Κυριακή 3 Μαΐου 2009

ΡΩΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (4)
Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1721 – 1917)

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Περιεχόμενα:
1. Ἡ κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου – Ἡ Ἱερά Σύνοδος.
2. Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία.
Α. Αὐτοκράτορες τῆς Ρωσίας (1682 – 1917).
Β. Πρόεδροι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (1721 – 1917).
3. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία κάτω ἀπό τήν Αὐτοκρατορία
4. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ 18ου καί 19ου αἰ.
Α. Μοναχισμός - Ἡ Μονή τῆς Ὄπτινα.
Β. Ἱεραποστολή.
Γ. Ἐκκλησία καί Διανοούμενοι.
5. Ἁγιολογική Κίνηση.

Η ΡΩΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (1721 – 1917)

1. Ἡ κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου – Ἡ Ἱερά Σύνοδος.
Ἡ ἄνοδος στό Ρωσικό Θρόνο τοῦ Πέτρου Α’ τοῦ Μεγάλου (1682 - 1726), σήμανε γιά τήν Ρωσία τήν ἀρχή μιᾶς θύελλας, μιᾶς μορφωτικῆς ἐπαναστάσεως Δυτικοῦ τύπου, μέ σοβαρές συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία καί τόν θρησκευτικό βίο γενικώτερα. Ὁ Πέτρος , ὁ ὁποῖος διακρίνοταν γιά τήν ἀντιπάθειά του πρός τήν Μοσχοβίτικη - Βυζαντινή παράδοση, θέσπισε μία σειρά "προοδευτικῶν" νόμων, ἀντιγράφοντας τά πρότυπα τῶν Προτεσταντῶν Δυτικῶν γειτόνων του, μέ σκοπό τήν πλήρη ὑποταγή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Δυτικοποιημένη Ρωσική Αὐτοκρατορία του.
Ἡ ρήξη τοῦ Πέτρου μέ τήν Ἐκκλησία ἐκδηλώθηκε ἐπίσημα τό 1698, ὅταν ἀρνήθηκε στόν Πατριάρχη Ἀδριανό τό δικαίωμα νά ἱκετεύει "ὑπέρ τῶν θυμάτων τῆς Ἡγεμονικῆς δυσμένειας". Ἀκολούθησε ἡ ἀναβολή τῆς ἐκλογῆς νέου Πατριάρχη, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀδριανοῦ (1700). Ἀντί, σύμφωνα μέ τίς κανονικές διατάξεις, νά συγκαλέσει Σύνοδο γιά τήν ἐκλογή Πατριάρχη, διώρισε Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τόν Μητροπολίτη Ριαζάν Στέφανο Ἰαβόρσκυ. Παράλληλα ἄρχισε νά προωθεῖ στίς κενές Ἐπισκοπικές Ἕδρες πρόσωπα τῶν ἀπόψεων καί ἰδεῶν του. Ἕνα ἀπό αὐτά, ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Πσκώφ Θεοφάνης Προκόποβιτς.
Στέφανος Ἰαβορόσκυ ἦταν Οὐκρανικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στή Γαλικία τό 1658 καί σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί σέ διάφορες σχολές τῆς Πολωνίας. Δίδαξε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί ὅταν ἔγινε μοναχός διορίστηκε Προϊστάμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἔτυχε τῆς προσοχῆς τοῦ Μεγ. Πέτρου κατά τόν ἐπικήδειο λόγο πού ἐκφώνησε στήν ταφή τοῦ Βογιάρου Ἀλεξίου Shein. Τό 1700 χειροτονήθηκε Μητροπ. Ριαζάν ἀπό τόν Πατριάρχη Ρωσίας Ἀδριανό, μέ ἐντολή τοῦ Μεγ. Πέτρου. Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀδριανοῦ διορίστηκε ἀπό τόν Πέτρο Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου καί τό 1721 πρῶτος Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά ἀπεβίωσε τό ἑπόμενο ἔτος 1722. Διακρίθηκε σάν ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί συγγραφέας.
Θεοφάνης Προκόποβιτς γεννήθηκε στό Κίεβο τό 1681, ὅπου σπούδασε, ὅπως καί στή Ρώμη, ἀπ' ὅπου ἐπέστρεψε τό 1704 γιά νά διδάξει στήν Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Ἀρχιεπίσκοπος Πσκώφ χειροτονήθηκε τό 1718 μετά ἀπό ἀπαίτηση τοῦ Μεγ. Πέτρου ἀπό τόν Μητροπ. Στέφανο. Μέ τά ἔργα του "Ἡ δικαιοσύνη τῆς θελήσεως τοῦ Μονάρχη", "Ἔρευνα περί τῶν αἰτίων, γιά τά ὁποῖα οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες, εἰδωλολάτρες καί Χριστιανοί, καλοῦνταν Ποντίφηκες καί πάνω στήν ἔννοια σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ Χριστιανοί Αὐτοκράτορες φέρουν αὐτό τόν τίτλο", ὑποστήριξε τήν ἀπόλυτη ὑπεροχή τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας πάνω στήν ἱερατική.
Ὁ Θεοφάνης συνέταξε καί ἕνα εἶδος Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐκδόθηκε τό 1721 μέ τόν τίτλο "Ἐκκλησιαστικός Κανόνας". Μέ τό καταστατικό αὐτό κείμενο ἡ Ἐκκλησία ὑποβιβάστηκε σέ θέση μοναδική στά χρονικά τῆς Ὀρθοδοξίας καί διατυπώθηκε γιά πρώτη φορά ἡ ἄποψη, ὅτι τό Πατριαρχεῖο ἔπρεπε νά καταργηθεῖ, μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι "πολλοί θεωροῦσαν ἐσφαλμένα τόν Πατριάρχη, σχεδόν τόσο σπουδαῖο, ὅσο καί τόν Αὐτοκράτορα, ἐνῶ ὁ τελευταῖος - μέ τήν ἀπόλυτη ἐξουσία πού ἔχει ἐπί τῶν ὑπηκόων του - δέν ἐπετρέπετο νά συγκριθεῖ μέ κανέναν ἄλλο" (N. Zernov αὐτ. 136).
Ὁ Πέτρος ἦταν θαυμαστής τοῦ Λούθηρου καί τῶν Γερμανικῶν Συνόδων, ἔτσι υἱοθέτησε γιά τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τόν θεσμό τῆς "Ἁγίας Κυβερνώσης Συνόδου", τῆς ὁποίας τά μέλη διορίζονταν ἀπό τόν ἴδιο τόν Αὐτοκράτορα, πρός τόν ὁποῖο ἔδιναν καί τόν ἀκόλουθο ὄρκο: "Ἀναγνωρίζω τῶν Μονάρχη πασῶν τῶν Ρωσιῶν, τόν φιλάδελφο Κύριό μας, σάν τελικό κριτή αὐτοῦ τοῦ συλλογικοῦ σώματος"!
Γιά τόν πλέον ἀποτελεσματικό ἔλεγχο καί αὐτοῦ τοῦ σώματος, ὁ Πέτρος θέσπισε καί τόν θεσμό τοῦ Ἐπιτρόπου, ὁ ὁποῖος ἦταν "ὁ ἄνθρωπος τοῦ Αὐτοκράτορα" μέσα στή Σύνοδο, χωρίς τήν ἔγκριση τοῦ ὁποίου δέν μποροῦσε νά γίνει τό παραμικρό.

2. Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία
Α. Αὐτοκράτορες τῆς Ρωσίας (1682 – 1917)
1682 – 1725 ΠΕΤΡΟΣ Α’ ὁ Μέγας.
1725 – 1727 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Α’
1727 - 1730 ΠΕΤΡΟΣ Β’ .
1730 – 1740 ΑΝΝΑ Ἰβάνοβνα.
1740 – 1741 ΙΒΑΝ Στ’
1741 – 1762 ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Πετρόβνα.
1762 ΠΕΤΡΟΣ Γ’.
1762 – 1796 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Β’ ἡ Μεγάλη.
Διακοπή τῆς ἐξ αἵματος διαδοχῆς τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ.
1796 – 1801 ΠΑΥΛΟΣ Α’.
1801 – 1825 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α’ (ὅσ. Θεόδωρος Κούσμιτς).
1825 – 1855 ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α’.
1855 – 1881 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Β’ ὁ Ἐλευθερωτής.
1881 – 1894 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ’.
1894 – 1917 ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β’.
1917 Ἐπανάστασις - Τέλος τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ.

Ὁ Αὐτοκράτορας Πέτρος Α’ ὁ Μέγας (1682 - 1725), βασίλευσε στή Ρωσία ἀπό τό 1682 μέχρι τό 1721 μέ τόν τίτλο τοῦ Τσάρου καί ἀπό τό 1721 μέχρι τόν θάνατό του, τό 1725, μέ τόν τίτλο τοῦ Αὐτοκράτορα.
Γεννήθηκε στή Μόσχα τήν 9. 6. 1672 καί ἦταν γιός τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβτς (1645 – 1676) ἀπό τήν δεύτερη σύζυγό του Ναταλία Ναρίσκινα. Ὁ Τσάρος Ἀλέξιος ἀπό τήν πρώτη σύζυγό του Μαρία Μιλοσλάβσκαγια εἶχε ἀποκτήσει 13 παιδιά, ἀπό τά ὁποῖα τά περισσότερα πέθαναν σέ παιδική ἡλικία. Κατά τόν θάνατο τοῦ Ἀλεξίου ὑπῆρχαν στή ζωή οἱ Πρίγκιπες Θεόδωρος καί Ἰωάννης καί ἡ Πριγκίπισσα Σοφία καί στό Θρόνο ἀνέβηκε ὁ Θεόδωρος (Τσάρος Θεόδωρος Γ’ Ἀλεξέγιεβιτς, 1676 – 1682), ἄν καί ἦταν ἀνάπηρος καί παραμορφωμένος.
Ὅταν ὁ Θεόδωρος Γ’ ἀπεβίωσε τό 1682 χωρίς διάδοχο, ἄρχισε ἕνας δυναστικός ἀγῶνας μεταξύ τῶν οἰκογενειῶν τῶν συζύγων τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου, τῶν Μιλοσλάβσκυ (πού ὑποστήριζαν τήν ἄνοδο στό Θρόνο τοῦ γιοῦ τῆς Τσαρίνας Μαρίας Μιλοσλάβσκαγιας Πρίγκιπα Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀνάπηρος καί ψυχικά διαταραγμένος) καί τῶν Ναρίσκιν (πού ὑποστήριζαν τόν γιό τῆς Τσαρίνας Ναταλίας Ναρίσκινας Πρίγκιπα Πέτρο). Στήν πρώτη φάση τῆς διαμάχης ὑπερίσχισαν οἱ Ναρίσκιν καί ἔπεισαν τήν Δοῦμα τῶν Βογιάρων νά παρακάμψει τόν Ἰωάννη καί νά ἐκλέξει τόν Πέτρο. Αὐτό ὅμως προκάλεσε τήν ἄμεση ἀντίδραση τῶν Μιλοσλάβσκυ καί τήν ἐξέγερση τῆς Ἀνακτορικῆς Φρουρᾶς (τῶν περίφημων Στρέλτσυ), ἡ ὁποία κράτησε τρεῖς μῆνες καί στοίχισε τήν ζωή πολλῶν ἐπιφανῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας Ναρίσκιν. Τελικά τό καλοκαίρι τοῦ 1682 βρέθηκε μία συμβιβαστική λύση: Νά συμβασιλεύσουν καί οἱ δύο Πρίγκιπες σάν Ἰωάννης Ε’ καί Πέτρος Α’, μέ Βασιλικό Ἐπίτροπο τήν ἀδελφή τους Σοφία, μέχρι τήν ἐνηλικίωσή τους.
Οἱ δύο ἀνήλικοι Τσάροι στέφθηκαν στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου τήν 25. 6. 1682 καί ἡ ἀδελφή τους Σοφία ἄσκησε τά καθήκοντα τῆς Ἀντιβασίλισσας γιά ἑπτά χρόνια. Ὅταν πλησίαζε ἡ ἐνηλικίωση τοῦ Πέτρου ἡ Σοφία προσπάθησε γιά δεύτερη φορά νά τόν ἀπομακρύνει ὑπέρ τοῦ Ἰωάννη, μέ τήν βοήθεια τῶν οἰκογενειακῶν συμμάχων της Στρέλτσυ, ἀλλά τό κίνημα ἀπέτυχε καί ὁ Πέτρος τήν ὑποχρεώσε νά παραιτηθεῖ ἀπό κάθε τίτλο καί ἀξίωση καί τήν ἔκλεισε σέ μοναστήρι.
Τήν οὐσιαστική διακυβέρνηση τῆς Ρωσίας ὁ Πέτρος ἀπέκτησε μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰωάννη Ε’ καί τῆς μητέρας του Ναταλίας (1696), ἀλλά ἡ πρώτη του κίνηση ἦταν νά πραγματοποιήσει ἕνα μυστικό ταξείδι σέ Εὐρωπαϊκές χώρες, συνοδευόμενος ἀπό λίγους ἐμπίστους του, ἀφήνοντας τήν διακυβέρνηση σέ ὁμάδα ἐμπίστων εὐγενῶν ὑπό τόν Θεόδωρο Γιούρεβιτς Ρομοντανόφσκυ.
Ὁ σκοπός τοῦ ταξειδιοῦ αὐτοῦ (πού ἔμεινε στήν Ἱστορία σάν Μεγάλη Πρεσβεία), ἦταν ἡ ἐξασφάλιση τῆς ὑποστηρίξεως τῶν Εὐρωπαϊκῶν Αὐλῶν στήν ἐκστρατεία πού σχεδίαζε ὁ Πέτρος κατά τοῦ Ταταρικοῦ Χανάτου τῆς Κριμαίας καί τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, γιά νά ἀποκτήσει ἡ Ρωσία ἔξοδο στή Μαύρη Θάλασσα. Ὅταν ὅμως διαπίστωσε τήν ἀδιαφορία τῶν Βασιλέων τῆς Εὐρώπης στά σχέδιά του, ἔστειλε τούς συνοδούς του πίσω στή Ρωσία καί ὁ ἴδιος συνέχισε τό ταξείδι του μέ ἄλλο ὄνομα, μέ σκοπό νά γνωρίσει ἀπό κοντά τίς Εὐρωπαϊκές κοινωνίες καί νά ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τίς νεώτερες ἐξελίξεις. Ἔτσι σπούδασε Ναυπηγική στήν Ὀλλανδία καί Στρατιωτικές Ἐπιστήμες στήν Αὐστρία, ἐνῶ ἔστειλε τόν ἔμπιστό του Βόριδα Σερεμέτιεβ στή Μάλτα, γιά νά μελετήσει τήν στρατιωτική τέχνη τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν.
Τό ταξείδι τοῦ Πέτρου στήν Εὐρώπη διέκοψε τό 1698 μία νέα ἐξέγερση τῶν Στρέλτσυ. Ἐπιστρέφοντας ὁ Πέτρος στή Ρωσία ἔφερε μαζί του ὄχι μόνο νέες ἰδέες, ἀλλά καί πολλούς συμβούλους ἀπό τίς χώρες πού ἐπισκέφθηκε καί ἄρχισε ἕνα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ἐκσυγχρονισμοῦ - ἐκδυτικισμοῦ τῆς Ρωσίας, τά κύρια σημεῖα τοῦ ὁποίου ἦταν τά ἀκόλουθα:
Γιά νά περιορίσει τά δικαιώματα τῶν Βογιάρων (εὐγενῶν) ἀναδιάρθρωσε τόν Στρατό σύμφωνα μέ τό Γερμανικό σύστημα καί δημιούργησε μόνιμο στράτευμα, καταργῶντας τούς Στρέλτσυ πού ἀποτελοῦνταν κυρίως ἀπό γόνους εὐγενῶν οἰκογενειῶν. Ἀκόμη τό 1722 - μετά τήν πολιτειακή ἀλλαγή τοῦ 1721, μέ τήν ὁποία τό Ρωσικό Κράτος ὀνομάστηκε Αὐτοκρατορία - σέ μία προσπάθεια νά περιστείλει ἀκόμη περισσότερο τά δικαιώματα τῶν Βογιάρων, ἄλλαξε τά πρωτόκολλα πού καθόριζαν τούς τίτλους εὐγενείας καί ἀπένειμε τίτλους σέ πρόσωπα ταπεινῆς καταγωγῆς (ὅπως στήν ἐρωμένη καί ἔπειτα σύζυγό του Αἰκατερίνη Ἀλεξέγιεβνα). Παράλληλα τροποποίησε τούς κανόνες διαδοχῆς στό Ρωσικό Θρόνο, δίνοντας ὑπό ὅρους τό δικαίωμα στό Μονάρχη νά ὁρίζει ἐκεῖνος τόν διάδοχό του καί ἐπέτρεψε τήν ἄνοδο σ’ αὐτόν καί γυναικῶν, ὁρίζοντας τό 1724 συγκυ-βερνήτη τήν σύζυγό του Αἰκατερίνη (ἔπειτα Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Α’).
Δημιούργησε τόν πρῶτο Ρωσικό Στόλο, ἱδρύοντας ταυτόχρονα καί Ναυτικές Ἀκαδημίες μέ Ὀλλανδούς καί Ἄγγλους ἐκπαιδευτές. (Ὁ πρῶτος Ρωσικός Ναύσταθμος ἐγκαινιάσθηκε τήν 12. 9. 1698 στό Τανγκαρόγκ).
Ἐνίσχυσε τήν ἐκπαίδευση ἱδρύοντας πολλά ἀνώτερα ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα, ὅπως τήν Ναυτική Ἀκαδημία (1701), τήν Στρατιωτική Ἀκαδημία (1701), τήν Ἰατρική Σχολή (1707), τήν Σχολή Μηχανικῶν (1712), τό Οἰκονομικό Κολλέγιο (1718), τό Βιομηχανικό Κολλέγιο (1718), τήν Σχολή Φυσικῶν Ἐπιστημῶν (1724), κ. ἄ. καί ἐνθάρρυνε τήν μετάβαση Ρώσων στή Δυτική καί Κεντρική Εὐρώπη γιά σπουδές.
Ἀπαγόρευσε τήν Ρωσική ἐθνική ἐνδυμασία καί ἐπέβαλε τήν Εὐρωπαϊκή,καθώς καί τίς μακριές γενειάδες πού ἔφεραν κυρίως οἱ εὐγενεῖς, σάν σύμβολο κύρους καί ἐπιρροῆς.
Στόν ἐκκλησιαστικό τομέα ἡ ἄνοδος στό Ρωσικό Θρόνο τοῦ Πέτρου σήμανε εἶχε σοβαρές συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία καί τόν θρησκευτικό βίο γενικώτερα. Ὁ Πέτρος , ὁ ὁποῖος διακρίνοταν γιά τήν ἀντιπάθειά του πρός τήν Μοσχοβίτικη - Βυζαντινή παράδοση, θέσπισε μία σειρά "προοδευτικῶν" νόμων, ἀντιγράφοντας τά πρότυπα τῶν Προτεσταντῶν Δυτικῶν γειτόνων του, μέ σκοπό τήν πλήρη ὑποταγή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Δυτικοποιημένη Ρωσική Αὐτοκρατορία του.
Ἡ ρήξη τοῦ Πέτρου μέ τήν Ἐκκλησία ἐκδηλώθηκε ἐπίσημα τό 1698, ὅταν ἀρνήθηκε στόν Πατριάρχη Ἀδριανό τό δικαίωμα νά ἱκετεύει "ὑπέρ τῶν θυμάτων τῆς Ἡγεμονικῆς δυσμένειας". Ἀκολούθησε ἡ ἀναβολή τῆς ἐκλογῆς νέου Πατριάρχη, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀδριανοῦ (1700). Ἀντί, σύμφωνα μέ τίς κανονικές διατάξεις, νά συγκαλέσει Σύνοδο γιά τήν ἐκλογή Πατριάρχη, διώρισε Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τόν Μητροπολίτη Ριαζάν Στέφανο Ἰαβόρσκυ. Παράλληλα ἄρχισε νά προωθεῖ στίς κενές Ἐπισκοπικές Ἕδρες πρόσωπα τῶν ἀπόψεων καί ἰδεῶν του. Ἕνα ἀπό αὐτά, ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Πσκώφ Θεοφάνης Προκόποβιτς.
Ὁ Πέτρος ἦταν θαυμαστής τοῦ Λούθηρου καί τῶν Γερμανικῶν Συνόδων, ἔτσι υἱοθέτησε γιά τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τόν θεσμό τῆς "Ἁγίας Κυβερνώσης Συνόδου", τῆς ὁποίας τά μέλη διορίζονταν ἀπό τόν ἴδιο τόν Αὐτοκράτορα, πρός τόν ὁποῖο ἔδιναν καί τόν ἀκόλουθο ὄρκο: "Ἀναγνωρίζω τῶν Μονάρχη πασῶν τῶν Ρωσιῶν, τόν φιλάδελφο Κύριό μας, σάν τελικό κριτή αὐτοῦ τοῦ συλλογικοῦ σώματος"!
Γιά τόν πλέον ἀποτελεσματικό ἔλεγχο καί αὐτοῦ τοῦ σώματος, ὁ Πέτρος θέσπισε καί τόν θεσμό τοῦ Ἐπιτρόπου, ὁ ὁποῖος ἦταν "ὁ ἄνθρωπος τοῦ Αὐτοκράτορα" μέσα στή Σύνοδο, χωρίς τήν ἔγκριση τοῦ ὁποίου δέν μποροῦσε νά γίνει τό παραμικρό.
Ὁ Πέτρος πέρα ἀπό τήν καταστατική ἀλλαγή πού ἀφοροῦσε τήν θέση τῆς Ἐκκλησίας μέσα στό κράτος του καί τήν διοίκησή Της, προχώρησε στή δήμευση μεγάλου μέρους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καί Μοναστηριακῆς περιουσίας καί κατάργησε τό παλαιο-Ρωσικό Ἡμερολόγιο πού μετροῦσε «ἀπό κτήσεως κόσμου» καί ἄρχιζε τόν μῆνα Σεπτέμβριο.
Τό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα τοῦ Μεγ. Πέτρου δέν ὑλοποιήθηκε ἀναίμακτα. Οἱ ἀντιδράσεις στίς μεταρρυθμίσεις του ἦσαν πολλές, ἀλλά καί δική του ἀντίδραση βίαιη. Λ.χ. κατά τήν καταστολή τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Τρέλτσυ (1698), 1.200 ἐπίλεκτοι φρουροί θανατώθηκαν μέ βασανιστήρια καί ὁ Πέτρος ἦταν μεταξύ τῶν δημίων, ἐνῶ τό 1718, δέν δίστασε νά ἐκτελέσει τόν γιό καί διάδοχό του Ἀλέξιο μέ τήν κατηγορία τῆς ἀνυπακοῆς!
Ἐπίσης τό οἰκονομικό κόστος τῶν μεταρρυθμίσεων ἦταν πολύ μεγάλο, μέ ἀποτέλεσμα τήν βαρειά φορολογία τόσο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν εύγενῶν, ὅσο καί τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ (τότε φορολογήθηκαν γιά πρώτη φορά ἀκόμη καί οἱ δουλοπάροικοι). Μάλιστα γιά νά ἐξασφαλίσει πρόσθετα ἔσοδα νομιμοποίησε τό κάπνισμα, στό ὁποῖο ἐπέβαλε ὑψηλούς φόρους, ἐπέβαλε τόν φόρο τῆς γενειάδας (γιά ὅσους Βογιάρους ἤθελαν νά τρέφουν γενειάδα!), καθώς καί τόν φόρο γιά ὅσους ἐπέμεναν νά χρησιμοποιοῦν τό παλαιο-Ρωσικό Ἡμερολόγιο!
Στόν ἐξωτερικό τομέα ὁ Πέτρος - στήν προσπάθειά του νά ἀποκτήσει ἡ Ρωσία διέξοδο στή Βαλτική Θάλασσα – συμμετεῖχε στό λεγόμενο Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο κατά τῆς Σουηδίας. Κατά τούς δύο αἰῶνες πού προηγήθηκαν τοῦ Πέτρου, ἡ Σουηδία εἶχε ἀναδειχθεῖ μέ μεγάλη Εὐρωπαϊκή δύναμη καί εἶχε κατακτήσει ὅλα τά Ρωσικά ἐδάφη βόρεια καί δυτικά τοῦ Νόβγκοροντ. Τήν 22. 11. 1699 ὑπογράφτηκε στή Μόσχα ἡ Συνθήκη τοῦ Πρεομπαζένσκοε, μέ τήν ὁποία οἱ χῶρες πού θίγονταν ἀπό τήν Σουηδική ἐπεκτατική πολιτική (τό βασίλειο τῆς Δανίας – Νορβηγίας, ἡ Πρωσία καί ἡ Ρωσία), κήρυξαν τόν πόλεμο στή Σουηδία. Στή συμμαχία αὐτή τό 1701 ἐντάχθηκε καί ἡ Κοινοπολιτεία τῆς Πολωνίας – Λιθουανίας. Κατά τόν πόλεμο αὐτό ὁ Πέτρος ἀρχικά ἠττήθηκε στή Μάχη τῆς Νάρβας, ἀλλά τελικά ἐπιβλήθηκε στή Μάχη τῆς Πολτάβας (8. 7. 1709) τοῦ Σουηδοῦ Βασιλέως Καρόλου ΙΒ’, ὁ ὁποῖος καταδιωκόμενος κατέφυγε στήν ΚΠολη. Αὐτό ἔφερε σέ ρήξη τόν Πέτρο μέ τόν Σουλτάνο Ἀχμέτ Γ’ καί τό 1710 ὁ Πέτρος εἰσέβαλε στήν Μολδαβία. Ἡ πρώτη αὐτή Ρωσο - Τουρκική σύγκρουση ἦταν δυσμενής γιά τούς Ρώσους πού ἠττήθηκαν στή Μάχη τοῦ Χούς καί ἀναγκάστηκαν νά συνάψουν τήν Εἰρήνη τοῦ Προύθου (1711).
Στή συνέχεια ὁ Πέτρος πέτυχε νά καταστρέψει τόν Σουηδικό Στόλο στή Ναυμαχία τοῦ Γκανγκούτ (1714) καί τελικά μέ τήν Συνθήκη τοῦ Νίϊσταντ (10. 9. 1720) οἱ Σουηδοί ἀναγνώρισαν τήν σέ βάρος τους ἀπώλεια τῶν Βαλτικῶν Ἐπαρχιῶν.
Στήν προσπάθειά του νά βρεῖ συμμάχους στίς στρατιωτικές του προσπάθειες ὁ Πέτρος προσεταιρίστηκε καί τόν Κοζάκο Ἀταμάνο Μαζέππα, ὁ ὁποῖος ἀρχικά τόν βοήθησε στούς πολέμους του κατά τῶν Ὀθωμανῶν, ἀλλά στή συνέχεια τάχθηκε μέ τό μέρος τῶν Πολωνῶν.
Μετά τίς ἐπιτυχίες αὐτές ὁ Πέτρος προχώρησε σέ πολιτειακή ἀλλαγή καί τό 1721 ὀνόμασε τό Ρωσικό Κράτος Αὐτοκρατορία καί τόν ἑαυτό του Αὐτοκράτορα, ἐγκαθιδρύοντας ἔτσι ἕνα πολιτειακό σχῆμα πού ἄντεξε μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.
Στό ἔργο τοῦ Μεγ. Πέτρου περιλαμβάνεται καί ἡ ἵδρυση τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Μόλις κατέλαβε τίς Βαλτικές Ἐπαρχίες καί πρίν κἄν τοῦ ἀναγνωριστοῦν μέ τήν Συνθήκη τοῦ Νίϊσταντ (1720), ἵδρυσε τό 1703 στό μυχό τοῦ Φιννικοῦ Κόλπου, στό Δέλτα τοῦ ποταμοῦ Νέβα, τήν πόλη πού πῆρε τό ὄνομά του. Γιά νά διαμορφώσει τίς βαλτώδεις περιοχές πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ, χρησιμοποίησε χιλιάδες δουλοπαροίκους καί αἰχμαλώτους τῶν πολέμων του. Στήν ἐποχή του ἀνήκουν τά Ἀνάκτορα τοῦ Πέτερχωφ μέ τούς περίφημους κήπους, πού ἀποτελοῦν ἐπίτευγμα ἀρχιτεκτονικῆς τοπίου καί ὑδραυλικῆς μηνανικῆς, καί ὁ Καθεδρικός Ναός τῶν ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, στό ὁμώνυμο φρούριο, τόπος ταφῆς τῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ.
Ἄν καί κατά τοῦ Μοναχισμοῦ ὁ Πέτρος (ἔφτασε, μάλιστα, νά ἀπαγορεύσει στούς μοναχούς νά ἔχουν γραφική ὕλη στό κελλί τους!) ἵδρυσε τό 1723 Μονή στήν Ἁγία Πετρούπολη, πρός τιμή τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι καί τό 1724 κατέθεσε ἐκεῖ τό ἀδιάφθορο Λείψανό του (ἀργότερα ἡ Μονή ὀνομάστηκε Λαύρα).
Ταυτόχρονα μέ τήν ἵδρυση τῆς πόλης ὀχύρωσε τό νησί τῆς Κροστάνδης (1704) καί τό 1720 δημιούργησε ἐκεῖ τήν περίφημη ὁμώνυμη ναυτική βάση τοῦ Ρωσικοῦ Στόλου τῆς Βαλτικῆς, γνωστή καί ἀπό τίς ἐξεγέρσεις τοῦ 1905 (κατά τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’) καί τοῦ 1921 (κατά τῶν Σοβιετικῶν).
Ἡ Ἁγία Πετρούπολη ἦταν τό Παράθυρο τῆς Ρωσίας στή Δύση καί τό 1712 ὀνομάστηκε πρωτεύουσα τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας, τίτλο πού κράτησε μέχρι τό 1918.
Στήν προσωπική του ζωή ὁ Πέτρος μετά τήν ἐπιστροφή του στή Ρωσία χώρισε τήν πρώτη του σύζυγο Εὐδοξία Λουπόχινα καί ἀπέκτησε διαδοχικά πολλές ἐρωμένες. Τό 1707 νυμφεύθηκε μυστικά τήν ἐρωμένη του Αἰκατερίνη Ἀλεξέγιεβνα (ἔπειτα Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Α’ , 1725 – 1727), μία Λιθουανικῆς καταγωγῆς καλλονή, κόρη νεκροθάφτη, ἐρωμένη πολλῶν καί διαφόρων πρίν τόν γνωρίσει. Μέ τήν Αἰκατερίνη ὁ Πέτρος ἀπέκτησε ἑπτά παιδιά (μεταξύ αὐτῶν καί τήν ἔπειτα Αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ, 1741 – 1762) καί τό 1724 τήν ὀνόμασε συγκυβερνήτη τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὁ Μέγας Πέτρος ἀπεβίωσε τήν 28. 1. 1825 , σέ ἡλικία μόλις 53 ἐτῶν, ἀπό προβλήματα στό οὐροποιητικό σύστημα, καί ἐνταφιάστηκε στόν Κάθεδρικό Ναό τῶν ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, στό ὁμώνυμο φρούριο στήν Ἁγία Πετρούπολη.
Γιά τά ἐπιτεύγματά του ἡ Ρωσική Ἱστορία τοῦ ἐπένειμε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου καί τόν ὀνόμασε Πατέρα τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
History of the Russian Empire under Peter the Great”, τόμος 1ος 1759, τόμος 2ος 1763.
B. Dmytryshyn, “Modernization
of Russia under Peter I and Catherine II”, 1974.
M. S. Anderson, “Peter the Great”, 1978.
R. K. Massie, “Peter the Great: His life and world”, 1980.
Τοῦ ἰδίου, “Peter the Great”, 1981.
N. Riasonovsky, “The image of Peter the Great in Russian History anf thought”, 1985.
H. Troyat, “Peter the Great”, 1987.
St. Graham, “Peter the Great: A life of Peter I of Russia called the Great”.
P. Kolvaevsky, “Petr Velikii i ego genii”, 1992.
L. Hughes, “Russia in the age of Peter the Great”, 1998. Καί Ἑλληνική ἔκδοση ἀπό τίς Ἐκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, 1998.
Τοῦ ἰδίου, “Peter the Great: A biography”, 2002.
Τοῦ ἰδίου, “Peter the Great and the West: New Perspectives”, 2001.

Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Α’ (1725 – 1727), γεννήθηκε τό 1684 στή σημερινή Ἐσθονία, ὅταν ἦταν κάτω ἀπό Σουηδική κατοχή. Ἦταν κόρη τοῦ Σαμουήλ Scowronsky, Λιθουανοῦ χωρικοῦ νεκροθάφτη, καί τῆς Ἐλισάβετ Moritz καί ὀνομάζονταν Μάρθα. Ὅταν οἱ γονεῖς της πέθαναν κατά τήν διάρκεια ἐπιδημείας (1684/85), τήν περιμάζεψε ἕνας Λουθηρανός Πάστορας σάν ὑπηρέτρια. Ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν παντρεύτηκε ἕνα Σουηδό δραγῶνο. Ὅταν οἱ Ρῶσοι κατέλαβαν τήν περιοχή ὁ προστάτης της Πάστορας προσλήφθηκε ἀπό τόν Στρατηγό Βόριδα Σερεμέτιεφ, γιά νά ἐργαστεῖ στή Μόσχα σάν διερμηνέας καί μετακόμισε μαζί μέ τήν Μάρθα πού ἄφησε τόν σύζυγό της καί ἔγινε ἐρωμένη τοῦ Στρατηγοῦ. Ἀργότερα ἡ Μάρθα ἐντάχθηκε στό προσωπικό τοῦ Πρίγκιπα Ἀλεξάνδρου Μέσνικωφ, στενοῦ φίλου τοῦ Μεγ. Πέτρου, τοῦ ὁποίου ἔγινε ἐπίσης ἐρωμένη.
Τό 1703 ἔγινε ἐρωμένη τοῦ Μεγ. Πέτρου καί τό 1705 ἀσπάστηκε τήν Ὀρθοδοξία μέ τό ὄνομα Αἰκατερίνη Ἀλεξέγιεβνα. Τό 1707 ὁ Πέτρος τήν νυμφεύθηκε μυστικά καί τό 1712 ἐπίσημα, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Ἰσαάκ καί τήν ἔστεψε Αὐτοκράτειρα. Μαζί του ἀπέκτησε ἑπτά παιδιά (μεταξύ αὐτῶν τήν ἔπειτα Αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ). Τό 1724 ὁ Πέτρος τήν ὀνόμασε συγκυβερνήτη τῆς Ρωσίας.
Διαδέχθηκε στό Ρωσικό Θρόνο τόν Μεγ. Πέτρο τό 1725 καί βασίλευσε δύο χρόνια, πρώτη γυναῖκα στό Ρωσικό Θρόνο στή διάρκεια τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας. Κατά τήν βασιλεία της συνεχίστηκε τό πρόγραμμα ἐκμοντερνισμοῦ τῆς Ρωσίας πού εἶχε ἀρχίσει ὁ Μέγας Πέτρος.
Ἡ Αἰκατερίνη ἔδωσε τό ὄνομά της στά Ἀνάκτορα τοῦ Αἰκατερίνχοφ καί συνέχισε τό ἔργο τῆς ἱδρύσεως τῆς Ρωσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Ἀπεβίωσε τό 1727, σέ ἡλικία 43 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε στόν Κάθεδρικό Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, στήν Ἁγία Πετρούπολη.

Αὐτοκράτορας Πέτρος Β’ (1727 – 1730), γεννήθηκε τήν 18. 10. 1715 στήν Ἁγία Πετρούπολη καί ἦταν γιός τοῦ Τσάρεβιτς Ἀλεξίου Πέτροβιτς (γιοῦ τοῦ Μεγάλου Πέτρου) καί τῆς α’ συζύγου του Εὐδοξίας Lopukhina. Νωρίς ἔμεινε ὀρφανός καί μεγάλωσε στά Ἀνάκτορα, ἀγνοούμενος συστηματικά ἀπό τόν παπποῦ του Μεγ. Πέτρο καί τήν σύζυγό του Αἰκατερίνη Α’.
Τό 1927 (18. 5), μετά τόν θάνατο τῆς Αἰκατερίνης Α’, μία ὁμάδα φιλόφοξων Αὐλικῶν τόν ἀνέβασε στό Ρωσικό Θρόνο, σέ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν. Ἀπεβίωσε τό 1730, σέ ἡλικία 15 ἐτῶν, καί ἐνταφιάστηκε στόν Κάθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Κρεμλῖνο, ὁ μοναδικός Ρῶσος Μονάρχης τῆς Αὐτοκρατορικῆς Περιόδου (οἱ λοιποί, ἀπό τόν Μεγ. Πέτρο καί ἔπειτα, ἐνταφιάστηκαν στόν Καθεδρικό Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου Ἁγίας Πετρουπόλεως).
Μέ τόν θάνατό του διακόπηκε ἡ ἀπ’ εὐθείας γραμμή διαδοχῆς ἄρρενων ἀπογόνων τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ.

Αὐτοκράτεια Ἄννα Ἰβάνοβνα (1730 – 1740), ἦταν κόρη τοῦ συναυτοκράτορα καί ἑτεροφαλοῦς ἀδελφοῦ τοῦ Μεγ. Πέτρου Ἰωάννη Ε’ (1682 – 1696). Τό 1710 παντρεύτηκε τόν Δοῦκα Φρειδερῖκο Γουλιέλμο τοῦ Gourland (Δυτ. Λιθουανία), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπεβίωσε τό ἑπόμενο ἔτος 1711. Τό 1730, μέ τόν θάνατο τοῦ Αὐτοκράτορα Πέτρου Β’ (1727 – 1730), τό Ἀνώτατο Ρωσικό Συμβούλιο κάτω ἀπό τόν Πρίγκιπα Δημήτριο Γκολίτσιν, ἀνέβασε τήν Ἄννα.
Μεταξύ στίς δεσμεύσεις τῆς νέας Αὐτοκράτειρας ἦταν ἡ φιλελευθεροποίηση τοῦ καθεστώτος καί ἡ σταδιακή μετατροπή του σέ Συνταγματική Μοναρχία, ὅμως ἡ Ἄννα παρασπόνδισε καί μέ τήν βοήθεια τῶν εὐγενῶν καί τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς διέλυσε τό Ἀνακτοβούλιο καί ἐξόρισε τά μέλη του στή Σιβηρία.
Κατά τήν βασιλεία της ἀναδιοργανώθηκε ἡ Ὑπηρεσία Ἀσφαλείας (τήν ὁποία ἡ Ἄννα χρησιμοποίησε γιά νά ἐλέγχει καί νά τρομοκρατεῖ τούς ἀντιπάλους της). Ἄν καί δέν μετακίνησε τήν πρωτεύουσα ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη, ζοῦσε κυρίως στήν Μόσχα. Δίσπιστη ἀπέναντη στούς Ρώσους εὐγενεῖς, τούς ἀντικατέστησε στή διοίκηση μέ Γερμανούς τεχνοκράτες. Συμμάχησε μέ τόν Αὐτοκράτορα Κάρολο Στ’ τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί συμμετεῖχε στόν Πόλεμο τῆς Πολωνικῆς Διαδοχῆς (1733 – 1735). Κήρυξε τόν πόλεμο στούς Τούρκους, ἀλλά ἡ σύναψη χωριστῆς εἰρήνης μεταξύ Καρόλου καί Ὑψηλῆς Πύλης, περιώρισε τίς Ρωσικές ἐπιτυχίες μόνο στήν περιοχή τοῦ Ἀζώφ, τό ὁποῖο προσαρτήθηκε στή Ρωσία τό 1739 καί ἔτσι ἀποκτήθηκε ἔξοδος καί πρός τήν Μαύρη Θάλασσα.
Σέ μία προσπάθεια νά ἀποκλείσει ἀπό τήν διαδοχή τούς ἀπογόνους τοῦ Μεγ. Πέτρου, υἱοθέτησε καί ὅρισε τήν 5. 10. 1740 διάδοχό της τόν ἔπειτα Ἰωάννη Στ’ (1740 -1741), γιό τοῦ Πρίγκιπα Ἀντωνίου Οὔλριχ τοῦ Brunswick – Luneburg καί τῆς Ἄννας Λεοπόλντοβνας τοῦ Mecklenburg. Ἀπεβίωσε δώδεκα ἡμέρες ἀργότερα (τήν 17.10. 1740), σέ ἡλικία 47 ἐτῶν, ἀπό νόσο τῶν νεφρῶν.

Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Στ’ (1740 – 1741), γεννήθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη τήν 23. 8. 1740 καί ἦταν γιός τοῦ Πρίγκιπα Ἀντωνίου Οὔλριχ τοῦ Brunswick – Luneburg καί τῆς Ἄννας Λεοπόλντοβνας τοῦ Mecklenburg. Τήν 5. 10. 1740 υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Αὐτοκράτειρα Ἄννα Ἰβάνοβνα (1730 - 1740) καί ὀνομάστηκε διάδοχός της. Ἀνέβηκε στό Ρωσικό Θρόνο σέ ἡλικία μερικῶν μηνῶν, μετά τόν θάνατο τῆς Ἄννας (17. 10. 1740), μέ Ἀντιβασιλέα τόν Δοῦκα τοῦ Gourland (Δυτ. Λιθουανία) Ἐρνέστο Ἰωάννη Von Biron. Δεκατρεῖς μῆνες ἀργότερα (25. 11. 1741), ἕνα πραξηκόπημα ἔφερε στόν Θρόνο τήν Ἐλισάβετ Πετρόβνα (1741 – 1762) καί ὁ Ἰωάννης μέ τήν οἰκογένειά του φυλακίστηκε στό φρούριο τοῦ Dunamunde.
Ἡ Ἐλισάβετ ἀντιμετώπισε τόν Ἰωάννη μέ μεγάλη σκληρότητα. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1744 ὁ ὑψηλός κρατούμενος μεταφέρθηκε στό φρούριο τοῦ Χολμογκόρσκ, ὅπου ἀπομονώθηκε. Τό 1756 μεταφέρθηκε στό φρούριο τοῦ Σλίσελμπουργκ, χωρίς ὁ διοικητής τοῦ φρουρίου νά γνωρίζει τήν πραγματική του ταυτότητα.
Ὅταν βασίλευσε ὁ Πέτρος Γ΄ (1762), τόν ἐπισκέφθηκε στή φυλακή του καί τοῦ ἔδειξε συμπάθεια, ἀλλά ἡ ἀνατροπή τοῦ Πέτρου ἀπό τήν σύζυγό του Αἰκατερίνη Β’ προκάλεσε στόν Ἰωάννη νέα δεινά. Μεταξύ ἄλλων ἡ Αἰκατερίνη εἶχε διατάξει τήν ἐκτέλεσή του, σέ περίπτωση ἀπόπειρας ἀπελευθερώσεώς του. Τό 1764 ὁ Βασίλειος Μίροβιτς ἀνακάλυψε τήν πραγματική ταυτότητα τοῦ κρατουμένου καί προσπάθησε νά τόν ἀπελευθερώσει, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτελεστεῖ ἀπό τούς δεσμοφύλακες, τήν 5. 7. 1764. Ἐνταφιάστηκε μυστικά μέσα στό φρούριο – φυλακή του.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
M. Semevsky, “Ivan VI Antonovich”, 1866.
A. Brucker, “The Emperor Ivan VI and his family”, 1874.
V. A. Bilbasov, “Geschichte Catherine II”, 1891.
R. N. Barin, “The pupils of Peter the Great”, 1897.

Αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πετρόβνα (1741 – 1762), γεννήθηκε τήν 18. 12. 1709 στό Κολομένσκογιε τῆς Μόσχας καί ἦταν δευτερότοκη κόρη τοῦ Μεγάλου Πέτρου (1682 – 1725) καί τῆς Αἰκατερίνης Α’ (1725 – 1727), πού εἶχαν συζευχθεῖ μυστικά στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Νοέμβριο τοῦ 1707 (ὁ γάμος τους ἀνακοινώθηκε ἐπίσημα τό 1712). Τήν 6. 3. 1711 ὀνομάστηκε ἀπό τόν πατέρα της Διάδοχος τοῦ Ρωσικοῦ Θρόνου, ἀλλά τελικά τόν Πέτρο Α’ διαδέχτηκαν ἡ σύζυγός του Αἰκατερίνη Α’ (1725 - 1727), ὁ Πέτρος Β’ (1727 – 1730), ἡ Ἄννα Ἰβάνοβνα (1730 – 1740) καί ὁ Ἰωάννης Στ’ (1740 – 1741). Τελικά ἀνέβηκε στό Θρόνο μέ πραξηκόπημα, τήν 25. 11. 1741.
Συμμετεῖχε στόν Πόλεμο τῆς Αὐστριακῆς Διαδοχῆς (1740 – 1748) καί στόν λεγόμενο Ἑπταετῆ Πόλεμο (1756 – 1763). Ἀναγνωρίζοντας τίς ἱκανότητες τοῦ Ἀλεξίου Μπεστούζεφ – Ριούμιν, τόν διόρισε Ἀντικαγγελάριο (Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν). Τό 1743 ἔλυσε τίς συνοριακές διαφορές μέ τήν Σουηδία, ἀποσπῶντας μέ τήν Συνθήκη τοῦ Ἄμπο τήν νότια Φινλανδία. Τό 1748 μέ τήν Συνθήκη τοῦ Ἄαχεν τερμάτισε τόν Πόλεμο τῆς Αὐστριακῆς Διαδοχῆς.
Κατά τήν βασιλεία της ἡ Ρωσική Αὐλή ἦταν ἡ πολυτελέστερη τῆς Εὐρώπης. Χρηματοδότησε τόν Ἀρχιτέκτονα Βαρολομαῖο Ραστρέλι στήν ἀνέγερση κτηρίων ρυθμοῦ Μπαρόκ (ὅπως τοῦ Χειμερινοῦ Ἀνακτόρου καί τῶν Ἀνακτόρων τοῦ Πέτερχωφ καί τοῦ Τσάρσκοε Σέλο). Φίλος καί προστάτης τῶν Γραμμάτων καί τῶν Τεχνῶν, ἐνθάρρυνε τόν Λομονόσωφ στήν ἵδρυση τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μόσχας καί τόν Σουβάλωφ στήν ἵδρυση τῆς Ἀκαδημίας Καλῶν Τεχνῶν τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Παρά τό γεγονός, ὅτι ἐνίσχυσε τίς ἐξουσίες τῶν εὐγενῶν, ἐνῶ περιόρισε τίς ὑποχρεώσεις τους πρός τό Κράτος, ἦταν ἐξαιρετικά ἀγαπητή στό Ρωσικό λαό, διότι κατάργησε τήν θανατική ποινή καί ἀπομάκρυνε τούς Γερμανούς συμβούλους ἀπό τήν διακυβέρνηση.
Ἀπεβίωσε τήν 25. 12. 1761 καί ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἦταν ἡ τελευταῖα ἐκπρόσωπος τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ, διότι στό ἐξῆς οἱ Αὐτοκράτορες τῆς Ρωσίας ἦταν Γερμανικῆς καταγωγῆς.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
Robert Conghlam, “Elizabeth and Catherine”, 1974.

Αὐτοκράτορας Πέτρος Γ’ (1762), γεννήθηκε στό Κίελο τῆς Γερμανίας καί ἦταν γιός τοῦ Δοῦκα Καρόλου Φρειδερίκου τοῦ Holstein - Gottorp καί τῆς κόρης τοῦ Μεγ. Πέτρου (ἀπό τήν Αἰκατερίνη Α’ ) Ἄννας. Τό 1739 ἀπεβίωσε ὁ πατέρας του καί ἀνέλαβε ὁ ἴδιος σάν Κάρολος Πέτρος Οὔλριχ. Τό 1742 ἡ θεία του Αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ τόν ἔφερε στή Ρωσία καί τόν ὀνόμασε διάδοχό της. Τό ἴδιο ἔτος ὀνομάστηκε Βασιλιᾶς τῆς Φινλανδίας καί ἐξελέγη Διάδοχος τοῦ Σουηδικοῦ Θρόνου ἀπό τό Σουηδικό Κοινοβούλιο.
Ἄν καί ἦταν μᾶλλον ὁμοφυλόφιλος ἡ θεία του Ἐλισάβετ τόν νύμφευσε μέ τήν β’ ἐξαδέλφη του Σοφία – κόρη τοῦ Πρίγκιπα Χριστιανοῦ Αὐγούστου τοῦ Anhalit - Zerbst καί τῆς Ἰωάννας Ἐλισάβετ τοῦ Holstein - Gottorp (ἔπειτα Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Β’). Ὁ γάμος αὐτός δέν ἦταν εὐτυχισμένος, ἀλλά γεννήθηκε ὁ ἔπειτα Αὐτοκράτορας Παῦλος Α’, ἄν καί ἡ Αἰκατερίνη στό Ἡμερολόγιό της ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι πατέρας του ἦταν ὁ ἐραστής της Σέργιος Σαλτίκωφ!
Ὁ Πέτρος Γ’ ἀνέβηκε στό Ρωσικό Θρόνο τό 1762, διαδεχόμενος τήν θεία του Ἐλισάβετ (1741 - 1762). Ἡ βασιλεία του ὑπῆρξε ἐκρηκτική. Ἰδιαίτερα Γερμανόφιλος λόγω καταγωγῆς, ὑπέγραψε εἰρήνη μέ τήν Πρωσία, τήν στιγμή πού οἱ Ρῶσοι εἶχαν καταλάβει τό Βερολῖνο, ἀλλά πολέμησε ἐναντίον τῆς Δανίας. Στόν ἐσωτερικό τομέα ἐνίσχυσε τόν δυτικοῦ τύπου καπιταλισμό καί ἀπάλλαξε τούς εὐγενεῖς ἀπό τίς στρατιωτικές καί διοικητικές τους ὑποχρεώσεις πρός τό Κράτος. Στόν ἐκκλησιαστικό τομέα πίεσε τήν Ρωσική Ἐκκλησία νά δεχτεῖ τόν Λουθηρανισμό.
Ἡ πολιτική του εἶχε σάν συνέπεια τήν ἀνατροπή του μέ πραξηκόπημα τῆς συζύγου του Αἰκατερίνης Β’ καί τοῦ ἐραστή της Γρηγορίου Ὀρλώφ καί στή συνέχεια τήν δολοφονία του. Τό 1796 ὁ γιός του Παῦλος Α’ - ἐκδικούμενος τήν μητέρα του Αἰκατερίνη Β’ - ἐνταφίασε μέ τιμές τά λείψανά του στόν Καθεδρικό Ναό ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀργότερα ὁ Κοζάκος χωρικός Πουγκάτεφ ἐμφανίστηκε σάν Πέτρος Γ’ ἰσχυριζόμενος ὅτι εἶχε διαφύγει τόν θάνατο.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
C. S. Leonard, «Reform and Regicide: The reign of Peter III of Russia”.

Αὐτοκράτειρα Αἰκατερίνη Β’ ἡ Μεγάλη (1762 – 1796), ἦταν Γερμανικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε τό 1729 στό Στετῖνο τῆς Πρωσίας καί Προτεσταντικό της περιβάλλον ὀνομάζοταν Σοφία. Τό 1744 προσχώρησε στήν Ὀρθοδοξία καί πῆρε τό ὄνομα Αἰκατερίνη, γιά νά παντρευτεῖ τόν διάδοχο τοῦ Ρωσικοῦ Θρόνου Πέτρο (Αὐτοκράτορα Πέτρο Γ’, 1762), ἀνηψιό τῆς Αὐτοκράτειρας Ἐλισάβετ (1741 – 1762). Ὅταν ὁ Πέτρος Γ’ ἀνέλαβε τήν ἐξουσία (1762), ἀποδείχθηκε ἐντελῶς ἀκατάλληλος γιά τήν διακυβέρνηση τῆς Ρωσίας καί ἔτσι ἡ Αἰκατερίνη συμμετεῖχε στή συνωμοσία γιά τήν ἀνατροπή του, ἡ ὁποία τελικά κατέλειξε στή δολοφονία του (1762).
Σάν Αὐτοκράτειρα, ὑπέταξε κατά τά Προτεσταντικά πρότυπα πλήρως τήν Ἐκκλησία στήν Πολιτεία, δήμευσε τήν ἐκκλησιαστική καί μοναστηριακή περιουσία, ἔκλεισε μοναστήρια καί δίωξε τόν μοναχισμό. Στόν ἐσωτερικό τομέα, ἐπιρεασμένη ἀπό τίς ἰδέες τῶν Γάλλων Ἐγκυκλοπαιδιστῶν, ἀνύψωσε τήν παιδεία, προστάτεψε τά Γράμματα καί τίς Τέχνες, καλλιέργησε τήν ἀνεξιθρησκεία καί ἀντιτάχθηκε στή δουλοπαροικία. Στόν ἐξωτερικό τομέα διεξήγαγε ἐπιτυχεῖς πολέμους κατά τῶν Τούρκων, μέ στόχο τήν κατάληψη τῆς ΚΠόλεως καί τήν ἀνασύσταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Μέ τό ὄνομά της συνδέεται ἡ ἀτυχής γιά τούς Ἕλληνες Ἐπανάσταση τοῦ 1770 (τά λεγόμενα Ὀρλωφικά). Στόν προσωπικό της βίο ὑπῆρξε ἀκόλαστη.

Αὐτοκράτορας Παῦλος Α’ ( 1796 - 1801).
Αύτοκράτορας Ἀλέξανδρος Α' (1801 - 1825).
Βλ. σχετικό κείμενό μας περί Ἀλεξάνδρου Α’ – Θεοδώρου Κούσμιτς.

Αὐτοκράτορας Νικόλαος Α’ (1825 – 1855),

Αὐτοκράτορας Ἀλέξανδρος Β’ ὁ Ἐλευθερωτής (1855 – 1881),

Αὐτοκράτορας Ἀλέξανδρος Γ’ (1881 – 1894),

Αὐτοκράτορας Νικόλαος Β’ (1894 – 1917).
Τά βιογραφικά τῶν προηγουμένων Αὐτοκρατόρων εἶναι ὑπό ἐπεξεργασία.

Β. Πρόεδροι Ἱερᾶς Συνόδου (1721 – 1917)
Κατά τήν περίοδο ἀπό τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχη Ἀδριανοῦ (1700), μέχρι τήν ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου (1917), μέ ἕνα κενό κατά τήν περίοδο 1721 – 1742, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου προήδρευσαν οἱ Μητροπολίτες Μόσχας Ἰωσήφ ( 1742 – 1745), Πλάτων Α’ (1745 – 1754), Ἰλαρίων (Μητροπ. Κρουτίτσης, 1754 – 1757), Τιμόθεος (1757 – 1767), Ἀμβρόσιος (1768 – 1771), Σαμουήλ (Μητροπ. Κρουτίτσης, 1771 – 1775), Πλάτων Β’ (1775 – 1812), Αὐγουστῖνος (1812 – 1819), Σεραφείμ (1819 – 1821), ἅγ. Φιλάρετος (1821 – 1867), ἅγ. Ἰννοκέντιος (1868 – 1879), Μακάριος Α’ (1879 – 1882), Ἰωαννίκιος (1882 – 1891), Λεόντιος (1891 – 1893), Σέργιος (1893 – 1898), ἅγ. Βλαδίμηρος (1898 – 1912, Ἱερομάρτυρας ὡς Μητροπ. Κιέβου), Μακάριος Β’ (1912 – 1917) καί ἅγ. Τύχων (1917, ὁ ἔπειτα Πατριάρχης).

Μητροπολίτης Μόσχας Ἀμβρόσιος (1768 – 1771), κατά κόσμον Ἀνδρέας Στεπάνοβιτς – Ζέρτις – Καμένσκυ, γεννήθηκε τό 1708. Ὅταν ἔχασε τόν πατέρα του τέθηκε κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ θείου του Στάρετς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου Βλαδιμήρου Καμένσκυ. Σπούδασε στό Λβώφ, στό Ἰησουϊτικό Κολλέγιο καί στήν Ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Ἔγινε μοναχός στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Πετρουπόλεως, ὅπου τό 1748 χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης. Τό 1753 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Περεγιασλάβλ, τό 1761 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ποντόλσκ καί τό 1768 Μητροπ. Μόσχας καί Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἦταν γνώστης ἀρχαίων γλωσσῶν καί μετέφρασε πολλά Λειτουργικά βιβλία καί Πατερικά ἔργα. Δολοφονήθηκε τό 1771 ἀπό τόν ἐξαγριωμένο ὄχλο, ὅταν κατά τήν διάρκεια ἐπιδημείας πανώλης, διέταξε νά ἀφαιρεθεῖ ἡ θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θεαρέστου, γιά νά περιοριστεῖ ἡ μόλυνση.

Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων Β’ (Levshin, 1775 – 1812), γεννήθηκε τό 1737 στό Σασνίκοβο τῆς Μόσχας, σέ οἰκογένεια ψάλτη τῆς Ἐκκλησίας, καί σπούδασε στό Σεμινάριο καί τήν Ἀκαδημία τῆς πόλεως. Τό 1757 διορίστηκε Καθηγητής τῶν Ἑλληνικῶν καί τῆς Ρητορικῆς στήν Ἀκαδημία, καθώς καί στό Σεμινάριο τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου, ὅπου ἔγινε μοναχός τό 1761. Τό 1762 ἔτυχε τῆς προσοχῆς τῆς Αἰκατερίνης Β’ τῆς Μεγάλης, κατά τήν διάρκεια ἑνός κηρύγματος, μέ ἀποτέλεσμα νά προσκληθεῖ στήν Αὐλή γιά νά ἀναλάβει τήν πνευματική διαπαιδαγώγηση τοῦ Διαδόχου Παύλου Πέτροβιτς. Τότε συνδέθηκε μέ τόν Βολταῖρο καί τούς Γάλλους Ἐγκυκλοπαιδιστές, χωρίς ὅμως αὐτό νά ἐπιρρεάσει τήν πίστη ἤ τόν χαρακτῆρα του.
Ὁ Πλάτων ἔμεινε στή Ρωσική Αὐλή μέχρι τόν γάμο τοῦ Διαδόχου Παύλου μέ τήν Μαρία Θεοδώροβνα (1773). Κατά τήν περίοδο αὐτή (1762 – 1773) κυκλοφόρησε τήν Ὀρθόδοξη Δογματική του, ἕνα ἔργο μέ σαφεῖς Ρωμαιοκαθολικές ἐπιρροές. Προηγουμένως, τό 1770, εἶχε χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος Τβέρ καί εἶχε διοριστεῖ Μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά παρέμεινε στήν Ἁγία Πετρούπολη σάν πνευματικός καθοδηγητής τῆς νεαρῆς Μεγ. Δούκισσας Μαρίας Θεοδώροβνας. Τό 1775 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί τό 1887 Μητροπολίτης.
Τό 1775 κυκλοφόρησε μία Κατήχηση γιά τόν Κλῆρο καί τό 1776 μία σύντομη Κατήχηση γιά παιδιά. Ἡ Σύντομη Ἱστορία του τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1777), εἶναι τό πρῶτο τέτοιου εἴδους ἔργο στή Ρωσική γλῶσσα. Τά ἔργα του ἐκδόθηκαν σέ 20 τόμους κατά τήν περίοδο 1779 – 1807 (τό μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτεται ἀπό 500 περίπου ὁμιλίες).
Σάν Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔστεψε τούς Αὐτοκράτορες Παύλο Α’ (1796) καί Ἀλέξανδρο Α’ (1801), ἀλλά παρά τήν στενή του σχέση μέ τήν Αὐλή δέν ὑπέστειλε ποτέ τήν μαχητικότητά του σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας. Ἐξαιρετικά μετριοπαθής, ἐπέτρεψε στούς Παλαιοπίστους νά δημιουργήσουν τό πρῶτο κέντρο τους στή Μόσχα (πιθανῶς τό Κοιμητήριο Πρεομπαζένσκυ).

Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Φιλάρετος (1821 – 1867), κατά κόσμον Βασίλειος Ντρόζντωφ, γεννήθηκε στήν Κολόμνα. Φοίτησε στό Σεμινάριο τῆς Κολόμνας καί στή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Μόσχας, ὅπου μετά τήν ἀποφοίτησή του δίδαξε σάν Καθηγητής. Τό 1806 ἀνέλαβε καθήκοντα Ἱεροκήρυκος καί τό 1910 καθηγητική θέση στή Θεολογική Ἀκα-δημία τῆς Πετρουπόλεως. Τό 1811 χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης καί τό 1812 ἀνέλαβε τήν διεύθυνση τῆς Ἀκαδημίας. Διακεκριμένος Ἱεροκήρυκας, τό 1813 ἐκφώνησε τόν ἐπικήδειο τοῦ ἐθνικοῦ ἥρωα τῆς Ρωσίας Στρατηγοῦ Κουτούζωφ, νικητή τοῦ Ναπολέοντα. Τό 1817 δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ρεβάλ, βοηθός τῆς Μητροπόλεως Πετρουπόλεως. Τό 1819 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί μετατέθηκε στό Τβέρ, τό 1820 στό Γιαροσλάβ καί τό 1821 στή Μόσχα. Τό 1826 ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης. Ἀπό τό 1819 ἦταν μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά δέν πῆρε ποτέ μέρος στίς ἐργασίες της κατά τήν βασιλεία τοῦ Νικολάου Α', ἐπειδή πίστευε στήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας.
Σάν Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πῆρε σκληρές ἀποφάσεις κατά τῶν Παλαιοπίστων, οἱ ὁποῖοι ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἀπέκτησαν Ἱεραρχία (Ὁμάδα Μπελοκρινίτσυ), σφραγίζοντας τούς ναούς τοῦ Κοιμητηρίου Rogozhskoye τῆς Μόσχας (πνευματικοῦ καί διοικητικοῦ κέντρου τῶν Παλαιοπίστων), ἀπαγορεύοντας τήν διακίνηση τῶν βιβλίων τους καί φυλακίζοντας Ἐπισκόπους καί μοναχούς.
Ὑπῆρξε ἀκόμη ὁ συντάκτης τῆς Πράξεως Ἐνθρονίσεως τοῦ Νικολάου Α', τοῦ Μανιφέστου τῆς 19. 2. 1861 γιά τήν κατάργηση τῆς δουλείας καί τήν ἀγροτική μεταρύθμιση (κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀλεξάνδρου Β'), κ.ἄ. σημαντικῶν κειμένων. Θερμός ὑποστηρικτής τῆς Ἱεραποστολῆς, ὑπῆρξε ὁ πνευματικός πατέρας τοῦ Ἱεραποστόλου τῶν Ἀλταϊων ἁγ. Μακαρίου (Glukharev, 1792 - 1847), ἡ ἁγιότητα τοῦ ὁποίου διακηρύχθηκε τό 2000. Κοιμήθηκε τήν 1. 12. 1867 καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1994. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Δεκεμβρίου. Κατέλειπε σημαντικό ἑρμηνευτικό ἔργο, γραπτά κηρύγματα καί θρησευτικά ποιήματα, ἐνῶ ἀξιόλογη εἶναι ἡ ἀλληλογραφία του μέ τόν Νικ. Γκόγκολ. (Βλ. Σόλ. Νινίκα, "Φιλάρετος Μητροπολίτης Μόσχας, 1782 - 1867", 1969).

Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Ἰννοκέντιος (1868 – 1879), κατά κόσμον Ἰωάννης Εὐσέγιεβιτς Ποπώφ – Βενιαμίνωφ, γεννήθηκε τό 1797 στήν περιφέρεια τοῦ Ἰρκούτσκ τῆς Σιβηρίας, σέ οἰκογένεια ἐκκλησιαστικοῦ ἐπιτρόπου. Τό 1807 φοίτησε στό Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ, τό 1817 νυμφεύθηκε καί τό ἴδιος ἔτος χειροτονήθηκε Διάκονος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγ. Θεοτόκου Ἰρκούτσκ. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε τό 1821. Τό 1823 ζητήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Μιχαήλ τοῦ Ἰρκούτσκ ἡ ἀποστολή ἑνός Ἱερέως στή ν. Οὐναλάσκα τῶν Ἀλεουτίων (Β. Ἀμερική) καί ὁ π. Ἰωάννης προσφέρθηκε ἐθελοντικά. Ἔφθασε στόν προορισμό του τό 1824, μετά ἀπό ἕνα κοπιαστικό καί ἐπικίνδυνο ταξείδι ἑνός ἔτους, συνοδευόμενος ἀπό τήν σύζυγό του Πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη, τήν γερόντισσα μητέρα του, τόν ἀνήλικο γιό του Ἰννοκέντιο καί τόν ἀδελφό του Στέφανο. Οἱ συνθήκες στόν νέο ἀγρό ἱεραποστολικῆς ἐργασίας ἦσαν τόσο δύσκολες, ὥστε ἡ οἰκογένεια ἀναγκάστηκε νά κατοικήσει σέ μία ξύλινη καλύβα πού ἔφτιαξαν οἱ ἴδιοι. Τό 1834 ἐγκαταστάθηκε στή ν. Σίτκα.
Τό 1838 ἀναγκάστηκε νά ταξιδέψει στήν Πετρούπολη, τήν Μόσχα καί τό Κίεβο, γιά νά ἐξασφαλίσει πόρους γιά τήν πρόοδο τῆς Ἱεραποστολῆς. Τότε ἔλαβε καί τό ὀφφίκιο τοῦ Πρωθιερέως. Κατά τήν ἀπουσία του ἡ Πρεσβυτέρα του ἀπεβίωσε, ἔτσι ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἰννοκέντιος (29. 11. 1840), γιά νά χειροτονηθεῖ μέσα σέ 15 ἡμέρες (15. 12. 1840) Ἐπίσκοπος τῆς Ἱεραποστολικῆς Ἕδρας Καμτσάκας καί Κουρήλων Νήσων στήν Ἄπω Ἀνατολή. Τό 1850 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος, τό 1865 ἔγινε μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τό 1868 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί Πρόεδρός Της.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 31. 3. 1879 καί ἐνταφιάσθηκε στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου, ὅπου σήμερα φυλάσσονται τά Λείψανά του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1977 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 31η Μαρτίου καί τήν 6η Ὀκτωβρίου.
Κατέλειπε ἀξιόλογα θεολογικά συγγράμματα καί πολυάριθμες γνωσσολογικές μελέτες πάνω στίς ἰθαγενεῖς γλῶσσες τῆς Βορείου Ἀμερικῆς καί τῶν Γιακουτίων τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς.

Μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος Α’ (1879 – 1882), κατάν κόσμον Μιχαήλ Πέτροβιτς Μπουλγκάκωφ, ἀποφοίτησε τό 1841 ἀπό τήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, στήν ὁποία ὑπηρέτησε ὡς Πρύτανης ἀπό τό 1851 ἔως τό 1857. Κατά τήν περίοδο 1879 – 1882 ἦταν Μητροπ. Μόσχας καί Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Λόγιος Ἱεράρχης, ὑπῆρξε μέλος πολλῶν ἐπιστημονικῶν καί πνευματικῶν ὀργανώσεων καί τῆς Ρωσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Μεταξύ τῶν ἔργων του περιλαμβάνονται τό Ἐγχειρίδιο Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας (τόμοι ἕξι, 1847 – 1853) καί ἡ 12τομη Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.

Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Βλαδίμηρος (1898 – 1912), κατά κόσμον Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ, γεννήθηκε τό 1848 στό χωριό Malaya - Morshka τοῦ Ταμπώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί χειροτονήθηκε ἔγγαμος Ἱερέας τό 1882. Τό 1886 ἀπεβίωσε ἡ Πρεσβυτέρα καί τό μικρό τους παιδί καί ἔτσι ἀποσύρθηκε στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Ταμπώφ κι ἔγινε μοναχός. Δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1888, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σταρορούσκυ, βοηθός τῆς ἕδρας τῆς Πετρουπόλεως. Τό 1898 προήχθη σέ Μητροπολίτη Μόσχας καί τό 1912 σέ Μητροπολίτη Ἁγίας Πετρουπόλεως καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Τό 1915 ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τήν Τσαρική Οἰκογένεια, λόγῳ τῆς παρουσίας στά Ἀνάκτορα τοῦ Γρηγορίου Ρασπουτίν καί γι' αὐτό μετατέθηκε στή Μητρόπολη Κιέβου.
Τό 1917 προήδευσε τῶν ἐργασιῶν τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου καί τῆς ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος, ὡς ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπολίτης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Στό Κίεβο ὁ Μητροπ. Βλαδίμηρος ἀντιμετώπισε ἰδιαίτερες δυσκολίες, διότι μέ ἀφορμή τήν Ἐπανάσταση οἱ ἐθνικιστικοί κύκλοι τῆς Οὐκρανίας ἀρχικά τοῦ ζήτησαν νά τελεῖται ἡ λατρεία στήν Οὐκρανική γλῶσσα καί ὅταν δέν τό δέχθηκε τόν ἀπέρριψαν καί προχώρησαν στήν ἐκλογή δικού τους Μητροπολίτη. Τήν ἴδια περίοδο προέκυψαν καί οἱ λεγόμενοι "αὐτοχειροτόνητοι". Πρόκειται γιά τούς Ἱερεῖς Βασίλειο, Νικόλαο, κ.ἄ., συνολικά 12, οἱ ὁποῖοι πῆγαν στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου καί αὐτοχειροτονήθηκαν "Ἐπίσκοποι" ἐμπρός στά λείψανα τοῦ ἁγ. Μιχαήλ, πρώτου Μητροπολίτου Ρωσίας. Ἔτσι ὁ Μητροπ. Βλαδίμηρος ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταβιώσει στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων, ὅπου ἔζησε ἀσκούμενος σάν ἁπλός μοναχός.
Δολοφονήθηκε τήν 25η Ἰανουαρίου 1918, ἀπό ὁμάδα ἐνόπλων Μπολσεβίκων, σέ ἕνα χωράφι ἔξω ἀπό τήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Τό Λείψανό του βρέθηκε λουσμένο στό μαρτυρικό του αἷμα! Ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων πληροφορήθηκε τό μαρτύριό του, ὅρισε τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του σάν ἡμέρα κοινῆς μνήμης Πάντων τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων. Ἀκόμη, τήν 9. 10. 1989, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας προχώρησε στήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του.

Μητροπ. Μόσχας ἅγ. Μακάριος Β’ (1912 – 1917), γεννήθηκε τήν 1. 10. 1835 στήν περιφέρεια τῆς Μόσχας. Φοίτησε στό Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Τομπόλσκ (1854) καί διακόνησε στήν Ἱεραποστολή τῶν Ἀλταϊων, πού εἶχε ἱδρύσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν λαῶν τῆς Σιβηρίας. Τό 1861 ἔγινε μοναχός καί δέχτηκε τήν Ἱερωσύνη. Κατά τήν περίοδο 1861 – 1864 ἀπασχολήθηκε μέ τήν ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς Chulyshmansky.
Κατά τά ἔτη 1868 – 69 ἦταν ἐγκατεστημένος στό Καζάν, ὅπου ἀσχολήθηκε μέ τήν Γραμματική τῆς γλώσσας τῶν Ἀλταϊων καί ἐξέδωσε λειτουργικά κείμενα σ’ αὐτήν. Τό 1883 χειροτονήθηκε βοηθός Ἐπίσκοπος Biysk τῆς Ἐπισκοπῆς Τόμσκ καί ἀνέλαβε τήν εὐθύνη τῆς ἱεραποστολῆς. Τό 1891 ἔγινε Ἐπίσκοπος Τόμσκ καί Σεμιπαλατίνσκ καί τό 1905 Ἐπίσκοπος (καί ἀργότερα Ἀρχιεπίσκοπος) Τόμσκ καί Μπαρνάουλ. Τό 1908 ὀνομάστηκε Ἀρχιεπίσκοπος Τόμσκ καί Ἀλταϊων. Τό 1912 ὀνομάστηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί Κολόμνας καί ἔγινε μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Τό 1913 ἔγινε μέλος ἐπί τιμῆ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τήν 20. 3. 1917 παραιτήθηκε ἀπό τήν ἕδρα του καί ἐφησύχασε στή Μονή Ugreshky. Τό 1920 ὁ διάδοχός του Πατριάρχης Τύχων τοῦ ἀπένειμε τιμητικῶς τόν ἰσόβιο τίτλο τοῦ Μητροπολίτη τῶν Ἀλταϊων.
Ἀπεβίωσε τό 1926. Τό 1956 τά λείψανα τοῦ Μητροπ. Μακαρίου μεταφέρθηκαν στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου καί κατατέθηκαν στήν κρύπτη τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα τοῦ Μητροπ. Μακαρίου Β’ τοῦ προσέδωσε τήν προσωνυμία τοῦ «Σιβηριανοῦ Στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας» καί τοῦ «Ἀποστόλου τῶν Ἀλταϊων».

3. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία κάτω ἀπό τήν Αὐτοκρατορία
Κατά τόν N. Zernov,"ἡ Αὐτοκρατορία ὑπῆρξε ἕνα ξένο φυτό στήν Ρωσική γῆ" (αὐτ. σελ. 136). Οἱ Αὐτοκράτορες ἦταν συνήθως Γερμανικῆς καταγωγῆς καί προτεσταντικῆς παιδείας. Ὁ Μεγ. Πέτρος κατέστρεψε τήν νόμιμη διαδοχή τοῦ Ρωσικοῦ Θρόνου, μέ ἕνα Διάταγμα πού ἐπέτρεπε στούς Αὐτοκράτορες νά ἐπιλέγουν οἱ ἴδιοι τόν διάδοχό τους. Ἔτσι, ἡ κόρη του Ἐλισάβετ (1741 - 1461), μεταβίβασε τόν Θρόνο στό Γερμανό Δοῦκα τοῦ Χολστάϊν Πέτρο (Αὐτοκράτορα Πέτρο Γ' , 1761 - 1762), ὁ ὁποῖος παντρεύτηκε τήν Γερμανίδα Αἰκατερίνη Β' (1762 - 1796). Πρίν ἐκτοπιστεῖ ἀπό τήν δυναμική σύζυγό του, ὁ Πέτρος πρόλαβε νά ἀπαλλάξει τούς γαιοκτήμονες ἀπό τήν ὑποχρέωσή τους νά ὑπηρετοῦν τήν πατρίδα, ἀλλά ἄφησε τούς χωρικούς νά ἐργάζονται χωρίς ἀμοιβή!
Ἡ Μεγ. Αἰκατερίνη θεωροῦσε τόν ἑαυτό της "εὐεργέτη Κυβερνήτη ἑνός βαρβαρικοῦ λαοῦ"! Ἐπηρεασμένη ἀπό τούς Γάλλους ἐγκυκλοπαιδιστές, διόρισε Ἐπιτρόπους στή Σύνοδο πού δήλωναν ἀνοικτά πῶς ἦσαν ἄθεοι, ἔκλεισε τά περισσότερα μοναστήρια καί δήμευσε τήν ἐκκλησιαστική περιουσία. Μία διαμαρτυρία Ἐπισκόπων κατά τῶν μεταρρυθμίσεών της κατέλειξε σέ διωγμό καί ὁ Μητροπολίτης Ροστώφ Ἀρσένιος (Ἅγιος, + 1772), πέθανε στή φυλακή ἀπό ἀσιτία!
Ὁ γιός (ἀπό τόν Πέτρο Γ') καί διάδοχος τῆς Αἰκατερίνης Παῦλος Α' , κληρονόμησε τήν παραφροσύνη τοῦ πατέρα του καί δολοφονήθηκε ἀπό συνωμότες τῆς Αὐλῆς.
Κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀλεξάνδρου Α' (1801 - 1825), ἡ Ἐκκλησία ὑπέμεινε σάν Ἐπίτροπο τόν Πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Γκολίτσιν (1773 - 1844). Κατά τήν βασιλεία τοῦ ἀντιδραστικοῦ Νικολάου Α' (1825 - 1855), ὁ ἀξιωματικός τῶν Οὐσάρων Κόμης Προτάσωφ, προσπάθησε νά ἐπιβάλλει στή Σύνοδο... στρατιωτική πειθαρχία! Ὅταν βασίλευσε ὁ μετριοπαθής Ἀλέξανδρος Β', ὁ ἀντιδραστικός Ἐπίτροπος Πομπεντονότσεφ ἐπέβαλε στήν Ἐκκλησία τόν ἀπόλυτο κρατικό ἔλεγχο. Παρ' ὅλα αὐτά ὅμως, ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἤκμασε ὁ διαπρεπέστερος τῶν Ρώσων Ἱεραρχῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς περιόδου Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Φιλάρετος (1782 - 1867).
Κωνσταντῖνος Πέτροβιτς Πομπεντονότσεφ (1827 - 1907), πολιτικός καί νομομαθής, ἦταν Βασιλικός Ἐπίτροπος τῆς Ρωσικῆς Συνόδου κατά τήν περίοδο 1881 - 1900. Διαθέτοντας μεγάλη μόρφωση, ἀνῆλθε στά ἀνώτερα κυβερνητικά κ. ἄ. ἀξιώματα (Καθηγητής Πανεπιστημίου, Σύμβουλος τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης) καί ἀπέκτησε οὐσιαστική ἐπιρροή στούς Αὐτοκράτορες Ἀλέξανδρο Γ' καί Νικόλαο Β'. Ἦταν ἀντίθετος σέ κάθε παροχή συνταγματικῶν ἐλευθεριῶν καί ἔχει χαρακτηριστεῖ σάν "ὁ νεκροθάφτης τοῦ Τσαρικοῦ καθεστώτος"!
Ἡ ἴδια πολιτική τηρήθηκε καί κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ' (1881 - 1894) καί ὅταν ὁ Νικόλαος Β' (1894 - 1917, + 1918), προσπάθησε νά διορθώσει τήν κατάσταση, ἦταν πλέον ἀργά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τῆς ἀποστάσεως μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπό τήν μία πλευρά καί τοῦ Ἀνακτορικοῦ περιβάλλοντος καί αὐτῶν τῶν Αὐτοκρατόρων ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς Αἰκ. Ταταρίνοβας καί τοῦ Ρασπούτιν.
Αἰκατερίνη Φιλίπποβνα Ταταρίνοβα (τό γένος Buxhoden, 1783 - 1856), ἦταν κόρη Γερμανοῦ ἀξιωματούχου πού ὑπηρετοῦσε στή Ρωσία. Παντρεμένη μέ τόν Ρῶσο Συνταγματάρχη Ἰβάν Ταταρίνωφ, τόν συνόδευσε στήν Εὐρώπη, κατά τήν προέλαση τῶν Ρώσων μετά τήν ἦττα τοῦ Ναπολέοντα. Ὅταν τό 1813 ἐπέστρεψε στήν Ἁγία Πετρούπολη, χώρισε ἀπό τόν σύζυγό της καί ἐγκαταστάθηκε στά Ἀνάκτορα, ὅπου ἡ μητέρα της ἦταν νοσοκόμα τῆς Τσαρίνας Μαρίας.
Ἡ πνευματική ἀναζήτηση τῆς Ταταρίνοβα τήν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν Λουθηρανισμό καί τήν ἔφερε στίς αἱρέσεις τῶν Σκόπτσυ καί τῶν Κλίστοι καί σέ μία δική της "Ὀρθοδοξία", τό 1817. Εἷχε ἀνακηρύξει τόν ἑαυτό της προφήτη, διοργάνωνε συγκεντρώσεις στό σπίτι της καί εἶχε κύκλο μαθητῶν, τούς ὁποίους καθοδηγοῦσε μέ προφητείες καί χορούς! Στόν κύκλο της ὑπῆρχαν μέλη τῆς Κυβερνήσεως, ὁ Πρίγκιπας Γκολίτσιν καί ὁ ἴδιος ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α'! Μέχρι τό 1822 ἔπαιρνε κρατική σύνταξη καί ὅταν τό 1824 ἀπαγορεύθηκαν οἱ μυστικές ἑταιρείες, ἡ ἴδια συνέχισε τό ἔργο της, ὑπό τήν προστασία ὑψηλῶν φίλων της!
Τό 1824, μετά τήν πτώση τοῦ Γκολίτσιν, συνελήφθη καί ἐξορίσθηκε στή Μόσχα. Ἐκεῖ δημιούργησε νέο κύκλο, ἀλλά τό 1835 τήν συνέλαβαν καί πάλι καί τήν ἔκλεισαν σέ μοναστήρι. Ἀπελευθερώθηκε τό 1847, ἡλικιωμένη καί ἀσθενής, καί τελείωσε τήν ζωή της ἤρεμα στή Μόσχα (1856).
Στήν περίπτωση τῆς Ταταρίνοβα, ἡ Ρωσική Αὐλή καί ὁ ἴδιος ὁ Τσάρος, ἀναζήτησαν στόν κύκλο μιᾶς πλανεμένης προφήτισσας, ὅσα ὁ ἁπλός πιστός λαός, τά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπολάμβαναν στίς σχέσεις τους μέ τούς πνευματοφόρους Στάρετς - Γέροντες τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας. Εὐτυχῶς γιά τόν Τσάρο Ἀλέξανδρο Α’ ἡ ἐπιρροή της ἦταν προσωρινή. Ἀντίθετα μία πνευματική σχέση μέ ἕναν ἀληθινά πνευματοφόρο Γέροντα, γνήσιο ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, φαίνεται πώς ἄλλαξε ριζικά τήν ζωή του.
Γρηγόριος Ἐφραίμοβιτς Νόβιχ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά μεγάλα προβλήματα τῆς προεπαναστατικῆς περιόδου τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας. Γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1860 – 1870 στό χωριό Ποκρόβσκογιε τοῦ Τομπόλσκ, ὅπου νυμφεύθηκε καί ἔκανε οἰκογένεια. Οἱ συχνές περιπλανήσεις του (γιά ἄλλους σάν προσκυνητής, γιά ἄλλους σάν ἀλήτης), τοῦ ἔδωσε τήν προσωνυμία Ρασπούτιν (στά ρωσικά ἀλήτης). Γι' αὐτόν ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές, ἡ ἐπίσημη - γνωστή (ἡ ὁποία προῆλθε κυρίως ἀπό τό περιβάλλον τῆς Βασιλομήτορος Μαρίας καί τήν Μυστική Τσαρική Ἀστυνομία, τήν Ὀρχάνα) καί ἡ ἀνεπίσημη - ἄγνωστη (πού προέρχεται ἀπό ρωσικές ἐκκλησιαστικές κ. ἄ. πηγές).
Σύμφωνα μέ τήν πρώτη ἐκδοχή , ὁ Ρασπούτιν ἦταν ἕνας ἀκόλαστος μοναχός, πού σύνδεσε τό ὄνομά του μέ ἀκατανόμαστα ὄργια, τά ὁποῖα τελικά ἔβλαψαν τούς Τσάρους, ἀλλά καί τήν Μοναρχία. Μέ ἀναμφισβήτητες θεραπευτικές ἱκανότητες, ἀξιοποίησε τήν αἱμοφιλία τοῦ Τσάρεβιτς (Διαδόχου) Ἀλεξίου, γιά νά ἐπιβληθεῖ στούς Αὐτοκράτορες μέ τήν ἀσυνήθιστη προσωπικότητά του. Τίς πληροφορίες αὐτές χρησιμοποίησαν οἱ ἐπαναστάτες, γιά νά πείσουν τόν λαό γιά τό διαφθαρμένο Τσαρικό καθεστώς πού ἀγωνίζονταν νά καταργήσουν. "Ὁ Ρασπούτιν - δέχεται ὁ Ἀθ. Δεληκωστόπουλος - ἀνεδείχθη ὡς συνεργάτης τοῦ Φιλομοναρχικοῦ Κινήματος, χάρις στήν ἀρχική βοήθεια τοῦ Πρωθιερέως Βοστρόγκωφ, τοῦ πιό διάσημου προπαγανδιστή καί διαφωτιστή τῶν φιλομοναρχικῶν, πού περιόδευε σ' ὅλη τή χώρα καί ἔδινε διαλέξεις καί ἔκανε διάλογο μέ τούς ἀκροατές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Νόβιχ, στό χωριό Ποκρόβσκυ. Ὁ Βοστρόγκωφ τόν κάλεσε στήν Πρετρούπολη, ὅπου ὁ Ρασπούτιν ἀνεδείχθη σέ μυστικοσύμβουλο τῆς Τσαρίνας" (Ἀθ. Δεληκωστόπουλου, "Οἱ σάλπιγγες τῆς Ἱεριχούς καί τά τείχη τοῦ Κρεμλίνου", 1993, σελ. 90).
Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη ἐκδοχή, ὁ Ρασπούτιν ἦταν ἕνας εὐσεβής χωρικός, ὁ ὁποῖος πλησίασε τούς Τσάρους μέ ἐντολή καί εὐλογία τοῦ Πρωθιερέως ἁγ. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης (+ 1908), μέ σκοπό νά τούς χειραγωγήσει στήν πνευματική ζωή. Ὁ Ρασπούτιν συνάντησε τόν ἅγ. Ἰωάννη τό 1904 στήν Ἁγία Πετρούπολη. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἐξομολόγησή του, συγκινήθηκε ἀπό τήν μετάνοιά του καί τόν συνέστησε στήν Ἀναστασία Μεγ. Δούκισσα Νικολάου καί στή Μιλίτσα Μεγ. Δούκισσα Πέτρου. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Ρασπούτιν μπῆκε στή Ρωσική Αὐλή. Κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή του οἱ χοροί καί οἱ λοιπές κοσμικές ἐκδηλώσεις περιορίστηκαν καί οἱ Τσάροι ἄρχισαν νά προσεύχονται καί νά νηστεύουν! Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ θεραπευτικές του ἱκανότητες, μέ τίς ὁποίες βοήθησε οὐσιαστικά τόν αἱμοφιλικό Τσάρεβιτς Ἀλέξιο, ἀλλά καί οἱ προφητείες του σχετικά μέ τόν ἐπικείμενο θάνατό του, τό μέλλον τῆς Τσαρικῆς Οἰκογενείας καί αὐτῆς τῆς Ρωσίας, προφητείες οἱ ὁποῖες ἐπαληθεύθηκαν !
Πιό συγκεκριμμένα λίγο πρίν τόν θάνατό του ὁ Ρασπούτιν εἶπε στόν Νικόλαο Β’ : «Τσάρε τῆς Ρωσίας. Θά πρέπει νά ξέρεις, ὅτι ἄν ὁ θάνατός μου σχεδιασθεῖ ἀπό συγγενεῖς σου, τότε κανείς ἀπό τήν οἰκογένειά σου δέν θά ζήσει περισσότερο ἀπό δύο χρόνια. Θά τούς σκοτώσει ὁ λαός». Παραδόξως ἀπό τήν δολοφονία τοῦ Ρασπούτιν (Δεκ. 1916), μέχρι τήν δολοφονία τῆς Τσαρικῆς Οἰκογένειας (Ἰούλ. 1918), πέρασαν λίγώτερο ἀπό δύο χρόνια! ἐνῶ στή συνωμοσία γιά τήν δολοφονία του συμμετεῖχε καί ὁ συγγενής τοῦ Τσάρου Μεγ. Δούκας Κωνσταντίνος Παύλοβιτς, ἐγγονός τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Β’ . (Ἐκτός τῶν ἄλλων πηγῶν καί ἀπό προφορικές πληροφορίες πού ἔδωσε στόν γράφοντα ὁ ἤδη μακαριστός Ἱερομόναχος Παῦλος Martins, τοῦ Ἱ. Ν. Τιμίου Προδρόμου Βοστώνης).
Τό 1916, στίς παραμονές τῆς Ἐπαναστάσεως καί ἐνῶ συνεχιζόταν ὁ Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ὀργανώθηκε μία συνωμοσία γιά τήν δολοφονία τοῦ Ρασπούτιν ἀπό τόν Πρίγκιπα Φήλικα Γιουσούπωφ. Στή συνωμοσία συμμετεῖχαν ἀκόμη ὁ Μεγ. Δούκας Δημήτριος Παύλοβιτς, ὁ Γερουσιαστής Βλαδίμηρος Πουρίσκεβιτς καί ὁ Λογαγός Σουχότιν. Τελικά ὁ Ρασπούτιν δολοφονήθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1916.
Νεώτεροι μελετητές δέχονται τήν συμμετοχή στή συνωμοσία καί τῶν Βρεττανικῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν, διότι οἱ Βρεττανοί φοβοῦνταν μήπως κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ Ρασπουτίν ὁ Νικόλαος συνάψει χωριστή εἰρήνη μέ τήν Γερμανία καί ἔτσι οἱ Γερμανοί ἀποδεσμεύσουν δυνάμεις ἀπό τό Ἀνατολικό Μέτωπο καί τίς στείλουν στό Δυτικό.
Κάποιοι ἀπέδωσαν τίς κατηγορίες σέ βάρος του γιά ἀνηθικότητα, στό ὅτι ἦταν μέλος τῆς αἱρέσεως Κλίστη, ἡ ὁποία δίδασκε τήν προσωρινή παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη του, γιά νά ξεπεράσει τούς σαρκικούς πειρασμούς! Μετά τόν θάνατό του μία ἀπό τίς κόρες του προσπάθησε νά ἀποκαταστήσει τήν μνήμη τοῦ πατέρα της, ἐκδίδοντας δύο βιβλία στίς Η.Π.Α. τό 1929 καί τό 1934.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας γιά τόν Ρασπούτιν:
Felix Yusupov, “Rasputin”, 1927.
Simanovich Aaaron, “Raspoutin and the Jews”.
Maurice Palaiologue "Ἀλεξάνδρα Θεοδώροβνα, ἡ μυστηριώδης Τσαρίνα", 1940.
M. Kilcoyne, “The political influence of Rasputin”, 1961.
Raspoutine Maria, “Raspoutine, mon pere”, 1966.
«Ἡ δολοφονία τοῦ Ρασπούτιν», ἐκδόσεων Mondadori - Φυτράκη, 1973.
Alex de Jonge, “The life and times of Gregory Rasputin”, 1982.
Amalrik Andrei, “Raspoutin”, 1982.
Dobson Christopher, “Prince Felix Yusopov – The man who killed Rasputin”, 1989.
Ἀρχιμ. Τιμοθέου, "Ρασπούτιν: οὔτε Κληρικός, οὔτε Μοναχός - Ἡ ἀλήθεια γιά τόν Ρασπούτιν"· Περιοδικό "Παναγία ἡ Ἐλευθερώτρια", φ. Ἰαν. Φεβρ. 1989, σελ. 77 – 78.
E. Radzinsky, “Rasputin”, 2003.
Cook Andrew, “To kill Resputin - The life and death of Gregory Rasputin”, 2005.
Κ. Τσοπάνη, «Ρασπούτιν - Ἡ ἀλήθεια πίσω ἀπό τόν μῦθο», 2006.

Ἐπίλογος
"Οἱ Αὐτοκράτορες καί οἱ Αὐτοκράτειρες τοῦ 18ου αἰ. - γράφει ὁ N. Zernov - πού ἀκολουθοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο σέ γρήγορη διαδοχή, ἦταν ἐπί τό πλεῖστον γεννημένοι στή Γερμανία. Στό ἔθνος φαίνονταν παράξενες καί σκιερές μορφές. Στολισμένοι μέ κωμικές καί πομπώδεις Γαλλικές ἐνδυμασίες ἤ Πρωσσικές στολές, συνήθως μιλοῦσαν μόνο σπασμένα Ρωσικά καί εἶχαν τήν νοοτροπία καί τόν πνευματικό ὀρίζοντα τῶν μηδαμινῶν Πριγκιπίσκων τῶν μικροσκοπικῶν κρατιδίων τῆς Γερμανίας. Ἦταν στίς περισσότερες περιπτώσεις τά θύματα χαοτικῆς ἄγνοιας, ἠθικῆς διαφθορᾶς καί τελείας ἀπομόνωσης ἀπό τήν ὑπόλοιπη χώρα. Ἔσερναν μιά ἐππόλαια ὕπαρξη σέ μία τεχνητή πόλη πού δημιούργησε ἡ δυναμική βούληση τοῦ Μεγ. Πέτρου. Αὐτή ἡ κοινωνία πού τούς περικύκλωνε, δέν εἶχε καμμιά προσωπικότητα, τίποτε τό ἰδιαίτερο. Ἦταν χοντροκομμένοι μιμητές τῆς Δύσης καί πάντα προσπαθοῦσαν νά ἀντιγράψουν τήν τελευταῖα λέξη στήν Εὐρωπαϊκή μόδα καί συμπεριφορά" (N. Zernov αὐτ. σελ. 136 - 137).

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας γιά τήν Δυναστεία τῶν Ρωμανώφ:
G. Tchouikov, “Les derniers Tsars Autocrates”, 1928.
John Bergamini, “The tragic Dynasty – A History of Romanovs”, 1969.
St. Scott, “Romanovs”, 1989.
Pieter Broek, “A geneology of the Romanov Dynasty, the Imperial House of Russia”, 1994.
Jacques Ferrand, “Romanoff, Un album de famille et son compement”, 1989 - 1990.
Dim. Romanov, “The orders, medals and history of Imperial Russian”, 2000.
Ch. Dunning, “Russia’s first sivil war – The Time of Troubles and the founding of the Romanov Dynasty”, 2001.
Ἀντ. Αἰμ. Ταχιάου, «Ἡ Ρωσίας τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ (1613 – 1917) - Εἰκόνες μιᾶς παρωχυμένης ἐποχῆς», ἔκδοσις Univercity Studio Press.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας γιά τό τέλος τῶν Ρωμανώφ:
Pierre Gilliard, “Thirteen years at the Russian Imperial Court”, 1921.
Τοῦ ἰδίου, «Le tragique destin de Nicholas II et de sa famille”, 1938.
Lili Dehn, “The real Tsaritsa”, 1922.
Sir John Hanbury -William, “The Emperor Nicholas II as I knew him”, 1922.
M. Paleologue, “An Ambassador’s Memories”, 1923.
Alexander Michailovich, Μεγ. Δοῦκα, “Book of Reminiscences”.
Alexandra Feodorovna, “The letteres of the Tsarina to the Tsar, 1914 - 1917”, 1923.
Buchanan sir George, “My mission to Russia”, 1923.
Sofia Buxhoeveden, “The life and tragedy of Alexandra Feodorovna, Empress of Russia”, 1928.
Τῆς ἰδίας, “Before the storm”, 1938.
G. T. Mayre, “Nearing the end in Imperial Russia”, 1929.
G. Botkin, “The real Romanovs”, 1931.
V. Alexandrov, “The end of Romanovs”, 1931.
Meriel Buchanan, “Dissolution of an Empire”, 1932.
Maurice Paleologue, “La Tsarine mystirieuse – Alexandra Feodorovna”, 1932.
Cath. Radziwill, “Nicolas II, le dernier Tsar”, 1933.
Al. Borhanov, “The Romanovs: Love, power and tragedy”, 1933.
P. Bulygin - Al. Kerensky, “The murder of the Romanovs”, 1935.
Al. Kerensky, “The murder of the Romanovs”, 1935.
Al. Molosov, “At the Court of the last Tsar”, 1935.
M. Bompard, “Mon ambassade en Russie”, 1937.
Con. Grunvald, “Le Tsar Nikolas II”, 1965.
R. K. Massie, “Nicholas and Alexandra”, 1967.
Robert Massie, “Nicholas and Alexandra”, 1969.
Τοῦ ἰδίου, “The Romanovs - The final chapter”,1995.
Κερένσκυ Ἀλεξάνδρου, «Ἡ Ρωσική Ἐπανάσταση ὅπως τήν ἔζησα», ἔκδοσις ΠΑΠΥΡΟΣ, 1972.
M. Kochan, “The last days of Imperial Russia”, 1976.
«Ἡ σφαγή τῶν Ρωμανώφ», ἔκδοσις Mondadori – Φυτράκης, 1973.
Nicholas Sokolov, “Murder of the Tsar’s family”, 1978.
Μητροπ. Ἀναστασίου, “Homily on the 70th Anniversary of the martyric end of Emperror Nicholas II and the entire Royal family”. Περιοδικό “Orthodox Life”, τ. 31, φ. 4, 1981.
Ὑπό Ὀρθοδόξου Ἱερέως, “The Sovereign Passion-bearer Nicholas Alexandrovich”. Περιοδικό “Orthodox Life”, φ. 4, 1981.
Henri Troyat, “Nicolas II, le dednier Tsar”, 1991.
Βορρέ Ἰωάννη, «Ἡ τελευταῖα τῶν Τσάρων», 1985.
D. Lievan, “Russia’s Rullers under the old regime”, 1989.
μ. Ζαχαρία Liebmann , “The life of the Tsar - Martyr Nicholas II”. Περιοδικό “The Orthodox Word”, φ. 4, 1990.
Εὐγενίου τῆς Ἑλλάδος, “Le Tsarevich, enfant Martyr”, 1990.
Ferro Mark, “Nicholas II”, 1990.
William Clerke, “The lost fortune of the Tsars”, 1994.
Τσοπάνη Κων., «Ὁ Τελευταῖος Τσάρος - Ἡ πτώση τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ρωσίας», 2008.

4. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ 18ου καί 19ου αἰ.
Κατά τήν ἵδρυση τῆς Συνόδου ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀριθμοῦσε 18 Ἐπισκοπές, μέ 18 Ἐπισκόπους καί 2 βοηθούς. Τό 1764 οἱ Ἐπισκοπές ἔγιναν 29, στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. ἔγιναν 36 καί κατά τήν βασιλεία τοῦ Νικολάου Α' ἔγιναν 66, μέ 41 βοηθούς Ἐπισκόπους. Τό 1905, κατά τήν βασιλεία τοῦ Νικολάου Β', οἱ βοηθοί Ἐπίσκοποι ἔφτασαν τούς 44 καί τό 1914 τούς 70.
Τήν ἴδια περίοδο (1905) ὑπῆρχαν στή Ρωσία 103. 437 ἔγγαμοι Κληρικοί καί 20. 129 ἄγαμοι καί 48. 348 Ναοί (ἀπό τούς ὁποίους οἱ 37. 465 ἐνοριακοί).
Ὅπως συμβαίνει σέ ὅλες τίς περιόδους ἐξωτερικῆς πιέσεως τῆς Ἐκ κλησίας, ἔτσι καί στήν αὐτοκρατορική περίοδο στή Ρωσία, ὁ μόνος τομέας ἐλεύθερης κινήσεως καί προόδου τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ὁ πνευματικός. Τό Σχίσμα τοῦ 1653 καί ἡ ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στήν Πολιτεία, χαλάρωσαν τήν ἐπιρροή τῶν Κατόχων καί συντέλεσαν στήν ἄνοδο τῶν Ἀκτημόνων καί στήν ἀφύπνιση τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Α. Μοναχισμός - Ἡ Μονή τῆς Ὄπτινα
Ἡ διάλυση τῶν περισσοτέρων μονῶν καί ἡ δήμευση τῆς μοναστηριακῆς - ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα τήν τόνωση τοῦ ἀσκητικοῦ ρεύματος πρός τά δάση τοῦ Βορρᾶ καί τήν μετακίνηση μοναχῶν πρός τό Ἅγιο Ὄρος καί τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. Πρωτεργάτης τῆς Ρωσικῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως ἦταν ὁ ὅσ. Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ (1722 - 1794).
Ὁ "Πατέρας τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας" γεννήθηκε στήν Πολτάβα καί ἦταν γιός Ἱερέα. Σέ ἡλικία 13 ἐτῶν φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή καί ἀργότερα στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, διέκοψε τίς σπουδές του στή δυτικόπληκτη Ἀκαδημία καί ἄρχισε τήν ἀναζήτηση πνευματικοῦ ὁδηγοῦ - Γέροντα. Ἡ ἀναζήτηση αὐτή τόν ἔφερε στίς Μονές Λιούμπεζ καί Μεντβεντόφσκυ, στίς Σκῆτες τῆς Μολδαβίας (ὅπου συνδέθηκε μέ τόν ὅσ. Βασίλειο τοῦ Μερλοπολιάνι) καί στό Ἅγιο Ὄρος. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε πάμπτωχος στή σημερινή Σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία καί ἄρχισε τήν μελέτη καί μετάφραση Πατερικῶν ἔργων, δανειζόμενος ἀπό τίς βιβλιοθήκες τῶν Μονῶν.
Τό 1763 ἐπέστρεψε στή Μολδαβλαχία, μέ συνοδεία 64 μοναχῶν, καί ἐγκαταστάθηκε ἀρχικά στή Μονή Δραγομίρνας, ἀργότερα στή Μονή Σέκου καί τελικά στή Μονή Νεάμτς, ὅπου καί κοιμήθηκε εἰρηνικά, ἀφήνοντας ἀδελφότητα 900 μοναχῶν! Τό λεγόμενο Παϊσιανό Τυπικό πού μετέφερε μέ τίς μεταφράσεις Πατερικῶν ἔργων καί τήν ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας» (ἀπό τόν λόγιο Μητροπολίτη Ἁγίας Πετρουπόλεως Γαβριήλ, + 1801), προκάλεσαν τήν Ρωσική πνευματική ἀναγέννηση τοῦ 18ου καί 19ου αἰ. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Νοεμβρίου. Τό Λείψανό του σώζεται ἀδιάφθορο καί φυλάσσεται ἐνταφιασμένο στό Καθολικό τῆς Μονῆς Νεάμτς Μολδαβίας.
Τό μεγαλύτερο κέντρο τῆς Ρωσικῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως ἦταν ἡ Μονή Ὄπτινα, στά νότια δάση τῆς ἐπαρχίας τῆς Καλοῦγας, 250 περίπου χιλιόμετρα ἀπό τήν Μόσχα, περίφημη γιά τήν σειρά τῶν Γερόντων της – Στάρετς, ἀπό τούς ὁποίους καθοδηγήθηκαν χιλιάδες πιστοί, ὅλων τῶν τάξεων τῆς προεπαναστατικῆς Ρωσικῆς κοινωνίας. Δέν εἶναι γνωστό πότε ἱδρύθηκε, τό 1629 πάντως ἀνοικοδομήθηκε ὁλόκληρη. Δύο μαθητές τοῦ ὁσ. Παϊσίου, οἱ Ὅσιοι Θεόδωρος (+ 1817) καί Κλεόπας (+ 1822), ἀποτελοῦν τόν συνδετικό κρῖκο μεταξύ ἐκείνου καί τοῦ περιφήμου αὐτοῦ κέντρου τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως. Ἡ δόξα καί ἡ φήμη της ξεκίνησε μέ τόν Στάρετς Μωϋσῆ (+ 1862) καί κορυφώθηκε μέ τόν Στάρετς Ἀμβρόσιο (+ 1891), τοῦ ὁποίου τό ἀδιάφθορο Λείψανο φυλάσσεται σήμερα ἐκεῖ.
Τό 1990 ἡ ὑπό τόν Μητροπ. Βιτάλιο Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς καί στή συνέχεια τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, διακήρυξαν τήν ἁγιότητα τῶν 14 Στάρετς τῆς Ὄπτινα (τῶν Ὁσίων Λεωνίδα, Μωϋσέως, Ἀντωνίου, Ἰσαακίου, Μακαρίου, Ἀμβροσίου, Ἰωσήφ, Ἀνατολίου, Ἰλαρίωνος, Βαρσανουφίου, Ἀνατολίου τοῦ Νεωτέρου, Ἰσαακίου Β', Νεκταρίου καί Νίκωνος).
Ἄλλα κέντρα τῆς Ρωσικῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως ἦσαν ἡ περιώνυμη Μονή Σάρωφ (ὅπου ἀναδείχθηκε ὁ ἐπώνυμος ὅσ. Σεραφείμ, + 1833), ἡ Μονή Βαλαάμ στή Λίμνη Λαντόγκα (ὅπου ἀναδείχθηκε ὁ περιώνυμος Ἀββᾶς Ναζάριος καί ὁ Ἱεραπόστολος τῆς Ἀλάσκας ὅσ. Γερμανός) καί τό Ἐρημητήριο τοῦ Γκλίνσκ.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
α. Γιά τήν Μονή τῆς Ὄπτινας:

Σέ μετάφραση - ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση: "Στάρετς Μωϋσῆς τῆς Ὄπτινα", "Στάρετς Ἀντώνιος τῆς Ὄπτινα", "Στάρετς Λεωνίδας τῆς Ὄπτινα", "Στάρετς Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα", "Στάρετς Μακάριος τῆς Ὄπτινα", καί τό "Πατερικό τῆς Ὄπτινα".
Στή σειρά τῶν ἐκδόσεων τῆς Μονῆς ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Καλάμου Ἀττικῆς "Ἅγιοι Στάρετς τῆς Ὄπτινα": Α' "Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος", 1997· Β' "Ὁ Στάρετς Μακάριος", 1999· "Ὅσιος Νεκτάριος, ὁ τελευταῖος μεγάλος Στάρετς τῆς Ὄπτινα", 2003.

β. Γιά τήν Ρωσική Πνευματική Ἀναγέννηση, πλήν τῆς ἀναφερομένης σέ ἄλλα σημεῖα βιβλιογραφίας, βλ. μεταξύ ἄλλων:
Σέ μετάφραση - ἐπιμέλεια Π. Μπότση, στή σειρά "Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν": Α' "Διδασκαλία ὁσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ"· Β' "Ἀββᾶς Ναζάριος"· Γ' "Ἅγιος Γερμανός τῆς Ἀλάσκας"· Δ' "Ὁσίου Παϊσίου Βελτσκόφσκυ - Τό Εἰλητάριο". Στήν σειρά "Οἱ Φιλόθεες": Α' "Ὁσία Μαρία τοῦ Ὄλονετς"· Β' "Ὁσία Ἀθανασία". "Ὁσία Πελαγία Ἰβάνοβνα, ἡ διά Χριστόν Σαλή". "Γέροντας Γαβριήλ ὁ Ἀναχωρητής". "Ὁ Ὅσιος γ. Θεόδωρος τοῦ Σβίρ". "Τό Γεροντικό τοῦ Βορρᾶ", Α' καί Β'. "Ἡ Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ". "Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ". "Ὁσία Ματρώνα ἡ Ἀόμματη".
Στή σειρά τῶν ἐκδόσεων τῆς Μονῆς Παρακλήτου: "Ὁ γ. Ζωσιμᾶς τῆς Σιβηρίας", 1995· "Στάρετς Παρθένιος τῆς Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας", 1993.
Ἀπό τίς ἐκδόσεις τῆς Μονῆς ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Καλάμου Ἀττικῆς: "Ὁ Στάρετς Ἰωνᾶς τοῦ Κιέβου".
Ἀπό τίς ἐκδόσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως: "Στάρετς Παρθένιος", 1988.
Ἐπίσης Ἀρχιμ. Χαρ. Βασιλοπούλου, "Ὁ Μοναχισμός καί τά Ρωσικά Μοναστήρια", 1980· καί "Ἅγιοι τῆς Ρωσίας", ἔκδοσις ΤΗΝΟΣ, 1973· καί N. Arseniev, "Ἡ Ρωσική Εὐσέβεια", ἔκδοσις Β. Ρηγόπουλου, 1973.

Β. Ἱεραποστολή.
Ἡ μετακίνηση μοναχῶν πρός τόν Βορρᾶ καί τήν Ἀνατολή (Σιβηρία), ἀλλά καί ἡ ἐπεκτατική πολιτική τῶν Αὐτοκρατόρων, εὐνόησαν τήν ἀνάπτυξη τῆς Ἱεραποστολῆς. Οἱ Ἱεραπόστολοι τῆς αὐτοκρατορικῆς περιόδου ἦσαν - ἐκτός τῶν ἄλλων - καί μεγάλοι γλωσσολόγοι καί ἔτσι τελειοποιήθηκαν οἱ ἐπιστημονικές γνώσεις πάνω στίς γλῶσσες τῶν λαῶν τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας καί τῆς Βορείου Ἀμερικῆς. Ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου Νικόλαος Ἰλμίσκι (+ 1891), ἦταν ὁ πρῶτος πού μετέφρασε τήν Ἁγία Γραφή στίς γλῶσσες τῶν Σιβηριανῶν λαῶν.
Κατά τήν βασιλεία τῆς Ἐλισάβετ, ὁ Ἐπίσκοπος Δημήτριος τοῦ Νιζέγκοροντ βάπτισε μέσα σέ ἕξη χρόνια περίπου 50.000 παγανιστές καί Ὀθωμανούς! ἐνῶ οἱ ἐπί Ἐλισάβετ νεοφώτιστοι ἀνέρχονται σέ 430.000!
Τό 1725 ὁ Ἱερομόναχος Νικόδημος Λένκεβιτς, ἀνέλαβε ἱεραποστολική πρωτοβουλία μεταξύ τῶν Καλμούκων καί μόνο κατά τήν βασιλεία τῆς Ἐλισάβετ βάπτισε περίπου 6.000 ἄτομα! Τό 1740 στή Σταυρούπολη (τήν ὁποία ἵδρυσε τό 1722 ὁ ἐκχριστιανισμένος Χάν Ταϊσίν), ἱδρύθηκε σχολή γιά τούς νεοφωτίστους καί μεταφραστικό κέντρο!
Τό 1821 ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρχαγγέλου Νεόφυτος, ἀνέθεσε στό Μοναχό Θεόδωρου Ἰστόμιν, τήν ἱεραποστολή μεταξύ τῶν ἰθαγενῶν Σαμοέντι καί τό 1825 ὁ ἀρχιμ. Βενιαμίν Σμυρνώφ μετέφρασε στή γλῶσσα τους τήν Καινή Διαθήκη.
Στούς μεγάλους Ἱεραποστόλους τῆς περιόδου ἀνῆκουν ὁ ὅσ. Γερμανός τῆς Ἀλάσκας (+ 1836) καί ὁ ἅγ. Ἰννοκέντιος (Βενιαμίνωφ, ἀρχικά Ἐπίσκοπος Ἀλάσκας, + 1879· βλ. "Ἰννοκέντιος Βενιαμίνωφ, ὁ Ἱεραπόστολος τῆς Ἀλάσκας", μετάφραση Ἀργ. Παπαστεργίου, 1976), καθώς καί ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος Ἰαπωνίας ἅγ. Νικόλαος (Κασάτκιν, + 1912).
Ὁ Νικόλαος ἀνέλαβε τήν ἱεραποστολή στήν Ἰαπωνία τό 1860, τό 1882 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καί ὅταν ἀπεβίωσε, τό 1812, ἄφησε πίσω του 30.000 Ἰάπωνες πιστούς!

Γ. Ἐκκλησία καί Διανοούμενοι.
Ἡ μεγαλύτερη προσφορά τῆς Μονῆς Ὄπτινα, ἀφορᾶ τούς διανοουμένους τῆς Ρωσίας. Τό γεγονός, ὅτι ἡ γνησιότητα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καί ἡ αὐθεντικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἐκφραζόταν ἀπό Γέροντες ἀναγνωρισμένης ἀρετῆς καί ἁγιότητας, κίνησε ἐνδιαφέρον πολλῶν ἐκπροσώπων τῶν Γραμμάτων καί τῶν Τεχνῶν. Ὁ μεγαλύτερος Ρῶσος συγγραφέας, ὁ Φ. Ντοστογιέφσκυ, ἔμεινε στήν Ὄπτινα τό 1879 καί γοητευμένος ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ Στάρετς Ἀμβροσίου, τόν περιγράφει στούς "Ἀδελφούς Καραμάζωφ", στό φανταστικό πρόσωπο τοῦ Στάρετς Ζωσιμᾶ.
Μεταξύ ἄλλων ὁ Πούσκιν, ὁ Γκόγκολ καί ὁ Σολόβιεφ, ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν πνευματική ἀναγέννηση, ἔδωσαν τό δυναμικό τους παρόν στόν ἀγῶνα τοῦ Ὀρθοδόξου Ρωσικοῦ πνεύματος κατά τοῦ Δυτικοῦ τρόπου σκέψεως καί ζωῆς. Ἀκόμη καί ὁ ἀφορισμένος ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία μεγάλος συγγραφέας Λέων Τολστόϊ, βρῆκε στήν Ὄπτινα τόν σύνδεσμό του μέ τόν Θεό.
"Ἐκείνη τήν κρίσιμη ἐποχή (Σ. Σ. ἀκριβῶς πρίν καί κατά τήν Ἐπανάσταση - γράφεται στόν Βίο τοῦ ὁσ. Νεκταρίου Στάρετς τῆς Ὄπτινα (+ 1928) - ἦρθαν στήν Ὄπτινα καί ἀρκετοί ἐκπρόσωποι τῆς Ρωσικῆς ἰντελλιγκέντσιας: Λογοτέχνες, ζωγράφοι, δημοσιογράφοι, ἠθοποιοί καί διανοούμενοι. Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. πολλοί καλλιτέχνες καί ἄλλοι ἐκπρόσωποι τῆς "ἀργυρῆς ἐποχῆς" τῆς Ρωσικῆς διανοήσεως (Σ.Σ. "χρυσή ἐποχή" θεωρεῖται ἐκείνη τῶν Ντοστογιέσφκυ, Τολστόϊ, κ.λ.π.), ἀπογοητευμένοι ἀπό τήν στενοκεφαλιά τοῦ Ὑλισμοῦ, ἄρχισαν νά ἔχουν ἔντονες ἀμφισβητήσεις καί ἀναζητήσεις καί πολλοί ἐπέστρεψαν στίς πνευματικές τους ρίζες, δηλαδή στήν Ὀρθόδοξη Ρωσική πνευματικότητα... Ὁ Στάρετς Νεκτάριος συναντήθηκε καί συνομίλησε μ' αὐτούς τούς μορφωμένους ταλαντούχους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πολύ ὠφελήθηκαν πνευματικά ἀπ' αὐτόν". ("Ὅσιος Νεκτάριος - Ὁ τελευταῖος μεγάλος Στάρετς τῆς Ὄπτινα", ἔκδοσις Ἱ. Μ. ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Καλάμου Ἀττικῆς, σελ. 195 - 196).
Μεταξύ αὐτῶν περιλαμβάνονται:
Νικόλαος Κόνραντ, ἀργότερα Σοβιετικός Ἀκαδημαϊκός, εἰδικός σέ θέματα Ἀνατολικοῦ Πολιτισμοῦ. Τό καθεστώς τόν ἔστειλε νά κατασχέσει τήν περίφημη βιβλιοθήκη τῆς Ὄπτινα, ἀλλά ἡ γνωριμία του μέ τόν Στάρετς Νεκτάριο τόν μετέστρεψε στήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Μαζί του στάλθηκε καί ὁ Βαρώνος Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς Τάουμπε, Προτεστάντης μέ ἀξιόλογη παιδεία. Ἡ γνωριμία του μέ τούς Στάρετς Νεκτάριο καί Ἰωσήφ συνετέλεσε στή μεταστροφή του στήν Ὀρθοδοξία καί τελικά ἔγινε μοναχός στό Κοζέλσκ μέ τό ὄνομα Ἀγαπητός.
Ὁ ζωγράφος Λεωνίδας Μπρούνι, ὁ ὁποῖος ἔζησε μέ τήν οἰκογένειά του γιά πολύ καιρό στήν Ὄπτινα.
Ὁ πατέρας τοῦ Ρωσικοῦ Φουτουρισμοῦ, ποιητής καί πεζογράφος Β. Χλέμπινικωφ (1885 - 1922).
Ὁ φιλόσοφος Παῦλος Φλωρένσκυ, ἀργότερα Ἱερέας καί Μάρτυρας, πού ἐκτελέστηκε στό Στρατόπεδο Σολόβκι τό 1938.
Ἡ μεγάλη Ρωσίδα ποιήτρια Ἄννα Ἀχμάτοβα (1889 - 1966), ἡ ὁποία συνάντησε τόν Στάρετς Νεκτάριο τό 1922.
Ἡ ποιήτρια Ναντέζντα Παύλοβιτς (1895 - 1980), μέλος τοῦ Προεδρείου τῆς Ἑνώσεως τῶν Ρώσων Ποιητῶν κατά τήν περίοδο 1919 -20. Χάρη σ' αὐτήν τό 1974 ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση χαρακτήρισε τήν Ὄπτινα μνημεῖο πολιτισμοῦ καί ἄρχισαν ἐργασίες συντηρήσεως.
Ὁ Ἠθοποιός Μιχαήλ Τσέχωφ (συγγενής τοῦ κορυφαίου θεατρικοῦ συγγραφέα Ἀντωνίου Τσέχωφ (1860 - 1904), μέ ὑπόδειξη τοῦ Στάρετς Νεκταρίου μελέτησε τίς "Ἐξομολογήσεις" τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἡ γνωριμία του μέ τόν ὅσ. Νεκτάριο τόν ἄγγιξε βαθειά καί τόν ἐπηρέασε σημαντικά. Ὅταν ἀργότερα μετανάστευσε στήν Ἀμερική καί διακρίθηκε στό Χόλυγουντ, στή δεκαετία τοῦ '40 δημοσίευσε τίς ἀναμνήσεις του ἀπό τήν γνωριμία του μέ τόν Στάρετς.
Σημαντική, ἀκόμη, γιά τήν ἐπανένταξη πολλῶν διανοουμένων στό στρατόπεδο τῆς Πίστεως, ἦταν ἡ μεταστροφή στήν Ὀρθοδοξία τοῦ Βλαδιμήρου Μπύκωφ (+ 1924 ἤ 1925), ἡγέτη τοῦ Πνευματιστικοῦ Κινήματος στή Ρωσία τήν περίοδο ἐκείνη. "Ὁ Στάρετς Νεκτάριος - γράφεται στόν Βίο του - μιλοῦσε συχνά στούς ἐπισκέπτες του ἐναντίον μιᾶς τάσεως μυστικισμοῦ, πού ἦταν τοῦ συρμοῦ στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ἰδίως μεταξύ τῶν διανοουμένων... Ὁ Μπύκωφ ἐξέδιδε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. τό πιό γνωστό πνευματιστικό περιοδικό στήν Ρωσία μέ τόν τίτλο "Ὁ Πνευματιστής", πού ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπιρροή σέ μερίδα τοῦ λαοῦ, ἰδίως μεταξύ τῶν διανοουμένων. Ἡ μεταστροφή του ἄρχισε χάρη στήν Νεομάρτυρα Μεγαλόσχημη Ἡγουμένη Σοφία Γκρίνεβα, πού τόν συνέδεσε μέ τήν Ὄπτινα.
Ἀκριβῶς στίς σελίδες τοῦ ἐμπνευσμένου ἔργου του "Ἤρεμα καταφύγια γιά τήν ἀνάπαυση κάθε βασανισμένης ψυχῆς", ἔχει περιγράψει μέ τά πιό ζωντανά χρώματα τήν ἔνθερμη μεταστροφή του ἀπό τήν πλάνη τοῦ Πνευματισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Πίστη, πού συντελέστηκε στήν Ὄπτινα. Τό βιβλίο τοῦ Μπύκωφ ἐπανέφερε πολλούς στόν ἴσιο δρόμο τῆς Ὀρθοδοξίας
" (αὐτ. σελ. 114 - 115).
Λίγο πρίν τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, ὁ Χριστιανισμός κατέκτησε καί τούς μεγάλους διανοητές Σ. Μπουλγκάκωφ καί Ν. Μπερντιάγιεφ, τούς ὁποίους καί μετέτρεψε μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό μαρξιστές φιλοσόφους σέ Ὀρθοδόξους θεολόγους.

5. Ἁγιολογική Κίνηση.
Κατά τήν Συνοδική Περίοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1721 – 1917), μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν διαπρέπουν οἱ Μητροπ. Μόσχας ἅγ. Φιλάρετος (+ 1867) καί Ἰννοκέντιος (+ 1879) καί ἕπονται ὁ ἅγ. Μητροφάνης ἐπ. Βορονέζ (+ 1703), ὁ ἅγ. Δημήτριος Μητροπ. Ροστώφ (+ 1709), ὁ ἅγ. Ἰωάννης Μητροπ. Τομπόλσκ, ὁ Θαυματουργός (+ 1715), ὁ ἅγ. Φιλόθεος ἐπ. Τομπόλσκ (+ 1727), ὁ ἅγ. Ἰννοκέντιος ἐπ. Ἰρκούτσκ (+ 1731),ὁ ἅγ. Ἰωάσαφ ἐπ. Μπέλγκοροντ (+ 1754), ὁ ἅγ. Παῦλος Μητροπ. Τομπόλσκ (+ 1768), ὁ ἅγ. Σοφρώνιος ἐπ. Ἰρκούτσκ (+ 1771), ὁ ἅγ. Ἀρσένιος Μητροπ. Ροστώφ (+ 1772), ὁ ἅγ. Τύχων ἐπ. Βορονέζ, ὁ Θαυματουργός (+ 1783), ὁ ἅγ. Ἰννοκέντιος ἐπ. Πένζας (+ 1819), ὁ ἅγ. Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος, ἐπ. Ταμπώφ (+ 1894) καί ὁ ἅγ. Νικόλαος Ἀρχιεπ. Ἰαπωνίας (+ 1912).
Ὅσιοι Πατέρες. Κατά τήν Συνοδική Περίοδο ἁγίασαν ὁ πλέον γνωστός τῶν Ρώσων Ἁγίων, ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (+ 1833), ὁ Πατέρας τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας ὅσ. Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ (+ 1794) καί οἱ 14 Ὅσιοι Στάρετς τῆς Ὄπτινα (Λεωνίδας, Μωϋσῆς, Ἀντώνιος, Ἰσαάκιος, Μακάριος, Ἀμβρόσιος, Ἰωσήφ, Ἀνατόλιος, Ἰλαρίων, Βαρσανούφιος, Ἀνα-τόλιος ὁ Νεώτερος, Ἰσαάκιος Β', Νεκτάριος καί Νίκων). Ἕπονται οἱ Ὅσιοι Κοσμᾶς τοῦ Βερχότσκ (+ 1704), Συνέσιος τοῦ Ἰρκούτσκ (+ 1787), Θεόδωρος τοῦ Σαναξάρ (+ 1791), Γερμανός τῆς Ἀλάσκας (+ 1836), Ζωσιμᾶς (+ 1833) καί Δανιήλ (+ 1843) τῆς Σιβηρίας, Μακάριος Ἱεραπόστολος τῶν Ἀλταϊων (+ 1847), Παρθένιος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1855), Παῦλος τοῦ Ταγαρόνγκ (+ 1874), Ἀντύπας ὁ Ἀθωνίτης (+ 1882), Ἰωνᾶς τοῦ Κιέβου (+ 1902), Βαρνάβας τοῦ Ραντονέζ (+ 1906) καί Γαβριήλ τοῦ Πσκώφ (+ 1915).
Τήν κατ’ ἐξοχήν Ρωσική παράδοση τῆς διά Χριστόν Σαλότητος σνέχισαν κατά τήν Συνοδική Περίοδο οἱ Ὅσιοι Θεόφιλος τοῦ Κιτάγιεβο καί Παϊσιος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1893) καί ἡ ὁσ. Ξένη τῆς Πετρουπόλεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου