπρακτος (M.G.H., SS, I, 624 - 625).Ἡ ἁγ. Ὄλγα κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 969. Τό 1009 ὁ Μέγας Βλαδίμηρος κατέθεσε τό ἀδιάφθορο Λείψανό της στόν περίφημο Ναό Κοιμ. Θεοτόκου (τῆς Δεκάτης), στό Κίεβο. Ἐκεῖ τό εἶδε σέ ἄριστη κατάσταση ὁ Χρονογράφος Ἰακώβ Mnikh (τό 1072) καί τό περιέγραψε. Μετά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του. Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 11η Ἰουλίου.
Κατά τήν βασιλεία τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ (963 – 969), ζητήθηκε ἀπό τόν γιό τῆς Ὄλγας καί διάδοχο τοῦ Ἰγκώρ Σβιατοσλάβο, στρατιωτική βοήθεια γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν Βουλγάρων. Ὁ Σβιατοσλάβος - πού μέχρι τότε εἶχε πολεμήσει κατά τῶν Βουλγάρων τοῦ Βόλγα, τῶν Χαζάρων, τῶν Ἀλανῶν, τῶν Πετσενέγκων καί τῶν Μαγιάρων καί εἶχε διπλασιάσει τό κράτος του - πράγματι ἐκστράτευσε στή Βουλγαρία, ἀλλά μετά τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ του πείσθηκε ἀπό τόν Πατρίκιο Καλοκυρό νά στραφεῖ κατά τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα, σημείωσε μάλιστα σημαντικές ἐπιτυχίες. Μάλιστα μετακίνησε τήν πρωτεύουσά του ἀπό τό Κίεβο στό Περεγιασλάβετς, στό Δέλτα τοῦ Δούναβη. Τόν Σβιατοσλάβο ἀντιμετώπισε ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκῆς (969 - 976), ὁ ὁποῖος τόν πολιόρκησε στό Δορύστολο, ἐνῶ ἀπέκλεισε μέ τόν στόλο του τόν Δούναβη. Κατά τήν συνθήκη πού ἀκολούθησε τήν ἦττα τῶν Ρώσων, ὁ Τσιμισκῆς ἀνανέωσε τά ἐμπορικά τους προνόμια, ἀλλά ὁ Σβιατοσλάβος βρῆκε τραγικό θάνατο ἀπό τούς Πετσενέγους κατά τήν ἐπιστροφή του στό Κίεβο (972).

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
S. H. Cross, “The Russian Primary Chronicle”, 1953.
Βλ. Φειδᾶ, «Ἡ Ἡγεμονίς τοῦ Κιέβου Ὄλγα - Ἑλένη (945 - 964) μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως», 1973.
Simon Franklin, “Constantine Porphyrogenitus and Russia”, Β’ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση 22 – 26. 7. 1987, Εὐρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφῶν.
Larisa Vasilievna, “Οἱ γυναῖκες τοῦ Ρωσικοῦ Στέμματος».
D. Bordovchev, “Ἱστορικές γυναίκες τῆς Ρωσίας».

3. Τό Βάπτισμα τῶν Ρώσων (988 - 989) –
Ὁ ἅγ. Ἰσαπόστολος Βλαδίμηρος ὁ Μέγας (+ 1015).
Τόν Σβιατοσλάβο διαδέχθηκε στό Θρόνο τοῦ Κιέβου ὁ γιός του Γιαροπόλκ. Ἀπό τούς ἄλλους γιούς του ὁ νεαρός Βλαδίμηρος (παλαιά Νορβηγική Valdamarr), ἀπό τήν παλακίδα Μαλοῦσα, ἡλικίας μόλις 7 ἐτῶν ἀνέλαβε τήν ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ καί ὁ Ὄλεγκ ἐκείνη τῆς Νερέτβα. Ὁ Γιαροπόλκ στήν προσπάθειά του νά στηρίξει τήν ἐξουσία του σκότωσε τόν Ὄλεγκ καί ὁ Βλαδίμηρος μαζί μέ τόν θεῖο του Ντομπρίνια ἀναγκάστηκαν νά καταφύγουν στή Βαραγγική κοιτίδα Σκανδιναβία καί νά ζητήσουν τήν βοήθεια τοῦ Νορβηγοῦ Βασιλιά Ὄλαφ.
Ὁ Βλαδίμηρος ἐπέστρεψε ἀπό τήν Νορβηγία ἐνισχυμένος μέ ἰσχυρό σῶμα Βαράγγων, ἐπικράτησε τοῦ Γιαροπόλκ καί κατέλαβε τό Κίεβο, τό 980, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν. Ἡ εἴσοδος νέου Βαραγγικοῦ στοιχείου στήν Κιεβινή κοινωνία ἐπέφερε ἐνίσχυση τῆς εἰδωλολατρείας, προκάλεσε διωγμό τῶν Χριστιανῶν καί ἐπαναφορά τῶν ἀνθρωποθυσιῶν στό εἴδωλο τοῦ Περούν (κατά τό πάνθεο τῶν Βαράγγων – Ρώς θεός τοῦ κεραυνοῦ, τῆς βροντῆς καί τοῦ χιονιοῦ). Τότε μαρτύρησαν οἱ Πρωτομάρτυρες τῆς Ρωσίας Ἰωάννης καί Θεόδωρος, κάτα ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες:
Συνήθως τά θύματα τῶν θυσιῶν ἐπιλέγονταν μεταξύ τῶν αἰχμαλώτων πολέμου, τό 980 ὅμως δέν ὑπῆρχαν αἰχμάλωτοι καί ἔτσι τό θῦμα ἐπιλέχθηκε μέ κλῆρο. Ὅταν ὁ κλῆρος ἔπεσε στόν Χριστιανό νέο Ἰωάννη, ὁ ἐπίσης Χριστιανός πατέρας του ἔμπορος Θεόδωρος ἀρνήθηκε νά τόν παραδώσει, ὁμολογῶντας τήν Χριστιανική τους Πίστη. Οἱ δύο Ὁμολογητές βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο, ὅταν τό ξύλινο σπίτι τους κατέρρευσε πάνω τους, ἀπό τά κτυπήματα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ὄχλου.
Τό 986 ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ ὁ Βουλγαροκτόνος (976 -1025), ζήτησε ἀπό τόν Βλαδίμηρο στρατιωτική βοήθεια γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς στάσεως τῶν Βάρδα Φωκᾶ καί Βάρδα Σκληροῦ. Ὁ Βλαδίμηρος ἀντακοκρίθηκε στέλνοντας 6.000 ἱκανότατους Βαράγγους πολεμιστές καί ἀξιοποίησε τήν εὐκαιρία γιά σύνδεση τοῦ Ἡγεμονικοῦ του Οἴκου τῶν Ρούρικ μέ τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορική Δυναστεία τῶν Μακεδόνων, κάτι πού ἄν συνέβαινε θά εἶχε γι’αὐτόν σημαντικά πολιτικά ἀποτελέσματα. Στή συμφωνία πού προηγήθηκε μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν, ὁ Βλαδίμηρος ἔθεσε μεταξύ ἄλλων ὅρων καί τόν γάμο του μέ τήν Πορφυρογέννητη Ἄννα, ἀδελφή τῶν Αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β’ καί Κωνσταντίνου Η’.
Παρά τήν καταστολή τῆς στάσεως τῶν Βαρδάρηδων οἱ Βυζαντινοί δέν ἱκανοποίησαν τόν ὅρο περί γάμου τοῦ Βλαδιμήρου μέ τήν Ἄννα, ἐπικαλούμενοι τήν παράδοση τῆς Αὐτοκρατορικῆς Αὐλῆς νά μήν δίδονται Πριγκίπισσες σέ βάρβαρους Ἡγεμόνες. Τότε ὁ Βλαδίμηρος γιά νά ἐκβιάσει τήν κατάσταση κατέλαβε τήν Χερσῶνα (988) καί μάλιστα μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασίου. Τήν λύση στό ἀδιέξοδο ἔδωσε ἡ Βυζαντινή διπλωματία, ἡ ὁποία ἐπέβαλε ὡς ὅρο γιά τόν γάμο τό βάπτισμα τοῦ Βλαδιμήρου. Μετά τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου αὐτοῦ ἡ Πορφυρογέννητη Ἄννα πῆγε στή Χερσῶνα μέ μεγάλη συνοδεία, στήν ὁποία συμμετεῖχε καί ὁ Συριακῆς καταγωγῆς Ἐπίσκοπος Μιχαήλ (+ 991), πρῶτος Μητροπολίτης Ρωσίας.
Ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαήλ βάπτισε τόν Βλαδίμηρο στό Ναό τοῦ ἁγ. Βασιλείου στή Χερσῶνα καί εὐλόγησε τό γάμο του μέ τήν Ποργυρογέννητη Ἄννα. Κατά τήν παράδοση μέ τό βάπτισμα ὁ Βλαδίμηρος θεραπεύθηκε ἀπό σοβαρή πάθηση τῶν ὀφθαλμῶν πού τόν εἶχε ὁδηγήσει σέ προσωρινή τύφλωση.
Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ὁ πόθος τοῦ Βλαδιμήρου γιά σύνδεση τοῦ Ἡγεμονικοῦ Οἶκου του μέ τόν Αὐτοκρατορικό Οἶκο τῆς ΚΠόλεως, κάτι πού ἐνισχύθηκε περισσότερο μέ τόν γάμο τοῦ ἐγγονοῦ του Βλαδιμήρου Β’ τοῦ Μονομάχου (1113 – 1125), μέ μία κόρη τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' τοῦ Μονομάχου (τήν Πριγκίπισσα Ἀναστασία), τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γεωργίου τοῦ Μακρόχειρος (ρωσιστί Ντολγκοροῦκι, 1149 – 1151, 1155 – 1157) μέ τήν Βυζαντινή Πριγκίπισσα Ἑλένη καί ἀργότερα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη Γ’ (1462 – 1505) μέ τήν Πριγκίπισσα Σοφία - Ζωή Παλαιολογίνα, ἀνηψιά τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Κων/νου ΙΑ’ Παλαιολόγου (+ 1453).
Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Βλαδιμήρου ἀπέδειξε, ὅτι τό βάπτισμά του ἦταν ἐνσυνείδητη ἐπιλογή. Ἐπιστρέφοντας στό Κίεβο διέταξε τήν καταστροφή τῶν εἰδώλων. Ἀκολουθῶντας τό τελετουργικό ἐκτελέσεως συμμορίας, τά πέντε ξόανα πού τριγύριζαν ἐκεῖνο τοῦ αἱματοβαφούς Περούν (τοῦ Χόρς, θεοῦ τῆς σελήνης, τοῦ Ντάζμπογκ τοῦ ἡλίου, τοῦ Τρίμπογκ τοῦ πολέμου καί τῆς θύελλας, τοῦ Σιμάργκλ τῆς γεωργίας καί τῆς Μόκος τῆς μητρότητας), ρίχτηκαν στή φωτιά, ἐνῶ τοῦ Περοῦν ρίχτηκε στό Δνείπερο σάν ἁπλό κούτσουρο. Ἔπειτα κάλεσε τόν λαό σέ τακτή ἡμέρα νά βαπτιστεῖ στόν ποταμό Δνείπερο. Ἀργότερα στή θέση τῶν εἰδώλων ὁ Μέγας Βλα-δίμηρος ὕψωσε τόν Ναό τοῦ ἁγ. Βασιλείου.
Μπορεῖ τό Βάπτισμα τῶν Ρώσων νά ἔγινε τό 988 -989, κατά τό Ρωσικό Χρονικό ὅμως οἱ ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ στή Ρωσία ἀνάγονται στήν Ἀποστολική ἐποχή. "¨Ο Ἀπόστολος Ἀνδρέας – γράφει τό Χρονικό - πορευθείς εἰς Ρωσίαν, ἵνα κηρύξη τό Εὐαγγέλιον, ἀποβάς εἰς τήν χώραν ἔστη εἰς τούς πρόποδας ὅρους τινός λέγων εἰς τούς περί αὐτόν μαθητάς: "Κοιτάξτε εἰς τό ὅρος τοῦτο ἐδῶ, θέλει κτισθῆ μεγάλη πόλις, πολλά δέ ἔσονται θυσιαστήρια τῷ Κυρίῳ". Εἶτα δ' ἀναβάς ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους καί ποιήσας τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, προσηυχήθη. Πράγματι, εἰς τό ὄρος ἐκεῖνο τό προφητευθέν, ἐκτίσθη τό Κίεβον".
Τό ἱστορικῆς σημασίας γεγονός τοῦ Βαπτίσματος τῶν Ρώσων οἱ χρονογράφοι τῆς ἐποχῆς ἀποδίδουν στήν εὐφυϊα τοῦ Βλαδιμήρου, ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτοντας τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ, ἀλλά καί τόν Δυτικό Χριστιανισμό, καί ἀποδεχόμενος τήν Ὀρθοδοξία, ἱκανοποίησε τό ἔντονο καί ξεκάθαρο θρησκευτικό αἴτημα τοῦ λαοῦ του.
Ἡ παράδοση πού διασώζει τό Ρωσικό Χρονικό σχετικά μέ τό Βάπτισμα τῶν Ρώσων, φανερώνει τήν γενικώτερη προβληματική σχετικά μέ τήν θρησκεία πού θά ἔπρεπε νά ἀσπαστεῖ ὁ Ρωσικός λαός, ἐφ’ ὅσον ὁ παγανισμός ἀναγνωρίζονταν ὡς ἀνεπαρκής καί ἀνίκανος νά τόν ὁδηγήσει στόν πολιτισμό.
Κατά τόν Ν. Zernov, ἡ Ρωσική ψυχή ἦταν ἀδύνατο νά συμβιβαστεῖ μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία, διότι "ἡ Βυζαντινή παράδοση δέν εἶναι τόσο θεσμική ὅσο ἡ Δυτική· δίνει σημασία λιγότερη στήν πειθαρχία καί τήν τάξη, θριαμβεύει ὅμως στήν ὡραιότητα τῆς λατρείας καί τήν ἔννοια τῆς Θείας Χάριτος καί συγγνώμης. Οἱ Ρῶσοι ἦσαν πάντα λαός καλλιτεχνικός. Τούς εἶναι εὐκολώτερο νά ἐκφράσουν τίς ἰδέες καί τά συναισθήματα μέ τήν μουσική, τό χρῶμα καί τό σχέδιο, παρά μέ τά βιβλία ἤ τίς πολυμαθεῖς διατριβές" (N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", σελ. 9).
Οἱ Ρῶσοι δέχτηκαν τήν νέα θρησκεία μέ ἐνθουσιασμό καί σύντομα λαμπροί ναοί στόλισαν τήν ἀχανή στέππα τους. Μόνο στό Κίεβο (μέχρι τό 1124), ὑπῆρχαν 600 ναοί, στό Βλαδιμήρ (τό 1185) 32 καί στή μισή πόλη τοῦ Νόβγκοροντ (τό 1217) 20 ναοί! Μεταξύ αὐτῶν τῶν ναῶν περίφημοι ὑπῆρξαν ὁ Ναός τῆς Δεκάτης στό Κίεβο (κτίσμα τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου), τῆς Ἁγίας Σοφίας (ἐπίσης στό Κίεβο, κτίσμα τοῦ Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ), τῆς Ἁγίας Σοφίας στό Νόβγκοροντ (κτίσμα τοῦ γιοῦ τοῦ Γιαροσλάβου Βλαδιμήρου), τῆς Κοιμ. Θεοτόκου στό Βλαδιμήρ (κτίσμα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἀνδρέα Μπογκολιούμπσκυ), κ.ἄ. Ὅλοι οἱ μνημονευόμενοι Ναοί, πλήν ἐκείνου τῆς Δεκάτης, σώζονται μέχρι σήμερα.
Τό σημαντικό στήν περίπτωση τῶν Ρώσων εἶναι, ὅτι δέν εἶδαν τόν Χριστιανισμό κάτω ἀπό τό φῶς τῶν Ἑλληνικῶν καί Λατινικῶν Γραμμάτων, ὅπως ἡ Δύση καί τό Βυζάντιο. Ἡ Ρωσική θεώρηση τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι λιγώτερο φιλοσοφική ἀπ' ὅτι ἡ Βυζαντινή καί ἀκόμα λιγώτερο θεσμική ἀπό ὅτι ἡ Δυτική. Εἶναι μία νέα, βαθειά διείσδυση στήν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ἔχει σάν συνέπεια τήν βιωματική πίστη. Γιά τόν Ρῶσο, ὁ Χριστιανισμός πρῶτα ἀπό ὅλα εἶναι τρόπος ζωῆς.
Πρῶτος ὁ Ἡγεμόνας Βλαδίμηρος ἔδειξε στόν ἑαυτό του τήν χαρακτηριστική αὐτή Ρωσική θεώρηση. Κάτω ἀπό τήν εὐεργετική ἐπιρροή τῆς Ἄννας κατάργησε τά ἁμαρτωλά συμπόσια - ἀνοίγοντας ἀντίθετα τίς πύλες τοῦ ἀρχοντικοῦ του στούς πτωχούς - ἀπέλυσε τίς πολυάριθμες παλλακίδες του καί σεβόμενος τήν ἀνθρώπινη ζωή κατάργησε ἀκόμα καί τήν θανατική ποινή! Τό παράδειγμά του ἀκολούθησαν ὁ ἐγγονός του Μεγ. Ἡγεμόνας Βλαδίμηρος ὁ Μονομάχος (+ 1125), ἡ Αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πετρόβνα (+ 1761) καί ὁ Αὐτοκράτορας Ἀλέξανδρος Β' (+ 1881). Μέ τήν Ἄννα ὁ Βλαδίμηρος ἀπέκτησε δύο γιούς, τούς ἔπειτα Παθοφόρους Βόριδα (+ 1015) καί Γκλέμπ (+ 1015) πού ἀφέθηκαν νά δολοφονηθοῦν ἀπό τόν ἀδελφό τους Ἡγεμόνα Σβιατοπόλκ, ἀρνούμενοι ὡς Χριστιανοί νά συμμετάσχουν σέ ἐμφύλιο πόλεμο ἐναντίον του! (Ὁ Σβιατοπόλκ ἦταν ὁ τελευταῖος γιός τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου, τῆς ἐποχῆς πρίν τόν γάμο του μέ τήν Ἄννα, καί μιᾶς Ἑλληνίδας μοναχῆς πού εἶχε ἀπαχθεῖ στή Βουλγαρία ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ Βλαδιμήρου Γιαροπόλκ).
Ἡ Μεγ. Ἡγεμονίδα Ἄννα κοιμήθηκε εἰρηνικά πρίν τόν θάνατο τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου καί ἐνταφιάσθηκε στό Κίεβο, στό Ναό τῆς Δεκάτης. Δίπλα της ἐνανταφιάσθηκε καί ὁ Βλαδίμηρος (1015), ὅπως ἀπέδειξαν ἀρχαιολογικές ἀνασκαφές στά θεμέλια τοῦ καταστραμμένου ἀπό τούς Τατάρους περίφημου ναοῦ.
Τόν Μεγάλο Βλαδίμηρο διαδέχθηκε μία σειρά ἀσήμαντων (γενικά) Μεγ. Ἡγεμόνων τοῦ Οἴκου τῶν Ρούρικ, οἱ ὁποῖοι κατανάλωσαν τίς δυνάμεις τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους στίς μεταξύ τους ἐμφύλιες διαμάχες.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
Βλ. Φειδᾶ, «Ἡ πρώτη ἐν Ρωσίᾳ ’Εκκλησιαστική Ἱεραρχία καί αἱ Ρωσικαί πηγαί», 1966.
Δ. Λαμπίση, "Ἱστορία τῆς Ρωσίας" 1860, σελ. 22.
F. Drovnic, "The idea of Apostolicity in Byzantium and the legent of Apostle Andrew", 1958.
N. De Baumgarten, “St. Vladimir et la conversion de la Russie”, Περιοδικό «Orientalia Christiana”, τ. 27, 1932)
V. N. Trostnikov, "The place and role of the Baptism of Rus in the European spiritual process of the second Millennium of Christian History"· Περιοδικό "Orthodox Life", φ. 4/1989, σελ. 41 - 60).
V. A. Rudionov, “Ἡ ἐποποιϊα τοῦ Πρίγκιπα Βλαδιμήρου».
N. Baumgarten, “Olaf Tryggwison, Roi de Norvege, et les relations avec St. Vladimir”, Περιοδικό “Orient. Christiana” 24, 1931.
Ἀντ. Μάρκου, "Ὁ τόπος βαπτίσεως τοῦ ἁγ. Βλαδιμήρου τοῦ Μεγάλου", Περιοδικό "Ἀπόστολος Βαρνάβας", φ. Ἰαν. 1993, σελ. 14 - 17).
Λυκούργου Ἀραιταίου, «Ἡ Ἡγεμονία τῆς Μοσχοβίας – Οἱ ἀπαρχές τῆς νεώτερης Ρωσίας», Περιοδικό «Ἱστορικά Θέματα», φ. 66. Ὀκτ. 2007, σελ.70.

4. Ἀπό τόν Μέγα Βλαδίμηρο (1015) στήν Ταταρική Κατάκτηση (1240)
Ὁ κατάλογος τῶν Μεγ. Ἡγεμόνων τοῦ Κιέβου κατά τήν περίοδο ἀπό τόν θάνατο τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου (1015) μέχρι τήν Ταταρική κατάκτηση (1240), περιλαμβάνει - ἐκτός κάποιων ἐξαιρέσεων - Ρουρικίδες μικρῆς σημασίας πού βρίσκονταν σέ διαρκεῖς ἐμφύλιες συγκρούσεις μέ συγγενεῖς τους τοῦ ἴδιου Ἡγεμονικοῦ Οἶκου τῶν Ρούρικ, γιά τήν ἀπόκτηση καί διατήρηση τοῦ τίτλου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα καί τοῦ Θρόνου τοῦ Κιέβου. Σέ μία περίοδο 170 ἐτῶν (1054 – 1224) καταγράφονται 64 αὐτοανακηρύξεις περιφερειακῶν Ἡγεμονιῶν σέ ἀνεξάρτητα κράτη, μέ ἀξιώσεις στή Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου, 83 ἐμφύλιοι πόλεμοι (σέ ἀρκετές περιπτώσεις μέ τήν συμμετοχή στό πλευρό τῶν ἀντιμαχομένων παραδοσιακῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωσίας, ὅπως τῶν Πολωνῶν, τῶν Σουηδῶν, τῶν Λιθουανῶν, τῶν Πολόβτσων καί τῶν Τατάρων) καί 293 Ἡγεμόνες πού διεκδίκησαν τόν Θρόνο τοῦ Κιέβου.
Τόν Μεγάλο Βλαδίμηρο διαδέχτηκε ὁ πρεσβύτερος γιός του Σβιατοπόλκ (Σβιατοπόλκ Α’, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, 1015 – 1019). Ἦταν γιός του ἀπό μία Ἑλληνίδα μοναχή πού εἶχε ἀπαγάγει ὁ παππούς του Μεγ. Ἡγεμόνας Σβιατοσλάβος Α’ (963 – 972) κατά τήν ἐκστρατεία του στή Βουλγαρία καί τήν εἶχε παντρέψει μέ τόν γιό του Γιαροπόλκ (Γιαροπόλκ Α’, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, 972 – 980). Μετά τήν δολοφονία τοῦ Γιαροπόλκ ἀπό τόν Βλαδίμηρο (980), ὁ τελευταῖος νυμφεύθηκε τήν τέως μοναχή καί ἀπό αὐτό τό γάμο γεννήθηκε ὁ Σβιατοπόλκ.
Κατά τήν ἡγεμονία τοῦ Σβιατοπόλκ ἡ παραδεδομένη ἀδελφομαχία καί ἀδελφοκτονία μεταξύ τῶν Ρουρικίδων Ἡγεμόνων συνεχίστηκε μέ τρόπο δραματικό.
Μέ τήν Βυζαντινή Πριγκίπισα Ἄννα ὁ Μέγας Βλαδίμηρος εἶχε ἀποκτήσει δύο γιούς, τόν Βόριδα καί τόν Γκλέμπ. Οἱ δύο νέοι, θεωρῶντας ὅτι σάν Χριστιανοί δέν ἔχουν τό δικαίωμα νά θυσιάσουν στρατιῶτες τους γιά νά ὑπερασπιστοῦν τούς ἑαυτούς τους, ἀφέθηκαν νά δολοφονηθοῦν ἀπό τόν ἀδελφό τους Σβιατοπόλκ, ἀρνούμενοι νά συμμετάσχουν σέ ἐμφύλιο πόλεμο ἐναντίον του! Γιά τήν θυσία τους αὐτή τιμήθηκαν ἀπό τόν νεοφώτιστο Ρωσικό Λαό σάν Ἅγιοι Παθοφόροι.
ἅγ. Γκλέμπ (κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα Δαβίδ), μετά τήν δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ του Βόριδος - Ρωμανοῦ (τήν 24η Ἰουλίου 1015), παραπλανήθηκε ἀπό τόν Σβιατοπόλκ, ὅτι "ὁ πατέρας τους ἀσθενεῖ καί τόν χρειάζεται" καί ξεκίνησε γιά τό Κίεβο. Ἄν καί εἰδοποιήθηκε ἀπό τόν ἀδελφό του Γιαροσλάβο τόν Σοφό, τότε Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ, ὅτι πρόκειται γιά παγίδα, ἐκεῖνος συνέχισε τήν πορεία του καί τελικά δολοφονήθηκε, τήν 5η Σεπτεμβρίου 1015. Κατά τόν Β. Λεβέντεφ, "παρακάλεσε τούς δολοφόνους νά λυπηθοῦν τήν νεότητά του καί νά σεβασθοῦν τήν μνήμη τῶν γονέων του, πρόσθεσε ὅμως "ἄν τό αἷμα μου μόνο σᾶς ἱκανοποιεῖ, τότε εἶναι στά χέρια τά δικά σας καί τοῦ ἀδελφοῦ μου" (Β. Λεβέντεφ, "Οἱ Ἅγιοι Ἀδελφοί"· στό "Περιοδικό τοῦ Πατρια-ρχείου Μόσχας", φ. 1/1988, σελ. 11· στήν Ἀγγλική).
Τό 1019 ὁ Γιαροσλάβος ὁ Σοφός ἐκδικήθηκε τόν θάνατο τῶν δύο ἀδελφῶν, ἐκδιώκοντας τόν Σβιατοπόλκ. Τότε ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό μαρτυρικό Λείψανο τοῦ ἁγ. Γκλέμπ καί κατατέθηκε στόν Ναό τοῦ ἁγ. Βασιλείου στό Βύσγκοροντ, ὅπου εἶχε ταφεῖ ὁ ἅγ. Βόρις. Ὁ Θεός τίμησε τά Λείψανα τῶν ἁγίων Πριγκίπων μέ τό θαυματουργικό χάρισμα καί μόλις 5 χρόνια μετά τήν τελείωσή τους, τό 1020, διακηρύχθηκε ἡ ἁγιότητά τους (εἶναι οἱ πρῶτοι Ἅγιοι τοῦ Ρωσικοῦ Ἁγιολογίου). Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Γκλέμπ τιμᾶται τήν 2α Μαϊου, τήν 20η Ἰουνίου καί τήν 5η Σεπτεμβρίου. Τιμᾶται ἀκόμη τήν 24η Ἰουλίου, μαζί μέ τόν ἅγ. Βόριδα, καί τήν 2α Ἰανουαρίου κατά τήν κοινή Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τους.
Τόν Σβιατοπόλκ Α’ διαδέχτηκε ὁ ἀδεφλός του Γιαροσλάβος (Γιαροσλάβος Α’ ὁ Σοφός, 1019 – 1054). Ἦταν γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἁγ. Βλαδιμήρου τοῦ Μεγάλου (980 – 1015) καί πιθανῶς τῆς Πριγκίπισσας Ρογκέντας τοῦ Πολότσκ. Κατά τήν παιδική του ἡλικία ὁρίστηκε ἀπό τόν πατέρα του Ἡγεμόνας τοῦ Ροστώφ καί τό 1010 ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ. Μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου (1015) καί τήν δολοφονία τῶν Πριγκίπων Βόριδος καί Γκλέμπ ἀπό τόν γιό καί διάδοχο του Σβιατοπόλκ, ὁ Γιαροσλάβος ξεκίνησε πόλεμο κατά τοῦ ἀδελφοῦ του καί τόν νίκησε (1016), ὁπότε ὁ Σβιατοπόλκ κατέφυγε στόν πεθερό του Ἡγεμόνα Μπολεσλάους Α’ τῆς Πολωνίας, ἀπ’ ὅπου ἐπανῆλθε γιά νά διεκδικήσει καί πάλι τήν ἐξουσία. Ὁ Γιαροσλάβος ἐπικράτησε ὁριστικά τοῦ Σβιατοπόλκ τό 1019.
Στό Γιαροσλάβο ἀνῆκει ἡ σύνταξη τοῦ πρώτου Νομικοῦ Κώδικα τῆς Ρωσίας. Ἀκόμη, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν διεθνῶν σχέσεων τῆς χώρας του χρησιμοποίησε τούς λεγόμενους Βασιλικούς Γάμους: Πάντρεψε τήν ἐγγονή του Εὐπραξία μέ τόν Αὐτοκράτορα Ἐρρῖκο Γ’ τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τήν ἀδελφή του μέ τόν Βασιλιά τῆς Πολωνίας καί τρεῖς κόρες του μέ τούς Βασιλεῖς τῆς Γαλλίας, τῆς Νορβηγίας καί τῆς Οὐγγαρίας.
Τό ἴδιο ἔτος νυμφεύθηκε τήν Πριγκίπισσα Ἰνεγέρδη – Εἰρήνη, θυγατέρα τῶν Σουηδῶν Βασιλέων Ὄλαφ καί Ἐστρίδης. Ἡ Σουηδή Πριγκίπισσα μημιούργησε μέ τόν Γιαροσλάβο μεγάλη χριστιανική οἰκογένεια (ἀπέκτησε 10 παιδιά!), ἀνέθρεψε μαζί μέ τά δικά της παιδιά πολλά ὀρφανά, ἔκτισε στό Κίεβο τήν Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας καί σύνδεσε τό ὄνομά της μέ τήν ἀνέγερση τοῦ περίφημου Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, στό Νόβγκοροντ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1050, ἀφοῦ προηγουμένως ἔλαβε τό Ἀγγελικό Σχῆμα καί ὀνομάσθηκε Ἄννα. Δέν εἶναι γνωστό πότε τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 πάντως, ἦταν κατατεθημένο μαζί μέ τό ἐπίσης ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ γίου της ἁγ. Βλαδιμήρου Γιαροσλάβιτς, στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 10η Φεβρουαρίου καί μαζί μέ ἐκείνη τοῦ γιοῦ της ἁγ. Βλαδιμήρου, τήν 4η Ὀκτωβρίου.
Ὁ Γιαροσλάβος διεξήγαγε ἐπιτυχεῖς πολέμους κατά τῶν Πετσενέγων, τούς ὁποίους νίκησε τό 1036. Σέ ἀνάμνηση τῆς νίκης αὐτῆς θεμελίωσε τό 1037 τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου. Γιά πολιτικούς λόγους ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τό Βυζάντιο (τό 1043 μάλιστα ἐπιτέθηκε κατά τῆς ΚΠόλεως), μέ ἀποτέλεσμα τό 1051 νά ἀναδείξει ἀντικανονικά Μητροπ. Ρωσίας τόν ἐφημέριο τοῦ Ἡγεμονικοῦ Παρεκκλησίου τοῦ Μπερόστοβο Ἰλλαρίωνα, τόν πρῶτο Ρωσικῆς καταγωγῆς Μητροπ. Ρωσίας (1051 – 1054). Τό 1054, ἔτος τοῦ θανάτου του, ὁ Γιαροσλάβος ἀποκατέστησε τίς σχέσεις του μέ τό Βυζάντιο καί τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί ὁ Μητροπ. Ἰλαρίων ἐξαφανίσθηκε ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο.
Ἐκτός ἄλλων ἵδρυσε τήν πόλη Γιαροσλάβ στόν ποταμό Βόλγα καί ἀναδείχθηκε προστάτης τῶν Γραμμάτων, τῆς Παιδείας καί τῶν Τεχνῶν.
Τόν Γιαροσλάβο τόν Σοφό διαδέχτηκε ὁ γιός του Ἰζιασλάβος Α’ (1054 – 1078), πρεσβύτερος γιός του ἀπό τήν Πριγκίπισσα Εἰρήνη τῆς Σουηδίας (ἁγ. Ἄννα), προηγουμένως Ἡγεμόνας τοῦ Τούρωφ. Τό 1068 μία λαϊκή ἐξέγερση τόν ἐκθρόνισε, ἀλλά ἐπανῆλθε τό ἐπόμενο ἔτος 1069 μέ τήν βοήθεια τοῦ πεθεροῦ του Βασιλιά Καζιμίρ Α’ τῆς Πολωνίας. Στό ἐνδιάμεσο (1068 - 1069) τόν Θρόνο τοῦ Κιέβου κατέλαβε ὁ Βρεσλάβος Μπριατσισλάβιτς, Ἡγεμόνας τοῦ Πολότσκ, ὁ ὁποῖος τό 1067 εἶχε λεηλατήσει τό Νόβγκοροντ, ἀπ’ὅπου ἀφαίρεσε μέχρι καί τίς καμπάνες τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας! Τό 1073 ὁ Ἰζιασλάβος ἐκθρονίστηκε καί πάλι, τήν φορά αὐτή ἀπό τόν ἀδελφό του Σβιατοσλάβο Β’ (1073 - 1076), ἱδρυτή τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Τσερνίκωφ. Τό 1073 ἀνακατέλαβε τό Κίεβο γιά τρίτη φορά, ἀλλά τό 1078 σκοτώθηκε πολεμῶντας τούς Ἡγεμόνες Ὄλεγκ Σβιατοσλάβιτς καί Βόριδα Βιτσεσλάβιτς.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰζιασλάβου Α’ (1078), ἀνέβηκε στό Θρόνο ὁ Βσέβολοντ Α’ (1078 – 1093), τέταρτος γιός τοῦ Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ καί τῆς ἁγ. Ἄννας. Μέ τόν γάμο του (τό 1046) μέ τήν Βυζαντινή Πριγκίπισσα Ἀναστασία (+ 1067), κόρη τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ τοῦ Μονομάχου, συνδέθηκε γιά δεύτερη φορά ὁ Ἡγεμονικός Οἶκος τῶν Ρούρικ μέ τόν Αὐτοκρατορικό Οἶκο τῆς ΚΠόλεως. Ὁ Βσέβολοντ ἦταν καλλιεργημένος γιά τήν ἐποχή του (μιλοῦσε Ἑλληνικά καί ἄλλες πέντε γλῶσσες) καί μᾶλλον εἰρηνόφιλος. Γιός του ὑπῆρξε ὁ Βλαδίμηρος Β’ ὁ Μονομάχος (1113 – 1125).
Τόν Βσέβολοντ Α’ διαδέχτηκε ὁ Σβιατοπόλκ Β’ (1093 – 1113), νόθος γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰζιασλάβου Α’ (1054 – 1078), ἱδρυτής τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Μιχαήλ στό Κίεβο. Κατά τήν ἡγεμονία του συντάχτηκε τό Χρονικό τοῦ ἁγ. Νέστορος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Βλαδίμηρος Β’ ὁ Μονομάχος (1113 – 1125) πού διαδέχτηκε τόν Σβιατοπόλκ Β’, θεωρεῖται ὁ σπουδαιότερος ἴσως Μεγ. Ἡγεμόνας τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας. Ἦταν γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βζέβολοντ Α’ (1078 – 1093) καί τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας Ἀναστασίας (+ 1067), κόρης τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ τοῦ Μονομάχου. Ἦταν προικισμένος μέ πολλά χαρίσματα καί μέ ἐξαιρετική πνευματική καί σωματική δραστηριότητα. Ἦταν ἐπίσης ἀπό τούς πλέον μορφωμένους Ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης τῆς ἐποχῆς του, εὐσεβής Χριστιανός, προστάτης τῶν Γραμμάτων καί τῶν Τεχνῶν, φιλεύσπλαχνος καί γεναιόδωρος. Τό ἠθικό του κῦρος ἦταν τέτοιο, ὥστε οἱ λοιποί Ρῶσοι Ἡγεμόνες ἀναγνώρισαν χωρίς ἀντιρρήσεις τήν ἀρχηγία του. Ἀναγνωρίζοντας τήν ἱερότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, κατάργησε τήν ποινή τοῦ θανάτου στήν ἐπικράτειά του!
Διεξήγαγε μεγάλους πολέμους κατά τῶν Πολόβτσων (στήν Παραίνεση μνημονεύει 83 ἐκστρατείας καί 19 συνάψεις εἰρήνης). Νυμφεύθηκε γιά πρώτη φορά τήν Πριγκίπισσα Gytha τοῦ Ἔσσεξ, κόρη τοῦ Βασιλιά τῆς Ἀγγλίας Χάρολντ, καί γιά δεύτερη μία Βυζαντινή Πριγκίπισσα, μέ τήν ὁποία γέννησε τόν ἔπειτα Μεγ. Ἡγεμόνα Γεώργιο Α’ τό Μακρόχειρα (1149 – 1151, 1155 - 1157). Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἦρθαν στή Ρωσία δύο μεγάλης ἱστορικῆς ἀξίας κειμήλια: Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρου (σήμερα στήν Πινακοθήκη Τρετιάκωφ τῆς Μόσχας) καί τό λεγόμενο Στέμμα τοῦ Μονομάχου (σήμερα στό Στρατιωτικό Μουσεῖο τοῦ Κρεμλίνου).
Ἡ βαθειά Χριστιανική πίστη του καί ἡ φιλοσοφία του γιά τήν ζωή, ἔχουν ἀποτυπωθεῖ στό ἔργο του «Παραίνεση πρός τούς γιούς μου». Ἐκεῖ μεταξύ ἄλλων γράφει καί τά ἐξῆς χαρακτηριστικά: «Παιδιά μου, δοξάζετε τόν Θεό καί ἀγαπᾶτε τούς ἀνθρώπους, γιατί οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ ἀπομόνωση, οὔτε ἡ μοναχική ζωή θά μᾶς ἐξασφαλίσουν τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά τό νά πράττετε τό καλό. Μήν ξεχνᾶτε τούς πτωχούς, ἀλλά θρέψτε τους. Νά θυμᾶστε ὅτι τά πλούτη ἔρχονται ἀπό τόν Θεό καί σᾶς παρέχονται γιά λίγο καιρό. Μή θάβετε τόν πλοῦτο σας στό χῶμα, αὐτό δέν εἶναι σύμφωνο μέ τά διδάγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Νά εἶστε πατέρες στά ὀρφανά, νά ὑπερασπίζεστε τίς χῆρες καί νά μήν ἀφήνετε τούς ἰσχυρούς νά καταπατοῦν τούς ἀδυνάτους. Μήν ἐκτελεῖτε τούς ἀθώους, ἀλλά οὔτε καί τούς ἐνόχους, γιατί τίποτα δέν εἶναι τόσο ἱερό ὅσο ἡ ζωή καί ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ. Μήν ἀφήνετε τούς ἀρρώστους. Μήν τρομάζετε στή θέα τῶν νεκρῶν, γιατί ὅλοι θά πεθάνουμε. Ξεριζῶστε ἀπό τήν καρδιά σας ὅλες τίς προτροπές τῆς ὑπερηφάνειας καί θυμηθῆτε ὅτι ὅλοι εἴμαστε θνητοί, σήμερα ὅλο ἐλπίδες, αὔριο στό χῶμα. Νά ἀπεχθάνεστε τό ψέμα, τό μεθύσι καί τήν ἀκολασία. Ἀγωνίζεστε ἀδιάκοπα νά ἀποκτήσετε γνώση» (Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρώσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 14 – 15).
Ὁ πρεσβύτερος γιός τοῦ Βλαδιμήρου Β’ τοῦ Μονομάχου Μστισλάβος Α’ (1125 – 1132) πού τόν διαδέχτηκε, θεωρεῖται ὁ τελευταῖος Μεγ. Ἡγεμόνας τῆς ἑνωμένης Κιεβινῆς Ρωσίας. Ἱκανός πολεμιστής, ὁδήγησε τίς Ρωσικές δυνάμεις κατά τῶν Πετσενέγων (1093, 1107, 1111 καί 1129), τῶν Ἐσθονῶν (1111, 1113, 1116 καί 1130) καί τῶν Λιθουανῶν (1131). Σημαντικό ἦταν ἐπίσης καί τό κτιτορικό του ἔργο. Στό Νόβγκοροντ ἔκτισε τόν Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου (1113) καί τό Καθολικό τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τοῦ Ρωμαίου (1117), στό Κίεβο τοῦ Βασιλικό Κοιμητήριο τοῦ Μπερέστεβο καί στό Ποντίλ τόν Ναό τῆς Παναγίας.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Μστισλάβου Α’ (1132), οἱ διαλυτικές τάσεις στήν Κιεβινή Ρωσία ἐνισχύθηκαν, ὁ τίτλος τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα διεκδικήθηκε ἀπό πολλούς περιφερειακούς Ἡγεμόνες (ὅπως τοῦ Τσερνίκωφ) καί τό ἴδιο τό Κίεβο ἀμφισβητήθηκε σάν πρωτεύουσσα, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἄνοδο τοῦ Βλαδιμήρ.
Ἡ Ἡγεμονία τοῦ Σούζνταλ – Βλαδιμήρ, στά ἀνατολικά τῆς Μόσχας, προέκυψε ἀπό τήν σταδιακή ἕνωση τῶν δύο πόλεων καί ἐνισχύθηκε μέ τήν ἐγκατάσταση τόσο κατοίκων, ὅσων καί τεχνιτῶν, ἐμπόρων καί καλλιτεχνῶν πού ἐγκατέλειπαν τόν νότο ἀναζητῶντας περισσότερη ἀσφάλεια. Τελικά τό 1168 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ἀνδρέας Α’ Μπογκολιούμπσκυ κατέλαβε καί λεηλάτησε τό Κίεβο, ἐνῶ τό 1299 μεταφέρθηκε ἐκεῖ καί ἡ ἕδρα τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας.
Τόν Μιστισλάβο Α’ διαδέχτηκαν οἱ ἀδελφοί του, γιοί τοῦ Βλαδιμήρου Β’ τοῦ Μονομάχου Γιαροπόλκ Β’ (1132 – 1138), Ἡγεμόνας τοῦ Τσερνίκωφ, καί Βιατσεσλάβ Α’ (1139, 1151 – 1154). Ὁ τελευταῖος ἀμφισβητήθηκε από τόν Βσέβολοντ Β’ Ὀλέγκοβιτς (1139 – 1146), ὁ ὁποῖος ἐπιλέγοντας σάν διάδοχό του τόν ἀδελφό του Ἰγώρ Β’ (1146), δημιούργησε τήν Δυναστεία τοῦ Τσερνίκωφ.
Ὁ Ἰγώρ Β’ ἡγεμόνευσε μόνο γιά δύο ἑβδομάδες! Ἐξαιρετικά ἀντιπαθής στό λαό καί τούς Βογιάρους, ἐκθρονίστηκε ἀπό τόν ἀνηψιό του Ἰζιασλάβο Β’ Μστισλάβιτς (1146 – 1149, 1151 - 1154) καί φυλακίστηκε. Σοβαρά ἄρρωστος στή φυλακή, ζήτησε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἰγνάτιος, χωρίς ὅμως αὐτό νά ἀποτρέψει τήν θανάτωσή του κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἐξεγέρσεως.
Οἱ ἑπόμενοι Μεγ. Ἡγεμόνες Ἰζιασλάβος Β’ (1146 – 1154) καί ὁ ἀδελφός του Ροστσισλάβος Α’ (1154, 1159 – 1167), ἀμφισβητήθηκαν ἀπό τόν γιό τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ Δαβίδ Σβιατοσλάβιτς Ἰζιασλάβο Γ’ (1154 – 1155, 1157 – 1156, 1164), ἐνῶ ὁ ἑπόμενος Μεγ. Ἡγεμόνας Μστισλάβος Β’ (1176 – 1169, 1170), προσπάθησε νά ἀνακόψει μέ στρατιωτικά μέσα τήν ἄνοδο τοῦ Βλαδιμήρ καί τήν ἐπεκτατική πολιτική τοῦ Ἡγεμόνα του Γεωργίου Α’ Ντολγκοροῦκι.

5. Ἡ ἄνοδος τοῦ Βλαδιμήρ
Ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Γεώργιος Α’ ὁ Μακρόχειρας (ρωσ. Ντολγκοροῦκι), ἦταν 6ος γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βλαδιμήρου Β’ τοῦ Μονομάχου (1113 – 1125) καί τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας Ἀνατασίας (κόρης τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' τοῦ Μονομάχου), εἶναι τό πρόσωπο – κλειδί γιά τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας ἀπό τό Κίεβο στό Βλαδιμήρ, μετά τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ του Μεγ. Ἡγεμόνα Μστισλάβου Α’ (1125 – 1132).
Γεννήθηκε τό 1099/1100 καί τό 1108 τοῦ ἀνατέθηκε ἡ Ἡγεμονία τοῦ Ροστώφ – Σούζνταλ, μέ ἕδρα τό Σούζνταλ. Τό 1121 μετακίνησε τήν ἕδρα του στό Ροστώφ. Ἵδρυσε πολλά φρούρια καί τίς πόλεις Ξινιάτιν (1134), Περεγιασλάβλ – Ζαλέσκυ (1152), Γιούριεφ (1152) καί Δημητρώφ (1154) καί πιθανῶς τό Τβέρ, τήν Κοστρόμα καί τήν Βολόγδα.
Τό 1147 συναντήθηκε μέ τόν Ἡγεμόνα Σβιατοσλάβο Ὄλγκοβιτς στό χωριό Μόσχα. Τό ἔτος αὐτό γίνεται πρώτη ἱστορική ἀναφορά στή Μόσχα, τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἱδρυτής. Τό 1156 ὀχύρωσε τήν Μόσχα μέ ξύλινα τείχη. Ὅταν τό 1132 ἀπεβίωσε ὁ ἀδελφός του Μεγ. Ἡγεμόνας Μστισλάβ Α’, ὁ Γεώργιος ξεκίνησε δυναστικό πόλεμο κατά τῆς Δυναστείας τοῦ Τσερνίκωφ πού εἶχε βλέψεις στό Θρόνο τοῦ Κιέβου καί διόρισε τόν γιό του Ἀνδρέα (Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ ἅγ. Ἀνδρέα τῆς Θείας Ἀγάπης, 1168 - 1174), Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ. Τό 1147 ξεκίνησε πόλεμο γιά τήν κατάκτηση τοῦ Κιέβου, τήν ὁποία πέτυχε τό 1149, ἀναλαμβάνοντας τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα. Τό 1151 ἐκθρονίστηκε ἀπό τόν ἀνηψιό του Ἰζιασλάβο Γ’ (1154 – 1155). Τό 1155 ἀνακατέλαβε τό Κίεβο, ὅπου ἡγεμόνευσε μέχρι τό 1157 πού ἀπεβίωσε.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Γεωργίου Α’ τοῦ Μακρόχειρα - ὁ ὁποῖος δέν ἐγκατέλειψε τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου, - οἱ ἐναλλαγές στό θρόνο τοῦ Κιέβου εἶναι συνεχεῖς, ἐνῶ τό Βλαδιμήρ παγιώνεται πλέον σάν Μεγ. Ἡγεμονία καί σταδιακά σέ νέα Ρωσική πρωτεύουσσα, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ γιοῦ καί διαδόχου τοῦ Γεωργίου Α’ ἁγ. Ἀνδρέα τῆς Θείας Ἀγάπης, μιᾶς σημαντικῆς προσωπικότητας τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας.
Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Ἀνδρέας Α’ (1168 – 1175), ὁ ἐπιλεγόμενος τῆς Θείας Ἀγάπης (ρωσ. Μπο-γκολιούμπσκυ, 1168 - 1175), ἦταν γιός τοῦ Γεωργίου Α’ τοῦ Μακρόχειρα καί τῆς ἐκχριστιανισμένης κόρης τοῦ Χάν τοῦ Πολόβτσων. Ἄρτιας θρησκευτικῆς καί ἐγκυκλοπαιδικῆς παιδείας, διέθετε ἐπίσης καί πολιτικές ἱκανότητες. Ἀρχικά ἦταν Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ καί ὅταν ὁ πατέρας του μετακινήθηκε στό Κίεβο, ἐκεῖνος ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Βίσγκοροντ. Τό 1157 ἀπεβίωσε ὁ πατέρας του καί ὁ Ἀνδρέας ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Σούζνταλ καί τοῦ Ροστώφ, μέ ἕδρα τό Βλαδιμήρ, ὅπου ἔκτισε πολλά δημόσια κτήρια καί περίπου 30 ναούς. Τό 1164 κατά τήν κατάθεση τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρου στόν περίφημο Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου πού ἔκτισε στό Βλαδιμήρ, ἀνακηρύχθηκε Μεγ. Ἡγεμόνας μέ ἕδρα τό Βλαδιμήρ. Τό ἴδιο ἔτος ἔκτισε τίς περίφημες Χρυσές Πύλες τοῦ Κιέβου.
Μία σημαντική χρονολογία τῆς Μεσαιωνικῆς Ρωσίας εἶναι τό 1168, ἔτος κατά τό ὁποῖο ὁ Ἀνδρέας Α’ κατέλαβε καί λεηλάτησε τό Κίεβο.
Ὁ Ἀνδρέας φονεύθηκε τό 1175 ἀπό συνωμότες Βογιάρους καί ἐνταφιάσθηκε στό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Βλαδιμήρ. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Ἰουνίου καί τήν 4η Ἰουλίου.
Μέ τόν ἅγ. Ἀνδρέα τῆς Θείας Ἀγάπης συνδέονται οἱ παραδόσεις γιά τίς θαυματουργές Θεομητορικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρου καί τῆς Παναγίας τῆς Θείας Ἀγάπης. Μεταφέροντας τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρου στό Βίσγκοροντ, δέχθηκε ἐμφάνιση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ Ὁποία τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά κτίσει ναό καί νά ἁγιογραφίσει τήν ἐμφάνισή Της σ’ αὐτόν. Ὁ ἅγ. Ἀνδρέας πράγματι ἔκτισε ναό, ἁγιογράφισε τήν εἰκόνα καί ἵδρυσε πόλη. Καί τά τρία ὀνομάσθηκαν τῆς Θείας Ἀγάπης.
Στό Κίεβο μέ τόν θάνατο τοῦ Γεωργίου Α’ ἐπανῆλθε ὁ ἀνηψιός του Ἰζιασλάβος Γ’ (1157 – 1158), ὁ ὁποῖος ἀνατράπηκε ἀπό τόν Ροστισλάβο Α’ (1159 – 1167) καί αὐτός ἀπό τόν Μστισλάβ Β’ (1167 – 1169). Τό 1169 ἀνεβαίνει στό θρόνο ὁ γιός τοῦ Γεωργίου Α’ Γκλέμπ Α’ (1169, 1171), γιά νά ἀνατραπεῖ τό ἑπόμενο ἔτος 1170 καί πάλι ἀπό τόν Μστισλάβ Β’ , ὁ ὁποῖος ἡγεμόνευσε μόνο γιά κάποιους μῆνες καί ἀνατράπηκε τό 1171 ἀπό τόν Βλαδίμηρο Γ’ Μστισλάβιτς (1171), πού κι αὐτός ἀνατράπηκε τό ἴδιο ἔτος 1171 ἀπό τόν Μιχαήλ Α’ (1171), γιό τοῦ Γεωργίου Α’ καί τῆς Πριγκίπισσας Εἰρήνης Κομνηνῆς, ὁ ὁποῖος υἱοθέτησε τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ.
Στήν ἱστορική συνέχεια ὑπάρχουν δύο γραμμές Ἡγεμόνων, ἐκείνων τοῦ Κιέβου (ἁπλᾶ Ἡγεμόνες) καί αὐτῶν τοῦ Βλαδιμήρ (Μεγ. Ἡγεμόνες), σέ διαδοχή τοῦ Μιχαήλ Α’.
Στό Κίεβο τόν Μιχαήλ Α’ διαδέχτηκε ὁ Ρωμανός Α’ Ροστσισλάβιτς (1171 – 1173), ὁ ὁποῖος ἀνατράπηκε ἀπό τόν ἀδελφό του Ρούρικ τό 1173. Ὁ Ρούρικ ἀνέβηκε στό Θρόνο τοῦ Κιέβου συνολικά ἑπτά φορές, ἀφοῦ ἀνατράπηκε τό 1174 ἀπό τόν Σβιατοσλάβο Γ’ Βσεβολόντοβιτς καί αὐτός ἐπίσης τό 1174 ἀπό τόν Γιαροσλάβο Β’ Ἰζιασλάβιτς. Οἱ τρεῖς προηγούμενοι Ἡγεμόνες ἐναλλάχθηκαν στό Θρόνο τοῦ Κιέβου μέχρι τό 1177, ὁπότε ἀνέλαβε ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Βσέβολοντ Γ’.
Στό Βλαδιμήρ τόν Μιχαήλ Α’ διαδέχτηκε ὁ Βσέβολοντ Γ’ (1176 – 1212), 10ος ἤ 11ος γιός τοῦ Γεωργίου Α’ καί τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας Εἰρήνης Κομνηνῆς, ἡ ὁποῖα μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της πῆρε τόν γιό της στήν Κπολη, ὅπου ἀνατράφηκε στήν Αὐτοκρατορική Αὐλή τῶν Κομνηνῶν καί ἔτυχε λαμπρῆς παιδείας. Ἀπό τήν ΚΠολη ὁ Βσέβολοντ ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1170, μετά τόν θάνατο τῆς μητέρας του, καί νυμφεύθηκε τήν Πριγκίπισσα Μαρία Shvarnovna (ἁγ. Μάρθα, + 1205 ἤ 1206, πιθανῶς Ὀσετιανῆς καταγωγῆς), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε 12 ἤ 14 παιδιά (μεταξύ αὐτῶν οἱ Κωνσταντῖνος, Γεώργιος, Γιαροσλάβος καί Σβιατοσλάβος τόν διαδέχτηκαν στό Θρόνο τοῦ Βλαδιμήρ).
Τό 1173 ὁ Βζέβολοντ ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Κιέβου, ἀλλά αἰχμαλωτίστηκε ὅταν καταλήφθηκε ἡ πόλη ἀπό τούς Ἡγεμόνες τοῦ Σμολένσκ. Ὅταν ἀπελευθερώθηκε τό 1174, συντάχθηκε μέ τόν ἀδελφό του Μιχαήλ (Μιχαήλ Α’, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ, 1174 – 1176), κατά τῶν Ἡγεμόνων τοῦ Ροστώφ καί τοῦ Σούζνταλ. Ἐξαιρετικά ἐκδικητικός, τό 1207 πυρπόλησε τό Ριαζάν καί τό Μπέλγκοροντ.
Τό 1176 διαδέχτηκε τόν Μιχαήλ στή Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, ἡ ὁποία ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἔφθασε σέ ὕψη δόξας. Κόσμησε τήν πόλη τοῦ Βλαδιμήρ μέ τήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Δημητρίου στά Ἀνάκτορα (τό χριστιανικό του ὄνομα ἦταν Δημήτριος) κ. ἄ. ἔργα. Σταδιακά πέτυχε νά ἐπεκτείνει τήν κυριαρχία του ἐπί τῶν Βουλγάρων τοῦ Βόλγα καί γιά νά ἐξασφαλίσει ἐσωτερική εἰρήνη πάντρεψε δύο κόρες του μέ Ἡγεμόνες τοῦ Κιέβου καί τοῦ Τσερνίκωφ.
Κατά τήν περίοδο τῆς εἰσβολῆς τῶν Τατάρων (1223 – 1240) ἡγεμόνευαν ἱκανοί Ἡγεμόνες, ὁ Δανιήλ Ρωμανόβιτς (1239 – 1240) στό Κίεβο καί οἱ Γεώργιος Β’ Βσεβολόντοβιτς (1212 – 1216, 1218 – 1238) καί Γιαροσλάβος Γ’ Βσεβολόντοβιτς (1238 – 1246) στό Βλαδιμήρ, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά ἀντιμετωπίσουν τήν εἰσβολή, χωρίς ὅμως ἀποτελέσματα.
Δανιήλ, Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου (1239 – 1240), ἦταν γιός τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας καί τοῦ Κιέβου Ρωμανοῦ Β΄ Μστισλάβιτς (1202 – 1205) καί τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας Ἄννας. Ἡγεμόνευσε στή Γαλικία τό 1205 – 1206, 1211 – 1212, 1229 – 1231, 1233 – 1235 καί 1238 – 1255. Τό 1205, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, οἱ Βογιάροι τῆς Γαλικίας ἐξόρισαν τόν ἡλικίας 4 ἐτῶν Δανιήλ καί τήν μητέρα του. Ὁ Δανιήλ ἀπέκτησε τόν ἔλεγχο τῆς Βολυνίας τό 1221. Τό 1239 κατέλαβε τό Κίεβο καί ἀμύνθηκε κατά τῶν Τατάρων εἰσβολέων, ἀλλά τήν 6. 12. 1240 ἡ πόλη ἔπεσε καί λεηλατήθηκε. Θεωρεῖται ἔτσι ὁ τελευταῖος τῶν Ἡγεμόνων τοῦ Κιέβου. Τό 1241 ἡ Γαλικία καί ἡ Βολυνία κατακτήθηκαν ἀπό τούς Τατάρους, κατά τήν πορεία τους πρός τήν Πολωνία καί τήν Οὐγγαρία.
Σάν Ἡγεμόνας ὁ Δανιήλ ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν οἰκονομική ἀνάπτυξη καί τήν ὀργάνωση τῆς ἡγεμονίας του, παρά τήν Ταταρική κατάκτηση, καί γιά τήν προστασία τῶν χωρικῶν ἀπό τίς αὐθαιρεσίες τῶν γαιοκτημόνων. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του πολλοί Ἀρμένιοι, Ἰουδαῖοι, Γερμανοί καί Πολωνοί καλλιτέχνες, ἔμποροι καί τεχνίτες βρῆκαν καταφύγιο στήν ἐπικράτειά του καί ἀνέπτυξαν ἐλεύθερα τίς δραστηριότητές τους. Τό 1246 ὑποχρεώθηκε νά ἀναγνωρίσει τήν ἐπικυριαρχεία τῶν Τατάρων, ἀλλά ταυτόχρονα ἀνέπτυξε στενές σχέσεις μέ τήν Πολωνία, τήν Οὐγγαρία καί τόν Πάπα Ἰννοκέντιο Δ’ μέ σκοπό τήν διοργάνωση μιᾶς Σταυροφορίας κατά τῶν Τατάρων, μέ ἀντάλλαγμα τήν ὑποταγή τῆς χώρας του στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἔτσι τό 1253 στέφτηκε ἀπό Παπικό Ἀρχιεπίσκοπο πρῶτος Βασιλιᾶς τῆς Γαλικίας καί τῆς Βολυνίας (1253 – 1264).
Τό 1256 ἵδρυσε τό Λβώφ καί ὀχύρωσε μέ ξύλινα τείχη πολλές πόλεις τῆς ἐπικράτειάς του, τό 1259 ὅμως οἱ Τάταροι τόν ὑποχρέωσαν νά κατεδαφίσει τίς ὀχυρώσεις αὐτές. Ἀπεβίωσε τό 1264, ἔχοντας πετύχει τόν περιορισμό τῆς ἐπιρροῆς τῶν Τατάρων στή δυτική Οὐκρανία.
Γεώργιος Β’, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ (1212 – 1216, 1218 -1238), ἦταν τριτότοκος γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βσέβολοντ Γ’ (1176 – 1212). Ὁ Βσέβολοντ ἤθελε νά ἡγεμονεύσει ὁ Γεώργιος στό Ροστώφ καί ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του Κωνσταντῖνος (Μεγ. Ἡγεμόνας Κωνσταντῖνος, 1216 – 1218) στό Βλαδιμήρ, ἀλλά ἐπειδή ὁ δεύτερος ἤθελε ὅλη τήν ἐξουσία, ὁ Βσέβολοντ τόν ἀπέκλεισε καί ὅρισε τόν Γεώργιο διάδοχό στό Θρόνο τοῦ Βλαδιμήρ. Τελικά ὁ Γεώργιος ἡγεμόνευσε στό Βλαδιμήρ τό 1212 – 1216. Τό 1216 ὁ Κωνσταντῖνος, μέ σύμμαχο τόν Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ Μστισλάβ, νίκησε τόν Γεώργιο στή Μάχη τοῦ Ποταμοῦ Λίπιτσα καί κατέλαβε τό Βλαδιμήρ καί τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα (1216 - 1218). Ὁ Γεώργιος ἐπανῆλθε στό Θρόνο τό 1218, μέ τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ του Κωνσταντίνου.
Ἱκανός πολεμιστής κατά τῶν Βουλγάρων τοῦ Βόλγα, ἵδρυσε τήν πόλη φρούριο Νίζνι Νόβγκοροντ, γιά νά προστατεύσει τήν περιοχή ἀπό τίς ἐπιδρομές τους. Δέν πρόλαβε νά συμμετάσχει στήν κατάστροφική γιά τούς Ρώσους σύγκρουση μέ τούς Τατάρους στόν ποταμό Κάλκα (1223), παρ’ ὅτι ἔσπευσε μέ ἕνα μικρό στρατιωτικό σῶμα νά συμπαραταχθεῖ μαζί μέ τούς ἄλλους Ρώσους Ἡγεμόνες. Κατά τήν ἐπιστροφή τῶν Τατάρων τό 1237, τό στράτευμά του μέ ἀρχηγούς τούς γιούς του κατάστράφηκε στήν Κολόμνα καί ὁ ἴδιος διέφυγε στό Γιαροσλάβ, ἐνῶ ἡ σύζυγός του Ἀγάθη καί ἡ λοιπή οἰκογένειά του κάηκαν ζωντανοί μέσα στό ναό πού εἶχαν καταφύγει, ὅταν οἱ Τάταροι κατέστρεψαν τό Βλαδιμήρ.
Ὁ Γεώργιος Β’ σκοτώθηκε τό 1238, μαχόμενος κατά τῶν Τατάρων στόν ποταμό Σίτ. Ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τιμᾶται ὡς Μάρτυρας, μέ ἡμέρα μνήμης τήν 4η Φεβρουαρίου. Τόν διαδέχτηκε ὁ ἀδελφός του Γιαροσλάβος Γ’ ( 1238 – 1246), πατέρας τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας καί Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, γεννάρχης τόσο τῆς Ἡγεμονικῆς Δυναστείας τῆς Μόσχας, ὅσο καί ἐκείνης τοῦ Τβέρ. Ἦταν τέταρτος γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βζέβολοντ Γ’ (1176 – 1212). Τό 1200 ὁρίστηκε ἀπό τόν πατέρα του Ἡγεμόνας τοῦ Περεσλάβλ. Στήν ἐπιθανά-τια κλήνη του ὁ πατέρας του τοῦ ἀνέθεσε τήν Ἡγεμονία τοῦ Περεσλάβλ – Ζαλέσκυ. Τό 1222 σάν Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ κατέλαβε τήν Ἐσθονία καί τό 1226 τήν Φινλανδία καί τήν Καρελία, τήν ὁποία ἐκχριστιάνισε. Συγκρούστηκε ἀκόμη μέ τούς Τεύτονες Ἱππότες καί τούς Λιθουανούς. Τό 1236 μετακινήθηκε στό Κίεβο, διαδεχόμενος τόν Ἰζιασλάβο Δ’ (1235 – 1236) καί ἄφησε στό Νόβγκοροντ τόν γιό του Ἀλέξανδρο (Νέβσκι). Τό 1238, ὅταν φονεύθηκε κατά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του Γεώργιος Β’(1212 – 1216, 1218 – 1238), ἀνέλαβε τήν Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, γιά τήν ἀνόρθωση τῆς ὁποίας ἐργά-στηκε.
Τό 1243 συναντήθηκε στό Στρατόπεδο τῆς Ταταρικῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς μέ τόν Χάν Μπατοῦ, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε μέ τιμές. Τό 1245 ἐπισκέ-φθηκε στό Κορακορούμ τόν Ὑπέρτατο Χάν τῶν Ταταρο-Μογγόλων καί ἐκεῖ δηλητηριάστηκε ἀπό τήν σύζυγο τοῦ Χάν. Ἀπεβίωσε μία ἑβδομάδα μετά καί ἐνῶ τοῦ εἶχε ἐπιτραπεῖ νά ἐπιστρέψει στή Ρωσία.

Ε. Μητροπολίτες Κιέβoυ καί πάσης Ρωσίας (988 – 1240).
Κατά τήν περίοδο ἀπό τοῦ Βαπτίσματος τῶν Ρώσων (988 - 989), μέχρι τήν καταστροφή τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Τατάρους (1240), Μητροπολίτες Ρωσίας διετέλεσαν ὁ ἅγ. Μιχαήλ Α’ (988 - 991), ὁ Λέων (991 - πρίν τό 1007), ὁ Θεοφύλακτος (1006 - 1007), ὁ Ἰωάννης Α' (1008 - μετά τό 1026 καί πρίν τό 1039), ὁ Θεόπεμπτος (1039; - 1051), ὁ Ἰλαρίων, ὁ Ἐφραίμ Α' (1055), ὁ Γεώργιος (1062), ὁ Ἰωάννης Β' (1077 - 1089), ὁ ἅγ. Ἰωάννης Γ' (1089), ὁ Ἐφραίμ Β' (1090), ὁ Νικόλαος (1097), ὁ Νικηφόρος (1104), ὁ Νικήτας (1122), ὁ Μιχαήλ Β' (1130), ὁ Κλήμης (1147 - 1049), ὁ Κωνσταντῖνος (1156), ὁ Γεώργιος Β' (1158), ὁ Θεόδωρος (1162), ὁ Ἰωάννης Δ' (1164), ὁ Κωνσταντῖνος Β' (1167), ὁ Νικηφόρος (1182), ὁ Ματθαῖος (1201), ὁ Κύριλος Α' (1224) καί ὁ Ἰωσήφ (1237).
Ὅλοι οἱ Μητροπολίτες τῆς περιόδου - πλήν δύο - ἦσαν Βυζαντινῆς προελεύσεως καί οἱ περισσότεροι Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Ἀπό αὐτούς οἱ πλέον σημαντικοί ἦσαν:
Μητροπολίτης Θεοφύλακτος (1006 - 1007). Ἦταν Βυζαντινῆς καταγωγῆς καί μετατέθηκε στή Μητρόπολη Ρωσίας ἀπό τήν Μητρόπολη Σεβαστείας, γιά ἄγνωστους ὅμως λόγους δέν ἔφθασε ποτέ στή νέα του Μητρόπολη.
Μητροπολίτης Ἰωάννης Α' (1008 - μετά τό 1026 καί πρίν τό 1039). Ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί ἀναδείχθηκε Μητροπ. Ρωσίας ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Σέργιο. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τῶν πρώτων Ἁγίων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τῶν Παθοφόρων Βόριδος καί Γκλέμπ (πρός τιμήν τῶν ὁποίων φιλοπόνησε Ἀκολουθία) καί κτίσθηκαν οἱ Ναοί τῶν ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου Κιέβου καί Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Περεγιασλάβλ.
Μητροπολίτης Θεόπεμπτος (1039; - 1051). Ἦταν Ἑλληνικῆς κατάγωγῆς καί ἡγήθηκε τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τό 1039 ἐγκαινίασε τόν Ναό τῆς Δεκάτης στό Κίεβο. Τό ἴδιο ἔτος ὑπέγραψε ὡς Μητροπ. Ρωσίας τίς ἀποφάσεις Συνόδου πού συγκάλεσε στήν ΚΠολη ὁ Πατριάρχης Ἀλέξιος ὁ Στουδίτης. Κατά τόν Βυζαντινο - Ρωσικό Πόλεμο τοῦ 1043 κατέφυγε στήν ΚΠολη, μᾶλλον πιεζόμενος ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβο τόν Σοφό (1019 - 1054).
Μητροπολίτης Ἰλαρίων (1051 - 1054). Ἦταν ὁ πρῶτος Ρωσικῆς καταγωγῆς Μητροπολίτης Ρωσίας. Πρίν τήν ἐκλογή του ἦταν ἐφημέριος τοῦ Ἡγεμονικοῦ Παρεκκλησίου τοῦ Μπερόστοβο, στό Κίεβο. Ἐξαιρετικά πολυμαθής γιά τήν ἐποχή του, ἀσκητικός (συχνά κατέφευγε στά σπήλαια) καί προικισμένος μέ τό χάρισμα τοῦ λόγου (μεταξύ τῶν ἐτῶν 1037 καί 1043 ἐκφώνησε παρουσίᾳ τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ, 1019 – 1054, τόν λόγο «Περί Νόμου καί Χάριτος», τόν ὁποῖο ὁ Βλαδίμηρος Βοντώφ χαρακτηρίζει «κόσμημα τῆς ἀρχαίας Ρωσικῆς γραμματείας»),ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας ἀντικανονικά ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβο καί τούς Ρώσους Ἐπισκόπους, γεγονός πού ἀποτελεῖ ἔνδειξη τῆς αὐξανόμενης τάσεως ἀνεξαρτησίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως.
Ἐξαφανίσθηκε ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο τό 1054, μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τοῦ Γιαροσλάβου μέ τό Πατριαρχεῖο (πιθανῶς ἐγκαταβίωσε ὁριστικά στά σπήλαια). Ὁ G. P. Fedotov γιά τήν Ὁμολογία Πίστεως πού τοῦ ἀποδίδεται, εἶχε ὑποψίες γιά οὐσιαστικό δοκητικό Μονοφυσιτισμό. (Βλ. "The collected works of G. P. Fedotov", ἔκδοσις Nordland, τ. 3, σελ. 35 καί ἑξῆς).
Μητροπολίτης ἅγ. Ἰωάννης Β' (1077 - 1089). Ἦταν βυζαντινῆς προελεύσεως καί Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Ὁ κατά κόσμον Χρῆστος Πρόδρομος, εἶχε γεννηθεῖ στήν ΚΠολη, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἦταν συγγενής τοῦ Βυζαντινοῦ ποιητή Θεοδώρου Πρόδρομου (πτωχο-Πρόδρομου). Ποίμανε τήν Ρωσική Ἐκκλησία κατά τήν κρίσημη περίοδο μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054. Σώζεται ἐπιστολή του πρός τόν Ἀντίπαπα Γουϊβέρτο, ἀπαντητική στό αἴτημα τοῦ τελευταίου γιά ἕνωση τῆς Ρωσικῆς μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀναλύονται λεπτομερῶς οἱ δογματικές, κανονικές, ἐθιμικές κ. ἄ. διαφορές Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ. Ἐξαιρετικῆς σημασίας γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἦταν τό ἔργο του «Ἐκκλησιαστικός Κανών», στό ὁποῖο μέ τήν μορφή 34 ἐρωταποκρίσεων, δίδονται λύσεις σέ θέματα σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς Λατίνους, τούς Ἑβραίους καί τούς εἰδωλολάτρες, καθώς καί σέ θέματα οἰκογενειακοῦ δικαίου, γάμου, τῆς θέσεως τοῦ Κλήρου καί τῆς λειτου-ργικῆς εὐταξίας. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 31η Αὐγούστου.
Μητροπολίτης Ἰωάννης Γ' (1089). Ἦταν Βυζαντινῆς προελεύσεως καί Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Μειωμένων προσόντων καί δραστηριότητος σέ σχέση μέ τόν προκάτοχό του Ἰωάννη Β’, συνόδευσε σάν Μητροπ. Ρωσίας τό 1089 τήν θυγατέρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βσέβολοντ Γιάνκα, κατά τήν ἐπιστροφή της ἀπό τήν ΚΠολη στό Κίεβο.
Μητροπολίτης Κλήμης (1147 - 1149). Ἦταν Ρωσικῆς καταγωγῆς, καταγόμενος ἀπό τό Σμολένσκ. Καλλιεργημένος γιά τήν ἐποχή του καί γνώστης ἀκόμη καί τῆς Βυζαντινῆς φιλολογίας, ἦταν κάτοχος εὐρυτάτης μορφώσεως. Ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας ἀπό Σύνοδο πού συγκάλεσε ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος. Κατά τήν Σύνοδο 6 Ἐπίσκοποι συμφώνησαν γιά τήν ἐκλογή του (Τσερνίκωφ Ὀνούφριος, Περεγιασλάβλ Εὐθύμιος, Γιούριεφ Δανιήλ, Μπέλγκοροντ Θεόδωρος, Βλαδιμήρ Θεόδωρος καί Τούρωφ Ἰωακείμ) καί τρεῖς διαφώνησαν (Νόβγκοροντ Νήφων, Σμολένσκ Μανουήλ καί Πολότσκ Κοσμᾶς), διότι ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως.
Ὁ Κλήμης χειροτονήθηκε τήν 27. 7. 1147 καί ἀμέσως ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἔστειλε ἀντιπροσωπεία στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως γιά νά ζητήσει ἀναγνώριση τῆς ἐκλογῆς, ταυτόχρονα δέ φυλάκισε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου τόν ἐπ. Νήφωνα, ὁ ὁποῖος ἡγεῖτο τῆς ἀντιδράσεως κατά τοῦ Κλήμεντος.
Τό 1148 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Σούζνταλ Γεώργιος ὁ Μακρόχειρας (Γιούρι Ντογκορούκι) κατέλαβε τό Κίεβο, ἐκδίωξε τόν Ἰζιασλάβο καί ἀπελευθέρωσε τόν ἐπ. Νήφωνα. Τότε ὁ Ἰζιασλάβος βρῆκε καταφύγιο στό Βλαδιμήρ Βολυνίας, ἀκολουθούμενος ἀπό τόν Μητροπ. Κλήμεντα. Στή συνέχεια ὅταν ὁ Ἰζιασλάβος ἀνακατέλαβε τό Κίεβο, ἐπανῆλθε καί ὁ Κλήμης στήν ἕδρα του.
Τό 1155 ἀπεβίωσε ὁ Ἰζιασλάβος καί ὁ Γεώργιος κατέλαβε καί πάλι τό Κίεβο, ἐνῶ ὁ ἀδελφός καί διάδοχος τοῦ Ἰζιασλάβου Μεγ. Ἡγεμόνας Ροστισλάβος Μστισλάβιτς κατάφυγε στό Βλαδιμήρ Βολυνίας, ἀκολουθού-μενος καί πάλι ἀπό τόν Κλήμεντα. Τό 1156 ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Γεώργιος δέχτηκε τόν Βυζαντινό Μητροπολίτη Κωνσταντῖνο Α’ (1156 – 1158). Τό 1158, μέ τόν θάνατο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γεωργίου καί τήν παλινόρθωση τοῦ Ροστισλάβου, ἀνέλαβε ὁ Βυζαντινός Μητροπολίτης Γεώργιος Β’ (1158 - 1161). Τό 1161 ἔφθασε στό Κίεβο ὁ Βυζαντινός Μητροπολίτης Θεόδωρος (1161 – 1162) καί ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντῖνος ἀναγκάστηκε νά ζητήσει καταφύγιο κοντά στόν Ἐπίσκοπο Τσερνίκωφ Ἀντώνιο.
Τό 1162, μέ τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Θεοδώρου, ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ζήτησε ἀπό τό Πατριαρχεῖο τήν ἐπαναφορά τοῦ Μητροπ. Κλήμεντος, ἀλλά ἐνῶ ἡ Ρωσική ἀντιπροσωπεία πήγαινε στήν ΚΠολη, συνάντησε ἐρχόμενο στή Ρωσία τόν Βυζαντινό Μητροπολίτη Ἰωάννη Δ’ (1164).
Μητροπολίτης Κωνσταντῖνος Α’ (1156 – 1158). Ἦταν Βυζαντινῆς προελέυσεως καί ἔφθασε στή Ρωσία τό 1156. Τό 1158, λόγῳ τῆς πολιτικῆς ἀλλαγῆς (θάνατος τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γεωργίου Ντολγκορούκι καί παλινόθρωση τοῦ Ροστισλάβου Μστισλάβιτς), ἀναγκάστηκε νά ζητήσει καταφύγιο κοντά στόν Ἐπίσκοπο Τσερνίκωφ Ἀντώνιο. Ἐκεῖ φιλοξενούμενος καθαιρέθηκε τό 1160 (ἄγνωστο γιά ποιούς λόγους) καί ἀπεβίωσε τό 1169.

Στ. Μοναχισμός – Ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου –
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος (+ 1073) καί Θεοδόσιος (+ 1074)
Θεμελιωτής τοῦ Μοναχισμοῦ στή Ρωσία ἦταν ὁ Ρωσικῆς καταγωγῆς ὅσ. Ἀντώνιος ὁ Ἐσφιγμενίτης (+ 1073), ἱδρυτής τῆς περιώνυμης Λαύρας τῶν Σπηλαίων καί διοργανωτής του - κατά τό Τυπικό τῆς Μονῆς Στουδίου ΚΠόλεως - ὁ ἐπίσης Ρῶσος ὅσ. Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου (+ 1074).
ὅσ. Ἀντώνιος γεννήθηκε στό Τσερνίκωφ, κατά τήν ἡγεμονία τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου. Μετά τό Βάπτισμα τοῦ 988 ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος καί ἔγινε μοναχός στή Μονή Ἐσφιγμένου. Τό 1013 ἐπέστρεψε στή Ρωσία καί ἐγκαταστάθηκε σέ σπήλαιο, στήν περιοχή τοῦ Κιέβου, στό ὁποῖο προηγουμένως εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ ἔπειτα Μητροπ. Ρωσίας Ἰλαρίων. Κατά τόν διωγμό τῶν Χρι-στιανῶν ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Σβιατοπόλκ, πῆγε καί πάλι στό Ἅγιο Ὄρος, ἀπ' ὅπου ἐπέστρεψε ὁριστικά μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του κατά τήν ἡγεμονία τοῦ Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ, τό 1051, καί ἐπανεγκαταστάθηκε στό σπήλαιο.
Τό 1052 ἦρθε κοντά του ὁ πρῶτος μαθητής του ὅσ. Νίκων ὁ ἔπειτα Ἡγούμενος (+ 1088, 23η Μαρτίου), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἵδρυσε μονή στό Τμουτορακάν. Κατά τήν α’ ἡγεμονία τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰζιασλάβου Α’ (1054 – 1073), μόνασαν κοντά του οἱ Βογιάροι ὅσ. Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἔφερε ἀπό τήν ΚΠολη ἐκκλησιαστικά συγγράμματα, (ἀργότερα Ἐπίσκοπος Περεγιασλάβλ, + 1098, 28η Ἰανουαρίου) καί ὅσ. Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος γιά τήν ἀρετή του ὁρίστηκε ἀπό τόν ὅσ. Ἀντώνιο Ἡγούμενος καί ἐπί τῶν ἡμερῶν του οἱ μοναχοί ἔφτασαν τούς 100 (+ 1065, 19η Νοεμβρίου).
Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1073, σέ ἡλικία περίπου 90 ἐτῶν. Ὑπῆρξε κυρίως ἀσκητής - σπηλαιώτης, γι' αὐτό - ἄν καί θεωρεῖται ἱδρυτής τῆς περιώνυμης Λαύρας τῶν Σπηλαίων - διοργωνωτής της θεωρεῖται ὁ ὅσ. Θεοδόσιος.
ὅσ. Θεοδόσιος γεννήθηκε τό 1029 στό Κούρσκ (ὅπου αἰῶνες ἀργότερα γεννήθηκε ὁ μεγάλος Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ). Ἔζησε ἀσκούμενος στόν κόσμο καί τό 1052, σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, παρά τίς ἀντιδράσεις τῆς ὑπερπροστατευτικῆς μητέρας του, ὑποτάχθηκε στόν Ὅσιο Ἀντώνιο, ἀσκητή στά Σπήλαια τοῦ Κιέβου. Κατά τόν E. V. Singel, "ὁ Θεοδόσιος εἶναι ὁ πιό δημοφιλής ἀνάμεσα στούς μοναχούς Ἁγίους τῆς Ρωσίας, μαζί μέ τόν ἅγ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί τόν ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ".
Εἰσήγαγε στή Ρωσία τόν αὐστηρό κοινοβιακό κανονισμό τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου ΚΠόλεως (γιά τόν σκοπό αὐτό ἔστειλε στήν ΚΠολη τόν ἀδελφό τῆς Λαύρας Ἐφραίμ, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Περεσλάβλ καί Ἅγιο, ὁ ὁποῖος τό ἀντέγραψε), τό ὁποῖο ἴσχυσε μέχρι τήν ἀρχιερατεία τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Κυπριανοῦ Τσάμπλακ (+ 1406), ὁ ὁποῖος τό ἀντικατέστησε μέ ἐκεῖνο τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1074 καί τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1091. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1109.
Κατά τόν Ν. Zernov ὁ ὅσ. Θεοδόσιος "ἔδωσε μεγάλη σημασία καί βάρος στά κοινωνικά ἔργα τῶν μοναχῶν. Ἡ περίφημη Μονή του τῶν Σπηλαίων, ἔγινε ἕνα παράδειγμα ἀληθινῆς ἀδελφότητας καί πλουσιοπάροχης βοήθειας στούς δυστυχισμένους. Ὁ ἴδιος ἀνακατευόταν μέ δραστηριότητα στίς δημόσιες ὑποθέσεις καί ἡ μεσολάβησή του στίς διαφωνίες τῶν Ἡγεμόνων, ἔσωσε ἀρκετές φορές τήν Ρωσία ἀπό ἐμφύλιο πόλεμο. Ἡ παράδοση πού θεμελίωσε συνεχίσθηκε ἀπό ἄλλους Ρώσους μοναχούς. Ἦταν πάντα πρόθυμοι νά βοηθήσουν τούς λαϊκούς, ὄχι μόνο στά πνευματικά τους προβλήματα, ἀλλά καί στά ὑλικά τους ἐνδιαφέροντα, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά φωτισθῆ ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου" (N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972, σελ. 13).
Τόν ὅσ. Θεοδόσιο διαδέχτηκε ὁ ὅσ. Νίκων (+ 1088, 23η Μαρτίου) καί αὐτόν ὁ ὅσ. Στέφανος (+ 1094, 27η Ἀπριλίου) Ὁ Ἡγούμενος τῆς Λαύρας ὅσ. Πολύκαρπος (+ 1182, 24η Ἰουλίου), ἦταν ὁ πρῶτος Ρῶσος κληρικός πού πῆρε τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη.
Τό ἔτος 1073, κατά τήν ἀρχιερατεία τοῦ Μητροπ. Ρωσίας Γεωργίου Α’, ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας, τιμώμενου στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, μέ σχέδια τεσσάρων Ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων ἀπό τήν ΚΠολη. Ὁ ὅσ. Ἀντώνιος εὐτύχησε νά εὐλογήσει τήν θεμελίωση, ἀλλά κοιμήθηκε τό ἑπόμενο ἔτος 1074 καί τό ἔργο συνέχισε ὁ ὅσ. Θεοδόσιος. Τό Καθολικό ἐγκαινιάστηκε τό 1089, ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ Μητροπ. Ρωσίας Ἰωάννη Β’ (1077 – 1089) ἤ τοῦ ἅγ. Ἰωάννη Γ’ (1089).
Τό 1096 μέρος τῆς Λαύρας καταστράφηκε ἀπό ἐπιδρομεῖς Πολόβτσους καί ἡ ἀποκατάστασή του κράτησε πενήντα περίπου χρόνια. Ἡ Λαύρα καταστράφηκε ἐπίσης τό 1240 κατά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων καί τό 1300, τό 1399 καί τό 1484 ἀπό τούς ἴδιους κατακτητές. Κατά-στράφηκε ἀκόμη τό 1718 ἀπό πυρκαγιά, κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγ. Πέτρου (1682 – 1725), ἐνῶ τό 1941 τό περίφημο Καθολικό ἀνατινάχθηκε ἀπό τούς Γερμανούς εἰσβολεῖς.
Τόν 16ο αἰ. ἔγινε Σταυροπήγιο τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως καί τό 1721 ἐπανῆλθε στή δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί ἔγινε Συνο-δικό Σταυροπήγιο. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. λειτούργησε ἐκεῖ ἐκκλησιαστικό τυπογραφεῖο, τό ὁποῖο παρουσίασε σημαντική παραγωγή κατά τήν ἡγουμενία τοῦ ἔπειτα Μητροπ. Κιέβου ἁγ. Πέτρου (Μογίλα, + 1646, 31η Δεκεμβρίου).
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Λαύρα ἀντιμετώπισε πολλές φορές τήν ἀθεϊστική μανία τῶν ἐπαναστατῶν. Τήν 25. 1. 1918 ἐκτελέστηκε ἔξω ἀπό τήν πύλη της ὁ Πρωτομάρτυρας τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος καί τό 1924 ἡ Λαύρα ἔκλεισε καί οἱ μοναχοί ἐκδιώχθηκαν. Τό 1941 οἱ Γερμανοί ἐνῶ ἀνατίναξαν τό Καθολικό, ἐπέτρεψαν τήν λειτουργία της γιά λόγους προπαγάνδας. Μετά τήν ὑποχώρηση τῶν Γερμανῶν οἱ Σοβιετικοί τήν ἔκλεισαν καί πάλι. Τό 1961 ἄρχισε νά λειτουργεῖ σάν μουσεῖο. Τό 1988, μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ἀποδόθηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί σήμερα λειτουργεῖ κανονικά.
Ὁ χῶρος πού καταλαμβάνει ἡ Λαύρα εἶναι περίπου 280 στρέμματα. Μεταξύ τῶν κτηρίων δεσπόζει ἡ πρώην τράπεζα (χωριτικότητος 700 ἀτόμων, σήμερα ναός) καί τό κωδωνοστάσιο, πού εἶναι τό ψηλότερο κτῖσμα τόσο στήν Οὐκρανία, ὅσο καί στή Ρωσία.
Ἀπό τήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων προῆλθαν πλέον τῶν 118 Ἅγιοι (τῶν ὁποίων ἡ μνήμη κοινῶς τιμᾶται τήν 28η Αὐγούστου καί τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν), περίπου 50 Ἐπίσκοποι, Ἡγούμενοι ἄλλων μονῶν, συγγραφεῖς, ἁγιογράφοι, κ.ἄ. προσωπικότητες, ὥστε ἡ ἐπίδρασή της στόν καθόλου πνευματικό βίο τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας νά εἶναι ἐξόχως σημαντική.
Σήμερα ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων ἀποτελεῖ παγκοσμίως μοναδικό τόπο συγκεντρώσεως ἀδιαφθόρων Ἁγιων Λειψάνων. Στίς Κατακόμβες της σώζονται 118 ἀδιάφθορα Λείψανα! Σώζονται ἀκόμη 61 εὐωδιάζουσες Κάρες ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων Ὁσίων Πατέρων τῆς Μονῆς, τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Μιχαήλ πρώτου Μητροπ. Ρωσίας, τῆς ἁγ. Ἰουλιανῆς τῆς Παρθένου καί τῆς ὁσ. Θεοδώρας τῆς Σύχλας Ρουμανίας, ἡ ἀδιάφθορη δεξιά τοῦ ἁγ. Δημητρίου Μπασαράμπη καί ἡ Κάρα τοῦ Ἱερομ. Κλήμεντος Πάπα Ρώμης. Οἱ Κατακόμβες, γνωστές καί ὡς σπήλαια, προηγοῦνται χρονολογικά τῆς Λαύρας. Πρίν τήν ἄφιξη τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ὁ ἔπειτα Μητροπ. Ρωσίας Ἰλαρίων (1051 – 1054) ἔσκαψε στή γῆ ἕνα σπήλαιο καί ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ ἐπιδιδόμενος στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση. Ὅταν τό 1051 ὁ Ἰλαρίων ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης, τό σπήλαιό του ἐγκαταλείφθηκε, μέχρις ὅτου ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ ὁ ὅσ. Ἀντώνιος. Ὅταν γύρω του συγκεντρώθηκαν οἱ πρῶτοι μοναχοί ἱδρύθηκε ἡ Λαύρα. Στήν ἱστορική πορεία ὅσοι θέλησαν νά μιμηθοῦν τήν σκληρή ἄσκηση τοῦ ἐγκλείστου Ἀντωνίου, ἄρχισαν νά σκάβουν νέα σπήλαια καί ἔτσι δημιου-ργήθηκαν οἱ δαιδαλώδεις κατάκόμβες. Τά σπήλαια – κελλιά δέν εἶχαν πόρτα, ἀλλά ἕνα μικρό παράθυρο στόν κοινό διάδρομο. Οἱ ἔγκλειστοι ζοῦσαν χωρίς φῶς, στήν ἀπόλυτη σιωπή καί ἠσυχία καί χωρίς καμμία ἀνθρώπινη παρηγοριά! Καθημερινά ἕνας διακονητής ἔφερνε στούς ἐγκλείστους ψωμί καί νερό. Ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτούς ἐπί μία ἑβδομάδα δέν ἄγγιζε τήν τροφή του, αὐτό σήμαινε ὁτι εἶχε κοιμηθεῖ καί τό παράθυρο ἔκλεινε γιά πάντα, μετατρέποντας τό κελλί σέ τάφο! Ὅταν ἀργότερα ἀνοίχθηκαν τά κελλιά, πολλά Λείψανα βρέθηκαν ἄφθαρτα.
Κατακόμβες – καί μάλιστα κατά τούς ἀρχαιολόγους πρίν τόν 11ο αἰ., στόν ὁποῖο χρονολογοῦνται ἐκείνες τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων - ὑπάρχουν στή Μονή Ἁγίας Τριάδος - ὁσ. Ἰωνᾶ, ἐπίσης στό Κίεβο. Κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἐπιδρομῆς, οἱ εἰσβολεῖς ἔφραξαν τήν εἴσοδο καί ἐγκλώβισαν τούς ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι τελειώθηκαν μαρτυρικά ἀπό τήν πεῖνα καί τήν δείψα. Ἔτσι οἱ Κατακόμβες χάθηκαν καί ἡ μνήμη τους λησμονήθηκε. Τό 1882 μία πιστή γυναίκα ἔβλεπε νά καταλείγει στό σημεῖο ἕνα οὐράνιο τόξο! Ὅταν ἐρευνήθηκε ὁ χῶρος βρέθηκαν οἱ Κατακόμβες καί τά Λείψανα τῶν ἀσκητῶν καί ἱδρύθηκε ἡ περιώνυμη Σκήτη στήν ὁποία ἀσκήθηκε καί ὁ ὅσ. Ἰωνᾶς (+ 1902).
Κατακόμβες ὑπάρχουν καί στήν λεγόμενη Ἔρημο τοῦ Κιτάγιεβο, ἐπίσης στό Κίεβο. Οἱ κατακόμβες αὐτές εἶναι περίπου ἴδιες στίς διαστάσεις μέ ἐκείνες τῆς Λαύρας. Ἐδῶ ἐκτός ἄλλων ἀσκήθηκαν ἡ ὁσ. Δοσιθέα τοῦ Κιέβου (+ 1776) καί ὁ διά Χριστόν Σαλός Στάρετς Θεόφιλος (+ 1853). Ἡ ὁσ. Δοσιθέα ἀσκήθηκε ὡς ἄνδρας. Πρόκειται γιά τόν Στάρετς Δοσίθεο, ὁ ὁποῖος εὐλόγησε τόν 17χρονο Πρόχορο - ἔπειτα ὅσ. Σεραφείμ – νά ἐγκαταβιώσει στό Σάρωφ.
Τά σπήλαια τῆς Λαύρας ἀνάλογα με τήν ἀπόστασή τους ἀπό τήν κυρίως Μονή, χωρίζονται σέ Κοντινά καί Μακρυνά. Δέν πρόκειται περί φυσικῶν σπηλαίων, ἀλλά περί κατακομβῶν πού ἔχουν σκαφτεῖ στό μαλακό βράχο. Οἱ ἐσωτερικοί διάδρομοι βρίσκονται σέ βάθος 4 - 12 μέτρων, ἔχουν πλάτος περίπου ἑνάμισυ μέτρο, ὕψος περίπου δύο, θερμο-κρασία μεταξύ 7 - 19 βαθμῶν Κελσίου καί ὑγρασία 75 – 99 %. Στούς διαδρόμους ὑπάρχουν τάφοι μήκους δύο καί ὕψους ἑνός μέτρου.
Τά Κοντινά Σπήλαια βρίσκονται στή βάση τοῦ χαμηλοῦ λόφου πάνω στόν ὁποῖο εἶναι κτισμένη ἡ Λαύρα. Ἡ εἴσοδός τους ἀπέχει ἀπό τό Καθολικό περίπου 400 μέτρα καί σ’ αὐτήν ὁδηγεῖ ἕνας κατηφορικός λιθόστρωτος δρόμος. Μέσα στά Σπήλαια ὑπάρχουν οἱ λαξευτοί Ναοί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου τοῦ Κτίτορος καί τοῦ ὁσ. Βαρλαάμ, πρώτου Ἡγουμένου τῆς Λαύρας. Ὁ θησαυρός τῶν Κοντινῶν Σπηλαίων περιλαμβάνει 73 ἀδιάφθορα Λείψανα Ὁσίων Πατέρων. Ἡ κοινή ἡμέρα μνήμης τους εἶναι ἡ 28η Σεπτεμβρίου.
Τά Μακρυνά Σπήλαια βρίσκονται σέ ἀπόσταση 300 περίπου μέτρων ἀπό τά Κοντινά, στό δεύτερο λόφο τοῦ συγκροτήματος. Ἔχουν μῆκος διαδρόμων 489 μέτρα καί ἐπίσης τρεῖς λαξευτούς Ναούς: Τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου. Στά Μακρυνά Σπήλαια σώζονται 35 ἀδιάφθορα Λείψανα Ὁσίων τῆς Λαύρας, μέ κοινή ἡμέρα μνήμης τήν 28η Αὐγούστου.
Σχετικό μέ τήν ἀφθαρσία τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τῆς Λαύρας εἶναι τό ἀκόλουθο θαυμαστό γεγονός: Τήν Λαύρα ἔκλεισαν οἱ Σοβιετικοί τό 1924. Ὅταν κατά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἡ Οὐκρανία καταλήφθηκε ἀπό τούς Γερμανούς, ὁ Γερμανός διοικητής τοῦ Κιέβου ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά ἐπισκεφθεῖ τά παγκοσμίως γνωστά Σπήλαια, γιά τόν λόγο αὐτό οἱ Γερμανοί ἀναζήτησαν κάποιον ἀπό τούς πρ. Μοναχούς τῆς Λαύρας γιά νά τόν ξεναγήσει. Ὁ μοναχός – ξεναγός βρέθηκε καί μπῆκε στά Κοντινά Σπήλαια κρατῶντας ἀναμμένο κερί, ἐνῶ οἱ συνοδοί τοῦ διοικητή κρατοῦσαν φακούς καί ὁ ἴδιος τό ὅπλο του.
Τόν καιρό ἐκεῖνο τά ἄφθαρτα Λείψανα τῶν Ὁσίων Πατέρων ἀναπαύ-ονταν σέ ἀνοιχτές λάρνακες, χωρίς προστατευτικό τζάμι. Ἔκπληκτος ὁ διοικητής ἀπό τό θέαμα, ὅταν ἔφθασαν στό Λείψανο τοῦ ὁσ. Νικοδήμου τοῦ Προσφοράρη (12ος αἰ., 31η Ὀκτωβρίου), νομίζοντας ὅτι τά Λείψανα ἦσαν ὁμοιώματα, ρώτησε νά μάθει ἀπό τι ἦταν κατασκευασμένα! Στήν ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ ὅτι πρόκειται γιά τά πραγματικά σώματα τῶν Ἁγίων, ὁ διοικητής ἀπίστησε καί κτύπησε μέ τήν λαβή τοῦ ὅπλου του τό χέρι τοῦ ὁσ. Νικοδήμου! Τότε, κατ’ οἰκο-νομίαν Θεοῦ, ὁ καρπός τοῦ χεριοῦ τοῦ ἡλικίας 800 περίπου ἐτῶν Λειψάνου ἔτρεξε αἷμα ! (φαίνεται μέχρι σήμερα). Ἔντρομος ὁ διοικητής καί οἱ συνοδοί του ἐγκατέλειψαν τό σπήλαιο καί τήν ἑπομένη τό Γερμανικό ραδιόφωνο ἀνακοίνωσε ὅτι ἡ Λαύρα ἄνοιξε καί ὅσοι μοναχοί ἤθελαν μποροῦσαν νά ἐγκατασταθοῦν ἐλεύθερα ἐκεῖ.
Πλέον τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων ἡ μοναστική παρουσία στήν Κιεβινή Ρωσία ὑπῆρξε ἐξαιρετικά σημαντική. Κατά τόν 12ο αἰ. μόνο στό Κίεβο ὑπῆρχαν 17 μονές, στό Περιγιασλάβλ καί τό Τσερνίκωφ 4, στή Γαλικία 3, στό Πολότσκ 4, στό Σμολένσκ 5, στό Νόβγκοροντ 20 καί στήν περιοχή του 40!
"Ἡ τοιαύτη ταχεῖα ἀνάπτυξις τοῦ Μοναχισμοῦ εἰς τήν Ρωσίαν - σημειώνει ὁ Βλ. Φειδᾶς - ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν ὄχι μόνον τῆς βαθείας ἐπιδράσεως τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως εἰς τήν ζωήν τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ἀλλά καί τήν μοναδικήν εὐαισθησίαν αὐτοῦ διά τήν αὐθεντικήν βίωσιν τοῦ περιεχομένου τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκήσεως, συμφώνως πρός τήν Πατερικήν παράδοσιν καί τά πρότυπα τοῦ Βυζαντινοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ ἀνάπτυξις τοῦ Μοναχισμοῦ καθ' ὅλην τήν ἔκτασιν τῆς Ρωσίας, ἀνέδειξε τά μοναστήρια εἰς ἐξαίρετα κέντρα τῆς Χριστιανικῆς πνευματικότητος καί εἰς ἀκτινοβολούσας ἑστίας, διά τόν φωτισμόν καί τήν καθοδήγησιν τῶν πιστῶν" (Βλ. Φειδᾶ αὐτ., σελ. 119).

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
E. Behr - Sigel, “Priere et saintele dans l’ Eglise Russe” , 1950.
"Ἅγιος Ἀντώνιος καί Ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου"· ἔκδοσις ΤΗΝΟΣ, 1973.
"Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου", ἔκδοσις Μονῆς Παρακλήτου.
" Πατερικόν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου"· ἔκδοσις Μονῆς Παρακλήτου.
Ρ. Ηollingsworth, "Τhe Hagiography of Kivan Saints", 1992.

Ζ. Ἱεραποστολή.
Κατά τήν Κιεβινή περίοδο ἱδρύθηκαν οἱ Ἐπισκοπές Νόβγκοροντ (ἐπ. Ἰωακείμ, 990), Ροστώβ (ἐπ. Θεόδωρος, 991), Τσερνίκωφ (ἐπ. Μαρτύριος, πρίν τό 1072), Μπέλγκοροντ (ἐπ. Νικήτας Α', 1072), Βλαδιμήρ Βολυνίας (ἐπ. Στέφανος Α', 992;), Τμουτορακάν (ἐπ. Νικόλαος, πρίν τό 1068), Πρεγιασλάβλ (ἐπ. Νικόλαος, 1072), Γιούριεφ (ἐπ. Μιχαήλ, 1072), Πολότσκ (ἐπ. Νικόλαος, 1096), Τούρωφ (ἐπ. Κύριλλος, 1114), Σμολένσκ (ἐπ. Μανουήλ, 1137), Γαλικίας (ἐπ. Κοσμᾶς, 1157), Περεμύσλ (ἐπ. Ἀντώνιος, 1220), Χόλμς (ἐπ. Ἰωάσαφ, 1223), Ριαζάν (ἐπ. Ἀρσένιος, 1198) καί Βλαδιμήρ Σούζνταλ (ἐπ. Συμεών, 1214).
Ἡ ἵδρυσις τόσων Ἐπισκοπῶν στή νεοφώτιστη Ρωσική Ἐκκλησία, ὑπῆρξε καρπός τοῦ ἱεραποστολικοῦ πνεύματος πού οἱ Ρῶσοι κληρονόμησαν ἀπό τούς Βυζαντινούς.
"Ἡ Κιεβινή περίοδος - γράφει ὁ Καθηγητής Βλ. Φειδᾶς - ὑπῆρξεν ἡ χρυσή ἐφηβική ἡλικία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀφωμοίωσε τούς ἀμυθήτους θησαυρούς τῆς Βυζαντινῆς θρησκευτικῆς δημιουργίας καί προητοίμασε τό δημιουργικόν ἔργον τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. Θεολογία, Λατρεία, Δίκαιον, Δικαιοσύνη, Τέχνη, Γραμματεία καί ἐν γένει πᾶν ὅ,τι ἐννοοῦμεν ὑπό τήν λέξιν πολιτισμός, ἀντιμετωπίσθη μέ δημιουργικόν ἐνθουσιασμόν.
Ὁ μεταλαμπαδευθείς εἰς Ρωσίαν Βυζαντινός πολιτισμός, εὗρε φιλομαθεῖς μαθητάς, ἡ δέ κατά τήν περίοδον ταύτην πραγματοποιηθεῖσα μεταμόρφωσις τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ἀποτελεῖ κατά σύγκρισιν ἕνα τῶν σπανίων φαινομένων τῆς Ἱστορίας
" (Βλ. Φειδᾶ, "Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας", 1988, σελ. 136 - 137).

Η. Ἁγιολογική Κίνηση.
Ἡ ἁγιολογική κίνησις τῆς νεοφώτιστης Ἐκκλησίας τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας εἶναι ἰδιαίτερα πλούσια καί ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς βιωματικῆς ἀποδοχῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπό ὅλα τά στρώματα τῆς τότε Ρωσικῆς κοινωνίας.
Μάρτυρες. Σέ ἀντίθεση μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία - τῆς Ὁποίας οἱ τρεῖς πρώτοι αἰῶνες Ἱστορίας, εἶναι οἱ αἱματηροί αἰῶνες τῶν Ρωμαϊκῶν καί Περσικῶν διωγμῶν καί τῶν δεκάδων Χιλιάδων Μαρτύρων - ἡ Ρωσική Ἐκκλησία περιλαμβάνει στό Ἁγιολόγιό Της μόλις 13 Μάρτυρες, ἀπό τούς ὁποίους μόνον οἱ 2 ἀνήκουν στήν Κιεβινή περίοδο. Πρόκειται γιά τούς ἁγ. Μάρτυρες Θεόδωρο καί Ἰωάννη τούς Βαράγγους, οἱ ὁποῖοι βρῆκαν τραγικό θάνατο τό 983, ὅταν κατέρρευσε πάνω τους τό ξύλινο σπίτι τους, μετά ἀπό ἐπίθεση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ὄχλου, ὅταν ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε νά δώσει τόν γιό του Ἰωάννη νά θυσιαστεῖ στόν θεό Περούν. Ἀργότερα στό σημεῖο τοῦ μαρτυρίου τους ὁ Μέγας Βλαδίμηρος ὕψωσε τόν περίφημο Ναό τῆς Δεκάτης, πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Οἱ πρῶτοι πάντως Ἅγιοι τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Παθοφόροι Πρίγκιπες Βόρις καί Γκλέμπ, γιοί τοῦ Μεγ. Βλαδιμήρου καί τῆς Πορφυρογέννητης Ἄννας, οἱ ὁποῖοι ἀφέθηκαν νά δολοφονηθοῦν ἀπό τόν πρεσβύτερο ἀδελφό τους Σβιατοπόλκ, ἐπειδή ἡ Χριστιανική τους Πίστη δέν τούς ἐπέτρεπε νά θυσιάσουν τούς στρατιώτες τους, ὄχι γιά νά ὑπερασπισθοῦν τήν Πατρίδα, ἀλλά τούς ἑαυτούς τους (1015). Ἡ ἁγιότητά τους διακηρύχθηκε τό 1025.
Ἅγιοι Ἡγεμόνες. Παράδειγμα βιωματικῆς ἀποδοχῆς τῆς νέας Πίστεως σάν τρόπου ζωῆς, ἔδωσαν ἀρκετοί Ἡγεμόνες τῆς πολιτικά ταραγμένης καί κοινωνικά βάρβαρης ἐκείνης ἐποχῆς. Ὁ Βαπτιστής τῶν Ρώσων ἁγ. Βλαδίμηρος ὁ Μέγας (+ 1015) καί ἡ μάμμη του ἁγ. Ὄλγα (+ 969), τιμῶνται σάν Ἰσαπόστολοι καί φωτιστές τῆς Ρωσικῆς γῆς, σάν ἄλλοι Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἤ Μιριάν καί Νάνα τῆς Γεωργιανῆς.
Στό Ρωσικό Ἁγιολόγιο περιλαμβάνονται ἀκόμη μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἡγεμόνων ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Ἀνδρέας Μπογκολιούμπσκυ (τῆς Θείας Ἀγάπης, + 1174), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Ροστώφ ἅγ. Βασίλειος (+ 1238), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Γιαροσλάβ ἅγ. Βασίλειος (13ος αἰ.), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ ἅγ. Βλαδίμηρος (+ 1052) καί ἡ μητέρα του ἁγ. Ἄννα ἡ Σουηδή (+ 1050), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Ροστώφ ἅγ. Βσέβολοντ (+ 1118), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ ἅγ. Γεώργιος (+ 1238), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Βολυνίας ἅγ. Γιαροπόλκ (+ 1096), ὁ Πρίγκιπας ἅγ. Θεόδωρος ὁ θαυματουργός (γιός τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Μούρωμ ἁγ. Κωνσταντίνου, 12ος αἰ.), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Γιαροσλάβ καί Σμολένσκ ἅγ. Θεόδωρος (+ 1233), ὁ Πρίγκιπας ἅγ. Κωνσταντῖνος (γιός τοῦ ἁγ. Θεοδώρου Ἡγεμόνα τοῦ Σμολένσκ, 13ος αἰ.), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Μούρωμ ἅγ. Κωνσταντῖνος ὁ θαυματουργός (+ 1129), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Γιαροσλάβ ἅγ. Κωνσταντῖνος (13ος αἰ.), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Μούρωμ ἅγ. Μιχαήλ ὁ θαυματουργός (12ος αἰ.), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ ἅγ. Μστισλάβος (+ 1180), ὁ Πρίγκιπας Σβιάτοσα - ὅσ. Νικόλαος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1143), ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Μούρωμ ἅγ. Πέτρος ὁ θαυματουργός (13ος αἰ.) καί ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου Ραστισλάβος - Μιχαήλ (+ 1167), μεταξύ τῶν Ἡγεμονίδων δέ ἡ Πριγκίπισσα ἁγ. Ἄννα (θυγατέρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βσέβολοντ Α’ Γιαροσλάβιτς), ἡ Πριγκίπισσα τοῦ Πολότσκ ὁσ. Εὐφροσύνη (+ 1173) καί ἡ ὁσ. Εὐφροσύνη - Πριγκίπισσα Φεβρωνία τοῦ Μούρωμ (+ 1228).
Ἅγιοι Ἱεράρχες. Μέ πρῶτο τόν ἅγ. Μιχαήλ Α’ Μητροπ. Ρωσίας (+ 991), στό Ρωσικό Ἁγιολόγιο μεταξύ ἄλλων Ἁγίων Ἱεραρχῶν περιλαμ-βάνονται ὁ ἅγ. Θεόδωρος ἐπ. Σούζνταλ (+ 1023), ὁ ἅγ. Ἰωάννης Γ’ Μητροπ. Ρωσίας (+ 1089), ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἀρχιεπ. Νόβγκοροντ (+ 1186), ὁ ἅγ. Κύριλλος ἐπ. Τούρωφ (+ 1183), ὁ ἅγ. Κωνσταντῖνος Α’ Μητροπ. Ρωσίας (+ 1159), ὁ ἅγ. Λεόντιος ὁ θαυματουργός, ἐπ. Ροστώφ (+ 1164) καί οἱ ἀδελφοί τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων Ὅσιοι Ἠσαϊας ἐπ. Ροστώφ, (+ 1090), Λαυρέντιος ἐπ. Τούρωφ (+ 1164), Μερκούριος ἐπ. Σμολένσκ (+ 1239), Νήφων (+ 1156) καί Νικήτας Ἐπίσκοποι Νόβγκοροντ (+ 1108) καί Στέφανος ἐπ. Βλαδιμήρ Βολυνίας (+ 1094).
Ἅγιοι Κληρικοί. Μέ προεξάρχοντα τόν πρῶτο Ἀρχιμανδρίτη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὅσ. Πολύκαρπο τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1182), μνημονεύονται μεταξύ ἄλλων οἱ ἀδελφοί τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ὅσ. Ἀναστάσιος ὁ Διάκονος (12ος αἰ.) καί Ἱερομάρτυρας Παγκράτιος (13ος αἰ.) καί ὁ ὅσ. Ἀβράμιος Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Ροστώφ (+ 1077).
Ὅσιοι Πατέρες. Κέντρο ὁσιακοῦ ἁγιασμοῦ τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας ἀναδείχθηκε ἀναντίρρητα ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Μετά τούς Ὁσίους Κτίτορες Ἀντώνιο καί Θεοδόσιο, ἀπό τούς ἀδελφούς της περιλαμβάνονται στό Ρωσικό Ἁγιολόγιο οἱ Ὅσιοι Ἀβράμιος ὁ ἐραστής τῆς ἐργασίας (12ος – 13ος αἰ.), Ἀγαπητός ὁ Ἀνάργυρος (11ος αἰ.), Ἀθανάσιος ὁ ἀναστάς (+ 1176), Ἀθανάσιος (ἄλλος, 13ος αι.), Ἀλέξιος (13ος αἰ.), Ἄμμων (13ος αἰ.), Ἀνατόλιος (12ος αἰ.), Ἀρέθας (12ος αἰ.), Βαρλαάμ ὁ Ἡγούμενος (+ 1065), Βασίλειος Ὁσιομάρτυρας (+ 1098), Γρηγόριος (+ 1093), Γρηγόριος ὁ Εἰκονογράφος (12ος αἰ.), Δανιήλ (+ 1071) καί Δαμιανός (+ 1071) οἱ Ἰαματικοί, Ἕρασμος (+ 1160), Εὐστράτιος Ὁσιομάρτυρας (+ 1097), Ἠσαϊας (+ 1145), Θεόδωρος ὁ σιωπηλός (13ος αἰ.), Θεόδωρος Ὁσιομάρτυρας ((+ 1098), Θεοφάνης ὁ σιωπηλός (12ος αἰ.), Θεόφιλος (12ος - 13ος αἰ.), Ἱερεμίας (+ 1070), Ἰσαάκιος (+ 1090), Ἰωάννης ὁ πολυπαθής (+ 1160), Ἰωάννης ὁ Νηστευτής (12ος αἰ.), Ἰωάννης (ἄλλος, 12ος - 13ος αἰ.), Κούκσα Ὁσιο-μάρτυρας (12ος αἰ.), Λουκᾶς (12ος αἰ.), Μακάριος (12ος αἰ.), Μαρδάριος (12ος αἰ.), Ματθαῖος ὁ προορατικός (+ 1085), Νεκτάριος (12ος αἰ.), Νέστωρ ὁ Χρονικογράφος (+ 1114), Νικόδημος ὁ προσφοράρης (12ος αἰ.), Νίκων ὁ Ἡγούμενος (+ 1088), Νίκων ὁ ξηρός (12ος αἰ.), Ὀνησιφόρος (12ος - 13ος αἰ.), Ὀνησιφόρος ὁ Ὁμολογητής (+ 1148), Ὀνούφριος ὁ σιωπηλός (12ος – 13ος αἰ.), Παγκράτιος Ἱερομόναχος (13ος αἰ.), Παμβώ (13ος αἰ.), Παφνούτιος (13ος αἰ.), Ποιμήν ὁ νηστευτής, Ἡγούμενος (+ 1110), Ποιμήν (+ 1114), Πρόχορος (+ 1107), Σάββας (13ος αἰ.), Σέργιος (13ος αἰ.), Σοφρώνιος (13ος αἰ.), Σίλβεστρος (12ος αἰ. ) καί Τίτος ὁ πρεσβύτερος (+ 1190).
Ἀπό τούς ἐκτός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου μνημονεύουμε τόν ὅσ. Ἀντώνιο τοῦ Ντίμσκ (+ 1224), τόν ὅσ. Ἀντώνιο τόν Ρωμαῖο (+ 1147), τόν ὅσ. Ἀρκάδιο τῆς Βιάζμας (11ος αἰ.), τόν ὅσ. Βαρλαάμ Ἡγούμενο τοῦ Χουτίνσκ (+ 1192), τόν ὅσ. Γεράσιμο τῆς Βολόγδας (+ 1178), τόν ὅσ. Ἐφραίμ τοῦ Νοβοτόρζχκ, τόν Θαυματουργό (+ 1053), τόν ὅσ. Κωνσταντῖνο Ἡγούμενο τοῦ Κοσίνσκ (13ος αἰ.), τόν ὅσ. Νικήτα τοῦ Περεγια-σλάβλ Ζαλέσκυ, τόν Στυλίτη καί Θαυματουργό (+ 1186).
Κατά τήν ἴδια περίοδο ἐμφανίζεται στή Ρωσία μία ἐπώδυνη μορφή ἀσκήσεως πού θά γνωρίσει πολύ μεγάλη διάδοση μεταξύ τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ἡ διά Χριστόν Σαλότητα, μέ πρῶτο ἐκπρόσωπο τόν ὅσ. Μαρτῖνο τοῦ Τούρωφ (+ 1146).

Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΤΑΤΑΡΩΝ (1240 – 1462) –
Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ (1303 – 1589)

1. Ἡ κατάκτηση τῶν Τατάρων (1240)
Μεταξύ τοῦ 1155 καί τοῦ 1167 γεννήθηκε στή Μογγολία ὁ Τεμουτζίν, γνωστός στήν Ἱστορία σάν Τζένγκις Χάν. Ὀρφανός ἀπό πατέρα, πέρασε ἄθλια παιδικά χρόνια, ὅμως μέ τόν γάμο του μέ μία κόρη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Μογγολόφωνης φυλῆς τῶν Κονγκιράτ, ἔγινε ὑποτελής τοῦ Τογρούλ, τοῦ ἰσχυρότερου ἀρχηγοῦ τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας, Ἡγεμόνα τοῦ ἐκχριστιανισμένου Τουρκογενοῦς φύλου τῶν Κέρεϊτ.
Τό 1196 πέτυχε νά ἐπιβληθεῖ τῶν Μογγόλων, τοῦ Τουρκικοῦ φύλου τῶν Ναϊμάν καί τῶν Τατάρων τοῦ Κερουλέν καί νά ὀνομαστεῖ Οὐάνγκ Χάν – Χάν Βασιλιᾶς. Τό 1202 ἤ 1203 ἐπιβλήθηκε στόν Τογρούλ, τόν σκότωσε καί κυρίευσε τήν φυλή του, τούς Κέρεϊτ. Τό 1206 σέ μία μεγάλη συγκέντρωση τῶν Χάν τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας, στίς πηγές τοῦ ποταμοῦ Ὄνου, πέτυχε νά ἀναγνωριστεῖ σάν Τζένγκις Χάν - Ἀνώτατος Αὐτοκράτορας καί νά συγκροτήσει μία αὐτοκρατορία βόρεια τῆς Κίνας μέ πρωτεύουσα τό Κορακόρουμ.
Τό 1211 ἐπιτέθηκε κατά τῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Τσίν (Β. Κίνα) καί τό 1215 κατέλαβε τό Πεκῖνο (ἡ κατάκτηση τῆς Κίνας ὁλοκληρώθηκε τό 1279 ἀπό τόν Κουμπλάϊ Χάν). Τό 1219 ἐπιτέθηκε κατά τῆς Μουσουλλμανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Χορασμίας (Περσία), μέ 150 – 200.000 ἰππεῖς. Τότε καταστράφηκαν σημαντικές πόλεις, ὅπως ἡ Σαμαρκάνδη καί ἡ Νιζαπούρ. Τρεπόμενος σέ φυγή ὁ Σάχης Μωχάμαντ τράφηκε πρός τόν Καύκασο, καταδιωκόμενος ἀπό τούς Στρατηγούς Τζεμπέ καί Σαμπετέϊ, μέ 25.000 περίπου ἰππεῖς. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Ταταρομογγόλοι πέρασαν στά Ρωσικά ἐδάφη.
Τό 1223 Στρατηγός Σαμπετάϊ προχώρησε στίς νότιες Ρωσικές στέππες καί ἔστειλε πρέσβεις στούς Ρώσους Ἡγεμόνες ζητῶντας τήν φόρου ὑποτέλειά τους. Ὅμως οἱ διηρημένοι Ρῶσοι δέν ἀντιλήφθηκαν τό μέγεθος τοῦ κινδύνου, σκότωσαν τούς πρέσβεις καί συνέχισαν τίς διαμάχες τους. Ὅταν τελικά ὁ Σαμπετάϊ ἐπιτέθηκε, τρομοκρατημένοι οἱ Ρῶσοι προσπάθησαν νά τόν ἀντιμετωπίσουν στόν ποταμό Κάλκα, μέ ἕνα στράτευμα 80.000 ἀνδρῶν, ἀλλά νικήθηκαν καί ἀποδεκατίσθηκαν (31η Μαϊου 1223).
Τήν πρώτη αὐτή Ταταρική εἰσβολή διέκοψε ὁ θάνατος τοῦ Τζέκινγκς Χάν (1227, 18η Αὐγούστου) τόν ὁποῖο διαδέχτηκε ὁ γιός του Ὀγκοτάϊ (1229 – 1241).
Τό 1236 ὁ Στρατηγός Σαμπετέϊ - ὑποτελής τοῦ Χάν Ματοῦ, Ἡγεμόνα τοῦ Χανάτου τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς - μέ 150.000 ἰππεῖς κινήθηκε δυτικά καί τό ἴδιο ἔτος ὑπέταξε τούς Βουλγάρους τοῦ Κάμα. Ἀκολούθησαν τό 1237 - 1238 οἱ Ρωσικές Ἡγεμονίες τοῦ Ριαζάν, τῆς Κολόμνας, τῆς Μόσχας, τοῦ Σούζνταλ καί τοῦ Βλαδιμήρ. Τό 1239 καταλήφθηκε τό Περεγιασλάβλ καί τό Τσερνίκωφ. Τήν 6. 12. 1240, οἱ Τάταροι πέρασαν πάνω ἀπό τόν παγωμένο ποταμό Δνείπερο καί κατέλαβαν τό Κίεβο. Μέχρι τό 1240 ἡ χώρα κατακτήθηκε καί ὑπέστη μία τρομακτική κατάστροφή. Ὅταν τό 1246 ὁ Ἔξαρχος τοῦ Πάπα Πιάνο Καμπίνι πέρασε ἀπό τήν Ρωσία, ταξιδεύοντας γιά τήν Αὐλή τῶν Χάν, "δέν συνάντησε πόλεις ἤ χωριά, ἀλλά μόνον ἀναρίθμητα ἀνθρώπινα κρανία καί λεηλατημένα ἐρείπια πόλεων πού κάποτε ἤκμαζαν" (Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 25).
Τό 1241 οἱ Τάταροι πέρασαν τόν ποταμό Βιστοῦλα καί μπῆκαν στήν Πολωνία. Τήν 3. 3. 1241 συνέτριψαν τούς Πολωνούς στήν Κρακοβία καί τήν 9η Ἀπριλίου τοῦ ἴδιου ἔτους νίκησαν ἕνα στράτευμα ἀπό Γερμανούς, Βοημούς καί Πολωνούς στή Μάχη τοῦ Λίγκιτς (νοτιοδυτική Πολωνία). Δύο ἡμέρες ἀργότερα ἄλλη Ταταρική στρατειά συνέτριψε τούς Οὔγγρους ἔξω ἀπό τήν Βουδαπέστη καί ἐνῶ ὁ Σαμπετάϊ ἑτοιμάζονταν νά καταλάβει τήν Βιέννη, πέθανε ὁ Ὀγκαντόϊ Χάν καί ὁ στρατός ἔπρεπε νά ἐπιστρέψει στή Μογγολία, γιά τήν ἐκλογή τοῦ νέου Χάν. Ἔτσι - ἀπό ἕνα τυχαῖο γεγονός - σώθηκε ἡ Εὐρώπη («Ἡ Εὐρώπη σώθηκε ἀπό τόν θάνατο ἑνός ἀνθρώπου», Jean Poul Roux).
Παράλληλα πρός τήν εἰσβολή στή Ρωσία καί τήν Εὐρώπη μία ἄλλη Ταταρομογγολική στρατειά εἰσέβαλε στό Βιετνάμ!
Τόν Ὀγκαντόϊ Χάν διαδέχθηκε ὁ Κουμπλάϊ Χάν (1215 – 1294), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου (1258) κατακτήθηκε ἡ Βαγδάτη καί καταλύθηκε τό Χαλιφάτο τῶν Ἀβασιδῶν.
Μετά τήν νίκη τους ἐπί τῶν Ρώσων οἱ Τάταροι δέν ἐπέστρεψαν στήν Ἀσία, ἀλλά ἐγκαταστάθηκαν στόν κάτω Βόλγα (1243). Ἐκεῖ, γύρω ἀπό τήν χρυσή σκηνή τοῦ Τάταρου Χάν δημιουργήθηκε ἡ πόλις Σεράϊ, πρωτεύουσα τοῦ Χανάτου τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς. Τό Χανάτο αὐτό, ἀνεξάρτητο ἀπό τόν Μεγάλο Χάν τῶν Μογγόλων, περιλάμβανε τά ἐδάφη τῶν Κιπτσάκων καί τῶν Βουλγάρων τοῦ Κάμα καί κυριάρχησε στή Ρωσία ἐπί δυόμιση αἰῶνες (1240 – 1480), κατά τούς ὁποίους οἱ Ρῶσοι Ἡγεμόνες πλήρωναν φόρο ὑποτέλειας καί ὑφίσταντο ξαφνικές καταστροφικές ἐπιδρομές, σταδιακά ὅμως ἡ ἄνοδος τῆς Ἡγεμονίας τῆς Μόσχας περιόρισε τήν δύναμη τῶν Τατάρων. Ἡ μείωση τῆς Ταταρικῆς ἐπιρροῆς στή Ρωσία ὀφείλεται ἐπίσης σέ ἕναν ἄλλο ἀπρόβλεπτο παράγοντα, τόν Ταμερλάνο.
Τιμούρ Λένκ (Τιμούρ ὁ χωλός, 1336 – 1405, γνωστός στήν Εὐρώπη ὡς Ταμερλάνος), τό 1364 ἦταν Πρωθυπουργός ἑνός Μογγόλου Ἡγεμόνα τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας, τόν ὁποῖο ἀνέτρεψε τό 1369 καί πῆρε τήν θέση του. Τό 1381 κατέκτησε τήν Περσία, ἐνῶ ἐνίσχυε τόν Χάν τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς Τοχταμίς στήν ἐπανακατάκτηση τῆς Ρωσίας (τήν 23. 8. 1382 ὁ Τοχταμίς λεηλάτησε τήν Μόσχα). Ὅταν ὅμως ὁ Τοχταμίς στράφηκε καί πρός τά ἐδάφη τοῦ Ταμερλάνου, ξέσπασε ἕνας ἐμφύλιος Ταταρο-Μογγολικός πόλεμος μέ τελικά νικητή τόν τελευταῖο, ὁ ὁποῖος εἰσέβαλε στή Ρωσία καταδιώκοντας τόν ἀντίπαλό του, χωρίς ὅμως νά μείνει ἐκεῖ. «Τά πλήγματά του κατά τῶν Τατάρων – σημειώνει ὁ Δημ. Θαλασσινός - ἦταν πολύ ἰσχυρότερα ἀπό τά πλήγματα πού θά μποροῦσαν ἴσως νά τούς καταφέρουν οἱ Ρώσοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης» (Δημ. Θαλασσινοῦ, «Μογγόλοι, οἱ λύκοι τῆς στέππας», Περιοδικό «Ἱστορία Εἰκονογραφημένη», φ. 475, Ἰαν. 2008, σελ. 20 – 29).

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
Abtul Chazi Bahadur Khan, “Historie des Mongols et des Tatars,” 1871 - 1874.
H. H. Howrth, “History of the Mongols”, 1876 - 1888.
L. Bouvat., “L’ Empire Mongol”, 1927.
B. Vladimirtsov, “The life of Genghis Khan”, 1930.
R. Fox, “Genghis Khan”, 1936.
Vernadsky, “The scope and contents of Gengis Khan’s yasa”. Harvard Jour. As. Studies, 3/1938.
B. D. Gratov, “La Horde d’ Or”, 1939.
B. Spuler, “Die Goldene Horde”, 1943.
B. E. Wolde, “La formation de l’ Empire Russe”, 1952 - 1953.
R. Lister, “Genghis Khan”, 1969.
R. Grousset, “The Empire of the Steppes: A History of Central Asia”, 1970.
B. Spuler, “The Mongols in History”, 1971.
H. Lamb, “Τζέκιντζ Χάν”, ἔκδοσις ΠΑΠΥΡΟΣ 1972.
S. Tirmbull, “The Mongols”, 1980.
Τοῦ ἰδίου “Genghis Khan and the Mongol Conquests”, 2003.
M. Hoang, “Genghis Khan”, 1988.
J. P. Roux, “Historie de l’Empire Mongol”, 1993.

2. Ὁ ἅγ. Ἀλέξανδρος Νέβσκι (+ 1263)
Περί τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι καί τῆς συγκρούσεως μέ τούς Τεύτονες Ἱππότες βλ. σχετικό ἄρθρο.

3. Ἡ σύγκρουση Τβέρ καί Μόσχας
Τίς πρῶτες δεκαετίες μετά τήν Ταταρική κατάκτηση (1240), κυριαρχεῖ στό ἱστορικό προσκήνιο ἡ φοβερή ἐμφύλια σύγκρουση μεταξύ Τβέρ καί Μόσχας, οἱ Ἡγεμόνες τῶν ὁποίων διεκδίκησαν αἱματηρά τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα. Ἀτυχῶς οἱ Ἡγεμόνες πού ἐνεπλάκησαν στή διαμάχη ἦταν στενοί συγγενεῖς, μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι: Ὁ ἀδελφός του Γιαροσλάβος Δ’, ὁ ἀνηψιός του ἅγ. Μιχαήλ καί οἱ γιοί τοῦ τελευταίου Δημήτριος καί Ἀλέξανδρος στό Τβέρ, ὁ γιός του Δανιήλ καί οἱ ἐγγονοί του Γεώργιος καί Ἰωάννης Α’ Καλίτα στή Μόσχα. Στή σύγκρουση αὐτή ρυθμιστικός παράγοντας ἦσαν οἱ Τάταροι, μέ τήν βοήθεια τῶν ὁποίων τελικά ἐπικράτησαν οἱ Ἡγεμόβες τῆς Μόσχας.
Κατά τήν Ταταροκρατία ἡ Μόσχα ἦταν μία ἀσήμαντη κωμόπολη τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Σούζνταλ, πού εἶχε στήν εξουσία της μερικά ἐπίσης ἀσήμαντα χωριά. Ἡ πρώτη ἀναφορά σ’ αὐτήν ἀπαντᾶται σέ χρονικό τοῦ 1147. Κατά τόν χρονογράφο τό ἔτος αὐτό ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Γεώργιος Α’ ὁ Μακρόχειρας, κάλεσε τόν σύμμαχό του Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ Σβιατοσλάβο νά συναντηθοῦν στή Μόσχα. Κατά τόν ἴδιο χρονογράφο ὁ Γεώργιος Α’ «ἔθεσε τά θεμέλια τῆς πόλης τῆς Μόσχας», δηλαδή – κατά τήν φρασεολογία τῆς ἐποχῆς - ὕψωσε τά ξύλινα τείχη τοῦ Κρεμλίνου της.
Ἡ ἀνάδειξη τῆς πόλεως σέ ἐθνικό κέντρο ἄρχισε ὅταν ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Ἀλέξανδρος Νέβσκι (1220 – 1263), τήν παραχώρησε στόν μικρότερο γιό του Δανιήλ. Ἡ ἀνάδειξη τῆς Μόσχας ὀφείλεται σέ τρεῖς κυρίως λόγους: Στά ἐξαιρετικά διοικητικά προσόντα τῶν Ἡγεμόνων της, στήν ὑποστήριξη τῶν Τατάρων κατακτητῶν (πρός τούς ὁποίους οἱ Μοσχοβίτες Ἡγεμόνες – συνεπεῖς πρός τήν πολιτική τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέβσκι γιά ἄμυνα στό Δυτικό μέτωπο καί ἀνοχή "ἄχρι καιροῦ" στό Ἀνατολικό - ἔδειχναν διπλωματική δουλικότητα) καί στή γεωγραφική της θέση. Ἡ ἀνάδειξη ἔγινε σταδιακά ἀπό μία ἁλυσίδα συνήθως ἱκανῶν ἡγετῶν, μέ πρώτο τόν Ἡγεμόνα Δανιήλ Ἀλεξάντροβιτς (1263 – 1303) καί τελευταῖο τόν Τσάρο Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό (1533 – 1584) καί διήρκεσε 321 χρόνια (1263 – 1584).
Παράλληλα μέ τήν ἄνοδο τῆς Μόσχας ἀνέρχεται στό προσκήνιο τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας καί ἡ Ἡγεμονία τοῦ Τβέρ. Ἡ ἄνοδος αὐτή ὀφείλεται στό Μέγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ καί ταυτόχρονα Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Γιαροσλάβο Δ’ Γιαροσλάβιτς (1263 – 1271) καί στό γιό του ἅγ. Μιχαήλ (+ 1318).
Ὁ Γιαροσλάβος Δ’ ἦταν πρῶτος Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ καί δέκατος Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ. Σ’ αὐτόν ὀφείλει τό Τβέρ τήν ἀνάδειξή του ἀπό ἀσήμαντο χωριό σέ σημαντικό κέντρο τῆς Μεσαιωνικῆς Ρωσίας. Ἦταν γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβου Γ’ Βσέβολοντοβιτς (1238 – 1240) καί νεώτερος ἀδελφός τοῦ ἁγ. Ἀλεξανδρου Νέβσκι (+ 1263).
Τό 1247 καί ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί, τοῦ ἀνατέθηκε ἀπό τόν θεῖο του Σβιατοσλάβο Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1246 – 1249) ἡ ἀσήμαντη Ἡγεμονία τοῦ Τβέρ. Τό 1252 ὁ Γιαροσλάβος μέ τόν ἀδελφό του Ἀνδρέα κατέλαβαν τό Περεσλάβλ – Ζαλέσκυ, κτήση τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, ἀλλά ὁ Ἀλέξανδρος ἐνισχυμένος ἀπό Ταταρικά στρατεύματα τόν νίκησε, αἰχμαλώτισε τά παιδιά του καί τόν ὑποχρέωσε νά διαφύγει στή Λαντόγκα. Ἀργότερα προσκλήθηκε ἀπό τό Νόβγκοροντ νά ἀναλάβει τήν στρατιωτική του ἡγεσία καί τό 1260 ὁδήγησε τά στρατεύματά του κατά τῶν Τευτόνων Ἱπποτῶν.
Τό 1263, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, ἀναγνωρίστηκε ἀπό τούς Τατάρους Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ, ἀλλά ἐγκαταστάθηκε στό Νόβγκοροντ καί ὄχι στήν πρωτεύουσσα Βλαδιμήρ. Ἀπεβίωσε τήν 9. 11. 1271 στό Τβέρ, ἐπιστρέφοντας ἀπό τό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς. Τόν διαδέχτηκαν στήν Ἡγεμονία τοῦ Τβέρ οἱ γιοί του Σβιατοσλάβος καί ἅγ. Μιχαήλ (+ 1318) καί στή Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ ὁ Βασίλειος Γιαροσλάβιτς, Ἡγεμόνας τῆς Κοστρόμας (1272 – 1277).
Βασίλειος Γιαροσλάβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ, Ἡγεμόνας τῆς Κοστρόμας (1272 – 1276), ἦταν νεώτερος γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβου Γ’ Βσέβολοντοβιτς (1238 – 1240). Τό 1256 τοῦ δόθηκε ἡ Ἡγεμονία τῆς Κοστρόμας ἀπό τόν θεῖο του Σβιατοσλάβο Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1246 – 1249). Τό 1272 διαδέχτηκε στήν Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ τόν ἀδελφό του Γιαροσλάβο Δ’ Γιαροσλάβιτς καί τό 1273 ἀνέλαβε καί τήν Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ. Ἦταν ὁ πρῶτος Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ πού δέν ἄφησε τήν ἡγεμονία του (Κοστρόμα), γιά νά ἐγκατασταθεῖ στό Βλαδιμήρ. Ἀπεβίωσε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1276 καί τόν διαδέχτηκε στή Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ ὁ ἀνηψιός του Δημήτριος Ἀλεξαντροβιτς, Ἡγεμόνας τοῦ Περεγιασλάβλ (1276 – 1281, 1283 – 1293).
Δημήτριος Ἀλεξάντροβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ, Ἡγεμόνας τοῦ Περεγιασλάβλ (1276 – 1281, 1283 – 1293), γεννήθηκε περί τό 1250 καί ἦταν δευτερότοκος γιός τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι (+ 1263). Τό 1259, σέ μικρή ἡλικία, διορίστηκε ἀπό τόν πατέρα του Ἡγεμόνας τοῦ Νόβγκοροντ. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του (1263), οἱ κάτοικοι τοῦ Νόβγκοροντ τόν καθαίρεσαν λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του καί τόν ὑποχρέωσαν νά καταφύγει στό Περεσλάβλ – Ζαλέσκυ. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα (1267) ἐπέστρεψε στό Νόβγκοροντ, ὅπου ἔγινε δεκτός καί ἡγήθηκε τοῦ στρατεύματος τῆς πόλεως στή Μάχη τοῦ Ράκοβορ κατά τῶν Λιθουανῶν, ἄν καί ἦταν μόλις 18 ἐτῶν. Κατά τήν ἑπόμενη δεκαετία προσπάθησε νά διατηρήσει τήν ἀνεξαρτησία τοῦ Νόβγκοροντ ἀπέναντι στούς θείους του Μεγ. Ἡγεμόνες Γιαροσλάβο Β’ (1263 – 1271), Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ καί Βασίλειο (1272 – 1276), Ἡγεμόνα τῆς Κοστρόμας.
Τό 1276 διαδέχτηκε τόν θεῖο του Βασίλειο στή Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, χωρίς ὅμως νά ἐγκαταλείψει τό Νόβγκοροντ. Τό 1278 ἵδρυσε τό ἰσχυρότατο φρούριο τοῦ Κοπόριε. Τό 1281, ἐνῶ προσπαθοῦσε νά καταστείλει μία ἐξέγερση στό Νόβγκοροντ, ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας, Ἡγεμόνας τοῦ Γκοροντέτς (Ἀνδρέας Γ’ Ἀλεξάντροβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ἡγεμόνας τοῦ Γκοροντέτς, 1294 – 1304), πῆγε στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς καί πέτυχε νά ἀναγνωριστεῖ Μεγ. Ἡγεμόνας.
Ἐπιστρέφοντας στή Ρωσία ὁ Ἀνδρέας, ἕνωσε τίς δυνάμεις του μέ ἐκείνες τῶν Ἡγεμόνων τοῦ Ροστώφ καί τοῦ Γιαροσλάβ, κατέλαβε τό Περεγιασλάβλ καί ὑποχρέωσε τόν Δημήτριο νά διαφύγει στή Σκανδιναβία. Ἐπιστρέφοντας τό 1283 στή Ρωσία ὁ Δημήτριος, βρῆκε τά ἐδάφη του λεηλατημένα ἀπό τούς Τατάρους καί τόν ἀδελφό του, ἀλλά ἀξιοποιῶντας τίς ἐσωτερικές διαμάχες τῶν κατακτητῶν, προσεταιρίσθηκε τόν Χάν Νογκάϊ τῆς Μαύρης Θάλασσας, ἰσχυρό ἀντίπαλο τοῦ Χάν τῆς Ὀρδῆς, καί πέτυχε τήν ὑποστηριξή του γιά τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα.
Μετά τήν ἐξέλιξη αὐτή ὁ Ἀνδρέας ἀποσύρθηκε στό Γκοροντέτς καί ὁ Δημήτριος ἡγεμόνευσε μέχρι τό 1293. Τό 1285 ὁ Ἀνδρέας ἔφερε καί πάλι τούς Τατάρους στά Ρωσικά ἐδάφη, ἀλλά ὁ Δημήτριος καί οἱ σύμμαχοί του πέτυχαν νά τούς ἀντιμετωπίσουν. Τελικά τό 1293 ὁ Ἀνδρέας πέτυχε νά ἑνώσει Τάταρους εἰσβολεῖς καί Ρώσους Ἡγεμόνες κατά τοῦ Δημητρίου, ὁ ὁποῖος μή θέλοντας τήν συνέχιση τοῦ ἐμφυλίου πολέμου δέχτηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά στό μοναστήρι του τό ἑπόμενο ἔτος 1294 καί ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό Μεταμ. Σωτῆρος Περεγιασλάβλ – Ζαλέσκυ. Τό κόστος πάντως τῆς Ταταρικῆς εἰσβολῆς τοῦ 1293 ἦταν ἡ λεηλασία 14 Ρωσικῶν πόλεων. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Ἀνδρέας ἀντιμετώπισε μία συμμαχία τῶν Ἡγεμόνων Δανιήλ τῆς Μόσχας (ἀδελφοῦ του), Μιχαήλ τοῦ Τβέρ (ἀνηψιοῦ του) καί Ἰωάννη τοῦ Περεγιασλάβλ.
Ἡ δημιουργία τῆς Ἡγεμονίας τῆς Μόσχας ἀνῆκει, ὅπως προαναφέρθηκε, στό νεώτερο γιό τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Δανιήλ (1263 – 1303). Πρόκειται γιά τόν γεννάρχη τῶν Μεγ. Ἡγεμόνων καί Τσάρων τῆς Μόσχας, αὐτόν πού ἔθεσε τίς βάσεις γιά τήν σταδιακή ἀνάδειξη τῆς Μόσχας σέ Ρωσικό ἐθνικό καί ἐκκλησιαστικό κέντρο.
Δανιήλ γεννήθηκε τό 1261 στό Βλαδιμήρ. Ὅταν ὁ πατέρας του ἀπεβίωσε τό 1263 ἦταν δύο ἐτῶν καί τέθηκε κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ θείου του Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβου Β’ (1264 – 1271). Τό 1272 τοῦ ἀνατέθηκε ἡ μέχρι τότε ἀσήμαντη κωμόπολη τῆς Μόσχας. Σταδιακά ὁ Δανιήλ κατέλαβε τήν ἐνδοχώρα τῆς Μόσχας, ὥστε οἱ κτήσεις του νά περιλαμβάνουν ὁλόκληρη τήν λεκάνη τοῦ ποταμοῦ Μόσχοβα. Ὅταν τό 1302 ἀπεβίωσε χωρίς διάδοχο ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Περεγιασλάβλ – Ζαλέσκυ, ἡ ἡγεμονία περιῆλθε εἰρηνικά στό Δανιήλ. Ἔτσι δημιουργήθηκε μία μικρή ἀρχικά Ἡγεμονία, ἡ ὁποία στήν πορεία ἀναδείχθηκε ἀπό τούς διαδόχους του σέ Ρωσικό ἐθνικό-εκκλησιαστικό κέντρο. Ἐξαιρετικά φιλειρηνικός δέν συγκρούστηκε μέ τόν Τβέρ, ἀλλά ὑποχρεώθηκε νά συγκρουστεῖ μέ τόν ἀδελφό του Ἀλέξανδρο, γιά νά ὑπερασπίσει τήν ἐπικράτειά του (1293), καθώς καί μέ τόν Ἡγεμόνα τοῦ Ριαζάν Κωνσταντῖνο (1300).
Ἡ σύγκρουση Μόσχας – Τβέρ συνέβη ὅταν ἀνέβηκε στό Θρόνο τῆς Μόσχας ὁ γιός τοῦ Δανιήλ Γεώργιος (1303 – 1323) καί στό Θρόνο τοῦ Τβέρ ὁ Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς (1304 – 1318).
Γεώργιος γεννήθηκε τό 1281. Συνεπής πρός τήν πολιτική τοῦ πατέρα του γιά αὔξηση τῶν ἡγεμονικῶν ἐδαφῶν, συγκρούστηκε ἀρχικά μέ τόν Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ Ἀνδρέα Γ’ Ἀλεξάντροβιτς, Ἡγεμόνα τοῦ Γκοροντέτς (1294 – 1304), ὑπερασπιζόμενος τό Περεγιασλάβλ – Ζαλέσκυ καί στή συνέχεια μέ τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ ἅγ. Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς (1304 – 1318), ὁ ὁποῖος διεκδικοῦσε τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα. Στήν ἐμφύλια αὐτή διαμάχη ρυθμιστικό ρόλο εἶχαν οἱ Τάταροι κατακτητές, οἱ ὁποῖοι τελικά ἀπένειμαν τόν τίτλο στόν Μιχαήλ.
Σέ μία προσπάθεια νά ἐνισχύσει τήν θέση του ὁ Γεώργιος, ἐκτέλεσε τόν κρατούμενο ἀπό τό 1300 στή Μόσχα Ἡγεμόνα τοῦ Ριαζάν Κωνσταντῖνο καί προσάρτησε τό Ριαζάν στήν Ἡγεμονία του. Στή συνέχεια κατέλαβε τό Μοζάϊσκ καί μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου, συμμάχησε μέ τό Νόβγκοροντ κατά τοῦ Τβέρ. Ἐνισχυμένος μέ τούς τρόπους αὐτούς πῆγε τό 1315 στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, γιά νά διεκδικήσει τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἀπό τόν Μιχαήλ τοῦ Τβέρ, ὁ ὁποῖος καί καθαιρέθηκε ὅταν ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Χάν Οὐζμπέκ Πριγκίπισσα Κοντσάκα. Ἐνισχυμένος καί ἀπό Ταταρικά στρατεύματα ὁ Γεώργιος ἐπιτέθηκε κατά τοῦ Τβέρ, ἀλλά νικήθηκε καί ὁ ἀδελφός του Βόρις, ὅπως καί ἡ σύζυγός του Κοντσάκα συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι. Ὅταν ἡ κρατούμενη σύζυγός του ἀπεβίωσε ξαφνικά κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, ὁ Γεώργιος ἰσχυρίστηκε ὅτι δηλητηριάστηκε καί κατηγόρησε στόν πεθερό του Χάν τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ. Τελικά ὁ Χάν κάλεσε καί τούς δύο διεκδικητές στήν Ὀρδή, ὅπου ἐκτέλεσε τόν Μιχαήλ πρίν ἀρχίσει ἡ δίκη του (1318).
Ὁ Γεώργιος ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1319, μισούμενος ἀπό τόν λαό καί τούς ἄλλους Ἡγεμόνες, σάν συνεργάτης τῶν κατακτητῶν, γιά λογαριασμό τῶν ὁποίων εἶχε ἀναλάβει τήν εἴσπραξη τῶν φόρων. Τό 1322 ὁ γιός τοῦ Μιχαήλ Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ Δημήτριος, ζητῶντας ἐκδίκηση γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατήγγειλε στούς Τατάρους ὅτι ὁ Γεώργιος κρατοῦσε γιά λογαρισμό του μέρος τῶν φόρων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Γεώργιος κλήθηκε νά δικαστεῖ ἀπό τόν Χάν, ἀλλά δολοφονήθηκε πρίν τήν δίκη του ἀπό τόν Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ὀκτώ μῆνες ἀργότερα ἐκτελέστηκε ἀπο τούς Τατάρους.
Τόν Μεγ. Ἡγεμόνα ἅγ. Μιχαήλ διαδέχτηκε ὁ γιός του Δημήτριος (1322 – 1326), ὁ Πρίγκιπας μέ τά τρομερά μάτια. Ἡγεμόνευσε στό Τβέρ μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ πατέρα του ἀπό τούς Τατάρους (1318). Τό 1322, ζητῶντας ἐκδίκηση γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατήγγειλε στούς Τατάρους ὅτι ὁ Ἡγεμόνας Γεώργιος τῆς Μόσχας κρατοῦσε γιά λογαρισμό του μέρος τῶν φόρων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Γεώργιος κλήθηκε νά δικαστεῖ ἀπό τόν Χάν Οὐζμπέκ, καθαιρέθηκε καί ὁ τίτλος ἀπονεμήθηκε στόν Δημήτριο. Τό 1325, ἐνῶ οἱ δύο ἀντίπαλοι συναντήθηκαν στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ὁ Δημήτριος σκότωσε τόν Γεώργιο μπροστά στόν Χάν Οὐζμπέκ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτελεστεῖ καί ὁ ἴδιος ἀπό τούς Τατάρους ὀκτώ μῆνες ἀργότερα (1326).
Μετά τόν θάνατο τῶν δύο πρωταγωνιστῶν, ἡ διαμάχη Τβέρ - Μόσχας συνεχίστηκε ἀπό τούς διαδόχους τους Ἰωάννη Α’ Καλίτα τῆς Μόσχας καί Ἀλέξανδρο τοῦ Τβέρ.
Ἰωάννης Α’ Καλίτα (1326 – 1341, γιός τοῦ ἁγ. Δανιήλ), ὑπῆρξε τό πρώτυπο τῶν Ἡγεμόνων τῆς Μόσχας, μέ ἐξαιρετικές ὀργανωτικές, διπλωματικές καί διοικητικές ἱκανότητες, πολιτική διορατικότητα καί ἐπιδόσεις στά θέματα τῆς οἰκονομίας. Ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τό 1328 (ἤ τό 1332) καί διατηρῶντας σχέσεις ὑποτέλειας πρός τούς Τατάρους, πέτυχε τήν ἀνάθεση σ’ αὐτόν τῆς εἰσπράξεως τῶν φόρων ὅλων τῶν Ρώσων Ἡγεμόνων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία ἐσόδων γιά τήν ἡγεμονία του.
Χρησιμοποιῶντας τά ἔσοδα αὐτά γιά τήν ἀγορά γαιῶν χρεωκοπημένων μικρῶν Ἡγεμόνων καί τήν ἀπελευθέρωση Ρώσων αἰχμαλώτων, τούς ὁποίους ἐγκαθιστοῦσε στά νέα ἐδάφη, πέτυχε νά διπλασιάσει τήν κυριαρχεία του. Ἀκόμη, προσαρτῶντας καί τήν Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, τῆς ὁποίας ἦταν κύριος μέ τήν ἰδιότητα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα, κατέστησε τήν Μόσχα κοινή πρωτεύουσα καί πέτυχε τήν δημιουργία τοῦ πρώτου Ρωσικοῦ συγκεντρωτικοῦ κράτους. Γιά τόν σκοπό αὐτό μετέφερε στή Μόσχα καί τήν ἕδρα τοῦ Μητροπολίτη πάσης Ρωσίας, ἐπί πρωθιεραρχίας τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου (1308 - 1326, Ἅγιος), καθώς ἐπίσης καί τήν ἱστορική καί θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπό τό Βλαδιμήρ (γνωστή ἔκτοτε σάν Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου), τήν ὁποία καί κατέθεσε στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου (Οὐσπένσκυ Σομπόρ). Στά κτιτορικά ἔργα τοῦ Ἰβάν Α’ περιλαμβάνονται οἱ Καθεδρικοί Ναοί τῆς Κοιμ. Θεοτόκου (1326) καί τῶν Ἀρχαγγέλων (1333) καί τά δρύϊνα τείχη τοῦ Κρεμλίνου (1339).
Ἀλέξανδρος, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ, Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ (1326 – 1327), ἦταν γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἁγ. Μιχαήλ (+ 1318). Ἀρχικά ἡγεμόνευσε στό Χόλμ καί τό Μικούλιν. Τό 1326 διαδέχτηκε τόν ἀδελφό του Μεγ. Ἡγεμόνα Δημήτριο στήν Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, μέ διάταγμα (γιαρλίκ) τῶν Τατάρων. Τό 1327 ὁ ἀνηψιός τοῦ Χάν Οὐζμπέκ Πρίγκιπας Σεβκάλ μέ μία ὁμάδα Τάταρων ἀξιωματούχων πῆγε στό Τβέρ, ἐγκαταστάθηκε στό παλάτι καί ἄρχισε νά τρομοκρατεῖ τήν πόλη. Αὐτό καθώς καί ἡ φήμη, ὅτι θά μετέστρεφε τούς κατοίκους στόν Ἰσλαμισμό, προκάλεσαν μία λαϊκή ἐξέγερση, κατά τήν ὁποία ὁ Σεβκάλ καί οἱ συνοδοί του κάηκαν ζωντανοί στό σπίτι πού εἶχαν καταφύγει.
Πρίν ὁ Ἀλέξανδρος προλάβει νά πάει στόν Χάν γιά νά δώσει ἐξηγήσεις, ὁ ἀντίπαλός του Μεγ. Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας Ἰωάννης Α’ Καλίτα (1326 – 1341) πῆγε στήν Ὀρδή καί πέτυχε νά ἀπονεμηθεῖ σ’ αὐτόν ὁ τίτλος τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα. Ἐκτός αὐτοῦ ἡγήθηκε ἑνός Ταταρικοῦ στρατεύματος 50.000 ἀνδρῶν κατά τοῦ Τβέρ καί ὁ Ἀλέξανδρος μέ τήν οἰκογένειά του κατέφυγαν στό Νόβγκοροντ, ἀλλά δέν ἔγιναν δεκτοί. Τελικά τόν δέχτηκε γιά ἡγεμόνα της ἡ πόλη τοῦ Πσκώφ, μέ ἀποτέλεσμα οἱ κάτοικοι νά ἀφοριστοῦν ἀπό τόν Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Θεόγνωστο καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Μωϋσῆ.
Τό 1329 ὁ Ἰωάννης Α’ Καλίτα με ἀπαίτηση τῶν Τατάρων κήρυξε τόν πόλεμο κατά τοῦ Πσκώφ καί ὁ Ἀλέξανδρος ὑποχρεώθηκε νά καταφύγει στή Λιθουανία καί τελικά στή Σουηδία. Μόνο τότε οἱ Ρωσικές Ἐκκλησιαστικές Ἀρχές ἀνακάλεσαν τόν ἀφορισμό κατά τοῦ Πσκώφ.
Τό 1335 ὁ Ἀλέξανδρος ἔστειλε τόν γιό του Θεόδωρο στήν Ὀρδή γιά νά ζητήσει συγγνώμη καί τό 1337 πῆγε καί ὁ ἴδιος προσωπικά, ὁπότε ὁ Χάν δέχτηκε τήν συγγνώμη του καί τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐπιστρέψει στό Τβέρ. Ἡ κίνηση αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἀναζωπύρωση τῆς διαμάχης μέ τήν Μόσχα, ὁπότε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1338 ὁ Ἀλέξανδρος καί ὁ γιός του ἐκτελέστηκαν μέ διαταγή τοῦ Χάν.
Ἔτσι ἔλειξε ἄδοξα γιά τό Τβέρ μία ἀπό τίς πλέον μελανές σελίδες τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας, ἡ ἐμφύλια σύγκρουση Τβέρ – Μόσχας. Τελικά ἡ Μόσχα ἐπικράτησε μέ τήν οὐσιαστική συνδρμή τῶν Τατάρων κατακτητῶν, ἀλλά καί τήν βοήθεια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.

4. Ἡ Ἡγεμονία τῆς Μόσχας
Οὐσιαστικός δημιουργός τῆς Ἡγεμονίας τῆς Μόσχας εἶναι - ὅπως προαναφέρθηκε - ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Ἰωάννης Α’ Καλίτα (1326 - 1341), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου ἔλειξε ὑπέρ της ἡ ἐμφύλια σύγκρουση μέ τό Τβέρ.
Τόν Ἰωάννη Α’ Καλίτα διαδέχθηκε ὁ γιός του Συμεών Ἰβάνοβιτς, ὁ Ὑπερήφανος (1341 - 1353), ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα πασῶν τῶν Ρωσιῶν καί δια-τηροῦσε στενές σχέσεις μέ τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Μάλιστα, ὅταν τό 1346 ὁ Ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας ΚΠόλεως ἔπαθε ζημιές ἀπό σεισμό, ὁ Συμεών ἔστειλε ἕνα σημαντικό χρηματικό ποσό γιά τήν ἐπισκευή του, τό ὁποῖο ὅμως ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Στ’ Καντακουζηνός διέθεσε γιά τήν πληρωμή τῶν Τούρκων μισθοφόρων πού χρησιμοποιοῦσε στόν πόλεμο κατά τοῦ Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγου!
Ὁ Συμεών ἀπεβίωσε τό 1353 σέ ἡλικία μόλις 36 ἐτῶν, κατά τήν διάρκεια ἐπιδημείας πανώλους. Τόν διαδέχθηκε ὁ ἀδελφός του Ἰωάννη Β’ Ἰβάνοβιτς, ὁ Ἀγαθός (1353 – 1359), ἄνθρωπος μέ ἀδύνατη κρίση καί χαρακτῆρα. Γιά τόν λόγο οὐσιαστικά κυβέρνησε τήν Ρωσία ὁ Μητρο-πολίτης ἅγ. Ἀλέξιος (+ 1378), ἡγέτης ἐξαιρετικῶν προσόντων. Ὁ ἴδιος Ἱεράρχης κυβέρνησε καί ὡς ἐπίτροπος τοῦ ἀνήλικου γιοῦ καί διαδόχου τοῦ Ἰωάννη Δημητρίου.
Δημήτριος Ἰβάνοβιτς (1359 – 1389), ἔμεινε γνωστός μέ τήν προσωνυμία Ντόνσκοϊ, λόγῳ τῆς νίκης του κατά τῶν Τατάρων στόν ποταμό Ντόν. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του τό Κρεμλίνο ὀχυρώθηκε μέ πέτρινα τείχη. Τό 1360 ὁ Τάταρος Χάν ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ στόν Δημήτριο Κωνσταντίνοβιτς, Ἡγεμόνα τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ. Ὁ Δημήτριος Κωνσταντίνοβιτς γεννήθηκε τό 1324 καί κατάγοταν ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βσέβολοντ Γ. Τό 1359 ἡγεμόνευε στό Σούζνταλ καί τό 1365 στό Νίζνι Νόβγκοροντ. Ἰσχυρός ἡγεμόνας, προσπάθησε νά ἐξουδετερώσει τούς πειρατές πού λυμαίνονταν τήν λεκάνη τοῦ Βόλγα καί διεκδίκισε γιά τόν ἑαυτό του τήν Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, πράγμα πού πέτυχε τό 1360. Αὐτό τόν ἔφερε σέ σύγκρουση μέ τόν Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, ἀλλά ὅταν τό 1363 ὁ Δημήτριος Κωνσταντίνοβιτς καθαιρέθηκε καί τίτλος ἀπονεμή-θηκε στό Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, ἐκεῖνος συνῆψε εἰρήνη μέ τόν ἀντίπαλό του καί νυμφεύθηκε τήν κόρη του Εὐδοκία (ὁσ. Εὐφροσύνη τῆς Μόσχας, + 1407), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε 12 παιδιά (μεταξύ αὐτῶν καί τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Α’). Ἔτσι ἀποφεύχθηκε ἕνας νέος ἐμφύλιος πόλεμος καί ἐνισχύθηκε ἡ ἑνωτική προσπάθεια γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ Ταταρικοῦ ζυγοῦ.
Ἐκμεταλλευόμενος ὁ Δημήτριος τίς ἐσωτερικές διαμάχες τῶν Τατάρων, ἀποπειράθηκε νά ἀποτινάξει τόν ζυγό τους, ἀρνούμενος τήν πληρωμή τῶν φόρων. Σέ ἀπάντηση ὁ Χάν Μαμάϊ συμμάχησε μέ τούς Λιθουανούς καί εἰσέβαλε στή Ρωσία μέ στράτευμα 200.000 ἀνδρῶν. Ὁ Δημήτριος, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, συγκρούσθηκε μαζί τους στήν περίφημη Μάχη τοῦ Κουλίκοβο Πόλ (Ἀγροῦ τῆς Μπεκάτσας), τήν 8η Σεπτεμβρίου 1380, ἐπικεφαλής στρατεύματος 150.000 ἀνδρῶν, πρίν οἱ Τάταροι ἑνωθοῦν μέ τούς Λιθουανούς, καί τούς κατέστρεψε ὁλοκληρωτικά. Ἡ νίκη αὐτή ἀπέδειξε στούς Ρώσους ὅτι οἱ Τάταροι δέν ἦσαν ἀήττητοι καί ἀνέξειδε τόν Δημήτριο σέ ἥρωα καί προστάτη τῆς Ρωσίας στόν ἀγῶνα γιά τήν ἐθνική ἀποκατάσταση, παρά τό γεγονός ὅτι Μάχη τοῦ Κουλίκοβο Πόλ δέν εἶχε πρακτικά ἀποτελέσματα, διότι τό 1382 ὁ νέος Χάν Τοκτάμυς κατέλαβε καί πυρπόλησε τήν Μόσχα, ἐνῶ ὁ Δημήτριος διέφυγε στόν βορρᾶ.
Ὁ Δημήτριος ἀπεβίωσε τό 1389 σέ ἡλικία μόλις 39 ἐτῶν καί τόν διαδέχθηκε ὁ ἐξαιρετικά ἱκανός γιός του Βασίλειος Α’ Δημήτριεβιτς (1389 - 1425). ’Επί τῶν ἡμερῶν του προσαρτήθηκε στή Μόσχα ἡ ἡγεμονία τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί πραγματοποιήθηκε ἡ φοβερή εἰσβολή τοῦ Ταμερλάνου. Τό 1391 ὁ Ταμερλάνος συνέτριψε τούς Τατάρους τοῦ Τοκτάμυς, ἀλλά ἐνῶ κατευθύνονταν πρός τήν Μόσχα, τελικά στράφηκε πρός τήν Ἀζωφική, κατέλαβε τό Ἀστραχάν καί κατέστρεψε τήν πρωτεύουσα τῶν Τατάρων, τό Σεράϊ.
Ὁ Βασίλειος Α’ πολέμησε ἀκόμη ἐπιτυχῶς καί κατά τῶν Λιθουανῶν καί μέ τήν Συνθήκη τοῦ 1408 πέτυχε τήν προσάρτηση πολλῶν δυτικῶν Ρωσικῶν ἐπαρχιῶν. Ἀπεβίωσε τό 1325 καί τόν διαδέχθηκε ὁ γιός του Βασίλειος Β’ Βασίλιεβιτς, ὁ Τυφλός (1425 - 1462). Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἕνας 20ετής ἐμφύλιος πόλεμος εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν σύλληψη καί τήν τύφλωσή του, ἀπό τούς ἀνταπαιτητές τοῦ Θρόνου ἐξαδέλφους του Βασίλειο τόν Ἀλλήθωρο καί Δημήτριο Σεμιάκα, ἀλλά τελικά ὁ Βασίλειος ἐπικράτησε. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του καθαιρέθηκε ὁ Λατινόφρων Μητροπ. Ρωσίας Ἰσίδωρος ὁ Πελοποννήσιος.
Ἰσίδωρος (1385 - 1463), ἦταν ἐκπρόσωπος τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας (1434) καί σκοπός του ἦταν νά συκληθεῖ μία ἑνωτική Σύνοδος στήν ΚΠολη. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Βασιλεία, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κιέβου καί στάλθηκε στή Ρωσία. Μέ τήν ἰδιότητα αὐτή συμμετεῖχε στή Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1339) καί ὑπέγραψε τόν Τόμο τῆς Ἑνώσεως, τόν ὁποῖο ὑποστήριξε μέ μεγάλο ζῆλο. Μετά τήν ἑνωτική Λειτουργία τῆς 5ης Ἰουλίου 1439, κατά τήν ὁποία μνημονεύθηκε ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ', ὁ Βασίλειος συγκάλεσε Σύνοδο μέ τήν ὁποία καταδικάσθηκε ὁ Ἰσίδωρος καί φυλακίστηκε στή Μονή τοῦ Τσουντώφ, Μητροπολίτης Ρωσίας δε ἀναδείχθηκε ὁ Ρωσικῆς καταγωγῆς Ἐπίσκοπος Ριαζάν Ἰωνᾶς. Τό Πάσχα τοῦ 1444 ὁ Ἰσίδωρος κατάφερε νά δραπετεύσει καί νά καταφύγει στή Δύση. Ἐπιστρέφοντας στήν ΚΠολη συμμετεῖχε στήν ἄμυνά της, πληγώθηκε, ἀλλά κατάφερε νά διαφύγει στή Ρώμη, ὅπου περιέγραψε τήν καταστροφή τῆς Πόλεως ἀπό τούς Τούρκους στή Θλιβερή Ἐπιστολή του (Epistula Lugubris) καί τιμήθηκε ἀπό τόν Πάπα Πίο Β' μέ τόν ψηλό τίτλο τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως.
Τελικά τό 1449 ὁ Βασίλειος συγκάλεσε σύνοδο στή Μόσχα στήν ὁποία ἀποφασίσθηκε ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας νά ἐκλέγεται ἀπό τούς Ρώσους Ἐπισκόπους καί ὁ τίτλος του τροποποιήθηκε ἀπό "Μητροπολίτης Κιέβου" σέ "Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας".
Τόν Βασίλειο Β’ διαδέχθηκε ὁ γιός του Ἰωάννης Γ’ Βασίλιεβιτς, ὁ Μέγας (1462 – 1505), ὁ μεγαλύτερος καί ἰσχυρότερος τῶν Μεγ. Ἡγεμόνων τῆς Μόσχας, ἄνδρας ἐξαιρετικῶν προσόντων. Χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ πραγματικός δημιουργός τοῦ ἑνιαίου Ρωσικοῦ κράτους, ἄνδρας ἰδιοφυής, μέ ἰσχυρή βούληση καί εὐρεία ἀντίληψη, πολυμήχανος καί ἰκανότατος πολιτικός καί δεινός διπλωμάτης, ὁ ὁποῖος μέ ἐπιμονή, μεθοδικότητα, σκληρότητα καί μακροχρόνιους ἀγώνες, προσπάθησε ἀφ’ ἑνός νά στερεώσει τήν ἀπόλυτη ἐξουσία του στήν ἡγεμονεία του καί ἀφ’ ἑτέρου νά καταλάβει τά ἐδάφη τῶν ἄλλων ἡγεμονιῶν» (Λυκούργου Ἀραιταίου, «Ἡ Ἡγεμονία τῆς Μοσχοβίας – Οἱ ἀπαρχές τῆς νεώτερης Ρωσίας», Περιοδικό «Ἱστορικά Θέματα», φ. 66. Ὀκτ. 2007, σελ.70).
Ὁ Ἰωάννης Γ’ προσάρτησε μέ στρατιωτικά ἤ διπλωματικά μέσα τίς Ἡγεμονίες τοῦ Ριαζάν (1462), τοῦ Βλαδιμήρ (1478) καί τοῦ Τβέρ (1485) καί τήν Δημοκρατία τοῦ Νόβγκοροντ (1471 - 78). Ἔτσι τό Ρωσικό Κράτος ἔφθασε στή Δύση μέχρι τήν Λιθουανία, στό βορρά μέχρι τόν Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό (ἀποκτῶντας γιά πρώτη φορά ἔξοδο στή θάλασσα) καί ἀνατολικά μέχρι τά Οὐράλια. Τό 1478, ἐκμεταλλευόμενος τήν παρακμή τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ἀρνήθηκε τήν πληρωμή τῶν φόρων στούς Τατάρους καί τό 1480 ἔστειλε ἐναντίον τους 150.000 ἄνδρες, ἐνώπιον τῶν ὁποίων οἱ Τάταροι διαλύθηκαν ἀναίμακτα. Ἔτσι ἔγινε ἐφικτή ἡ ἀποτίναξη τοῦ Ταταρικοῦ ζυγοῦ, μετά ἀπό δυόμιση αἰῶνες κατοχῆς. Ἀκόμη τό 1494 καί τό 1500 – 1503 ἐπιτυχίες τοῦ Ἰβάν Γ’ στό δυτικό μέτωπο κατά τῆς Λιθουανίας καί τῆς Πολωνίας ἐπέτρεψαν τήν προσάρτηση νέων ἐδαφῶν.
Ἕνα ἐξαιρετικά σημαντικό γεγονός τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννη Γ’ μέ σημαντικές συνέπειες στήν διαμόρφωση τοῦ Ρωσικοῦ γίγνεσθαι, ἦταν ὁ γάμος του μέ τήν Βυζαντινή Πριγκίπισσα Ζωή Παλαιολογίνα. Ἡ Ζωή ἦταν ἀνηψιά τοῦ Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου (1448 – 1453), τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα, καί εἶχε μεγαλώσει στή Ρώμη, κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ ἑνωτικοῦ Μητροπ. Νικαίας Βησσαρίωνος (1403 – 1472), ὁ ὁποῖος τό 1469 μέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἰωάννη Γ' τοῦ πρόσφερε τό χέρι τῆς προστατευομένης του, μέ τήν ἔγκριση τοῦ Πάπα Παύλου Β’. Ὁ γάμος αὐτός προέκυψε γιά τήν ὑλοποίηση πολιτικῶν σκοπιμοτήτων: Ὁ μέν Πάπας, καθώς καί ὁ Βησσαρίων, ἀπέβλεπαν στήν ἐπέκταση τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας στή Ρωσία (κάτι πού δέν ἐπετεύχθηκε), ὁ δέ Ἰωάννης Γ’ στή σύνδεσή του μέ τόν τελευταῖο Αὐτοκρατορικό Οἶκο τῆς ΚΠόλεως (πράγματι οἱ Ρῶσοι Ἡγεμόνες θεωροῦνταν ἔκτοτε νόμιμοι κληρονόμοι - διάδοχοι τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων). Ὅμως ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τῆς Ζωῆς ἄσκησε μεγάλη ἐπιρροή στό σύζυγό της καί ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στή νέα της πατρίδα. Ὡς Μεγ. Ἡγεμονίδα Σοφία «μετέφερε μαζί της στό Κρεμλίνο τήν ὑπερηφάνεια τῶν ἐνδόξων προγόνων της καί ἔφερε τόν Ἑλληνικό πολιτισμό καί στοιχεῖα τῆς Εὐρω-παϊκῆς Ἀναγέννησις στήν βάρβαρη ἀκόμη Ρωσία, καθώς καί Ἕλληνες καί Ἰταλούς ἐπιστήμονες, καλλιτέχνες καί λογίους. Ἕνα πλῆθος Ἑλλήνων μεταναστῶν (πολιτικοί, διπλωμάτες, πνευματικοί ἄνδρες, θεολόγοι), συνέρρευσε τότε στή Ρωσία, μεταλαμπα-δεύοντας τά φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ στήν τραχειά αὐτή χώρα. Ἀπό τότε ἄρχισε μία νέα ἐποχή γιά τήν Ρωσία. Ἡ ἐθιμοτυπία τῆς Μοσχοβίτικης Αὐλῆς ἄρχισε νά ἀντιγράφει τήν ἐθιμοτυπία τῆς Βυζαντινῆς. Ὁ Μέγας Ἡγεμών τῆς Ρωσίας καθιέρωσε ὡς ἔμβλημά του τόν Δικέφαλο Ἀετό τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων καί ὁ Ἰβάν Γ’ καί οἱ διάδοχοί του Τσάροι τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας αἰσθάνονταν ὅτι ἦταν ἀπευθείας κληρονόμοι τοῦ Βυζαντίου» (Λυκούργου Ἀρεταίου αὐτ. σελ. 71).
Κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή τῆς Σοφίας ὁ Ἰωάννης Γ’ ἔκτισε ναούς (ὅπως τόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ὅπου τοποθετήθηκαν τά λείψανα τῶν προηγουμένων Ἡγεμόνων, ἔκτοτε τόπο ταφῆς τῶν Τσάρων), καί ἀνάκτορα, ὀχύρωσε καλύτερα τήν Μόσχα, ὕψωσε τό Κωδω-νοστάσιο Μεγάλος Ἰβάν (ὕψους 81 μέτρων), κάλεσε τεχνίτες ἀπό Εὐρωπαϊκές χώρες (ὅπως νομισματοκόπους καί χυτευτές, οἱ ὁποῖοι ἔκοψαν νομίσματα καί χύτευσαν τηλεβόλα καί τεράστιες καμπάνες), ἀνέθεσε στόν Κλῆρο τήν ἐκπαίδευση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ καί κατάρτισε νομοθετικό κώδικα.
Τό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Γ’ συνέχισε ὁ γιός του Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Γ’ Ἰβάνοβιτς (1505 – 1533), ὀ ὁποῖος προσάρτησε τίς Ἡγεμονίες τοῦ Πσκώφ καί τοῦ Ριαζάν καί ἐδάφη τοῦ δυτικοῦ Νόβγκοροντ καί τῆς Πολωνίας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἔδρασε, ἀλλά καί διώχθηκε, ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσων ὅσ. Μάξιμος ὁ Γραικός (βλ. σχετικό ἄρθρο).
Τό ἔργο τοῦ πρώτου Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ἁγ. Δανιήλ ὁλοκλήρωσε ὁ ἐγγονός τοῦ Ἰωάννης Γ’ καί γιός τοῦ Βασιλείου Γ’ Ἰωάννης Δ’ Βασίλιεβιτς, ὁ Τρομερός (1533 – 1584), ὁ πρώτος Τσάρος τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας. Ὁ Ἰωάννης Δ’ διαδέχθηκε τόν πατέρα του σέ ἡλικία μόλις 3 ἐτῶν! Μετά ἀπό ἀντιβασιλεία 14 ἐτῶν – πρῶτα τῆς μητέρας του Ἑλένης καί μετά τόν θάνατό της τοῦ Συμβουλίου τῶν Βογιάρων – στέφθηκε Τσάρος τό 1547 ἀπό τόν Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Μακάριο, σέ ἡλικία μόλις 17 ἐτῶν! Ἐπί τῶν ἡμερῶν του προσαρτήθηκαν στό Ρωσικό Κράτος τά Ταταρικά Χανάτα τοῦ Καζάν (1552) καί τοῦ Ἀστραχάν (1554 – 56) καί ὁλοκληρώθηκε ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ρωσικῶν ἐδαφῶν ἀπό τήν Ταταρική κατοχή (μόνο ἡ Κριμαία ἔμεινε κάτω ἀπό τό ἔλεγχο τῶν Τατάρων γιά δύο περίπου αἰῶνες, μέχρι τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν Μεγ. Αἰκατερίνη).
Μέ τόν Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό ὁλοκληρώθηκε ἡ προσπάθεια τῶν Ἡγεμόνων τῆς Μόσχας γιά τήν δημιουργία σταθερῆς πολιτικῆς ἀρχῆς στή Μεσαιωνική Ρωσία καί ἐθνικοῦ κέντρου μέ πανρωσική (καί ἀργότερα παγκόσμια) ἀκτινοβολία. Ἡ Μόσχα ἔγινε αὐτοκρατορική πόλη, ἀκτινοβολίας ἀντίστοιχης μέ ἐκείνη τῆς Ρώμης καί τῆς ΚΠόλεως, καί ὁλοκληρώθηκε ἡ ἁλυσίδα τῶν 11 Μοσχοβιτῶν Ἡγεμόνων πού ἄρχισε μέ τόν Δανιήλ Ἀλεξάντροβιτς (παραδόξως μέ πρῶτο ἕναν Ἅγιο καί τελευταῖο ἕναν παρανοϊκό).

4. Ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης.
Ἀτυχῶς ἡ ἐπίτευξη τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας καί ἡ ὑποταγή τῶν περισσοτέρων Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν στήν Ἡγεμονία τῆς Μόσχας, ὑπέθαλψαν τόν σωβινισμό τῶν Ρώσων, ἐκκλησιαστικό καί πολιτικό.
Μέχρι τόν 15ο αἰ. οἱ Ρῶσοι θεωροῦσαν τήν ΚΠόλη σάν παγκόσμιο κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ προδοσία, ὅμως, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπό τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα καί τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1439), προκάλεσε σοβαρή ἀναταραχή στή Ρωσία, ἡ ὁποία - ἐκτός ἀπό τήν ἀποκήρυξη τοῦ Λατινόφρονος Μητροπ. Ρωσίας Ἰσιδώρου - εἶχε καί ἄλλες σοβαρές συνέπειες. Ἡ Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453), θεωρήθηκε ἀπό τούς Ρώσους σάν θεία τιμωρία καί ἡ Μόσχα - μόνη πλέον Χριστιανική πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή - θεωρήθηκε διάδοχος τῆς ΚΠόλεως. Μάλιστα, μετά τόν γάμο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ' μέ τήν ἀνηψιά τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Ζωή - Σοφία Παλαιολογίνα (1472), οἱ Ρῶσοι Ἡγεμόνες θεωροῦνταν νόμιμοι κληρονόμοι - διάδοχοι τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων. Ἐπικράτησε - λοιπόν - ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ Μόσχα ἦταν διάδοχος τῆς ΚΠόλεως καί εἶχε ὁρισθεῖ ἀπό τόν Θεό συνεχιστής τοῦ ἔργου της, τῆς διατηρήσεως - δηλαδή - προστασίας καί διαδώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας Ζωσιμᾶς (1490 - 1494), ἀποκαλοῦσε τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ' "νέο Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τῆς Νέας Κωνσταντινουπόλεως"!
Ἡ θεωρία τῆς Μόσχας - Τρίτης Ρώμης διατυπώθηκε ἀπό τόν μοναχό Φιλόθεο, ἕνα τῶν λογίων Γερόντων τῆς Μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ' Ἰβάνοβιτς, τό 1510 -11. "Ἡ Ἐκκλησία τῆς παλαιᾶς Ρώμης - ἔγραφε - ἔπεσε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεώς της, οἱ πύλες τῆς δεύτερης Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης, πελεκήθηκαν ἀπό τά τσεκούρια τῶν ἀπίστων Τούρκων, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ἡ Ἐκκλησία τῆς νέας Ρώμης, φωτίζει λαμπρότερα ἀπό τόν ἥλιο ὁλόκληρο τό σύμπαν. Εἶσαι ὁ παγκόσμιος Ἡγέτης ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Νά κρατᾶς τά ἡνία μέ δέος πρός τόν Θεό. Φοβοῦ Αὐτόν πού σοῦ τά ἐμπιστεύθηκε. Δύο Ρῶμες ἔχουν πέσει, ἀλλά ἡ τρίτη στέκει σταθε-ρά. Τέταρτη δέν πρόκειται νά ὑπάρξει. Τό Χριστιανικό σου βασίλειο δέν θά δοθεῖ σέ ἄλλον" (N. Zernov αὐτ. σελ. 58· βλ ἀκόμη V. Malinin, "Starets Eleazarova Monastyria Filofei i ego poslaniia", Κίεβο 1901· K. Medlin, "Moscow and East Rome", 1952 καί H. Schaeder, "Moskav das Dritte Rom", 1929).
Γιά τήν ἐνίσχυση τῆς θεωρίας αὐτῆς κυκλοφόρησαν παραδόσεις ἀναλόγου πνεύματος. Μία ἀφορᾶ τήν Εὕρεση τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν. Ἡ Εἰκόνα αὐτή κατά τήν παράδοση ἦταν ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί διασώθηκε στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ τό Βιβλίο τῶν Πράξεων, ἀπ' ὅπου μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη - τόν 5ο αἰ. - καί κατατέθηκε στόν περίφημο Ναό τῶν Βλαχερνῶν. Τό 1383 μέ τρόπο παράδοξο "χάθηκε" ἀπό τήν Βασιλεύουσσα καί βρέθηκε στή Ρωσία - στίς ὄχθες τῆς Λίμνης Λαντόγκας, κοντά στό χωριό Τιχβίν - ὅπου κτίσθηκε Ναός καί δημιουργήθηκε Μονή. (Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Εἰκόνα διαφυλάχθηκε ἀπό πιστούς, μαζί μέ τά πολύτιμα ἀφιερώματά Της· τό 1943 φυγαδεύθηκε στίς Η.Π.Α. ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ρίγας Ἰωάννη Garkilavs καί κατατέθηκε στό Ρωσικό Ναό τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος Argo Σικάγου· τό 2004 ἐπιστράφηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς (Metropolia) στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί κατατέθηκε στή Μονή τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ἐπαναλειτούργησε).
Ἄλλη παράδοση ἀφορᾶ τήν λευκή μίτρα (belui klobuk, μᾶλλον ἐπανωκαλύμμαυχου), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σλαβική ἐκδοχή τῆς λεγόμενης ψευδο - Κωνσταντίνιου δωρεᾶς. Σύμφωνα με ἕνα ἔργο τοῦ 1495 μέ τόν τίτλο «Ἱστορία τοῦ λευκοῦ ράσου», ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔστειλε ἕνα λευκό ράσο στον Πάπα Ρώμης ἅγ. Σίλβεστρο (+ 335). Ἀργότερα ἕνας ἄλλος Πάπας το ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη, ἀπό ὅπου ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος τό δώρησε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Βασί-λειο, τόν 14ο αἰ. Ἡ παράδοση αὐτή προέρχεται ἀπό την γνωστή ἱστορική πλαστογραφία τοῦ 8ου αἰ. πού εἶναι γνωστή σάν «Κωνσταντίνεια Δωρεά», κατά τήν ὁποία ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μεταφέροντας τήν Ρωμαϊκή πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή, ἄφησε στόν Πάπα τήν πολιτική διακυβέρνηση τῆς Δύσεως, ἐνδεικτική τῆς ὁποίας ἦταν τό λευκό ράσο! Ὁ πρῶτος πού χρησμοποίησε τήν λευκή μίτρα ἦταν ὁ Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Μακάριος. (Ἡ λευκή μίτρα - ἐπανωκαλύμμαυχο, σέ καμπύλη μορφή, ἀποτελεῖ σήμερα διακριτικό τοῦ Πατριάρχη Μόσχας· ἴδιου σχήματος, ἀλλά μαύρου χρώματος, εἶναι τό διακριτικό κάλυμμα τοῦ Καθολικοῦ - Πατριάρχη τῆς Γεωργίας· λευκό ἐπανωκαλύμμαυχο φέρουν ἐπίσης ὅλοι οἱ Μητροπολίτες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Προκαθήμενοι τῶν Σλαβικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν· στήν περίπτωση τοῦ Πατριάρχη Ρουμανίας, τό λευκό ἐπανωκαλύμμαυχο ἐπεκτάθηκε καί ἔγινε λευκή στολή).
Ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης κορυφώθηκε μέ τήν στέψη - τό 1547 - τοῦ Ἰωάννη Δ' τοῦ Τρομεροῦ σέ Τσάρο (παραφθορά τῆς λέξεως "Καίσαρ"), ἀπό τόν Μητροπολίτη Ρωσίας ἅγ. Μακάριο (τήν πράξη αὐτή ἀναγνώρισε - σιμωνιακά, κατά τόν Γάλλο Ἀκαδημαϊκό Ἀνρί Τρουαγιά - τό 1561 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἰωάσαφ) καί μέ τήν ἀνακήρυξη τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου (1589).
Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς θεωρίας αὐτῆς στή γενικώτερη ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Ἀνατολῆς ὑπῆρξαν σημαντικές. Στό ὄνομα αὐτῆς τῆς θεωρίας ἡ Ρωσική Ἐκκλησία σέ πολλές περιπτώσεις ὑπῆρξε ὄργανο στήν ὑπηρεσία τῆς κρατικῆς πολιτικῆς (Κ. Σαρδελῆ, "Θεοφάνης ὁ Ἕλληνας", σελ. 80). Ἡ θεωρία αὐτή, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ρῶσος διανοούμενος Παῦλος Evdokimov, "μετέβαλε τόν οἰκουμενικό μεσσιανισμό τοῦ Βυζαντίου σέ ἐθνικό μεσσιανισμό καί ἔπνιξε τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας στά ὕδατα τοῦ Ρωσικοῦ σωβινισμοῦ" (P. Evdokimov, "Ἡ Ὀρθοδοξία", μετάφραση Τ. Μουρτζόπουλου, σελ. 57), ὁ δέ Ρώσος Μυστικός Θεολόγος, Ποιητής και Φιλόσοφος Βλαδίμηρος Σολόβιεφ (1853 – 1900) τήν χαρακτηρίζει σάν «ἕνα Προτεσταντισμό ἐθνικῆς παράδοσης» (βλ. γενικά Nicholas Zernov, “Moscow, the Trird Rome”, 1937).

Ε. Μητροπολίτες Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (1240 – 1449).
Κατά τήν περίοδο ἀπό τῆς καταστροφῆς τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Τατάρους (1240), μέχρι τήν ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1449), Μητροπολίτες Ρωσίας διετέλεσαν ὁ ἅγ. Κύριλλος Β’ (1242 – 1281), ὁ ἅγ. Μάξιμος (1283 – 1305), ὁ ἅγ. Πέτρος (1305 – 1326), ὁ ἅγ. Θεόγνωστος (1328 – 1353), ὁ ἅγ. Ἀλέξιος (1354 – 1378), ὁ Μιχαήλ Γ’ (1378 – 1379), ὁ Ποιμήν (1379 – 1381, 1382 – 1384), ὁ Διονύσιος Α’ (1384 – 1385), ὁ ἅγ. Κυπριανός (1390 – 1406), ὁ ἅγ. Φώτιος (1408 – 1431), ὁ Ἰσίδωρος (1437 – 1441) καί ὁ ἅγ. Ἰωνᾶς (1441 - 1449).

Μητροπολίτης ἅγ. Κύριλλος Β’ (1242 – 1281). Μέ τήν κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Τατάρους (1240), ὁ Βυζαντινός Μητροπολίτης Ἰωσήφ ἐξαφανίσθηκε (σύμφωνα μέ μία πηγή διέφυγε στήν ΚΠολη τό 1237, ἀμέσως μετά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων). Χάρις στό ἐνδιαφέρον καί τήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Δανιήλ Ρωμανόβιτς, ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης ὁ Ρωσικῆς καταγωγῆς ἅγ. Κύριλλος Β', ὁ ὁποῖος μετά τήν ἐκλογή του πῆγε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας (τότε πολιτικό - θρησκευτική ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας) γιά νά χειροτονηθεῖ. Μετά τήν ἐπιστροφή του, τό 1249, λόγῳ τῶν φιλοδυτικῶν φρονημάτων τοῦ Ἡγεμόνα Δανιήλ, ἐγκαταστάθηκε στό Βλαδιμήρ – νέα πρωτεύουσα τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας - τό ὁποῖο ὑπαγόταν στή δικαιοδοσία τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι. Μάλιστα δέν χειροτόνησε διάδοχο τοῦ φονευθέντος ἀπό τούς Τατάρους Ἐπισκόπου Βλαδιμήρ Μητροφάνη, παρά μόνο τό 1274 τόν ἐπ. Σεραπίωνα.Ὁ Μητροπ. Κύριλλος ἦταν ἰσχυρή προσωπικότητα. Συγκάλεσε Σύνοδο στό Βλαδιμήρ, μέ τήν ὁποία ἐπιλήφθηκε πολλῶν σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ὅπως τῶν σιμωνιακῶν χειροτονιῶν καί τῆς λειτουργικῆς εὐταξίας. Ἐπί πρωθιεραρχίας του ὁ Τάταρος Χάν Μένγκου Τεμούρ ὑπέγραψε Διάταγμα μέ τό ὁποῖο ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀπαλλάχθηκε ἀπό κάθε φορολογική ὑποχρέωση πρός τούς κατακτητές. (Ἀργότερα, ἐπί πρωθιεραρχίας τοῦ ἁγ. Πέτρου, ὁ Χάν Οὐζμπέκ μέ ἄλλο Διάταγμα ἀποδέσμευσε τήν Ρωσική Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους Της ἀπό τήν δικαστική δικαιοδοσία τοῦ Μογγόλου Χάν καί ἀνέδειξε τήν δικαστική ἐξουσία τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας).

Μητροπολίτης ἅγ. Μάξιμος (1283 – 1305) ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε τόν Κύριλλο ἦταν Βυζαντινῆς καταγωγῆς. Ἐπί τῆς πρωθιεραρχίας του μεταφέρθηκε ἡ Μητροπολιτική Ἕδρα στό Βλαδιμήρ. Ἡ μεταφορά τῆς Ἕδρας διατάραξε τήν ἰσορροπία μεταξύ τῶν διαφόρων Ἡγεμόνων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία τῆς Μητροπόλεως Γαλικίας, μέ πρῶτο Μητροπολίτη τόν Νήφωνα. Σάν διάδοχος τοῦ Νήφωνα στάλθηκε στήν ΚΠολη ὁ μοναχός Πέτρος, ὁ ὁποῖος ὅμως χειροτονήθηκε Μητροπολίτης ὁλόκληρης τῆς Ρωσίας ἀπό Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἀθανάσιο, τήν στιγμή πού ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς (1304 - 1319), ὑποστήριξε τόν μοναχό Γερόντιο.

Μητροπολίτης ἅγ. Πέτρος (1308 - 1326) γεννήθηκε στή Βολυνία καί μόνασε σέ ἡλικία 20 ἐτῶν. Ἵδρυσε βόρεια τοῦ Λβώφ τήν Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἀνεδείχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ καί χειροτονήθηκε στήν ΚΠολη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθανάσιο Α'. Ἡ Πρωθιεραρχεία του σημαδεύθηκε ἀπό τήν μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς ἕδρας ἀπό τό Κίεβο στή Μόσχα, γεγονός πού ἐνίσχυσε τήν θέση τῆς νέας Ἡγεμονίας ἀπέναντι στίς ἄλλες. Ἐξόχως ὀξυδερκής, κατά τήν ἐμφύλια διαμάχη μεταξύ τῶν Ἡγεμόνων Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς τοῦ Τβέρ καί Γεωργίου Ντανίλοβιτς τῆς Μόσχας, ὑποστήριξε ἀνοικτά τόν δεύτερο, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρῶν Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό μία πολιτική ἕδρα καί ἕνα Ἡγεμόνα. Τελικά ὁ τίτλος τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα κατακτήθηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη Α’ Καλιτά (1326), ἀπό τόν ὁποῖο ὁ Μητροπ. Πέτρος ζήτησε τήν ἀνέγερση τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου (Οὐσπένσκυ Σομπόρ), στόν ὁποῖο καί ἐνταφιάσθηκε.
Ἐπισκέφθηκε μέ ἐπιτυχία τόν Τάταρο Χάν Οὐζμπέκ στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς καί πέτυχε τήν ἔκδοση εὐνοϊκοῦ γιά τήν Ἐκκλησία διατάγματος. Τήν 8η Αὐγούστου 1314 βρῆκε τήν θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τόλγας. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1326. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Ἡ Κοίμησή του τιμᾶται τήν 21η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 24η Αὐγούστου. Τιμᾶται ἀκόμη καί κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας, τήν 5η Ὀκτωβρίου.

Μητροπολίτης ἅγ. Θεόγνωστος (1328 – 1353) ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Γιά νά ἐνισχύσει τήν πολιτική σταθερότητα στή Ρωσία, μετέφερε ὁριστικά τήν Μητροπολιτική ἕδρα στή Μόσχα καί ὑποστήριξε τόν Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’ Καλίτα. Γιά τόν λόγο αὐτό ἀντιμετώπισε τήν προσφυγή τοῦ διαδόχου τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ τοῦ Τβέρ Ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, μέ τήν κατηγορία τῆς μονομεροῦς ὑποστηρίξεως τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας, σέ βάρος τῶν λοιπῶν Ἡγεμόνων, γεγονός πού ἀνάγκασε τόν Πατριάρχη ἅγ. Κάλλιστο νά στείλει σχετική ἐπιστολή. Τίμησε ἰδιαιτέρως τόν προκάτοχό του Μητροπολίτη ἅγ. Πέτρο, προσθέτοντας Παρεκκλήσιο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, ὅπου κατέθεσε τό Λείψανό του (καί ἀργότερα ἐνταφιάσθηκε καί ὁ ἴδιος) καί ἐπιτυγχάνοντας τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητός ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως (1339). Ἔκτισε ἀκόμη καί τόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος μέσα στό Κρεμλίνο (1329) καί τό ὑψηλότατο κωδωνοστάσιό του (σήμερα Κωδωνοστάσιο Μεγάλος Ἰβάν, 1505). Τό 1344 κάλεσε Ἕλληνες ἁγιογράφους γιά τήν ἱστόριση τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμ. Θεοτόκου. Προετοιμάζοντας τήν διαδοχή του ἀνέδειξε σέ Ἐπίσκοπο Βλαδιμήρ τόν διάδοχό του Μητροπ. ἅγ. Ἀλέξιο. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 14η Μαρτίου. Τά Λείψανά του φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.

Μητροπολίτης ἅγ. Ἀλέξιος (1354 – 1378), κατά κόσμον Ἐλευθέριος Μπιάνκοτ, γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1293 καί 1298, ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς καταγόμενους ἀπό τήν νότια Ρωσία, πού εἶχαν ἔρθει στή Μόσχα γιά νά ὑπηρετήσουν ὑπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα. Ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας καί ὑπῆρξε ἀναδεκτός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα Ἰβάν Α' Καλιτά (1328 – 1341). Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἔγινε μοναχός στή Μονή τῶν Θεοφανείων, στή Μόσχα, ὅπου ὑπῆρξε συμμοναστής τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ ὁσ. Στεφάνου καί μαθητής τοῦ Στάρετς Γεροντίου. Λόγῳ τῶν προσόντων του ἔτυχε τῆς προσοχῆς τοῦ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Θεογνώστου (1328 – 1353), ὁ ὁποῖος τό 1340 τόν διόρισε ἀντιπρόσωπό του στό Βλαδιμήρ (μέ δικαστικές ἁρμοδιότητες). Τό 1352 χειροτονήθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Θεόγνωστο Ἐπίσκοπος Βλαδιμήρ καί προτάθηκε στό Πατριαρχεῖο γιά τήν θέση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας. Ἐνῶ πήγαινε στήν ΚΠολη, βρῆκε ἐκεῖ τόν Ρωμανό πού εἶχε ὑποδειχθεῖ γιά Μητροπ. Ρωσίας ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Ὄλγκερντ (1341 – 1380). Τελικά ἀναδείχθηκε Μητροπ. Ρωσίας τό 1354 ἀπό τόν Πατριάρχη ἅγ. Φιλόθεο τόν Κόκκινο, ὑποστηριζόμενος ἀπό τούς Παλαμιστές, ἐνῶ ὁ Ρωμανός χειροτονήθηκε Μητροπ. Λιθουανίας. Ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του ἐγκαταστάθηκε στή Μόσχα.
Μετά τήν ἐπικράτηση στήν ΚΠολη τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου καί τήν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχη ἁγ. Φιλόθεου, ἡ ἐκλογή τοῦ ’Αλεξίου ἀμφισβητήθηκε καί ἔτσι ὑποχρεώθηκε νά ταξιδέψει καί πάλι στή Βασιλεύουσα (1356), ὅπου ἡ θέση του ἀναγνωρίστηκε ἀπό τόν νέο Πατριάρχη ἅγ. Κάλλιστο.
Πίσω στή Ρωσία ὁ Μητροπ. Ρωμανός, μή δεχόμενος τήν κατάσταση, ἐγκαταστάθηκε αὐθαίρετα στό Κίεβο καί ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τόν θάνατό του (1361). Τελικά τό 1364 ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος κατά τήν νέα πατριαρχεία του, ἑνοποίησε τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση στή Ρωσία ὑπό τόν Μητροπ. Ἀλέξιο, μέ ἕδρα τήν Μόσχα.
Τό 1353 ἀπεβίωσε κατά τήν διάρκεια λοιμοῦ ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Συμεών ὁ Ὑπερήφανος (1341 – 1353) καί τόν διαδέχθηκε ὁ ἄβουλος ἀδελφός του Ἰωάννης Β’ ὁ Ἀγαθός (1353 – 1358). Κατά τήν ἡγεμονεία του ὁ πολιτικός ρόλος τοῦ Μητροπ. Ἀλεξίου ἐνισχύθηκε καί μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰωάννη ἀνέλαβε καθήκοντα ἀντιβασιλέως καί ἐπιτρόπου τοῦ ἀνηλίκου διαδόχου Δημητρίου Ἰβάνοβιτς (Ντόνσκοϊ).
Ἡ Πρωθιεραρχική διακονία τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου (παρά τήν ὕπαρξη δύο διεκδικητῶν τοῦ Θρόνου του, τῶν Μητροπολιτῶν Λιθουανίας Ρωμανοῦ καί Κιέβου Κυπριανοῦ), ὑπῆρξε εὐεργετική γιά τήν Ρωσία. Ἐπισκέφθηκε δύο φορές τόν Τάταρο ἐπικυρίαρχο τῆς Ρωσίας Χάν Τσανιμπέκ (+ 1357) στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς καί πέτυχε τήν ἔκδοση εὐνοϊκῶν γιά τήν Ρωσία διαταγμάτων (σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις αὐτές, θεράπευσε θαυματουργικά τήν σύζυγο τοῦ Χάν Ταϊντουλα ἀπό τύφλωση). Στόν πνευματικό τομέα διατήρησε στενές σχέσεις μέ τόν ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ (τόν ὁποῖο πίεσε νά τόν διαδεχθεῖ, ἀλλά ὁ Ὅσιος δέν δέχτηκε) καί στήριξε τόν Μοναχισμό καί τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἵδρυσε ἕξη μονές, τρεῖς στή Μόσχα καί τρεῖς στήν περιφέρεια. Στή Μόσχα τίς Μονές τοῦ Σωτῆρος (ὅπου ἡγουμένευσε ὁ μαθητής τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ ὅσ. Ἀνδρόνικος), τήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ (γυναικεία) καί ἐκείνη τοῦ ἐν Χώναις Θαύματος τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Μόσχα, τό 1378, καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τοῦ Θαύματος. Τό 1431 - ἐπί Μητροπο. Ρωσίας ἁγ. Φωτίου (1408 – 1431) - τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1448, ἐπί Πρωθιεραρχίας τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἰωνᾶ (1448 – 1461). Ὁ πρῶτος Βίος του συντάχθηκε τό 1459 ἀπό τόν ἅγ. Πιτιρίμ Ἐπίσκοπο Πέρμ.
Τό Λείψανό του εἶναι κατατεθημένο στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν Ἐπιφανείων, στή Μόσχα. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου καί τήν 5η Ὀκτωβρίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας.

Μητροπολίτης Μιχαήλ Β’ (1378 – 1379), ἦταν Ρωσικῆς καταγωγῆς καί ὑποστηρίχθηκε ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα ἅγ. Δημήτριο Νόνσκοϊ. Ἀνῆκε στόν ἔγγαμο Κλῆρο καί ἦταν σφραγιδοφύλακας τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα καί ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἀλεξίου. Στάλθηκε στήν ΚΠολη γιά νά χειροτονηθεῖ Μητροπ. Ρωσίας, συνοδευόμενος ἀπό τόν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Γκορίτσκυ τοῦ Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ Ποιμένα (ἔπειτα Μητροπολίτη, 1379 – 1381, 1382 – 1384), ἀλλά ἀπεβίωσε ἐνῶ ἦταν στή Βασιλεύουσα καί ἐνταφιάστηκε στό Γαλατά. Στήν ΚΠολη ὅμως εἶχε πάει γιά τόν ἴδιο σκοπό καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σούζνταλ Διονύσιος, ἀλλά τελικά Μητροπολίτης Ρωσίας ἀναδείχθηκε ὁ Ποιμήν.

Μητροπολίτης Ποιμένας (1379 – 1381, 1382 – 1384), ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Ἦταν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γκορίτσκυ τοῦ Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ, ὅταν ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσκοϊ τοῦ ἀνέθεσε νά συνοδεύσει στήν ΚΠολη τόν ὑποψήφιό του γιά τόν Μητροπολιτικό Θρόνο Ἱερέα Μιχαήλ (1378 – 1379). Μετά τήν χειροτονία καί τόν θάνατο τοῦ Μιχαήλ, ὁ Ποιμήν παγίδευσε τόν Πατριάρχη Νεῖλο Κεραμέα καί πέτυχε νά χειροτονηθεῖ ὁ ἴδιος Μητροπ. Ρωσίας, χωρίς τήν γνώμη τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα, μέ τρόπο σιμωνιακό. Ὅταν ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Δημήτριος ἔμαθε γιά τήν χειροτονία του ἐξεμάνη καί ἀπό ἀντίδραση δέχθηκε τό 1381 στό Μητροπολιτικό Θρόνο τόν Μητροπ. Κιέβου Κυπριανό Τσάμπλακ. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἔστειλε στό Κίεβο γιά νά συνοδεύσει τόν Κυπριανό, τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Σιμώνωφ Θεόδωρο καί ὁ Μητροπ. Κυπριανός ἔφθασε στή Μόσχα τόν Μάϊο τοῦ ἰδίου ἔτους.
Ὅταν ὁ Ποιμένας ἔφτασε στή Ρωσία, συνελήφθη μέ διαταγή τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα καί ἐκτοπίστηκε στό Chukholm τῆς Κοστρόμας. Μόλις ὁ Πατριάρχης Νεῖλος πληροφορήθηκε τό γεγονός, ἀφόρισε τόν Μεγ. Ἡγεμόνα καί ὁ Δημήτριος ὑποχρεώθηκε νά ἐκθρονίσει τόν Μητροπ. Κυπριανό (Ὀκτώβριος 1382) - ὁ ὁποῖος ἀποσύρθηκε στό Κίεβο - καί νά δεχθεῖ τόν Μητροπ. Ποιμένα. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1384 ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Δημήτριος ἔστειλε τόν Μητροπ. Ποιμένα στήν ΚΠολη γιά νά διευκρινισθοῦν οἱ συνθῆκες ἐκλογῆς του, καθώς καί τόν Ἀρχιεπίκσοπο Σούζνταλ Διονύσιο, γιά νά ὑποστηρίξει τήν καθαιρεσή του. Τότε ὁ Πατριάρχης Νεῖλος ἀποφάσισε τήν ἀποστολή στή Ρωσία δύο Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου γιά τήν διεξαγωγή ἀνακρίσεων καί ἀνέδειξε τόν Ἀρχιεπ. Διονύσιο Μητροπ. Ρωσίας.
Ὁ Μητροπ. Ποιμένας καθαιρέθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο μέ τήν κατηγορία της σιμωνίας τόν χειμῶνα τοῦ 1385 καί ὁ Μητροπ. Διονύσιος συνελήφθη στό Κίεβο, κατά τήν ἐπιστροφή του στή Ρωσία, μέ διαταγή τοῦ Μητροπ. Κυπριανοῦ καί ἀπεβίωσε κρατούμενος, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1385.
Τόν Μάϊο τοῦ 1385 ὁ Μητροπ. Ποιμένας πῆγε στήν ΚΠολη γιά νά ὑποστηρίξει τήν ὑπόθεσή του, ἀλλά ἀμέσως τόν ἀκολούθησε ὁ Μητροπ. Κυπριανός. Τελικά τό Πατριαρχεῖο συγκάλεσε Σύνοδο γιά τήν ἐπίλυση τοῦ ζητήματος, τίς ὁποίας οἱ ἐργασίες κράτησαν γιά τρία περίπου χρόνια, λόγῳ τῆς ἀρνήσεως τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Δημητρίου νά δεχθεῖ Ἕλληνα Μητροπολίτη καί τῆς ἐπιμονῆς του στήν ὑποψηφιότητα τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Σιμώνωφ Θεοδώρου. Ὁ Μητροπ. Ποιμένας ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1388, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί ἔτσι ὑποχρεώθηκε νά ἐπιστρέψει ὁριστικά στήν ΚΠολη τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1389, ὅπου καί ἀπεβίωσε ἐγκατεστημένος στήν Χαλκηδώνα, τήν 11. 9. 1389, καί ἐνταφιάσθηκε στό Ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Πίσω στή Ρωσία ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Δημήτριος εἶχε ἀποβιώσει τόν Μάϊο τοῦ ἰδίου ἔτους καί ὁ γιός καί διάδοχός του Βασίλειος Α’ δέχθηκε στόν Μητροπολιτικό Θρόνο τόν Μητροπ. Ποιμένα.
Μητροπολίτης Διονύσιος Α’ (1384 – 1385), πέρασε τά νεανικά του χρόνια ἀγωνιζόμενος μέσα σέ ἕνα σπήλαιο πού ἔσκαψε ὁ ἴδιος στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, ὄχι μακριά ἀπό τό Νίζνι Νόβγκοροντ. Ἀργότερα ὁ Διονύσιος ἵδρυσε ἐκεῖ τήν Μονή τῶν Σπηλαίων καί τό 1364 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σούζνταλ. Τό 1378, μετά τήν κοίμηση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἀλεξίου, προτάθηκε γιά τόν Μητροπολιτικό Θρόνο ἀπό τόν ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ἀλλά ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσοϊ εἶχε τόν δικό του ὑποψήφιο, τόν Ἱερέα Μιχαήλ.
Μεταξύ τοῦ Διονυσίου καί τοῦ Μιχαήλ ὑπῆρχε μία οὐσιαστική διαφορά: Ὁ Διονύσιος ἐπιθυμοῦσε τήν συνέχιση τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ἐνῶ ὁ Μιχαήλ πίστευε στήν ἀνάγκη χειραφετήσεώς της. Γιά νά προλάβει τίς ἐξελίξεις ὁ Διονύσιος πῆγε στήν ΚΠολη τό 1379, ἀλλά ὁ Μιχαήλ εἶχε ἤδη πεθάνει καί Μητροπ. Ρωσίας εἶχε χειροτονηθεῖ ὁ συνοδός του Ἡγούμενος Ποιμήν. Τό 1383 ὁ Διονύσιος ἐπέστρεψε ἀπό τήν ΚΠολη καί πέτυχε νά στρέψει τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Δημήτριο κατά τοῦ Μητροπ. Ποιμένος.
Τό 1384 ὁ Διονύσιος στάλθηκε ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα στήν ΚΠολη, γιά νά πετύχει τήν καθαίρεση τοῦ Μητροπ. Ποιμένος καί ὁ Πατριάρχης Νεῖλος ὀνόμασε τόν Διονύσιο Μητροπ. Ρωσίας καί ἀποφάσισε τήν ἀποστολή στή Ρωσία δύο Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου γιά τήν διεξαγωγή ἀνακρίσεων. Κατά τήν ἐπιστροφή του στή Ρωσία ὁ Μητροπ. Διονύσιος σταμάτησε στό Κίεβο, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Ἡγεμόνα Βλαδιμήρου Ὀλγκέρντοβιτς, ἀλλά συνελήφθη μέ διαταγή τοῦ Μητροπ. Κυπριανοῦ καί ἀπεβίωσε κρατούμενος, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1385.

Μητροπ. Κυπριανός Τσάμπλακ ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, καταγόμενος ἀπό τό Τύρνοβο, Κληρικός τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κπόλεως. Ἐξαιρετικά καλλιεργημένος ἀναδείχθηκε γόνιμος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας τό 1330. Μετά ἀπό ἄσκηση σέ διάφορες μονές τῆς πατρίδας του (ὅπως τό Κελιφάρεβο), πῆγε στήν ΚΠολη, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν Ἡσυχαστή Πατριάρχη ἅγ. Φιλόθεο Κόκκινο καί ἐντάχθηκε στή Μονή τοῦ Στουδίου. Συνδέθηκε ἀκόμη μέ τούς Ἡσυχαστές Γρηγόριο τόν Σιναϊτη, Θεοδόσιο καί Εὐθύμιο τοῦ Τυρνόβου καί Κάλλιστο Α’. Τό 1354 ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος καί ἔζησε ἐρημητικά τήν περιοχή τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Γιά πρώτη φορά ἐπισκέφθηκε τήν Ρωσία τό 1373 ἤ 1374, σάν Ἀποκρισάριος τοῦ Πατριαρχείου, μετά ἀπό αἴτημα τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Ὄλεγκ γιά ἵδρυση ἀνεξάρτητης Μητροπόλεως. Τό 1376 ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος δέχθηκε τό αἴτημα καί χειροτόνησε τόν Κυπριανό Μητροπ. Λιθουανίας, ἐνῶ στή Μόσχα ἀρχιεράτευε ὁ ἅγ. Ἀλέξιος. Ἀκόμη καί μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου, ὁ Κυπριανός δέν ἔγινε δεκτός στή Μόσχα, διότι ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσκοϊ βρισκόταν σέ ἀντίθεση μέ τήν Λιθουανία καί γιά τόν λόγο αὐτό ὑποστήριξε τούς Μητροπολίτες Μιχαήλ Γ’ καί Ποιμένα. Ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση στή Ρωσία ἑνοποιήθηκε καί ὁμαλοποιήθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Δημητρίου καί τοῦ Μητροπολίτη Ποιμένα, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ Μητροπολίτου Κυπριανοῦ, τό 1390.
Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα ἐπέδρασε στίς σχέσεις Ρωσίας καί Λιθουανίας, ὥστε ὄχι μόνο δέν ἔγινε πόλεμος μεταξύ τους, ἀλλά οὔτε κἄν διπλωματική ρήξη.
Ὁ Μητροπ. Κυπριανός ἐπελήφθη τοῦ σοβαροῦ θέματος τῆς Λευιτουργικῆς μεταρρυθμίσεως – προσαρμογῆς τῶν Ρωσικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων πρός ἐκεῖνα τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας καί ἔκανε σημαντικά βήματα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή. Σ’ αὐτά περιλαμβάνονται μία νέα σλαβονική μετάφραση τοῦ Πηδαλίου, ἡ μετάφραση ἀπό τόν ἴδιο λειτουργικῶν κειμένων καί τοῦ Εὐχολόγιου, ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου πού ἴσχυε μέχρι τότε (ἀπό τίς ἡμέρες τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου), μέ τό Τυπικό τῆς Μονῆς ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων καί ἡ προσπάθεια μεταφορᾶς στή Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Λειτουργικῆς Θεολογίας τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως ἁγ. Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου (1354 – 1355, 1364 – 1376), ἐνῶ μᾶλλον ἐπί τῶν ἡμερῶν του καθιερώθηκε καί στή Ρωσία ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀκόμη κατέβαλε προσπάθεια νά περιορίσει τήν μοναστηριακή πλεονεξία – τάση συγκεντρώσεως περιουσίας, μέ πρόσχημα τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1406. Ἡ ἁγιότητά του ἀναγνωρίσθηκε τό 1472. Τό Λείψανό του φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Σεπτεμβρίου.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
Ι. Mansvetov, “Mitrop. Kiprian v ego Liturgiceskoi de jatelnosti”, 1882.
Τοῦ ἰδίου, «O Irudah Mitropolita Kipriana po casti bogoslyzenije”. Pribavlenija K Izdanija Tvorenii Sviatych Otcov, 1882, τόμος 2ος, σελ.152 - 205 καί 413 495 καί τόμος 3ος, σελ. 71 - 175.
N. Glubokovskij, “Sv. Kiprian Mitrop. Moskovskij”. Prav. Bogoslavskaja Enc., X
Ἀντωνίου – Αἰμιλίου Ταχιάου, «Ὁ Μητροπ. Ρωσίας Κυπριανός Τσάμπλακ», 1961.
Τοῦ ἰδίου, «Ἐπιδράσεις τοῦ Ἡσυχασμοῦ εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν Πολιτικήν ἐν Ρωσίᾳ, 1328 - 1406», 1962.
Πρωτ. Νικ. Χ. Ἰωαννίδη, «Λειτουργική ἀνανέωση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας». Πρακτικά Β’ Πανελλ. Λειτουργικοῦ Συμποσίου 2000, σελ. 307 – 326.

Μητροπολίτης ἅγ. Φώτιος (1408 – 1431) ἦταν Ἕλληνας, Πελοποννησιακῆς καταγωγῆς. Τό 1407 ἀναδείχθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μητροπ. Κιέβου καί Βλαδιμήρ καί τό 1408 Μητροπ. Μόσχας.
Βρῆκε τήν Μητροπολιτική του περιφέρεια νά μαστίζεται ἀπό ταραχές, πεῖνα καί ἀσθένειες, τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση σέ κατάρρευση καί τό ἐκκλησιαστικό ταμεῖο ἀδειο. Κατέλειπε μνήμη ἀγαθοῦ καί ἐλεήμονα Ἱεράρχη, προστάτη τῶν πτωχῶν καί τῶν ἐνδεῶν. Ἐκτός ἄλλων ἵδρυσε ἕνα ἐρημητήριο στή Λίμνη Σένγκο κοντά στό Βλαδιμήρ, ὅπου κατέγευγε γιά περισυλλογή καί προσευχή. Τό 1430 καί ἐνῶ ἦταν στό Βλαδιμήρ, οἱ Τατάροι κατέλαβαν τήν πόλη, ἀλλά αὐτός πέτυχε νά διαφύγει στό ἐρημητήριο τῆς λίμνης, ὅπου παρέμεινε τρεῖς μῆνες. Κατά τήν ἐπιστροφή του στή Μόσχα ἕνας Ἄγγελος τόν πληροφόρησε γιά τήν ἐπικείμενη ἀναχώρησή του, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε 7 ἡμέρες ἀργότερα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1434. Κατά τήν ἀνακομιδή του τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Ὁ Μητροπ. Φώτιος ἀγωνίστηκε γιά τήν διατήρηση τῆς διοικητικῆς ἑνότητας, ἀλλά καί τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ἡ ἐξάρτηση - ὅμως - χάθηκε κατά τούς ἀμέσους διαδόχους του, Μητροπολίτες Ἰσίδωρο καί Ἰωνᾶ.

Μητροπολίτης Ἰσίδωρος (1385 - 1463), ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, καταγόμενος ἀπό τήν Πελοπόννησο. Μέ ἐξαιρετική θεολογική καί φιλοσοφική κατάρτηση, ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν Οὐμανιστῶν Βησσαρίωνος Μητροπ. Νικαίας καί Γεωργίου Γεμιστοῦ Πλήθωνος, ἔτσι τά κριτήριά του δέν ἦσαν αὐστηρῶς ἐκκλησιαστικά. Τό 1433 τοῦ ἀνατέθηκε ἀπό τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα ἡ προπαρασκευή Ἑνωτικῆς Συνόδου καί τό 1434 τόν ἐκπροσώπησε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Βασιλεία, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κιέβου καί στάλθηκε στή Ρωσία, ἐνῶ εἶχε ἤδη ἐκλεγεῖ Μητροπ. Ρωσίας ὁ Ἐπίσκοπος Ριαζάν Ἰωνᾶς, ἀπό Σύνοδο τήν ὁποία συγκάλεσε ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Γ’. Ὁ Μητροπ. Ἰσίδωρος συμμετεῖχε στή Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1339) καί ὑπέγραψε τόν Τόμο τῆς Ἑνώσεως, τόν ὁποῖο ὑποστήριξε μέ μεγάλο ζῆλο, σέ ἀντίθεση μέ τούς συνοδούς του Ἐπίσκοπο Ἀβράμιο τοῦ Σούζνταλ, Πρεσβύτερο Συμεών καί τούς Βογιάρους Θωμᾶ καί Συμεών, οἱ ὁποῖοι συντάχθηκαν μέ τήν ἀνθενωτική πλευρά καί τόν ἅγ. Μάρκο τόν Εὐγενικό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Ἰσίδωρος ὑπέγραψε τόν Τόμο τῆς Ἑνώσεως ὡς «στέργων καί συναινῶν», κατά δέ τόν Πρεσβύτερο Συμεών «ὁ Πάπας οὐδένα Μητροπολίτην ἀγαποῦσε τόσο ὅσο τόν Ἰσίδωρο». Μετά τήν Σύνοδο ὁ Ἰσίδωρος ὀνομάσθηκε Παπικός Λεγάτος (Ἀποστολικός Ἐπίτροπος) Λιθουανίας, Λετονίας, Πολωνίας καί Ρωσίας.
Ὁ Ἰσίδωρος ἔφυγε ἀπό τήν Φλωρεντία τήν 6η Σεπτεμβρίου 1439 καί ἔφθασε στή Μόσχα τήν 13η Μαρτίου 1441, μέσῳ ΚΠόλεως, Οὐγγαρίας, Πολωνίας καί Λιθουανίας (μέ σκοπό τήν προώθηση τῆς ἑνώσεως). Μετά τήν ἑνωτική Λειτουργία τῆς 5ης Ἰουλίου 1439, κατά τήν ὁποία μνη-μονεύθηκε ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ', ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Β’ συγκάλεσε Σύνοδο – στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώφ ἅγ. Ἐφραίμ Β’ (+ 1454) - μέ τήν ὁποία καταδικάσθηκε ὁ Ἰσίδωρος καί φυλακίστηκε στή Μονή τοῦ Τσουντώφ, ὁ δέ Ἰωνᾶς ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης. Τήν 15η Σεπτεμβρίου 1441 ὁ Ἰσίδωρος κατάφερε νά δραπετεύσει, ἀλλά συνελήφθη στό Τβέρ καί φυλακίσθηκε. Δραπέτευσε καί πάλι τήν 4η Μαρτίου 1442 καί πέτυχε νά καταφύγει στή Δύση. Ἐπιστρέφοντας στήν ΚΠολη συμμετεῖχε στήν ἄμυνά της, πληγώθηκε, ἀλλά κατάφερε νά διαφύγει στή Ρώμη, ὅπου περιέγραψε τήν καταστροφή τῆς Πόλεως ἀπό τούς Τούρκους στή Θλιβερή Ἐπιστολή του (Epistula Lugubris) καί τιμήθηκε ἀπό τόν Πάπα Πίο Β' μέ τόν ψηλό τίτλο τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως. Ἀπεβίωσε στή Ρώμη τό 1464 καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου.
Ὁ Ρῶσος Ἱστορικός Βλαδίμηρος Σολόβιεφ σημειώνει σχετικά, ὅτι «ἡ ἄρνηση ἀποδοχῆς ἐκ μέρους τῆς Ρωσίας τῆς Φλωρεντινῆς Ἕνωσης, εἶναι μία ἀπ’ αὐτές τίς μεγάλες ἀποφάσεις πού καθοριζουν τήν μοῖρα τῶν λαῶν γιά πολλούς αἰῶνες».
Στό πρόσωπο τοῦ Μητροπ. Ἰσιδώρου ἡ αὐθεντία τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως στά μάτια τῶν Ρώσων κατέρρευσε καί τό αὐτοκέφαλο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἔγινε γεγονός.

Μητροπολίτης ἅγ. Ἰωνᾶς (1448 – 1461) ἦταν Ἐπίσκοπος Ριαζάν ὅταν ἐξελέγη Μητροπ. Ρωσίας ἀπό Σύνοδο πού συγκάλεσε ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Γ’, ἀλλά χάριν τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν σχέσεων μέ τό Πατριαρχεῖο, ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή τοῦ Ἰσιδώρου, τόν ὁποῖο συνάντησε ἤδη Μητροπολίτη Ρωσίας, ὅταν πῆγε στήν ΚΠολη γιά νά λάβει τήν Πατριαρχική εὐλογία. Μετά τήν ἔκπτωση τοῦ Ἰσιδώρου, τό 1448, Σύνοδος στή Μόσχα - τῆς ὁποίας προήδρευσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ ἅγ. Ἐφραίμ Β’ (+ 1454) - ἀποφάσισε ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας νά ἐκλέγεται ἀπό τούς Ρώσους Ἐπισκόπους, ὁ τίτλος του τροποποιήθηκε ἀπό "Μητροπολίτης Κιέβου" σέ "Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας" καί Μητροπολίτης ἀναδείχθηκε ὁ ἅγ. Ἰωνᾶς.

Στ. Μητροπολίτες Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1449 – 1589).
Κατά τήν περίοδο ἀπό τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1449) μέχρι τήν ἵδρυση τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου (1589), ἀρχιεράτευσαν στό Θρόνο τῆς Μόσχας μέ τόν τίτλο τοῦ Μητρο-πολίτου Μόσχας καί πάσης Ρωσίας οἱ Μητροπολίτες ἅγ. Ἰωνᾶς (1449 – 1461), Θεοδόσιος (1461 – 1464), ἅγ. Φίλιππος Α’ (1464 – 1473), Γερόντιος (1473 – 1489), Ζωσιμᾶς (1490 – 1494), Σίμων (1494 – 1511), Βαρλαάμ (1511 – 1521), Δανιήλ (1521 – 1539), ἅγ. Ἰωάσαφ (1539 – 1542), ἅγ. Μακάριος (1542 – 1563), Ἀθανάσιος (1564 – 1566), Γερμανός (1566), Ἱερομ. Φίλιππος Β’ (1566 – 1568), Κύριλλος (1568 – 1572), Ἀντώνιος (1572 – 1581), Διονύσιος Β’ (1581 – 1587) καί ὁ ἅγ. Ἰώβ (1587 – 1589), πρῶτος Πατριάρχης Ρωσίας.

Μητροπολίτης ἅγ. Ἰωνᾶς (1449 – 1461) προσπάθησε – χωρίς ὅμως ἐπιτυχία - νά ἀποκαταστήσει τήν δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν ἐκτός Ρωσίας Ἐπισκοπῶν, τῶν ἐντός τοῦ Πολωνο-Λιθουανικοῦ Βασιλείου. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1461, ἀφοῦ ὑπέδειξε γιά διάδοχό του τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ροστώφ Θεοδόσιο. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1547 ἀπό τόν Μητροπολίτη ἅγ. Μακάριο, ὁ ὁποῖος καί ἀνέθεσε τήν συγγραφή τοῦ βίου του. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τετράκις τοῦ ἔτους (31η Μαρτίου, 27η Μαϊου, 27η Αὐγούστου καί 16η Σεπτεμβρίου).

Μητροπολίτης Θεοδόσιος (1461 – 1464), ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Τσουντώφ καί τό 1454 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώφ. Τό 1461 διαδέχθηκε τόν Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Ἰωνᾶ, μετά ἀπό ὑπόδειξή του. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του διατρανώθηκε ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες γιά τήν ἐξυγείανση τοῦ Κλήρου καί τήν ἐκπαίδευσή του καί καθαίρεσε τούς Κληρικούς ἐκείνους πού δέν μποροῦσαν νά κηρύξουν τόν θεῖο λόγο, μέ ἀποτέλεσμα τήν δυσφορεία τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία τόν ὑποχρέωσε σέ παραίτηση καί ἐφυσηχασμό στή Μονή Τσουντώφ, τό 1464.

Μητροπολίτης ἅγ. Φίλιππος Α’ (1464 – 1473), γίνεται γνωστός τό 1455, ὅταν χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σούζνταλ. Τό 1464 διαδέχθηκε στό Θρόνο τόν παραιτηθέντα Μητροπ. Ρωσίας Θεοδόσιο. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες νά περιορίσει τήν Λιθουανο-Πολωνική ἐπιρροή στό Νόβγκοροντ καί ἀντέδρασε στήν ἐπίσκεψη τοῦ Παπικοῦ Λεγάτου πού συνόδευε τήν Ζωή Παλαιολογίνα στή Μόσχα, γιά τόν γάμο της μέ τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’. Προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀνακαινίσει τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1473 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 9η Ἰανουαρίου.

Μητροπολίτης Γερόντιος (1473 – 1489), προηγουμένως ἦταν Ἐπίσκοπος Κολόμνας καί τό 1473 διαδέχθηκε τόν Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Φίλιππο Α’. Ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’ σχετικά μέ τό θέμα τῆς λιτανεύσεως κατά τά ἐγκαίνια τῶν νέων ναῶν καί τό 1482 ἐγκατέλειψε τήν θέση του, γιά νά ἐπιστρέψει ἀργότερα μετά ἀπό παράκληση τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα. Κατέλειπε ἔργα ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἦταν μετριοπαθής ἀπέναντι στούς αἱρετικούς πού στίς ἡμέρες του ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται στό Νόβγκοροντ καί στή Μόσχα.

Μητροπολίτης Ζωσιμᾶς (1490 – 1494), ἦταν ὁ πρῶτος στή Ρωσική Ἱστορία πού ἐκλέχθηκε ἀπό Σύνοδο Ρώσων Ἐπισκόπων πού συγκλήθηκε μετά ἀπό διαταγή τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’. Εἶναι γνωστός γιά ἕνα κατάλογο ἀπαγορευμένων βιβλίων πού συνέταξε καί γιά μία ἐγκύκλιό του κατά τῶν αἱρετικῶν. Ἀπεβίωσε τό 1494.

Μητροπολίτης Σίμων (1494 – 1511), ἦταν Ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου καί ἔχαιρε τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’. Μητροπολίτης Ρωσίας ἀναδείχθηκε τό 1494. Τό 1501 ἔγραψε μία ἐπιστολή πρός τόν Κλῆρο τοῦ Πέρμ, καταδικάζοντας τήν ὕπαρξη παγανιστικῶν ἐθίμων μεταξύ τοῦ πληθυσμοῦ. Συγκάλεσε τίς Συνόδους τοῦ 1503 καί τοῦ 1504. Ἀτυχῶς ἡ Σύνοδος τοῦ 1503 υἱοθέτησε τίς μεθόδους τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως (διωγμός, φυλάκιση καί διά πυρός θάνατος τῶν αἱρετικῶν), κάτι ἐντελῶς ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀπόφαση πού ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1504, μέ τήν ὁποία καταδικάστηκε ἡ αἵρεση τῶν Ἰουδαϊζόντων τοῦ Νόβγκοροντ.

Μητροπολίτης Βαρλαάμ (1511 – 1521), ἀπό τό 1506 ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Σιμώνωφ. Μητροπολίτης Μόσχας ἐκλέχθηκε τήν 27η Ἰουλίου 1511 ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ’ καί χειροτονήθηκε τήν 3η Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηρός μοναχός καί λέγεται ὅτι ποτέ δέν ἔπραξε κάτι ἀντίθετο πρός τήν συνείδησή του. Ἦταν ἀπό τούς βασικούς ἐκπροσώπους τῶν Ἀκτημόνων καί ἀντίθετος πρός τόν πλουτισμό τῶν μονῶν καί τήν μεγάλη ἐκκλησιαστική περιουσία. Τό 1515 ἐγκαινίασε τήν Μονή Χουτίνσκ ἔξω ἀπό τό Νόβγκοροντ (τοῦ ὁποίου ἡ ἕδρα ἦταν κενή ἀπό τό 1509), καθώς καί τήν Μονή τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν στήν ἴδια περιοχή.
Ἐκθρονίσθηκε τήν 17η Δεκεμβρίου 1511 ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ’, ἐπειδή δέν συμφώνησε στήν ἀποπομπή τῆς ἄτεκνης συζύγου του καί στόν βίαιο ἐκγλεισμό της σέ μονή. Ἀρχικά ἐφησύχασε στή Μονή τοῦ ἁγ. Κυρίλου τῆς Λευκῆς Λίμνης καί στή συνέχεια στή Μονή Σπάσο Καμένσκυ τῆς Βολόγδας, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1522.

Μητροπολίτης Δανιήλ (1521 – 1539) κύριος ἐκπρόσωπος τοῦ μοναστικοῦ ρεύματος τῶν Κατόχων, ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Βολοκολάμσκ καί μαθητής τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ. Τό 1515 ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία εἶχε τεθεῖ κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ’, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας, μετά τήν ἐκθρόνιση τοῦ Μητροπ. Βαρλαάμ, μέ ἀφορμή τήν ἀντίδραση τοῦ τελευταίου στήν ἀποπομπή τῆς ἄτεκνης συζύγου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα καί τοῦ γάμου του μέ τήν Λιθουανή Πριγκίπισσα Ἑλένη Γκλίνσκαγια.
Ὑπῆρξε ὁ κύριος ἀντίπαλος τοῦ Φωτιστοῦ τῶν Ρώσων ἁγ. Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ (βλ. σχετικό ἄρθρο), τόν ὁποῖο ἐδίωξε καί φυλάκισε. Συγκάλεσε Συνόδους μεταξύ τῶν ἐτῶν 1525 καί 1531 μέ τίς ὁποίες καταδίκασε τόν ὅσ. Μάξιμο, τίς μεταφράσεις του, ἀλλά καί τίς θέσεις τῶν Ἀκτημόνων γενικά.
Ὁ Βασίλειος Γ’ τοῦ ζήτησε στήν ἐπιθανάτια κλήνη του νά προστατεύσει τήν σύζυγο καί τόν γιό του Ἰωάννη Δ’ καί ὁ Μητροπ. Δανιήλ εὐλόγησε δημόσια τόν μικρό Πρίγκιπα στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου. Κατά τήν διάρκεια τῆς διαμάχης μεταξύ τῶν Ἡγεμονικῶν Οἶκων τῶν Μπέλσκυ καί τῶν Σουϊσκυ γιά τόν ἔλεγχο τῆς ἐξουσίας, ὁ Μητροπ. Δανιήλ τάχθηκε μέ τό μέρος τοῦ Ἰωάννη Μπέλσκυ (1538), μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθρονισθεῖ τό ἑπόμενο ἔτος 1539 ἀπό τούς Σουϊσκυ. Ἀπεβίωσε κάτω ἀπό περιορισμό στή Μονή Βολοκολάμσκ, τήν 22α Μαϊου 1547, ἔτος ἐνθρονίσεως τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ.
Κατέλειπε μία σειρά ἐκκλησιαστικῶν ἔργων καί γιά ὁρισμένους ἱστορικούς εἶναι ἕνας ἀπό τούς συντάκτες τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Νίκωνος.

Μητροπολίτης ἅγ. Ἰωάσαφ (1539 – 1542) ἦταν Ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης ἀπό τόν ἰσχυρό Βογιάρο Βασίλειο Βασίλιεβιτς Σουϊσκυ, μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Μητροπ. Δανιήλ (1521 – 1539), κατά τήν διαμάχη τῶν Οἶκων Σουϊσκυ καί Μπλέλσκυ γιά τήν νομή τῆς ἐξουσίας, κατά τήν παιδική ἡλικία τοῦ ἔπειτα Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ. Ὅταν ὁ Ἰωάσαφ ζήτησε τήν ἀποφυλάκιση τοῦ ἠττημένου Βογιάρου Ἰωάννη Θεοδώροβιτς Μπέλσκυ, ἐκθρονίσθηκε ἀπό φανατισμένους ὀπαδούς τοῦ Βασιλείου καί ἔσωσε τήν ζωή του καταφεύγοντας στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐκεῖ ὅμως τόν συνέλαβαν καί τόν ἐξόρισαν στή Μονή τοῦ ἀγ. Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης. Τελικά ὅταν βασίλευσε ὁ Ἰωάννης Δ’ ἐπέστρεψε στή Λαύρα (1547), ὅπου ἀπεβίωσε τό 1555 ἤ 1556.

Μητροπολίτης ἅγ. Μακάριος (1542 - 1563), εἶναι μία τῶν μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν καί ἐθνικῶν προσωπικοτήτων τῆς Ρωσίας. Γεννήθηκε τό 1481 (ἤ 1482) καί νέος ἔγινε μοναχός στή Μονή τοῦ ἁγ. Παφνουτίου. Ἀργότερα ἀναδείχθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Λούζεσκυ, κοντά στή Μόσχα. Ἐκεῖ ἔγινε γνωστός γιά τήν μόρφωσή του, θεολογική καί φιλοσοφική. Τό 1526 ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Στήν προσπάθειά του νά ὀργανώσει τήν Ἐπίσκοπή του, ἵδρυσε 18 νέα μοναστήρια, κατάργησε τά μικτά καί ἐπανέφερε τό κοινοβιακό σύστημα στά ὑπόλοιπα 24 (ἀπό τά ὁποῖα μόνον τά 4 ἦσαν κοινοβιακά).
Τό 1543, μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Μητροπ. Ἰωάσαφ (1539 - 1542), ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμονι-κό Οἶκο τῶν Σούϊσκυ. Παρά τά ἀναμενόμενα ὑποστήριξε τόν ἀνήλικο Ἰβάν Δ', ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία μόλις 16 ἐτῶν ἀνέλαβε τόν Θρόνο (τό 1546) καί τό ἑπόμενο ἔτος 1547 στέφθηκε Τσάρος πασῶν τῶν Ρωσιῶν ἀπό τόν Μητροπ. Μακάριο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἔκτοτε ὁ βασικός τῶν συμβούλων του, μαζί μέ τόν Πρωθιερέα Σύλβεστρο.
Στόν τομέα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Γραμμάτων ὁ γλωσσομαθής Δημ. Γερασίμωφ, μέ ἐντολή τοῦ Μακαρίου, μεταγλώττισε ἀπό τά Λατινικά τήν ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν τοῦ Ἐπισκόπου Bruno. Ὁ ἴδιος ὁ Μακάριος ἀσχολήθηκε μέ τήν συλλογή Βίων Ἁγίων καί μετά ἀπό ἐργασία 20 ἐτῶν (12 στό Νόβγκοροντ καί 8 στήν Μόσχα), τό 1552, ἐκδόθηκαν στή Μόσχα τά "Μηναῖα" του (ἀπό τήν ἔκδοση αὐτή ἔχουν διασωθεῖ μόνον τρία ἀντίτυπα).
Ὁ Μητροπ. Μακάριος ἵδρυσε τό πρώτο τυπογραφεῖο στή Ρωσία. Ἀκόμη, μέ δύο Συνόδους (τό 1547 καί τό 1549), διακήρυξε τήν ἁγιότητα 39 νέων Ἁγίων (μέχρι τότε εἶχαν διακηρυχθεῖ μόνον 22).
Τό σπουδαιότερο ἔργο τοῦ Μητροπ. Μακαρίου ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ 1551, ἡ ὁποῖα ὀνομάσθηκε "τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων". "Σκοπός τῆς Συνόδου - γράφει ὁ Βλ. Φειδᾶς - ἦταν ἡ πλήρης ἀνανέωσις τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ἀνακαθάρσεως αὐτῆς ἀπό πασῶν τῶν ἐλλείψεων καί τῶν ἀτόπων, τῶν ἐκδηλουμένων εἰς πάντας τούς τομεῖς τῆς τε δημόσιας καί τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ" (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 194).
Κατά τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσων ὅσ. Μάξιμος ὁ Γραικός, ἦταν φυλακισμένος, λόγῳ τοῦ διωγμοῦ πού ὑπέστη ἀπό τόν προκάτοχο τοῦ ἁγ. Μακαρίου Μητροπολίτη Δανιήλ (1521 - 1539), ὅμως ὅλα τά κεφάλαια τῆς Συνόδου ἀποπνέουν τούς ἀγώνες καί τό συγγραφικό ἔργο του.
Ὁ ἅγ. Μακάριος μέ τήν Σύνοδο τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων (1551) θέσπισε τήν ἵδρυση σχολῶν γιά τόν Κλῆρο, περιώρισε τήν αὐθαιρεσία τῶν Ἐπισκόπων, καταδίκασε τήν σιμωνία, στιγμάτισε τήν διαφθορά (μέθη, δωροληψία, τοκογλυφία, κ.λ.π.),κατάργησε τίς μικτές μονές, ἀσχολήθηκε μέ τούς Κληρικούς ἐν χηρεία, προσπάθησε νά περιορίσει τήν μοναστηριακή περιουσία καί προχώρησε στή μερική διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων καί σέ ἄλλες μεταρρυθμίσεις τοῦ λειτουργικοῦ καί κοινωνικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως ὅμως διακήρυξε τήν ἀνωτερότητα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν τοπικῶν ἐθίμων της, ἔναντι τῶν γενικῶς ἀποδεκτῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή (ἔτσι ἀποδέχτηκε τήν ψαλμωδία τοῦ Ἀλληλούϊα δύο φορές καί τήν τέλεση τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ μέ τά δύο δάκτυλα καί ὅπως ἀναφέρει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «ἔθεσε τίς βάσεις γιά τό Σχίσμα τῶν Παλαιοπίστων, ἕναν αἰῶνα ἀργότερα». Βλ. Γ. Φλωρόφσκυ, «Σταθμοί τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», 1986, σελ. 417).Ἦταν ὁ πρῶτος τῶν Ρώσων Πρωθιεραρχῶν πού υἱοθέτησε τό λευκό ἐπανωκαλύμαυχο, τό ὁποῖο ἐπί τοῦ διαδόχου του Μητροπ. Ἀθανασίου (1564), ἔγινε ἀποκλειστικό δικαίωμα τῶν Μητροπολιτῶν – καί ἀργότερα τῶν Πατριαρχῶν - Μόσχας. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1563. Τά Λείψανά του φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
D. Kozhanchikov, “Stoglav”, 1863.
E. Duchesue, “Le Stoglav ou les Cent Chapitres”, 1920.

Μητροπολίτης Ἀθανάσιος (1564 – 1566), ἦταν γόνιμος συγγραφέας (ἐκτός ἄλλων ἔγραψε τόν Βίο τοῦ ἁγ. Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ) καί εἰκονογράφος. Κατά τήν δεκαετία 1530 – 1540 ἦταν Ἱερεύς στό Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ. Τό 1549 διορίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό Προϊστάμενος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί ἐπιλέχθηκε γιά ἐξομολόγος του. Τό 1552 συνόδευσε τόν Τσάρο στό Καζάν καί θεμελίωσε ἐκεῖ τόν Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Συμμετεῖχε στίς Συνόδους τοῦ 1553 καί τοῦ 1554. Τό 1562 μετατέθηκε στή Μονή Τσουντώφ. Τό 1564 διαδέχθηκε τόν ἅγ. Μακάριο στόν Μητροπολιτικό Θρόνο τῆς Μόσχας. Παραιτήθηκε τό τό 1566, ἐπίσημα λόγῳ ἀσθενείας, στήν πραγματικότητα ὅμως λόγῳ διαφωνίας του μέ τήν παρανοϊκή προσωπικότητα τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’. Ἐφησύχασε στή Μονή Τσουντώφ μέχρι τόν θάνατό του, τό 1570.

Μητροπολίτης ἅγ. Γερμανός (1566 - 1568), ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Βολοκολάμσκ ὑπό τόν Ἡγούμενο ἅγ. Γουρία (ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Καζάν), μέ διακόνημα τήν βιβλιοδεσία. Ὑπηρέτησε σάν Προϊστάμενος τῆς Μονῆς Bogoroditsky τοῦ Sviyazhsk καί τό 1564 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Καζάν. Μητροπολίτης Μόσχας ἀναδείχθηκε τό 1566, ἀλλά ἐκδιώχθηκε ἀπό τόν Ἰβάν Δ’ τόν Τρομερό, λόγῳ τῆς ἀντιδράσεώς του στήν παρανοϊκή συμπεριφορά του. Ἀπεβίωσε τό 1568 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μόσχα. Ἀργότερα τά Λείψανά του μεταφέρθηκαν στή Μονή Bogoroditsky τοῦ Sviyazhsk, ὅπου σήμερα φυλάσσονται. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Ἰουνίου, τήν 23η Ἰουλίου (ἡ μεταφορά τῶν Λειψάνων του), τήν 25η Σεπτεμβρίου καί τήν 6η Νοεμβρίου.

Μητροπολίτης ἅγ. Φίλιππος Β’ (1566 - 1568, + 1569), γεννήθηκε τό 1507 σέ οἰκογένεια Βογιάρων, μέ ὑψηλή θέση στή Ρωσική Αὐλή (ὁ πατέρας του ἦταν ὑπασπιστής τοῦ διανοητικά καθυστερημένου Μεγάλου Δοῦκα Γεωργίου, γιοῦ τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ' καί ἀδελφοῦ τοῦ Τσάρου Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ). Δέν ἀκολούθησε πολιτική ἤ στρατιωτική σταδιοδρομία, ἀλλά κοινοβίασε (τό 1537) στήν ἀκριτική Μονή Σολόβκι, στό Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό. Ἀρχικά ὑποτάχθηκε στόν Ἡγούμενο Ἀλέξιο καί στή συνέχεια στό διακριτικό Στάρετς Ἰωνᾶ, ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε τόν Ἡσυχασμό καί τήν νοερά προσευχή. Ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί διοίκησε μέ σύνεση τούς 200 περίπου μονα-χούς της γιά 18 χρόνια, συνδέοντας τό ὄνομά του μέ μεγάλα κτηριακά καί φιλανθρωπικά ἔργα.
Τό 1551 πῆρε μέρος στήν τοπική Σύνοδο τῆς Μόσχας (τήν γνωστή μέ τό ὄνομα "100 Κεφάλαια") καί ἔκανε ζωηρή ἐντύπωση γιά τήν θεολογική του κατάρτιση, στό νεαρό Τσάρο Ἰβάν Δ'. Τό 1566 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας. Κατά τήν σύντομη πρωθιεραρχεία του χειροτόνησε Ἐπισκόπους, συγκάλεσε Συνόδους, ὀργάνωσε τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση καί τόνωσε τήν πνευματική ζωή. Ὅταν τό 1567 ὁ Τσάρος ἄρχισε τήν λεγόμενη "Ἐπανάσταση τῆς Ὀπρίτσινα", ὁ Μητροπ. Φίλιππος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τήν ἡγεμονική αὐθαιρεσία καί ὕψωσε τήν φωνή τοῦ Χριστιανοῦ Ἐπισκόπου κατά τῆς ἀδικίας καί τοῦ καθημερινοῦ λουτροῦ αἵματος, μέ ἀποτέλεσμα νά φυλακισθεῖ σέ κάποια μονή καί τελικά νά στραγγαλισθεῖ, ἀπό ἔμπιστο τοῦ Τσάρου, τήν 23η Δεκεμβρίου 1569.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1590 (21 χρόνια μετά τό μαρτύριό του) καί μεταφέρθηκε στή μονή τῆς μετανοίας του, τό Σολόβκι. Τό 1652 ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς Ρωμανώφ, μετέφερε τό ἀδιάφθορο Λείψανό του στή Μόσχα καί τό κατέθεσε στόν περίφημο Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στό Κρεμλίνο, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου του φυλάσσεται ἀκόμη καί στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
"Ὁ Φίλιππος - γράφει ὁ N. Zernov - ὑπῆρξε Μάρτυρας πού πέθανε, ὄχι σάν τούς περισσοτέρους Μάρτυρες, ὑπερασπίζοντας τήν Πίστη, ἀλλά ὑπερασπίζοντας τό χριστιανικό ἔλεος πού τόσο στυγερά παραβίασε ὁ Τσάρος. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τήν σφαγή ἀθώων ἀνθρώπων, ἀλλά μίλησε σάν Χριστιανός Ποιμένας πρός μαρτυρίαν τῆς δεσμευτικῆς δύναμης τοῦ ἐντολῆς τοῦ Ὑψίστου, ἐπί κυβερνήτου καί κυβερνωμένου" (N. Zernov αὐτ. σελ. 70). Ἀντίθετα οἱ διάδοχοί του Μητροπολίτες Κύριλλος (1568 - 1572) καί Ἀντώνιος (1572 - 1581), "ὑπῆρξαν σιγῶντες θεαταί τῶν βιοπραγιῶν τοῦ Τσάρου" (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 196).

Μητροπολίτης Κύριλλος Δ’ (1568 – 1572), ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος πρίν τήν ἐκλογή του, σέ διαδοχή τοῦ δολοφονηθέντος Μητροπολίτου ἁγ. Φιλίππου Β’ , κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ. Ἡ πρωθιεραρχεία του ὑπῆρξε πτωχή σέ ἔργο. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του (1571), οἱ Τάταροι τοῦ Χάν τῆς Κριμαίας Ντεβλέτ Γκιρέϊ λεηλάτησαν καί ἔκαψαν τήν Μόσχας, πλήν τοῦ Κρεμλίνου, μέ περίπου 500.000 θύματα. Ἀντιτάχθηκε στήν παρανοϊκή συμπεριφορά τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ , ἀπό τόν ὁποῖο ζήτησε νά μήν ἐκτελεστεῖ ὁ Βογιάρος Ἰωάννης Μστισλάβσκυ. Ἀπεβίωσε τήν 8. 2. 1572 καί ἐνταφιάστηκε στή Μονή Νοβίνσκυ.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος (1572 – 1581), ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Πολότσκ ἀπό τό 1568 καί τό 1572 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας ἀπό τόν Τσάρο Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1573 καί 1580 συγκάλεσε Συνόδους γιά νά ρυθμίσει θέματα μοναστηριακῆς περιουσίας, ἕνα θέμα πού ἀπασχόλησε σοβαρά τόν Ἰωάννη Δ’ ἤδη ἀπό τήν Σύνοδο τῶν 100 Κεφαλαίων (1551).
Τό 1575 ὁ Ἰωάννης Δ’ ἐκτέλεσε στήν Κόκκινη Πλατεία τῆς Μόσχας πολλούς ἐπιφανεῖς Βογιάρους, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, ὅπως τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ Ποιμένα καί τόν Ἀρχιμανδρίτη τῆς Μονῆς Τσουντώφ Εὐστάθιο. Μάλιστα τά κομμένα κεφάλια τῶν προηγουμένων, καθώς καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, πετάχθηκαν στήν αὐλή τοῦ Μητροπολιτικοῦ Μεγάρου, σάν μία προειδοποίηση πρός τόν Μητροπ. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε τό 1581, σέ καθεστώς φόβου καί τρομοκρατίας.

Μητροπολίτης Διονύσιος Β’ (1581 - 1587), ἦταν λόγιος καί συγγραφέας πολλῶν ἔργων (τά ὁποῖα ἔχουν χαθεῖ) καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀποκλήθηκε Γραμματικός. Ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης τό 1581 ἀπό τόν Τσάρο Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό. Τό 1585 προσπάθησε νά συμφιλιώσει τούς ἀντιμαχόμενους Ἡγεμονικούς Οἶκους τῶν Σουϊσκυ καί τῶν Γκουντουνώφ, χωρίς ὅμως ἐπιτυχία. Ἐκθρονίστηκε τό 1587 ἀπό τόν ἰσχυρό ἄνδρα Βόριδα Γκουντουνώφ, ἐπειδή στράφηκε ἐναντίον του, ὑποστηριζόμενος καί ὑπο-στηρίζοντας τόν Οἶκο τῶν Σούϊσκυ (προσπάθησε νά πείσει τόν Τσάρο Θεόδωρο Ἰβάνοβιτς νά διαζευχθεῖ τήν σύζυγό του Εἰρήνη Γκουντούνοβα, ὥστε νά περιοριστεῖ ἡ ἐπιρροή τοῦ ἀδελφοῦ της Βόριδος πάνω του). Ἀπεβίωσε τό 1591, ἐξόριστος στή Μονή Χουτίνσκ τοῦ Νόβγκοροντ.
Κατά τόν Γάλλο Ἀκαδημαϊκό Ἀνρί Τρουαγιά πρόκειται γιά τόν Μητροπολίτη πού προχώρησε στό ἀνοσιούργημα τῆς κουρᾶς τοῦ νεκροῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ' τοῦ Τρομεροῦ σέ μεγαλόσχημο μοναχό Ἰωνᾶ, ἐπειδή ἔτσι ζήτησε τό διαταραγμένο μυαλό τοῦ παρανοϊκοῦ Τσάρου! (Βλ. Ἀνρύ Τρουαγιά, "Ἰβάν ὁ Τρομερός", σελ. 262 ).

Μητροπολίτης ἅγ. Ἰώβ (1587 – 1589) ἦταν Ρωσικῆς καταγωγῆς. Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Σταρίτσα, σέ οἰκογένεια μικροευγενῶν. Τό 1553 μόνασε στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου Σταρίτσας. Τό 1556 ἔτυχε τῆς προσοχῆς τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ, ὅταν κατά τήν διάρκεια ἐπισκέψεώς του στή μονή, ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν κατανυκτική φωνή καί τήν ἱεροπρέπειά. Τό 1571 διορίσθηκε ἀπό τόν Τσάρο Προϊστάμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Συμεών Μόσχας καί τό 1575 Προϊστάμενος τῆς Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Νέου. Τό 1586 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώφ καί τό ἴδιο ἔτος ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας, σέ διαδοχή τοῦ Μητροπ. Διονυσίου, ὁ ὁποῖος ἐκθρονίσθηκε ἀπό τόν Βόριδα Γκουντου-νώφ. (Ἡ συνέχεια τοῦ βιογραφικοῦ του σημειώματος στά ἀντίστοιχα τῶν Πατριαρχῶν Μόσχας).

4. Μοναχισμός – Ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος –
Ὁ Ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ (+ 1392)
Ἡ καταστροφή τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Τατάρους (1240), ἐπέφερε ὅπως εἶναι φυσικό καί τήν καταστροφή τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας καί τῶν δομῶν της, ἕνας τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Μοναχισμός. Παρά τό γεγονός ὅτι καί μετά τήν καταστροφή ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου συνέχισε νά λειτουργεῖ (καί μάλιστα παραγωγικῶς, ἀφοῦ ἀνέδειξε πολλούς νέους Ἁγίους), ἡ μοναχική ζωή μετακινήθηκε - ὅπως καί ἡ κοινωνικό-πολιτική – πρός τά βορειοανατολικά καί ἐμφανίσθηκε τό φαινόμενο τοῦ μοναστικοῦ ἀποικισμοῦ.
Ὁ μοναστικός ἀποικισμός συνίστατο στή φυγή ὄχι ἁπλᾶ ἀπό τόν κατεστραμμένο Ρωσικό νότο, ἀλλά ἀπό τόν κόσμο καί τήν θλιβερή σέ πολλά σημεῖα της Ρωσική πραγματικότητα (Ταταρική κατοχή, σφαγές καί δηώσεις, βαρειά φορολογία, ἐμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ τῶν Ἡγεμόνων, Ἐπισκοπικό σῶμα καί Ἱερατεῖο μέ χαμένη «ἐν πολλοῖς» τήν χαρισματική του ταυτότητα, ἐξαθλίωση τῶν μαζῶν, κ.λ.π.). Οἱ «φυγάδες» μοναχοί ἔβρισκαν καταφύγιο στά ἀπάτητα δάση, ζῶντας ἀρχικά ἐρημητικά. Ὅταν ἡ φήμη τους ἔφτανε στόν κόσμο τούς ἀκολουθοῦσαν οἱ χωρικοί πού ἔκοβαν τά δέντρα, ξεχέρσωναν τόν τόπο, δημιουργοῦσαν λειβάδια καί ἀγρούς καί ἔφτιαχναν οἰκισμούς καί χωριά. Αὐτός ὁ τρόπος ἀποικισμοῦ ἀποτέλεσε τήν εἰρηνική ἐπέκταση τῶν Ρώσων πρός τά βορειοανατολικά (Οὐράλια – Σιβηρία).
Ὁ Καθηγητής Ἰωάννης Κόντζεβιτς, στήν Εἰσαγωγή του στήν ἔκδοση τῆς «Θηβαϊδας τοῦ Βορρᾶ», σημειώνει τά ἐξῆς χαρακτηριστικά: «Ὁ 14ος αἰ. στή Ρωσία δέν ἦταν - ὅπως εἶχε νομιστεῖ προηγουμένως - μία μεταβατική περίοδος, ἀλλά στίς πολιτικές καί μορφωτικές ἐκδηλώσεις του ἦταν ἡ λαμπρή ἐποχή τῆς Ρωσικῆς Ἀναγέννησις. Αὐτή ἡ ὑψηλή μορφωτική κίνηση προκλήθηκε στή Ρωσία ἀπό τό γειτονικό ρεῦμα τῆς Βυζαντινῆς Ἀναγέννησις τῶν Παλαιολόγων πού ἀγκάλιασε ὅλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο. Ὁ Ἡσυχασμός, πού αὐτή τήν ἐποχή εἶχε εἰσχωρήσει καί ἐμπνεύσει ὅλες τίς μορφωτικές ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς, δέν μποροῦσε παρά νά φτάσει καί στή Ρωσία, μαζί μέ τό γενικό πνεῦμα τῆς μορφωτικῆς δραστηριότητας… Μία ὁλόκληρη σειρά ἀπό Ρώσους Μητροπολίτες αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀσπάσθηκαν τήν Παλαμική ἄποψη γιά τόν Ἡσυχασμό» Ἡ Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ», μετάφραση - ἔκδοση Π. Μπότση, 1981, σελ. 15 - 16).
Ὁ Μοναχισμός τῆς Ταταροκρατίας καί τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας σημαδεύεται ἀπό τήν κορυφαῖα μορφή τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ (1314 - 1392), μέ κέντρο τήν περιώνυμη Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔξω ἀπό τήν Μόσχα.
Ὁ ὅσ. Σέργιος - ἕνας τῆς τριάδος τῶν Μοναστικῶν Πατέρων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, μαζί μέ τούς Ὁσίους Θεοδόσιο τοῦ Κιέβου καί Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ - σημάδεψε μέ τήν ἁγιότητα καί τήν ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητός του τήν ταραγμένη ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε καί ὀνομάσθηκε "Κτίτορας τῆς Ἁγίας Ρωσίας", ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἵδρυσε τήν περιώνυμη Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί οἱ μαθητές του ἄλλες 90 περίπου Μονές! "Ἀφορισμένος ἐκ κοιλίας μητρός" (ἀφοῦ μίλησε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του κατά τήν διάρκεια μιᾶς Θείας Λειτουργίας !), γεννήθηκε στό Ροστώφ τό 1314. Ἔμαθε θαυματουργικά ἀνάγνωση καί γραφή ἀπό Ἄγγελο σέ σχῆμα μοναχοῦ, τόν ὁποῖο σάν ἄλλος Ἀβραάμ ἀξιώθηκε νά φιλοξενήσει! Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του ἀκολούθησε τόν ἐρημητικό βίο καί ἐγκαταστάθηκε μαζί μέ τόν ἀδελφό του Στέφανο στό κέντρο ἄγριου δάσους, στήν περιοχή τοῦ Ραντονέζ, 70 περίπου χιλιόμετρα ἀπό τήν Μόσχα. Ἐκεῖ μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Θεογνώστου (1328 – 1353), ἔφτιαξε μία ξύλινη καλύβα καί ἕνα παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα. Στήν πορεία ἡ σκληρότητα τῆς ζωῆς τῶν ἐρημιτῶν ἀνάγκασε τόν Στέφανο νά ἀποχωρήσει καί νά κοινοβιάσει στή Μονή τῶν Ἐπιφανείων στή Μόσχα, ὅπου ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Συμεών ὁ Ὑπερήφανος (1341 – 1353) τοῦ ζήτησε νά δεχθεῖ τήν Ἱερωσύνη, τόν ἀνέδειξε Ἡγούμενο καί τόν κατέστησε πνευματικό του.
Ὁ ὅσ. Σέργιος ἀντίθετα συνέχισε νά ἀγωνίζεται μόνος, πειραζόμενος ἀπό τά πονηρά πνεύματα, τά ἄγρια ζῶα καί τήν σκληρότητα τῶν καιρικῶν συνθηκῶν. Μέ τήν ἄσκησή του ἔφθασε σέ ὕψη ἁγιότητος (ἀνέστησε καί νεκρό !), συμφιλιώθηκε μέ τήν φύση καί τά ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους καί ἀξιώθηκε ἐμφανίσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (τό 1388), ἡ Ὁποία ἐπισκέφθηκε τόν "ἐκλεκτό Της", συνοδευόμενη ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο. Τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα δέχθηκε τό 1347, σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, ἀπό τόν Ἡγούμενο Μητροφάνη. Σταδιακά γύρω του συγκεντρώθηκαν φιλομόναχες ψυχές καί τό ἐρημητήριο ἐξελίχθηκε σέ μονή καί ἀργότερα σέ Λαύρα.
Μέ ἀπαίτηση τῶν συμμοναστῶν του καί τοῦ Ἐπισκόπου Βολυνίας Ἀθανασίου, δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἔφθασε στήν ΚΠολη, ὁ τότε Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος (1341 – 1353), τοῦ ἔστειλε δῶρα γιά τήν Μονή καί μέ ἐπιστολή του τοῦ σύστησε νά τήν ὀργανώσει κατά τό κοινοβιακό σύστημα. Εὐλόγησε τόν Μεγ. Ἡγεμόνα ἅγ. Δημήτριο Ντόνσκοϊ (1359 – 1389) νά συγκρουσθεῖ μέ τούς Τατάρους στόν Ἀγρό τῆς Μπεκάτσας (Κουλίκοβο Πόλ) καί βοήθησε μέ τίς προσευχές του στή νίκη τῶν Χριστιανικῶν στρατευμάτων.
Τό 1378, μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας ἁγ. Ἀλεξίου, Κλῆρος καί λαός ζήτησαν ἀπό τόν Ὅσιο νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐκεῖνος δέν δέχθηκε. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1392. Τό Λείψανό του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1422, σήμερα σώζεται στή Λαύρα του, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα, καί ἀποτελεῖ ἕνα τῶν μεγαλυτέρων σεβασμάτων τοῦ Ὀρθοδόξου Ρωσικοῦ Ἔθνους. ("Ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ", ἔκδοσις Μονῆς Παρακλήτου, 1981).
Ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπῆρξε τό σημαντικότερο μοναστικό καί πνευματικό κέντρο τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας. Σήμερα εἶναι ἕδρα τοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας. Στήν πορεία τῶν αἰώνων πλουτίσθηκε μέ λαμπρές οἰκοδομές (ἰσχυρά τείχη, Ναοί Κοιμ. Θεοτόκου καί Ἁγίας Τριάδος, Τράπεζα, Κωδωνοστάσιο) καί πνευματικούς καί κειμηλιακούς θησαυρούς (ἀδιάφθορο Λείψανο ὁσ. Σεργίου, Λείψανα Ὁσίων Νίκωνος Ἡγουμένου, Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ, Διονυσίου Ἀρχιμανδρίτου, ἐπ. Ἰννοκεντίου Βενιαμίνωφ, κ.ἄ.). Ἐντός τῶν τειχῶν της ἁγίασαν δεκάδες μοναχοί. Μεγάλες μορφές τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ ἁγιογράφος ἅγ. Ἀνδρέας Ρουμπλιώφ (15ος αἰ.) καί ὁ "Χρυσόστομος τῆς Ρωσίας" ἅγ. Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ (+ 1783), ὑπῆρξαν μοναχοί της.
Ἀπό ἁγίους μαθητές τοῦ ὁσ. Σεργίου ἱδρύθηκαν οἱ Μονές Κιρζάτσκυ, Γκολούτβιν, Σιμόνωφ, Μπορισογκλιέμπσκυ στό Ροστώφ, κ.ἄ. Ὁ Μητροπολίτης ἅγ. Ἀλέξιος ἵδρυσε 4 μονές. Ἡ σύζυγος τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἁγ. Δημητρίου Ντόνσκοϊ Εὐφροσύνη - μοναχή Εὐδοκία, ἵδρυσε στή Μόσχα τήν Μονή Βοζνιεσένσκυ, ὅπου ἐγκαταβίωσε. Ὁ ὅσ. Διονύσιος τοῦ Σούζνταλ ἵδρυσε τήν Μονή Πετσέρσκαγια καί οἱ μαθητές του Εὐθύμιος τήν Μονή Σπάσο - Εὐθυμίεβα καί Μακάριος τήν Μονή Οὐνζέσκυ καί ἄλλες τρεῖς. Ἱδρυτές μονῶν ὑπῆρξαν καί οἱ Ὅσιοι Διονύσιος τοῦ Γκλουσέτσκ (+ 1437), Σέργιος τοῦ Νοῦρμα (πρ. Ἁγιορείτης Μοναχός, + 1413), Παῦλος τῆς Ὀμπνόρα (+ 1429), Δημήτριος τοῦ Πριλοῦκι (+ 1392), κ.ἄ.
Κατά τήν περίοδο αὐτή ἀκμάζουν στό Τβέρ 11 Μονές, στό Νίζνι Νόβγκοροντ 4 καί στό Πσκώφ 22. Στό Νόβγκοροντ μόνον ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἅγ. Μωϋσῆς ἵδρυσε 5 Μονές, ἐνῶ ὁ Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Ἀλέξιος (1354 – 1378) ἵδρυσε 6 Μονές.
"Ἡ σημασία τῆς ἱδρύσεως πολυαρίθμων μοναστηρίων ὑπῆρξε μεγάλη - γράφει ὁ Καθηγητής Βλ. Φειδᾶς - ὄχι μόνον διά τήν ἀνάπτυξιν τοῦ Μοναχισμοῦ, ἀλλά καί διά τήν ἀναγέννησιν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἱεραποστολικοῦ ἔργου. Διά τῆς ἱδρύσεως μοναστηρίων ἐπωκίσθησαν μεγάλαι καί ἀνεκμετάλλευτοι ἐκτάσεις, αἱ ὁποῖαι προϊόντος τοῦ χρόνου κατέστησαν καλλιεργήσιμοι. Διά τῶν πόρων των οἱ μοναχοί ἵδρυον ἀγαθοεργά ἱδρύματα (πτωχοκομεῖα, νοσοκομεῖα καί ξενοδοχεῖα). Οἱ λόγιοι μοναχοί ἀντέγραφον παντός εἴδους χειρόγραφα καί αἱ βιβλιοθήκαι των κατέστησαν πνευματικά κέντρα τῆς Μογγολικῆς περιόδου τῆς Ρωσίας. Τέλος, αἱ ἀσκητικαί ἰδίαι τοῦ Ρωσικοῦ Μοναχισμοῦ ἐπέδρασαν βαθέως ἐπί τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ καί διεμόρφωσαν ἐν πολλοῖς τόν θρησκευτικόν του χαρακτῆρα" (Βλ. Φειδᾶ αὐτ, σελ. 171).
Κατά τήν περίοδο αὐτή διαμορφώθηκαν τά δύο γνωστά ρεύματα τοῦ Ρωσικοῦ Μοναχισμοῦ, οἱ Κάτοχοι καί οἱ Ἀκτήμονες.
Ἀρχικά τό Ρωσικό μοναχικό ἰδεῶδες ἐκφράζοταν ἀπό τόν ὅσ. Κύριλλο τῆς Λευκῆς Λίμνης (+ 1429) καί τόν συνεχιστή του ὅσ. Διονύσιο τοῦ Γκλουσέτσκ (+ 1437) καί συνίστατο στήν πνευματική ἐργασία μέ τήν ταυτόχρονη εὐποιϊα καί θεραπεία τῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων. Τήν πρακτική αὐτή τηροῦσαν κυρίως οἱ Μονές τῆς Θηβαϊδας τοῦ Βορρᾶ. Στή συνέχεια μέ τήν εἴσοδο στίς Μονές πολλῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν εὐγενοῦς καταγωγῆς καί τήν ἵδρυση Ἡγεμονικῶν Μονῶν, ἐπικράτησε τό πνεῦμα τῆς ἀποκτήσεως περιουσίας ἀπό τίς Μονές, μέ τήν δικαιολογία τῆς στηρίξεως τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Κύριοι ἐκφραστές τοῦ πνεύματος αὐτοῦ ἦσαν ὁ ὅσ. Παφνούτιος τοῦ Μπορόβσκ (+ 1447) καί ὁ ὅσ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ (+ 1515).
Οἱ ὀπαδοί τοῦ δευτέρου αὐτοῦ ρεύματος ὀνομάσθηκαν Κάτοχοι καί οἱ Μονές τους βρίσκοταν κυρίως στή Μόσχα καί τήν περιφέρειά της.
Οἱ Κάτοχοι ἔδιναν ἔμφαση στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους καί γι' αὐτό στήριζαν τήν "ἐλέῳ Θεοῦ" ἀπολυταρχία τῶν Μεγ. Ἡγεμόνων - Τσάρων (μέρος αὐτῆς τῆς ἀπολυταρχίας ἦταν καί τό δικαίωμα τοῦ Μονάρχη νά ἐπεμβαίνει στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας). Ἐπειδή, ὅπως πίστευαν, ἡ ἑνότητα κινδύνευε ἀπό τήν "ἄλλη γνώμη", ὑποστήριζαν τόν διωγμό τῶν αἱρετικῶν! Ἔτσι, ἀντιγράφωντας τήν Ἱερά Ἐξέταση τῶν Παπικῶν, ἀντιμετώπισαν τούς αἱρετικούς μέ διωγμούς, βασανιστήρια καί τόν διά πυρᾶς θάνατο! (Σημειώνουμε, ὅτι ἡ Ἱερά Ἐξέταση δημιουργήθηκε τό 1227 – 1231 ἀπό τόν Πάπα Γρηγόριο Θ’, ἀσκήθηκε κυρίως ἀπό τούς Δομηνικανούς μοναχούς καί καταργήθηκε μόλις τό 1834. Βλ. Διονυσίου Νίκα, «Ἱερά Ἐξέταση – Τό ὄνειδος τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ», Περιοδικό «Ἱστορικά Θέματα», φ. 68/Δεκ. 2007, σελ. 40 – 51).
Ἦσαν καλοί διοικητές καί κατεῖχαν πλούσιες μονές - παρά τήν καταδίκη τοῦ μοναστηριακοῦ πλούτου ἀπό τόν Μητροπολίτη Κυπριανό (+ 1406) καί τήν Σύνοδο τοῦ 1503 - ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ περιουσία στήν Ἐκκλησία καί τίς μονές εἶναι ἀπαραίτητη, γιά τήν ἐπιτέλεση τοῦ ποιμαντικοῦ καί κοινωνικοῦ τους ἔργου. Οἱ σπουδαιότεροι ἐκπρόσωποι τῶν Κατόχων κατά τόν 15ο καί 16ο αἰ. ἐκτός ἀπό τόν ὅσ. Ἰωσήφ Ἡγούμενο τοῦ Βολοκολάμσκ (1439 - 1515), ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας Δανιήλ (1521 - 1539) καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Γεννάδιος (+ 1505).
Γιά τούς Κατόχους ὁ Καθηγητής Ἰω. Κόντσεβιτς γράφει χαρακτηριστικά: “Οἱ διάδοχοι (τῶν Ὁσίων Παφνουτίου καί Ἰωσήφ) δέν εἶχαν τίς δικές τους θεόσδοτες ἀρετές. Γι’ αὐτούς κύριος σκοπός ἦταν ἡ διατήρηση τῶν Κανόνων καί τοῦ Τυπικοῦ. Ἀδιαλλαξία, στεγνός ἀσκητισμός, αὐστηρότητα καί ἡ ἰδέα μιᾶς ἀμείλικτης δικαιοσύνης πού ἀμαυρώνει τήν ἰδέα τοῦ ἐλέους, ἦταν τά κύρια χαρακτηριστικά τους. Οἱ Κανόνες καί τό Τυπικό κυριαρχοῦν στό καθετί καί δίνουν βασική σημασία στήν τήρηση τῶν ἐξωτερικῶν τύπων, ἀγνοῶντας ὅτι «τό Πνεῦμα ζωοποιεῖ». Σέ ἕνα τέτοιο ἔδαφος ρίζωσε τό Σχίσμα τῶν Παλαιοπίστων» (αὐτ. σελ. 29).
"Ὁ Ἰωσήφ - κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ - ὑπερασπιζόταν καί πειστικά κήρυττε τήν αὐστηρή κοινοτική ζωή. Ἦταν πολύ αὐστηρός καί σκληρός, ἀλλά ἀκόμα πιό αὐστηρός ἦταν μέ τόν ἑαυτό του. Ἡ ζωή του στή Μονή ἦταν ἀφόρητα ὀδυνηρή καί σκληρή καί ἀπαιτοῦσε μιά ὑπερβολική ἐπαγρύπνηση τοῦ νοῦ καί μεγάλη ἀφοσίωση. Αὐτή ἡ ἀφοσίωση εἶχε σχέση μ' ἕνα μετρημένο καί συνηθισμένο τρόπο ζωῆς...
Ὡς μεγάλος εὐεργέτης καί ἄνθρωπος πού συμπάσχει μέ τούς πάσχοντες, ὁ Ἰωσήφ ὑπερασπίστηκε τήν ἰδιοκτησία τῶν μοναστικῶν χωριῶν (βακούφια), ἀκριβῶς μέ βάση τίς φιλανθρωπικές καί κοινωνικές πεποιθήσεις του. Στήν πραγματικότητα ὁ ἴδιος δέχτηκε τά χωριά ἀπό τούς ἰσχυρούς καί εὔπορους, μέ πρόθεση νά διαμοιράσει καί νά διαθέσει τίς εἰσπράξεις τους στίς κατώτερες τάξεις καί τούς πτωχούς. Ἡ φιλανθρωπία, καί ὄχι ἁπλός φόβος καί αἴσθηση ὑποχρέωσης, ἦταν ἐκείνη πού παρακίνησε τόν Ἰωσήφ νά πραγματοποιήσει μεγάλα ἔργα καί νά μετατρέψει τήν Μονή του σέ ὀρφανοτροφεῖο καί ἄσυλο, ἐνῶ παράλληλα ξεχώρισε ἕνα τμῆμα τοῦ κοιμητηρίου γιά τήν ταφή τῶν ξένων.
Σ' αὐτό τό σύστημα τῶν θεϊκῶν εὐθυνῶν ὁ Ἰωσήφ ἐντάσσει ἀκόμη καί τόν Τσάρο. Τό ἴδιο καί ὁ Τσάρος εἶναι κάτω ἀπό τό νόμο καί κάνει χρήση τῆς δυναμῆς του μόνο μέσα στά πλαίσια τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐντολῶν Του. Δέν εἶναι ὑποχρεωμένος κανείς νά ὑπηρετεῖ τόν μή δίκαιο καί "ἀνυπάκουο" Τσάρο, ὅταν αὐτός δέν εἶναι ἕνας πραγματικός Τσάρος. " Ἕνας τέτοιος Τσάρος δέν εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δοῦλος τοῦ σατανᾶ· ὄχι Τσάρος, ἀλλά τύραννος". Ἔτσι ὁ Ἰωσήφ θίγει τό πρόβλημα τῆς δικαίωσης τῆς βασιλοκτονίας
" (Γ. Φλωρόφσκυ, "Σταθμοί τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας", Μέρος Πρῶτο, ἔκδοσις Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ 1986, σελ. 40).
Ἀπό ἀντίδραση πρός τούς Κατόχους δημιουργήθηκε τό μοναχικό ρεῦμα τῶν Ἀκτημόνων, οἱ ὁποῖοι κήρυτταν τήν νηπτική ἐργασία καί τήν ἀκτημοσύνη. Οἱ Ἀκτήμονες ἦσαν λόγιοι καί μυστικιστές μέ φιλελεύθερες ἀντιλήψεις. Δέχονταν, ὅτι οἱ μοναχοί ἔπρεπε νά ἐξαρτῶνται ἀπό τήν προσωπική τους ἐργασία, γιά νά διατηροῦν τήν πνευματική τους ἀνεξάρτησία. Ἄν οἱ περιστάσεις τό ἐπέβαλαν, δέν δίσταζαν νά ἐλέγξουν ἀκόμη καί τόν Μονάρχη, ὅταν παραβίαζε τίς ἀρχές τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Καταδίκαζαν ἀκόμη τόν διωγμό τῶν αἱρετικῶν. Οἱ σπου-δαιότεροι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀκτημόνων ὑπῆρξαν οἱ Ὅσιοι Νεῖλος τῆς Σόρας (1433 - 1508), Μακάριος τοῦ Κολυαζίν (+ 1483), Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ (+ 1533), Κορνήλιος τοῦ Κόμελ (+ 1537), Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ (+ 1540), Ἀντώνιος τοῦ Σίγια (+ 1556), Νεῖλος τοῦ Στολμπένσκ (+1554) καί Νίκανδρος τοῦ Πσκώφ (+ 1581) καί ὁ Πρίγκιπος Βασσιανός Πατρίκιεφ (+ 1532), μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσων ὅσ. Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ ὁποῖος συμμερίζονταν τίς ἀπόψεις τῶν Ἀκτημόνων (βλ. H. Dewey - M. Matejic, "Ἡ φιλολογική κληρονομιά τοῦ Βασσιανοῦ Patrikiev"· "Slavic and East European History", 1966, σελ. 140 - 152).
Ὁ ὅσ. Νεῖλος τῆς Σόρας, κατά κόσμον Νικόλαος Maikov, πῆρε τό ὄνομά του ἀπό τόν ποταμό Σόρα, στίς ὄχθες τοῦ ὁποίου ἵδρυσε μονή. Ἀρχικά μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου γνώρισε τήν νηπτική διδασκαλία τοῦ ὁσ. Γρηγορίου τοῦ Σιναϊτη. Ἦταν ἀντίθετος στό θέμα τῆς ἰδιοκτησίας περιουσίας ἀπό τούς μοναχούς καί στήν ἀνάμειξή τους στήν κοινωνική καί κυρίως στήν πολιτική ζωή. Συγκαταλέγεται ἀνάμεσα στίς κυριώτερες φυσιογνωμίες τῶν Ἀκτημόνων, "τῶν Γερόντων τῆς ἐρήμου πέρα ἀπό τόν Βόλγα". Εἷναι ἀπό τούς πρώτους Ρώσους πού ἄφησε κείμενα γιά τήν μυστική ζωή (ἐπιστολές σέ μαθητές του καί τόν Σκητιωτικό Κανονισμό).
Ὁ Πρίγκιπας Βασσιανός Πατρίκιεφ, κατά κόσμον Βασίλειος, ἦταν γιός ἑνός τῶν συμβούλων τοῦ Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ. Τό 1499 παρ' ὁλίγον νά ἐκτελεστεῖ, ἀλλά σώθηκε χάρις στήν ἐπέμβαση τοῦ Μητροπ. Σίμωνα. Ἀναδείχθηκε ἡγέτης τῶν Ἀκτημόνων μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Νείλου τῆς Σόρας (1509). Ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1531 καταδικάστηκε μαζί μέ τόν ὅσ. Μάξιμο τόν Γραικό μέ τήν κατηγορία, ὅτι ἀκολουθοῦσε τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί εἶχε μονοφυσιτικές ἰδέες! Ἀπεβίωσε τό 1532, φυλακισμένος στή Μονή Βολοκολάμσκ.
Τελικά καί τά δύο ρεύματα παρουσίαζαν ἀπόκλιση ἀπό τήν μέση ὁδό τοῦ ὁσ. Κυρίλλου: Οἱ Ἀκτήμονες μέ τόν τονισμό τῆς νηπτικῆς ἐργασίας καί τῆς ἀκτημοσύνης ἔχασαν τήν ἐπαφή μέ τήν κοινωνία καί οἱ Κάτοχοι μέ τόν τονισμό τῶν ἔργων εὐποιϊας καί τήν ταύτιση μέ τήν Πολι-τεία, ἔχασαν στό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ἐργασίας.
Ἡ συνύπαρξη τῶν δύο ρευμάτων διακόπηκε ὅταν ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Γ' ἀποφάσισε νά χωρίσει τήν σύζυγό του - διότι δέν εἶχε παιδιά - καί νά νυμφευθεῖ ἄλλη. Ὁ Μητροπολίτης Βαρλαάμ (1511 - 1521), προσκείμενος στούς Ἀκτήμονες, ἀρνήθηκε νά εὐλογήσει αὐτό τόν γάμο. Οἱ Κάτοχοι ἀντίθετα διακήρυξαν, ὅτι τό μέλλον τοῦ Ἔθνους εἶναι μεγαλύτερη ὑπόθεση ἀπό τήν τύχη μιᾶς γυναῖκας! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ Βαρλαάμ νά ἐκθρονισθεῖ καί στή θέση του νά τοποθετηθεῖ ὁ Δανιήλ (1521 - 1539), ὁ ὁποῖος τό 1522 στεφάνωσε τόν Βασίλειο Γ' μέ τήν Λιθου-ανή Πριγκίπισσα Ἑλένη Glinskaia. Καρπός αὐτοῦ τοῦ γάμου ἦταν ὁ Ἰβάν Δ' ὁ Τρομερός.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας περί τοῦ Μοναχισμοῦ τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας:
Ἀρχιμ. Ἡλία Μαστρογιαννόπουλου, "Ἅγιοι τῆς Ρωσίας", 1973.
"Ἅγιοι τῆς Ρωσίας"· ἔκδοσις ΤΗΝΟΣ, 1973.
Ἀνωνύμου (στή Ρωσική), "Βίοι Ρώσων Ἁγίων", 1977.
Ἀρχιμ. Χαρ. Βασιλοπούλου, "Ὁ Μοναχισμός καί τά Ρωσικά Μοναστήρια", 1980.
"Ἡ Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ", μετάφρασις - ἔκδοσις Π. Μπότση, 1981.
Τοῦ ἰδίου, "Τό Γεροντικό τοῦ Βορρᾶ", 2001.

5. Ἱεραποστολή.
Κατά τήν Ταταροκρατία ἡ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ συνεχίστηκε, κυρίως πρός τίς βόρειες καί βορειοανατολικές περιοχές τῆς Ρωσίας.
Στό Βορρᾶ, τό 1329, ὁ ὅσ. Σέργιος ἵδρυσε τήν περιώνυμη Μονή Βαλαάμ, στή Λίμνη Λαντόγκα, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε μεγάλο κέντρο πνευματικῆς ζωῆς καί ἱεραποστολικῆς δραστηριότητας. Στά τέλη τοῦ 14ου αἰ. ὁ ὅσ. Ἀρσένιος τῆς Μονῆς Βαλαάμ, ἵδρυσε τήν Μονή τοῦ Κόνεβιτς. Τήν ἴδια ἐποχή ὁ ὅσ. Λάζαρος τοῦ Μουρμάνσκ ἵδρυσε τήν ὁμώνυμη μονή στή Λίμνη Ὀνέγκα καί οἱ Ὅσιοι Σαββάτιος καί Γερμανός τήν ἀκριτική Μονή Σολόβκι, στόν Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό. Οἱ Μονές αὐτές συντέλεσαν στήν μεταστροφή πολλῶν παγανιστικῶν φυλῶν, κυρίως Φιλλανδικῆς καταγωγῆς.
Στά βορειοανατολικά, τό 1262 ἱδρύθηκε ἡ Ἐπισκοπή Σεράϊ (ἀπό τόν Μητροπολίτη Κύριλλο, μέ πρῶτο Ἐπίσκοπο τόν Μητροφάνη), σάν συνέπεια τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μεταξύ τῶν Τατάρων. Ἡ ἱεραποστολή μεταξύ τῶν Ζυριανῶν ἀναλήφθηκε ἀπό τόν ἅγ. Στέφανο Ἐπίσκοπο Πέρμ, ὁ ὁποῖος καί δημιούργησε τό Ζυριανικό ἀλφάβητο. Ἀπό τούς διαδόχους του οἱ Ἐπίσκοποι Γεράσιμος (+ 1442) καί Πιτιρίμ (+ 1454), ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Τό 1462, ἐπί τοῦ διαδόχου του Ἐπισκόπου Ἰωνᾶ, βαπτίσθηκε ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Πέρμ καί μεγάλο μέρος τοῦ Ζυριανικοῦ λαοῦ.
Κατά τόν 14ο αἰ. οἱ Ἐπισκοπές τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶχαν φθάσει τίς 18, ἀπό τίς ὁποίες οἱ 9 ἦσαν στίς βόρειες ἐπαρχίες. Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι ἐκλέγονταν ἀπό τόν Μητροπολίτη Μόσχας, πλήν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ, ὁ ὁποῖος ἐκλέγονταν ἀπό λαϊκή ἐθνοσυνέλευση.

6. Ἁγιολογική Κίνηση.
Ἐξέχουσα θέση μεταξύ τῶν Ἁγίων τῆς περιόδου τῆς Ταταροκρατίας καί τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας κατέχουν ὁ Πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγ. Ἀλέξανδρος Νέβσκι, Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ (+ 1263) μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἡγεμόνων, οἱ Μητροπολίτες Ρωσίας ἅγ. Πέτρος (+ 1326) καί ἅγ. Ἀλέξιος (+ 1378) μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν καί ὁ Κτίτορας τῆς Ἁγίας Ρωσίας ὅσ. Σέργιος τοῦ Ραντονέζ (+ 1392) μεταξύ τῶν Ὁσίων Πατέρων.
Ἅγιοι Ἡγεμόνες. Στό Ρωσικό Ἁγιολόγιο μνημονεύονται μεταξύ ἄλλων ὁ ἅγ. Δανιήλ Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας (+ 1303), ἡ ὁσ. Εὐπραξία – Πριγκίπισσα Εὐφροσύνη τοῦ Πολότσκ (+ 1243), ἡ ὁσ. Εὐφροσύνη – Πριγκίπισα Εὐδοκία τῆς Μόσχας (+ 1407), ἡ ὁσ. Εὐφροσύνη Πριγκίπισσα τοῦ Σούζνταλ (+ 1250), ἡ ἁγ. Ἰουλιανή Πριγκίπισσα τῆς Βιάζμας (+ 1406), ὁ ὅσ. Ἰωάσαφ – Πρίγκιπας Ἀνδρέας τοῦ Κουμπένσκ (+ 1453), ἡ ἁγ. Μάρθα Πριγκίπισσα τοῦ Πσκώφ (+ 1300), ὁ ἅγ. Μιχαήλ Ἡγεμόνας τοῦ Τσερνίκωφ (+ 1245), ὁ Μάρτυρας Μιχαήλ, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ (+ 1318), ὁ ἅγ. Ντόβμοντ – Τιμόθεος Ἡγεμόνας τοῦ Πσκώφ (+ 1299), ὁ ἅγ. Ὄλεγκ Ἡγεμόνας τοῦ Μπριάνσκ (+ 1285), ὁ ἅγ. Ρωμανός Ἡγεμόνας τοῦ Ἄγκλιχ (+ 1285), ἅγ. Ρωμανός Ἡγεμόνας τοῦ Ρυαζάν (+ 1270), ἁγ. Χαριτίνη Πριγκίπισσα τῆς Λιθουανίας (+ 1281), ἡ ὁσ. Βάσσα – Πριγκί-πισσα Θεοδώρα τοῦ Πσκώφ (+ 1473), ἡ ὁσ. Σοφία – Πριγκίπισσα Σολωμονία σύζυγος Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ’ (15ος αἰ.), ὁ ὅσ. Θεοδόσιος - Ἡγεμόνας Θεόδωρος τοῦ Ὀστρόβου (+ 1483), ὁ ὅσ. Ἰγνάτιος - Ἰωάννης Ἡγεμόνας τῆς Βολόγδας (+ 1523) καί ὁ ἅγ. Ἀνδρέας Ἡγεμόνας τοῦ Σμολένσκ (+ 1539).
Ἅγιοι Ἱεράρχες. Μνημονεύουμε τούς Ἁγίους Μάξιμο (+ 1305), Κυπριανό (+ 1406), Φώτιο (+ 1431) καί Ἰωνᾶ (+ 1461) Μητροπ. Ρωσίας, Συμεών (+ 1289), Ἀρσένιο (+ 1409) καί Βαρσανούφιο (+ 1409) Ἐπισκόπους Τβέρ, Ἰωάννη (+ 1373), Διονύσιο (+ 1385) καί Εὐθύμιο (+ 1404) Ἀρχιεπισκόπους Σούζνταλ, Εὐθύμιο (+ 1458), Θεόκτιστο (+ 1310) καί Μωϋσῆ (+ 1362) Ἀρχιεπισκόπους Νόβγκοροντ, Θεόδωρο (+ 1394), Ἰάκωβο τόν Θαυματουργό (+ 1392) καί Ἰγνάτιο τόν Θαυματουργό (+ 1288) ’Αρχιεπισκόπους Ροστώφ, Πιτιρίμ ἐπ. Πέρμ (+ 1445), Μακάριο (+ 1563) καί Φίλιππο Β’ (+ 1569) Μητροπολίτες Ρωσίας, Γεννάδιο (15ος αἰ.), Ἰωνᾶ (+ 1470), Θεόφιλο τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1482) καί Σεραπίωνα (+ 1516) Ἀρχιεπισκόπους Νόβγκοροντ, Μακάριο Ἱερομάρτυρα Μητροπ. Κιέβου (+ 1472), Γεράσιμο ἐπ. Πέρμ (+ 1467) καί Μακάριο Ἱερομάρτυρα τοῦ Γιούριεφ (+ 1472).
Ὅσιοι Πατέρες. Κατά τήν περίοδο τῆς Ταταροκρατίας συνεχίζεται ἡ πνευματική ἀκμή τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἐνῶ ἱδρύεται καί ἀνέρχεται ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου, καθώς καί ἄλλα μοναστικά κέντρα πανρωσικῆς ἀκτινοβολίας (Σολόβκι, Βαλαάμ, κ.ἄ.).
Ἀπό τήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων προῆλθαν ἐκτός ἄλλων οἱ Ὅσιοι Ἀγάθων (13ος – 14ος αἰ.), Βενιαμίν (13ος αἰ.), Γερόντιος (14ος αἰ.), Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός (13ος – 14ος αἰ.), Εὐθύμιος ὁ σιωπηλός (14ος αἰ.), Ζαχαρίας ὁ Νηστευτής (14ος αἰ.), Ἰγνάτιος ὁ Ἡγούμενος (+ 1435), Ἰωσήφ ὁ πολυπαθής (14ος αἰ.), Λαυρέντιος (14ος – 15ος αἰ.) καί Λαυρέντιος ὁ Κανονάρχης (14ος αἰ.), Λογγῖνος (13ος - 14ος αἰ.), Μακάριος ὁ Διάκονος (13ος - 14ος αἰ.), Μαρτύριος (13ος - 14ος αἰ.) καί Μαρτύριος ὁ Διάκονος (13ος - 14ος αἰ.), Μερκούριος (14ος αἰ.), Μωϋσῆς ὁ Οὔγγρος (14ος αἰ.) καί Μωϋσῆς ὁ Θαυματουργός (13ος - 14ος αἰ.), Νέστωρ (14ος αἰ.), Ὀνήσιμος (12ος – 13ος αἰ.), Ὀνούφριος ὁ σιωπηλός (12ος - 13ος αἰ.), Παγκράτιος (13ος αἰ.), Παϊσιος (14ος αἰ.), Παμβώ (13ος αἰ.), Παῦλος ὁ ὑπάκουος (13ος - 14ος αἰ.), Παφνούτιος (13ος αἰ.), Ποιμήν ὁ πολυπαθής (13ος - 14ος αἰ.), Ροῦφος (14ος αἰ.), Σάββας (13ος αἰ.), Σέργιος (13ος αἰ.), Σοφρώνιος (13ος αἰ.), Σπυρίδων ὁ προσφοράρης (13ος αἰ.), Σιλουανός (13ος - 14ος αἰ.), Τίτος ὁ ἀπό στρατιωτῶν (14ος αἰ.) καί Ὑπάτιος ὁ Ἰαματικός (14ος αἰ.).
Στήν ἴδια περίοδο ἀκμάζουν πέραν τοῦ ἁγ. Σεργίου οἱ μαθητές του Ὅσιοι Νίκων Ἡγούμενος τοῦ Ραντονέζ (+ 1426), Ἀνδρόνικος (+ 1395) καί Μιχαίας (14ος αἰ.).
Στήν ἴδια περίοδο ἀνήκουν ἀκόμη οἱ Ὅσιοι Ἀβράμιος τῆς Πετσένγκας (15ος αἰ.) καί Ἀβράμιος τῆς Γαλικίας (+ 1375), Ἀθανάσιος τοῦ Μουρμάνσκ (15ος αἰ.), Ἀθανάσιος τοῦ Χερεποβέτσκ (14ος αἰ.) καί Ἀθανάσιος Ἡγούμενος τοῦ Βισότσκ (14ος αἰ.), Ἀλέξανδρος τοῦ Κούσχτα (+ 1439), Ἀμφιλόχιος Ἡγούμενος τοῦ Γκλουσέτσκ (+ 1452), Ἀρσένιος τοῦ Κόνεβιτς (+ 1447), Βαρλαάμ τοῦ Σενκούρσκ (+ 1462), Βαρνάβας τῆς Βετλοῦγας (+ 1445), Σαββάτιος τοῦ Σολόβκι (+ 1435), Θεράπων (+ 1426) καί Κύριλλος (+ 1427) τῆς Λευκῆς Λίμνης, Ἰάκωβος καί Ἰάκωβος τοῦ Ζελεζνομπόρωφ (15ος αἰ.), Ἰσαάκιος (14ος – 15ος αἰ.) καί Κλήμης (14ος - 15ος αἰ.) τοῦ Νόβγκοροντ, Ἰωάσαφ τοῦ Σνετογκόρσκ (+ 1299), Κασσιανός Ἡγούμενος τοῦ Ἀβνέζχκ (+ 1392), Κόπριος τῆς Πετσένγκας (15ος αἰ.), Κορνήλιος τοῦ Παλαιοστρόβου (+ 1420), Κοσμᾶς Ἡγούμενος τοῦ Κοσίνσκ (13ος αἰ.), Κύριλλος τοῦ Βέλσκ (15ος αἰ.), Λάζαρος τοῦ Μουρμάνσκ (+ 1391), Μακάριος τῆς Πίσμας (14ος αἰ.), Μακάριος τοῦ Ζελτοβόντ (+ 1444), Μεθόδιος τῆς Πεσνόσας (+ 1392), Ξενοφών τῆς Ρομπέϊκας (+ 1262), Παϊσιος τῆς Γαλικίας (+ 1460), Παῦλος (+ 1429) καί Σίλβεστρος (+ 1379) τῆς Ὀμπνόρας, Παχώμιος τῆς Νερέτκας (+ 1381), Σάββας τοῦ Σβενίγκοροντ (+ 1406), Σάββας τῆς Βισέρας (+ 1461), Σέργιος καί Γερμανός τοῦ Βαλαάμ (14ος αἰ.), Σέργιος τῆς Νούρμας (+ 1412), Ἀδριανός τοῦ Ποσεκχόνιε (+ 1550) καί Ἀδριανός τοῦ Ὀντρουσώφ (+ 1549), Ἀθανάσιος τοῦ Σιαντέμσκ (+ 1550), Ἀλέξανδρος τοῦ Ὀσχεβένσκ (+ 1479) καί Ἀλέξανδρος τοῦ Σβίρ (+ 1533), Ἀντώνιος τοῦ Σίγια (+ 1556), Ἀρσένιος τοῦ Κόμελ (+ 1550), Ἀρτέμιος τοῦ Βέρκολα (+ 1545), Γεννάδιος τῆς Κοστρόμας (+ 1565) καί Γεννάδιος τοῦ Βαζχεοζέρσκ (+ 1516), Γερμανός τοῦ Σολόβκι (+ 1484), Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ (+ 1540), Δοσίθεος (+ 1482) καί Εὐφρόσυνος ὁ Θαυματουργός (+ 1481) τοῦ Πσκώφ, Εὐθύμιος τοῦ Σιανζχέμσκ (+ 1465), Ζωσιμᾶς τοῦ Βορμποζόμσκ (+ 1550) καί Ζωσιμᾶς τοῦ Σολόβκι (+ 1478), Θεοδόσιος τῆς Τότμας (+ 1568), Θεόφιλος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἐπ. Νόβγκοροντ (+ 1482), Ἰννοκέντιος (+ 1521), Κορνήλιος (+ 1537), Κασσιανός (+ 1537), Στέφανος (+ 1542) καί Λαυρέντιος (+ 1548) τοῦ Κόμελ, Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ (+ 1515), Κασσιανός τοῦ Ἄγκιλιχ, ὁ Ἕλληνας (+ 1504), Κορνήλιος τοῦ Πσκώφ (+ 1570), Κύριλλος τῆς Νέας Λίμνης (+ 1532), Λογγῖνος τοῦ Κορυαζχέμσκ (+ 1540), Μακάριος τοῦ Κολυαζίν (+ 1483) καί Μακάριος τοῦ Ὀρένεζ (+ 1532), Νεῖλος τῆς Σόρας (+ 1508), Νίκανδρος τοῦ Πσκώφ (+ 1581), Ὀνούφριος τοῦ Μάλσκ (+ 1492), Παϊσιος τοῦ Ἄγκιλιχ (+ 1504), Παφνούτιος τοῦ Μπορόβσκ (+ 1478), Παχώμιος τοῦ Κένα (+ 1516), Σάββας τοῦ Κρυπέτσκ (+ 1495), Σεβαστιανός τοῦ Ποσεκχόνιε (+ 1500), Σίμων τῆς Σάϊγκας (+ 1562), Τρύφων τῆς Πετσένγκας (+ 1583), Τύχων τοῦ Λουζώφ (+ 1503) καί Τύχων τῆς Καλοῦγας (+ 1492) καί Φίλιππος τοῦ Ἰράπ (+ 1527).
Κατά τήν περίοδο τῆς Ταταροκρατίας καί τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας διαδίδεται στή Ρωσία ἡ διά Χριστόν Σαλότητα, μέ κύριους ἐκπροσώπους τούς Ὁσίους Προκόπιο τοῦ Οὔστιουγκ (+ 1303), Θεοδόσιο (+ 1392) καί Νικόλαο (+ 1392) τοῦ Νόβγκοροντ, Μιχαήλ τοῦ Κλόπς (+ 1413), Μάξιμο τῆς Μόσχας (+ 1434), Ἰσίδωρο τοῦ Ροστώφ τόν Θαυματουργό (+ 1474), Ἰωάννη τοῦ Οὔστιουγκ (+ 1494), Λαυρέντιο τῆς Καλοῦγας (+ 1515), Βασίλειο τῆς Μόσχας (+ 1557), Νικόλαο τοῦ Πσκώφ (+ 1576), Ἰωάννη τῆς Μόσχας (+ 1589) καί Ἰωάννη τοῦ Ροστώφ (+ 1580).

2 σχόλια:

  1. Σας ευχαριστώ πολύ για τη μεθοδικότητα και την πλούσια πληροφόρηση!
    καλή συνέχεια,
    ελένη κονδύλη, αν.καθηγήτρια ΕΚΠΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. den uphrxe kan rwssia tote.. ektos ama lete thn mosxa pou autoi xtistike to 1147. ara ola auta pou lete den vgazoun kan nohma

    ΑπάντησηΔιαγραφή