Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
ΙΟΥΔΑΪΚΕΣ
Ησαϊας (7.14): "Δια τούτο δώσει Κύριος αυτός υμίν σημείον. Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ".

ΡΩΜΑΪΚΕΣ
Βιργίλιος (Δ΄ βιβλίο Εκλογών, στ. 4-20): "Η ύστατη εποχή της Κυμαίας Σιβύλλης έφθασε ήδη. Μεγάλη τάξι των αιώνων γεννιέται απ’ την αρχή. Ήδη επανέρχεται και η Παρθένος, επανέρχονται τα Κρόνια βασίλεια. Ήδη αποστέλλεται νέα γενεά από τον υψηλό ουρανό ..... Θα γεννηθή Υιός ο οποίος θα φέρει την λήξι της σιδηράς γενεάς και θα ανατείλη σε όλον τον κόσμο νέα γενεά..... Εκείνος (ο Υιός) θα δεχθή μέσα του την Ζωή, τον Θεό.....Θα κυβερνήση με τις πατροπαράδοτες αρετές την Οικουμένη και θα επικρατήση η ειρήνη..... Σήκω, ώ βρέφος, κοίταξε την μητέρα και χάρισέ της χαμόγελο. Δέκα μήνες για σένα έχει πολλά υποφέρει..... ".

ΚΙΝΕΖΙΚΕΣ
Κομφούκιος (Ηθικά, αρ. 196): "Εγώ ο Κιεού άκουσα να λέγεται ότι στις Δυτικές χώρες θα αναφανή άνθρωπος άγιος, ο οποίος χωρίς να μεταχειρίζεται καμμία πράξη κυβερνητική, θα προλαβαίνει ταραχές, χωρίς να λαλή, θα εμπνέη αυθόρμητα πίστη, χωρίς να κάνη αλλαγές, θα επιτελή αναρίθμητα αξιόμισθα έργα".

ΙΡΑΝΙΚΕΣ
Μαζνταϊκή θεολογία: "Αυτή την εποχή θα εμφανισθή ένας βασιλέας ο οποίος θα αποκαταστήση πάλι τον αγαθό Νόμο. Θα είναι ο αγωνιστής για τον νόμο του Ζωροάστρη, ο Υπέρμαχος της Αληθείας ο οποίος θα ξαναεγκαινιάση την τάξι των πραγμάτων. Μακάριο είναι το δέντρο το οποίο ο Θεός αφήνει να φέρη τέτοιο καρπό! Από το αμόλυντο αυτό διαμάντι, από το καθαρό αυτό Παιδί θα φωτιστούν τα πάντα από την γη μέχρι τον ουρανό. Ο παράδεισος θα αμείβη, όσους τον ακολουθούν, ενώ οι εχθροί του θα γκρεμίζονται στην κόλασι. Ώ και να μπορούσα να ζω μέχρι την ευτυχισμένη εκείνη ημέρα! Θα πρόσφερα σ’ Αυτόν όλα τα αγαθά μου, και την ψυχή μου, ως θυσία".

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ
Πλάτωνας (Πολιτεία Β΄, V, 40 § 4-5): "Θεόν δε και νυν απ’ αρχής των λεγομένων Σωτήρα, εξ ατόπου και αήθους διηγήσεως προς το των εικότων δόγμα διασώζειν ημάς, επικαλούμενοι, πάλιν αρχόμεθα λέγειν.". Μτφ: "Πάλι επανερχόμαστε στο θέμα, επικαλούμενοι (τούτο), ότι διασώζουμε μία διδασκαλία από κάποια παράδοξη και ασυνήθιστη προς τα γενικώς παραδεκτά διήγηση, (κατά την οποία) από την αρχαιότητα μέχρι τώρα (αναμένουμε) Σωτήρα Θεό".
(Πολιτεία, ως ανωτέρω): "Γυμνωτέος δη πάντων πλην δικαιοσύνης..... μηδέν γαρ αδικών, δόξαν εχέτω την μεγίστης αδικίας, ίνα ή βεβασανισμένος εις δικαιοσύνην..... αλλ’ ίτω αμετάστατος άχρι θανάτου, δοκών μεν άδικος δια βίου, ών δε δίκαιος..... Ούτω διακείμενος ο δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεδήσεται, εκκαυθήσεται τωφθαλμώ, τελευτών πάντα κακά παθών ανασχινδυλευθήσεται". Μτφ: "Θα απογυμνωθή από όλα εκτός από την δικαιοσύνη..... διότι χωρίς σε τίποτε να αδική, θα δυσφημισθή πολύ σαν άδικος, ώστε θα βασανισθή για την δικαιοσύνη..... αλλά θα μείνη αμετακίνητος μέχρι θανάτου, και ενώ θα είναι δίκαιος θα θεωρήται άδικος σ’ όλη του την ζωή..... Τέτοιες διαθέσεις έχοντας ο δίκαιος θα μαστιγωθή, θα στρεβλωθή, θα δεθή, θα ανάψουν τα μάτια του και στα τελευταία, αφού πάθη όλα τα κακά, θα προσηλωθεί επάνω σε πάσσαλο (στύλο)"



ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου

Η εκκλησιαστική, αλλά και κάθε άλλη περιουσία φυσικού ή νομικού προσώπου διέπεται εκτός των άλλων επί μέρους διατάξεων και από το άρθρο 51 του εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο, η απόκτηση κυριότητας κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή της. Η απαρχή του Νόμου αυτού βρίσκεται στο διάταγμα της βαυαρικής αντιβασιλείας του 1835, το οποίον όρισε, ότι: «οι πολιτικοί νόμοι (δηλ. το αστικό δίκαιο) των βυζαντινών αυτοκρατόρων….. θέλουν ισχύει μεχρισού δημοσιευθή ο πολιτικός κώδηξ, του οποίου την σύνταξιν διατάξαμεν ήδη».
Εκτός όμως των ανωτέρω γενικών διατάξεων για τις κάθε φύσεως περιουσίες, τα περί της εκκλησιαστικής ιδιαίτερα περιουσίας διέπονται κυρίως από τον ΙΒ΄ Κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και είναι γνωστόν, ότι για την Εκκλησία, οι εκκλησιαστικοί νόμοι υπέρκεινται των πολιτικών βάσει αποφάσεων των Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικών Συνόδων και των αναφορών του Μ. Φωτίου ως εξής:
Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω».
Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «οι ενδοξώτατοι άρχοντες είπον. Τω θειωτάτω Δεσπότη πάσης οικουμένης Μαρκιανώ, ήρεσε, μη κατά τα θεία γράμματα ή πραγματικούς τύπους τα των οσιωτάτων επισκόπων προβαίνειν, αλλά κατά τους Κανόνες τους παρά των αγίων Πατέρων νομοθετηθέντας. Η σύνοδος είπε. Κατά των Κανόνων, πραγματικόν μηδέν ισχύσει. Οι Κανόνες των πατέρων κρατείτωσαν. Και πάλιν δεόμεθα, ώστε αργήσαι αναντιρρήτως τα επί βλάβη των Κανόνων πραγματικά, πραχθέντα τισίν εν πάση επαρχία, κρατήσαι δε τους Κανόνας δια πάντων….. πάντες τα αυτά λέγομεν. Όλα τα πραγματικά αργήσει. Οι Κανόνες κρατείτωσαν….. Κατά την ψήφον της αγίας συνόδου και εν ταις άλλαις επαρχίαις απάσαις τα των Κανόνων κρατείτω».
Μ. Φώτιος: «Οι τοις Κανόσιν εναντιούμενοι πραγματικοί τύποι, άκυροι εισι». Και «Οι μεν γαρ, ήγουν οι Κανόνες, παρά βασιλέων και των αγίων Πατέρων εκτεθέντες και στηριχθέντες, ως αι θείαι Γραφαί δέχονται. Οι δε νόμοι, παρά βασιλέων μόνον εδέχθησαν ή συνετέθησαν και δια τούτο ου κατισχύσουσι των θείων Γραφών, ουδέ των Κανόνων».
Σύμφωνα με τον ΙΒ΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχουμε τα κάτωθι: «Ει τις Επίσκοπος ευρεθείη, ή Ηγούμενος, εκ των αυτουργίων του Επισκοπείου, ή του Μοναστηρίου, εκποιούμενος εις αρχοντικήν χείρα, ή ετέρω προσώπω εκδιδούς, άκυρον είναι την έκδοσιν, κατά τον Κανόνα των αγίων Αποστόλων τον λέγοντα. πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων ο Επίσκοπος εχέτω την φροντίδα, και διοικήτω αυτά ως Θεού εφορώντος. Μη εξείναι δε αυτώ σφετερίζεσθαί τι εξ αυτών, ή συγγενέσιν ιδίοις τα του Θεού χαρίζεσθαι. Ει δε πένητες είεν, επιχορηγείτω ως πένησιν, αλλά μη προφάσει τούτων τα της Εκκλησίας απεμπολείτω. Ει δε προφασίζοιντο ζημίαν εμποιείν, και μηδέν προς όνησιν τυγχάνειν τον αγρόν, μηδ’ ούτω τοις κατά τόπον άρχουσιν εκδιδόναι τον τόπον, αλλά Κληρικοίς, ή γεωργοίς. Ει δε πανουργία πονηρά χρήσοιντο, και εκ του Κληρικού, ή γεωργού, ωνήσηται άρχων τον αγρόν, και ούτως άκυρον είναι την πράσιν, και αποκαθίστασθαι εν τω Επισκοπείω, ή εν τω Μοναστηρίω, και ο Επίσκοπος ή ο Ηγούμενος τούτο ποιών εκδιωχθήτω, ο μεν Επίσκοπος, του Επισκοπείου, ο δε Ηγούμενος, του Μοναστηρίου, ως διαρπάζοντες κακώς, ά ου συνήγαγον».
Αυτούργια, στον παρόντα κανόνα, ονομάζονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία, που παράγουν εισόδημα και μάλιστα τα ακίνητα, όπως χωράφια, αμπέλια, ελαιώνες και άλλα. Όποιος, σύμφωνα με τον παρόντα κανόνα, ήθελε να δώσει ιδιοκτησία, Επίσκοπος από την Επισκοπή ή Ηγούμενος από τη Μονή σε άρχοντα με πώληση ή με ανταλλαγή, αυτή η μεταβίβαση είναι άκυρη και οι ιδιοκτησίες αυτές πρέπει να επιστρέφονται στην Επισκοπή ή στη Μονή. Εάν δε τυχόν ο Επίσκοπος ή ο Ηγούμενος προφασίζονται, ότι το τάδε χωράφι ή το αμπέλι δεν αποφέρει εισόδημα και κέρδος, αλλά μόνο ζημιά, τότε να το πωλούν όχι σε άρχοντες και δυνάστες, αλλά σε Κληρικούς ή γεωργούς, ανθρώπους δηλ. ταπεινούς και ευτελείς. Εάν δε αυτοί θελήσουν με πανουργία να δώσουν πρώτα στους πένητες αυτά τα ακίνητα με σκοπό να τα πάρουν αργότερα οι άρχοντες, τότε η πώληση να θεωρείται άκυρη, ο Επίσκοπος δε που έκανε την πώληση να εκδιώκεται από την Επισκοπή, ο δε Ηγούμενος να εκδιώκεται από τη Μονή και τούτο διότι εκείνα που αφιερώνουν άλλοι στη Μονή ή την Επισκοπή, άλλοι κακώς διασκόρπισαν και πούλησαν.
Τα αφιερωμένα στη Μονή κινητά ή ακίνητα θεωρούνται αφιερώματα στο Θεό και ονομάζονται ιερά και πτωχικά, ως ιερά δε πρέπει να δίδονται σε Κληρικούς και ως πτωχικά να δίνονται σε πτωχούς, όπως είναι οι γεωργοί. Από την άλλη, οι άρχοντες, ούτε ιερείς είναι, ούτε πτωχοί, γι’ αυτό δεν πρέπει να πωλούνται ή να δίνονται σ’ αυτούς. Ένα άλλο στοιχείο είναι, ότι σε δεδομένη στιγμή μπορεί εύκολα να τα ξαναγοράσει, η Επισκοπή ή η Μονή, από αυτούς, ενώ είναι δύσκολο να τα αγοράσει από τους άρχοντες. Αντίθετα, μια περιοχή μπορεί να δοθεί σε κάποιον για ορισμένο χρόνο ως επικαρπία, ενώ η Μονή ή η Επισκοπή έχουν την ψιλή κυριότητα. Η μοναδική περίπτωση, που επιτρέπεται η πώληση περιουσίας Επισκοπής ή Μονής είναι, σύμφωνα με την ρα΄ Νεαρά του Ιουστινιανού, για την απόκτηση χρημάτων προς εξαγορά Ορθοδόξων αιχμαλώτων.







Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολογου

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.) εξέδωσε την υπ. αρ. 25/12.4.05 απόφασή της σχετικά με προσφυγή της ΔΙΣ, ως προς το απαραβίαστο της προσωπικής ζωής των Ιεραρχών και απαγόρευση προβολής ή δημοσίευσης γεγονότων της προσωπικής τους ζωής.
Καταγράφονται εδώ αποσπάσματα της απόφασης αυτής: "Η δημόσια γνώμη δικαιούται να γνωρίζει, αν ένας Μητροπολίτης, που προβάλλει ευατόν ως στερούμενο προσωπικής ζωής και ως παράδειγμα αρετής, αγνότητας, αγαμίας, πενίας κ.τ.λ. και ζητεί από το ποίμνιό του να μιμηθεί το παράδειγμά του, διάγει πράγματι βίο άκρως αντίθετο και σκανδαλώδη. Με άλλες λέξεις, οι προπαρατεθείσες εκδηλώσεις Ιεραρχών δεν υπάγονται στην προσωπική ζωή τους, αλλά συνιστούν τμήμα ελεγχόμενου από τον Τύπο δημοσίου βίου τους….. Β/ Σχετικώς με την σκανδαλώδη συμπεριφορά Ιεραρχών: Η αυτούσια προβολή στοιχείων, που σχετίζονται με σκανδαλώδεις συμπεριφορές Μητροπολιτών ερωτικού ιδίως περιεχομένου, είναι απολύτως δικαιολογημένη λόγω του εντόνου δημοσίου συμφέροντος. Εν προκειμένω, το θέμα είναι δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι αφορά δημόσια πρόσωπα κατά την έννοια του Ν. 2472/1997, καθώς ένας Μητροπολίτης μισθοδοτείται από το Κράτος και ασκεί δημόσια εξουσία, προβαίνοντας σε πράξεις δημόσιου χαρακτήρα, η δε συμπεριφορά του υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική, όχι μόνο ως προς τα ζητήματα της δημόσιας διαχείρισης των εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλά και ως προς τα ζητήματα ηθικής φύσεως στο μέτρο που σχετίζονται αδιαχώριστα με το λειτούργημα και τη δημόσια δράση του. Οι ιδιαίτερες περιστάσεις της ιδιωτικής του ζωής επηρεάζουν προφανώς την άσκηση του λειτουργήματός του, στο μέτρο που παραβιάζουν ευθέως τους Ιερούς Κανόνες (η ισχύς των οποίων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, άρθρο 3). Για τους λόγους αυτούς είναι απολύτως αναγκαία και δικαιολογημένη η δημόσια προβολή των επίμαχων ηχητικών στοιχείων, που καλύπτουν πράξεις και εκδηλώσεις Μητροπολίτη, οι οποίες, ανεξάρτητα απ’ τον τρόπο και το χρόνο που γίνονται (ακόμα δηλαδή και αν δε γίνονται σε δημόσιο χώρο), δεν καλύπτονται από την ιδιαίτερη προστασία της προσωπικής ζωής…..».
Η ΔΙΣ υπέβαλε στην ίδια Αρχή «Αίτηση Θεραπείας» στις 2.6.05 με την οποίαν αποφαίνεται μεταξύ άλλων: «Ο Μητροπολίτης δεν είναι….. δημόσιο πρόσωπο….. Εφόσον ο Μητροπολίτης δεν είναι δημόσιο πρόσωπο δεν ασκεί δημόσιο λειτούργημα…… Ειδικώς ως προς τα προσωπικά δεδομένα του Μητροπολίτη….. εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται να θεωρηθούν ότι συνδέονται με την άσκησιν δημοσίου λειτουργήματος, διότι πρόκειται περί δεδομένων αναφερομένων εις αυστηρώς προσωπικήν συμπεριφοράν, παντελώς άσχετον προς την άσκησιν δημοσίου λειτουργήματος…..».
Η ανακλητική αυτή αίτηση της ΔΙΣ απορρίφθηκε με νεότερη απόφαση της Αρχής και με το αυτό σκεπτικό (απόφαση 73/17.11.05).
Στην ανωτέρω αίτηση θεραπείας της ΔΙΣ αναγράφεται επί λέξει ότι η ομοφυλοφιλία συγκαταλέγεται μεταξύ των «δεδομένων (των) αναφερομένων εις αυστηρώς προσωπικήν (ομοφυλοφιλικήν) συμπεριφοράν παντελώς άσχετον προς την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος». Στη συνέχεια προστίθεται ότι «….. τα δεδομένα αυτά (εννοεί τα ομοφυλο-φιλικά), δεν συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος (εννοεί το του Μητροπολίτη)».
Το επαίσχυντο κείμενο θεραπείας υπεγράφη από δεκατρείς Μητροπολίτες, όσα είναι τα μέλη της ΔΙΣ περιόδου 2004-2005 και μέχρι σήμερα δεν έχει ανακληθεί!
Ο Αθηνών Χριστόδουλος
Ο Ξάνθης Παντελεήμων
Ο Ελασσώνος Βασίλειος
Ο Σάμου Ευσέβιος
Ο Καστορίας Σεραφείμ
Ο Φλωρίνης Θεόκλητος
Ο Κασσανδρείας Νικόδημος
Ο Σύρου Δωρόθεος
Ο Χαλκίδος Χρυσόστομος
Ο Νέας Σμύρνης Συμεών
Ο Κερκύρας Νεκτάριος
Ο Γλυφάδας Παύλος
Ο Θήρας Επιφάνιος

ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ Ή ΓΙΑ ΜΑΣ;
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου

Γιατί χτυπάνε πένθιμα οι καμπάνες την Μεγάλη Εβδομάδα; Γιατί στολίζονται οι Εκκλησιές με πένθιμες κορδέλες; Γιατί φοράνε μαύρα άμφια οι Ιερείς; Ποιόν πεθαμένο θρηνούμε; Μήπως τον Κύριο της ζωής και του θανάτου; Αυτό μας διδάσκουν οι Πατέρες μας ή μήπως όλα αυτά είναι ξενόφερτα Δυτικά πρότυπα που μπόλιασαν την Ορθόδοξη Παράδοσή μας; Που είναι τα πορφυρά άμφια, που έφεραν οι Ιερείς κατά τη χαρμόσυνη αυτή Μ. Εβδομάδα; Σ’ αυτή την εβδομάδα δεν ταιριάζει το πένθος, δεν ταιριάζει ο οδυρμός, δεν ταιριάζει ο συναισθηματισμός. Όλα είναι φωτεινά, όλα είναι χαρούμενα. Ένα είναι το θλιβερό. Οι δικές μας αστοχίες, οι δικές μας αδικίες, οι δικές μας αμαρτίες. Γι’ αυτές υπέφερε Εκείνος, γι’ αυτές σταυρώθηκε Εκείνος. Γι’ αυτές να κλαίμε, όχι για Εκείνον. Δεν έχει ανάγκη τη συμπόνια μας, δεν έχει ανάγκη τα δάκρυά μας, εμείς Τον έχουμε ανάγκη, εμείς Τον χρειαζόμαστε. Δεν παύει να υπάρχει και στο Σταυρό και στον Τάφο. Είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού και πάντοτε και τώρα και εις τον αιώνα.
Κυριακή Βαΐων το βράδυ η Εκκλησία μας ανάβει τα φώτα της χαράς και όχι του πένθους: «Τα Πάθη τα σεπτά η παρούσα ημέρα ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω κόσμω» (Κάθισμα Μ. Δευτέρας). Που υπάρχει λοιπόν πένθος με άπλετο φως; Φτάνει η ώρα του δοξασμού: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου» (Ιω. 13. 31). Βεβαιώνει ο Κύριος: Λυπόσασθε για μένα. Αυτή η λύπη να μετατραπεί σε χαρά: «Υμείς λυπήσθε. Αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» (Ιω. 16. 20). Αρχίζουμε να φυτεύουμε το δέντρο της ζωής, το Σταυρό. Δεν κλαίμε για τη σταύρωση του Χριστού, κλαίμε για τη μη σταύρωση τη δική μας. Μας καλεί να σταυρωθούμε και εμείς αρνούμεθα. Καλεί την Εκκλησία του να σταυρωθεί, όχι να σταυρώσει, γιατί όταν Αυτή σταυρώνεται τότε θεολογεί, τότε μεγαλουργεί, τότε παράγει αγίους: («ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» Ματθ. 16. 24). Ας διερωτηθούμε, απαρνούμεθα τον βρωμερό εαυτό μας; Κουβαλάμε τον σταυρό μας; Τον ακολουθούμε σηκώνοντας αυτό το βάρος; Αν όχι τότε να κλαίμε γοερά για το κατάντημά μας. Αν ναι, τότε να αγαλλόμεθα συσταυρούμενοι με Αυτόν. Δεν κλαίμε γι’ Αυτόν που σταυρώνεται, κλαίμε για εμάς που Τον σταυρώνουμε.
Μ. Δευτέρα. Κλαίμε για τη διεφθαρμένη Αιγύπτια. Δυο σταυρούς έστησε η μοιχαλίδα. Του άντρα της, που κηλίδωσε την τιμή του και του πανέμορφου Ιωσήφ που προσπάθησε να διαφθείρει την αγνότητα. Σταυρώνεται ο Ιωσήφ και παραμένει απαθής και καθίσταται η προτύπωση του Κυρίου του («Της Αιγυπτίας γαρ τότε ταις ηδοναίς μη δουλεύσας, αντεδοξάζετο παρά του βλέποντος τας των ανθρώπων καρδίας και νέμοντος στέφος άφθαρτον» κοντάκιο Μ. Δευτέρας). Κλαθμός για την Αιγύπτια, χαρά για τον Ιωσήφ. Κλαίμε γοερά για τους Φαρισαίους (για μας δηλαδή), πιο γοερά από ότι για τους αθέους.
Μ. Τρίτη. Κλαίμε για τις μωρές παρθένες, δηλαδή για την αδιαφορία, για μας τους καλούς, τους ηθικούς, τους ακριβείς τηρητές της ευλάβειας και του νόμου, των νηστειών, των μεγαλόσταυρων, των θυμιαμάτων, των στυγνών και στεγνών, αλλά των αποκοιμωμένων στη μακαριότητά μας: «Εν καιρώ της εργασίας ρεμβόμενος» (αίνος Μ. Τρίτης). Χαιρόμαστε για τους «εν εγρηγόρσει», για τους «εν νήψει» ευρισκομένους, τους εισερχόμενους στο Νυμφώνα, δηλ. για τους εν Παραδείσω ευρισκομένους, τους θεούμενους, τους δοξασμένους: «Τον Νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον». Κλαίει η πόρνη για την αθλιότητά της: «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων Σου αβύσσους» και ζητάει το έλεον: «Εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαι με». Κλαίει αυτή και χαιρόμαστε εμείς, γιατί αυτή η συντριβή φέρνει τη λύτρωση: «Εκείνην ευθύς εδικαίωσας, ημίν δε συγχώρησιν δώρησαι». Αυτή στον Παράδεισο, εμείς σε ποιόν Άδη βρισκόμαστε;
Μ. Τετάρτη. Η πόρνη θρηνεί, δάκρυα χαράς, αγάλλονται οι Ουρανοί για τη μετάνοια, η δούλη γίνεται μαθήτρια του Λυτρωτή, ο μαθητής γίνεται δούλος των παθών: «Φιλαργυρίαν νοσήσας εσκοτίζετο», αρρώστια η φιλαργυρία. Χαιρόμαστε για την πόρνη, λυπούμαστε για το μαθητή. Τη προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανένας: «Η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον» (αίνος Μ. Τετάρτης). Η πόρνη γίνεται μαθήτρια, ο μαθητής γίνεται πόρνος!
Μ. Πέμπτη. Θλίψη για την άρνηση του Πέτρου, η αποθέωση του εγωισμού στο ψέμα: «Ουκ οίδα τον άνθρωπο» (Λουκ. 26. 72), αλλά από την άλλη δάκρυα χαράς για τη μετάνοια. «Εξελθών έξω, έκλαυσε πικρώς».Τι μας διδάσκει; Την ανάστασή μας μετά το πέσιμο στην αμαρτία: «Ανάστησον ημάς πεσόντας τη αμαρτία» (αίνος δ΄ ήχου). Θλίψη για τη σύλληψη Εκείνου, θλίψη για τον προδότη. Χαρά για τη σταθερή πορεία Εκείνου προς το Σταυρό: «Εστήριξε το πρόσωπον αυτού του πορεύεσθαι εις Ιεροσόλυμα…..» (Λουκ. 9. 51). Χαρά για τη μεταμέλεια του προδότη: «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον», μετανόησε ο προδότης, αλλά δεν ολοκλήρωσε τη μετάνοια, κατά τον Χρυσόστομο, δεν ζήτησε τη συγγνώμη. Άραγε τη ζήτησε στον Άδη, όταν έσπευσε να πάει με τον απαγχονισμό του, μιας και ήξερε ότι θα περίμενε Εκείνον που είχε προδώσει (Ωριγένης); «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Σχήμα οξύμωρο. Ο ποιητής του Σύμπαντος κρεμασμένος στο Σταυρό! Μια ταμπέλα συμπληρώνει τον εμπαιγμό: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων» (ΙΝΒΙ). Έτσι περιφέρεται στους Ναούς; Ναι, δυστυχώς, σύμφωνα με τα παπικά πρότυπα. Άλλα λέγει όμως ο Ψαλμός: «Ο δε παράνομος λαός τω σταυρώ προσήλωσε τον Κύριον της δόξης». Ποια λοιπόν ταμπέλα αρμόζει στην Ορθόδοξη Παράδοση; «Ο Βασιλεύς της Δόξης» (ΟΒΤΔ). «Τετέλεσθαι», τελείωσε το έργο Μου. Χαρά ανείπωτη, άνοιξε ο δρόμος της λύτρωσης για μας. Πορεύεται στον Άδη για τη ύστατη προσφορά. Την διδασκαλία στους επί αιώνες ευρισκόμενους εκεί: «εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Πέτρου Α΄ 3. 19). Ποιος τον ακολουθεί; Ένας πολύ αμαρτωλός, ένας ληστής που κέρδισε τον Παράδεισο με την παραδοχή και τη μετάνοια. Την παραδοχή, ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Τη μετάνοια για την πρότερη ζωή του. Ο Παράδεισος κερδίζεται, όταν από τα βάθη της καρδιάς ανακράξουμε: «Μνήσθητί μου Κύριε εν τη βασιλεία σου». Χαρμόσυνη η ημέρα αυτή, οι πύλες του Άδη ανοίγουν, ο διάβολος καταπατείται και ο θάνατος καταργείται. Τι πιο χαρμόσυνο γεγονός!
Μ. Παρασκευή. Θλίψη για τους σταυρωτές, για τους τότε, αλλά και για τους τωρινούς, που Τον ξανασταυρώνουν και τον διαπομπεύουν: «ανασταυρούντας ευατοίς τον υιόν του Θεού και παραδειγματίζοντας» (Εβρ. 6. 6). Γιατί ο Χριστός ξανασταυρώνεται και θα ξανασταυρώνεται μέχρι της συντέλειας του αιώνος τούτου του απατεώνος και θα παραπονείται για την αχαριστία: «Λαός μου τι εποίησα και τι μοι ανταπέδωκας;» (αντίφωνο Μ. Παρασκευής). Σε ποιόν λοιπόν ταιριάζει η θλίψη; Σ’ Εκείνον ή σ’ εμάς τους σταυρωτές; Τίποτε δεν αφήνουμε όρθιο. Μοιράζουμε ακόμη και τα ρούχα του, όπως ψάλλει ο Δαβίδ: «Διεμερήσαντο τα ιμάτιά μου ευατοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (21. 19). Προχωρήσαμε ακόμη περισσότερο. Ξεσκίσαμε τον άρραφο χιτώνα Του. Ο κλαυθμός και ο οδυρμός ταιριάζει λοιπόν σ’ εμάς. Ενώ Εκείνος σταυρώθηκε για να έχουμε εμείς στρωμένο το δρόμο προς τον Παράδεισο: «….. εν η επί του Ζωοποιού Ξύλου κρεμάμενος, τω ευγνώμονι ληστή την εις τον Παράδεισον ωδοποιήσας είσοδον και θανάτω θάνατον ώλεσας…..» (ευχή Μ. Βασιλείου), για να μπορέσουμε να περάσομε με ασφάλεια την Ερυθρά Θάλασσα, που μας χωρίζει από την Αίγυπτο της αμαρτίας, «ίνα, τον παλαιόν αποθέμενοι άνθρωπον, τον νέον ενδυσώμεθα» (ευχή Μ. Βασιλείου). Ασύλληπτη προσφορά.
Μ. Σάββατο. Ο Κύριος των Δυνάμεων στον τάφο τρεις ημέρες! Τρεις ημέρες στη κοιλιά του κήτους και ο Ιωνάς, η προτύπωση του Δεσπότη: «και ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ιωνάς 2. 1). Αντέδρασε ο Ιωνάς στην εντολή του Θεού για τη σωτηρία των Νινευϊτών (των μελλοντικών κριτών) και έλαβε τη μισθαποδοσία. Ήθελε το Θεό αποκλειστικά δικό του. Προσοχή λοιπόν στο σύνδρομο αυτό. Ο Κύριος της δόξης είναι για όλους, πιστούς και απίστους. Λύπη για τους σταυρωτές, χαρά για τον ληστή (τω ευγνώμονι) και τον εκατόνταρχο, λύπη για την καπηλεία του Σταυρού των Αρχιερέων, χαρά για την προσφορά του Μεγάλου Αρχιερέα, λύπη για τις αμαρτίες μας, που δεν έχουν τέλος, χαρά για τη σωτηρία του Σταυρού. Αμαρτάνουμε συνεχώς και συνεχώς σταυρώνουμε Εκείνον, αλλά και μυριάδες Χριστούς. Η προτροπή του Χριστού σ’ εμάς είναι μια και μοναδική: «μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. 23. 28). Ποιο είναι λοιπόν το κάλεσμα στη σωτηρία; Η συσταύρωση με το Χριστό και μόνο, όλα τα υπόλοιπα είναι εκ του πονηρού: «ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας….. ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6. 6-9).

ΣΗΜ: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο 2006, στον περιοδικό τύπο Κύμης ΕΥΒΟΙΑΣ.

Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
Σειρά: Παπισμός καί Ὀρθοδοξία
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολογου

Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί την πολιτική θεολογία είναι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το θέμα αυτό ασχολείται το Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο. Από την Ορθόδοξη άποψη οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιαστικής και Πολιτικής εξουσίας δεν είναι αντίθετες, αλλά είναι διαφορετικές. Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι χαρακτηριστικός: «Ουκ επ’ ανατροπή της κοινής πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει βελτίονι», δηλ. «Ο Χριστός έφερε στον κόσμο τους δικούς Του νόμους, όχι για να ανατρέψει τη συνηθισμένη πολιτική εξουσία, αλλά για να γίνει καλύτερη». Αντίθετα, η Δυτική σκέψη ακολουθεί τον Ιερό Αυγουστίνο, που θεωρεί αντίθετες την Εκκλησία και την Πολιτεία. Αντιπροσωπευτικός τύπος (κατά τον Αυγουστίνο) είναι ο Άβελ για την Εκκλησία και ο Κάιν για την Πολιτεία (καλή – κακή). Συνέπεια αυτού είναι η ύπαρξη του Παπικού Κράτους.

«Η μονοκρατορική δομή της Δυτικής Εκκλησία υπό τον Πάπα ήταν η αναπότρεπτη συνέπεια των ιστορικών δεδομένων, αντλώντας τη θεωρητική της κατοχύρωση από Πέτριες αξιώσεις….. Η Δυτική Εκκλησία, επομένως, έτεινε να γίνει ένας συγκεντρωτικός φορέας με ηγέτη μια μονοκρατορική και θεόπνευστη κεφαλή. Η διεύθυνση βρισκόταν στα χέρια έμπειρων διοικητών και νομικών, των οποίων η θεολογία αντανακλούσε μια τέτοια θεώρηση. Πολλοί αιώνες θα περνούσαν μέχρι η τάση αυτή να γνωρίσει την πλήρη πραγμάτωσή της….. αλλά η τάση ήταν πάντα παρούσα και εάν αυτό δεν συνέβαινε, η Εκκλησία της Ρώμης δεν θα είχε επιβιώσει τον ταραγμένο σκοτεινό Μεσαίωνα» (St. Runciman: «Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα», σελ. 24-25).

Ο σπόρος για την δημιουργία του Παπικού Κράτους τοποθετείται στις αρχές του 7ου αιώνα με τον Πάπα άγιο Γρηγόριο Α΄ το Διάλογο (590-604), η δε ανάγκη των καιρών ώθησε τον Πάπα Γρηγόριο να ασχοληθεί και με τα θέματα που αφορούσαν την πολιτική εξουσία, προσπαθώντας να αναπληρώσει το υπάρχον κενό. Ο Γρηγόριος Α΄ θεωρείται λοιπόν ως ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των Παπών, κοσμική εξουσία που προέκυψε ως φυσικό δικαίωμα της ακάματης μέριμνας των Παπών να προφυλάξουν τη Ρώμη και την Ιταλία από τις επιδρομές των βαρβάρων, αφού στην πράξη συγκροτημένη πολιτική εξουσία δεν υπήρχε.

Η πρεσβυτέρα Ρώμη, κατά τον 8ο αιώνα αντιμετώπιζε τον πολιτικό και κοινωνικό κατακερματισμό της Δύσης σε πλήθος από βαρβαρικά βασίλεια, ηγεμονίες, δουκάτα, κομητείες, όπου ο κάθε είδους Ἀρχοντας αξίωνε να καθορίζει αυτός την ορθότητα της πίστης των υπηκόων του. Με αυτά τα δεδομένα ήταν μάλλον αδύνατο για την Εκκλησία της Ρώμης να εγγυηθεί και να διασώσει, μόνο με το εκκλησιαστικό της κύρος, την καθολικότητα των εκεί τοπικών Εκκλησιών. Οδηγήθηκε έτσι στη λύση να αναλάβει η ίδια και ρόλο πολιτικής εξουσίας, ώστε να είναι ικανή να επιβάλλει την ορθοφροσύνη με μέσα κοσμικής αποτελεσματικότητας.

Η επόμενη προσπάθεια πρόσκτησης και πολιτικής εξουσίας από τον Πάπα της Ρώμης έγινε επί Γρηγορίου Β΄ (715-731) και πέτυχε. Ο Πάπας επωφελούμενος από την αδυναμία της Αυτοκρατορικής φρουράς του Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου, εξηγέρθη, έσπασε τις εικόνες του Αυτοκράτορα, εκδίωξε τον νομάρχη Ρώμης και τον έξαρχο της Ραβέννας και δραττόμενος της ευκαιρίας κηρύσσεται από τον Ρωμαϊκό λαό, τιμητικός επίτροπος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Αυτό το τιμητικό αξίωμα έγινε η πρώτη αφετηρία και το πρώτο βήμα στις βαθμίδες του Βασιλικού Θρόνου, στον οποίον έκτοτε κάθισαν οι Πάπες ενώσαντες τη βασιλική και κοσμική εξουσία μαζί με την εκκλησιαστική (αγίου Νεκταρίου, Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 185-186).

Λίγο αργότερα, η Εκκλησία της Ρώμης πέτυχε, υπό τον Πάπα Στέφανο Γ΄, να αναγνωρισθεί ως αυτόνομο κράτος το 754 από τον Βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768, πατέρα του Καρλομάγνου) με συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον Πάπα Στέφανο και τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος Βασιλιάς σε Patricius Romanus (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 74).

Έτσι ο Πεπίνος επέστρεψε στην Αγία Έδρα όλες τις εκτάσεις της, που της είχαν διαρπαγεί και με επίσημο βασιλικό έγγραφο το οποίον ο ίδιος κατέθεσε στο βωμό του αγίου Πέτρου, επικύρωνε τη προσφορά στην Εκκλησία της Ρώμης και τους Ποντίφηκες. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιούταν η σύσταση του κράτους της Εκκλησίας της Ρώμης, που περιλάμβανε τις εξής περιοχές: το Δουκάτο της Ρώμης, τη Ραβέννα, το Κoμμάκιο και τα εδάφη μεταξύ των Απεννίνων Ορέων και τη θάλασσα, από το Φουρλί προς Βορρά μέχρι το Jesi και τη Σινιγάλη προς Ανατολάς, αποτελεί δε επανάκτηση των εδαφών που ανήκαν ανέκαθεν στην Εκκλησία της Ρώμης. Το 787, ο Καρλομάγνος, υιός του Πεπίνου, αύξησε την έκταση του Παπικού κράτους προσφέροντας στον Πάπα Αδριανό Α΄ (772-795) και νέα εδάφη. Από το 754 λοιπόν αρχίζει η κοσμική εξουσία των Παπών, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα, αν και το 1929 έγινε νέα συμφωνία με την Ιταλική κυβέρνηση όπου περιοριζόταν το Παπικό κράτος, στα όρια της πόλης του Βατικανού (Stato della Citta del Vaticano).

Βέβαια, είναι γνωστό ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν τη διπλή κατοχή εκκλησιαστικού και πολιτικού αξιώματος υπό του ιδίου προσώπου. Τόσον οι ΣΤ΄, ΠΑ΄ και ΠΓ΄ κανόνες των Αγίων Αποστόλων, όσον και ο Ζ΄ Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου καθορίζουν, ότι η άσκηση εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο, ρητώς απαγορεύεται με επακόλουθη την ποινή της καθαίρεσης του προσώπου αυτού, από τον εκκλησιαστικό βαθμό που κατέχει (Διακόνου, Πρεσβυτέρου, Επισκόπου).

Στα αίτια για την ίδρυση Παπικού κράτους προστέθηκε η άποψη, ότι ο «αντιπρόσωπος του Θεού» στη γη, δεν μπορεί να βρίσκεται υπό κρατική εξουσία ετέρου προσώπου (βασιλιά κ.λπ.). έτσι, ο Παπισμός κατάντησε και κοσμικό κράτος που έχει στρατό (τους Ελβετούς φρουρούς), ασκεί διπλωματία και επηρεάζει τη διεθνή οικονομία με τη συμμετοχή του σε μεγάλες εταιρίες και επιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδή για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη. Αλλά η συνύπαρξη κοσμικής και πνευματικής εξουσίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι κάτι το ασυμβίβαστο, κάτι ξένο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου, τους Ι. Κανόνες και την εν γένει Παράδοση της Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή της διπλής ιδιότητας, η Εκκλησία υποκύπτει στο δεύτερο πειρασμό του Χριστού από το Διάβολο, που του ζήτησε να τον προσκυνήσει, για να του δώσει την εξουσία όλων των βασιλείων του κόσμου. Ο Κύριος τότε του απάντησε: «Κύριον τον Θεόν προσκηνύσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4. 10).

Ένα από τα επακόλουθα της κοσμικής εξουσίας είναι και ο φορητός «παπικός θρόνος». Η παράδοση της δημιουργίας του «Φορητού Θρόνου» του Πάπα της Ρώμης (Sedia Gestatoria), με τον οποίον μεταφερόταν ο Πάπας σε επίσημες τελετές, για να είναι δυνατό να τον βλέπει ο κόσμος, αποδίδεται στον Πάπα Στέφανο Γ΄ (752-757), τον ιδρυτή του Παπικού κράτους, από εδάφη που παραχωρήθηκαν στην Εκκλησία της Ρώμης από τον Βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (πατέρα του Καρλομάγνου) μετά από τη στέψη του, στο Παρίσι, από τον ανωτέρω πάπα. Ο «Φορητός Θρόνος» κατηργήθη από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ (1963-1978) μετά από 1220 χρόνια λειτουργίας του. Το Παπικό όμως κράτος εξακολουθεί πάντα να υφίσταται 1253 χρόνια από τη δημιουργία του και χωρίς να υπάρχει επίσημη καταδίκη από την Εκκλησία (από Οικουμενική Σύνοδο βέβαια), για τη διπλή ιδιότητα του Πάπα, την εκκλησιαστική και την κοσμική. Σημειώνεται, ότι με τη διπλή αυτή ιδιότητα, ο Πάπας μετείχε σε δυο Οικουμενικές Συνόδους, την Ζ΄ και την Η΄.


Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΗΣ ΜΥΣΤΡΑ
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Περιεχόμενα

Α. Τό Συνέδριο τοῦ 1989 - Ἡ Εἰσήγηση - Ἡ Πρόταση.
Β. Χρονολογικός Πίνακας.
Γ. Ἡ Μονή Παντανάσσης.
Πρόλογος κ. Johanes Hermser.
Προλεγόμενα τοῦ συγγραφέα.
Α. Ἀπό τήν καταστροφή (1825) στήν ἐπανίδρυση (1850) –
Ἡ Μοναχή Εὐφημία.
Β. Καθηγουμένη Παναρέτη (Γιατράκου, 1888 – 1895).
Γ. Καθηγουμένη Παϊσία (Γιατράκου (1895 – 1945).
Δ. Καθηγουμένη Πελαγία (Γκουτζούλη, 1945 – 1985).
Ε. Καθηγουμένη Καλλινίκη (Χριστάκου, 1985 – 1990).
Ε. Καθηγουμένη Ἀβερκία (1990 - σήμερα).

Τό Συνέδριο τοῦ 1989 - Ἡ Εἰσήγηση - Ἡ Πρόταση
«Ὁ τελικός σκοπός τῆς εἰσόδου τῆς χώρας εἰς τόν εὑρύτερο κύκλο τῆς Εὐρώπης εἶναι πνευματικός, δηλαδή τί θά προσφέρει ὁ τόπος αὐτός εἰς αὐτό πού λέγεται πνεῦμα τῆς Εὐρώπης καί πού ἔχει τήν καταγωγή του ἀπό αὐτά τά χώματα. Διά νά ἐπιτελέσωμε τόν πνευματικό μας σκοπό μέσα στήν Εὐρώπη, χρειάζομαστε νά ἱδρύσωμε Κέντρα Ἑλληνικῶν Σπουδῶν, μέ τά ὁποῖα θά συντελέση ἡ Ἑλλάς εἰς τήν ἀναγέννηση τῆς Εὐρώπης. Διότι χρειάζεται ἡ Εὐρώπη μία καινούργια ἀναγέννηση. Καί ἡ ἀναγέννηση αὐτή – κατά τό πνεῦμα τοῦ μεγάλου Γερμανοῦ ποιητοῦ, τοῦ Γκαῖτε – εἶναι δυνατόν νά γίνει μόνον στήν Ἑλλάδα».

Ἀκαδημαϊκός Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος

Τήν 30η Σεπτεμβρίου – 1η Ὀκτωρβίου 1989, συγκλήθηκε στή Σπάρτη καί τόν Μυστρᾶ - μέ πρωτοβουλία τοῦ Καθηγητοῦ Ἄγγελου Νεζερίτη - Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα τόν Μυστρᾶ καί τήν Βυζαντινή Λακωνία. Τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου προήδρευσε ὁ Καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Σπυρίδων Τρωϊάνος, συμμετεῖχαν δέ ἔγκριτοι ἐπιστήμονες καί λόγιοι, Ἕλληνες καί ξένοι (Ἀκαδημαϊκός Johanes Hermser, Καθηγητής Ε.Μ.Π. Γεώργιος Λάβας, π. Σταμάτιος Σκλήρης, κ.ἄ.).
Ὁ γράφων συμμετεῖχε στό ἐν λόγῳ Συνέδριο μέ εἰσήγηση σχετικά μέ τήν Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ ἀπό τῆς καταστροφῆς τοῦ Μυστρᾶ ἀπό τόν Ἰμπραήμ (1825), μέχρι τότε (1989). Ἡ εἰσήγηση αὐτή εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητος στό Ἐπιστημονικό Περιοδικό «ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ» τοῦ Καθηγητοῦ Ἀγγέλου Νεζερίτη (εἰδικός τόμος πεπραγ-μένων τοῦ Συνεδρίου, 1989) καί στό Περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΟΗ» (φ. 25/Νοέμβριος 1989) μέ τόν τίτλο «Ἡ Βυζαντινή Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ κατά τήν περίοδο ἀπό τό 1825 ἕως σήμερον».
Ἀκόμη στό ἴδιο Συνέδριο κατατέθηκε ἀπό τόν γράφοντα «Πρόταση γιά τήν σύσταση Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς μέ ἀντικείμενο μελέτης τήν ὁλική ἀναστήλωση τοῦ Μυστρᾶ καί τήν ἵδρυση καί λειτουργία στό χῶρο του Ἀνωτάτου Ἐκπαιδευτικοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῶν Σπουδῶν».
Ἡ πρόταση ὑπῆρξε καρπός ἔντονου προβληματισμοῦ πάνω στήν ἀξιοποίηση καί προβολή τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς τοῦ Μυστρᾶ. Στή συγκεκριμένη πρόταση ἐθίγησαν τά θέματα τῆς ὁλικῆς ἀναστηλώσεως τοῦ Μυστρᾶ, τῆς ὑπό ὅρους ἐπιστροφῆς τῶν κατοίκων, τῆς ἐπανδρώσεως καί λειτουργίας τῶν μονῶν, τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ναῶν στή λατρεία καί τέλος τῆς ἱδρύσεως καί λειτουργίας Ἀνωτάτου Ἐκπαιδευτικοῦ Ἱδρύματος Βυζαντινῶν Σπουδῶν.
Γιά τήν στήριξη τῆς προτάσεως ἀναφέρθηκαν τά ἀκόλουθα:
Α. Τά περισσότερα κέντρα τοῦ Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ - στήν Ἑλλάδα τά Μετέωρα, τό Ἅγιο Ὄρος, ἡ Πάτμος, κ. ἄ. καί στό ἐξωτερικό ἡ Μονή Ρίλας στή Βουλγαρία, ἡ Μονή Στουντένιτσας στή Σερβία κ.λ.π. – δέν εἶναι ἁπλᾶ μουσειακοί χώροι, ἀλλά ζωντανά κύτταρα πού τιμοῦν καί προβάλλουν μέ τήν λειτουργία τους τήν ἐποχή καί τόν πολιτισμό τους.
Β. Πολλές χῶρες, μέσα σέ χώρους μεγάλης ἱστορικῆς κ. ἄ. Σημασίας, ἔχουν ἐγκαταστήσει ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα (π.χ. στή Ρωσία ἡ Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Μόσχας λειτουργεῖ στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου).
Γ. Ὑπάρχει διεθνές (Unesco), ἀλλά καί Εὐρωπαϊκό ἐνδιαφέρον γιά θέματα ἀναστηλώσεων, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ χρηματοδοτήσεις σχετικῶν προγραμμάτων ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση (λ.χ. πρός τό Κέντρο Διαφυλάξεως Ἁγιορειτικῆς Κληρονομίας, τήν Μονή ὁσ. Λουκᾶ Βοιωτίας, κ.λ.π.).
Δ. Τό θέμα τῆς ἱδρύσεως καί λειτουργίας Ἀνωτάτου Ἐκπαιδευτικοῦ Ἱδρύματος ἔχει τεθεῖ καί παλαιότερα (Ἐλευθέρα Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἰω. Θεοδωρακόπουλου).
Σάν μέσα ὑλοποιήσεως τῆς προτάσεως ἀναφέρθηκαν ἡ συνεργασία Ἐπιτροπῆς – τοπικῆς Ἐκκλησίας – τοπικῆς Αὐτοδιοικήσεως – πολιτιστικῶν καί πνευματικῶν φορέων τῆς Λακωνίας, ἀλλά καί τῆς εὑρύτερης περιοχῆς - ἁρμοδίων ὀργάνων καί ὑπηρεσιῶν τῆς Πολιτείας - Ἑλληνικῶν καί ξένων πανεπιστημιακῶν καί πνευματικῶν Ἱδρυμάτων – Διεθνῶν Ὀργανισμῶν.
Οἱ κυριώτερες θέσεις πού διατυπώθηκαν κατά τήν μακρά συζήτηση πού ἀκολούθησε (τήν ὁποία διηύθυνε ὁ Γερμανός Καθηγητής P. Srien), εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
Ὁ κ. Νικ. Γεωργιάδης (Πρόεδρος της Πνευματικῆς Ἑστίας Σπάρτης) ἀνακοίνωσε, ὅτι τό θέμα τῆς ὁλικῆς ἀναστηλώσεως τοῦ Μυστρᾶ ἀπασχολεῖ σοβαρά τήν Πολιτεία καί τούς τοπικούς φορεῖς. Συγκεκριμένα ἀπό ἐτῶν λειτουργεῖ ἡ Ὑπηρεσία Ἀναστηλώσεων Μνημείων Μυστρᾶ, ὑπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ καί Ἐπιστημῶν (Ὑπηρεσία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων), ἡ ὁποία ἐπιχορηγεῖται ἀπό τήν Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία. (Σχετικά μέ τό θέμα τῶν ἀναστηλώσεων μέχρι τό 2009, βλ. σχετική ἀναφορά στά ἑπόμενα).
Ἐπίσης τό θέμα τῆς Σχολῆς (γενικώτερα Πανεπιστημίου Πελοποννήσου μέ ἕδρα τήν Τρίπολη), ἔχει ἀπασχολήσει τό Περιφερειακό Συμβούλιο Πελοποννήσου, ἡ δέ μελέτη τοῦ ὅλου θέματος ἔχει ἀνατεθεῖ σέ ὁμάδα Καθηγητῶν τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου.
Ἀναφέρθηκε ἐπίσης, ὅτι στήν προηγούμενη Ὑπουργό Πολιτισμοῦ Μελίνα Μερκούρη, εἶχαν ὑποβληθεῖ δύο πρατάσεις γιά τήν ἵδρυση στό Μυστρᾶ Ἐρευνητικῶν Κέντρων. Ἡ πρώτη ἀφοροῦσε τήν ἵδρυση Κέντρου Ἐρευνῶν Μεσαιωνικῶν Θεμάτων. Ἡ δεύτερη - πού ἔγινε ἀπό τήν Μαρία Beau, τοῦ Κέντρου Χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων - ἀφοροῦσε τήν ἵδρυση κέντρου ἐρευνῶν τοῦ ἔργου 80 τουλάχιστον προσωπικοτήτων, πού διάφυγαν στή Δύση ἀπό τόν Μυστρᾶ (καί τήν Πελοπόννησο γενικώτερα) καί συνέβαλαν σημαντικά στήν Εὐρωπαϊκή Ἀναγέννηση. Καί ἐνῶ ἀπό πλευρᾶς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δέν ἔχει ὑπάρξει ἀκόμη (ἀναφερόμεθα στό 1989) κάποια ἐπίσημη κίνηση, ἡ ἴδια ἡ κ. Beau ἔχει ἵδρύσει ἕναν ἄτυπο Σύλλογο γιά τήν ὑποστήριξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, στόν ὁποῖο - ἐκτός ἄλλων προσωπικοτήτων – συμμετεῖχε καί ὁ τέως Πρόεδρος τῆς Γαλλικῆς Δημοκρατίας Βαλερύ Ζισκάρ Ντ’ Ἐσταίν.
Ὁ κ. Σπ. Τρωϊάνος (Καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν), τόνισε τήν ἀνάγκη προσεκτικοῦ σχεδιασμοῦ καί σοβαρῆς μελέτης τοῦ ὅλου θέματος, διότι γενικῶς παρατηρεῖται προχειρότητα σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν ἵδρυση καί λειτουργία νέων Πανεπιστημίων ἤ Σχολῶν καί ἐπέμενε ἰδιαίτερα στήν ἀνάγκη, ἄν τελικά ἱδρυθεῖ Σχολή, νά λειτουργήσει ἐκτός τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου.
Ὁ κ. Γεώργιος Λάββας (Καθηγητής τοῦ Πολυτεχνίου), ὑποστήριξε τήν ἴδια ἄποψη, τονίζοντας ἐπίσης τήν ἀνάγκη προσεκτικῆς μελέτης, γιά νά ἀποφευχθοῦν τά λάθη παρομοίων περιπτώσεων, ὅπως ἐκείνων τῶν Μετεώρων καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἡ προσπάθεια ἑνοποιήσεως παλαιοῦ καί νέου τελικά ἔδιωξε τούς μοναχού (Μετέωρα) ἤ ἀλλοιώνει τόν χαρακτῆρα ἱστορικῶν τόπων (λ.χ. ἡ διάνοιξη δρόμων καί ἡ παρουσία αὐτοκινήτων στό Ἅγιο Ὄρος).
Ἀπόν τόν Πρεσβύτερο Λάζαρο τέλος (θεολόγο καί δάσκαλο, ἐφημερίο τοῦ Νέου Μυστρᾶ), τονίσθηκε τό θέμα τῆς καθημερινῆς βεβηλώσεως τῶν Βυζαντινῶν Ναῶν τοῦ Μυστρᾶ ἀπό τούς θρησκευτικά ἀδιάφορους (σχεδόν στό σύνολό τους) τουρίστες, καθώς καί ἡ ἀδυναμία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νά χρησιμοποιεῖ τούς ναούς αὐτούς γιά λατρευτικές ἐκδηλώσεις (πλήν τῶν τεσσάρων καθιερωμένων ἐτησίως, τῶν Λειτουργιῶν - δηλαδή – στόν ἅγ. Δημήτριο τῆς Μητροπόλεως στή μνήμη τοῦ Ἁγίου καί κατά τό μνημόσυνο τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τῆς Λειτουργίας στήν Παντάνασσα τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα καί τῆς Ἀκολουθίας τῶν Δ’ Χαιρετισμῶν στόν ἅγ. Δημήτριο Μητροπόλεως).
Τό κείμενο πού καταχωρεῖται στή συνέχεια ἀποτελεῖ βελτιωμένη μορφή τῆς δημοσιευθείσης εἰσηγήσεως, βάσει στοιχείων πού προέκυψαν στή συνέχεια (ἐπιστολή τοῦ Γερμανοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Johanes Hermser, ἐπιστολή Νικ. Γεωργιάδη τῆς Πνευματικῆς Ἑστίας Σπάρτης, διορθώσεις τῆς ἀδελφῆς τῆς Μονῆς Παντανάσσης Μοναχῆς Εὐφροσύνης Παντζούρη, κείμενα Ν. Καζαντζάκη καί Ἀθηνᾶς Ταρσούλη) καί εἶναι ἐνημερωμένο σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν 20ετία πού ἔχει παρέλθει (1989 – 2009).
Τό κείμενο δέν ἀναφέρεται ἀναλυτικά στήν ἱστορία καί τήν καλλιτεχνική ἐκτίμηση τοῦ Μυστρᾶ (γενικά) καί τῆς Μονῆς Παντανάσσης (εἰδικά), διότι δέν εἶναι αὐτό τό θέμα καί ἀντικείμενό του.
Σχετικά μέ τήν κατάσταση τῶν ἀναστηλώσεων 20 χρόνια μετά τό Συνέδριο (2009), ὁ Γ. Ξεπαπαδάκος στόν τόμο «Μυστρᾶς» (τῆς σειρᾶς «Μοναστήρια καί Προσκυνήματα τῆς Ἑλλάδας» (2009) σημειώνει:
«Ἡ παρούσα φάση ἀναστήλωσης στόν ἀρχαιολογικό χῶρο τοῦ Μυστρᾶ, ἔχει προὑπολογισμό 4.402.000 εὐρώ, ποσό πού καλύπτεται ἀπό εὐρωπαϊκά προγράμματα κατά 75% καί ἀπό ἐθνικούς πόρους κατά 25%. Μέχρι σήμερα ἔχουν ἐπισκευασθεῖ μέ στερεωτικές ἐπεμβάσεις καί συμπληρώσεις, δρόμοι, καλντερίμια καί σκαλοπάτια ἀπό τό Κάστρο πρός τήν Ἄνω Πύλη καί ἀπό ἐκεῖ πρός τό Παλάτι καί τήν Μονή τῆς Παντάνασσας, ἐνῶ ἔχουν γίνει καί πολλές ἐπεμβάσεις στά περισσότερα τμήματα τοῦ ὁδικοῦ δικτύου τῆς Κάτω Πόλης.
Πρόσφατα ἐπίσης ὁλοκληρώθηκε ἡ στερέωση τοῦ Φράγκικου κάστρου στήν κορυφή τοῦ λόφου, ἐνῶ ἔργα συντήρησης πραγματοποιήθηκαν στά τείχη τῶν Μονῶν καί στίς Πύλες τῆς Μονεμβασιᾶς καί τοῦ Ναυπλίου. Στίς ἐκκλησίες τοποθετήθηκαν ὑαλοστάσια καί θύρες, ἐνῶ στόν ἅγ. Δημήτριο καί τήν Παντάνασσα μπῆκαν καινούργια κεραμίδια, μέ ἀποκατάσταση τῶν ἀνοιγμάτων στά παράθυρα τῶν τρούλων τους.
Πρόσφατα ξεκίνησε καί ἡ ἀναστήλωση τῆς οἰκίας Λάσκαρη. Ἔχει ἤδη ἀποκατασταθεῖ ὁ οἰκοδομικός ὀργανισμός καί σύντομα ὁλοκληρώνεται ἡ ἀνακατασκευή τῆς στέγης.
Τό μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά ἔργα ἀναστήλωσης ἀφορᾶ τό Παλάτι. Ἔχουν ἤδη τελειώσει ἡ συντήρηση στίς τοιχοδομίες καί τίς θλοδομίες καί ἡ ἀνακατασκευή τῶν κεραμοσκεπῶν. Ἡ ριζική
ἀνακαίνιση τοῦ Παλατιοῦ θά τό καταστήσει ἐπισκέψιμο γιά τό κοινό ἀπό τό 2010» (σελ. 91).

Β. Χρονολογικός Πίνακας.

Α. Φραγκοκρατία (1249 – 1262).
1249. Ὁ Φράγκος Γουλιέλμος Βιλλαρδουϊνος κτίζει τό φρούριο τοῦ Μυστρᾶ.
1261. Μάχη τῆς Πελαγονίας - Ὁ Βιλλαρδουϊνος αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν Αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγο καί γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὑποχρεώνεται νά δώσει στούς Βυζαντινούς τά κάστρα τῆς Μονεμβάσιας, τῆς Μαΐνης καί τοῦ Μυστρᾶ.
1262. Παράδοση τοῦ Μυστρᾶ στούς Βυζαντινούς.

Β. Βυζαντινοκρατία (1263 – 1460).
1262 – 1308. Βυζαντινός Στρατηγός ἐτήσιας θητείας.
1308 – 1348. Μόνιμος Βυζαντινός Στρατηγός.
1308 – 1316. Μιχαήλ Καντακουζηνός.
1316 – 1322. Ἀνδρόνικος Ἀσάν.
1348 – 1460. Δεσποτάτο.
1348 – 1380. Μανουήλ Καντακουζηνός.
1380 – 1383. Ματθαῖος Καντακουζηνός.
1383 – 1384. Δημήτριος Καντακουζηνός.
1384 – 1407. Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος.
1395. Εἰσβολή τῶν Τούρκων – Λεηλασία Κορίνθου καί Ἄργους.
1407 – 1443. Θεόδωρος Β’ Παλαιολόγος.
1423. Εἰσβολή τῶν Τούρκων – Λεηλασία Λακωνίας.
1443 – 1449. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
1449. Ὁ Κων. Παλαιολόγος στόν Αὐτοκρατορικό Θρόνο.
1449 – 1460. Δημήτριος Παλαιολόγος.
1460. Τουρκική κατάκτηση.

Γ. Τουρκοκρατία (1460 – 1828).
1464. Ἐπιδρομή τῶν Ἐνετῶν τοῦ Σιγισμούνδου Μαλατέστα – Μεταφορά
τῶν Λειψάνων τοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ - Πλήθωνος στό Ρίμινι.
1687. Ἐπιδρομή τῶν Ἐνετῶν τοῦ Φραγκίσκου Μοροζίνι – κατάληψη τοῦ
Μυστρᾶ.
1687 – 1715. Ἐνετική κατοχή.
1715. Ἀποκατάσταση τῆς Τουρκικῆς κυριαρχείας.
1770. Κίνημα τοῦ Ὀρλώφ – Λεηλασία τοῦ Μυστρᾶ ἀπό τούς Ἀλβανούς.
1821. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις.
1825. Πυρπόληση τοῦ Μυστρᾶ ἀπό τόν Ἰμπραήμ.
1828. Ἡ Ἑλληνική ἀνεξαρτησία.

Δ. Ἐλεύθερο Ἑλληνικό Κράτος (1828 – σήμερα).
1831. Ἵδρυση τῆς νέας Σπάρτης ἀπό τόν Ὄθωνα.
1922. Ἀνακήρυξη τοῦ Μυστρᾶ σέ Ἀρχαιολογικό χῶρο.
1953. Ἀποχώρηση τῶν τελευταίων κατοίκων.
1989. Ὁ Μυστρᾶς ἐγγράφεται στόν κατάλογο μνημείων τῆς Unesco.

Γ. Ἡ Μονή Παντανάσσης.

Πρόλογος
κ. Johanes Hermser, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τῆς Κλασσικῆς Φιλολογίας καί τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου, Μέλους τῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν τῆς Γερμανίας.

Ὁ Μυστρᾶς, ὁ ὁποῖος βρίσκεται κοντά στήν κλασσική Σπάρτη, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον σημαντικούς ἱστορικούς τόπους τῆς Ἑλλάδος. Κτίστηκε σάν φρούριο ἀπό τούς Φράγκους ἄρχοντες τῆς Πελοποννήσου καί πρός τό τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, στήν ἐποχή τῶν Παλαιολόγων, ἔγινε τό διοικητικό κέντρο ἑνός Δεσποτάτου, ἕδρα Ὀρθόδοξου Μητροπολίτη, κέντρο βιοτεχνικῆς δραστηριότητας – κυρίως στήν κατασκευή μεταξωτῶν – καθώς ἐπίσης καί λαμπρό πολιτιστικό κέντρο, τό ὁποῖο σφράγισε ἡ προσωπικότητα τοῦ πολιτικοῦ φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστοῦ - Πλήθωνος.
Ἡ Ἑλληνική ἐπιστήμη ἔχει ἐρευνήσει κατά τρόπο ἐντυπωσιακό αὐτή τήν μοναδική Βυζαντινή πολιτεία μέ τά μνημεῖα της καί τά ἔργα τέχνης. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτά ἡ πόλη αὐτή δέν ἔχει κατακτήσει – τόσο στήν Ἑλληνική, ὅσο καί στή διεθνή ἐπιστημονική συνείδηση – τήν θέση πού τῆς ἀνήκει καί πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἱστορική της σπουδαιότητα. Χρειάζεται νά γίνουν ἀκόμη πολλά στούς τομεῖς τῆς συντηρήσεως καί τῶν ἀναστηλώσεων καί προκύπτει τό ἐρώτημα μήπως πρέπει νά ἀναβιώσει αὐτή ἡ σημαντική πολιτιστική, ἐπιστημονική καί πνευματική παράδοση, γιά νά ἐμπλουτίσει τό παρόν μας.
Ὁ Καθηγητής Μάρκου ἔχει ὑποβάλλει ἐνδιαφέρουσες σχετικές προτάσεις. Ἀκόμη καί ἀπό τήν ἄποψη τοῦ φιλελληνισμοῦ, τοῦ εὐχόμαστε κάθε ἐπιτυχία.

Johanes Hermser (1990)

Προλεγόμενα
«Στήν ἀνατολική πλαγιά τοῦ βουνοῦ, σέ μέρος ἀπότομα κατηφορικό, κτίσθηκε ἡ Μονή τῆς Παντάνασσας. Σήμερα μένουν ἐκεῖ εὐλαβικές καί φιλόξενες μοναχές, πού διατηροῦν ζωντανή τήν συνέχεια τῆς μεσαιωνικῆς παράδοσης. Ἔτσι, τό μνημεῖο διατηρεῖται καλύτερα ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα στό Μυστρᾶ».

Μανώλης Χατζηδάκης, Ἀκαδημαϊκός

Γιά τόν Βυζαντινό Μυστρᾶ γενικά καί τήν Μονή Παντανάσσης εἰδικά, ὑπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Δεκάδες Ἕλληνες καί ξένοι εἰδικοί, ἔχουν κατά καιρούς προσεγγίσει τόν χῶρο καί τά μνημεῖα του καί ἔχουν διατυπώσει τίς ἀπόψεις καί κρίσεις τους σέ πληθώρα βιβλίων, δημοσιευμάτων, διαλέξεων, κ.λ.π. Τό μοναδικό κενό πού παρατηρεῖται – στήν κάλυψη τῆς περιόδου ἀπό τήν καταστροφή τοῦ Μυστρᾶ ἀπό τόν Ἰμπραήμ (1825), μέχρι σήμερα (2009) - ἐπιχειρεῖ νά καλύψει αὐτή ἡ ἐργασία, μέ τήν δημοσίευση τῶν ἱστορικῶν κ. ἄ. Στοιχείων πού ἀφοροῦν τήν Μονή Παντανάσσης, τό μοναδικό ζωντανό μνημεῖο τοῦ Μυστρᾶ, τά ὁποῖα βεβαίως σέ κάποια σημεῖα δέν ἀφοροῦν μόνο τήν Μονή, ἀλλά καί τόν περιβάλλοντα χῶρο της, ὁλόκληρη δηλαδή τήν Βυζαντινή νεκροπολιτεία.
Ἡ ἱστορία τῆς περιόδου πού ἐξετάζεται, ἀποκαλύπτεται ἀπό τίς προσωπικές ἀφηγήσεις τῶν μοναζουσῶν τῆς Παντανάσσης ἤ τίς ἀναμνήσεις καί ἀφηγήσεις παλαιοτέρων, ἀπό κάποιες πτωχές σημειώσεις πού διασώθηκαν καί ἀπό ἐλάχιστα – πλήν πολύτιμα – δημοσιεύματα τοῦ τοπικοῦ Τύπου. Σέ ὅλη τήν ἐξεταζομένη περίοδο, πού ἐκτείνεται σέ διάστημα 185 ἐτῶν, κυριαρχεῖ ἡ ζωή καί ἡ διακονία τοῦ μοναστηριοῦ, προβάλλεται δέ ἰδιαιτέρως τό ἄξιο μιμήσεως παράδειγμά της, τῆς λειτουργίας – δηλαδή – μονῆς μέσα σέ χῶρο μεγάλης ἱστορικῆς, θρησκευτικῆς, πνευματικῆς, καλλιτεχνικῆς καί ἀρχαιολογικῆς σημασίας. Τό παράδειγμα αὐτό πολλοί καί σοβαροί λόγοι ἐπιβάλλουν νά προβληθεῖ καί νά ἐπεκταθεῖ.
Περισσότερα στοιχεῖα σχετικά μέ τά πρόσωπα πού διακόνησαν τήν Παντάνασσα, θά δημοσιοποιηθοῦν μέ ἔκδοση πού ἑτοιμάζει ἡ Μονή, ὁπότε ἀναλόγως θά διορθωθεῖ καί τό παρόν κείμενο.

Α. Ἀπό τήν καταστροφή (1825) στήν ἐπανίδρυση (1850) - Ἡ Μοναχή Εὐφημία.
Ὁ Μυστρᾶς καταστράφηκε τό 1825 ἀπό τόν Ἰμπραήμ καί τούς Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι στήν προσπάθειά τους νά καταπνίξουν τήν μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἐνέπρυσαν τήν Πελοπόννησο καί τήν ποτέ ἔνδοξη πρωτεύουσα τῶν Βυζαντινῶν Δεσποτῶν. Στήν Παντάνασσα ἡ πυρκαγιά κατέστρεψε τά κελλιά καί τούς βοηθητικούς χώρους. Στό Καθολικό δέν ὑπάρχουν ἴχνη φωτιᾶς, ἡ ὕπαρξη ὅμως μεταγενεστέρου τέμπλου μαρτυρεῖ, ὅτι καί ἐκεῖ ἔγιναν κάποιες – μικρῆς κλίμακας – καταστροφές. Τό βέβαιο εἶναι, ὅτι τότε ἡ Μονή ἐρημώθηκε καί χάθηκαν ὅλα τά κειμήλιά της.
Ἡ καταστροφή τοῦ Μυστρᾶ ὁλοκληρώθηκε τό 1831, μέ τήν ἵδρυση τῆς νέας Σπάρτης. Τότε ἔφυγαν καί οἱ τελευταῖοι κάτοικοι, γιά νά κατοικήσουν στή νέα πόλη, κάποιοι μάλιστα ἀφαίρεσαν ἀρχιτεκτονικά μέλη παλαιῶν κτηρίων γιά νά χτίσουν τά καινούργια σπίτια τους. Ἔτσι ὁ Μυστρᾶς ἐρημώθηκε καί ἀφέθηκε στό ἔλεος τοῦ χρόνου, τῆς ἀμάθειας καί τῶν στοιχείων τῆς φύσεως. Τά παλάτια, τά ἀρχοντικά, οἱ ἐκκλησίες καί τά κοινά σπίτια κατέρρευσαν (οἱ ἐκκλησίες λιγώτερο).
Μέσα σ’ αὐτό τό κλίμα ἐγκαταλείψεως, θά περίμενε κανείς ὅτι καί ἡ Παντάνασσα, τό λαμπρό κτίσμα τοῦ Πρωτοστράτορα Ἰω. Φραγκόπουλου, θά μετατρέπονταν κι αὐτό σέ πένθιμα χαλάσματα. Ὅμως αὐτό ἀποφεύχθηκε χάρι στήν ἀφιέρωση μιᾶς βοσκοπούλας τῆς περιοχῆς, τῆς Εἰρήνης, ἡ ὁποία μόνασε στήν Παντάνασσα σάν Εὐφημία Μοναχή. Τό γεγονός αὐτό συνέβη τό 1850 καί ὁριοθετεῖ τήν νέα περίοδο τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς Μοναχῆς Εὐφημίας, τό πλέον σημαντικό γεγονός μετά τήν ἐπανίδρυση τῆς μονῆς, εἶναι ἡ ἀναγνώριση ἀπό τήν Πολιτεία τῶν μοναζουσῶν ὡς φυλάκων ἀρχαιοτήτων (περίπου τό 1875). Ἡ πρώτη μνεία πού τεκμηριώνει τόν διορισμό, βρίσκεται στό ὑπ’ ἀριθμ. 194 φῦλλο τῆς τοπικῆς ἐφημερίδας «ΗΧΩ ΤΟΥ ΤΑΫΓΕΤΟΥ», τῆς 3. 12. 1881. Ἐκεῖ ὁ Βουλευτής Λακωνίας Βαλασό-πουλος μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει, ὅτι φρόντισε γιά τόν διορισμό ἀρχαιοφυλάκων, χωρίς νά ἀναφέρεται ὁ χῶρος στόν ὁποῖο διορίσθηκαν. Μέ δεδομένο, ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη τό Μουσεῖο Σπάρτης (τό ὁποῖο κτίσθηκε τό 1873), εἶχε δύο μόνο αἴθουσες μέ μία μικρή συλλογή γλυπτῶν καί μέχρι τό 1940 ἕνα μόνο φύλακα καί ὅτι δέν ὑπῆρχαν τότε στήν περιοχή προστατευόμενοι ἀρχαιολογικοί χῶροι, οἱ ἀρχαιοφύλακες πού διορίσθηκαν ἦσαν οἱ μοναχές τῆς Παντανάσσης, μέ ἀνικείμενο εὐθύνης τίς Βυζαντινές ἐκκλησίες τοῦ Μυστρᾶ.
Μία δεύτερη μνεία τοῦ γεγονότος ὑπάρχει στήν ἐπίσης τοπική Ἐφημερίδα «ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ» (φ. 22/28. 6. 1909). Τότε ἐπισκέφθηκε τήν Λακωνία ὁ Διάδοχος Κωνσταντῖνος. Ἐνθουσιασμένος ὁ ἔπειτα Στρατηλάτης ἀπό τήν περιποίηση καί τήν φιλοξενία τῶν μοναζουσῶν τῆς Παντάνασσας, αὐξάνει τόν μισθό τους ἀπό 20 σέ 40 δραχμές τόν μῆνα, «διά φύλακτρα τῶν ναῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Μυστρᾶ».

Β. Καθηγουμένη Παναρέτη (Γιατράκου, 1888 – 1895).
Τό 1888 μόνασε στήν Παντάνασσα ἡ Πηγή Γιατράκου (Καθηγουμένη Παναρέτη), κόρη τοῦ ἥρωα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 Στρατηγοῦ Γιατράκου, μαζί μέ τίς δύο κόρες της (ἔπειτα μοναχές Παϊσία καί Εὐσεβία).
Οἱ τρεῖς πρώτες αὐτές ψυχές πού ἀφιερώθηκαν στή Μοναχική Πολιτεία, μέ πάρα πολλές δυσκολίες, πρακτικές καί ἄλλες, συνέχισαν τό ἔργο τῆς Μοναχῆς Εὐφημίας στήν ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς. Τότε ἀνοικοδομήθηκε ἡ μοναδική πτέρυγα κελλίων καί βοηθητικῶν τῆς Μονῆς, ἕνα χαμηλό κεραμοσκεπές οἴκημα τό ὁποῖο καταλαμβάνει ὅλο τό μῆκος τῆς νότιας πλευρᾶς τῆς Μονῆς, δηλαδή τήν ἀριστερή πλευρά τῆς αὐλῆς. Τό οἴκημα αὐτό φωτίζεται ἀπό παράθυρα πού ἀνοίγονται στήν ἐξωτερική του πλευρά καί ἔχει πανοραμική θέα πρός τόν Πάρνωνα καί τήν πεδιάδα τῆς Σπάρτης.Ἡ σύνδεση τῶν χώρων εἶναι ἐσωτερική, ἐνῶ ὑπάρχουν μερικές πόρτες καί στήν πλευρά τῆς αὐλῆς.
Τήν ἴδια ἐποχή διαμορφώθηκε μᾶλλον καί τό μοναδικό Παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς, πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος, γιά τίς καθημερινές Ἀκολουθίες τῆς ἀδελφότητος. Πρόκειται γιά μικρό, μονόχωρο ναϊσκο, ἀκριβῶς κάτω ἀπό τό δάπεδο τῆς στοᾶς τοῦ Ναοῦ, μέ εἴσοδο ἀπό τήν αὐλή τῆς Μονῆς.
Ἄν ὁ Ἰω. Φραγκόπουλος ὑπῆρξε κτίτορας τῆς Μονῆς τό 1428, ἡ Γερόντισσα Παναρέτη ὑπῆρξε ἡ δεύτερη κτιτόρισσα, ἀφοῦ μέ τήν ἐγκατάστασή της ἐκεῖ τό 1860, ἐγκαινίασε τήν δεύτερη περίοδο ζωῆς καί ἱστορίας τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Γ. Καθηγουμένη Παϊσία (Γιατράκου, 1895 – 1945).
Ἡ Γερόντισσα Παναρέτη κοιμήθηκε εἰρηνικά περί τό 1895. Τήν διαδέχθηκε ἡ κατά σάρκα θυγατέρα της Γερόντισσα Παϊσία, ἡ ὁποία ἡγουμένευσε 50 χρόνια ! (1895 – 1945), ὅμως στήν Παντάνασσα κυριαρχεῖ ἡ χαρισματική προσωπικότητα τῆς κατά σάρκα ἀδελφῆς της Μοναχῆς Εὐσεβίας.
«Ἡ μοναχή Εὐσεβία - γράφει ἡ μ. Εὐφροσύνη Παντζούρη - ἦτο ἄνθρωπος μέ μεγάλην θρησκευτικήν καί ἱστορικήν μόρφωσιν καί ἰσχυράν μνήμην. Ἦτο εἰς θέσιν νά ἀπαγγέλη ἀπό μνήμης κείμενα Ἁγίων Πατέρων ὁλοκλήρων σελίδων, καθώς καί βίους Ἁγίων καί διάφορα ἱστορικά γεγονότα, μέ ἀκριβεῖς χρονολογίας καί λεπτομερείας».
Ἡ μ. Εὐσεβία ὑπῆρξε ἐπίσης συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Βυζαντιναί Ἀρχαιότητες Μυστρᾶ», τό ὁποῖο ὑπογράφεται «ὑπό Εὐσεβίας Γιατράκου, Μοναχῆς, Ἀρχιφύλακος Μυστρᾶ».
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου (γ. Παϊσίας καί μ. Εὐσεβίας), δημιουργήθηκε στή Σπάρτη τό ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας Ἐλεούσης Μετόχιο τῆς μονῆς (ἐπί τῆς ὁδοῦ Μενελάου), στό ὁποῖο φυλάσσεται παλαιά θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας. Σχετικά μέ τήν εἰκόνα εἶναι γνωστά τά ἀκόλουθα στοιχεῖα: Ἡ εἰκόνα (σέ μορφή τριπτύχου) μεταφέρθηκε στή Σπάρτη ἀπό τήν Μικρά Ἀσία κατά τήν διακυβέρνηση τοῦ Ἰω. Καποδίστρια (1831), ἀπό τήν οἰκογένεια Ρουσοπούλου. Γιά διάστημα 111 χρόνων (1831 – 1942), φυλάσσονταν στήν κατοικία τῆς οἰκογενείας αὐτῆς, μέ εὐθύνη τῆς Μοναχῆς Ἀβερκίας Ρουσοπούλου (+ 1942). Τό 1957 διορίσθηκε ἀπό τήν Μονή Παντανάσσης ὑπεύθυνη τοῦ Μετοχίου ἡ Μοναχή Καλλινίκη (Χριστάκου, ἔπειτα Γερόντισσα), χάρις στίς προσπάθειες τῆς ὁποίας κτίσθηκε ναός καί βοηθητικό κτίσμα. Πρόκειται γιά ναό μικρῶν διαστάσεων, ρυθμοῦ μονόκλιτης βασιλικῆς, ἁγιογραφημένο ἀπό τόν Εὐάγγελο Μαυρικάκη (μαθητή τοῦ Φ. Κόντογλου).
Ἀκόμη ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου, ἡ Παντάνασσα καί ὁ Μυστρᾶς γενικότερα τράβηξαν τό ἐνδιαφέρον ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τῶν Γραμμάτων, τῶν Τεχνῶν καί τῆς Πολιτικῆς, Ἑλλήνων καί ξένων, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων (ὁ Γαβριήλ Millet φωτογραφίζει τά μνημεῖα, ἡ S. Dufrenne μελετᾶ τά εἰκονογραφικά προγράμματα, ὁ Μητροπολίτης Θεόκλητος Μηνόπουλος διενεργεῖ τήν πρώτη ἀνεπίσημη ἀνασκαφή, ὁ Νίκος Καζαντζάκης φθάνει προσκυνητής, ὁ Φώτης Κόντογλου ἐργάζεται γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν, ὁ Ὀρλάνδος σνεχίζει τίς ἀναστηλώσεις πού εἶχε ἀρχίσει ὁ Ἀδαμαντίου τό 1907 - 1910, ὁ Ζησίου δημοσιεύει τίς ἐπιγραφές, ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος Ἁγιορείτης θέλει νά ἱδρύσει μονή, οἱ Ν. Βέης, Ἀ. Ξυγγόπουλος, Δ. Ζακυνθινός, Μαρία Σωτηρίου, Ἐμμ. Χατζηδάκης κ.ἄ. μελετοῦν τά μνημεῖα καί γράφουν γι’ αὐτά).

Ὁ Γαβριήλ Millet
Κατά τήν περίοδο 1904 – 1906 βρίσκεται στό Μυστρᾶ ὁ Γάλλος λόγιος Γαβριήλ Millet, μελετητής τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης καί συγγραφέας σπουδαίων σχετικῶν ἔργων. Ὁ Millet φωτογραφίζει τίς τοιχογραφίες τῆς Παντάνασσας, προηγουμένως ὅμως χρησιμοποιεῖ δοκιμαστικά κάποιο βερνίκι πού ἔδινε προσωρινά στίς τοιχογραφίες καλό φωτισμό, στή συνέχεια ὅμως προκαλεῖ φθορές. Ὅταν οἱ μοναχές διαπίστωσαν τίς φθορές, κατά τήν δεύτερη ἐπίσκεψη τοῦ Millet τοῦ ἀπαγόρευσαν νά συνεχίσει τήν φωτογράφιση.
Τελικά ὁ Millet κάνει γνωστό τόν Μυστρᾶ στό Δυτικό κόσμο μέ πολύ σπουδαίες ἐκδόσεις του (“Inscriptions inedites de Mistra” 1906, “Monuments Byzantines de Mistra” 1910, “L’ Ecole Grecque dans l’ architecture Byzantine” 1916).

Ὁ Ν. Καζαντζάκης
Δέν εἶναι γνωστό πότε ἐπισκέφθηκε τόν Μυστρᾶ ὁ Νίκος Καζαντζάκης. Ἦταν κάποια Μεγάλη Παρασκευή καί ὁ ἴδιος φοιτητής. Γιά τήν ἐπίσκεψη αὐτή καί τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τήν Παντάνασσα, γράφει στήν «Ἀναφορά στό Γκρέκο» (ἔκδοση 1981, σελ. 193 – 194):
«Διψοῦσα. Μπῆκα στό γυναικεῖο μοναστήρι τῆς Παντάνασσας, νά μέ φιλέψουν οἱ καλόγριες ἕνα ποτήρι νερό. Λάμπει ἡ αὐλή, τά κελλιά ἀσβεστωμένα, πεντακάθαρα, στρωμένοι οἱ καναπέδες μέ κεντητές πατανίες. Τρέχουν οἱ καλόγριες νά μέ καλωσορίσουν, ἄλλες πιασμένες από τούς ρευματισμούς, ἄλλες νέες, περίσσια χλωμές, γιατί δουλεύουν πολύ γιά νά ζήσουν, ἀγρυπνοῦν καί προσεύχονται καί δέν ἔχουν νά φᾶνε καί νά χορτάσουν. Ὅταν ἔχουν ὧρες λεύτερες σκύβουν ἀπάνω στό ἐργόχειρό τους καί κεντοῦν πατροπαράδοτα ξόμπλια (κυπαρισσάκια, σταυρούς, γλάστρες μέ γαρούφαλα καί μοναστήρια καί μικρά τριαντάφυλλα μέ κόκκινο μετάξι.
Στό μελιχρό φῶς τοῦ δειλινοῦ ἡ Παντάνασσα ἔλαμπε σάν φιλντισένιο βυζαντινό πυξίδι, μέ ὑπομονή καί ἀγάπη δουλεμένο, γιά νά σκεπάζει τη μυρόβλυτη πνοή τῆς Παναγιᾶς. Τι ἑνότητα, περισυλλογή καί χάρη, ἀπό τό ἀγκωνάρι τοῦ θεμελιοῦ, ὥς τήν ἐρωτική καμπυλότητα τοῦ τρούλου. Ὁλάκερος ὁ χαριτωμένος ναός ζοῦσε καί ἀνέπνεε γαλήνια, σά ζεστός ζωντανός ὀργανισμός. Ὅλες οἱ πέτρες, τά σκαλίσματα, οἱ ζωγραφιές, οἱ καλόγριες, ζοῦσαν σάν ὀργανικά συστατικά τοῦ γυναικείου μοναστηριοῦ, θαρρεῖς κι ὅλα μαζί γεννήθηκαν ἀπό τόν ἴδιο δημιουργικό σκιρτημό ἕνα μεσημέρι
»
Ὁ Καζαντζάκης ἦρθε καί δεύτερη φορά στό Μυστρᾶ, ὅταν δούλευε ἐκεῖ ὁ Κόντογλου. Ὁ κυρ Φώτης ὑποδέχτηκε τόν Καζαντζάκη «ἀνάμεσα σέ περίπλοκες σκαλωσιές, ἀνάερα κρεμασμένος σάν πολυέλεος» καί τοῦ εἶπε: «Κοίταξε. Ὅλα αὐτά τα χωνιασμένα θάματα, πρέπει νά τά ξεσκεπάσουμε, νά τά ζωντανέψουμε, χωρίς νά ἀγγίξουμε καί νά ἀλλάξουμε τό πρότυπο. Δουλειά πολύ δύσκολη, θέλει ὑπομονή, τέχνη καί ἀγάπη. Ἄν δέν πιστεύεις στή δουλειά τούτη, ἄν δέν πιστεύεις στό Θεό, τίποτα δέν μπορεῖς νά κάνεις».
Ὁ Καζαντζάκης ἐντυπωσιασμένος ἀπό τόν Κόντογλου ἔγραψε σχετικά:
«Τά μάτια του λάμπουν εὐχαριστημένα, γιατί ξέρει πῶς ἐκτελεῖ τό χρέος του. Καί τά χέρια του εἶναι γεμάτα ἀνυπομονησία καί δύναμη. Πάλεψε πολύ στή ζωή του, πόνεσε, μέ τά ἐφήμερα δέν μπόρεσαν νά τόν λυγίσουν. Πῶς νά λυγίσουν ἕναν ἄνθρωπο πού πιστεύει στό Θεό;» («Ἐπιθεώρηση Χωροφυλακῆς», φ. 136/Ἀπριλίου 1981, σελ. 244).

Ὁ Φώτης Κόντογλου
Ὅμως οἱ τοιχογραφίες τῆς Παντάνασσας καί γενικά τοῦ Μυστρᾶ, μπορεῖ νά ὑπέστησαν λίγες φθορές ἀπό τόν Millet, εἶχαν ὅμως ὑποστεῖ φθορές ἀπό τήν ὑγρασία καί τά ἅλατα πού ἐπεσώρευσε ὀ χρόνος. Ἔστι τό 1935 ἔρχεται ταπεινός προσκυνητής στό Μυστρᾶ ὁ ἀναστηλωτής τῆς Βυζαντινῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης κατά τόν 20ο αἰ. Φώτης Κόντογλου. Ὁ Κόντογλου ἔμεινε στό Μυστρᾶ πολύ καιρό, μελέτησε τίς τοιχογραφίες καί μαζί μέ τήν τότε νεαρή Μοναχή Καλλινίκη (Χριστάκου, ἔπειτα Ἡγουμένη, + 1997), προσοντοῦχο ἁγιογράφο, ἐπενόησε μέθοδο συντηρήσεως καί ἀποκαταστάσεως τοιχογραφιῶν, τήν ὁποία υἱοθέτησε ἡ Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία. Στή Μοναχή Καλή, «τό δεξί χέρι τοῦ Κόντογλου στήν ἀποκάλυψη, ἀποκατάσταση καί συντήρηση τῶν τοιχογραφιῶν» («Ἐπιθεώρηση Χωροφυλακῆς», φ. 136/Ἀπρίλιος 1981, σελ. 244), ὠφείλει ἡ Ἑλλάδα, ἀλλά καί ἡ παγκόσμια καλλιτεχική κληρονομιά, τήν διάσωση τοιχογραφιῶν γιά τίς ὁποίες ἔχει γραφεῖ, ὅτι «πουθενά ἀλλοῦ, ἐκτός ἴσως ἀπό τίς τοιχογραφίες τοῦ Campo Santo τῆς Πίζας, δέν ἔχει ἀποδοθεῖ ὀξύτερα ἡ φρίκη τοῦ θανάτου στή γλῶσσα τῶν εἰκόνων» (ὁ Hans Wilheim Haussing γιά τήν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου).
Ὁ Κόντογλου πού ἀφιέρωσε ἕνα σημαντικό κομμάτι τῆς ζωῆς του στό Μυστρᾶ καί στήν Παντάνασσα, βλέποντας κάποτε νά καταρρέει ἀπό ἕνα μνημεῖο ἕνα μέρος καί νά πέφτει στή γῆ, ἔγραψε: «Τό κοτρώνια γυρίζουν πάλε καί καί πάλε πίσω στή μάνα τους, ἀγνώ-ριστα, σάν κάθε πέτρα τοῦ βουνοῦ. Τά μαζώνει ὁ φουκαρᾶς ὁ βλάχος καί χτίζει τήν καλύβα του, γιά νά φυλαχτεῖ ἀπό τόν πάγο καί τη βροχή. Καί κεῖνα ὑποταχτικά στή μοῖρα τους βλέπουνε κι ἀκοῦνε τά βάσανα τῆς φτώχειας, τό ἴδιο ὅπως βλέπανε κι ἀκούγανε ἄλλη φορά τά μυστικά τοῦ Βασιλιᾶ» («Ἐπιθεώρηση Χωροφυλακῆς», φ. 136, Ἀπρίλιος 1981, σελ. 244).

Ἡ Ἀθηνᾶ Ταρσούλη
Πρίν τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἐπισκέφθηκε τόν Μυστρᾶ ἡ Ἀρχόντισσα τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων Ἀθηνᾶ Ταρσούλη. Σέ κείμενό της πού δημοσιεύθηκε τό 1936 γράφει γιά τήν Παντάνασσα: «Εἶναι τό φιλόξενο μοναστήρι μέ τά ὁλοκάθαρα κελλιά, πού τό διαφεντεύουν οἱ ἀδελφές Εὐσεβία καί Παναρέτη Γιατράκου, καταγόμενες ἀπό τήν ἱστορική οἰκογένεια τῶν Γιατράκων τῆς Λακωνίας. Οἱ δύο αὐτές εὐλαβικές γυναῖκες ἔχουν ἀφιερώσει ἐπί σαράντα χρόνια τήν ζωή τους στή συντήρηση τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ μνημείου τῆς οἰκοδομικῆς τέχνης». Μάλιστα στό δημοσιευμένο ἔργο της, ἡ Ταρσούλη δημοσιεύει καί σκίτσο τῆς Μοναχῆς Εὐσεβίας.
Ἀπό τήν περιγραφή τῆς Ταρσούλη προκύπτει καί μία κακή στιγμή τοῦ μοναστηριοῦ. «Ἀπό τοῦ σημερινοῦ τέμπλου τίς εἰκόνες - γράφει – πολύ μεταγενέστερες, ἡ Παναγία στά δεξιά τῆς Ὡραίας Πύλης, ἤτανε ὁλοσκέπαστη ἀπό χρυσάφι, διαμάντια, μαργαριτάρια καί πολύτιμα πετράδια, ἀφιερώματα εὐλαβικῶν ψυχῶν. Τελευταῖα, μία χειμωνιάτικη νύχτα, ἱερόσυλοι μπῆκαν καί γύμνωσαν ἀπό τόν θησαυρό τήν εἰκόνα».

Πολιτειακοί καί Πολιτικοί Ἄρχοντες
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. μέχρι καί τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἐπισκέφθηκαν τήν Παντάνασσα μεγάλες προσωπικότητες τῆς Πολιτικῆς. Τό 1909 ἡ Βασίλισσα Ὄλγα μέ τόν Διάδοχο Κωνσταντῖνο. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Β’ μέ τήν Ρουμανίδα σύζυγό του (κατά τόν Νικ. Γεωργιάδη, Πρόεδρο τῆς Πνευματικῆς Ἑστίας Σπάρτης, πρέπει νά ἦταν ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Βασιλέως Ἀλεξάνδρου, διότι ὁ Γεώργιος - ὅπως φαίνεται σέ φωτογραφία τῆς ἐποχῆς – φέρει ἕνα φαρδύ περιβραχιόνιο πένθος). Τό 1928 ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Τό 1937 πάλι ὁ Γεώργιος Β’ καί τό 1939 ὁ Διάδοχος Παῦλος μέ τήν Φρειδερίκη. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι τήν Παντάνασσα ἐπισκέφθηκε καί ὁ ἐκ τῶν Ἡγετῶν τοῦ Ναζισμοῦ Γκαίμπλς.
Μέχρι τό 1940 ὁ Δῆμος Σπαρτιατῶν συνήθιζε νά παραθέτει τό ἐπίσημο πρός τιμήν τῶν ὑψηλῶν ἐπισκεπτῶν γεῦμα, στή στοά τῆς Παντανάσσης.

Ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος Ἁγιορείτης
Τό 1910 συνδέθηκε μέ τόν Μυστρᾶ καί τήν Μονή Παντανάσσης ὁ Κρητικῆς καταγωγῆς Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος Ματθαῖος Καρπαθάκης, ἐξόριστος τότε στή Μονή Ζερμπίτσας, λόγῳ κριτικῆς τοῦ γάμου τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου μέ τήν Γερμανίδα Πριγκίπισσα Σοφία, χωρίς νά προηγηθεῖ τό Βάπτισμά της.
Ὁ Ματθαῖος βρέθηκε καί πάλι στή Λακωνία τό 1922, καί πάλι ἐξόριστος, λόγῳ ἐμπλοκῆς του στή διαμάχη Βασιλέως Κωνσταντίνου - Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Κατά τήν δεύτερη αὐτή περίοδο τῆς ἐξορίας του συνδέθηκε ἀκόμη περισσότερο μέ τήν γ. Παϊσία καί τήν Μονή Παντανάσσης.
Ὁ Ματθαῖος, κληρικός διακρινόμενος γιά τούς ἀγῶνες του, τήν πνευματική καί θεολογική του συγκρότηση καί τήν ἐκκλησιαστική του παιδεία (ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Ἱεροσολύμων καί ἐπί 45ετία σπηλαιώτης ἀσκητής στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους), ὑπῆρξε μεγάλος ἐραστής τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχικοῦ ἰδεώδους καί ταυτόχρονα λάτρης τοῦ Βυζαντίου καί τῶν ἰδεῶν του. Στό Μυστρᾶ, γοητευμένος ἀπό τίς φυσικές καλλονές, τήν ἱστορικότητα τοῦ τόπου, τίς καταπληκτικές Βυζαντινές ἐκκλησίες καί - στό πρόσωπο τῆς γ. Παναρέτης καί τῆς ἀδελφότητας τῆς Παντάνασσας -μέ τό πνευματικό του ἄρωμα καί τήν διαχρονική του ἀκτινοβολία, ἀποφάσισε νά ἱδρύσει γυναικεία μονή, μέ κέντρο τόν ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἡ ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς προσέκρουσε στήν ἀρχαιολογική σημασία τοῦ χώρου (τό 1922 ὁ Μυστρᾶς εἶχε ἀνακηρυχθεῖ ἀρχαιολογικός χῶρος) καί ἔτσι ἵδρυσε τήν μονή του στήν Κερατέα τῆς Ἀττικῆς, τό 1927.
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς, ὅτι ἡ μονή αὐτή (Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης), γνώρισε ἐξαιρετική ἀνάπτυξη καί καί ἔφθασε στά χρόνια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου νά ἀριθμεῖ 400 Μοναχές (!), ἀριθμό καταπληκτικό τόσο γιά τήν ἐποχή μας, ὅσο καί γιά Ἑλληνικά δεδομένα. Ἀκόμη, ὁ Ματθαῖος ἵδρυσε τό 1934 καί ἀνδρική μονή στήν ἴδια περιοχή (Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Κουβαρᾶ). Ἡ μονή αὐτή τό 1950 (ἔτος κοιμήσεώς του), ἀριθμοῦσε 170 μοναχούς! Εἶναι εὐνόητο, ὅτι ἄν ὁ Ματθαῖος εἶχε ἱδρύσει τίς μονές του στό Μυστρᾶ, ἡ ἐμφάνιση καί ἐξέλιξη τοῦ χώρου θά ἦταν τελείως διαφορετική, ἀφοῦ ἡ Βυζαντινή καστροπολιτεία θά εἶχε μετατραπεῖ σέ μοναχική πολιτεία.

Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου (1924)
Τό πλέον σημαντικό γεγονός τῆς ἡγουμενίας τῆς γ. Παϊσίας ἦταν ἡ μή συμμόρφωση τῆς Μονῆς Παντανάσσης μέ τήν ἡμερολογιακή ἀλλαγή τοῦ 1924. Ἡ πνευματική σχέση καί σύνδεση τῆς ἀδελφότητος μέ τόν Ἱερομ. Ματθαῖο, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐμμονή της στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, δεδομένου ὅτι ὁ Ματθαῖος ἦταν ἀπό τά ἡγετικά στελέχη τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (κοινῶς Παλαιοημερολογιτῶν). Δέν εἶναι γνωστό ποιός ἐξυπηρετοῦσε πνευματικά καί λειτουργικά τήν μονή μέχρι τό 1935 (ὁπότε προσχώρησε ὁ Λάκωνας κληρικός Βίκτωρ Μπουλοῦκος), τό πλέον πιθανό ὅμως εἶναι νά τήν ἐξυπηρετοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ματθαῖος (τουλάχιστον σάν Πνευματικός) καί κληρικοί τῶν μονῶν του (λ.χ. ὁ π. Ἰωακείμ Μπουρελάκης, ἀπό τούς πρώτους συνεργάτες του).

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ Μπουλοῦκος
Τό 1935 εἶναι ἔτος ἱστορικό γιά τήν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, διότι τρεῖς Ἀρχιερεῖς τῆς Νεοημερολογητικῆς Ἐκκλησίας (οἱ Μητροπολίτες Δημητριάδος Γερμανός, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος καί Ζακύνθου Χρυσόστομος), ἀποκήρυξαν τήν ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο (Παπαδόπουλο) Νέοημερολογητική Ἱεραρχία ὡς σχισματική καί ἀνέλαβαν τήν διαποίμανση τῶν Γ.Ο.Χ. Ἡ πρώτη σημαντική ἐνέργεια τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν ἦταν ἡ χειροτονία 4 Ἐπισκόπων καί ἡ συγκρότηση Ἱερᾶς Συνόδου. Μεταξύ τῶν νέων Ἀρχιερέων ἦταν καί ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε σέ Ἐπίσκοπο Βρεσθένης (πῆρε δηλαδή τίτλο Ἐπισκοπῆς τῆς περιφερείας τῆς Λακωνίας).
Ἡ προσχώρηση τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν καί ἡ συγκρότηση Ἱερᾶς Συνόδου εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν προσχώρηση στήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. καί ἄλλων κληρικῶν τῆς Νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ἡ ἀδελφότητα τῆς Σκήτης Παναγουλάκη Καλαμῶν (ὑπό τόν Ἱερομ. Γεράσιμο Πουλουπάτη, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας, + 1952), ἡ Μονή Τιμίου Προδρόμου Κορώνης Μεσσηνίας (ὑπό τόν Ἱερομ. Θεόδουλο Ἀναγνωστόπουλο), ὁ Θεολόγος Μοναχός Κυπριανός Λαχανᾶς καί ὁ Ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ Μπουλοῦκος.
Ὁ ἀρχιμ. Βίκτωρ (κατά κόσμον Βασίλειος) ἦταν Λάκωνας στήν καταγωγή, λόγιος καί ἀξιόλογος κληρικός. Μέχρι τό 1935 μόναζε στήν ἱστορική Μονή Τιμίου Προδρόμου στό Καστρί Κυνουρίας (δέν ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι ἦταν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς). Μέ τήν Γερόντισσα Παϊσία, τήν Μοναχή Εὐσεβία καί τήν ἀδελφότητα τῆς Παντάνασσας διατηροῦσε στενή πνευματική σχέση. Μέσῳ τῶν δύο αὐτῶν ζηλωτριῶν μοναζουσῶν εἶχε γνωρίσει τόν Ἱερομ. Ματθαῖο καί ἔτσι τό 1935 ἦταν ἕτοιμος νά ἀσπασθεῖ τίς ἐκκλησιολογικές του θέσεις.
Ὁ ἀρχιμ. Βίκτωρ ἀρχικά ἤθελε νά ἐγκαταβιώσει στό Μυστρᾶ, ἀλλά προσέκρουσε στήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία. Ἔτσι ἐντάχθηκε στήν νεοσύστατη (1934) ἀνδρική μονή τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου (Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ), τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1941. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ μονή ἀριθμοῦσε 70 πατέρες!

Δ. Καθηγουμένη Πελαγία (Γκουτζούλη, 1945 – 1985).
Ἡ Γερόντισσα Παϊσία κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1945, μετά ἀπό ἡγουμενία 50 ἐτῶν! Τήν διαδέχθηκε ἡ Γερόντισσα Πελαγία (Γκουτζούλη, + 1985), γόνος παλαιᾶς ἀρχοντικῆς οἰκογενείας τῆς Λακωνίας, ἡ ὁποία ἡγουμένευσε 40 χρόνια!
Ἡ Γερόντισσα Πελαγία (τήν ὁποία ὁ γράφων εἶχε τήν ἰδιαίτερη τιμή νά γνωρίσει προσωπικά τό 1980), ἦταν μία χαρισματική προσωπικότητα καί καλλιτεχνική φύση. Μιλοῦσε ἀπταίστως Γαλλικά, γνώριζε πιάνο, ἦταν καλή ζωγράφος (συνεργάσθηκε μέ τόν Κόντογλου στή συντήρηση τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ Μυστρᾶ), εἶχε ἐπικοινωνιακή εὐχέρεια καί κυρίως ἦταν γνήσια μοναχή καί διακριτική πνευματική μητέρα. Στό πρόσωπό της ὁ Μυστρᾶς καί ἡ Παντάνασσα εἶχαν μία ἐξαιρετική πρέσβειρα. Ἐπί τῶν ἡμερῶν της ἐπισκέφθηκαν τήν Βυζαντινή πολιτεία ὑψηλές κυρίες τῶν Ἰνδιῶν (πού ἔφθασαν στόν τόπο ἐνδεδυμένες τήν χαρακτηριστική ἐνδυμασία τῆς χώρας τους), οἱ Ἕλληνες Πρωθυπουργοί Κων. Καραμανλῆς καί Ἀνδρέας Παπανδρέου καί δεκάδες ἐκπρόσωποι τῶν Γραμμάτων, τῆς Τέχνης καί τῶν Ἐπιστημῶν, Ἕλληνες καί ξένοι.
Κατά τήν κοίμησή της, τό 1985, ἡ τοπική ἐφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» (φ. 7.8.1985), ἔγραψε μεταξύ ἄλλων καί τά ἀκόλουθα: «Ἡ ἐκλιποῦσα ἦταν μία δεσπόζουσα μορφή τοῦ σύγχρονου Χριστιανικοῦ μας πανθέου. Προικισμένη μέ ἔξοχα ψυχικά καί πνευματικά χαρίσματα, ἀκολούθησε ἀπό νεαρωτάτης ἡλικίας τόν μοναχικό βίο καί ἀφιέρωσε τήν ζωή της στή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη τῶν συνανθρώπων της. Γλωσσομαθής, μέ εὑρύτατη γενική μόρφωση καί ποτισμένη μέ τά γνήσια ἀνθρώπινα ἰδανικά, διατήρησε τήν πίστη καί τήν ἐθνική φλόγα στήν ἱστορική Μονή τῆς Παντάνασσας τοῦ Μυστρᾶ. Καί στίς ἐπαφές της μέ τίς μυριάδες διακεκριμένους ξένους ἐπισκέπτες τοῦ ἱεροῦ χώρου, ἀπεδείχθη ἡ καλλύτερη πρέσβειρα τῆς χώρας μας, ἀφοῦ μέ τήν παρουσία καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά της, μεταλαμπάδευε τήν ἀγαθή φήμη τῆς Ἑλλάδος σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Ἡ φιλαλληλία της ὑπῆρξε παροιμιώδης, ἀλλά σιωπηλή, ὅπως ταίριαζε στόν ἔξοχο χαρακτῆρα καί τήν ταπεινοφροσύνη της. Οἱ διοικητικές της ἱκανότητες ἦταν ἄψογες, ἀλλά διακριτικές. Ἐνέπνεε μέ τό παράδειγμά της, ἀγαποῦσε μέ ἀνιδιοτέλεια…
Στίς πολλές θύελλες, ἐθνικές καί κοινωνικές, τῶν τελευταίων 50 ἐτῶν, πριστοιχούμενοι πάντοτε ἀπό ἱκανές καί ἐμπνευσμένες μοναχές, κράτησε ἀκλόνητη τήν φήμη τῆς ἱστορικῆς Μονῆς καί τήν διατήρησε πάντοτε ἄσβεστο πνευματικό, Ἑλληνοχριστιανικό φάρο. Συνέδεσε τό ὄνομά της μέ τήν ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς ἀκροπόλεως καί συνέχισε ἐπάξια, διευρύνοντας καί βελτιώνοντας τό ἔργο τῶν ἀειμνήστων προκατόχων της
».
Ἀκόμη, τό Περιοδικό «ΚΗΡΥΞ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ» (φ. Ὀκτωβρίου 1985), ἔγραψε μετά τήν κοίμησή της μεταξύ ἄλλων καί τά ἀκόλουθα: «Ὑπῆρξε σπανία προσωπικότης τοῦ συγχρόνου Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, διεκρίνετο διά τήν ὑψηλήν πνευματικήν συγκρότησίν της, τήν καλωσύνην της, τήν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς, τήν ταπεινοφροσύνην καί ἐν γένει ἦτο πεπληρωμένη ἀρετῶν, μέ τάς ὁποίας ἐνέπνεε τάς μοναχάς καί ἀνεβίβασε τό κῦρος τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ μοναστικοῦ καθιδρύματος…
Ἡ ἐξαιρετική δημιουργικότης καί λάμπουσα δραστηριότης της ἐπεκτείνεται εἰς πολλούς τομεῖς, ἀλλά κυρίως εἰς τήν διαφύλαξιν ἑνός μνημείου, διά τό ὁποῖον σεμνύνεται ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία καί τό ὁποῖον ἀποτελεῖ κατ’ οὐσίαν τήν ἐπιβίωσιν ἑνός λαμπροῦ πολιτισμοῦ καί τήν συνέχειαν μιᾶς λαμπρᾶς Ἑλληνοχριστιανικῆς κληρονομίας.
Τό ἔργον της, ἑπομένως, δέν εἶναι μόνον θρησκευτικόν, ἀλλά καί ἐθνικόν».

Ε. Καθηγουμένη Καλλινίκη (Χριστάκου, 1985 – 1990).
Ἡ Γερόντισσα Πελαγία κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1985. Τήν διαδέχθηκε ἡ Γερόντισσα Καλλινίκη.
Ἡ κατά κόσμον Καλή Χριστάκου γεννήθηκε τό 1900 στήν παρακείμενη τοῦ Μυστρᾶ κοινότητα τῆς Μαγούλας. Ἦταν ἄνθρωπος «σπανίας εὐφυϊας καί ἐπιδεξιότητος, πολυτάλαντος καί χαρισματοῦχος, διά τοῦτο καί ἀσχολήθηκε μέ πολλάς τέχνας κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς της» («Κ.Γ.Ο.», τ. 1990, σελ. 20). Ἀπό τήν ἡλικία τῶν 10 ἔτων ἄρχισε νά τήν ἐνδιαφέρει τό ἐμπόριο, ἐνῶ βοηθοῦσε τόν πατέρα της στίς ἀγροτικές ἐργασίες καί τήν μητέρα της στά οἰκακά. Καταγομένη ἀπό οἰκογένεια κυνηγῶν, ἔγινε καλή κυνηγός, ἀλλά καί ἄφθαστη στήν ἱππασία!
Στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν σπούδασε ζωγραφική – κκλασσική (ἀναγεννησιακή) ἁγιογραφία, ἀρχικά κοντά στόν Ἁγιογράφο Σπῦρο Μοσχονᾶ καί στή συνέχεια (μοναχή πλέον) κοντά στό ζωγράφο Παντελῆ, ὁ ὁποῖος ἔκανε σχέδια τῶν τοιχογραφιῶν τῆς Παντανάσσης, γιά λογαριασμό τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τῶν Ἀθηνῶν. Ἔργα της ὑπάρχουν στό τέμπλο τοῦ ναοῦ τῆς Παντανάσσης καί σέ ἄλλους ναούς τῆς Λακωνίας.
Στήν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν πῆρε τήν ἀπόφαση νά μονάσει, ἀλλά ἡ οἰκογένειά της πρόβαλε ἀντιρρήσεις, ἔτσι μόνο μετά ἀπό 6 χρόνια, μπόρεσε νά ὑλοποιήση τόν πόθο της. Τόν Μάϊο τοῦ 1921, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, κοινοβίασε στή Μονή Παντανάσσης καί ὑποτάχθηκε στίς ἀδελφές Γιατράκου (γ. Παναρέτη καί μ. Εὐσεβία).
Τό 1924 ἄρχισε νά ἀσχολεῖται μέ τήν τέχνη τῆς φωτογραφίας. Ἀγόρασε ἐπαγγελματική φωτογραφική μηχανή, ἐγκατέστησε ἐργαστήριο σέ ἕνα ἀπό τά κελλιά τῆς μονῆς καί ἐκτύπωνε ταχυδρομικές κάρτες μέ τίς ἐκκλησίες καί τά τοπία τοῦ Μυστρᾶ! Ἡ ἔκδοση τῶν καρτῶν σταμάτησε ὅταν τήν ἐκτύπωση ἀνέλαβε ἡ Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία.
Τό 1937 ἔλαβε τήν ρασοσευχή καί τό μοναχικό ὄνομα Καλλινίκη. Τό ἴδιο ἔτος, ἔπειτα ἀπό πολλές προσπάθειες εἰδικῶν ἀρχαιολόγων καί ἁγιογράφων (Ὀρλάνδου, Ξυγγόπουλου, Καλλιγᾶ, Κόντογλου, Στέρνη), γιά τήν ἐξεύρεση τρόπου καθαρισμοῦ τῶν τοιχογραφιῶν, ἐφεύρε τόν τρόπο καί συνεργάσθηκε στενά μέ τόν Κόντογλου γιά τήν στερέωση καί τόν καθαρισμό τῶν Βυζαντινῶν ναῶν τοῦ Μυστρᾶ. Ἀργότερα γιά τό ἴδιο θέμα συνεργάσθηκε μέ τήν Βυζαντινολόγο Μαρία Σωτηρίου, ἱδρύτρια τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν. Σάν συντηρητής ἐργάσθηκε στούς ναούς τῆς Περιβλέπτου, τῶν ἁγ. Θεοδώρων, τοῦ Ἀφεντικοῦ (Ὁδηγητρίας), στόν μικρό ἅϊ Γιάννη καί τελευταῖα στήν Ἁγία Σοφία. Ἐκεῖ τερμάτισε τήν καριέρα της λόγῳ ὑπερκοπώσεως, τό 1957, μετά ἀπό 20 χρόνια ὑπηρεσίας καί διακονίας τῆς ὑψηλῆς εἰκονογραφικῆς τέχνης.
Τό 1945 (μετά τήν κοίμηση τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου καί τήν ἀνάδειξη τῆς γ. Πελαγίας), ἀνέλαβε οἰκονόμος τῆς Μονῆς, θέσει πού διατήρησε μέχρι τό 1985! Τό 1957 ἀνέλαβε τό Μετόχιο τῆς Παναγίας Ἐλεούσης, στό ὁποῖο ἔκτισε ναό, ἁγιογραφημένο ἀπό τόν μαθητή τοῦ Κόντογλου Εὐάγγ. Μαυρικάκη.
Τό 1985, μετά τήν κοίμηση τῆς γ. Πελαγίας, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. Ἐπίσημα χειροθετήθηκε Ἡγουμένη τό 1989, ἀπό τόν τότε Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἀνδρέα (+ 2005), ὁπότε καί ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα.
Ἡ γ. Καλλινίκη εἶχε ἀκόμη καί ποιητική φλέβα. Κατέλειπε δύο ἔξοχα δείγματα τοῦ ποιητικοῦ της ταλέντου, ἕναν ὕμνο πρός τήν Παντάνασσα καί ἄλλον ἕνα πρός τήν Παναγία Ἐλεοῦσα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 20η Νοεμβρίου 1990, σέ ἡλικία 90 ἐτῶν, μετά ἀπό μακρά δοκιμασία ἐξ αἰτίας προβλήματος τοῦ στομάχου. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία της ἐψάλλη στήν Παντάνασσα ἀπό τόν Ἱερομ. Νεόφυτο Τσακίρολγου. Ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Ἀποχαιρετιστήριους λόγους ἀπηύθυναν ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητος ἡ Μοναχή Εὐφροσύνη καί ἐκ μέρους τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας ἡ Ἔφορος Αἰμιλία Μπακούρου.
Ἡ μ. Εὐφροσύνη μεταξύ ἄλλων εἶπε:
«Δυνατή ἔργῳ καί λόγῳ. Δυναμική καί πραεῖα. Ἁπλῆ καί ἄκακος. Εὔσπλαχνος καί δικαία. Φορεύς τῆς εἰλικρινοῦς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ἀγάπης πρῶτον πρός τόν Θεόν, τόν ἀθάνατον αὐτῆς Νυμφίον, καί δεύτερον εἰς τόν πλησίον της. Ὑπερασπιστής τῶν ἀδικουμένων, τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν. Μήτηρ πλήρους στοργῆς καί προνοίας. Ὑπόδειγμα ἀξιομημίτου ὑπομονῆς ἐν τῆ ἀσθενείᾳ της. Ψυχή ἐλεύθερη καί ζῶσα ἐν Θεῶ καί θεοποιουμένη τῆ ἐλευθερίᾳ τῆ ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Ταπεινή τῆ καρδίᾳ, μέ ὑψηλούς πάντα στόχους. Φιλάδελφος, φιλεύσπλαχνος καί φιλόστοργος ἐν τῆ ἀδελφότητι καί εἰς πάντα ἄνθρωπον. Βράχος ἀκλόνητος ἐν τῆ πίστει καί τῆ Ὀρθοδόξῳ Ὁμολογίᾳ. Κανών ἀρετῆς ἀκριβέστατος
».
Ἡ Ἔφορος Αἰμιλία Μπακούρου μεταξύ ἄλλων εἶπε:
«Στόν τομέα τόν ἀρχαιολογικό καί τόν καλλιτεχνικό, στάθηκε πρωτοπόρος μέ τό ἔργος της καί συνάδελφος στόν ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία τῶν ἀρχαίων, φύλακας, συντηρητής καί ἀρχαιολόγος μαζί.
ὅσοι ἐργαζόμαστε ἐδῶ, καταφεύγαμε πολλές φορές στή δική της ψυχική μεγαλωσύνη καί κατανόηση. Κατανοοῦσε καί κατηύθυνε, ἀλλά κυρίως μετέδιδε δύναμη. Μέ μοναδικό τρόπο μετέδιδε δύναμη σ’ ὅποιον κατέφευγε στό δικό της θάρρος. Νοιαζόταν γιά ὅλους, ἐντός κι ἐκτός τῶν τειχῶν καί γιά τά ἀνθρώπινά μας προβλήματα. Γι αὐτό ὁ θάνατός της θ’ ἀφήσει μεγάλο κενό. Αὐτό τό κενό καλοῦνται νά πληρώσουν οἱ παλαιότερες καί νέες ἀδελφές τῆς μονῆς. Συντριμένες σήμερα γιά τόν ἀποχωρισμό τῆς Ἡγουμένης τους, συσπειρωμένες αὔριο γύρω ἀπό τήν Παναγία τήν Παντάνασσα, ὅπως πάντα, ὅπως παλιά, θ’ ἀκολουθήσουν τήν ἴδια πορεία
».
Ἡ τοπική ἐφημερίδα «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» ἔγραψε σχετικά (φ. 14. 12. 1990): «Μία σεβάσμια μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα πραγματικό κόσμημα τοῦ μοναδικοῦ βίου, ἔφυγε πρόσφατα ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Ἡ ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Παντανάσσης Μυστρᾶ Καλλινίκη Χριστάκου, εἰς ἡλικίαν 90 ἐτῶν ἐξεδήμησε πρός Κύριον καί ἐνεταφιάσθη στό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Στήν τελευταία της κατοικία τήν συνόδευσαν πολλοί κάτοικοι τοῦ Μυστρᾶ καί τῆς εὑρύτερης περιοχῆς καί ἐπί τῆς σοροῦ της κατέθεσαν στεφάνους ἡ Ὑπηρεσία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, ἡ Ἐπιτροπή Ἀναστηλώσεως τῶν Μνημείων Μυστρᾶ καί οἱ φύλακες τῶν ἀρχαιοτήτων Μυστρᾶ…
Ἡ Ἡγουμένη Καλλινίκη γεννήθηκε στή Μαγούλα τῆς Σπάρτης καί ἀπό νεαρωτάτης ἡλικίας εἰσῆλθε στήν ὁλιγομελῆ - τότε - ἀδελφότητα τῆς Ἱ. Μ. Παντανάσσης, μέ ἀποκλειστικό σκοπό νά ἀφιερώσει τήν ζωή της στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τίς ἀπεριόριστες δυνατότητές της στήν ὑπηρεσία τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ. Γι αὐτό καί πέραν τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καθηκόντων ἠσχολεῖτο μέ πάθος μέ τήν διατήρηση καί διάσωση τῶν ἀνεκτιμήτων ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Μυστρᾶ καί ἰδίως μέ τήν ἀποκάλυψη τῶν ἀριστουργηματικῶν τοιχογραφιῶν τῶν ἐκκλησιῶν του. Ἐκτός τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων της καί πέραν τῶν καλλιτεχνικῶν καί ἄλλων χρήσιμων δραστηριοτήτων της, ἀνέπτυξε καί πλούσια φιλανθρωπική δραστηριότητα, μέ σεμνό καί ἀθόρυβο τρόπο. Ἐπί 70 χρόνια ὑπῆρξε ἕνα ὁλοζώντανο κύτταρο τῆς θρησκείας, τῆς ἀνθρώπινης καλωσύνης καί τῆς ἀκάματης ἐργατικότητας
».
Τέλος τό Περιοδικό «ΚΗΡΥΞ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ» (φ. Ἰαν. 1991, σελ. 22), ἔκλεισε τό ἐπιμνημόσυνο ἀφιέρωμά του μέ τά ἀκόλουθα: «Ὡς Ὀρθόδοξος μοναχή διεκρίνετο διά τήν προσήλωσίν της καί τόν διάπυρον αὐτῆς ζῆλον εἰς τήν γλυκυτάτην Ὀρθοδοξίαν, τόν ἔνθεον αὐτῆς ἔρωτα, τήν ἀγάπην διά τό μοναστήρι της, τόν σεβασμόν πρός τίς Γερόντισσές της, τήν ἀγάπην της πρός τίς ἀδελφές, τήν στοργήν της πρός τά πνευματικά της τέκνα καί τόν ἱεραποστολικόν της ζῆλον, διότι πολλάς ψυχάς ὡδήγησε εἰς τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν διά τοῦ λαμπροῦ της παραδείγματος, τῆς ἐμμονῆς της εἰς τήν πατρώαν πίστιν καί εὐσέβειαν καί διά τοῦ πειστικοῦ της λόγου καί τῆς καθαρᾶς της προσευχῆς».

Ε. Καθηγουμένη Ἀβερκία (1990 - σήμερα).
Τό ἔργο τῶν ἀοιδήμων Γεροντισσῶν Παναρέτης (Γιατράκου, + 1895), Παϊσίας (Γιατράκου, + 1945), Πελαγίας (Γκουτζούλη, + 1985) καί Καλλινίκης (Χριστάκου, + 1990), συνεχίζει ἀπό τό 1990 ἡ Ὁσιωτάτη Γερόντισσα Ἀβερκία, ἡ ὁποῖα προϊσταται ἀδελφότητος 6 μοναζουσῶν. Οἱ μοναχές, γνήσια ἱστορική συνέχεια τῆς Βυζαντινῆς Μονῆς, συνεχίζουν σέ ὅλα τήν Ὀρθόδοξη μοναστική παράδοση. Τό μετόχι τῆς Παναγίας Ἐλεούσας ἀποτελεῖ Πανλακωνικό προσκύνημα. Τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς μονῆς σημαντικό καί ἄξιο ἐπαίνου, ἐφ’ ὅσον ἡ μονή σιωπηλά καί ἀθόρυβα ἐπισκέπτεται καί ἔρχεται βοηθός τῶν δεομένων ὑλικῆς καί ἠθικῆς συμπαραστάσεως.
Ἡ παράδοση συνεχίζεται. Ἡ Παντάνασσα λειτουργεῖ καί καταθέτει μαρτυρία. Αὐτό προκύπτει ἀπό τήν ἔγγραφη μαρτυρία διακεκριμένων ἐκπροσώπων τῶν Γραμμάτων καί τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐπιστήμης, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου μέχρι σήμερα.
Ἔγραψε ὁ Ν. Καζαντζάκης στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα: «Λάμπει ἡ αὐλή, τά κελλιά ἀσβεστωμένα, πεντακάθαρα, στρωμένοι οἱ καναπέδες μέ κεντητές πατανίες… Στό μελιχρό φῶς τοῦ δειλινοῦ ἡ Παντάνασσα ἔλαμπε σάν φιλντισένιο βυζαντινό πυξίδι, μέ ὑπομονή καί ἀγάπη δουλεμένο, γιά νά σκεπάζει τη μυρόβλυτη πνοή τῆς Παναγιᾶς».
Τό ἴδιο ἐπανέλαβε ὁ Μανώλης Χατζηδάκης τό 1937: «Σήμερα μένουν ἀκόμη ἐκεῖ εὐλαβικές καί φιλόξενες μοναχές, πού διατηροῦν ζωντανή τήν συνέχεια τῆς μεσαιωνικῆς παραδόσεως. Ἔτσι, τό μνημεῖο αὐτό διατηρεῖται καλύτερα ἀπ’ὅλα τ’ ἄλλα στό Μυστρᾶ».
«Μόλις περάσει κανείς τό κατώφλι τοῦ μοναστηριοῦ - γράφει ἡ Ἐπιμελήτρια Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Χ. Ἀνδρεοπούλου – Κοιλάκου στή δεκαετία τοῦ ‘80 – νοιώθει κάπου κοντά του τήν ζωντανή παρουσία. Εἶναι οἱ ποτισμένες γλάστρες, οἱ φρεσκοασπρισμένοι τοῖχοι τῶν κελλιῶν, πού φανερώνουν ὅτι πίσω τους ζοῦν οἱ μοναδικοί κάτοικοι τούτης τῆς νεκρῆς πολιτείας, οἱ εὐγενικές καί καλόκαρδες καλόγριες».
Στήν ἴδια διαπίστωση κατέλειξε καί ὁ Γ. Ξεπαπαδάκος τό 2009: «Πέρα ἀπό τήν ἀξία της ὡς Βυζαντινό μνημεῖο, ἡ Παντάνασσα εἶναι ἕνας χῶρος προσευχῆς καί ἄσκησης, μέ ἀσβεστωμένη αὐλή, λουλούδια καί γάτες. Τόν διακονοῦν ἕξη γλυκύτατες παρουσίες μέ μοναχική περιβολή. Ἐδῶ ἡ καρδιά τοῦ Βυζαντίου χτυπάει ἀκόμα».
Στό πρόσωπο τῆς Παντανάσσης καί τῶν μοναζουσῶν της, ὁ Βυζαντινός Μυστρᾶς συνεχίζει νά ζῆ καί νά συγκλονίζει ψυχές, ὅπως τοῦ Maurice Barres ὁ ὁποῖος ἔγραψε: «Ὁ Βεζούβιος συγκίνησε τήν ψυχή μου λιγότερο ἀπό αὐτό τό ὡραῖο ἡφαίστειο Ἱστορίας καί Ποίησης».

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009


ΠΕΡΙ ΜΑΡΙΟΛΑΤΡΕΙΑΣ
Σειρά: Παπισμός και Ορθοδοξία

Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου

1. ΄Ασπιλη σύλληψη
Η βασική έμφαση βρίσκεται πάντοτε στη Χριστολογία και τη Σωτηριολογία. Υπό το πρίσμα τούτο η Παναγία ονομάζεται Θεοτόκος και παίρνει την πιο υψηλή θέση μεταξύ όλων των κτιστών όντων. Με άλλα λόγια δεν προηγείται η εξουσία κάποιας θεάς ή κάποιας αυτοδύναμης φυσικής θεότητας που δημιουργεί όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα για την ανθρωπότητα, αλλά ο Υριαδικός Θεός οδηγεί την κτίση στον υψηλό της προορισμό και μέσα σε τούτη την οικονομία η Μαρία, ένας κοινός άνθρωπος, γίνεται το υπέρτατο όργανο για την επιτέλεση τούτου του σχεδίου. Η προτεραιότητα λοιπόν ανήκει σε τούτο το σχέδιο και όχι στο πρόσωπο της Μαρίας. Επειδή η Μαρία εντάσσεται στην οικονομία αυτή, παίρνει την υψηλή θέση που της ταιριάζει και η ένταξη γίνεται κατά χάρη για την ανθρωπότητα και για τη δική της καταξίωση. Ως όργανο κατά χάρη δέχεται στους κόλπους της και ως μητέρα του Θεού, τον ίδιο τον Λόγο και για πρώτη φορά η κτίση ενώνεται με τον Θεό κατ’ ουσίαν. Η ανθρώπινη φύση δηλαδή, που προσφέρει η Θεοτόκος, είναι η μοναδική κτιστή πραγματικότητα που ενώνεται κατ’ ουσίαν με τον Θεό. Γι’ αυτό ακριβώς η ανθρώπινη αυτή φύση δεν έχει καμιά «ιδιοσύστατη υπόσταση» και γίνεται ενυπόστατη στην υπόσταση του Θεού Λόγου. Αν είχε δική της υπόσταση, η Τριάδα έπρεπε να γίνει τετράδα, αλλά κατά την Ορθόδοξη θεολογία τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει, όπως ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να εκπέσει στο μη ον. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος με σαφήνεια ορίζει: «Τιμάν και μεγαλύνειν εμάθομεν πρώτον μεν και κυρίως και αληθώς την του Θεού Γεννήτριαν και τας αγίας και αγγελικάς Δυνάμεις και τους ενδόξους Μάρτυρας, αλλά και τους αγίους άνδρας και τούτων αιτείν τας πρεσβείας».
Αντίθετα, στον Παπισμό, το πρόσωπο της Μαρίας εξαίρεται καθ’ εαυτό και όχι κατ’ αρχήν σε σχέση με το Χριστολογικό δόγμα. Έτσι πριν από την ενανθρώπηση ή ακόμα και μετά, η Μαρία έχει μια ιδιαίτερη σχέση προς το Θεό και όχι τη σχέση που έχει όλη η κτίση προς το δημιουργό της. Έτσι στη Μαρία υπάρχει άμωμη σύλληψη, που σημαίνει ότι είναι εκτός της νομικής ενοχής που βαραίνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος εξαιτίας της παράβασης του Αδάμ. Η Μαρία είναι αμέτοχη σε τούτο το ρύπο και την ενοχή, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιο όργανο της θείας πρόνοιας. Η διδασκαλία αυτή εισήχθη τον 12ον αιώνα από δυο Βρετανούς μοναχούς, τους Έντμερτ και Όσμπερτ, το δε 1140 θεσπίστηκε και σχετική εορτή. Το δόγμα αυτό της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου θεσπίστηκε το 1854 από τον Πάπα Πίο Θ΄, με συνέπεια μια έντονη τάση απόδοσης υπερβολικών τιμών στη Θεοτόκο, που φθάνει τα όρια της λατρείας, με τιμητικούς τίτλους, όπως «συλλυτρώτρια, «μητέρα της Εκκλησίας», «μεσίτρια πασών των χαρίτων» κ.ά.

2. Η Αναμαρτησία
Άλλη μια κακοδοξία του Παπισμού είναι και η αναμαρτησία της Θεοτόκου, η οποία στηρίζεται στο χωρίο του Λουκά «χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (1. 28) και ερμηνευόμενο το «κεχαριτωμένη», ότι σημαίνει αναμαρτησία της Θεοτόκου, ως πεπληρωμένης χαρίτων. Πλην όμως άλλως αναλύει το θέμα ο Παύλος, ο οποίος είναι σαφής: «….. και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος εισήλθεν, εφ' ω πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5. 12). Αντίθετα μάλιστα, πολλοί εκ των συγγραφέων και Πατέρων της Εκκλησίας αναφέρουν, ότι η Θεοτόκος δεν ήταν απαλλαγμένη ατελειών και αδυναμιών. Π.χ. οι: Ωριγένης, Κύριλλος, Μ. Βασίλειος, Θεοφύλακτος και Αμφιλόχιος λέγουν ότι η Θεοτόκος σκανδαλίσθηκε κατά το επί του σταυρού πάθος του Χριστού, ερμηνεύοντες το του Λουκά: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (2. 35), κατά το οποίο λογισμοί αμφιβολιών και διακρίσεων θα κατελάμβαναν τη Θεοτόκο, αντικρύζουσα τον Υιό της και Θεό επί του σταυρού. Κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλο: «ό,τι και αυτήν την του Κυρίου μητέρα το αδοκήτως συμβεβηκός εσκανδάλισε και της οικείας λοιπόν μητρός σκανδάλω περιπεσούσης και λογισμών αταξίαις εμπερφυμένης, πως ουκ έδει προνοείν τον Κύριο;» (Μ. 74. 661). Επίσης, ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την απαίτηση της Θεοτόκου να θαυματουργήσει κατά τον εν Κανά γάμο λέγει ερμηνεύοντας το χωρίο Ιω. 2. 4: «Εβούλετο γαρ και εκείνοις καταθέσθαι χάριν και εαυτήν λαμπροτέραν ποιήσαι δια του παιδός. Και τάχα τι και ανθρώπινον έπασχε, καθάπερ και οι αδελφοί αυτού «Δείξον σεαυτόν τω κόσμω» βουλόμενοι την από των θαυμάτων δόξαν καρπώσασθαι….. Επειδή γαρ εικός ην και ακούσασαν παρά του παιδός μη βούλεσθαι μηδέ ούτω πεισθήναι, αλλ’ αξιούν εαυτήν πανταχού των πρωτείων, άτε μητέρα ούσαν» (ομιλία εις το κατά Ιω. 21. 2). Με τα λόγια του ο Χριστός προστατεύει και βοηθάει τη μητέρα του από της κενοδοξίας, διότι εξ αυτής παρακινήθηκε να ζητήσει από τον Υιό της να θαυματουργήσει. Λέγει σχετικά ο Ζηγαβηνός: «Δι’ ων είπε κατήσχυνε ηρέμα τον φιλόδοξον αυτής σκοπόν και το τυραννικόν πάθος της κενοδοξίας απήλασε» (ερμηνεία εις το κατά Ματθ. 12. 50, Μ. 129. 393). Αλλά και στην άλλη περίπτωση, κατά την οποία «Έτι δε αυτού λαλούντος τοις όχλοις ιδού η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ειστήκεισαν έξω, ζητούντες αυτώ λαλήσαι….. και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού είπεν. ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου…..» (Ματθ. 12. 46-50), όπου ο Κύριος απήντησε ότι αδελφοί του είναι οι ποιούντες το θέλημα του ουράνιου Πατέρα. Ο Ι. Χρυσόστομος δικαιολογώντας την απάντηση του Κυρίου λέγει, ότι η Παρθένος στην περίπτωση αυτή «εβούλετο ενδείξασθαι τω δήμω (=στο λαό), ότι κρατεί (=επιβάλλεται) και αυθεντεί (=κάνει κουμάντο) του παιδός, ουδέν ουδέπω περί αυτού μέγα φανταζομένη. Διό και ακαίρως προσήλθεν. Όρα γουν και αυτής και εκείνων (των αδελφών) την απόνοιαν (=παράλογη ενέργεια)». Και άλλοι ερμηνευτές τα παρόμοια ερμηνεύουν.
3.- Η Μετάσταση
Η κοίμηση της Θεοτόκου καταρχήν είναι πραγματική και η μετάσταση είναι μια ιδιαίτερη και κατά χάρη ενέργεια του Θεού για να φυλάξει αλώβητο το σκεύος της κυοφορίας του Θεού Λόγου από τη «διαφθορά» του θανάτου. Τούτη όμως η θεϊκή ενέργεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατά πρόληψη πραγμάτωση της ανάστασης. Η Θεοτόκος μπαίνει στο βασίλειο της ζωής αναστημένη χάρη στις συνέπειες της κατά χάρη αγιότητας, που αφορά όλους τους ανθρώπους και όχι ως ένα προνομιούχο ον που απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα κατά τη σύλληψή του.
Για την Θεοτόκο και τη μετάστασή της έχουμε μαρτυρίες αγίων της Εκκλησίας μας:
1/ ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου στο έργο του: «περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου» αναφέρει: «Πέραν του δέοντος ου χρη τιμάν τους αγίους, αλλά τον αυτών Δεσπότην. Παυσάσθω τοίνυν η πλάνη των πεπλανημένων. Ούτε γαρ Θεός η Μαρία, ούτε απ’ ουρανού έχουσα το σώμα, αλλ’ εκ συλλήψεως ανδρός και γυναικός, κατ’ επαγγελίαν δε, ώσπερ ο Ισαάκ, οικονομηθείσα». 2/ ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στις τρεις ομιλίες του που αφιερώνει στην εορτή της Κοιμήσεως είναι σαφέστατος: Ρωτάει π.χ. στη δεύτερη ομιλία απευθυνόμενος προς τον τάφο της Παναγίας: «Συ δε, τάφων ιερών ιερώτατε, μετά τον ζωαρχικόν του Δεσπότου τάφον….. πού η ζωοτόκος πηγή; πού το πολυπόθητον σώμα της Θεοτόκου και πολυέραστον;» Και ο τάφος απαντά: «Τι ζητείτε εν τάφω την προς τα ουράνια μετεωρισθείσαν σκηνώματα; Τι με της φθοράς ευθύνας εισπράττεις; Ου μοι δύναμις τοις θείοις αντιτείνειν κελεύσμασι. Τας σινδόνας καταλιπόν το σώμα το ιερόν τε και άγιον….. ανάρπαστον οίχεται δορυφορούντων Αγγέλων και Αρχαγγέλων και πασών των Ουρανίων Δυνάμεων» (Εγκώμιον εις την πάνσεπτον κοίμησιν της Θεομήτορος, σελ. 164-166).
3/ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καταγράφει στο έργο του: Λόγος «εις την Κοίμησιν»: «Δια τούτο το γεννήσαν εικότως σώμα συνδοξάζεται τω γεννήματι δόξη θεοπρεπεί και συνανίσταται». Και φθάνοντας στις λεπτομέρειες περιγράφει πώς, όπως στον τάφο του Χριστού, έτσι και στον τάφο της Παρθένου, οι μαθηταί δεν βρήκαν παρά μόνο «τας σινδόνας και τα εντάφια» (σελ. 208). 4/ ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, στο έργο του: «Η Θεομήτωρ» καταγράφει: «Ήταν όμως ανάγκη η παναγία εκείνη ψυχή να χωρισθή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Και χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, με το πρώτο φως ενώνεται το δεύτερο. Και το σώμα, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναχώρησε και αυτό μαζί με την ψυχή. Γιατί έπρεπε να περάση από όλους τους δρόμους από τους οποίους πέρασε ο Σωτήρας, να λάμψη και στους ζωντανούς και στους νεκρούς, να αγιάση δια μέσου όλων την ανθρώπινη φύση και να λάβη αμέσως μετά τον αρμόζοντα τόπο. Το δέχθηκε έτσι για λίγο ο τάφος, το παρέλαβε δε και ο ουρανός, αυτό το πνευματικό σώμα, την καινή γη, το θησαυρό της δικής μας ζωής, το τιμιώτερο από τους Αγγέλους, το αγιώτερο από τους Αρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε έτσι ο θρόνος στον βασιλιά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φως, στον καρπό το δένδρο, η μητέρα στον Υιό, αξία καθόλα αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους» (σελ. 215-217).
5/ ο άγιος Μάρκος Εφέσου καταγράφει σε τροπάριό του (s΄ ωδή πλ. δ΄ ήχου): «Νέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τριττήν ημέραν ευκλεώς εξανίσταται, εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημών άφεσιν». 6/ ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, καταγράφει στο έργο του: «Απολογία»: «Και νυν η Κυρία Θεοτόκος ως μήτηρ Θεού, αμέσως μετά Θεόν ούσα και ασυγκρίτως υπερβάσα όχι μόνον ανθρώπους, αλλά και αυτάς τας πρώτας και ανωτάτας τάξεις των Αγγέλων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, δι’ εαυτής διανέμει τον πλούτον όλων των εκ Θεού χαρισμάτων και θείων ελλάμψεων εις όλους, Αγγέλους τε ομού και ανθρώπους, καθώς όλη κοινώς η του Χριστού φρονεί Εκκλησία» (σελ. 268).
Τα περί της κοιμήσεως διαλαμβάνει και η Συνοδική Επιστολή της Συνόδου Ιεροσολύμων του 1672: «Όμοιόν τι θεωρούμεν την σήμερον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός σηκώνεται από τον θρόνον του, όπου καθέζεται εκ δεξιών της μεγαλωσύνης του Πατρός, ευγένει και περνά όλους τους ουρανούς, δια να προϋπαντήση το μέγα πρόσωπον εκείνο, την μεγάλην βασίλισσαν, την μεγάλην σουλτάναν, την Παναγίαν μας, την κυρίαν μας, την ιδίαν του μητέρα. Δια τούτο και αι ακολουθούσαι αυτώ ουράνιαι δυνάμεις ερωτώσι, καθώς λέγει ο σοφός Σολομών εις το άσμα των ασμάτων κεφ. η΄, «τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου λελευκανθισμένη, και στηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής;» (Άσμα ας. 8. 5) τουτ’ έστι, ποία είναι τούτη, οπού αναβαίνει από τον ορατόν κόσμον, τόσον ωραία και εύμορφη, έχουσα τόσην εξουσίαν εις τον βασιλέα μας, οπού της ομοιάζει ωσάν να ήτον αδελφιδός; Και ταύτα τούτοι λέγοντες και ερωτώντες, και τον βασιλέα και την βασίλισσαν προσκηνούσιν….. Ούτω και εις την Παναγίαν, ήτις αν καλά και αμαρτίαν δεν είχε, πλην είχεν εν εαυτή τα φυσικά, και ως άνθρωπος υπέκειτο τω θανάτω, όμως είχεν από τον Θεόν τοιαύτην χάριν, όπου αν είχε θέλει, δεν απόθενε, μόνον έτζι ζώσα επήγαινεν εις τους ουρανούς, πλην ουκ εβούλετο….. Τι πράγμα είναι εκείνο, όπου να ημπορή να φαίνεται δια μεγάλον σημείον εις τον ουρανόν, όπου κατοικεί ο Θεός, εκεί οπού παραστέκονται αι άγιαι δυνάμεις; Άλλο δεν είναι παρά η Παναγία. όπου ήτον μεγάλον σημείον εις την γην, επειδή εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα, και γεννήσασα έμεινεν άφθορος και παρθένος. και έτσι λέγεται σημείον εν τω ουρανώ, διατί με το σώμα αναβαίνει εις τον ουρανόν. και αν καλά και εμπήκεν εις το μνημείον το άχραντόν της εκείνο σκήνος, πλην εις τρεις ημέρας μετεστάθη εις ουρανούς μετά σώματος, καθώς και ο Χριστός ανελήφθη. διατί; Ότι μεγάλην εξουσίαν και απ’ αυταίς έχει ταις δυνάμεσι» (Ρωμανίδη Ι. Δογματική Θεολογία, τ. Β΄, σελ. 347-349).
Ο Παπισμός το 1950, με διάταγμα του πάπα Πίου ΙΒ΄, ανακήρυξε σε δόγμα την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου. Εφ’ όσον η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, κατ’ αναπότρεπτη αναγκαιότητα δεν μπορούσε ο θάνατος να ασκήσει πάνω της τη διαλυτική του δύναμη και έτσι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε αδιάφθορο, γιατί δεν ασκούσε καμία δύναμη η αμαρτία. Επομένως δεν μπορούσε η Παναγία να πεθάνει. Όλα αυτά, αλλά και αυτή η ίδια η Μετάσταση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δόγμα, καθότι δεν μαρτυρείται ούτε από την Αγία Γραφή, ούτε από την Παράδοση της Εκκλησίας και έτσι τείνει να αμφισβητείται ακόμη και από ορισμένους Ορθόδοξους ερευνητές.
Ειδικά το θέμα της μετάστασης της Θεοτόκου αναφέρεται στο αποκαλούμενο απόκρυφο: «Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου», το οποίον ανήκει στην κατηγορία: «Ορθόδοξα απόκρυφα (ψυχωφελείς διηγήσεις-ψευδεπίγραφα)». Γενικώς, απόκρυφα είναι γραπτά έργα, τα οποία δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της αγίας Γραφής από την Εκκλησία, ορισμένα δε από αυτά χαρακτηρίστηκαν «δευτεροκανονικά», άλλα «αναγνωστέα», άλλα «γνωστικά» κ.λπ. Γενικά, διαιρούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: 1/ Γνωστικά, τα οποία στο σύνολό τους απορρίπτονται, 2/ Ιουδαιοχριστιανικά, τα οποία δεν γίνονται δεκτά, γιατί περιορίζουν το χριστιανικό μήνυμα στο λαό της Π. Διαθήκης και 3/ Ορθόδοξα, τα οποία είτε ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις, για τη ζωή προσώπων της Κ. Διαθήκης, είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, κατά το πλείστον αφελείς και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν» ψυχικά τους χριστιανούς αναγνώστες. Είναι δηλαδή χριστιανικά ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα.
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις της ζωής και, ιδιαίτερα, της κοίμησης της Παναγίας, από τις οποίες σώζονται 67 χειρόγραφα με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές γλώσσες: συριακή, κοπτική, αραβική, αιθιοπική, αρμενική, σλαβική κ.λπ. Το κυριότερο είναι το ανωτέρω, που τοποθετείται στον 5ο ή 6ο αιώνα και επηρέασε ιδιαίτερα την παράδοσή μας για τα γεγονότα της Κοίμησης της Παναγίας, την οποία γιορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού έγινε δεκτό από τους χριστιανούς και εκεί αναφέρεται η περίφημη μεταφορά των αποστόλων «επί νεφελών» για να παραστούν στην ταφή της Θεοτόκου, η απόπειρα κάποιων μεθυσμένων Ιουδαίων να βεβηλώσουν το άγιο σώμα Της κ.ά. Από τα κείμενα αυτά ξέρουμε και για την ανάληψη της Θεοτόκου, καθώς και για την παράδοση της ζώνης Της (της Αγίας Ζώνης), κατά την ώρα της ανάληψής Της, στα χέρια του αγίου αποστόλου Θωμά.



Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου

Προλεγόμενα
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ μία πρώτη προσέγγιση στό θέμα τοῦ Βουλγαρικοῦ Ἁγιολογίου, στά πλαίσια τῶν ἐρευνητικῶν ἐργασιῶν τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής». Παραδίδεται στή δημοσιότητα, χάριν τῶν ἁγιοφίλων Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων, μέ δεδομένη τήν ἔλλειψη σχετικῆς ἑλληνικῆς βιβλιογραφίας. (Ἔχουμε ὑπ’ ὄψη δημοσίευμα τοῦ ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου στό Περιοδικό «Ἐκκλησία», φ. 18/ 15. 9. 1978, σελ. 345 – 347 καί φ. 19/30. 9. 1978, σελ. 379 -385, μέ τίτλο «Ἐμπλουτισμός τοῦ Ἑορτολογίου μέ νέους Ἁγίους», στό ὁποῖο ἀναφέρονται μόνο 13 Βούλγαροι Ἅγιοι!).
Ἡ ἔρευνα τοῦ θέματος ἄρχισε τό 1982. Τότε ἀπευθύναμε ἐπιστολή πρός τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας καί μαζί μέ τήν ἀπάντηση τοῦ τότε Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἐπισκόπου Γελασίου, λάβαμε τόν δίτομο Συναξαριστή τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας (στή Βουλγαρική).
Ἀκόμη, στοιχεῖα γιά τό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο ἔθεσε στή διάθεσή μας τό ἴδιο ἔτος 1982, ὁ τότε Πρωτεπιστάτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἱερομόναχος Χρυσόστομος Χιλανδαρινός. Ἔκτοτε ἡ ἔρευνα συνεχίστηκε, χωρίς νά ὑπάρξει κάποια δημοσίευση.
Ἡ ἱστορική εἰσαγωγή πού δημοσιεύεται στό εἰσαγωγικό μέρος, δέν καλύπτει τό θέμα, ἀλλά ἀποτελεῖ βοήθημα τοῦ ἀναγνώστη, γιά τήν κατανοήση τοῦ χώρου καί τῶν συνθηκῶν κάτω ἀπό τίς ὁποίες ἁγίασαν οἱ Ἅγιοι τοῦ Βουλγαρικοῦ Ἁγιολογίου. (Τό θέμα καλύπτεται πλήρως ἀπό τήν ἐξαιρετική ἐργασία τοῦ Καθηγητοῦ Δημ. Γόνη, «Ἱστορία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Βουλγαρίας καί Σερβίας», 1999).
Ὅσους συνεισέφεραν μέ τήν διάθεση στοιχείων καί κοπίασαν στίς μεταφράσεις (τούς Ἱερομονάχους Γεδεών Bremen καί Παῦλο Σαρρῆ, τούς μοναχούς Ζήνωνα Milkovich καί Θεοδόσιο Radov, τήν Γερόντισσα Μαριάμνη, τόν Καθηγητή καί Ἀκαδημαϊκό Johanes Hermser καί τούς κ.κ. Ἰωάννη Ἀντωνίου, Νικόλαο Ρουσόπουλο, Νικηφόρο Σμάρτη, Βλάσιο Σμυρλιώτη) εὐχαριστοῦμε δημόσια καί ἀπό τήν θέση αὐτή.

Εἰσαγωγικό Μέρος:
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας

Α. Ἀπό τῆς ἐμφανίσεως τῶν Βουλγάρων (5ος αἰ.) στή μεταστροφή τοῦ Βασιλέως Βόριδος (9ος αἰ.).
Οἱ Πρωτοβούλγαροι ἦταν λαός Τουρανικῆς (Οὐνοτουρκικῆς) καταγωγῆς. Ἐμφανίσθηκαν στίς στέππες τῆς νότιας Ρωσίας στά τέλη τοῦ 5ου μ. Χ. αἰ., πιεζόμενοι ἀπό ἄλλους λαούς τῆς κεντρικῆς Ἀσίας. Ἀρχικά ἦσαν ὑποτελεῖς στούς Ἀβάρους. Ἀξιόμαχοι πολεμιστές, χρησιμοποιήθηκαν ἀρχικά ἀπό τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα Ζήνωνα (474 – 491) κατά τῶν Γότθων, στή συνέχεια ὅμως - ἐπί βασιλείας Ἀναστασίου Α’ (491 – 518) – στράφηκαν κατά τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, γιά νά ἀποτελέσουν στήν ἱστορική συνέχεια τόν σπουδαιότερο ἐχθρό της σέ εὐρωπαϊκό ἔδαφος. Κατά τά ἔτη 502 καί 517 Βουλγαρικές ὀρδές λεηλάτησαν τήν κυρίως Ἑλλάδα. Τότε τούς Βουλγάρους ἀπέκρουσε ὁ Στρατηγός Βελισάριος, κατά τήν βασιλεία Ἰουστινιανοῦ Α’ (527 – 565).
Τό πρῶτο Βουλγαρικό κράτος ἱδρύθηκε τό 582 ἀπό τόν Ἡγεμόνα Κοβράτ. Κατά τόν Βυζαντινό Χρονογράφο Θεοφάνη τό ὁριοθετοῦσαν στά ἀνατολικά ὁ Καύκασος καί στά δυτικά ὁ ποταμός Δνείστερος. Ἔμεινε γνωστό σάν Μεγάλη Βουλγαρία. Ὁ Κοβράτ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Χριστιανός Βούλγαρος Ἡγεμόνας. Βαπτίσθηκε κατά τήν βασιλεία τοῦ Τιβερίου Β’ (578 – 582), ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν ΚΠολη, καί τό 619 ὀνομάσθηκε Πατρίκιος ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἡράκλειο. Κατά τόν Πατριάρχη Νικηφόρο Α’ (806 – 815), ὑπῆρξε πιστός σύμμαχος τῶν Βυζαντινῶν, κυρίως κατά τήν Ἀβαρο – Περσική ἐπιδρομή τοῦ 626.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Κουβράτ τό κράτος του διαμοιράσθηκε μεταξύ τῶν πέντε γιῶν του. Ὁ μεγαλύτερος γιός του ἔμεινε στήν ἀρχική περιοχή καί ἔγινε φόρου ὑποτελής στούς Χαζάρους (ἀργότερα ἔγιναν γνωστοί σάν Βούλγαροι τοῦ Βόλγα καί σταδιακά ὑποτάχθηκαν στούς Ρώσους). Ἄλλο μέρος τῶν Βουλγάρων μέ ἀρχηγό τόν Ἀσπαρούχ, πέρασε τόν Δνείστερο καί ἐγκαταστάθηκε στή Δοβρουτσᾶ τῆς σημερινῆς Ρουμανίας, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε ἐπιδρομές στίς περιοχές νοτίως τοῦ Δουνάβεως. Ἡ περιοχή αὐτή (ὁ Ὄλγος τῶν Βυζαντινῶν), ἦταν κομμάτι τῆς Αὐτοκρατορίας καί ἔτσι ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ’ (668 – 685) ὀργάνωσε ἐκτρατεία ἐναντίον τους, τῆς ὁποίας καί ἡγήθηκε. Ἡ πρώτη αὐτή σύγκρουση τῶν Βουλγάρων μέ τούς Βυζαντινούς ὑπῆρξε ἀτυχής γιά τούς δεύτερους καί ὁ Κωνσταντίνος ὑποχρεώθηκε νά συνθηκολογήσει τό 681.
Ἡ σύγκρουση αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν μετακίνηση τῶν Βουλγάρων στίς γόνιμες περιοχές νοτίως τοῦ Δουνάβεως καί βορείως τοῦ Αἴμου (στά ὅρια τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας) καί τήν δημιουργία τοῦ πρώτου Βουλγαρικοῦ κράτους, «ἐπ’ αἰσχύνῃ τῶν Ρωμαίων».
Ἡ ἐγκατάσταση τῶν Βουλγάρων καί ἡ καθυπόταξη τῶν ἐντόπιων Σλάβων, συντέλεσε στόν ἐκσλαβισμό τους, ὥστε νά εἶναι «οἱ σημερινοί Βούλγαροι - κατά τόν ἀρχιεπ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο – καί Σλάβοι εἰς τό αἷμα καί εἰς τάς παραδόσεις, ἡ δέ γλῶσσα των σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου σλαβογενής» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Βουλγαρική Ἐκκλησία», σελ. 31).
«Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου - γράφει ὁ Καθηγητής Δημ. Γόνης – καί μετά τήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν διαφόρων φύλων μεταξύ τοῦ Δουνάβεως καί τοῦ Αἴμου, προέκυψε ἡ ἐθνογένεση ἑνός νέου λαοῦ, τῶν Βουλγάρων. Τό ἔθνος αὐτό προῆλθε ἀπό τήν συγχώνευση τῶν Πρωτο-βουλγάρων τοῦ Ἀσπαρούχ, τῶν Σλάβων καί τῶν ντόπιων κατοίκων, τούς ὁποίους Βούλγαροι ἱστορικοί χαρακτηρίζουν Θράκες, ἐνῶ ὀρθό εἶναι νά ὁμιλεῖ κανείς γιά Ρωμαίους καί ἐξελληνισθέντες Θράκες» (Δημ. Γόνη, «Ἱστορία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Βουλγαρίας καί Σερβίας», σελ. 8).
Ἡ περιοχή στήν ὁποία ἐγκαταστάθηκαν οἱ Βούλγαροι, εἶχε δεχθεῖ τόν Χριστιανισμό ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς Χρόνους. Ἀπό τόν 3ο μ. Χ. αἰ. ὑπῆρχαν ἐκεῖ ὀργανωμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες (πρβλ. Συνόδους Σαρδικῆς καί Φιλιππουπόλεως). Ἡ περιοχή ἀρχικά ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στόν Παπικό Θρόνο τῆς Ρώμης, ἀκόμη καί μετά τήν ἵδρυση τοῦ Βικαριάτου τῆς Θεσσαλονίκης (379). Στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου ΚΠολεως ὑπήχθηκε τό 732, κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, ὁπότε καί δημιουργήθηκε τό λεγόμενο Βουλγαρικό Ζήτημα μεταξύ τῶν Θρόνων Πρεσβυτέρας καί Νέας Ρώμης.
Ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς Βουλγαρίας ἔγινε σταδιακά, κυρίως μέσῳ τῶν Ἑλλήνων αἰχμαλώτων. Ὁ διαβόητος Βούλγαρος Ἡγεμόνας Κροῦμος (803 – 816) ἦταν ἀντίθετος πρός τόν Χριστιανισμό, ὁ δέ γιός καί διάδοχός του Ὀμουρτάγ (814 – 831) κήρυξε διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν, κατά τόν ὁποῖο μαρτύρησε μεταξύ ἄλλων καί ὁ Μητροπ. Ἀνδριανουπόλεως Μανουήλ, οἱ Ἐπίσκοποι Δεβελτοῦ Γεώργιος καί Νικαίας Λέων κ.ἄ. πιστοί, συνολικά 377 Μάρτυρες.
Ἡ διάδοση ὅμως τοῦ Χριστιανισμοῦ παρά τούς διωγμούς ὑπῆρξε ταχύτατη, ἔφθασε μάλιστα μέχρι καί τά Ἀνάκτορα. Ὁ γιός τοῦ Ὀμουρτάγ Πρίγκιπας Ἐνραβωτάς κατηχήθηκε στό Χριστιανισμό καί βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἕλληνα αἰχμάλωτο Κινάμωνα. Καί οἱ δύο μαρτύρησαν ἐπί ἡγεμονίας τοῦ ἀδελφοῦ του Μαλαμίρ (831 – 836), τό 833. Ἀκόμη, ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, «ἔν τινι κατηχήσει αὐτοῦ ἀνέγραψεν – κατά τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο - ἐπεισόδιον τῶν κατά τῶν Χριστιανῶν διωγμῶν ἐν Βουλγαρίᾳ, καθ’ ὅ οἱ Χριστιανοί διετάχθησαν νά φάγωσιν κρέας καί τήν 40ήμερον νηστείαν, οἱ δέ μή ὑπακούσαντες κατεδικάσθησαν εἰς θάνατον» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία», σελ. 78).

Β. Ἡ μεταστροφή τοῦ Βόριδος – Μιχαήλ (863/864)
Ὁ Χριστιανισμός ἐπικράτησε ὁριστικά στή Βουλγαρία, μέ τήν μεταστροφή καί τό βάπτισμα τοῦ Ἡγεμόνα Βόριδα (852 – 889).
Κατά τόν Βασίλειο Μουστάκη, «τό γεγονός τῆς ἐκχριστιανίσεως τῶν Βουλγάρων, δέν πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς διπτύχου προσωπικῆς πρωτοβουλίας, ἤτοι ἀφ’ ἑνός τῆς τοῦ Ἡγεμόνος Βόριδος καί ἀφ’ ἑτέρου ἐκείνης τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Γ’ καί τῶν Πατριαρχῶν Φωτίου καί Ἰγνατίου, ἀλλά καρπός ζυμώσεως ἡ ὁποία διήρκεσεν ἐπί δύο καί πλέον αἰῶνας, διάστημα κατά τό ὁποῖον ἀφ’ ἑνός συνεπληρώθη ἡ συγχώνευσις τῶν Βουλγάρων μέ τά Σλαβικά φύλα τοῦ Αἴμου, ἀφ’ ἑτέρου δέ κατέστη βαθεῖα ἡ πολιτιστική ἐπίδρασις τοῦ Βυζαντίου ἐπί τῆς ἀριστοκρατικῆς, στρατιωτικῆς καί ἐμπορικῆς τάξεως τῆς οὐτωσί διαμορφουμένης Σλαβο-Βουλγαρικῆς ἐθνότητος…
(Ἀκόμη), ὁ Βόρις ἤ Βόγορις (853 – 888), ἐβαπτίσθη ὁ ἴδιος καί ἠνάγκασε τούς ὑπηκόους του νά βαπτισθοῦν καί αὐτοί (ὅσοι ἠρνήθησαν ἐθανατώθησαν ἀμειλίκτως), ἀσφαλῶς διά πνευματικούς λόγους, ἀλλ’ ἀναμφιβόλως καί διά πολιτικούς» (Βασ. Μουστάκη, «Βουλγαρική Ἐκκλησία», στήν ΘΗΕ, τ. 2ος, σελ. 994 – 995).
Ὁ Βόρις εἶχε γνωρίσει τόν Χριστιανισμό («προκατήχητο») ἀπό τόν Βυζαντινό λόγιο Θεόδωρο Κουφαρά, αἰχμάλωτο στήν Πλίσκα, καί τήν ἀδελφή του Πριγκίπισα Μαρία, αἰχμάλωτη στήν ΚΠολη. Ὅταν στά πλαίσια ἀνταλλαγῆς αἰχμαλώτων ἡ Μαρία ἐπέστρεψε στή Βουλγαρία, ἦταν ἤδη Χριστιανή καί αὐτό ἐπηρέασε θετικά τόν Βόριδα. Ὅμως τό βάπτισμά του προέκυψε μέσα ἀπό μία σημαντική πολιτικοστρατιωτική καμπή τῆς Ἱστορίας.
Στή Δύση ὁ Βασιλιάς τῶν Φράγκων Λουδοβίκος ὁ Γερμανικός ἀντιμετώπιζε προβλήματα μέ τήν Ἡγεμόνα τῆς Μεγάλης Μοραβίας Ραστισλάβο. Γιά τόν λόγο αὐτό ζήτησε τήν ὑποστήριξη τῶν Βουλγάρων. Τό 863, μετά ἀπό μακρές διαπραγματεύσεις, ὑπογράφηκε συνθήκη μεταξύ τοῦ Βόριδος καί τοῦ Λουδοβίκου, ἡ ὁποία προέβλεπε καί τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Βουλγάρων ἀπό Φράγκους ἱεραποστόλους. Στό μεταξύ ὁ Ραστισλάβος, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τόν κίνδυνο, εἶχε στραφεῖ πρός τό Βυζάντιο. Τό 862 ἀπεσταλμένοι του στήν ΚΠολη ζήτησαν ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842 – 867) στρατιωτική βοήθεια, ἀλλά καί τήν ἀποστολή στή Μοραβία Ἑλλήνων ἱεραποστόλων πού θά κατηχοῦσαν τούς κατοίκους στόν Χριστιανισμό στή δική τους γλῶσσα. Ἡ Βυζαντινή διπλωματία ἱκανοποίησε καί τά δύο αἰτήματα. Ὁ Μιχαήλ εἰσέβαλε στή Βουλγαρία καί ἀνάγκασε τόν Βόριδα σέ συνθηκολόγηση, μέ τούς ἴδιους ὅρους περί ἐκχριστιανισμοῦ, ἀλλά μέ Ἕλληνες ἱεραποστόλους. Παράλληλα ἐστάλησαν στή Μοραβία οἱ Θεσσαλονικεῖς ἱεραπόστολοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, οἱ ὁποῖοι ἔφερναν μαζί τους τό πρῶτο Σλαβικό ἀλφάβητο, τό Κυριλλικό.
Ὁ Βόρις βαπτίσθηκε τό 863/864 στήν πρωτεύουσά του Πλίσκα, ἀπό τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Μεγάλου Φωτίου Ἐπίσκοπο Ἰωσήφ καί ὀνομάσθηκε Μιχαήλ, πρός τιμήν τοῦ ἐπίσημου ἀναδόχου του Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Γ’. Στό νεοφώτιστο ἔστειλε ποιμαντική ἐπιστολή ὁ Μέγας Φώτιος, στήν ὁποία διεκρινίζονται τά καθήκοντα τοῦ Χριστιανοῦ Ἡγεμόνα. (Βλ. σχετικά Συμεών Μάγιστρο {Ed. Bonn, 664 - 6}, Γεώργιο Ἁμαρτωλό {αὐτ. 814}, Γεννέσιο {αὐτ. 951}, Ζωναρᾶ {αὐτ. 387} καί Θεοφύλακτο Βουλγαρίας {Migne 126, 189}. Σχετικά μέ τόν χρόνο βαπτίσεως τοῦ Βόριδος βλ. A. Vaillant καί M. Lascaris, στό “La date de la conversion des Bulgares”, στό “Revue des Etudes Slaves”, τ. 13/1933, σελ. 6 - 15).

Γ. Τό Βουλγαρικό Σχίσμα – Οἱ φάσεις τοῦ ζητήματος ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Βόριδος μέχρι τόν 19ο αἰ.
«Ὅ,τι ὀνομάζομεν Βουλγαρικόν Σχίσμα - γράφει ὁ Βασ. Μουστάκης – δέν εἶναι ἤ μή ἡ ἀποφασιστική ρῆξις πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἡ ὁποία εἶχε προηγουμένως μίαν σειράν «γενικῶν δοκιμῶν», ἀπό τήν ἐποχήν ἤδη τοῦ Βόριδος καί μετέπειτα» (Βασ. Μουστάκη αὐτ. σελ. 1004).
Ἕνα μόλις ἔτος μετά τήν βάπτισή του, τό 865/866, ὁ Βόρις ἐπιχείρησε τήν χειραφέτηση τῆς θυγατρός Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως. Ζήτησε ἀπό τό Πατριαρχεῖο τήν παραχώρηση αὐτοκεφάλου καί ἀξεξαρτήτου Ἀρχιεπισκόπου μέ ἕδρα τήν Πρεσλάβα. Ἡ κίνηση αὐτή ἀπέβλεπε στήν ἐνίσχυση τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Βουλγαρίας. Ἀντιμετωπίζοντας τήν ἀπροθυμία τῶν Βυζαντινῶν ὁ Βόρις στράφηκε πρός τήν Δύση, στέλνοντας ἀπεσταλμένους του τόσο πρός τόν Πάπα, ὅσο καί πρός τόν Βασιλιά τῶν Φράγκων Λουδοβίκο τόν Γερμανικό.
Οἱ ἀπεσταλμένοι του πρός τόν Πάπα ἔφθασαν στή Ρώμη τόν Αὔγουστο τοῦ 866, προσκομίζοντας πλούσια δῶρα καί ἕναν κατάλογο μέ 115 ἐρωτήματα. Ὁ τότε Πάπας Νικόλαος Α’ (858 – 867), ἔσπευσε νά ἀξιοποιήσει τήν εὐκαιρία καί νά ὑπαγάγει καί πάλι τήν Βουλγαρία στή δικαιοδοσία τοῦ Παπικοῦ Θρόνου. Χωρίς νά ἱκανοποιήσει τό περί αὐτοκεφάλου αἴτημα τῶν Βουλγάρων, ἔστειλε τούς Ἐπισκόπους Πόρτου Φορμόζο καί Παπουλανίας Παῦλο καί πολλούς Κληρικούς, νά ἐκλατινίσουν τήν Βουλγαρική Ἐκκλησία.
Παρόμοια ἀνταποκρίθηκαν καί οἱ Φράγκοι, ὅταν ὅμως οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Λουδοβίκου ἔφθασαν στή Βουλγαρία καί βρῆκαν ἐγκατεστημένους ἐκεῖ τούς Παπικούς, ὑποχρεώθηκαν νά ἐπιστρέψουν.
Ἡ ἐπέμβαση τῶν Δυτικῶν στή νέα Ἐκκλησία, πρόσθεσε ἕνα ἀκόμη πρόβλημα στίς ἤδη τεταμένες σχέσεις Πρεσβυτέρας καί Νέας Ρώμης. Ὁ Μέγας Φώτιος μέ ἐπιστολή του ἐνημέρωσε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς γιά τήν ἐπέμβαση τοῦ Πάπα καί ζήτησε τήν ἀποστολή ἀντιπροσώπων γιά τήν συγκρότηση Συνόδου. Ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε τό καλοκαίρι τοῦ 867 καί ὁ Πάπας Νικόλαος καθαιρέθηκε γιά τίς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῶ ἀποδοκιμάσθηκαν οἱ Παπικές καινοτομίες (διδασκαλία τοῦ Φιλιόκβε καί λειτουργικά ἔθιμα). Μάλιστα, ἡ στάση τῶν Ἀνατολικῶν παρέμεινε ἴδια καί μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Φωτίου ἀπό τόν Πατριαρχικό Θρόνο, ἀφοῦ καί κατά τήν ἐναντίον του Σύνοδο τοῦ 869-870, παρά τίς ἀντιρρήσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Πάπα, ἔγινε δεκτό ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ἐποπτεύεται ἀπό τόν Θρόνο τῆς ΚΠόλεως. Ἐφαφμόζοντας στήν πράξη τήν ἀπόφαση αὐτή ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος χειροτόνησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Ἰωσήφ, ὅμως - ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Βασ. Μουστάκης – «ἐπρόκειτο περί διορισμοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί δι’ αὐτοῦ ἐντοπίου Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία ὅμως δέν εἶχεν αὐτοκέφαλον χαρακτῆρα» (Βασ. Μουστάκη αὐτ. σελ. 997).
Ὁ Βόρις – Μιχαήλ παραιτήθηκε ἀπό τόν Βουλγαρικό Θρόνο τό 888 καί ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο, ὅμως τό 893 ἀναγκάσθηκε νά διακόψει προσωρινά τήν ἡσυχία του καί ἀναλάβει καί πάλι τήν ἐξουσία, διότι ὁ γιός καί διάδοχός του Βλαδίμηρος (888 - 893), ἐπιδίωκε τήν ἐπανα-φορά τῆς εἰδωλολατρείας. Ὁ Βόρις καθαίρεσε τόν Βλαδίμηρο καί τόν τύφλωσε, ἐνθρόνισε δέ τόν ὑστερότοκο γιό του Συμεών.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Συμεών, ἡ Βουλγαρική Ἐκκλησία χειραφετήθηκε πλήρως ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, γιά λόγους σαφῶς πολιτικούς, διότι ὁ Συμεών «μή ἀρκούμενος εἰς τόν τίτλον τοῦ Κνιάζ – Ἡγεμόνος καί θέλων νά τιτλοφορηθῆ Τσάρος – Βασιλεύς, ἔπρεπε νά ἔχη ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας του – κατ’ ἀντιστοιχίαν πρός τό Βυζάντιον – Πατριάρχην» (Βασ. Μουστάκη αὐτ. σελ. 998). Ἔτσι τό 911, ὁ μέν Συμεών αὐτοανακηρύχθηκε Τσάρος, τόν δέ Πρεσβύτερο Ἰωάννη ἀνέδειξε Πατριάρχη Βουλγαρίας (ὁ Καθηγητής Δημ. Γόνης δέχεται, ὅτι ἡ Βουλγαρία ἀπέκτησε Πατριάρχη ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ διαδόχου τοῦ Συμεών Πέτρου Α’. Αὐτ. σελ. 34 – 36). Ἀκόμη, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Συμεών (ὁ ὁποῖος πολέμησε κατά τοῦ Βυζαντίου), συντελέσθηκε ὁ ἐκσλαβισμός καί ἐκβουλγαρισμός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας.
Ἐπί βασιλείας Πέτρου Α’ (927 – 968) - ὁ ὁποῖος ἐπισφράγισε τόν φιλελληνισμό του μέ τόν γάμο του μέ τήν Βυζαντινή Πριγκίπισσα Μαρία, ἐγγονή τοῦ Αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ - Πατριάρχης ἀναδείχθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Δοροστόλου Δαμιανός.
Τό 971, μέ τήν κατάλυση τοῦ Ἀνατολικοῦ Βουλγαρικοῦ Κράτους ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Α’ Τζιμισκή, ὁ Δαμιανός ἐκθρονίσθηκε καί ἡ Βουλγαρική Ἐκκλησία ἔγινε ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
Ἐπί Τσάρου Σαμουήλ (976 – 1014), τό Βουλγαρικό Πατριαρχεῖο ἀνασυστήθηκε καί Πατριάρχης ἀναδείχθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, μέ τήν κατάλυση ὅμως τοῦ Δυτικοῦ Βουλγαρικοῦ Κράτους ἀπό τόν Βασίλειο Β’ τόν Βουλγαροκτόνο, ἡ Ἀχρίδα ὑποβιβάσθηκε σέ Ἀρχιεπισκοπή καί τελικά ἐξελληνίσθηκε.
Ἡ ἵδρυση τοῦ Β’ Βουλγαρικοῦ Κράτους ἀπό τούς ἀδελφούς Πέτρο καί Ἀσέν (1186), εἶχε σάν συνέπεια τήν ἀνύψωση σέ Πατριαρχεῖο τῆς Ἐπισκοπικῆς Ἕδρας τοῦ Τυρνόβου. Λίγο ἀργότερα ὁ Τσάρος Ἰωαννίκιος (Ἰωαννίτσης, 1197 - 1207) ζήτησε ἀπό τόν Πάπα Ἰννοκέντιο Δ’ τήν ἀναγνώρισή του σέ Αὐτοκράτορα Βουλγάρων καί Ἑλλήνων, μέ ἀντάλλαγμα τήν ὑπαγωγή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας στόν Παπικό Θρόνο. Ἡ κατάσταση αὐτή - ἀποκορύφωμα τῶν προηγουμένως ἀναφερομένων ἀντικανονικῶν καί μονομερῶν ἐνεργειῶν – διατηρήθηκε μέχρι τήν βασιλεία τοῦ Ἰωάννη Ἀσέν Β’ (1218 – 1242), γαμπροῦ τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδώρου Λάσκαρη, μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας ἀπό Σύνοδο πού συγκλήθηκε στή Λάμψακο, ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Γερμανό Β’, τό 1235.
Τό 1393 τό Βουλγαρικό κράτος καταλύθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ἀλλά τό Πατριαρχεῖο Τυρνόβου διατηρήθηκε. Καταργήθηκε ἀπό τόν πρῶτο μετά τήν Ἅλωση (1453) Πατριάρχη ΚΠόλεως, τόν Γεννάδιο Σχολάριο (1454 – 1456), ἡ δέ ἐξελληνισμένη Ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδας καταργήθηκε τό 1767 ἀπό τόν Πατριάρχη Σαμουήλ Χατζερῆ (1763 – 1768, 1773 – 1774). Ἡ κατάργησή της, γράφει ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἔγινε διότι «οἱ Ἀρχιερεῖς αὐτῆς ἐζήτησαν τήν προσάρτησιν αὐτῆς, ἔνεκα τῶν ὑπό τῶν Τούρκων καταπιέσεων τῶν Χριστιανικῶν πληθυσμῶν καί καί τῆς καθόλου οἰκτρᾶς αὐτῶν καταστάσεως… Τό γεγονός τοῦτο - προσθέτει – προέλαβε τόν ἐξισλαμισμόν τῶν Χριστιανῶν τῶν δύο περιοχῶν» (ἐνν. τῶν Ἀρχιεπισκοπῶν Ἀχρίδος καί Πεκκίου. Βλ. ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία…», σελ. 168).
Παρά τό γεγονός, ὅτι «οἱ Ρουμάνοι, οἱ Βούλγαροι καί οἱ Σέρβοι ἔζησαν μετά τῶν Ἑλλήνων ὡς ἀδελφοί κατά τούς χρόνους τῆς Τουρκικῆς δουλείας καί διά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διέσωσαν τήν θρησκείαν, τήν γλῶσσαν, τά ἤθη καί τά ἔθιμά των… (διότι) τότε δέν ὑπῆρχον αἱ ἐθνικιστικαί ἰδίαι αἱ διαιρέσασαι δυστυχῶς τούς λαούς κατά τούς νέους χρόνους» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», σελ. 182), ἡ δημοσίευση τό 1856 τοῦ Χάτι Χουμαγιούν (Σουλτανικοῦ Διατάγματος τοῦ Ἀβδούλ Μετζίτ, μέ τό ὁποῖο δίνονταν ἡ δυνατότητα τῆς διοργανώσεως τῶν ἐθνικῶν ὁμάδων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας), προκάλεσε νέα ἔκρηξη τοῦ Βουλγαρικοῦ ἐθνικισμοῦ. «Τό Πατριαρχεῖον – σημειώνει ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος - ἐφαίνετο πρόθυμον νά ἀναγνωρίση αὐτοκέφαλον Βουλγαρικήν Ἐκκλησίαν ἐντός Βουλγαρίας, καίτοι δέν ὑπῆρχεν εἰσέτι ἀνεξάρτητον Βουλγαρικόν κράτος» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», σελ. 191), ὅμως, ὅπως γράφει ἀλλοῦ, «διά τούς Βουλγάρους τό ζήτημα ἦτο πολιτικόν. Δέν ἐζήτουν τήν ἵδρυσιν Ἐκκλησίας ἰδίας ἐντός Βουλγαρίας. Ἐζήτουν τήν ἵδρυσιν ἐθνικῆς - ἐν τῆ κυρίᾳ σημασίᾳ τῆς λέξεως - Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας, ἐκτεινομένης πανταχοῦ ὅπου ὑπῆρχον ἤ ἠδύνατο νά ὑπάρξουν Βούλγαροι, νά ἔχουν ἰδίους Ἐπισκόπους καί Ἱερεῖς καί ἐκεῖ ἔτι ὅπου ὑπῆρχον ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καί Ἱερεῖς» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Βουλγαρική Ἐκκλησία», σελ. 68).
Τήν 3η Ἀπριλίου 1860 ἐκδηλώθηκε Βουλγαρική ἀνταρσία κατά τοῦ Πατριαρχείου, ὅταν ὁ πρ. Μακαριουπόλεως Ἰλαρίων Στογιάνοβιτς λειτούργησε στό Βουλγαρικό Ναό ἁγ. Στεφάνου ΚΠόλεως, χωρίς νά μνημονεύσει τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Στή συνέχεια ὁ ἴδιος, βοηθούμενος καί ὑποστηριζόμενος ἀπό τούς πρ. Βελισσοῦ Αὐξέντιο καί Φιλιπουπόλεως Παϊσιο, ἀνακηρύχθηκε ἀρχηγός τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας.
Τό Πατριαρχεῖο ἀντέδρασε ἄμεσα μέ τήν σύγκληση Συνόδου, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1861, στήν ὁποία συμετεῖχαν οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί Βούλγαροι Ἐπίσκοποι νομιμόφρονες πρός τό Πατριαρχεῖο. Ἡ Σύνοδος καθήρεσε τούς πραξικοπηματίες, ἀλλά αὐτό δέν διέκοψε τήν ἐξέλιξη τοῦ σχίσματος. Τό 1871, Βουλγαρικοί κύκλοι πέτυχαν τήν ἔκδοση Σουλτανικοῦ Διατάγματος, μέ τό ὁποῖο ἱδρύθηκε Βουλγαρική Ἐξαρχία μέ ἕδρα τήν ΚΠολη. Τό ἑπόμενο ἕτος συγκλήθηκε στήν ΚΠολη μεγάλη Σύνοδος ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἄνθιμο ΣΤ’ (1845 – 1848, 1853 – 1855 καί 1871 – 1878), στήν ὁποῖα συμμετεῖχαν οἱ Πατριάρχες πρ. ΚΠόλεως Γρηγόριος ΣΤ’ καί Ἰωακείμ Β’, Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιος, Ἀντιοχείας Ἱερόθεος καί Ἱεροσολύμων Κύριλλος, καθώς καί 25 ἄλλοι Ἀρχιερεῖς. Ἡ Σύνοδος αὐτή κήρυξε τήν Βουλγαρική Ἐξαρχία σχισματική, καταδικάζοντας ταυτόχρονα τούς «παραδεχομένους τόν τοιοῦτον φυλετισμόν καί ἐπ’ αὐτῶ τολμῶντας παραπηγύναι καινοφανεῖς φυλετικάς παρασυναγωγάς», τούς ὁποίους κήρυξε «συνωδᾶ τοῖς Ἱεροῖς Κανόσιν ἀλλοτρίους τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί αὐτό δή τοῦτο σχισματικούς» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, «Προσθῆκαι εἰς τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», σελ. 5).
Τό Βουλγαρικό Σχίσμα – μετά ἀπό διάφορες φάσεις, ἀνάλογες τῶν Βουλγαρικῶν πολιτικῶν πραγμάτων – τακτοποιήθηκε μόλις τό 1945, μέ τήν ἔκδοση ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τοῦ «Τόμου τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Βουλγαρίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». (Βλ. γενικά Γ. Κονιδάρη, «Ἡ ἄρσις τοῦ Βουλγαρικοῦ Σχίσματος»).
Τό 1953, ἡ Βουλγαρική Ἐκκλησία αὐτοανακηρύχθηκε μονομερῶς σέ Πατριαρχεῖο. Τήν νέα κατάσταση ἀναγνώρισε ἔμμεσα τοῦ Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, σέ μία προσπάθεια ἀποφυγῆς νέας ἐμπλοκῆς τοῦ ζητήματος, μέ τό ἀπό 1. 8. 1961 Γράμμα τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα Α’ πρός τά λοιπά Πατριαρχεία καί τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες (Περιοδικό «Ἐκκλησία», φ. 19/1961, σελ. 365).

Δ. Ἡ πνευματική κίνησις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας
Ἡ πνευματική κίνησις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας, κατά τήν διάρκεια τῶν 11 αἰώνων τῆς ἱστορίας Της, ὑπῆρξε σημαντική. Οἱ Βούλγαροι Ἡγεμόνες - ἀνεξαρτήτως τῶν πολιτικῶν κ. ἄ. βλέψεών τους σέ βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῶν τραγικῶν Βυζαντινο-Βουλγαρικῶν πολέμων - ἐπιδόθηκαν σέ οἰκοδομικό, φιλανθρωπικό καί πνευματικό ἔργο, δέν εἶναι τυχαῖο δέ ὅτι ὁ Ἐθνικός Ἅγιος τῶν Βουλγάρων εἶναι ὁ Ἡγεμόνας Βόρις – Μιχαήλ. (Ὁ Βόρις παραιτήθηκε ἀπό τόν Θρόνο τό 888 καί κοιμήθηκε τό 907 ὡς μοναχός, μετά ἀπό 19 χρόνια μοναχικῆς ζωῆς. Τό 1907 οἱ Βούλγαροι ἑώρτασαν μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τήν χιλιετηρίδα ἀπό τῆς κοιμήσεώς του καί τόν τίμησαν σάν «θεμελιωτή τῆς αὐτοτελοῦς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ αὐτοτελοῦς Βουλγαρικοῦ πολιτισμοῦ»).
Ὁ γιός καί διάδοχος τοῦ ἁγ. Βόριδος Τσάρος Συμεών, ἦταν ἑλληνομαθής καί ἀπόφοιτος τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μαγναύρας ΚΠόλεως. Στά Ἀνάκτορά του δημιούργησε τήν πρώτη ἐθνική βιβλιοθήκη τῆς χώρας του, ὁ ἴδιος δέ μετέφρασε στά Βουλγαρικά ἔργα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Περί τό 866 ἔφθασαν στή Βουλγαρία οἱ μαθητές τοῦ ἁγ. Μεθοδίου στή Μοραβία (οἱ ὁποῖοι διώχθηκαν ἀπό τούς Φράγκους) Κλήμης, Ἀγγελάριος, Γοράσδος, Σάββας καί Ναούμ (οἱ Βούλγαροι τιμοῦν αὐτούς καί τούς ἁγ. Κύρλλο καί μεθόδιο ὡς Ἰσαποστόλους καί Φωτιστές τῆς χώρας τους). Ἀπό αὐτούς πλέον σημαντικός εἶναι ὁ ἅγ. Κλήμης, ὁ ἐπονομαζόμενος Βουλγαροκήρυκας.
Ὁ ἅγ. Κλήμης ἔδρασε κυρίως στήν τότε δυτική Βουλγαρία (σημερινή περιοχή τῶν Σκοπίων), μέ ἕδρα τήν Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Σκοπίων, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος. Ἀπέκτησε περί τούς 3.500 μαθητές! Μέ τήν ἄνοδο στό Θρόνο τῆς Βουλγαρίας τοῦ Συμεών (893), χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Βελίτζας (Ἀχρίδος). Κατέλειπε σημαντικό συγγραφικό ἔργο στήν παλαιοσλαβική γλῶσσα. Κοιμήθηκε τήν 27η Ἰουλίου 916 καί τιμᾶται ὡς Ἅγιος καί θαυματουργός. (Ἡ τιμία του Κάρα φυλάσσεται στήν Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βερροίας).
Ἡ ἱεραποστολική ἐργασία τοῦ ἁγ. Κλήμεντος καί τῶν συνεργατῶν του «συνετέλεσεν – κατά τόν ἀρχιεπ. Χρυσόστομο – εἰς τόν πλήρη ἐκσλαβισμόν τῶν Βουλγάρων καί εἰς τήν μετάδοσιν εἰς αὐτούς τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Βυζαντίου… (Οἱ Ἅγιοι αὐτοί) μετέφρασαν ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς εἰς τήν Σλαβωνικήν γλῶσσαν τά ἐκκλησιαστικά βιβλία καί διάφορα θρησκευτικά συγγράμματα, ἡ δέ δρᾶσις αὐτῶν ὑπῆρξεν ἐπωφελεστάτη ἀπό πάσης ἀπόψεως διά τούς Βουλγάρους» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», σελ. 83).
Ὅπως καί στίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, κέντρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς στή Βουλγαρία ἦσαν τά μοναστήρια. «Οἱ μονές - γράφει ὁ Καθηγητής Μιχαήλ Ἔνεφ, Κοσμήτορας τῆς Ἀκαδημίας Καλῶν Τεχνῶν τῆς Σόφιας - εἶναι οἱ πρώτες ἑστίες μελέτης καί διαφώτισης καί στά μοναστήρια θά σπουδάσουν, θά ζήσουν καί θά ἐργαστοῦν οἱ μελ-λοντικοί δάσκαλοι τοῦ (Βουλγαρικοῦ) Γένους» («Ὀρθόδοξα Μοναστήρια τῆς Βουλγαρίας», ἀφιέρωμα «Καθημερινῆς», Κυριακή 12. 6. 1994).
Οἱ Μονές τῆς Ρίλας (10ος αἰ., «μονή Σταυροπηγιακή καί μέγιστο πνευματικό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ χιλιόχρονη ἱστορία»), τοῦ Μπάτσκοβο (11ος αἰ.), τοῦ Ρόζεν (12ος αἰ.), τοῦ Ζέμεν (12ος αἰ.), τῆς Βίτοσας (14ος αἰ.), τοῦ Τρογιάν (17ος αἰ.), κ.ἄ. ὑπῆρξαν καί συνεχίζουν νά εἶναι κέντρα πνευματικῆς ζωῆς, ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί πολιτισμοῦ. Ἀκόμη, σημαντικό ρόλο ἔπαιξε καί ἡ Βουλγαρική Μονή Ζωγράφου στό Ἅγιο Ὄρος. Μέ τίς περισσότερες ἀπό αὐτές τίς μονές συνδέονται Ἅγιοι τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας.

Μέρος Πρῶτο:

Τό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο

«Στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο – γράφει ὁ Σεβ. Μητροπ. Ἐδέσσης κ. Ἰωήλ – οἱ Ἅγιοι δέν ἔχουν πατρίδα. Ἀνήκουν σ’ ὅλους τούς πιστούς καί ἁγιάζουν τό ἴδιο ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ Φυλετισμός εἶναι αἵρεση καί ἡ Ἐκκλησία τόν ἔχει καταδικάσει. «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3, 11). Οἱ Ἅγιοι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τῶν «πρωτοτόκων» (Ἑβρ. 12, 23) στόν οὐρανό καί ἔχουν τήν μέριμνα καί τήν φροντίδα ὅλου τοῦ κόσμου ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί γλώσσας. Εἶναι κοινό κτῆμα ὅλης τῆς οἰκουμένης…Δέν πρέπει νά τούς περιορίζουμε σ’ ἕνα Ἔθνος» («Ἡ ἁγ. Νεομάρτυς Χρυσῆ», σελ. 14).
Ἀκόμη, εἶναι γενικά ἀποδεκτό, ὅτι τό Ἁγιολόγιο μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας συγκροτεῖται ἀπό τούς Ἁγίους πού συνδέονται γεωγραφικά καί φυλετικά μέ τήν Ἐκκλησία αὐτή. Ἀπό τούς Ἁγίους, δηλαδή, πού προέρχονται ἀπό τό συγκεκριμένο ἔθνος (ἐφ’ ὅσον πλέον οἱ τοπικές Ἐκκλησίες εἶναι ἐθνικές Ἐκκλησίες) ἤ γεννήθηκαν ἤ ἔδρασαν ἤ τελειώθηκαν στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς καταγωγῆς. Π.χ. ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Ρῶσος τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας (λόγῳ φυλετικῆς καταγωγῆς), ἀλλά καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (στήν ὁποία φυλάσσεται τό ἀδιάφθορο Λείψανό του). Ὁμοίως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας τιμᾶ τούς Βυζαντινῆς καταγωγῆς Ἁγίους Γρηγόριο τόν Δεκαπολίτη καί Παρασκευή τήν Ἐπιβατινή καί τούς Βουλγαρικῆς καταγωγῆς Δημήτριο Μπασαράμπη καί Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες, διότι διαφυλάσσει τά ἀδιάφθορα Λείψανά τους.
Παρά τά προηγούμενα, τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ Βουλγαρικοῦ Ἁγιολογίου - ὅπως αὐτό δημοσιεύεται στήν ἐπίσημη ἰστοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας - εἶναι ὁ ἐθνοφυλετισμός. Ἡ ἐγγραφή – δηλαδή - ἑνός Ἁγίου σ’ αὐτό φαίνεται νά γίνεται περισσότερο μέ φυλετικά κριτήρια. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό χαρακτηριστικές λεπτομέρειες ὅπως:

Α. Ἐνῶ στό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο καλῶς ἔχουν ἐγγραφεῖ καί τιμῶνται Ἅγιοι Βουλγαρικῆς καταγωγῆς πού ἔδρασαν σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες (ὅπως ὁ ἅγ. Κυπριανός Μητροπ. Κιέβου καί πάσης Ρωσίας καί ὁ ἅγ. Ἐφραίμ Πατριάρχης Σερβίας), δέν ἔχουν ἐγγραφεῖ Ἅγιοι πού συνδέονται μέ τόν γεωγραφικό χῶρο τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας, ὅπως:
Οἱ Ἅγιοι τῆς Ρωμαϊκῆς καί Βυζαντινῆς Μοισίας (π.χ. ὁ Ἱερομάρτυρας Θεράπων τῆς Σαρδικῆς, + 259).
Ὁ Κράλης τῶν Σέρβων ἅγ. Στέφανος Μιλοῦτιν, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο σώζεται ἀδιάφθορο στή Σόφια.
Ὁ ὅσ. Γρηγόριος ὁ Σιναϊτης πού μετέφερε στή Βουλγαρία τόν Ἁγιορείτικο Ἡσυχασμό, ἱδρύοντας στά Παρόρια περιώνυμο ἡσυχαστικό κέντρο.
Ὁ ὅσ. Νικόδημος τῆς Τισμάνας, μεγάλος ἡσυχαστής, μαθητής τῶν ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Φιλοθέου Κοκκίνου, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε δύο μονές στήν Κραϊνα τῆς Βουλγαρίας.

Β. Ὁ Βούλγαρος Πρίγκιπας Ἐνραβωτᾶς - Μπογιάν, ὁ ὁποῖος ἀποκεφαλίσθηκε τό 833 γιά τήν πίστι του στό Χριστό, ἀπό τόν ἀδελφό του Χάνο Μαλαμίρ, «δέν ἀναγνωρίστηκε ποτέ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ὡς Ἅγιος, ἀνεξάρτητα ἄν σέ σημερινά ἡμερολόγια ὁ ἀναγνώστης βρίσκει τό ὄνομά του νά μνημονεύεται τήν 28η Μαρτίου… (Ἀκόμη) ἡ ἄποψη κάποιων ἀρχαιολόγων, ὅτι στήν Πλίσκα ἀνακάλυψαν παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στό Μάρτυρα, ὁπωσδήποτε ἐκφράζει εὐσεβεῖς πόθους καί ἔχει ἀνάγκη τεκμηρίων» (Δημ. Γόνη αὐτ. σελ. 11). Στήν ἔστω καθυστερημένη καταχώρηση τοῦ μ. Ἐνραβωτᾶ στό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο, ΔΕΝ συμπεριλήφθηκε καί ὁ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς δάσκαλός του καί κατηχητής του στή Χριστιανική Πίστι Μάρτυρας Κινάμων, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε μαζί του!

Γ. Ὑπάρχει τάση Βουλγαροποιήσεως διαφόρων Ἁγίων, ἄλλων ἐπειδή γεννήθηκαν σέ περιοχές πού κάποτε εἶχαν κατακτηθεῖ ἀπό τούς Βουλγάρους (ἀπό τήν Βυζαντινή Ἀδριανούπολη, μέχρι τά Σερβικά Σκόπια, τήν Βυζαντινή Καστοριά καί περιοχές τῆς Ἀλβανίας) καί ἄλλων ἐπειδή ἐντελῶς ὑποθετικά εἶχαν Βουλγαρική καταγωγή. Στούς Ἁγίους αὐτούς περιλαμβάνονται:
Οἱ Φωτιστές τῶν Σλάβων ἅγ. Κύριλλος καί Μεθόδιος, στούς ὁποίους ἀποδίδεται Σλαβική καταγωγή. (Βλ. σχετικά Ἀντ. Αἰμ. Ταχιάου, «Κύριλλος καί Μεθόδιος», 1992).
Ὁ Μελωδός ἅγ. Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, ἐπειδή ἔγραψε ἕνα μουσικό ἔργο καί τό ὀνόμασε «Βουλγάρα»!
Ὁ ἅγ. Μιχαήλ πρῶτος Μητροπ. Κιέβου καί πάσης Ρωσίας, διότι κατά τήν λεγομένη Βουλγαρική Θεωρία, «ἡ Ρωσική Ἐκκλησία εὐθύς ἀμέσως μετά τήν κατάληψιν τῆς Χερσῶνος ὐπό τοῦ Βλαδιμήρου ὑπήχθη εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἀχρίδος». Κατά τόν εἰσηγητή τῆς θεωρίας αὐτῆς A. E. Priselkov, «τό Πατριαρχεῖον Ἀχρίδος, ἀποτελοῦν τόν μόνον μέγαν ἐκκλησιαστικόν ὀργανισμόν παρά τοῖς Σλάβοις, ἀνέλαβε τήν διοργάνωσιν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό 988 μέχρι τοῦ 1037» (Βλασίου Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας, 988 – 1988», σελ. 47). Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ ἅγ. Μιχαήλ ἦταν Συριακῆς καταγωγῆς καί Βυζαντινῆς προελεύσεως.
Ὁ ἅγ. Ἱλαρίων Ἐπίσκοπος Μογλενῶν. Σχετικά μέ τήν ἐθνικότητα τοῦ ἁγ. Ἰλαρίωνος, ὁ Ἱερομ. Ἰωάννης Ἁγιαννανίτης γράφει: «Τά ἁγιολογικά κείμενα τῆς Βυζαντινῆς περιόδου δεν σχολιάζουν τήν φυλετική ὑπόσταση τῶν Ἁγίων, καθ’ ὅσον ἀρκεῖ ἡ Ὀρθοδοξία τους καί ἡ συμπερίληψή τους στό ἑνιαῖο σῶμα τῆς Ρωμηοσύνης. Ἐπειδή ὅμως πολλοί ξένοι (καί ὁ μακαριστός π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς), ἀποκαλοῦν τόν ὅσ. Ἱλαρίωνα Σλάβο, ξεχωρίζοντάς τον ἄσκοπα ἀπό τόν ἑνιαῖο κορμό τῆς Ρωμηοσύνης, ἀναγκαζόμαστε νά μποῦμε σέ μία συζήτηση πού δέν θέλουμε καί νά τονίσουμε ἐδῶ τήν εὐγενῆ καταγωγή καί τήν ἀνώτερη τάξη τῶν γονέων τοῦ Ἁγίου, στοιχεῖο πού βεβαιώνει ὅτι ἀνῆκαν στό τρῶμα τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων καί ὄχι τῶν ἐπόικων Σλάβων… Ἀκόμη, τό ὅτι ἡ μητέρα του συσχέτησε τήν γέννησή του μέ τό ὄνομα Ἱλαρίων, σημαίνει ὅτι ἡ μητρική της γλῶσσα εἶναι τά Ἑλληνικά καί ὡς ἐκ τούτου καί ἡ καταγωγή της Ἑλληνική» (Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας, φ. 32/1990, σελ. 34).
Ἡ Νεομάρτυς Χρυσῆ τῶν Μογλενῶν. Σχετικά μέ τήν Νεομάρτυρα αὐτῆ καί τήν καταγωγή της, γράφει ὁ Σεβ. Μητροπ. Ἐδέσσης κ. Ἰωήλ: «Ἀβασάνιστα ἀναγράφεται ἡ πεπλανημένη ἀντίληψη πώς ἡ Ἁγία, «μαρτυρήσασα ἐν Βουλγαρίᾳ, μεγαλύνεται σήμερον ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων» (Ἰ. Περαντώνη, «Λεξικόν Νεομαρτύρων», σελ. 477). Ἡ ἀναφορά τοῦ ὁσ. Νικοδήμου γιά τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῆς ἐποχῆς τῆς Ἁγίας, ὅτι δηλαδή ὅλη ἡ περιοχή ἀνῆκε (μόλις πρίν ἀπό λίγες δεκαετίες εἶχε καταργηθεῖ) στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδος καί πάσης Βουλγαρίας καί γι’ αὐτό ἀναφέρει τήν ἐπαρχία Μογλενῶν σάν ἐπαρχία τῆς Βουλγαρίας, δυστυχῶς παρανοήθηκε μέχρι σήμερα ἀπό πολλούς συγγραφεῖς ἀσχολουμένους μέ τόν βίο τῆς Νεομάρτυρος Χρυσῆς. Ἡ παρανόηση συνίσταται στήν ταύτιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας μέ τό γένος τῆς Ἁγίας…
Ὁ βιογράφος της ἅγ. Νικόδημος λέγει πώς καταγόταν «ἀπό μίαν ἐπαρχίαν τῆς Βουλγαρίας ἐπονομαζομένη Μογλενά» («Νέον Μαρτυρολόγιον», σελ. 260). Εἰς τόν ἐκδοθέντα τόμο γιά τήν ἁγία Χρυσῆ, εἴχαμε γράψει πώς ὁ Ἅγιος γράφοντας τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας, δέν εἶχε ὑπ’ ὄψη του τήν πολιτική καί ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς περιοχῆς. Τό ὀρθό εἶναι ὅτι ὁ ὅσ. Νικόδημος εἶχε ὑπ’ ὄψη του μόνο τήν ἐκκλησια-στική κατάσταση τῆς περιοχῆς. Δέν ὑπῆρχε τότε χάρτης μέ τά ὅρια τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων. Ὅλοι τότε ἀνῆκαν στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, δέν ὑφίστατο – λοιπόν – θέμα πολιτικῆς γεωγραφίας
» (ἀρχιμ. Ἰωήλ Φραγκάκου (νῦν Μητροπ. Ἐδέσσης), «Ἡ ἁγ. Νεομάρτυς Χρυσῆ», 2000, σελ. 12).
Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Μυροβλύτης τῆς Μονῆς Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, καταγόμενος ἀπό τήν Ζίχνη τῆς Μακεδονίας,
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ὁ Καρεώτης, καταγόμενος ἀπό τό Μοναστήρι (Βίτολα) τῶν Σκοπίων.
Ὁ Ἱερομάρτυρας Νικήτας τῶν Σερρῶν.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Νικόδημος ἀπό τό Ἐλβασάν, ὁ Βατοπεδινός, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἀλβανικῆς καταγωγῆς.
Ἡ Νεομάρτυς Κυρράνα τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Λουκᾶς ἀπό τήν Ἀδριανούπολη.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Ἀκάκιος ὁ Ἀθωνίτης.
Ὅσιος Διονύσιος κτήτωρ τῆς ὁμωνύμου Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καταγόμενος ἀπό τήν Καστοριά.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Ἀθωνίτης, Γέροντας τοῦ ὁσ. Νεκταρίου τοῦ Καρεώτου, ὁ ὁποῖος κατάγονταν ἀπό τό Μοναστήρι (Βίτολα) τῶν Σκοπίων.
Ὁ Νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος τῆς Ζαγορᾶς (πιθανῶς συγχέεται ἡ Ζαγορά τοῦ Πηλίου μέ τήν Βουλγαρική Στάρα Ζαγόρα).
Ὁ Νεομάρτυρας Χρήστος ὁ Κηπουρός, Ἀλβανικῆς καταγωγῆς.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Ἰάκωβος (ἐπίσης καταγόμενος ἀπό τήν Καστοριά) καί οἱ μαθητές του Ἰάκωβος καί Διονύσιος, πού τελειώθηκαν στήν Ἀδριανούπολη.

Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ προηγούμενοι Ἅγιοι δέν περιλαμβάνονται στόν κατάλογο τῶν Βουλγάρων Ἁγίων πού δημοσιεύεται στή συνέχεια.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ ἁγ. Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος, ὁ ὁποῖος δέν περιλαμβάνεται στό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο, ἴσως λόγῳ τῆς Ἑλληνικῆς του καταγωγῆς!

Γιά τήν σύνταξη τοῦ καταλόγου πού ἀκολουθεῖ χρησιμοποιήθηκαν:
Ὁ Βουλγαρικός Συναξαριστής.
Ὁ κατάλογος τῶν Ἁγίων τοῦ Βουλγαρικοῦ Ἁγιολογίου πού δημοσιεύεται στήν ἰστοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας.
Ὁ κατάλογος τοῦ Ἱερομονάχου Χρυσοστόμου Χιλανδαρινοῦ.
Τό ἐτήσιο ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητος τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας (ὅπου ἀφιέρωμα στή Βουλγαρική Ἐκκλησία, τό ἔτος 2002 ).
Ἡ Ἰστοσελίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς (Metropolia).
Τά στοιχεῖα τῶν προηγουμένων πηγῶν διορθώθηκαν καί συμπληρώθηκαν βάσει νεωτέρων, ὅπως τοῦ «Νέου Συναξαριστοῦ» τοῦ Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου καί τοῦ ἐξαιρετικοῦ τόμου «Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους» τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου.

Ἀπό τούς Ἁγίους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἁγιολογίου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας τιμῶνται ἰδιαίτερα ἡ ἁγ. Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα καί ὁ ἅγ. Ἀνδρέας, ὁ διά Χριστόν Σαλός (στόν ὁποῖο ἐπίσης ἀποδίδεται Βουλγαρική καταγωγή, ἐνῶ ἦταν Σκύθης).

Ὁ κατάλογος πού ἀκολουθεῖ παρουσιάζει τό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο ὅπως θά ἔπρεπε νά εἶναι, κατά τήν γνώμη τοῦ συντάκτη του καί τῶν λοιπῶν συνεργατῶν τοῦ Κέντρου, δηλαδή μέ τούς Βουλγάρους κατά τήν ἐθνικότητα Ἁγίους, ἀλλά καί ὅσους Ἁγίους συνδέονται γεωγραφικά μέ τήν σημερινή Βουλγαρία (ἀλλοεθνεῖς Ἅγιοι πού μαρτύρησαν ἤ ἐργάσθηκαν καθ’ οἱονδήποτε τρόπο στό χῶρο τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας), κατ’ ἀντιστοιχία μέ τά Ἁγιολόγια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Μέρος Δεύτερο:

Οἱ Ἅγιοι τοῦ Βουλγαρικοῦ Ἁγιολογίου
(κατά ἑορτολογική σειρά)

Ἰανουάριος
4η Ἱερομάρτυρας Ὀνούφριος ὁ Χιλανδαρινός (Χίος, + 1818).
8η Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος (+ 1012).
15η Ὅσιος Γαβριήλ τοῦ Λεσνόβου (+ 980;).
Ὅσιος Πρόχορος τοῦ Μπράνσκ (10ος - 11ος αἰ.).
16η Ὁσιομάρτυρας Δαμασκηνός ὁ Χιλανδαρινός (+ 1771).
Ὅσιος Ρωμύλος ὁ Ἀθωνίτης, τοῦ Βιδινίου – Ραβάνιτσας (+ 1381).
18η Ἅγιος Ἰωακείμ Α’ Πατριάρχης Τυρνόβου (+ 1246).
20η Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Τυρνόβου (+ 1401/1412).
22α Ἱερομάρτυρας Μανουήλ Μητροπ. Ἀδριανουπόλεως (+ 813) καί οἱ
σύν αὐτῶ 377 Μάρτυρες, οἱ ὑπό Ὀμουρτάγ (+ 814).
30η Ἅγιος Πέτρος, Βασιλεύς τῆς Βουλγαρίας (+ 970).
Νεομάρτυρας Δημήτριος τοῦ Σλίβεν (ΚΠολις, + 1841).

Φεβρουάριος
11η Νεομάρτυρας Γεώργιος ὁ Σέρβος (Σόφια, + 1515).
17η Ὅσιος Ρωμανός τοῦ Τυρνόβου (+ 1370;).

Μάρτιος
5η Ὁσιομάρτυρας Ἰωάννης ὁ Ἀθωνίτης (ΚΠολις, + 1784).
26η Νεομάρτυρας Γεώργιος τῆς Σόφιας (Ἀδριανούπολη, + 1437).
28η Μάρτυρας Ἐνραβωτάς - Μπογιάν (+ 833).

Σημείωσις: Σχετικά μέ τόν Μάρτυρα Ἐνραβωτᾶ - γιό τοῦ Χάνου Ὀμουρτάγ, πού ἀποκεφαλίσθηκε γιά τήν πίστι του στόν Χριστό ἀπό τόν ἀδελφό του Χάνο Μαλαμίρ - ὁ Καθηγητής Δημ. Γόνης σημειώνει, ὅτι «δέν ἀναγνωρίστηκε ποτέ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ὡς Ἅγιος, ἀνεξάρτητα ἄν σέ σημερινά ἡμερολόγια ὁ ἀναγνώστης βρίσκει τό ὄνομά του νά μνημονεύεται τήν 28η Μαρτίου… (Ἀκόμη) ἡ ἄποψη κάποιων ἀρχαιολόγων, ὅτι στήν Πλίσκα ἀνακάλυψαν παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στό Μάρτυρα, ὁπωσδήποτε ἐκφράζει εὐσεβεῖς πόθους καί ἔχει ἀνάγκη τεκμηρίων» (Δημ. Γόνη αὐτ. σελ. 11). Στήν ἔστω καθυστερημένη καταχώρηση τοῦ μ. Ἐνραβωτᾶ στό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο, δέν συμπεριλήφθηκε καί ὁ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς δάσκαλός του καί κατηχητής του στή Χριστιανική Πίστι Μάρτυρας Κινάμωνας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε μαζί του!

Ἀπρίλιος
1η Μάρτυρας Ἀβραάμ (+ 1229).
23η Νεομάρτυρας Λάζαρος τοῦ Γαμπρόβου (+ 1802).
24η Μάρτυρες Πασικράτης καί Βαλεντίων τοῦ Δορυστόλου (4ος αἰ.).

Μάϊος
2α Ἅγιος Βόρις – Μιχαήλ, Βασιλεύς τῆς Βουλγαρίας (+ 907).
14η Νεομάρτυρας Ἰωάννης (Ράϊκος) τῆς Σούμλας (+ 1802).
17η Νεομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος (Σόφια, + 1555).
22α Ἅγιος Ἰωάννης Βλαδίμηρος, Ἡγεμόνας τῆς Σερβίας (+1015).
28η Ὁσιομάρτυρας Σωφρόνιος τοῦ Ρουσούκ (+ 1510;).

Σημείωσις: Κατά τόν «Νέο Συναξαριστή» τήν 26η τοῦ μηνός «μνημονεύεται ἀπό ὁρισμένες Σλαβικές συλλογές, χωρίς ἄλλες διευκρινίσεις, ἐνίοτε μέ τήν χρονολογική ἔνδειξη 1514», ἕνας Νεομάρτυρας Γεώργιος, «ἀλλά πιθανῶς πρόκειται γιά τόν ἅγ. Γεώργιο τόν Σέρβο (+ 1515, 11η Φεβρ.) ἤ ἴσως τόν ἅγ. Γεώργιο, στρατιώτη ἀπό τήν Σόφια, 30 ἐτῶν, πού κάηκε ζωντανός στήν Ἀδριανούπολη, στίς 26 Μαρτίου 1437, καί ἡ μνήμη του ἁγνοεῖται ἀπό τούς Ἑλληνικούς Συναξαριστές» (τ. Μαϊου, σελ. 289).

Ἰούνιος
15η Ἅγιος Ἐφραίμ Πατριάρχης Σερβίας (+ 1399).
19η Ὅσιος Παϊσιος ὁ Χιλανδαρινός (+ 1798).
20η Ὅσιος Ναούμ τῆς Ἀχρίδας, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 910).
25η Ὁσιομάρτυρας Προκόπιος τῆς Βάρνας ( + 1810).

Ἰούλιος
1η Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσ. Ἰωάννη τῆς Ρίλλας (1469).
13η. Ὅσιος Νικόδημος τῆς Τισμάνας (+ 1406).
16η Νεομάρτυρας Ἰωάννης τοῦ Τυρνόβου (+ 1822).
29η Ἱερομάρτυρας Βησσαρίων Ἐπίσκοπος Σμολιάν (+ 1670).

Αὔγουστος
16η Ὅσιος Ἰωακείμ τοῦ Ὀσόγκοβο (+ 1105).
18η Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Ρίλλας (+ 946).
21η Ἱερομάρτυρας Συμεών Ἐπίσκοπος Σαμοκόβου (+ 1737).
29η Ὁσιομάρτυρας Ἀναστάσιος τῆς Στρώμνιτσας (+ 1794).
30η Ἅγιος Ἐφραίμ Πατριάρχης Σερβίας (+ 1399).

Σεπτέμβριος
16η Ἅγιος Κυπριανός Μητροπ. Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (+ 1406).
22α Ὁσιομάρτυρας Κοσμᾶς ὁ Ζωγραφίτης (+ 1323).
22α Ἅγιος Σωφρόνιος Ἐπίσκοπος Μπρατιάνσκ (+ 1813).

Ὀκτώβριος
8η Ὁσιομάρτυρας Ἰγνάτιος τῆς Στάρα – Ζαγόρα (ΚΠολις, + 1814).
10η Ὁσιομάρτυρας Θωμᾶς, Ἡγούμενος Μονῆς Ζωγράφου, καί οἱ σύν αὐτῶ 25
Ὁσιομάρτυρες, ὑπό Λατινοφρόνων (+ 1284).
14η Ἁγία Παρασκευή ἡ Ἐπιβατινή (10ος αἰ.).
19η Ἡ α’ ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τῆς Ρίλλας (980).
Ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Προχόρου τοῦ Μπράνσκ.
26η Ὅσιος Δημήτριος ὁ Μπασαράμπης (+ 1685;).
30η Ἅγιος Στέφανος Μιλοῦτιν, Κράλης τῆς Σερβίας (+ 1322).

Νοέμβριος
3η Ὅσιος Ποιμήν ὁ Ζωγραφίτης (+ 1610).
22α Ἅγιος Μιχαήλ ὁ Στρατιώτης (+ 866).
25η Ἅγιος Κλήμης Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 916).
27η Ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Τυρνόβου (+ 1363).

Δεκέμβριος
9η Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ Ἀθωνίτης, ὁ διά Χριστόν Σαλός (+ 1867).
23η. Ὅσιος Ναούμ τῆς Ἀχρίδος, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 910).
26η. Ὅσιος Νικόδημος τῆς Τισμάνας (+ 1406).
31η. Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος (11ος - 12ος αἰ.).

Μέρος Τρίτο:

Οἱ Ἅγιοι τοῦ Βουλγαρικοῦ Ἁγιολογίου
(κατά ἀλφαβητική σειρά)

ΑΒΡΑΑΜ Μάρτυρας (+ 1229, 1η Ἀπριλίου).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Στρώμνιτσας (+ 1794, 29η Αὐγούστου).
ΑΝΘΙΜΟΣ ὁ διά Χριστόν Σαλός, ὁ Ἀθωνίτης (+ 1867, 9η Δεκεμβρίου).
ΒΑΛΕΝΤΙΩΝ Μάρτυρας, τοῦ Δορυστόλου (4ος αἰ., 24η Ἀπριλίου).
ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Σμολιάν (+ 1670, 26η Ἰουλίου).
ΒΟΡΙΣ – ΜΙΧΑΗΛ Ἅγιος, Βασιλεύς τῆς Βουλγαρίας (+ 907, 2α Μαϊου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ὅσιος, τοῦ Λεσνόβου (+ 980; 15η Ἰανουαρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Σέρβος (Σόφια, + 1515, 11η Φεβρουαρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Σόφιας (Ἀδριανούπολη, + 1437, 26η Μαρτίου).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ἅγιος, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος (+ 1012, 8η Ἰανουαρίου).
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Χιλανδαρινός (+ 1771, 16η Ἰανουαρίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, τοῦ Σλίβεν (ΚΠολις, + 1841, 30η Ἰανουαρίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ὅσιος, ὁ Μπασαράμπης (+ 1685; 26η Ὀκτωβρίου).
ΕΝΡΑΒΩΤΑΣ - ΜΠΟΓΙΑΝ Μάρτυρας (+ 833, 28η Μαρτίου).
ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ἅγιος, Πατριάρχης Τυρνόβου (+ 1401/1412, 20η Ἰανουαρίου).
ΕΦΡΑΙΜ Ἅγιος, Πατριάρχης Σερβίας (+ 1399, 15η Ἰουνίου καί 30η Αὐγούστου).
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ὅσιος, τοῦ Τυρνόβου (+ 1363, 27η Νοεμβρίου).
ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ Ἅγιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος (11ος - 12ος αἰ. 31η Δεκεμβρίου).
ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Στάρα Ζαγόρα (ΚΠολις + 1821, 8η Ὀκτωβρίου).
ΙΩΑΚΕΙΜ Α’ Ἅγιος, Πατριάρχης Τυρνόβου (+ 1246, 18η Ἰανουαρίου).
ΙΩΑΚΕΙΜ Ὅσιος, τοῦ Ὀσογκώφ (+ 1105, 16η Αὐγούστου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἀθωνίτης (ΚΠόλις + 1784, 5η Μαρτίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ – ΡΑΪΚΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Σούμλας (+ 1802, 14η Μαϊου).
ΙΩΑΝΝΗΣ – ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ Ἅγιος, Ἡγεμόνας τῆς Σερβίας (+ 1015, 22α Μαϊου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Ὅσιος, τῆς Ρίλας (+ 946, 18η Αὐγούστου ἡ κοίμησις, 19η Ὀκτωβρίου ἡ α’ ἀνακομιδή τοῦ 980 καί 1η Ἰουλίου ἡ β’ ἀνακομιδή τοῦ 1469).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, τοῦ Τυρνόβου (+ 1822, 16η Ἰουλίου).
ΚΛΗΜΗΣ Ἅγιος, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδας, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 916, 27η Ἰουλίου καί 22α Νοεμ.).
ΚΟΣΜΑΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ζωγραφίτης (+ 1323, 23η Ἀπριλίου).
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Ἅγιος, Μητροπολίτης Κιέβου (+ 1405, 16η Σεπτεμβρίου).
ΛΑΖΑΡΟΣ Νεομάρτυρας, τοῦ Γαμπρόβου (Πέργαμος + 1802, 23η Ἀπρ.).
ΛΟΥΚΑΣ Νεομάρτυρας (Μυτιλήνη + 1802, 23η Μαρτίου).
ΜΑΝΟΥΗΛ Ἱερομάρτυρας, Μητροπ. Ἀδριανουπόλεως (+ 813) καί οἱ σύν αὐτῶ 377 Μάρτυρες, οἱ ὑπό Ὀμουρτάγ (+ 814, 22α Ἰανουαρίου).
ΜΙΧΑΗΛ Ἅγιος, ὁ Στρατιώτης (+ 866, 22α Νοεμβρίου).
ΝΑΟΥΜ Ὅσιος, τῆς Ἀχρίδας, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 910, 20η Ἰουνίου, 23η Ἰουνίου καί 23η Δεκεμβρίου).
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ὅσιος, τῆς Τισμάνας (+ 1406, 13η Ἰουλίου καί 26η Δεκεμβρίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Νέος (Σόφια + 1555, 17η Μαϊου).
ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Χιλανδαρινός (Χίος + 1818, 4η Ἰανουαρίου).
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 26 τῆς Μονῆς Ζωγράφου (+ 1284, 10η Ὀκτωβρίου).
ΠΑΪΣΙΟΣ Ὅσιος, ὁ Χιλανδαρινός (+ 1798, 19η Ἰουνίου).
ΠΑΣΙΚΡΑΤΗΣ Μάρτυρας, τοῦ Δορυστόλου (4ος αἰ., 24η Ἀπριλίου).
ΠΕΤΡΟΣ Ὅσιος, Βασιλεύς τῆς Βουλγαρίας (+ 970, 30η Ἰανουαρίου).
ΠΟΙΜΗΝ Ὅσιος, ὁ Ζωγραφίτης (+ 1610, 3η Νοεμβρίου).
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Βάρνας (+ 1810, 25η Ἰουνίου).
ΠΡΟΧΟΡΟΣ Ὅσιος, τοῦ Μπράνσκ (10ος - 11ος αἰ., 15η Ἰαν. καί 19η Ὀκτωβρίου).
ΡΩΜΑΝΟΣ Ὅσιος, τοῦ Τυρνόβου (+ 1370, 17η Φεβρουαρίου).
ΡΩΜΥΛΟΣ Ὅσιος, τοῦ Βιδινίου - Ραβάνιτσας (+ 1381, 16η Ἰανουαρίου).
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τοῦ Ρουσούκ (+ 1510; 28η Μαϊου).
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ Ἅγιος, Ἐπίσκοπος Μπρατιάνσκ (+ 1813, 22α Σεπτεμβρίου)
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ἅγιος, Κράλης τῆς Σερβίας (Μιλοῦτιν, + 1332, 30η Ὀκτωβρίου).
ΣΥΜΕΩΝ Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Σαμακόβου (+ 1737, 21η Αὐγούστου).

Μέρος Τέταρτο:

Συναξαριστικά Σημειώματα

Μάρτυρας Ἀβραάμ (+ 1229)
Ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, Μουσουλμάνος στό θρήσκευμα καί ἔμπορος στό ἐπάγγελμα. Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό νά γνωρίσει καί νά ἀσπασθεῖ τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ἀπό τίς ἁλυσίδες πού φοροῦσε κατάσαρκα (ἀνακαλύφθηκαν μετά τόν θάνατό του), φαίνεται πώς ἀκολουθοῦσε στόν κόσμο βίο ἀσκητικό. Στήν προσπάθειά του νά μεταδώσει στούς πρώην ὁμοπίστους του τόν Χριστιανισμό, συνελήφθη καί θανατώθηκε μέ ἐξαιρετικά σκληρό τρόπο.
Δέν εἶναι γνωστός ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου καί ἐνταφιασμοῦ του, οὔτε πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες ἔγινε ἡ ἀνακομιδή του, κατά τήν ὁποία τό Λείψανό του βρέθηκε ἄφθαρτο. Ἀπό Ρώσους πάντως ἐμπόρους μεταφέρθηκε στή Ρωσία καί κατατέθηκε στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου στό Βλαδιμήρ. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Ἀπριλίου.

Ὁσιομάρτυρας Ἀναστάσιος τῆς Στρώμνιτσας (+ 1794)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στό χωριό Ραδοβίσι τῆς Στρώμνιτσας καί στόν κόσμο ἔφερε τό ὄνομα Σπάς (Σωτήριος). Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν πῆγε στή Θεσσαλονίκη γιά νά βρεῖ ἐργασία. Κάποια φορά, μέ προτροπή τοῦ μάστορά του τουφεξῆ, φόρεσε τούρκικα ροῦχα, γιά νά βγάλει ἀφορολόγητα ἀπό τήν πόλη κάποια προϊόντα τοῦ ἐργαστηρίου του. Αὐτό θεωρήθηκε ἀπό τούς φύλακες σάν ὁμολογία τῆς Μουσουλμανικῆς θρησκείας καί τοῦ ζητήθηκε νά ἐκφωνήσει δημόσια τήν Μουσουλμανική ὁμολογία (Σαλαβάτι). Ἀρνούμενος ὁ νεαρός Σπάς βασανίσθηκε καί τελικά ἀποκεφαλίσθηκε, τήν 8η Αὐγούστου 1794, ἡμέρα κατά τήν ὁποία τιμᾶται ἡ μνήμη του.
Κατά τόν Καθηγητή Δημ. Γόνη, «ἡ ἀντιστοιχία τῶν ὀνομάτων Σπάς = Ἀναστάσιος εἶναι ἀτυχής» (αὐτ. σελ. 113), ὅμως μέ τό ὄνομα αὐτό καταχωρήθηκε στό «Νέο Μαρτυρολόγιο».

Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ διά Χριστόν Σαλός (+ 1867)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στή Σόφια, ὅπου νυμφεύθηκε καί χειροτονήθηκε Ἱερεύς. Μετά τόν θάνατο τῆς συζύγου του (περί τό 1830) ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος καί κοινοβίασε στή Μονή Σίμωνος Πέτρας. Στή διά Χριστόν σαλότητα ἄρχισε νά ἐπιδίδεται ἀπό τό 1841. Συνήθιζε νά ἐκκλησιάζεται στή Ρωσική Μονή τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος καί συνήθως κατοικοῦσε στά δάση καί στά σπήλαια, ντυμένος μέ ἕνα τσουβάλι, μέ μεγάλη αὐτομεμψία καί αὐταπάρνηση. Ἐλεημένος μέ τό προορατικό χάρισμα, ἀποκάλυπτε λογισμούς καί πράξεις καί διόρθωνε τούς ἁμαρτωλούς.
Προγνωρίζοντας τό τέλος του πῆγε στή Βουλγαρική Μονή Ζωγράφου καί νοσηλεύθηκε στό νοσοκομεῖο της μέχρι τήν κοίμησή του, τήν 9η Δεκεμβρίου 1867.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τοπικῶς στό Ἅγιο Ὄρος καί τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας τήν 9η Δεκεμβρίου.

Ὁσιομάρτυρας Βησσαρίων Ἐπίσκοπος Σμολιάν (+ 1670)
Ὁ Ἐπίσκοπος Βησσαρίων κατεῖχε τήν ἕδρα τοῦ Σμολιάν, στή Βουλγαρική Ροδόπη, κατά τήν διάρκεια μιᾶς εἰσβολῆς τοῦ Σουλτάνου Ἀχμέτ Δ’. Τότε οἱ ἐντόπιοι Χριστιανικοί πληθυσμοί ἔφυγαν στά βουνά καί τά δάση, μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπό τους Βησσαρίωνα, ὁ ὁποῖος τούς ἐνθάρρυνε καί ὑποστήριζε προσευχόμενος.
Ὁ Ἐπίσκοπος συνελήφθη τήν 20η Ἰουλίου 1670. Ἀρχικά οἱ Ὀθωμανοί τοῦ φέρθηκαν μέ εὐγένεια καί τοῦ ἀπέδωσαν τιμές, σέ μία προσπάθεια νά τόν πείσουν νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά ὁ Ἐπίσκοπος ἔμεινε ἄκαμπτος στήν ὁμολογία του. Ἔτσι βασανίστηκε (τοῦ ἔκοψαν τά μέλη του!) καί τελικά λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου τήν 29η Ἰουλίου 1670, ἡμέρα κατά τήν ὁποία τιμᾶται καί ἡ μνήμη του.

Ἅγιος Βασιλεύς Βόρις - Μιχαήλ, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 907)
Ἦταν γιός τοῦ Βούλγαρου Χάνου Πρεσιάν καί ἀνηψιός τοῦ μ. Ἐνραβωτᾶ - Μπογιάν. Ἡγεμόνευσε στή Βουλγαρία κατά τήν περίοδο 852 – 889.
Εἶχε γνωρίσει τόν Χριστιανισμό («προκατήχητο») ἀπό τόν Βυζαντινό λόγιο Θεόδωρο Κουφαρά, αἰχμάλωτο στήν Πλίσκα, καί τήν ἀδελφή του Πριγκίπισα Μαρία, αἰχμάλωτη στήν ΚΠολη. Ὅταν στά πλαίσια ἀνταλλαγῆς αἰχμαλώτων ἡ Μαρία ἐπέστρεψε στή Βουλγαρία, ἦταν ἤδη Χριστιανή καί αὐτό ἐπηρέασε θετικά τόν Βόριδα. Ὅμως τό βάπτισμά του προέκυψε μέσα ἀπό μία σημαντική πολιτικοστρατιωτική καμπή τῆς Ἱστορίας.
Στή Δύση ὁ Βασιλιάς τῶν Φράγκων Λουδοβίκος ὁ Γερμανικός ἀντιμετώπιζε προβλήματα μέ τήν Ἡγεμόνα τῆς Μεγάλης Μοραβίας Ραστισλάβο. Γιά τόν λόγο αὐτό ζήτησε τήν ὑποστήριξη τῶν Βουλγάρων. Τό 863, μετά ἀπό μακρές διαπραγματεύσεις, ὑπογράφηκε συνθήκη μεταξύ τοῦ Βόριδος καί τοῦ Λουδοβίκου, ἡ ὁποία προέβλεπε καί τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Βουλγάρων ἀπό Φράγκους ἱεραποστόλους. Στό μεταξύ ὁ Ραστισλάβος, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τόν κίνδυνο, εἶχε στραφεῖ πρός τό Βυζάντιο. Τό 862 ἀπεσταλμένοι του στήν ΚΠολη ζήτησαν ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842 – 867) στρα-τιωτική βοήθεια, ἀλλά καί τήν ἀποστολή στή Μοραβία Ἑλλήνων ἱεραποστόλων πού θά κατηχοῦσαν τούς κατοίκους στόν Χριστιανισμό στή δική τους γλῶσσα. Ἡ Βυζαντινή διπλωματία ἱκανοποίησε καί τά δύο αἰτήματα. Ὁ Μιχαήλ εἰσέβαλε στή Βουλγαρία καί ἀνάγκασε τόν Βόριδα σέ συνθηκολόγηση, μέ τούς ἴδιους ὅρους περί ἐκχριστιανισμοῦ, ἀλλά μέ Ἕλληνες ἱεραποστόλους. Παράλληλα ἐστάλησαν στή Μοραβία οἱ Ἕλληνες ἱεραπόστολοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, οἱ ὁποῖοι ἔφερναν μαζί τους τό πρῶτο Σλαβικό ἀλφάβητο, τό Κυριλλικό.
Ὁ Βόρις βαπτίσθηκε τό 863/864 στήν πρωτεύουσά του Πλίσκα, ἀπό τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Μεγάλου Φωτίου Ἐπίσκοπο Ἰωσήφ καί ὀνομάσθηκε Μιχαήλ, πρός τιμήν τοῦ ἐπίσημου ἀναδόχου του Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Γ’. Στό νεοφώτιστο ἔστειλε ποιμαντική ἐπιστολή ὁ Μέγας Φώτιος, στήν ὁποία διεκρινίζονται τά καθήκοντα τοῦ Χριστιανοῦ Ἡγεμόνα. (Βλ. σχετικά Συμεών Μάγιστρο {Ed. Bonn, 664 - 6}, Γεώργιο Ἁμαρτωλό {αὐτ. 814}, Γεννέσιο {αὐτ. 951}, Ζωναρᾶ {αὐτ. 387} καί Θεοφύλακτο Βουλγαρίας {Migne 126, 189}. Σχετικά μέ τόν χρόνο βαπτίσεως τοῦ Βόριδος βλ. A. Vaillant καί M. Lascaris, στό “La date de la conversion des Bulgares”, στό “Revue des Etudes Slaves”, τ. 13/1933, σελ. 6 - 15).
Κατά τόν Βασίλειο Μουστάκη, «ὁ Βόρις ἤ Βόγορις (853 – 888), ἐβαπτίσθη ὁ ἴδιος καί ἠνάγκασε τούς ὑπηκόους του νά βαπτισθοῦν καί αὐτοί (ὅσοι ἠρνήθησαν ἐθανατώθησαν ἀμειλίκτως), ἀσφαλῶς διά πνευματικούς λόγους, ἀλλ’ ἀναμφιβόλως καί διά πολιτικούς» (Βασ. Μουστάκη, «Βουλγαρική Ἐκκλησία», στήν ΘΗΕ, τ. 2ος, σελ. 994 – 995).
Ἕνα μόλις ἔτος μετά τήν βάπτισή του, τό 865/866, ὁ Βόρις ἐπιχείρησε τήν χειραφέτηση τῆς θυγατρός Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως. Ζήτησε ἀπό τό Πατριαρχεῖο τήν παραχώρηση αὐτοκεφάλου καί ἀξεξαρτήτου Ἀρχιεπισκόπου μέ ἕδρα τήν Πρεσλάβα. Ἡ κίνηση αὐτή ἀπέβλεπε στήν ἐνίσχυση τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Βουλγαρίας. Ἀντιμετωπίζοντας τήν ἀπροθυμία τῶν Βυζαντινῶν ὁ Βόρις στράφηκε πρός τήν Δύση, στέλνοντας ἀπεσταλμένους του τόσο πρός τόν Πάπα, ὅσο καί πρός τόν Βασιλιά τῶν Φράγκων Λουδοβίκο τόν Γερμανικό.
Οἱ ἀπεσταλμένοι του πρός τόν Πάπα ἔφθασαν στή Ρώμη τόν Αὔγουστο τοῦ 866, προσκομίζοντας πλούσια δῶρα καί ἕναν κατάλογο μέ 115 ἐρωτήματα. Ὁ τότε Πάπας Νικόλαος Α’ (858 – 867), ἔσπευσε νά ἀξιοποιήσει τήν εὐκαιρία καί νά ὑπαγάγει καί πάλι τήν Βουλγαρία στή δικαιοδοσία τοῦ Παπικοῦ Θρόνου. Χωρίς νά ἱκανοποιήσει τό περί αὐτοκεφάλου αἴτημα τῶν Βουλγάρων, ἔστειλε τούς Ἐπισκόπους Πόρτου Φορμόζο καί Παπουλανίας Παῦλο καί πολλούς Κληρικούς, νά ἐκλατινίσουν τήν Βουλγαρική Ἐκκλησία.
Παρόμοια ἀνταποκρίθηκαν καί οἱ Φράγκοι, ὅταν ὅμως οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Λουδοβίκου ἔφθασαν στή Βουλγαρία καί βρῆκαν ἐγκατεστημένους ἐκεῖ τούς Παπικούς, ὑποχρεώθηκαν νά ἐπιστρέψουν.
Ἡ ἐπέμβαση τῶν Δυτικῶν στή νέα Ἐκκλησία, πρόσθεσε ἕνα ἀκόμη πρόβλημα στίς ἤδη τεταμένες σχέσεις Πρεσβυτέρας καί Νέας Ρώμης. Ὁ Μέγας Φώτιος μέ ἐπιστολή του ἐνημέρωσε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς γιά τήν ἐπέμβαση τοῦ Πάπα καί ζήτησε τήν ἀποστολή ἀντιπροσώπων γιά τήν συγκρότηση Συνόδου. Ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε τό καλοκαίρι τοῦ 867 καί ὁ Πάπας Νικόλαος καθαιρέθηκε γιά τίς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῶ ἀποδοκιμάσθηκαν οἱ παπικές καινοτομίες (διδασκαλία τοῦ Φιλιόκβε καί λειτουργικά ἔθιμα). Μάλιστα, ἡ στάση τῶν Ἀνατολικῶν παρέμεινε ἴδια καί μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Φωτίου ἀπό τόν Πατριαρχικό Θρόνο, ἀφοῦ καί κατά τήν ἐναντίον του Σύνοδο τοῦ 869 - 870, παρά τίς ἀντιρρήσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Πάπα, ἔγινε δεκτό ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ἐποπτεύεται ἀπό τόν Θρόνο τῆς ΚΠόλεως. Ἐφαφμόζοντας στήν πράξη τήν ἀπόφαση αὐτή ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος χειροτόνησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Ἰωσήφ, ὅμως - ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Βασ. Μουστάκης – «ἐπρόκειτο περί διορισμοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί δι’ αὐτοῦ ἐντοπίου Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία ὅμως δέν εἶχεν αὐτοκέφαλον χαρακτῆρα» (Βασ. Μουστάκη αὐτ. σελ. 997). Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωσήφ βοηθούμενος ἀπό δέκα Ἐπισκόπους ἐγκαταστάθηκε στήν Πρεσλάβα καί ἄρχισε τήν ὀργάνωση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας.
Τό 885, πέντε ἀπό τούς διωγμένους μαθητές τῶν ἁγ. Κυρίλλου καί Μεθοδίου (Κλήμης, Ναούμ, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καί Σάββας), βρῆκαν καταφύγιο κοντά στόν Βόριδα καί ἀνέλαβαν μέ τήν συμπαράστασή του ἱεραποστολικό ἔργο στή Βουλγαρία.
Ὁ Βόρις – Μιχαήλ παραιτήθηκε ἀπό τόν Βουλγαρικό Θρόνο τό 888 καί ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο, ὅμως τό 893 ἀναγκάσθηκε νά διακόψει προσωρινά τήν ἡσυχία του καί ἀναλάβει καί πάλι τήν ἐξουσία, διότι ὁ γιός καί διάδοχός του Βλαδίμηρος (888 - 893), ἐπιδίωκε τήν ἐπαναφορά τῆς εἰδωλολατρείας. Ὁ Βόρις καθαίρεσε τόν Βλαδίμηρο καί τόν τύφλωσε, ἐνθρόνισε δέ τόν ὑστερότοκο γιό του Συμεών.
Ἐπανερχόμενος στό μοναστήρι του ἔζησε ὡς μοναχός μέχρι τήν κοίμησή του, τό ἔτος 907. Ἡ ἁγιότητά του ἀναγνωρίστηκε ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Νικόλαο τόν Μυστικό, μέ ἐπιστολή του πρός τόν Τσάρο Συμεών.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 2α Μαϊου.

Ὅσιος Γαβριήλ τοῦ Λεσνόβου (+ 980;)
Γεννήθηκε στό Ὄσιτς τῆς περιοχῆς τῶν Σκοπίων, περί τό 910. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία εἶχε ἔφεση πρός τόν μοναχικό βίο, τόν ὁποῖο καί ἀκολούθησε μετά ἀπό ἐμφάνιση ἁγίου Ἀγγέλου. Μόνασε στή Μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Ὄρος Πλαβίτσα, κοντά στό χωριό Λέσνοβο τῶν Σκοπίων, ὅπου ἐπιδόθηκε σέ ὅλες τίς μοναχικές ἀσκήσεις καί ἀρετές. Μετά τήν κουρά του σέ Μεγαλόσχημο, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του ἀποσύρθηκε σέ ἀπομονωμένο κελλί καί ἀφιερώθηκε στήν ἡσυχία καί τήν προσευχή. Ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων. Κοιμήθηκε εἰρηνικά περί τό ἔτος 980.
Χρόνια μετά τήν κοίμησή του, ἐμφανίσθηκε στόν μοναχό Ἰωσήφ ἀπό τήν Σόφια καί τοῦ ζήτησε νά ἀνακομίσει τό Λείψανό του. Ὁ μοναχός θεώρησε ὑποχρέωσή του νά ἐνημερώσει σχετικά τόν Μητροπολίτη καί ἔτσι ἡ ἀνακομιδή τοῦ Ὁσίου ἔγινε μέ κάθε ἐπισημότητα. Κατά τήν ἀνακομιδή τό χαριτόβρυτο Λείψανο τοῦ Ὁσίου βρέθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στή Μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Πολύ ἀργότερα (τό 1347), ἕνας τοπικός Σέρβος Ἡγεμόνας ἀνακαίνισε τήν μονή καί ἔκτισε ναό πρός τιμήν του. Τό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε στό Τύρνοβο καί κατατέθηκε στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, κατά τήν ἐπιδρομή τῶν Ὀθωμανῶν τοῦ Σουλτάνου Μουράτ Α’ (1359 – 1389).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Ἰανουαρίου.

Νεομάρτυρας Γεώργιος τῆς Σόφιας (+ 1437)
Καταγόταν ἀπό τήν Σόφια καί ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς. Μαρτύρησε διά πυρᾶς στήν Ἀδριανούπολη τήν Μεγάλη Τρίτη τοῦ 1437, κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες: Σέ ἡλικία 30 ἐτῶν βρέθηκε στήν Ἀδριανούπολη, γιά τήν ἐπιδιόρθωση τοῦ τόξου του. Ὅταν ὁ Ὀθωμανός ὁπλοποιός βλασφήμησε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μπροστά του, ὁ Γεώργιος ἀποκάλεσε σκύλο τόν Μωάμεθ, μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ, νά κακοποιηθεῖ καί νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο διά πυρᾶς. Μάλιστα οἱ Ὀθωμανοί ἔκαψαν μαζί καί διάφορα ζῶα, γιά νά μήν βροῦν λείψανά του οἱ Χριστιανοί! Τό μαρτύριό του εἶναι γραμμένο στά Ἑλληνικά.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Μαρτίου.

Νεομάρτυρας Γεώργιος ὁ Σέρβος (+ 1515)
Γεννήθηκε στήν πόλη Κράτοβο τῶν Σκοπίων καί γιά νά ἀποφύγει τό παιδομάζωμα τοῦ Σουλτάνου Βαγιαζίτ κατέφυγε στή Σόφια, ὅπου εἰδικεύθηκε στήν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Στήν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν κάποιοι Ὀθωμανοί τόν πίεσαν νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά ὁ Γεώργιος παρά τήν νεότητά του ἔμεινε σταθερός στήν Χριστιανική πίστη. Ἡ ὁμολογία του εἶχε σάν συνέπεια νά συλληφθεῖ, νά φυλακισθεῖ, νά βασανισθεῖ καί τελικά νά τελειωθεῖ στήν πυρά, ἔξω ἀπό τόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τό μαρτύριό του παρακολούθησε ὁ δάσκαλός του Ἱερεύς Πέτρος καί πολλοί Χριστιανοί. Ὅταν κάηκαν τά δεσμά του ὁ Νεομάρτυρας ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά προσεύχεται, ὁπότε ἕνα Τοῦρκος τόν κτύπησε στό κεφάλι μέ ἕνα χοντρό ξύλο καί ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό.
Κατά τόν «Νέο Συναξαριστή…», «παρά τίς προσπάθειες τῶν Τούρκων τό σῶμα του ἀντιστεκόταν στίς φλόγες κι ἔτσι ὁ Ἱερέας Πέτρος καί οἱ Χριστιανοί μπόρεσαν νά τό πάρουν καί νά τό ἐνταφιάσουν» (τ. Φεβρουαρίου, σελ. 130), ἐνῶ κατά τό ἐτήσιο ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητος τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας, τό Λείψανό του παρέμεινε ἀδιάφθορο (τόμος 2002, εἰδικό ἀφιέρωμα στούς Ἁγίους τῆς Βουλγαρίας). Γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του δέν ὑπάρχουν πληροφορίες.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Φεβρουαρίου.

Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος (+ 1012)
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ἰανουαρίου.
Σημείωσις: Τό συναξάριο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου εἶναι ὑπό ἐπεξεργασία.

Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναϊτης (14ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τήν περιοχή τῶν Κλαζομενῶν Μ. Ἀσίας. Γεννήθηκε περί τό 1275 στό χωριό Κούκουλο τῆς εὑρύτερης περιοχῆς τῆς Σμύρνης, ἀπό γονεῖς "ἐντίμους", καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας.
Κατά τήν νεότητά του αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τούς Τούρκους (κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀνδρονίκου Β’ Παλαιολόγου, 1282 – 1328), ἀλλά ἐξαγοράσθηκε ἀπό Χριστιανούς τῆς Λαοδικείας. Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του μετέβη στήν Κύπρο, ὅπου ὑποτάχθηκε σέ διακριτικό ἐρημίτη, καί στή συνέχεια στό Σινᾶ, σέ ἀναζήτηση ὑψηλότερης πνευματικῆς ζωῆς.
Ἀποχώρησε ἀπό τήν Μονή Σινᾶ, ὅταν ἡ ἀρετή του προκάλεσε τόν φθόνο τῶν ραθύμων μοναχῶν καί συνοδευόμενος ἀπό τόν συμμοναστή καί μαθητή του Γεράσιμο μετέβη ἀρχικά στά Ἱεροσόλυμα καί μετά στήν Κρήτη. Ἐκεῖ ὁ ὅσ. Γρηγόριος διδάχθηκε τήν φυλακή τοῦ νοῦ, τήν ἀληθινή νῆψι καί τήν καθαρά προσευχή, δηλαδή τόν Ἡσυχασμό, ἀπό τόν ἡσυχαστή Ἀρσένιο πού ἀσκοῦνταν στούς Καλούς Λιμένες.
Μόλις μυήθηκε στόν Ἡσυχασμό ὁ Ὅσιος μετέβη στό Ἅγιο Ὄρος, ἐλπίζοντας νά συναντήσει καί ἄλλους θεόπνευστους ἄνδρες. Ὅμως ἡ νοερά προσευχή ἦταν σχεδόν ἄγνωστη στήν ἐποχή του καί γι’ αὐτό βρῆκε μόνον τρεῖς μοναχούς στή Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, τούς ἡσυχαστές Ἠσαϊα, Κορνήλιο καί Μακάριο.
Σκοπός τῶν ἀσκητικῶν ἀγωνισμάτων τοῦ ὁσ. Γρηγορίου ὑπῆρξε ἡ νοερή προσευχή. Γιά τήν ἀπόκτησή της ἐφάρμοσε μεθόδους (τῶν ὁποίων ὑπῆρξε "ἐν μέρει εἰσηγητής καί ἐν μέρει ἀνακαινιστής"), γιά τίς ὁποίες ξέσπασαν οἱ λεγόμενες Ἡσυχαστικές Ἔριδες τοῦ 14ου αἰ. Ὁ Ὅσιος, ἐπειδή "προέκρινε τήν ἄσκησιν μᾶλλον τῆς ἡσυχαστικῆς ἀρετῆς, ἀπό τάς προστριβάς πρός ὑπεράσπισιν αὐτῆς", δέν ἀναμίχθηκε στίς ἔριδες καί τήν ὑπεράσπιση τῶν Ἡσυχαστῶν ἀνέλαβε ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τήν ἡσυχαστική του ἐμπειρία "κατέλιπε εἰς ἔργα τινά ἐπαγωγικά, δι' ὧν ἀποσκοπεῖ κυρίως εἰς τό νά καθοδηγήση τούς ἐπιθυμοῦντας τήν νοεράν προσευχήν", τά ὁποῖα συμπεριέλαβε ὁ ὅσ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στή Φιλοκαλία, τό 1782.
Στόν ὅσ. Γρηγόριο ὀφείλεται ἡ εἰσαγωγή τοῦ Ἡσυχασμοῦ στή Σερβία καί τήν Βουλγαρία. Οἱ ἐπιδρομές τῶν Τούρκων πειρατῶν κατά τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀνάγκασαν τόν Ὅσιο νά ζητήσει καταφύγιο στή Βουλγαρία καί μάλιστα δύο φορές (τήν γ’ καί δ’ δεκαετία τοῦ 14ου αἰ.). Γιά διαμονή του διάλεξε τήν ἔρημο τῶν Παρορίων, ὅπου μέ γενναία βοήθεια τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Ἀλεξάνδρου ὕψωσε τέσσερα μοναστήρια, τά ὁποῖα ἀναδείχθηκαν πνευματικά καί ἡσυχαστικά κέντρα. Οἱ μονές του εἶχαν τό τυπικό τῶν λαυρῶν. Οἱ περισσότεροι μοναχοί κοινοβίαζαν στίς μονές, ἀλλά ὑπῆρχαν καί ἐξαρτηματικοί πού ἀσκοῦνταν μόνοι σέ κελλιά ἤ σπήλαια.
Ἀπέκτησε πολλούς μαθητές, ἀρχικά 12 καί στή συνέχεια δεκάδες ἄλλους. Ὁ πρῶτος τῶν μαθητῶν του ἦταν ὁ Γεράσιμος ὁ Σιναϊτης πού ἔδρασε κυρίως στή Φραγκοκρατούμενη Ἑλλάδα. Ἄλλοι ἦσαν οἱ Πατριάρχες ΚΠόλεως ἅγ. Κάλλιστος καί ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Βουχερᾶς, ὁ Ἐπίσκοπος Σερβίων Ἰάκωβος, ὁ Δαβίδ Δισύπατος καί οἱ Βουλγαρικῆς καταγωγῆς Κλήμης, ὅσ. Θεοδόσιος τοῦ Τυρνόβου, ὅσ. Ρωμανός ἐπίσης τοῦ Τυρνόβου, μοναχός Γρηγόριος κ.ἄ.
Οἱ Τουρκικές ἐπιδρομές τοῦ ἔτους 1455 ἀνάγκασαν τόν ὅσ. Γρηγόριο νά μετακινηθεῖ στή Σερβία. Ἐκεῖ κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 27η Νοεμβρίου 1346. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία, ὅτι τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί διαφυλάχθηκε στή Μονή Γκόρνιακ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 6η Ἀπριλίου.

Ἱερομάρτυρας Δαμασκηνός ὁ Χιλανδαρινός (+ 1771)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στό Γάμπροβο τοῦ Τυρνόβου. Μόνασε στή Σερβική Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος. Ὡς Προηγούμενος στάλθηκε ἀπό τήν μετάνοιά του στό μετόχι τῆς Βουλγαρικῆς πόλεως Σφιτόβι, γιά νά μεριμνήσει γιά τίς ἀναγκαίες γιά τήν ἀδελφότητα προμήθειες. Ὅταν ὅμως ζήτησε ἀπό Ὀθωμανούς γείτονες κάποιες ὀφειλές τους, συκοφαντήθηκε ὅτι πόρνευσε, ὁδηγήθηκε στόν κριτή καί ἀρνούμενος νά ἐξωμόσει, θελειώθηκε μαρτυρικά στήν ἀγχόνη.
Ἡ μνήμη του κατά τό Βουλγαρικό Ἁγιολόγιο τιμᾶται τήν 16η Ἰανουαρίου καί κατά τό Σερβικό καί Ἁγιορειτικό τήν 13η Ἰουλίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Χιλανδαρινῶν Ἁγίων.

Ὅσιος Δημήτριος ὁ Μπασαράμπης (13ος αἰ.)
Γεννήθηκε στό χωριό Μπασαραμπώφ τῆς Βουλγαρίας (ἀπ' ὅπου ἔλαβε καί τήν ἐπωνυμία του), κοντά στήν πόλη Ρουσκιούκ, κατά τήν περίοδο τῆς βασιλείας Πέτρου καί Ἰωάννου Ἀσσάν. Οἱ γονεῖς του ἦταν Ρουμάνοι εὐσεβεῖς χωρικοί, ἀσχολούμενοι μέ τήν γεωργία καί τήν ἐκτροφή ἀγελάδων (γιά τοῦτο ὁ Ὅσιος συνήθως εἰκονίζεται νά φυλάσσει ἀγελάδες).
Γιά τήν ζωή του στόν κόσμο δέν διασώθηκαν κάποιες ἀκριβεῖς μαρτυρίες, ἀλλά μόνο τό ἀκόλουθο χαριτωμένο περιστατικό: Κάποτε, ἐνῶ ἔβοσκε τό κοπάδι τῆς οἰκογενείας του, συνέβη νά πατήση μία φωλιά πουλιῶν, κρυμμένη μέσα στά χόρτα, καί νά τά σκοτώσει ὅλα. Ὁ εὐλαβής νεαρός Δημήτριος καταλήφθηκε ἀπό μεγάλο πόνο γιά τήν ἀπροσεξία του αὐτή καί ἐπέβαλλε στόν ἑαυτό του βαρύ ἐπιτίμιο: Στό πόδι πού πάτησε τήν φωλιά δέν φόρεσε ὑπόδημα γιά τρία χρόνια, μέ ἀποτέλεσμα τό καλοκαίρι νά ὑποφέρει ἀπό τίς πέτρες καί τά ἀγκάθια καί τόν χειμῶνα ἀπό τόν πάγο καί τό χιόνι. Μόνον ἔτσι εἰρήνευσε ὁ λογισμός του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό πόθο πρός τήν "ἐν Χριστῷ" μοναχική ζωή, νεώτατος ὁ Ὅσιος ἐντάχθηκε σέ κάποια μοναστική κοινότητα καί ἀργότερα ἀσκήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο, κοντά στόν ποταμό Λόμο, ὅπου καί τελειώθηκε ὁσιακά.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἀνακομίσθηκε εὐωδιαστό καί ἄφθαρτο, 400 περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τόν 17ο αἰ. παρουσιάσθηκε ὁ Ὅσιος "κατ' ὄναρ" σέ μία παράλυτη κόρη καί τῆς εἶπε "Ἐάν, παιδί μου, μέ βγάλουν οἱ γονεῖς σου ἀπό τήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ Λόμο, ἐγώ θά σέ θεραπεύσω". Στό σημεῖο πού ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, πολλοί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ κατά καιρούς ἕνα ὑπεκόσμιο φῶς νά καταυγάζει τήν περιοχή. Φαίνεται πῶς σέ κάποια μεγάλη πλημμύρα, ὁ ποταμός παρέσυρε τό Λείψανο ἀπό τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς τοῦ Ὁσίου καί τό "κράτησε" θαμένο στήν λάσπη του, χωρίς ὅμως νά ὑποστεῖ καμμία βλάβη ἤ φθορά, μέχρι τήν ἐμφάνισή του στήν παράλυτη κόρη καί τήν θεραπεία της.
Τό Ἱερό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στόν ἐνοριακό ναό τοῦ χωριοῦ του. 'Αργότερα ὁ Ἡγεμόνας τῆς Οὐγγροβλαχίας ἔκτισε ἐκεῖ Ναό πρός τιμή του καί τό κατέθεσε. Κατά τόν Ρωσο - Τουρκικό πόλεμο τοῦ 1769 - 1774, ὁ Στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωφ πῆρε τό Λείψανο μέ σκοπό νά τό μεταφέρει στήν Ρωσία, ὅμως στό Βουκουρέστι Ρουμάνοι Ὀρθόδοξοι (μέ προεξάρχοντα τόν Δημήτριο Χάτζη), τοῦ ζήτησαν νά τό ἀφήσει εὐλογία στήν Ρουμανία, "σάν παρηγοριά τῶν Ρουμάνων λόγῳ τῶν πολλῶν ληστειῶν πού ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι στή Ρουμανική χώρα". Ὁ Στρατηγός δέχθηκε καί πῆρε μόνο τό δεξί χέρι τοῦ Ἁγίου σάν εὐλογία γιά τήν χώρα του (σήμερα φυλάσσεται στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου).
Σήμερα τό χαριτόβρυτο Λείψανο τοῦ ὁσίου Δημητρίο, φυλάσσεται σέ περίτεχνη ἀργυρή Λάρνακα, στόν ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Πατριαρχικό Ναό τοῦ Βουκουρεστίου, σέ εἰδική ἐξέδρα ἀριστερά τῆς Λιτῆς. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος δέχεται τήν τιμή καί τόν σεβασμό τῶν πιστῶν καί εὐεργετεῖ "διά πρεσβειῶν" του τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά θαύματά του. Ἡ εὐωδία τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου (σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία καί τοῦ γράφοντος), εἶναι ἀδιάκοπη καί χαρακτηριστική.
Τήν μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Ὀκτωβρίου. Ὁ ἑορτασμός εἶναι μεγαλοπρεπής καί τριήμερος, διότι συνεορτάζεται καί ὁ συνώνυμός του Μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης.

Νεομάρτυρας Δημήτριος τοῦ Σλίβεν (+ 1841)
Γεννήθηκε τήν 9η Ὀκτωβρίου 1818 στό Σλίβεν τῆς Βουλγαρίας καί ὑπῆρξε καρπός προσευχῆς τῶν ἀτέκνων γονέων του. Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του ὁ ἀδελφός του Στέφανος ἔφυγε στή Βλαχία καί ὁ νεαρός Δημήτριος δέν μπόρεσε νά διαχειριστεῖ τήν πατρική περιουσία, μέ ἀποτέλεσμα αὐτή νά καταπατηθεῖ ἀπό Ὀθωμανούς γείτονες. Τότε ἔχασε ἀκόμη καί τό σπίτι του καί ἀναγκάστηκε νά ζητήσει ἐργασία σέ ἕνα ἀρτοποιεῖο.
Πιεζόμενος ἀπό τόν νέο Μουσουλμάνο δικαστή τῆς πόλεως νά ἀλλαξοπιστήσει, ὁμολόγησε σταθερά τήν Χριστιανική πίστι καί γι’ αὐτό συνελήφθη, φυλακίστηκε γιά ἕνα ὁλόκληρο χρόνο, βασανίστηκε καί τελικά ἀποκεφαλίστηκε τήν 30η Ἰανουαρίου 1841, σέ ἡλικία μόλις 23 ἐτῶν! Ἐνῶ ἀρχικά ὁ δικαστής εἶχε διατάξει νά ριχτεῖ τό σῶμα του στό παρακείμενο ποτάμι, στή συνέχεια χρηματίσθηκε ἀπό κάποιους εὔπορους Χριστιανούς καί παρέδωσε τό Λείψανο νά ταφεῖ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30η Ἰανουαρίου.

Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Τυρνόβου (+ 1401/1412)
Ἡσυχαστής, ἀπό τούς σπουδαιότερους μαθητές τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου τοῦ Τυρνόβου (+ 1363). Γεννήθηκε στό Τύρνοβο τό 1325/1330 καί ἔγινε μοναχός στό μεγάλο ἡσυχαστικό κέντρο τοῦ Κεφαλάρεβο, ὑπό τόν ὅσ. Θεοδόσιο. Ἀκολούθησε τόν Γέροντά του στήν ΚΠολη (1363) καί γιά ἕνα ἔτος μαθήτευσε στήν περιώνυμη Μονή τοῦ Στουδίου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἔμεινε μᾶλλον μέχρι τό 1371. Ἐκεῖ ἀσχολήθηκε συστηματικά μέ τήν μελέτη χειρογράφων (Ἑλληνικῶν καί Σλαβικῶν). Ἐπιστρέφοντας στό Τύρνοβο ἐγκαταστάθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου δημιούργησε τήν περίφημη Γραμματειακή Σχολή τοῦ Τυρνόβου, ἕνα κέντρο ὅπου λόγιοι καί καλλιγράφοι μοναχοί ἀσχολοῦνταν μέ ἀντιγραφή, μεταφράσεις καί διορθώσεις χειρογράφων.
Πατριάρχης Τυρνόβου ἀναδείχθηκε τό 1375. Ἀγωνίσθηκε ἰδιαίτερα κατά τῆς ἠθικῆς χαλαρώσεως τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως καί γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ Μοναχισμοῦ μέ τίς ἡσυχαστικές ἰδέες, καθώς καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν Πυρόπουλου καί Θεοδοσίου Φουδούλη.
Τό 1393, μέ τήν κατάληψη τοῦ Τυρνόβου ἀπό τούς Τούρκους, ἀρχικά προσπάθησε νά ὑπερασπιστεῖ τό ποίμνιό του ἀπό τίς διώξεις τῶν κατακτητῶν, ἀλλά τελικά πῆρε τόν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς καί κατέφυγε στή Μακεδονία. Πιθανολογεῖται, ὅτι τελειώθηκε εἰρηνικά στή Μονή τοῦ Μπατσκόβου (1401/1412).
Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ ἁγ. Εὐθυμίου εἶναι σγημαντικό. Κατέλειπε βίους Ἁγίων (Ἰωάννη Ρίλλας, Παρασκευῆς Ἐπιβατινῆς, Ἰλαρίωνος Μογλενῶν, Φιλοθέης τοῦ Ἄρτζες), ἐγκωμιαστικούς λόγους, θεολογικές πραγματείες, μεταφράσεις (μετέφρασε τίς Λειτουργίες τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Μεγ. Βασιλείου καί τῶν Προηγιασμένων, δέκα εὐχές τοῦ ἁγ. Φιλοθέου Κοκκίνου Πατριάρχη ΚΠόλεως, κ. ἄ.) καί μία Ἀκολουθία (στήν ἁγ. Θεοφανώ, σύζυγο τοῦ Λέοντα ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ). Οἱ μαθητές του (ὅπως ὁ Κυπριανός Τσαμπλάκ, ἔπειτα Μητροπ. Ρωσίας καί Ἅγιος, + 1405), «συνέχισαν τό ἔργο του μέ ἀξιώσεις καί ἄφησαν ἀνεξίτηλα τά ἴχνη τους στή Βουλγαρική, Σερβική, Ρουμανική καί Ρωσική γραμματεία» (Δημ. Γόνης).

Ἅγιος Ἐφραίμ Πατριάρχης Σερβίας (+ 1399)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, ἦταν γιός Ἱερέως. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τήν μοναχική πολιτεία καί ἔτσι στήν ἡλικία τῶν 23 ἐτῶν, ὅταν οἱ γονεῖς του θέλησαν νά τόν νυμφεύσουν, ἔφυγε κρυφά γιά τό Ἅγιο Ὄρος καί κοινοβίασε στή Σερβική Μονή Χιλανδαρίου. Στή συνέχεια πῆγε στή Σερβία καί ἔζησε ἐρημιτικά στήν Κλεισοῦρα τοῦ ποταμοῦ Ἴμπα καί κοινοβιακά στή Μονή τῆς Ντέτσανης.
Στόν Πατριαρχικό Θρόνο τοῦ Πεκκίου ἀνέβηκε δύο φορές (1375 – 1379 καί 1389 – 1392). Τό 1379, πιεζόμενος ἀπό τά βάρη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, παραιτήθηκε ἀπό τόν Θρόνο γιά νά ἐπιστρέψει στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία τῆς ἐρημοῦ. Ἐπανῆλθε τό 1389, μετά ἀπό παράκληση τοῦ Σέρβου Δεσπότη ἁγ. Λαζάρου. Κατά τήν δεύτερη πατριαρχεία του συνέβη ἡ καταστροφή τῶν Σέρβων στή Μάχη τοῦ Κοσσυφοπεδίου (1389) καί ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ Δεσπότη Λαζάρου.
Ὁ ἅγ. Ἐφραίμ κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ βαθιά γεράματα, τό 1399. Προηγουμένως, τό 1392, παραιτήθηκε γιά δεύτερη φορά καί ἐπανῆλθε στήν ἀγαπημένη του ἔρημο. Ἀσχολήθηκε μέ τήν ὑμνογραφία (κατέλειπε Παρακλητικούς Κανόνες). Ἐνταφιάσθηκε στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου, στό Ναό τοῦ ἁγ. Δημητρίου, ὅπου σήμερα φυλάσσονται τά Λείψανά του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Ἰουνίου καί τήν 30η Αὐγούστου. ἡ δεύτερη μνήμη του πιθανῶς σχετίζεται μέ τήν ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του.

Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Τυρνόβου (+ 1363)
Συνεχιστής τοῦ ἔργου τοῦ ὁσ. Γρηγορίου τοῦ Σιναϊτη στή Βουλγαρία. Πρίν τόν γνωρίσει καί γίνει μαθητής του, μόνασε στίς Μονές ἁγ. Νικολάου Ἀρτσάρ Βιδυνίου, Ὁδηγητρίας Τυρνόβου καί Θεοτόκου Σλίβεν. Μέ μεσολάβησή του πρός τόν Τσάρο Ἰωάννη Ἀλέξανδρο, πέτυχε τήν χρηματοδότηση ὀχυρωματικῶν ἔργων στά Παρόρια, γιά τήν προστασία τῶν μοναχῶν ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν Τούρκων, καθώς καί ἀνέγερση ναοῦ.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ ὁσ. Γρηγορίου ἔζησε ἐρημητικά ἔξω ἀπό τήν μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις. Μετά τήν κοίμηση τοῦ μεγάλου Ἡσυχαστή διδασκάλου του, μετέβη στό Ἅγιο Ὄρος μαζί μέ τόν συνασκητή του Ρωμανό, γιά νά γνωρίσει τούς συγχρόνους του μεγάλους Ἡσυχαστές. Ἐπιστρέφοντας μέσῳ ΚΠόλεως στή Βουλγαρία, ἵδρυσε στήν περιοχή τῆς Μεσημβρίας ἕνα νέο ἡσυχαστικό κέντρο καί ἀργότερα ἕνα ἄλλο στό Κεφαλάβερο κοντά στό Τύρνοβο, μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Ἰωάννη Ἀλεξάνδρου.
Ἀπεβίωσε στήν ΚΠολη τό 1363, ἐνῶ ἐπισκέπτονταν τόν Πατριάρχη ἅγ. Κάλλιστο, γιά νά προσκυνήσει τά σεβάσματα καί τούς ναούς τῆς Πόλεως. Πρίν φύγει ἀπό τήν μονή του εἶχε ἀφήσει στή θέση του τόν ὅσ. Ρωμανό (+ 1370, 17η Φεβρουαρίου).
Τόν βίο του συνέγραψε ὁ ἅγ. Κάλλιστος Πατριάρχης ΚΠόλεως. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Νοεμβρίου.
Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος (+ 1107)
Μία ἀπό τίς σημαντικώτερες πνευματικές προσωπικότητες τοῦ 11ου καί 12ου αἰ. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Εὔβοια περί τό 1055 καί σπούδασε στήν ΚΠολη, ὅπου ἔτυχε ἐξαιρετικῆς παιδείας (ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ). Ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς οἰκογένειας τοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δοῦκα. Τό 1078 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος καί καταστάθηκε στήν τέως πρωτεύουσα τοῦ Α’ Βουλγαρικοῦ Βασιλείου (τό ὁποῖο ὑπέταξε στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία τό 1015 ὁ Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος). Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Θεσσαλονίκη τό 1107.
Κατέλειπε σημαντικό συγγραφικό ἔργο. Στά ἔργα του περιλαμβάνονται ἡ ἑρμηνεία τῶν 4 Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων καί τῶν Μικρῶν Προφητῶν, πανηγυρικός λόγος στό μαρτύριο τῶν 15 Μαρτύρων τῆς Τιβεριουπόλεως, ἐγκωμιαστικός λόγος στόν Αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό καί ἡ «Παιδεία Βασιλική», λόγος στόν Πορφυρογέννητο Κωνσταντίνο, γιό τοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 31η Δεκεμβρίου.

Ὁσιομάρτυρας Ἰγνάτιος τῆς Στάρα Ζαγόρα (+ 1814)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στή Στάρα Ζαγόρα καί στόν κόσμο ὀνομάζοταν Ἰωάννης. Κάποια γράμματα ἔμαθε στή Φιλιππούπολη καί τελικά κοινοβίασε στή Μονή Ρίλας, ὅπου ἔζησε σάν δόκιμος ἕξι χρόνια. Συνήθιζε νά ἐπισκέπτεται χάριν προσκυνήματος μονές καί ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Βλαχίας. Κάποτε, ἐνῶ ἐπέτρεφε ἀπό προσκύνημα, συνελήφθη ἀπό τούς Ὀθωμανούς στή Σούμλα καί πιεζόμενος ὑποσχέθηκε νά ἀλλαξοπιστήσει.
Μετανοημένος καί μέ τύψεις συνειδήσεως κατέφυγε στό Ἅγιο Ὄρος, στή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου τόν δέχθηκε ὁ ὀνομαστός γ. Ἀκάκιος καί τόν ἔκηρε μοναχό μέ τό ὄνομα Ἰγνάτιος. Ἐνισχυμένος πνευματικά πῆγε στήν ΚΠολη καί ὁμολόγησε δημόσια τήν Χριστιανική Πίστι, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγηθεῖ στό Ἰσλαμικό δικαστήριο καί νά καταδικαστεῖ σέ φυλάκιση καί θάνατο μέ ἀπαγχονισμό. Ἀπαγχονίστηκε στή θέση Δακτυλόπετρα, τήν 8η Ὀκτωβρίου 1814. Τά Λείψανά του μετέφερε στό Ἅγιο Ὄρος ὁ συνοδός του μοναχός Γρηγόριος.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ὀκτωβρίου.

Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Ρίλας Βουλγαρίας (+ 946)
Ὁ πλέον γνωστός τῶν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς Ἁγίων, ἐθνικός Ἅγιος τῶν Ὀρθοδόξων Βουλγάρων, «ὁ Πατριάρχης τοῦ Βουλγαρικοῦ ἀσκητισμοῦ καί μοναχισμοῦ» (Δημ. Γόνης).
Ἔζησε κατά τήν βασιλεία τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Κων/νου Ζ' τοῦ Πορφυρογέννητου καί τῶν Βασιλέων τῆς Βουλγαρίας Συμεών (893 – 927) καί Πέτρου (927 – 969). Γεννήθηκε τό 876/880 στό χωριό Σκρίνου, ἔξω ἀπό τήν Σόφια, καί μόνασε νεώτατος σέ σπήλαιο τοῦ Ὄρους Ρίλα (2. 925 μ.), σέ ἡλικία 25 ἐτῶν, μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του, ἀφοῦ μοίρασε τήν περιουσία του στούς πτωχούς. Ἐπιδόθηκε σέ μεγάλη ἄσκηση καί δέχθηκε τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σταδιακά ἡ ἀσκητική του παλαίστρα ἐξελίχθηκε σέ μονή, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε ἡ "Μητρόπολις" τῶν Βουλγαρικῶν Μονῶν. Ὅταν ἡ φήμη του ἔφθασε στά Ἀνάκτορα τῆς Πρεσλάβας, ὁ Τσάρος Πέτρος ζήτησε νά τόν συναντήσει, ἀλλά αὐτό δέν στάθηκε δυνατό. Ἔτσι τοῦ ἔστειλε μία ἐπιστολή καί δῶρα (τρόφιμα καί χρυσά νομίσματα), ἀπό τά ὁποῖα ὁ Ὅσιος κράτησε τά τρόφιμα καί ἐπέστρεψε τόν χρυσό, μαζί μέ μία καθοδηγητική ἐπιστολή.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 70 ἐτῶν καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή του, ἀφοῦ τό Λείψανό του ἐκτέθηκε σέ προσκύνημα γιά ἡμέρες, κατά τίς ὁποίες δέν παρουσίασε σημεῖα φθορᾶς!
Τό Λείψανό του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, μεταφέρθηκε ἀρχικά ἀπό τό μοναστήρι του στή Σόφια (980) καί κατατέθηκε ἀρχικά στό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, ἀργότερα στόν ξύλινο Ναό τοῦ ἁγ. Λουκᾶ καί τελικά σέ μονή πού κτίσθηκε πρός τιμήν του. Τό 1183 λαφυραγωγήθηκε ἀπό Οὔγγρους εἰσβολεῖς τοῦ Βασιλιά Βελλάς Γ’ καί μεταφέρθηκε στό Ὄστρογο. Ἐκεῖ ὁ τοπικός Παπικός Ἐπίσκοπος δέν δέχθηκε τήν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καί τιμωρούμενος ἔχασε τήν φωνή του! Μετά τήν μετάνοια καί τήν θαυματουργική θεραπεία τοῦ Ἐπισκόπου καί παρέμβαση τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Ἰασακίου Κομνηνοῦ, ὁ Οὔγγρος Ἡγεμόνας ἐπέστρεψε τό Λείψανο στούς Βουλγάρους, τό 1187. Κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰωάννη Ἀσέν Α’, τό Λείψανο μεταφέρθηκε στό Τύρνοβο καί κατατέθηκε σέ ναό πού κτίσθηκε πρός τιμήν του. Ἀπό ἐκεῖ ἐπανῆλθε ὁριστικά στή Ρίλα, κατά τήν κατάλυση τοῦ Βουλγαρικοῦ Κράτους ἀπό τούς Ὀθωμανούς (1469).
Σήμερα Λείψανο φυλάσσεται στή Μονή τῆς Ρίλας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς Βουλγαρικῆς εὐσεβείας. Ἕνα διαρκές θαῦμα καί μία συνεχής ἀπόδειξις τῆς παρουσίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ καταπληκτική εὐωδία τοῦ Λειψάνου, ἡ ὁποία γίνεται ἀντιληπτή ἀπό ἀπόσταση πολλῶν μέτρων (ὅπως καί ὁ γράφων βίωσε καί μαρτυρεῖ)!
Ἡ Ἑλλάδα ἔχει τήν μεγάλη εὐλογία τῆς φιλοξενίας τῆς δεξιᾶς χειρός τοῦ ὁσ. Ἰωάννη, ἡ ὁποία βρίσκεται στή Μονή Κεχροβουνίου Τήνου. Φυλάσσεται σέ ἀργυρή θήκη (μέ χρονολογία 1788) καί ἀφιερώθηκε στή Μονή στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ., ἀπό τόν Ἱερομόναχο Γαβριήλ ἀπό τήν Σύρο, ἐπί ἡγουμενίας Θεοδοσίας Καρδίτση (Βλ. "Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τῆς Ρίλας"· ἔκδοσις Μ. Κεχροβουνίου, 1979).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 18η Αὐγούστου (ἡ κοίμησις), τήν 19η Ὀκτωβρίου (ἡ ἀνακομιδή καί μεταφορά τοῦ Λειψάνου του ἀπό τήν Ρίλα στή Σόφια τό 980) καί τήν 1η Ἰουλίου (ἡ ἐπαναφορά τοῦ Λειψάνου του στή Ρίλλα τό 1469).

Ἅγ. Ἰωάννης Βλαδίμηρος, Ἡγεμόνας τῆς Σερβίας (+ 1015)
Καταγόταν ἀπό τήν ἡγεμονική οἰκογένεια τῆς Ζαχουμίας (Ζέτας) τῆς Σερβίας. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ Ἡγεμόνας Πετρισλάβ πού βασίλευε στίς ἡγεμονίες Ζαουλμιέ καί Πρέβαλα. Φύσει ἀγαθός ὁ νεαρός Πρίγκιπας, ὅταν διαδέχθηκε τόν πατέρα του στό Θρόνο, ἀναδείχθηκε εὐσεβής καί καλός κυβερνήτης καί ἀναλώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας, ἐνῶ ἔκτισε καί ναούς.
Καταδίωξε τήν αἵρεση τῶν Βογομίλων καί παρά τίς φιλειρηνικές του διαθέσεις πολέμησε κατά τῶν Βουλγάρων τοῦ Σαμουήλ, ἀλλά καί τῶν Βυζαντινῶν τοῦ Βασιλείου Β’ τοῦ Βουλγαροκτόνου. Ὅταν συνελήφθη μετά ἀπό προδοσία ἀπό τόν Σαμουήλ, φυλακίσθηκε καί προσευχόμενος στή φυλακή, δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη οὐρανίου Ἀγγέλου, ἀπό τόν ὁποῖο πληροφορήθηκε τήν ἀπελευθέρωσή του, ἀλλά καί τόν μαρτυρικό του θάνατο.
Γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὑποχρεώθηκε ἀπό τόν Σαμουήλ νά νυμφευθεῖ τήν κόρη του Κόσαρα, τῆς ὁποίας κέρδισε τήν ἀγάπη, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκε στή φυλακή. Ἐπιστρέφοντας στήν πατρίδα του ὁ Ἰωάννης Βλαδίμηρος, ζήτησε ἀπό τήν σύζυγό του νά ζήσουν βίο παρθενικό καί νά ἀφιερωθοῦν σέ ἔργα ἀγάπης χάριν τοῦ Χριστοῦ.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Σαμουήλ (1015), βασίλευσε ὁ γιός του Ραδομίρ, τό ὁποῖο ὅμως σκότωσε ὁ ἐξάδελφός του Ἰωάννης Βλαδισλάβος, ἄνθρωπος σκληρός καί βίαιος, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά καταλάβει τήν ἡγεμονία τοῦ Ἰωάννη Βλαδιμήρου. Τελικά ὁ δεύτερος ἀποκεφαλίστηκε προσωπικά ἀπό τόν πρῶτο. Λέγεται, ὅτι ὁ ἀποκεφαλισμένος δίκαιος πῆρε στά χέρια τό κεφάλι του καί ἔφιππος πῆγε στήν ἐκκλησία πού ἤθελε νά ἐνταφιαστεῖ! (Γι’ αὐτό συνήθως εἰκονίζεται νά κρατάει τό κεφάλι του).
Σύντομα ὁ τάφος τοῦ Ἰωάννη Βλαδιμήρου ἀναδείχθηκε πηγή ἰαμάτων καί θεραπειῶν καί συχνά ἕνα οὐράνιο φῶς τόν ἐπισκίαζε. Μετά ἀπό αὐτές τίς θεοσημείες ὁ Βλαδισλάβος ἔδωσε στήν Κόσαρα τήν ἄδεια νά μεταφέρει τό σῶμα τοῦ συζύγου της στήν πατρίδα του. Τότε τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Βλαδιμήρου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθο-ρο καί εὐωδιαστό καί μεταφέρθηκε στό Ἐλβασάν τῆς σημερινῆς Ἀλβανίας, ὅπου ἐνταφιάστηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωάννη πού εἶχε ἱδρύσει.
Μετά τήν ἀθεϊστική λαίλαπα τῆς κομμουνιστικῆς διακυβερνήσεως τῆς Ἀλβανίας, τά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Βλαδιμήρου βρέθηκαν καί τιμῶνται εὑρύτατα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους τῆς χώρας, θεωρούμενα ἀπό τούς πολυτιμότερους θησαυρούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 22α Μαϊου.

Ὁσιομάρτυρας Ἰωάννης ὁ Ἀθωνίτης (+ 1784)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, ἀρνήθηκε τόν Χριστό σέ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὅμως μετανόησε καί πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος, στή Μεγίστη Λαύρα, ὅπου- κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη - «ἐστάθη τρεῖς χρόνους, ὑπηρετῶν ἕνα Γέροντα κουλοχέρην, καταγινόμενος εἰς ἀναγνώσεις τῶν ἱερῶν βιβλίων» («Νέον Μαρτυρολόγιον», σελ. 214).
Μαρτύρησε μέ ἀποκεφαλισμό τό 1784 στήν ΚΠολη, στήν αὐλή τῆς Ἁγίας Σοφίας, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, ἐπισφραγίζοντας μέ τό μαρτύριό του τήν ὁμολογία τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Μαρτίου.

Νεομάρτυρας Ἰωάννης τῆς Σούμλας (+ 1802)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς (τό Βουλγαρικό του ὄνομα ἦταν Ράϊκος), ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου στήν πόλη Σούμλα. Σέ ἡλικία 18 ἐτῶν, λόγῳ τῆς ὡραιότητάς του, κυριεύθηκε ἀπό πόθο γι’ αὐτόν ἡ θυγατέρα ἑνός Ὀθωμανοῦ γείτονά του καί ἐπειδή ὁ Ἰωάννης δέν ἐνέδωσε, τόν κατηγόρησε ὅτι ἀποπειράθηκε νά τήν βιάσει. Μέ τήν κατηγορία αὐτή ὁ νεαρός Ἰωάννης ὁδηγήθηκε στόν κριτή καί τοῦ προτάθηκε νά γίνει Μουσουλμάνος καί νά νυμφευθεῖ τήν κόρη ἤ νά θανατωθεῖ.
Ἀρνούμενος ὁ Ἰωάννης βασανίσθηκε μέ σκληρότητα (τόν χτύπησαν στά πόδια μέχρι πού τοῦ ἔπεσαν τά νύχια, τοῦ ἔβγαλαν μία λουρίδα δέρμα καί τοῦ ἔριξαν ἁλάτι! κ.ἄ.) καί τελικά ἀποκεφαλίσθηκε.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 14η Μαρτίου.

Ἅγιος Κλήμης Ἐπίσκοπος Ἀχρίδας, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 916)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς («κατήγετο ἐκ τῆς ἐν Εὐρώπῃ Μοισίας», Μέγας Συναξαριστής, τ. Νοεμβρίου, σελ. 580) καί ἤκμασε κατά τήν βασιλεία τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ καί τοῦ Βασιλέως τῆς Βουλγαρίας Βόριδος. Ὑπῆρξε μαθητής τῶν Θεσσαλονικέων Φωτιστῶν τῶν Σλάβων ἁγ. Κυρίλλου καί Μεθοδίου καί συμμετεῖχε στήν ἱεραποστολή στή Μοραβία.
Περί τό 866, μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγ. Μεθοδίου, ἐκδιώχθηκε ἀπό τούς Παπικούς ἀπό τήν Μοραβία, μαζί μέ τούς ἄλλους μαθητές τοῦ Μεθοδίου (Ναούμ, Γοράσδο, Σάββα καί Ἀγγελάριο). Οἱ ἰσαπόστολοι αὐτοί ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου βρῆκαν καταφύγιο στή Βουλγαρία, ὅπου ἔγιναν δεκτοί ἀπό τόν νεοφώτιστο Βασιλέα Βόριδα – Μιχαήλ.
Ὁ ἅγ. Κλήμης ἔδρασε κυρίως στήν τότε δυτική Βουλγαρία (σημερινή περιοχή τῶν Σκοπίων), μέ ἕδρα τήν Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Σκοπίων, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος. Ἀπέκτησε περί τούς 3.500 μαθητές! Μέ τήν ἄνοδο στό Θρόνο τῆς Βουλγαρίας τοῦ Συμεών (893), χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Βελίτζας (Ἀχρίδος). Κατέλειπε σημαντικό συγγραφικό ἔργο στήν παλαιοσλαβική γλῶσσα.
Ἡ ἱεραποστολική ἐργασία τοῦ ἁγ. Κλήμεντος καί τῶν συνεργατῶν του «συνετέλεσεν – κατά τόν ἀρχιεπ. Χρυσόστομο – εἰς τόν πλήρη ἐκσλαβισμόν τῶν Βουλγάρων καί εἰς τήν μετάδοσιν εἰς αὐτούς τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Βυζαντίου… (Οἱ Ἅγιοι αὐτοί) μετέφρασαν ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς εἰς τήν Σλαβωνικήν γλῶσσαν τά ἐκκλησιαστικά βιβλία καί διάφορα θρησκευτικά συγγράμματα, ἡ δέ δρᾶσις αὐτῶν ὑπῆρξεν ἐπωφελεστάτη ἀπό πάσης ἀπόψεως διά τούς Βουλγάρους» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», σελ. 83).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 27η Ἰουλίου 916. Ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Ἰουλίου (ἡ κοίμησις) καί τήν 22α Νοεμβρίου. Ἡ τιμία του Κάρα φυλάσσεται στήν Ἑλλάδα, στήν Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βερροίας.

Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Ζωγραφίτης (+ 1422/1423)
Κατά τόν μ. Μωϋσῆ Ἁγιορείτη εἶναι ὁ μεγαλύτερος Ζωγραφίτης ἀσκητής (μ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου, «Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους»,σελ. 343).
Μόνασε στή Βουλγαρική Μονή Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, προερχόμενος ἀπό ἀρχοντική οἰκογένεια τῆς Βουλγαρίας. Εἶχε λάβει Ἑλληνική καί Βουλγαρική παιδεία καί στό μοναστήρι τοῦ ἀνατέθηκε τό διακόνημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ. Ὅταν οἱ ἀδελφοί καί ὁ Ἡγούμενος τόν προέκριναν γιά νά ἱερωθεῖ, μετά ἀπό προσευχή καί ὑπόδειξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔφυγε στήν ἔρημο καί ἐγκαταβίωσε σέ ἕνα φοβερό κελλί κοντά στό μοναστήρι, ὅπου ἀγωνίσθηκε κατά τῶν δαιμόνων καί χαριτώθηκε μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῶν θαυμάτων καί τῶν ὑπερκοσμίων ὁραμάτων.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στό κελλί του. Κατά τήν κηδεία του «ἐμαζώχθησαν ὅλα τά θηρία ἀπό τήν ἔρημον καί ἔστεκαν ὁλόγυρα καί ἀφοῦ τόν εθαψαν, ἐφώναξε τό καθένα κατά τήν φωνή του καί τόν ηὐφήμησαν καί πάλιν ὑπῆγαν εἰς τήν ἔρημον» (Νέον Ἐκλογίον σελ. 71). Ἀκόμη μετά θάνατον οἰκονομήθηκε ἀπό τόν Θεό καί ἄλλο σημεῖο: «Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ταφή ἀναζήτησαν τό Λείψανό του καί δέν τό βρῆκαν»! (μ. Μωϋσέως αὐτ. σελ. 343).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 22α Σεπτεμβρίου.

Ἅγιος Κυπριανός Μητροπολίτης Ρωσίας (+ 1406)
Ὁ Βουλγαρικῆς καταγωγῆς Κυπριανός Τσάμπλακ ἦταν μαθητής τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου τοῦ Τυρνόβου (+ 1363, 27η Νοεμβρίου), τόν ὁποῖο συνόδευσε στό προσκύνημά του στήν ΚΠολη. Μετά τόν θάνατο τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου, πῆγε μαζί μέ τόν ἔπειτα Πατριάρχη Τυρνόβου ἅγ. Εὐθύμιο στό Ἅγιο Ὄρος, ἀπ’ ὅπου ἦρθε καί πάλι στήν ΚΠολη κατά τήν β’ πατριαρχία (1364-1376) τοῦ ἁγ. Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, γιά νά συμβάλλει στήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἀλεξίου μέ τόν Ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Ὄλγκερντ (1374 – 1375).
Τό 1376 ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ἀποδέχθηκε αἴτημα τοῦ Ὄλγκερντ γιά τήν ἵδρυση Μητροπόλεως Λιθουανίας, ἀνεξάρτητης ἀπό τήν Μητρόπολη Ρωσίας καί χειροτόνησε τόν Κυπριανό πρῶτο Μητροπολίτη της (1376 – 1390), ἐνῶ στή Μόσχα ἀρχιεράτευε ὁ ἅγ. Ἀλέξιος. Ἀκόμη καί μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου, ὁ Κυπριανός δέν ἔγινε δεκτός στή Μόσχα, διότι ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσκοϊ βρισκόταν σέ ἀντίθεση μέ τήν Λιθουανία καί γιά τόν λόγο αὐτό ὑποστήριξε τούς Μητροπολίτες Μιχαήλ Γ’ καί Ποιμένα. Ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση στή Ρωσία ἑνοποιήθηκε καί ὁμαλοποιήθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Δημητρίου καί τοῦ Μητροπολίτη Ποιμένα, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ Μητροπολίτου Κυπριανοῦ, τό 1390.
Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα ἐπέδρασε στίς σχέσεις Ρωσίας καί Λιθουανίας, ὥστε ὄχι μόνο δέν ἔγινε πόλεμος μεταξύ τους, ἀλλά οὔτε κἄν διπλωματική ρήξη. Ὡς Μητροπολίτης κατέβαλε προσπάθεια νά περιορίσει τήν μοναστηριακή πλεονεξία – τάση συγκεντρώσεως περιουσίας, ἡ ὁποῖα γίνονταν μέ πρόσχημα τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐξαιρετικά καλλιεργημένος Ἱεράρχης, ἀναδείχθηκε γόνιμος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας. Ἔργα του εἶναι ὁ Βίος, τό Ἐγκώμιο, ἡ Ἀκολουθία καί ὁ Παρακλητικός Κανόνας τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου (1308 – 1326), καθώς καί ἀπαντήσεις ἐπί Λειτουργικῶν θεμάτων. Ἐπίσης ὑπῆρξε ἱκανός μεταφραστής ἔργων τοῦ ἁγ. Ἰω. Σιναϊτου καί τοῦ ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Μετέφρασε ἀκόμη τήν Κλίμακα, τό Ψαλτήριο, τό Εὐχολόγιο, Κανόνες, τό Συνοδικό τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, κ.ἄ., ἐνῶ ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἔγινε καί νέα σλαβονική μετάφραση τοῦ Πηδαλίου.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1406. Κατά τήν ἀνακομιδή τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τό 1472 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Σεπτεμβρίου.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
Ἀντωνίου – Αἰμιλίου Ταχιάου, «Ὁ Μητροπ. Ρωσίας Κυπριανός Τσάμπλακ», 1961.

Νεομάρτυρας Λάζαρος τοῦ Γαμπρόβου (+ 1802)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στό Γάμπροβο τοῦ Τυρνόβου. Βόσκοντας πρόβατα στήν περιοχή τῆς Περγάμου, συκοφαντήθηκε ἀπό μία Ὀθωμανή, τήν ὁποία ἔσωσε ἀπό ἐπίθεση σκύλων, ὅτι ἀποπειράθηκε νά τήν βιάσει. Παρά τήν ἀποδεδειγμένη ἀθωότητά του ὁδηγήθηκε στόν κριτή καί πιέστηκε νά ἀλλαξοπιστήσει, ἀλλά ἔμεινε σταθερός στήν Χριστιανική Πίστι καί δέν ἐπέτρεψε στούς Χριστιανούς νά τόν ἐξαγοράσουν. Τελειώθηκε μέ ἀπαγχονισμό τήν 23η Ἀπριλίου 1802, σέ ἡλικία 28 ἐτῶν, ἀφοῦ προηγουμένως βασανίσθηκε μέ σκληρότητα. Ἀναδείχθηκε μετά θάνατον θαυματουργός.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Ἀπριλίου.

Ἱερομάρτυρας Μανουήλ Μητροπ. Ἀδριανουπόλεως (+ 813) καί οἱ σύν αὐτῶ 377 Μάρτυρες, οἱ ὑπό Ὀμουρτάγ (+ 814)
Τό ἔτος 813 ὁ Χάνος τῶν Βουλγάρων Κροῦμος κατέλαβε τήν Ἀδριανούπολη καί πῆρε αἰχμάλωτο τόν Μητροπολίτη τῆς πόλεως Μανουήλ καί 40.000 Χριστιανούς! Μετά τόν θάνατό του (814) ὁ διάδοχός του Δίτζεγγος, μεγάλος διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ἔκοψε τά χέρια τοῦ Μητροπ. Μανουήλ, τόν ἔκοψε στή μέση καί ἔρριξε τά μέλη του στά θηρία! Ὅμως τό ἴδιο ἔτος ὁ Δίτζεγγος δολοφονήθηκε ἀπό τόν γιό τοῦ Κρούμου Ὀμουρτάγ (814 – 831), ὁ ὁποῖος συνέχισε τόν διωγμό. Τότε μαρτύρησαν μέ ἀποκεφαλισμό μεταξύ ἄλλων ὁ Ἐπίσκο-πος Δεβελτοῦ Γεώργιος, ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρος, ὁ Ἐπίσκοπος Νικαίας Λέων, οἱ Βυζαντινοί Στρατηγοί Λέων καί Ἰωάννης, ὁ Πρεσβύτερος Πάροδος (μέ λιθοβολισμό) καί οἱ εὐσεβεῖς Γαβριήλ καί Σιώνιος, συνολικά 377 Ἅγιοι Μάρτυρες.

Ἅγιος Μιχαήλ ὁ Στρατιώτης (+ 866)
Γεννήθηκε στήν Ποτούκα τῆς Ροδόπης (σημερινό Μπατάκ τῆς Βουλγαρίας), κατά τήν βασιλεία τοῦ Βόριδος – Μιχαήλ. Μᾶλλον ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, διότι ὑπηρετοῦσε στό Βυζαντινό στρατό, μάλιστα διακρίθηκε στίς μάχες κατά τῶν Ἀράβων.
Τελειώθηκε εἰρηνικά στήν πατρίδα του τό 866. Μετά θάνατον ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί ὁ τάφος του ἔγινε πηγή ἰαμάτων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 22α Νοεμβρίου.

Ὅσιος Ναούμ τῆς Ἀχρίδας, ὁ Ἰσαπόστολος (+ 910)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, ὑπῆρξε μαθητής τῶν ἁγ. Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, τῶν Φωτιστῶν τῶν Σλάβων, μέ τούς ὁποίους ἐργάσθηκε γιά τόν ἐκχριστιανισμό τῆς Μοραβίας. Τό 866, μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί τόν διωγμό τῶν μαθητῶν του ἀπό τούς Γερμανούς, ἀκολούθησε τόν ἅγ. Κλήμεντα (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Ἀχρίδος) στή σημερινή Βουλγαρία, ὅπου ἔγινε δεκτός ἀπό τόν νεοφώτιστο Βασιλέα Βόριδα – Μιχαήλ. Μαζί μέ τόν ἅγ. Κλήμη καί τούς συναγω-νιστές του ἁγ. Σάββα, Γοράσδο καί Ἀγγελάριο, ἐργάσθηκε γιά τόν εὐαγγελισμό τῆς Βουλγαρίας (δυτική περιοχή), μέ κέντρο τήν πόλη καί τήν λίμνη τῆς Ἀχρίδας, ὅπου ἱδρύθηκε μονή (ἐρρείπια τῆς μονῆς αὐτῆς σώζονται μέχρι σήμερα στό ὁμώνυμο νησί τῆς Λίμνης τῆς Ἀχρίδας).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 910 καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Ἰουνίου, 23η Ἰουνίου καί 23η Δεκεμβρίου.

Ὅσιος Νικόδημος τῆς Τισμάνας Ρουμανίας (+ 1406)
Σερβικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στή Βυζαντινή Πρίλαπο τό 1320, ἀπό Ἕλληνα πατέρα καί Σερβίδα μητέρα, συγγενή τοῦ Σέρβου Δεσπότη ἁγ. Λαζάρου καί τοῦ Ρουμάνου Ἡγεμόνα Νικολάου Ἀλεξάνδρου. Τόν μοναχικό βίο ἀσπάσθηκε πολύ νέος στή Σερβική Μονή Χιλανδαρίου, στόν Ἄθωνα, ὅπου ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί Πρωτεπιστάτης τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Συνδέθηκε μέ τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τόν εἰκονογράφο Μανουήλ Πανσέληνο καί τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό. Ἀγωνιζόμενος (γιά κάποιο διάστημα καί σέ σπήλαιο), ἀξιώθηκε τοῦ προορατικοῦ καί θαυματουργικοῦ χαρίσματος. Ἀπέκτησε πολλούς μαθητές, ὅλων τῶν ἐθνικοτήτων τῶν Βαλκανίων, καί ἀναδείχθηκε «διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, βαθύς θεολόγος καί πνευματικός πατήρ πολλῶν…κεντρική μορφή γιά τήν μετάδοση τοῦ Ἡσυχασμοῦ στή Ρουμανία καί ἄξιος πνευματικός ἐργάτης τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν Βαλκανικῶν λαῶν» (μ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου αὐτ. σελ. 332).
Ὅταν διεσπάρησαν οἱ Ἡσυχαστές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ ὅσ. Νικόδημος πῆγε ἀρχικά στή Βουλγαρία, ὅπου «ἵδρυσε στήν Κράϊνα δύο μοναστήρια κατά τό πρότυπο τῶν Ἁγιορειτικῶν καί βοήθησε ἔτσι στήν ἐξάπ-λωση τοῦ Ἁγιορείτικου ἀσκητισμοῦ στή Βουλγαρία» (μ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου αὐτ. σελ. 331).
Στή συνέχεια ὁ Ὅσιος μέ μαθητές του κατέφυγε γιά λίγο καιρό κοντά στόν Ἡγεμόνα τῶν Σέρβων ἅγ. Λάζαρο. Τό 1364 ἦρθε στή Ρουμανία καί μέ τήν βοήθεια τῶν Ἡγεμόνων Βλάϊκου (1364 - 1367) καί Ράδου (1377 - 1384), ἵδρυσε τίς Μονές Βοντίτσα (1374), Τισμάνα (1377) καί Πρισλόπ (βόρεια τῶν Καρπαθίων), καθώς καί τρεῖς μικρότερες μοναστικές κοινότητες (Γκούρα, Μποτρούλουϊ καί Ἴλοβατς), πού λειτουργοῦσαν κατά τό Ἁγιορείτικο Τυπικό. Ἀπό μαθητές του ἱδρύθηκε στά τέλη τοῦ 1 4ου αἰ. ἡ περιώνυμη Μονή Νεάμτς καί ἄλλες μονές. Ἰδιαίτερα ἡ Μονή Τισμάνα ἀναδείχθηκε σέ περίφημο κέντρο ἡσυχασμοῦ, ὅπου παράλληλα καλλιεργήθηκε ἡ καλλιγραφία (ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος ἦταν ἐξαίρετος καλλιγράφος καί ἁγιογράφος) καί ἡ ἀντιγραφή χειρογράφων.
Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων (μεταξύ ἄλλων θεράπευσε καί τήν κόρη τοῦ Βασιλέως Σιγισμούνδου, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό ἐπιληψεία). Γιά τήν σύνεσή του, μέ παράκλησι τοῦ Ἡγεμόνος Λαζάρου πῆγε στήν ΚΠολη μαζί μέ τούς μαθητές του Ἠσαϊα καί Παρθένιο καί πέτυχε τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Πατριαρχεῖο.
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν διαποίμανση τῶν μονῶν του στό μαθητή του Ἀγάθωνα, ἀποσύρθηκε σέ παρακείμενο πρός τήν Μονή τῆς Τισμάνας σπήλαιο καί τελειώθηκε ἐκεῖ ἡσυχαστικά, τό 1406. Ἐνταφιάσθηκε μέσα στό Καθολικό, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του.
Δέν εἶναι γνωστό πότε ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανό του, λόγῳ τῶν δυσκόλων περιστάσεων πάντως, μέρος του δόθηκε στή Σερβική Ἐκκλησία καί μέρος ἐνταφιάσθηκε σέ ἄγνωστο τόπο. Σήμερα στή Μονή τῆς Τισμάνας φυλάσσεται ὁ ἄφθαρτος ἀντίχειρας τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 13η Ἰουλίου καί τήν 26η Δεκεμβρίου.

Νεομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος (+ 1555)
Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στά Ἰωάννινα. Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων του ἐγκαταστάθηκε στή Σόφια, ὅπου νυμφεύθηκε καί ἔκανε οἰκογένεια. Ἐργάσθηκε στήν Οὐγγαρία σάν μισθοφόρος στρατιώτης καί ὑποδηματοποιός. Ὅταν ἐπέστρεψε στή Βουλγαρία, φίλοι του Ὀθωμανοί τόν μέθυσαν καί τοῦ ἔκαναν περιτιμή. Ὅταν ὁ Νικόλαος συνῆλθε ἀπό τό μεθύσι του, ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τήν Μωαμεθανική θρησκεία καί γι’ αὐτό ὁδηγήθηκε στόν κριτή καί τελειώθηκε λιθοβολούμενος ἀπό τό ἐξαγριωμένο πλῆθος, στή θέση «Τρία Πηγάδια» τῆς Σόφιας. Μετά οἱ Μωαμεθανοί ἔκαψαν τό σῶμα του γιά νά μήν τό πάρουν οἱ Χριστιανοί καί σκόρπισαν τήν στάχτη του!
Ὁ ἅγ. Νικόλαος μαρτύρησε τό 1555, τήν 17η Μαϊου 1555, ἡμέρα κατά τήν ὁποία τιμᾶται ἡ μνήμη του, σέ ἡλικία περίπου 45 ἐτῶν.

Ἱερομάρτυρας Ὀνούφριος ὁ Χιλανδαρινός (+ 1818)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στό Γάμπροβο τοῦ Τυρνόβου καί ἦταν γόνος πλουσίων καί εὐσεβῶν γονέων (ὁ πατέρας του μάλιστα πρίν πεθάνει πῆρε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Δανιήλ). Σέ ἡλικία 8 ἐτῶν, ἐπειδή τόν ἔδειραν οἱ γονεῖς του γιά κάποια ἀταξία πού ἔκανε, εἶπε θυμωμένος μπροστά σέ Ὀθωμανούς ὅτι «θά γίνει Τοῦρκος». Τότε οἱ γονεῖς του μόλις πού ἀπέφυγαν τήν περιτομή του!
Ἀργότερα μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, στή Σερβική Μονή Χιλανδαρίου, ὅπου καί χειροτονήθηκε Διάκονος μέ τό ὄνομα Μανασσῆς. Τυπτόμενος ἀπό τήν συνείδηση γιά τήν παιδική του ἀνοησία, πῆγε στή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί ὑποτάχθηκε στό διακριτικό Πνευματικό Νικηφόρο καί στό Γέροντα Ἀκάκιο, ἀπό τούς ὁποίους καί προετοιμάσθηκε γιά τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Χριστιανικῆς Πίστεώς του. Γιά διάστημα τεσσάρων μηνῶν ἔμεινε κλεισμένος σέ ἀπόμερο κελλί καί «ἐποίει γονυκλιτάς μετανοίας χιλιάδας τέσσαρας τό ἠμερονύκτιον ἤ τό ἐλάχιστον τρεῖς χιλιάδας καί πεντακοσίας, προσκυ-νήματα δέ κομβοσχοινίου ἀναρίθμητα» («Συναξαριστής Νεομαρτύρων» σελ. 219). Ἀγωνιζόμενος μέ αὐτό τόν τρόπο δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί τό ὄνομα Ὀνούφριος.
Ὁμολόγησε δημόσια τήν Χριστιανική Πίστι στή Χίο, ὅπου καί τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό τό 1818, στόν τόπο ὅπου εἶχε μαρτυρήσει ὁ ἅγ. Νεομάρτυρας Μᾶρκος (+ 1801). Οἱ Ὀθωμανοί, γιά νά μήν πάρουν οἱ Χριστιανοί τό Λείψανό του, τό βύθισαν στή θάλασσα, μαζί μέ τό χῶμα πού ματώθηκε ἀπό τό αἷμα του!
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Ἰανουαρίου.

Ὁσιομάρτυρες 26 τῆς Μονῆς Ζωγράφου (+ 1284)
Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους Θωμᾶς, οἱ Μοναχοί Βαρσανούφιος, Κύριλλος, Μιχαῖας, Σίμων, Ἰλλαρίων, Ἰάκωβος, Ἰώβ, Κυπριανός, Σάββας, Ἰάκωβος, Μαρτινιανός, Κοσμᾶς, Σέργιος, Μηνᾶς, Ἰωάσαφ, Ἰωαννίκιος, Παῦλος, Ἀντώνιος, Δομετιανός καί Παρθένιος καί μαζί τους 5 λαϊκοί, μαρτύρησαν τό 1284 ἀπό τούς Λατινόφρονες Βυζαντινούς τοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, μή δεχόμενοι τήν «ἕνωση» μέ τήν Παπική Ἐκκλησία, μετά τήν ἑνωτική Σύνοδο τῆς Λυών. Οἱ Ὁμολογητές αὐτοί Πατέρες κάηκαν ζωντανοί στόν ἀμυντικό πύργο τῆς Μονῆς!
Δέν εἶναι γνωστή ἡ ἐθνικότητα τῶν Ὁσιομαρτύρων αὐτῶν (κάποιοι ἀσφαλῶς θά ἦσαν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς). Εἶναι ἐπίσης πιθανό, ὅτι κάποιοι θά εἶχαν καί ἱερατική ἰδιότητα.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 10η Ὀκτωβρίου.

Ὅσιος Παϊσιος ὁ Χιλανδαρινός (+ 1798)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στό Μπάνσκο τῆς Βουλγαρίας περί τό 1722. Νέος μόνασε στή Σερβική Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους καί ἀργότερα στή Βουλγαρική Μονή Ζωγράφου. Κατά τόν μ. Μωϋσῆ Ἁγιορείτη, δέν εἶναι γνωστά «τά στοιχεῖα τῆς Ἁγιορειτικῆς βιοτῆς του» (αὐτ. σελ. 511).
Ἔγινε γνωστός διότι ἔγραψε ἕνα βιβλίο μέ τόν τίτλο, «Ἱστορία Σλαβιανοβουλγαρική περί τῶν λαῶν, τῶν Βασιλέων καί τῶν Ἁγίων τῶν Βουλγάρων». Τό βιβλίο αὐτό τό ξεκίνησε στή Μονή Χιλανδαρίου, ὅπου ἦταν Ἡγούμενος ὁ ἀδεφλός του, καί τήν τελείωσε στή Μονή Ζωγράφου, τό 1762. Κατά τόν μ. Μωϋσῆ, ἐνῶ «ἡ ἱστορική ἀξία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶναι μικρή καί δυστυχῶς ἔχει πολλά ἀνθελληνικά στοιχεῖα, συνέβαλε στήν ἀφύπνιση τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος τῶν Βουλγάρων καί στή διαμόρφωση τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεώς τους» (μ. Μωϋσέως αὐτ. σελ. 511).
«Τό ἔργο τοῦ Παϊσίου - γράφει ὁ Δημ. Γόνης - ἀποτέλεσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἐθνικῆς ἀφυπνίσεως. Μάλιστα διαδόθηκε στόν Βουλγαρικό λαό ὡς χειρόγραφο, μέ συνεχεῖς ἀντιγραφές. Τήν ἔκταση τῆς διαδόσεώς του μαρτυροῦν τά 60 περίπου ἀντίγραφα πού ἔχουν ἀνευρεθεῖ μέχρι σήμερα σέ διάφορες βιβλιοθῆκες, καθώς καί οἱ διασκευές της. Ὁ ἴδιος ὁ Παϊσιος εἶχε προκρίνει αὐτόν τόν τρόπο κυκλοφορίας της» (Δημ. Γόνη αὐτ. σελ. 115).
Σχετικά μέ τόν σκοπό τῆς συγγραφῆς αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ὁ ἴδιος Καθηγητής γράφει: «Ὁ σκοπός τῆς «Ἱστορίας Σλαβιανοβουλαρικῆς» παρουσιάζεται στόν πρόλογό της: Νά δείξει στούς Βουλγάρους, ὅτι καί αὐτοί ἔχουν ἕνα ἔνδοξο παρελθόν, μέ Τσάρους, Πατριάρχες, Ἁγίους, γραμματεία, χρονογραφίες, γιά τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι ὑπερήφανοι. Εἶναι ἀδικαιολόγητοι ἐκεῖνοι πού ντρέπονται νά καλοῦνται Βούλγαροι καί ἀρέσκονται νά διαβάζουν καί νά ὁμιλοῦν Ἑλληνικά» (αὐτ. σελ. 116).
Ὁ Καθηγητής Ἀντ. Αἰμ. Ταχιάος ἐπισημαίνει, ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Παϊσίου δέν ὑπάρχει μισελληνισμός, ἀλλά Ἑλληνοφοβία πού τήν προκαλεῖ ἡ μεγάλη πνευματική ἀνάπτυξη τῶν Ἑλλήνων στό Ἅγιο Ὄρος κατά τόν 18ο αἰ. (Ἀθωνιάδα Σχολή – Εὐγένιος Βούλγαρις, Κολλυβάδες, Φιλοκαλική Ἀναγέννηση).
Ἄλλα στοιχεῖα γιά τόν Παϊσιο δέν εἶναι γνωστό, πέραν τοῦ ὅτι ἀπεβίωσε τό 1798. Τό 1963 τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας προχώρησε στή διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του (μέ ἡμέρα μνήμης τήν 19η Ἰουνίου), χωρίς - κατά τήν γνώμη τοῦ γράφοντος – νά ἔχει προηγηθεῖ διαπίστωση τῆς ἁγιότητάς του ἀπό τήν κοινή Ἁγιορειτική συνείδηση.

Ὁσία Παρασκευή ἡ Ἐπιβατινή (11ος αἰ.)
Μία τῶν λαοφιλεστέρων Ἁγίων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Βλακανίων, σύμβολο τῆς ἑνότητος τῶν Βαλκανικῶν λαῶν κάτω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστι.
Γεννήθηκε στούς Ἐπιβάτες τῆς Θράκης τό 1023. Μόνασε σέ ἡλικία 15 ἐτῶν σέ κοινόβιο τῆς Μ. Ἀσίας καί μετά ἀπό ἄσκηση 5 ἐτῶν στήν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου, πῆγε προσκυνήτρια στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κοινοβίασε 25 χρόνια σέ μοναστήρι στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη, στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στήν Καλλικράτεια, ὅπου ἡσύχασε τά δύο τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της. Κηδεύθηκε σέ τόπο παραθαλάσσιο. Ἄγνωστο πότε τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ὅταν χωρικοί θέλησαν νά ἐνταφιάσουν δίπλα της τό σῶμα ἑνός ναυτικοῦ, τό ὁποῖο ἐκβράστηκε στήν ἀκτή καί ἡ Ὁσία μέ ἐμφάνισή της ζήτησε νά τήν μεταφέρουν!
Τήν περίοδο τῆς βασιλείας τῶν Βουλγάρων Βασιλέων Πέτρου καί Ἰωάννη Ἀσέν (1290 - 1310), οἱ Βυζαντινοί δώρησαν τό Λείψανο τῆς Ὁσίας στόν Ὀρθόδοξο Βουλγαρικό λαό, σάν σημεῖο φιλίας καί ἑνότητος στήν Ὀρθόδοξη Πίστι. Τό 1393, ὅταν ὁ Σουλτάνος Βαγιαζίτ κατέλαβε τό Τύρνοβο καί κατέλυσε τό Β’ Βουλγαρικό Κράτος, δώρησε τό Λείψανο στούς (τότε) ὑποτελεῖς του Σέρβους, οἱ ὁποῖοι τό κατέθεσαν στό φρούριο τοῦ Βελιγραδίου. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Σουλτάνος Μουράτ Β' κατέκτησε τήν Σερβία, τό Λείψανο ἀγοράσθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας δωρήθηκε μέρος μιᾶς τῶν χειρῶν, φυλασσόμενο σήμερα στό Βελιγράδι καί τήν Σρέμσκα Καμένιτσα.
Τό 1640, ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας Βασίλειος Λούπου, ἀνέλαβε τό τεράστιο χρέος τοῦ Πατριαρχείου πρός τήν Τουρκική Κυβέρνηση (περίπου 2.000.000 ἄσπρων) καί γιά λόγους εὐγνωμοσύνης ὁ Πατριάρχης Παρθένιος δώρησε τό Λείψανο στόν Ὀρθόδοξο Μολδαβικό λαό. Τό Λείψανο κατατέθηκε μέ μεγάλες τιμές στό Ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στό Ἰάσιο (ἐκεῖ ὅπου ὁ Πρίγκιπας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κήρυξε τήν Ἐπανάσταση κατά τῶν Τούρκων στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες - τό 1821 - καί δέχθηκε τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Βενιαμίν Κώστακε). Τό 1888 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στό νέο πρός τιμή τῆς Ὁσίας Καθεδρικό Ναό, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 14η Ὀκτωβρίου καί ἡ πανήγυρίς της εἶναι ἡ μεγαλύτερη θρησκευτική ἐκδήλωσις στήν Ρουμανία.

Μάρτυρες Πασικράτης καί Βαλεντίων τοῦ Δορυστόλου (4ος αἰ.)
Κατάγονταν ἀπό τό Δορύστολο τῆς Μοισίας (σημερινή Βουλγαρία) καί μαρτύρησαν κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ μ. Πασικράτης σέ ἡλικία 22 ἐτῶν καί ὁ μ. Βαλεντίων σέ ἡλικία 30. Ὁμολόγησαν δημόσια τήν Χριστιανική Πίστη μαζί μέ τόν συμπολίτη τους μ. Ἰούλιο τόν Βετεράνο (κατά τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο τιμᾶται τήν 27η Μαϊου), διότι ἔβλεπαν τήν πτώση διαφόρων Χριστιανῶν πού ἀπό φόβο πρόσφεραν θυσία στά εἴδωλα.
Δικάσθηκαν ἀπό τόν διοικητή Αὐλοζάνη, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν καί τελειώθηκαν μέ ἀποκεφαλισμό. Τελιεώθηκαν μαρτυρικά λίγο πρίν τό μαρτύριο τῶν μ. Νικάνδου καί Μαρκιανοῦ (8η Ἰουνίου). Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ μητέρα τοῦ μ. Πασικράτη τόν ἀκολουθοῦσε καί τόν ἐνθάρρυνε μέχρι τό τέλος.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 24η Ἀπριλίου.

Ὅσιος Πέτρος, Βασιλεύς τῆς Βουλγαρίας (+ 970)
Ἦταν γιός καί διάδοχος τοῦ Τσάρου Συμεών (+ 927). Σάν ἄνθρωπος ἦταν ταπεινός, εὐσεβής καί εἰρηνικός. Κατά τόν «Νέο Συναξαριστή», «σέ ἔντονη ἀντίθεση πρός τήν βασιλεία τοῦ πατέρα του, ἡ ὁποία σημαδεύτηκε ἀπό συνεχεῖς πολέμους, τήν μακρά παραμονή τοῦ Πέτρου στόν Θρόνο τήν χαρακτηρίζει περίοδος εἰρήνης καί συμφιλίωσις, τόσο μέ τό Βυζάντιο, ὅσο καί μέ τήν Δύση» (τ. Ἰανουαρίου, σελ. 381).
Μέ τήν ἄνοδό του στό Βουλγαρικό Θρόνο ὑπέγραψε συνθήκη εἰρήνης μέ τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία ἐπισφραγίσθηκε μέ τόν γάμο του μέ τήν Πριγκίπισσα Μαρία, ἐγγονή τοῦ Αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Α’ τοῦ Λεκαπηνοῦ (920 – 944).
Ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς τά σπουδαιότερα γεγονότα τῆς βασιλείας του εἶναι ἡ ἀνεξαρτητοποίηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί τήν ἵδρυση τοῦ πρώτου Βουλγαρικοῦ Πατριαρχείου καί ἡ ἐμφάνιση καί ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τῶν Βογομίλων.
Γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας σέ Πατριάρχη, ὁ Πέτρος ἀπευθύνθηκε στόν Αὐτοκράτορα Ρωμανό. Ὁ δεύτερος, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως Θεοφυλάκτου (933 - 956)καί τῆς Συνόδου, ἔφερε τό θέμα στή Σύγκλητο καί ἀναγορεύθηκε Πατριάρχης Βουλγαρίας ὁ Ἐπίσκοπος Δορυστόλου (Δρήστρας) Δαμιανός. Βεβαίως, ἡ ἐξέλιξη αὐτή τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τῆς Βουλγαρίας, ὑπαγορεύθηκε ἀπό τίς πολιτικές σκοπιμότητες τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀνάγκη διατηρήσεως τῆς εἰρήνης μεταξύ τῶν δύο ἀντιπάλων κρατῶν. Λίγο ἀργότερα, τό 971, μέ τήν κατάλυση τοῦ Βουλγαρικοῦ Κράτους ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τζιμισκή, ὁ Πατριάρχης Δαμιανός καθαιρέθηκε, τό Βουλγαρικό Πατριαρχεῖο καταργήθηκε καί ὑποβιβάσθηκε σέ Ἀρχιεπισκοπή.
Οἱ Βογομίλοι, μία ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη αἵρεση μέ πολιτικό – κοινωνικές προεκτάσεις (ἐφ’ ὅσον δέν δέχονταν τήν ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, τά Μυστήρια, κ.λ.π., ἀλλά καί τήν κρατική ὀργάνωση, τήν στράτευση, τήν πληρωμή φόρων στό κράτος, κ.ἄ.), ἐμφανίσθηκαν στή Βουλγαρία κατά τήν βασιλεία τοῦ Πέτρο, σάν προέκταση - ἐξέλιξη τῶν Παυλικιανῶν τῆς Μ. Ἀσίας. Ὁ Πέτρος ἀρχικά ἀπευθύνθηκε μέ ἐπιστολή του στόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Θεοφύλακτο καί ζήτησε ὁδηγίες γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἀπαντητική ἐπιστολή τοῦ Θεοφυλάκτου πρός τόν Πέτρο κλείνει μέ 14 ἀναθέματα κατά τῶν δογμάτων, ἀλλά καί τῶν διδασκάλων τῆς αἱρέσεως. Στή συνέχεια ὁ Πέτρος συγκάλεσε Σύνοδο γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως, χωρίς ὅμως οὐσιαστικά ἀποτελέσματα, διότι οἱ κοινωνικό – πολιτικές συνθήκες τῆς ἐποχῆς εὐνοοῦσαν τήν διάδοσή της.
Παράλληλα ὁ Πέτρος διατηροῦσε σχέσεις μέ ὀνομαστούς ἀσκητές τῆς ἐποχῆς του, Βουλγάρους (ὅπως τόν ὅσ. Ἰωάννη τῆς Ρίλας), ἀλλά καί Ἕλληνες (τόν ὅσ. Παῦλο τόν Λατρινό) καί γενικά ἐργάστηκε γιά τήν Ἐκκλησία τῆς χώρας του καί τήν δική του πνευματική τελείωση.
Τό 969, μέ τήν εἰσβολή στή Βουλγαρία τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Σβιατοσλάβου (ἡ ὁποία ὑποκινήθηκε ἀπό τούς Βυζαντινούς), παραιτήθηκε ἀπό τόν Θρόνο καί ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό ἑπόμενο ἔτος 970 ὡς μοναχός.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30η Ἰανουαρίου.

Ὅσιος Ποιμήν ὁ Ζωγραφίτης (+ 1620)
Ὁ Προστάτης Ἅγιος τῶν Βουλγάρων Ἁγιογράφων, μέ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας, τοῦ 1942. (Βλ. «Νέο Συναξαριστή», τ. 3 σελ. 39).
Κατά κόσμον Παῦλος, γεννήθηκε στή Σόφια ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί νέος μόνασε στή Βουλγαρική Μονή Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ὀνομάσθηκε Ποιμήν. Ἀγωνιζόμενος δέχθεικε τήν Ἱερωσύνη καί γιά περισσότερη ἄσκηση ἔζησε ἐρημιτικά μέχρι τήν ἡλικία τῶν 55 ἐτῶν, ὁπότε μετά ἀπό ἐμφάνιση τῆς Παναγίας ἀναχώρησε γιά τήν Τουρκο-κρατούμενη Βουλγαρία, γιά τήν ἐνίσχυση τῶν Χριστιανικῶν πληθυσμῶν. Κηρύττοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ περιόδευσε ὅλη τήν χώρα, κτίζοντας ἤ ἀνακαινίζοντας 300 περίπου ναούς καί ἱδρύοντας 15 μονές! (μεταξύ αὐτῶν καί τίς Μονές Τσερεπίσκι καί Σουχοντόλσκι). Ἐξαίρετος ἁγιογράφος, ἱστόρησε πολλούς ναούς μέ ὑψηλῆς τέχνης τοιχογραφίες.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1620 στή Μονή Τσερεπίσκι. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Νοεμβρίου.

Ὁσιομάρτυρας Προκόπιος τῆς Βάρνας (+ 1810)
Ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, καταγόμενος ἀπό τήν περιοχή τῆς Βάρνας. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἄφησε τήν πατρίδα καί τήν οἰκογένειά του καί ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἔγινε μοναχός στήν Ἰβηριτική Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, μέ Γέροντα κάποιον Διονύσιο. Ὅταν, ἄγνωστο γιά ποιους λόγους, ἐγκατέλειψε τόν Ἄθωνα καί ἀπέρριψε τό μοναχικό σχῆμα, βρέθηκε στή Σμύρνη, ὅπου ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί δέχθηκε περιτομή. Ὅταν συνῆλθε ἀπό τήν πτώση του, μετανόησε καί ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε σέ διακριτικό πνευματικό, ὁμολόγησε μπροστά στούς Ὀθωμανούς τήν Χριστιανική Πίστι καί τήν μοναχική του ἰδιότητα (φορώντας τόν καλογερικό σκοῦφο).
Τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό, ἀφοῦ προηγουμένως βασανίσθηκε, τό 1810. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Ἰουνίου.

Ὅσιος Πρόχορος τοῦ Μπράνσκ (10ος – 11ος αἰ.)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε πρός τό τέλος τοῦ 10ου αἰ. στήν περιοχή τῶν Σκοπίων. Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, ἔζησε ἐρημητικά σέ ἕνα σπήλαιο στό Στάρο Ναγκόρτσινο, στήν περιοχή τοῦ Κουμάνοβο. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε γιά 32 χρόνια καί ἀπό τήν καθαρότητά του «συνομιλοῦσε» μέ τά ἄγρια ζῶα! Ἐλεημένος μέ τό προορατικό χάρισμα, προεῖπε στό μελλοντικό Αὐτοκράτορα Ρωμανό τόν Διογένη (1068 – 1081), τήν ἄνοδό του στό Θρόνο τοῦ Βυζαντίου.
Φεύγοντας τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων ὁ Ὅσιος κατέφυγε σέ ἕνα δάσος κοντά στήν πόλη Βράνιε, τήν Ἔρημο Μπράνσκ, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσίνα (παραποτάμου τοῦ Ἀξιοῦ), ὅπου ἔζησε ἀγωνιζόμενος ἄλλα 30 χρόνια!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά πρός τό τέλος τοῦ 11ου αἰ. καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί Μυροβλύτης. Ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Ρωμανός ἔμαθε γιά τήν κοίμησή του, ἔστειλε δύο ἀπεσταλμένους του νά τόν ἐνταφιάσουν μέ τιμές καί νά ἀνεγείρουν ναό στό τόπο τῆς ἄσκησής του. Ἀργότερα ὁ ναός αὐτός ἐξελίχθηκε σέ μονή, μέ τήν προσέλευση ἀνδρῶν πού ἐπιθυμοῦσαν νά ζήσουν κάτω ἀπό τήν προστασία του, ἀγωνιζόμενοι νά τόν μιμηθοῦν. Τόν 14ο αἰ. ὁ Κράλης ἅγ. Στέφανος Μιλοῦτιν (1276 - 1320) ἀνακαίνισε τήν μονή καί τήν ἀφιέρωσε στόν ἅγ. Γεώργιο (οἱ καταπληκτικές τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ εἶναι ἔργα τῶν Ἑλλήνων ἁγιογράφων Μιχαήλ καί Εὐτυχίου Ἀστραπᾶ, 1313).
Ὁ ὅσ. Πρόχορος ἀναγνωρίζεται σάν ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἀσκητές τοῦ Βουλγαρικοῦ, ἀλλά καί τοῦ Σερβικοῦ Μοναχισμοῦ. Κατά τόν «Νέο Συναξαριστή» ἡ μονή του «ἐξελίχθηκε σέ κέντρο πνευματικότητας καί πόλος πνευματικῆς παραδόσεως τοῦ Βυζαντίου μεταξύ τῶν Σλάβων τοῦ νότου, ἀνάλογο τῶν Μονῶν Ρίλας καί Λεσνόβου» (τ. Ἰανουαρίου, σελ. 175).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Ἰανουαρίου καί ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του τήν 19η Ὀκτωβρίου.

Ὅσιος Ρωμανός τοῦ Τυρνόβου (+ 1370)
Συμμοναστής τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου τοῦ Τυρνόβου (+ 1362, 27η Νοεμβρίου) καί διάδοχός του στήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Κεφαλάρεβο, ἔξω ἀπό τό Τύρνοβο, μεγάλου ἡσυχαστικοῦ κέντρου τοῦ Β’ Βουλγαρικοῦ Βασιλείου. Γράφεται, ὅτι «ἄν καί κατατρυχόταν ἀπό φοβερές ἀσθένειες, διακρινόταν γιά τήν αὐστηρότητα τοῦ βίου, τήν νηστεία καί τήν ἀγρυπνία καί προσπαθοῦσε νά εἶναι ὅμοιος μέ τόν προκάτοχό του» (Δημ. Γόνης).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1370. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου.

Ὅσιος Ρωμύλος τοῦ Βιδινίου – Ραβάνιτσας (+ 1381)
Ὁ κατά κόσμον Ράϊκος γεννήθηκε στό Βιδίνιο ἀπό πατέρα Ρωμαῖο καί μητέρα Βουλγάρα. Ἐνῶ οἱ γονεῖς του τόν προόριζαν γιά τόν κοσμικό βίο, αὐτός ἔφυγε καί ἔγινε μοναχός στή Μονή Εὐαγγελιστρίας στό Τύρνοβο. Ἀργότερα μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου του μετακινήθηκε στήν ἔρημο τῶν Παρορίων ὅπου δροῦσε ὁ ὅσ. Γρηγόριος ὁ Σιναϊτης. Περί τό ἔτος 1356 ἐγκαταστάθηκε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἀπέκτησε φήμη ἐναρέτου καί πνευματικοῦ Γέροντα καί συγκέντρωσε γύρω του πολλούς μαθητές, Ἕλληνες καί Σλάβους, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἀντιγραφή χειρογράφων.
Τό 1371, μετά τήν ἦτα τῶν Σέρβων στή Μάχη τοῦ ποταμοῦ Μαρίτσα (Ἔβρου), μετακινήθηκε στήν Αὐλώνα καί τελικά στή Μονή Ραβάνιτσας στή Σερβία, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1381.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Ἰανουαρίου.

Ἅγιος Στέφανος Μιλοῦτιν Κράλης τῆς Σερβίας (+ 1322)
Ὁ Στέφανος Οὔρεσης Β', ἕνας τῶν ἐπιφανεστέρων Σέρβων Ἡγεμόνων τῆς Δυναστείας τῶν Νεμανιδῶν. Ἦταν γιός τοῦ Κράλη τῆς Σερβίας Οὔρεση Α' (Ὁσίου Σίμωνος, + 1282, 1η Μαϊου) καί τῆς Βασιλίσσης Ἑλένης (Ὁσίας, 30ή Ὀκτωβρίου) καί ἀδελφός τοῦ Κράλη Δραγούτιν (Ὁσίου Θεοκτίστου, 30ή Ὀκτωβρίου).
Κατά τήν Ἱστορία ὁ Δραγούτιν ἀνέτρεψε τόν πατέρα του μέ πραξικόπημα καί ἀφοῦ ἐπικράτησε, τόν φυλάκισε στό Δυρράχιο. Ἐκεῖ ὁ Οὔρεσης ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Σίμων καί ἀξιώθηκε ὁσιακοῦ τέλους, τό ὁποῖο ὁδήγησε τόν Δραγούτιν σέ μετάνοια. Ἀμέσως παραιτήθηκε, παρέδωσε τόν Θρόνο στόν ἀδελφό του Στέφανο, ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Θεόκτιστος καί ἔζησε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς προσφέροντας στό Θεό καρπούς μετανοίας.
Ὁ Μιλούτιν βασίλευσε κατά τήν περίοδο 1282 - 1321. Σ' αὐτόν ἡ μεσαιωνική Σερβία ὀφείλει τήν ἐπέκτασή της σέ βάρος Ἑλλήνων καί Βουλγάρων. Ἀρχικά κατέλαβε τά Σκόπια (τά ὁποῖα ἔκανε πρωτεύουσά του) καί ἔπειτα τό Δυρράχιο καί ἄλλα σημαντικά Βυζαντινά κέντρα στήν Ἤπειρο καί τήν Δυτική Μακεδονία. Τό 1299 ὁ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β' ὁ Παλαιολόγος (1282 - 1328), σύναψε εἰρήνη μαζί του. Τό γεγονός ἐπισφαγίσθηκε μέ τόν πολιτικῆς σκοπιμότητος γάμο τοῦ Σέρβου Κράλη μέ τήν μόλις πέντε ἐτῶν θυγατέρα τοῦ Ἀνδρονίκου ἀπό τήν β' γάμο του, τήν Σιμωνίδα. Ἡ προίκα τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας ἦταν ἡ ἀναγνώριση τῆς Σερβικῆς κυριαρχείας στίς κατακτημένες περιοχές.
Ὁ Στέφανος ἀναδείχθηκε εὐσεβέστατος Ἡγεμόνας. Κατά τήν παράδοση, ὑποσχέθηκε στόν Θεό νά ἀνεγείρει ἕνα ναό γιά κάθε χρόνο βασιλείας του, σάν εὐχαριστήριο γιά τίς πολλές εὐλογίες Του πρός τό Σερβικό Ἔθνος. Ἔτσι, στά 42 χρόνια τῆς βασιλείας του, ὕψωσε 42 ναούς! Οἱ πλέον ἀξιόλογοι ἀπό αὐτούς εἶναι τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους (1293), τοῦ ἁγ. Νικήτα στά Σκόπια (1307), ἡ λεγόμενη Βασιλική Ἐκκλησία στή Μονή Στουντένιτσας Σερβίας (1314) καί κυρίως ἡ Μονή τῆς Γκρατσάνιτσας (1315). Στό Ἅγιο Ὄρος, ἐκτός ἀπό τό Καθολικό τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου, ἀνακαίνισε καί τήν τράπεζα τῆς Μονῆς καί ὕψωσε τόν μέχρι σήμερα σωζόμενο ὀχυρωματικό πύργο πού φέρει τό ὄνομά του, διότι κατά τήν περίοδο ἐκείνη οἱ ἐπιδρομές τῶν Τούρκων στά ἀνατολικά παράλια τοῦ Ἄθωνα, γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές.
Κατά τήν βασιλεία τοῦ Μιλούτιν ἄρχισε ὁ λεγόμενος ἐκβυζαντινισμός τῆς Σερβικῆς κοινωνίας, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἱστορικό προηγούμενο στό παρελθόν. Τά σημεῖα τῆς οὐσιαστικῆς Βυζαντινῆς ἐπιρροῆς πολλαπλασιάσθηκαν στή διοίκηση τοῦ Κράτους, στήν κοινωνικο-οἰκονομική διάρθρωση, στή ναοδομία καί στή Θεία Λειτουργία (ἡ ὁποία μεταρυθμίσθηκε κατά τό Ἁγιορειτικό Τυπικό). Ἡ ἔντονη οἰκοδομική δραστηριότητα τοῦ Σέρβου Κράλη, ἔφερε στή Σερβία τούς καλύτερους τεχνίτες τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί δημιούργησε τήν λεγόμενη Σερβο - Βυζαντινή Σχολή.
Ὁ Κράλης ἅγ. Στέφανος κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1322. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Ναό τῆς ἁγ. Κυριακῆς, στή Σόφια τῆς Βουλγαρίας (ἐκτός ἀπό τήν τιμία Κάρα ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30η Ὀκτωβρίου.

Ἱερομάρτυρας Συμεών Ἐπίσκοπος Σαμακόβου (+ 1737)
Σημείωσις :Τό συναξάριο τοῦ ἁγ. Συμεών βρίσκεται ὑπό ἐπεξεργασία.

Ὁσιομάρτυρας Σωφρόνιος τοῦ Ρουσούκ (+ 1510;)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στό χωριό Πενκιόφσκι τῆς Σόφιας, κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 15ου αἰ. Γιά νά ἀποφύγει τίς πιέσεις τῶν Ὀωμανῶν αὐτοεξορίσθηκε στή Βλαχία μαζί μέ τήν σύζυγό του καί τέθηκε στήν ὑπηρεσία τοῦ Ἡγεμόνα Ράδου. Μετά τόν θάνατο τῆς συζύγου του ἔγινε μοναχός καί μετά τόν θάνατο τοῦ Ράδου ἐπέστρεψε στή Βουλγαρία καί κοινοβίασε σέ μονή πού εἶχε ἱδρύσει κοντά στήν πόλη Ρουσούκ ὁ Πατριάρχης Τυρνόβου ἅγ. Εὐθύμιος.
Διακρινόμενος γιά τήν ἀσκητική του πολιτεία καί τήν ἀγάπη του γιά τούς πτωχούς, φθονήθηκε ἀπό ἕναν ὑπηρέτη τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος τόν σκότωσε μέ τσεκούρι, περί τό ἔτος 1510. Τρία χρόνια μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο, ἐμφανίσθηκε σέ κάποιους ἐναρέτους μοναχούς καί τούς ἔδωσε ἐντολή νά ἀνακομίσουν τά Λείψανά του. Κατά τήν ἀνακομιδή τά χαριτόβρυτα Λείψανα τοῦ Ὁσιομάρτυρα βρέθηκαν ἀδιάφθορα καί εὐωδιαστά καί στή συνέχεια μεταφέρθηκαν στή Σερβία. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Μαϊου.

Ἁγία Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες Ρουμανίας
Σχετικά μέ τήν ἁγ. Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες ἐπικρατοῦν δύο ἀπόψεις. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη καταγόταν ἀπό τόν Μολύβοτο τῆς Παμφιλίας καί ἦταν γόνος εὔπορης οἰκογένειας. Παρά τό γεγονός, ὅτι παντρεύτηκε σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν, ἔπεισε τόν σύζυγό της νά ζήσουν βίο παρθενικό καί μετά τόν θάνατό του, ἀφοῦ μοίρασε στούς πτωχούς τήν περιουσία της, ἀποσύρθηκε μέ μία ὑπηρέτρια σ’ ἕνα νησί, στήν περιοχή τῆς πατρίδας της, ὅπου ἔζησε βίο ἡσυχαστικό. Ἀγωνιζομένη ἡ Ὁσία ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων (θεράπευσε μάλιστα μέ τήν προσευχή της πολλούς λεπρούς).
Ὅταν κοιμήθηκε, ἀφοῦ προεῖδε τόν θανατό της, ἐνταφιάσθηκε στό ναό τοῦ Μολυβότου καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιες συνθῆκες τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ὅπου πότε μεταφέρθηκε στή Θράκη. Ἐκεῖ πάντως τό βρῆκε ὁ Τσάρος τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης Καλογιάννης (1197 – 1207) καί τό μετέφερε στό Τύρνοβο. Κατά τήν ἅλωση τῆς πόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1393) ὁ Τσάρος Στρατσιμίρ καί ὁ Μητροπ. Βιδινίου Ἰωάσαφ (μαθητής τοῦ ἁγ. Εὐθυμίου Πατριάρχη Τυρνόβου), τό μετέφεραν στό Βιδίνιο, τότε ἕδρα τοῦ Βουλγαρικοῦ Πατριαρχείου, τό 1395. Τό 1396, μέ τήν κατάληψη τοῦ Βιδινίου ἀπό τούς Τούρκους, ὁ Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας Μίρτσεα ὁ Γέροντας (1396 – 1404), τό μετέφερε στήν πόλη Ἄρτζες τῆς Βλαχίας καί τό κατέθεσε στή Μονή Κούρτεα, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. (Σύμφωνα μέ νεώτερα στοιχεῖα ἡ μεταφορά ἔγινε κατά τήν Τουρκοκρατία).
Ὁ παλαιός βίος τῆς ἁγ. Φιλοθέης συντάχθηκε ἀπό τόν ἅγ. Εὐθύμιο Πατριάρχη Τυρνόβου, μετά ἀπό αἴτημα τῶν μοναζουσῶν τῆς Μονῆς Τέμνισκα, στήν ὁποία φυλάσσονταν τό Λείψανό της. Στήν πορεία, καθώς τό κείμενο αὐτό χάθηκε, διαδόθηκε μία ἄλλη παράδοση. Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη αὐτή ἐκδοχή, ἡ ἁγ. Φιλοθέη ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στό Τύρνοβο ἀπό πτωχούς γονεῖς. Στήν τρυφερή παιδική της ἡλικία ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα, ἀπό τήν ὁποία εἶχε διδαχθεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Βρῆκε τόν θάνατο σέ ἡλικία 11 ἐτῶν, ἀφοῦ ὑπέφερε τά πάνδεινα ἀπό τήν μυτριά της, κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες:
Κάποια φορά πού ὁ πατέρας της δούλευε στήν ἐξοχή, ἡ μυτριά της τῆς ἔδωσε φαγητό γιά νά τοῦ τό πάει. Ἡ Φιλοθέη, ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε πρός τούς πτωχούς, μοίρασε τό φαγητό κατά τήν διαδρομή καί ἔτσι ὁ πατέρας της τό βράδυ ἐπέστρεψε νηστικός καί κουρασμένος. Τό περιστατικό αὐτό συνέβη ἀρκετές φορές. Κάποτε ὁ πατέρας της παραφύλαξε σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, γιά νά διαπιστώσει τί κάνει ἡ κόρη του τό φαγητό πού προοριζόταν γι' αὐτόν. Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε νά τό μοιράζει στούς πτωχούς, "ὥρμησε μέ ἕνα ρόπαλο κατεπάνω της, τήν ἔδεσε μέ σχοινιά καί ἄρχισε νά τήν κτυπάει καί νά τήν τσαλαπατάη μέ τά πόδια του"!
Στόν τόπο ἐκεῖνο καί ἀπό τά χέρια τοῦ πατέρα της, ἡ Φιλοθέη ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς Ἀγάπης καί τῆς Ἐλεημοσύνης. Ὁ παιδοκτόνος μετά τό ἔγκλημά του, στήν προσπάθειά του νά κρύψει τό σῶμα τοῦ θύματος, διαπίστωσε ὅτι ἦταν ὑπερφυσικά βαρύ! Ἔσπευσε λοιπόν νά παραδωθεῖ στίς Ἀρχές, ἐνῶ στόν τόπο τοῦ συμβάντος πῆγε ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος, μέ τήν συνοδεία Κληρικῶν καί πολλῶν Χριστιανῶν. Παρά τίς δεήσεις τό σῶμα τῆς Φιλοθέης παρέμενε ἀμετακίνητο! Ἔτσι, "ἀποφάσισαν νά μνημονεύσουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας, μήπως εἶναι θέλημά Της νά ἐγκατασταθῆ σέ κάποιο ἱερό τόπο. Ἀφοῦ τελείωσαν τήν μνημόνευση τῶν ἱερῶν τόπων τῆς Βουλγαρίας καί τό Λείψανο παρέμενε ἀσήκωτο, ἄρχισαν νά μνημονεύουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Ρουμανίας. Ὅταν ἐμνημόνευσαν τήν περικαλλῆ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, ἀμέσως τό σῶμα τῆς Μάρτυρος ἐλάφρωσε περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τό φυσικό του βάρος! Ἔτσι ὅλοι ἐγνώρισαν, ὅτι εἶναι θέλημά Της νά μεταφερθῆ στήν Μονή ἐκείνη, μακριά ἀπό τήν πατρίδα Της".
Τό παρθενικό Λείψανο τῆς Παιδομάρτυρος Φιλοθέης, ὑποδέχθηκε στή βόρεια ὄχθη τοῦ Δουνάβεως ὁ Ἡγεμόνας Ράδος ὁ Μέγας, μέ κάθε πολιτική καί ἐκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια καί τό ἐναπέθεσε στόν περίφημο γιά τό κάλλος του Ναό τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, πρώτης πρωτεύουσσας τῆς Οὐγγροβλαχίας. Τό Λείψανο ἀργότερα ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, στήν ἴδια Μονή, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
Τήν πρώτη ἐκδοχή περί τῆς ἁγ. Φιλοθέης δέχονται ὁ Καθηγητής Δημ. Γόνης καί ὁ Μόναχος Πατάπιος, στό ἔργο τους «Ἡ Ὁσία Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες» (Ἀθήνα, 2004), μετά ἀπό μελέτη τῶν πηγῶν, καθώς καί ὁ Ἱερομ. Μακάριος Σιμωνοπετρίτης στό «Νέο Συναξαριστή» (τ. Δεκεμβρίου, σελ. 83 – 84) Τήν δεύτερη ἐκδοχή δέχονται οἱ Ἐκκλησίες Βουλγαρίας καί Ρουμανίας (μ. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτη, «Ὁδοιπορικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας»). Πάντως, τό λείψανο πού φυλάσσεται στή Μονή Κούρτεα εἶναι μικροῦ ἀναστήματος καί μᾶλλον ἀνήκει σέ παιδί!
Ἡ ἁγ. Φιλοθέη ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἐπιληπτικῶν καί ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 7η Δεκεμβρίου.