Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

ΑΠ. ΠΕΤΡΟΣ Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ

Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Ο Απόστολος Πέτρος θεωρείται ο κορυφαίος των Αποστόλων και από τον Παπισμό, ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης. Απλός αγράμματος ψαράς με το όνομα Συμεών ή την ελληνική εκδοχή Σίμων, κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, ως δευτερόκλητος μετά τον αδελφό του Απόστολο Ανδρέα. Υπήρξε η δεσπόζουσα μορφή της πρώτης Εκκλησίας ως το θάνατό του το 64 μ.Χ. Ο Χριστός τον ονόμασε Κηφά δηλ. βράχο/λίθο, από όπου η ονομασία του Πέτρος στην ελληνική και Petrus στη λατινική, όπου η αραμαϊκή λέξη kepha αντιστοιχεί στη λέξη petra. Ήταν γιός του Ιωνά και νυμφευμένος και συνεργάτης με τους Ιάκωβο και Ιωάννη. Ήταν μια σύνθετη και πολύ ανθρώπινη προσωπικότητα, ταλαντευόμενος και ασταθής, παρορμητικός και βίαιος, ευερέθιστος και με συχνές εκρήξεις θυμού. Ευγενικός και ικανός για μεγάλη πίστη και αγάπη. Μάθαινε αργά και αρκετές φορές έσφαλλε, αργότερα όμως, όταν ανέλαβε ευθύνες, απέδειξε ωριμότητα και ικανότητα, η δε ισχυρή προσωπικότητά του πρέπει ασφαλώς να έπαιξε κάποιο ρόλο στο προβάδισμά του έναντι των άλλων Αποστόλων.
Τα συνοπτικά Ευαγγέλια γενικά συμφωνούν και τονίζουν με την ίδια έμφαση την πρωτοκαθεδρία του Πέτρου ανάμεσα στους Δώδεκα Αποστόλους. Επίσης συμφωνούν στο γεγονός, ότι ο Πέτρος μιλούσε εξ ονόματος της ομάδας και απέλαυνε κάποιας πρωτοκαθεδρίας έναντι των άλλων Μαθητών, το δε όνομά του αναφέρεται πρώτο στη σειρά. Ήταν ο εκπρόσωπος και ο συλλογικός εκφραστής των Μαθητών. Η εντολή του Χριστού «ποίμενε τα πρόβατά μου» και «βόσκε τα αρνία μου» επιβεβαιώνει το μεγάλο κύρος του Πέτρου στην Αποστολική Εκκλησία, το οποίο διαφαίνεται στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων. Σ’ αυτόν, πρώτο από τους Δώδεκα Αποστόλους εμφανίστηκε ο Χριστός μετά την Ανάσταση. Από τα Ευαγγέλια, τα τρία πρώτα τονίζουν ακριβώς αυτή την πρωτοκαθεδρία του Πέτρου, ενώ το τέταρτο του Ιωάννη έμμεσα την αμφισβητεί. Ο Ιωάννης καταγράφει, ότι ήταν αυτός που γνώρισε τον Πέτρο στο Μεσσία, αυτός ήταν ο μαθητής «ον ηγάπα» ο Ιησούς και την στενή σχέση του με τον Χριστό. Παρ’ όλα αυτά δεν αρνείται το μεγάλο κύρος του Πέτρου αναφέροντας τα λόγια του Χριστού «ποίμαινε τα πρόβατά μου» και «βόσκε τα αρνία μου» (Ιω. 21. 15-16), παρ’ όλο ότι σ’ ολόκληρο το Ευαγγέλιο φαίνεται να μοιράζεται ο Πέτρος την πρωτοκαθεδρία του με τον Ιωάννη .
Κήρυξε στη Σαμάρεια, στη Λύδδα, στην Ιόπη, στην Καισάρεια και στα Ιεροσόλυμα, όπου παρέδωσε αργότερα την εκεί διαποίμανση στον Ιάκωβο. Στην αποστολική του δραστηριότητα συνοδευόταν από την σύζυγό του (Κορ. Α΄ 9. 5). Ο ίδιος στην α΄ Επιστολή του αναφέρει αποστολική περιοδεία στον Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ασία και Βιθυνία. Μαρτύρησε στη Ρώμη το 64, με το διωγμό του Νέρωνα, σταυρώθηκε δε με την κεφαλή προς τα κάτω, σύμφωνα με δική του θέληση, σαν ένδειξη σεβασμού προς τον Κύριό του. Η μνήμη του εορτάζεται στις 29 Ιουνίου μαζί με τον Απόστολο Παύλο, η δε προσκύνηση των αλυσίδων του Αποστόλου Πέτρου εορτάζεται στις 16 Ιανουαρίου.
ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Σε κανένα βιβλίο της Κ. Διαθήκης δεν αναφέρεται σαφώς η παρουσία του Πέτρου στη Ρώμη. Όμως η αναφορά του ιδίου στην α΄ Επιστολή στους «εν Βαβυλώνι» είναι μια αρκετά αξιόπιστη ένδειξη, ότι ο Πέτρος κάποια περίοδο της ζωής του διέμεινε στη Ρώμη (Πέτρ. Α΄ 5. 13). Η ισχυρότερη ένδειξη σε ενίσχυση της θέσης, ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στη Ρώμη βρίσκεται στην προς Ρωμαίους επιστολή του Ρώμης Κλήμη Α΄ το 96 (5. 1- 6. 4). Αλλά και μεταγενέστερες μαρτυρίες συνηγορούν στο ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Νέρωνα.
Έτσι, εκτός της ανωτέρω Αγιογραφικής μαρτυρίας, έχουμε τις κατωτέρω καταγεγραμμένες μαρτυρίες:
1.- Στις Αποστολικές Διαταγές, όπου κατά τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη «ουδέν άτοπον ή νενοθευμένον φαίνεταί μοι να περιέχουν» (Πηδάλιο, ερμηνεία β΄ κανόνα της Πενθέκτης, σελ. 221) φέρεται ο Πέτρος να δηλώνει: «Όταν επήγα εις την Σαμάρειαν, εκεί ευρέθη ένας μάγος Σίμων, όστις ιδών τα θαύματα της Χάριτος του Κυρίου, εζήτησε να εξαγοράση την Χάριν δια χρημάτων. Κλείσας όμως εγώ το στόμα αυτού, τον ηνάγκασα να φύγη εις Ιταλίαν. Όταν επήγα και εγώ εις Ρώμην δια να κηρύξω τον Λόγον του Κυρίου, παρουσιάζεται Σίμων ο μάγος και αφού άρχισε να καταφέρεται εναντίον μου αγρίως δια των ψευδοθαυμάτων του προσεπάθη να πλανήση τους ανθρώπους κερδίζων αυτούς» (Βιβλίο ΣΤ΄, Περί Σχισμάτων, VII, VIII, IX, ΒΕΠΕΣ σελ. 97-99).
2.- Στο Πασχάλιο Χρονικό της Εκκλησίας Ιεροσολύμων καταγράφεται: «Τω αυτώ έτει ο άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος και Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ον ενεθρόνισεν ο άγιος Πέτρος εις τον τόπον εαυτού ανιών επί την Ρώμην, ετελεύτησε και παρέλαβε το σχήμα της επισκοπής Ιεροσολύμων Συμεών ο και Σίμων, και γέγονε Πατριάρχης» (έκδοση Βόννης α΄, 460).
3.- Επιστολή του Ρώμης Κλήμη Α΄ προς τον Ιεροσολύμων Ιάκωβο: «Γνώριμόν έστω σοι, κύριέ μου, ότι ο Σίμων ο δια την αληθή πίστιν και την ασφαλεστάτην αυτού της διδασκαλίας υπόθεσιν της Εκκλησίας θεμέλιος είναι λίθος ορισθείς και δι’ αυτό τούτο υπ’ αυτού του Ιησού αψευδεί στόματι μετονομασθείς Πέτρος, η απαρχή του Κυρίου ημών, ο των αποστόλων πρώτος, ω πρώτω ο πατήρ τον υιόν απεκάλυψεν….. ο της Δύσεως το σκοτεινότατον του κόσμου μέρος (δηλ. την Ρώμη) ως πάντων ικανώτερος φωτίσαι κελευσθείς και κατορθώσαι δυνηθείς» ( έκδοση Dressel κεφ. 1).
4.- Ο Κύπρου Επιφάνιος αναφέρει σύγγραμμα του Ρώμης Κλήμη Α΄ «περίοδος Πέτρου», το οποίο καταστράφηκε από τους Εβιωναίους, όπου καταγράφεται η περίοδος του Πέτρου στη Ρώμη (περί της αιρέσεως των Εβιωναίων, κεφ. 15).
5.- Ο Ευσέβιος καταγράφει: «Λίνος δε, ου μέμνημαι συνόντος επί Ρώμης αυτώ (δηλ. τον Παύλο) κατά την δευτέραν προς Τιμόθεον επιστολήν, πρώτος μετά Πέτρον της Ρωμαίων Εκκλησίας την επισκοπήν ήδη [πρότερον] κληρωθείς δεδήλωται. αλλά και Κλήμης, της Ρωμαίων Εκκλησίας τρίτος επίσκοπος καταστάς, Παύλου συνεργός και συναθλητής γεγονέναι προς αυτού μαρτυρείται» (Βιβλίο ΙΙΙ, κεφ. δ΄). Ο Ευσέβιος λοιπόν αναφέρει στην Ιστορία του, ότι ο Πέτρος μετέβη στη Ρώμη και χειροτόνησε πρώτο Επίσκοπο Ρώμης τον Λίνο και θανατώθηκε επί Νέρωνος στη Ρώμη (Βιβλίο ΙΙ, κεφ. κε΄). Και αλλαχού: «Λίνος δε ου μέμνηται συνόντος επί Ρώμης (δηλ. τον Παύλο) πρώτος μετά Πέτρον της Ρωμαίων Εκκλησίας την επισκοπήν ήδη πρότερον κληρωθείς μετά Πέτρον» (Βιβλίο ΙΙΙ, κεφ. δ΄).
6.- Ο Λουγδούνου Ειρηναίος καταγράφει: «Θεμελιώσαντες ουν και οικοδομήσαντες οι μακάριοι Απόστολοι (δηλ. οι Πέτρος και Παύλος) την Εκκλησίαν (της Ρώμης), Λίνω την της επισκοπής λειτουργίαν ενεχείρισαν» (Ευσεβίου Ιστορία, Βιβλίο VI, κεφ. στ΄). Και αλλαχού: «Ο μεν δη Ματθαίος εν τοις Εβραίοις τη ιδία διαλέκτω αυτών και γραφήν εξήνεγκεν ευαγγελίου, του Πέτρου και του Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων και θεμελιούντων την Εκκλησίαν. Μετά δε την τούτων έξοδον Μάρκος, ο μαθητής και ερμηνευτής Πέτρου, και αυτός τα υπό Πέτρου κηρυσσόμενα εγγράφως ημίν παρέδωκε» (Βιβλίο VI, κεφ. η΄) και «εκύρωσε την γραφήν ο Απόστολος Πέτρος» (Βιβλίο ΙΙ, κεφ. ιε΄).
7.- Ο Κορίνθου άγιος Διονύσιος (29 Νοεμβρίου), περί το 170, γράφει προς τον Ρώμης Σωτήρα: «Ότι την υπό Πέτρου και Παύλου φυτείαν γεννηθείσαν Ρωμαίων τε και Κορινθίων συνεκεράσατε. και γαρ άμφω και εις την ημετέραν Κόρινθον φυτεύσαντες ημάς ομοίως εδίδαξαν, ομοίως δε και εις την Ιταλίαν ομόσε διδάξαντες εμαρτύρησαν κατά τον αυτόν καιρόν» (Ευσεβίου Ιστορία).
8.- Γάϊος ο Πρεσβύτερος σε επιστολή προς τον Κων/πόλεως άγιο Πρόκλο (20 Νοεμβρίου) το 434, γράφει περί των τροπαίων (αλύσεων) των Αποστόλων (Πέτρου και Παύλου) στη Ρώμη.
9.- Ο Συναξαριστής καταγράφει: «Πέτρος ο Απόστολος, και πρώτος των μαθητών πρότερον το Ευαγγέλιον κηρύξας εν Αντιοχεία, έπειτα εν Πόντω και Γαλατία και Καππαδοκία, Ασία τε και Βιθυνία, κατήλθε μέχρι Ρώμης αυτής. Και δια το παρευδοκιμήσαι αυτόν εν τοις θαύμασι τον Μάγον Σίμωνα, υπό Νέρωνος σταυρωθείς κατά κεφαλήν τελειούται» (Συναξάριον των Πρωτοκορυφαίων, 29 Ιουνίου).
10.- Απολυτίκιον: «Την Ρώμην μη λιπών, προς ημάς επεδήμησας, δι’ ων εφόρεσας τιμίων αλύσεων, των Αποστόλων πρωτόθρονε. ας εν πίστει προσκυνούντες δεόμεθα, ταις προς Θεόν πρεσβείαις σου, δώρησαι ημίν το μέγα έλεος» (Απολυτίκιον 16ης Ιανουαρίου).
11.- Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας καταγράφει στην Ιστοσελίδα του: «Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, όπως αναφέρεται στην προς Κολοσσαείς Επιστολή του Απ. Παύλου (Κολ. 4. 10) ο Μάρκος βρέθηκε στη Ρώμη μαζί με τον Απόστολο Πέτρο» (www.greekorthodox-alexandria. org, 17.12.07).
12.- Το Πατριαρχείο Αντιοχείας καταγράφει στην Ιστοσελίδα του: «Insomuch as Peter emerged from Antioch in 53 A.D. to establish the see of Rome where he fell martyr during the reign of Nero, Paul and Barnabas among other many apostles emerged from Antioch to all countries worldwide to preach the new religion», δηλαδή: «Όταν ο Πέτρος έφυγε από την Αντιόχεια το 53 για να ιδρύσει την επισκοπική έδρα της Ρώμης, όπου μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νέρωνα, ο Παύλος και ο Βαρνάβας μεταξύ άλλων πολλών αποστόλων έφυγαν από την Αντιόχεια σε άλλες χώρες για να κηρύξουν τη νέα εκκλησία» (www.antiochpat.org, 17.12.07).
ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΠΡΩΤΕΙΟΥ

Ο Πέτρος αναδείχθηκε, αμέσως μετά το θάνατο του Χριστού, ως ο ηγέτης της πρώτης Εκκλησίας. Επί 15 περίπου χρόνια μετά την Ανάσταση, η μορφή του Πέτρου κυριάρχησε στην κοινότητα. Προΐσταται στην εκλογή του Ματθία ως Αποστόλου. Ήταν ο πρώτος που έλαβε το λόγο και κήρυξε την ημέρα της Πεντηκοστής. Επίσης μίλησε εξ ονόματος των Αποστόλων στο Ιουδαϊκό θρησκευτικό δικαστήριο στην Ιερουσαλήμ. Ο Πέτρος οδήγησε τους Δώδεκα στη διεύρυνση της Εκκλησίας «δια πάντων» (Πράξ. 9. 32). Αναφέρεται επίσης, ότι είναι αυτός που βάπτισε τους υπόλοιπους μαθητές: «Ο Επιφάνιος Κύπρου ιστόρησεν, ότι ο μεν Θεολόγος Ιωάννης την Θεοτόκον βαπτίζει. ο Πέτρος δε και αυτός πάλιν, τους των Αποστόλων λοιπούς» (Πεντηκοστάριο, Αποστ. Διακονία, 1959, σελ. 164).
Από την παράθεση στοιχείων - Αγιογραφικών, Αγιοπατερικών και ιστορικών - μάλλον οδηγούμεθα στο συμπέρασμα, ότι υπήρχε εκκλησιαστική (όχι απαραίτητα Ρωμαϊκή) παράδοση, περί της καταφανούς ανωτερότητας του Πέτρου έναντι όλων των άλλων Αποστόλων και της παρουσίας του στη Ρώμη, στα οποία στηρίζονται οι Παπικοί, για να θεμελιώσουν το πρωτείο τους.
Στα Αγιογραφικά στοιχεία, πράγματι φαίνεται, ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στον Πέτρο, έναντι των άλλων Αποστόλων. Π.χ. στο «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών.» (Ματθ. 16. 18-19), στο «ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21. 15-17), στο «αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω.» (Μάρκ. 16. 7) ή στο «και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» δείχνεται μια ιδιαίτερη προτίμηση προς τον Πέτρο, πράγμα που δεν δείχνεται στους άλλους Μαθητές, όπως π.χ. στον Ιωάννη, τον μαθητή «ον ηγάπα». Στην προηγούμενη δε αποστροφή, η αναφορά ιδιαίτερα στον Πέτρο και συλλήβδην στους άλλους Μαθητές, δείχνει αυτή την ιδιαιτερότητα. Εξ άλλου, η Εκκλησία θεωρεί τον Πέτρο ως τον κορυφαίο Μαθητή και όχι μόνο.
Αλλά και από την πλευρά του Αποστόλου Πέτρου έχουμε εξάσκηση πρωτείου στην περίφημη Σύνοδο των Ιεροσολύμων το 50 (που κανονικά έπρεπε να ονομαστεί Α΄ Οικουμενική) για το θέμα της σωτηρίας ή μη των εξ εθνών Χριστιανών (μη περιτετμημένων), καθώς και κατά των αιρετικών Σίμωνα του μάγου και Κηρίνθου. Στη Σύνοδο αυτή συγκεντρώθηκαν όλοι οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Αφού έγινε συζήτηση για τα θέματα αυτά σηκώθηκε ο Πέτρος και τους είπε: «Αδελφοί, εσείς ξέρετε καλά ότι ο Θεός από παλιά με διάλεξε από όλους μας εμένα, για ν’ ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν». (Πράξεις 15. 7). Ο Πέτρος λοιπόν είναι ο Απόστολος των Εθνών, κατά τα λεγόμενά του και όχι ο Παύλος, είναι αυτός που θα είναι ο ποιμένας όλων των εθνών, μιας και ο ίδιος ο Θεός του εμπιστεύθηκε αυτό το ρόλο μεταξύ όλων των Αποστόλων, πράγμα που είναι απότοκο της εντολής του Κυρίου «ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21. 16).
Αλλ’ εκτός των Αγιογραφικών παραπομπών, υπάρχουν και οι Αγιοπατερικές και οι ιστορικές, που ανυψώνουν τον Πέτρο σε υψηλότερο βάθρο, δηλαδή σ’ αυτό του πρωτείου διαποίμανσης και διδασκαλίας και όχι μόνο του πρωτείου τιμής, δόθηκε δε αυτό το προνόμιο και στον εκάστοτε Πάπα με ένα ιδιάζοντα καταστατικό τρόπο, ως εξής:
1.- Ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης θεωρεί τον Πέτρο κορυφαίο μαθητή, αλλά και κορυφή των θεολόγων: «Και μην και αυτός ο των μαθητών κορυφαίος, μετά της ομοταγούς αυτού και ιεραρχικής δεκάδος, εις την του δυοκαιδεκάτου των μαθητών εληλυθώς ιερατικήν τελείωσιν, επί τη θεαρχία την εκλογήν ευλαβώς καταλέλοιπεν» (Δ. Αρεοπαγίτη. Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Κεφ. Ε΄ ΙΙΙ, V). Και αλλού: «Παρήν δε και ο αδελφόθεος Ιάκωβος, και Πέτρος, η κορυφαία και πρεσβυτάτη των θεολόγων ακρότης.» (Δ. Αρεοπαγίτη. Περί θείων ονομάτων, κεφ. Γ΄ ΙΙ). Έτσι, ο Πέτρος, ως κορυφή των θεολόγων είναι πάνω από τον Ιωάννη, τον Παύλο κ.λπ. Αλλά τότε γιατί το «στόμα του Χριστού» είναι ο Παύλος και όχι ο Πέτρος, κατά τον ιερό Χρυσόστομο;
2.- Ο Μ. Βασίλειος προχωρεί ακόμη περισσότερο. Καταγράφει, ότι ο Χριστός όρισε τον Πέτρο ποιμένα της Εκκλησίας μετά τον εαυτό Του. «Απ’ το Χριστό διδασκόμαστε και το εξής, όταν όριζε τον Πέτρο ποιμένα της Εκκλησίας μετά τον εαυτό του: Πέτρο του λέει, μ’ αγαπάς περισσότερο απ’ αυτούς; Βόσκησε τα πρόβατά μου. Και δίνει σ’ όλους τους μεταγενέστερους ποιμένες και διδασκάλους την ίδια εξουσία. Και απόδειξη αυτού είναι ότι όλοι μπορούν να δεσμεύουν με όμοιο τρόπο και να συγχωρούν (αμαρτίες) όπως εκείνος» (Μ. Βασιλείου. Ασκητικαί διατάξεις, κεφ. ΚΒ΄ P.G. 31, σελ. 1408). Δηλαδή, ο Πέτρος είναι ο ποιμένας της καθόλου Εκκλησίας μετά τον Χριστό, ο οποίος έτσι φαίνεται, ότι τον άφησε στο πόδι του, αφού και ο Πέτρος, τον αγαπάει περισσότερο από όλους τους άλλους μαθητές. Εδώ, η ανάθεση κάποιας μορφής ηγετικού ρόλου στον Πέτρο είναι έκδηλη.
Το πρωτείο εξουσίας και όχι μόνο τιμής του Πάπα δεν προέρχεται μόνο από τη Α΄ Βατικανή Σύνοδο, αλλά ήδη υπάρχει από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού: Η Α΄ Οικουμενική δεν αναφέρει λέξη για Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως. Απλώς δεν υπήρχε. Η Β΄ Οικουμενική αναγνώρισε για πρώτη φορά τον Επίσκοπο Κων/πόλεως: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν νέαν Ρώμην» (γ΄ Κανόνας). Εδώ ο Κων/πόλως είναι μετά τον Ρώμης, όχι μετά του Ρώμης.
Το πρωτείο διαποίμανσης και διδασκαλίας, αντί του πρωτείου τιμής, δόθηκε στον Πάπα με καταστατικό τρόπο ως εξής:
1.- Σύνοδος της Σαρδικής. Επικύρωση Παπικού θεσμού από Σύνοδο. Θεωρείται μεγάλης σημασίας γεγονός για το κύρος του Παπικού θεσμού η απόφαση της Συνόδου Σαρδικής το 347 (ε΄ Κανόνας), η οποία επικύρωσε την αρχή (για πρώτη φορά) ότι ένας Επίσκοπος που καταδικάστηκε από Επισκόπους Επαρχιακών Συνόδων «μπορεί να καταφύγει στον Επίσκοπο της Ρώμης, τον αρχηγό του Επισκοπικού Σώματος, στην έδρα του αγίου Πέτρου» (έκκλητο). Αυτό σημαίνει ότι η υπεροχή του Επισκόπου Ρώμης, που μέχρι τότε στηριζόταν και επιβεβαιωνόταν από την Παράδοση, τώρα επικυρώνεται και στηρίζεται από μια Συνοδική απόφαση, που παίρνει μορφή νομοκανονική.
2.- Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (431). Δέχθηκε χωρίς καμία αντίρρηση την διατύπωση του πρωτείου διαποίμανσης, που διατύπωσε ο Πάπας Κελεστίνος Α΄. Με την δήλωση αυτή ο Πέτρος παρουσιάζεται ως έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, κίων της Πίστεως, θεμέλιο της Καθολικής Εκκλησίας, εδέξατο τας κλεις της βασιλείας και ζει και δικάζει δια των διαδόχων αυτού. Η σιωπή και η μη αντίδραση των Πατέρων της Συνόδου θεωρείται σιωπηρή επικύρωση των θέσεων του Πάπα.
3.- Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) απεκάλεσε τον Επίσκοπο Ρώμης Λέοντα Α΄ "Αρχιεπίσκοπον πάσης της Οικουμένης, Πατέρα τε και Πατριάρχην" (Acta Conciliorum Oecumenorum 1.1.2, 102. Δ. Βακάρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πέντε πρώτων αιώνων, σελ. 301). Δηλ. ο Πάπας είναι Αρχιεπίσκοπος πάσης της Οικουμένης, Πατέρας πάσης της Οικουμένης και Πατριάρχης πάσης της Οικουμένης, Επίσκοπος δηλ. της μιάς Οικουμενικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τις απόψεις του Αυγουστίνου, ότι όλες οι τοπικές Εκκλησίες υπάγονται, έπονται και εμπεριέχονται στη Μία Οικουμενική Εκκλησία, αντίθετα με την θεολογία της Ανατολής, που θεωρεί την κάθε τοπική Εκκλησία Οικουμενική Εκκλησία. Αλλά επίσης έχουμε και την αναφώνηση των Πατέρων της Συνόδου, ως προς τον Τόμο του Λέοντα: "Πέτρος δια Λέοντος ταύτα εξεφώνησεν.", πράγμα που θεωρείται ότι αποτελεί "τον μεγαλύτερο θρίαμβο του Παπισμού στην ιστορία της Συνόδου μέχρι την στιγμή εκείνη" (Mansi VI, 972. ACO II, 1, 2, 81 [277]. Και αλλαχού: «Τρίτον δε του μακαριωτάτου ανδρός πασών των Εκκλησιών Αρχιεπισκόπου Λέοντος του την Νεστορίου και Ευτυχούς αίρεσιν καταδικάσαντος τα αποσταλέντα γράμματα φανερούσιν ποία της αληθείας η πίστις» (Mansi VII, 9 ACO II, 1, 2, 93 [289]). Στα ανωτέρω παρατηρείται, ότι ο Πάπας φαίνεται να είναι ο Αρχιεπίσκοπος πάσης της Οικουμένης, ο Πατέρας πάσης της Οικουμένης και ο Πατριάρχης πάσης της Οικουμένης, Επίσκοπος δηλ. της μιάς Οικουμενικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τις θέσεις του ιερού Αυγουστίνου. Βέβαια, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Λέων να είναι ο μακαριώτατος άνδρας όλων των Εκκλησιών και όχι αποκλειστικά της Εκκλησίας της Ρώμης και μόνον αυτής; Ως προς δε τις αναφωνήσεις, δεν γνωρίζουμε τέτοιες παρόμοιες αναφωνήσεις για άλλους Πατριάρχες από Οικουμενική Σύνοδο, που είναι Σύνοδος Αγίων, Σύνοδος της καθόλου Εκκλησίας. Π.χ. δεν γνωρίζουμε προσφώνηση του τύπου «Ανδρέας δια Φλαβιανού, ταύτα εξεφώνησεν» ή «Μάρκος δια Κυρίλλου…..» κ.λπ. Υπάρχει δε το ερώτημα, εάν δεν υπήρχε πράγματι εκκλησιαστική παράδοση, περί της παρουσίας του Πέτρου στη Ρώμη, όπως κατά κόρον αναφέρεται από πολλούς καθηγητές, τότε πως οι Πατέρες έβαλαν τον Πέτρο να μιλάει δια στόματος του Λέοντος και δεν έβαλαν π.χ. τον Παύλο να μιλάει δια του Λέοντος;
Πάντως η ενδοτική στάση των Μαρκιανού και Πουλχερίας, καθώς και του Πατριάρχη Ανατόλιου, στις αξιώσεις του Πάπα Λέοντα Α΄ είχε σαν αποτέλεσμα το Σχίσμα Ορθοδόξων – Μονοφυσιτών, επειδή αγνόησαν τελείως την Γ΄ Οικουμενική, εξευτελίζοντας τον Αλεξανδρείας Διόσκορο, δεδηλωμένο εχθρό του Λέοντα. Στη διαμάχη των θρόνων, η Ρώμη έκλεινε προς την Κων/πολη, κτυπώντας αλύπητα την Αλεξάνδρεια στο πρόσωπο του Διόσκορου και κατ’ επέκταση το ελληνικό πνεύμα που είχε ριζώσει στην Αλεξάνδρεια και είχε ξεπεράσει και την κλασσική Αθήνα. Από αυτή την άποψη θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, ότι η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος υπήρξε μια εθνική συμφορά για τον Ελληνισμό (Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 65).
Κατά τήν εκδίωξη του Αττίλα από την Ρώμη, ο Πάπας Λέων Α΄ με πλήρη αρχιερατική στολή, τέθηκε επικεφαλής πομπής Ιερέων και πήγε να συναντήσει τον Αττίλα (452). Προς γενική έκπληξη, ο βάρβαρος αυτός, που τον αποκαλούσαν «μάστιγα του Θεού», επέδειξε βαθύτατο σεβασμό στον άγιο Λέοντα και δεν δέχτηκε να μπει μέσα στη Ρώμη για χάρη του. Όταν οι στρατιώτες του τον ρώτησαν, για ποιο λόγο έδειξε τόσο ασυνήθιστη επιείκεια, ο Αττίλας απάντησε, ότι είδε στο πλευρό του Πάπα κάποιον Απόστολο, που λεγόταν Πέτρος, να κρατεί ξίφος στο χέρι του και να τον κοιτάζει με ύφος αυστηρό (π. Κ. Στρατηγόπουλος).
Άλλο ένα σημείο, όπου δείχνεται η, ανέκαθεν, «επηρμένη οφρύς» της Δυτικής Εκκλησίας, είναι η μη συμμετοχή ουδενός Πάπα σε Οικουμενική Σύνοδο, ακόμη και του Βιγίλιου στην Ε΄ Σύνοδο του 553, παρ’ ότι παρεπιδημούσε στην Κωνσταντινούπολη. Και τούτο διότι σύμφωνα με παλαιόν έθος, οι Πάπες δεν εγκατέλειπαν ποτέ την Ρώμη, (P.G. VI, 985, Δ. Μαρτζέλου. Γένεση και πηγές του όρου της Χαλκηδόνας, σελ. 24).
4.- Ιγνατιανή Σύνοδος (870). Σύνοδος της Πενταρχίας των Εκκλησιών, που συγκλήθηκε από τον Πάπα Αδριανό Β΄ στην Αγία Σοφία Κων/πόλεως, υπό την προεδρία των αντιπροσώπων του. Η Σύνοδος αυτή είναι μια επιτυχία της Ρώμης σε βάρος της Ανατολής, που υπετάγη στην Αυτοκρατορική πολιτική του Βασιλείου Α΄, καθότι στη Σύνοδο αυτή έγινε δεκτός ο Παπικός λίβελλος (libellus satisfactionis), που περιείχε την αναγνώριση του Ρωμαϊκού πρωτείου, την επικύρωση της καταδίκης του Φωτίου και την αποκήρυξη της καθαίρεσης του Ιγνατίου και του Νικολάου Α΄. Ο λίβελλος αυτός θυμίζει την Formula Hormisdae (Mansi, VIII, 407-408). Και στους δυο αυτούς λιβέλλους έχουμε αναγνώριση των Παπικών αξιώσεων. Η Παπόφιλη αυτή Σύνοδος έκαψε τα πρακτικά των Συνόδων 861 και 867, που κατεδίκαζαν τον Πάπα Νικόλαο Α΄. Με τον 21ο Κανόνα της αναγνωρίζει στον Κατριάρχη Κων/πόλεως την δεύτερη τιμητική θέση μετά τον Πάπα (όχι τα ίσα πρεσβεία τιμής, όπως ο 28ος Κανόνας της Δ΄). Η Σύνοδος αυτή αποτελεί σκάνδαλο στην ιστορία του Οικ. Πατριαρχείου, γιατί συνήλθε με πρόσκληση του Πάπα στο Ναό της Αγίας Σοφίας, η δουλοπρέπεια του Αυτοκράτορα προς τον Πάπα ήταν εμφανής και κατέστη ο τελευταίος, κριτής των αποφάσεων της Συνόδου. Αργότερα η Φωτιανή Σύνοδος του 880 (Η΄ Οικουμενική) ακύρωσε τις αποφάσεις της Ιγνατιανής (Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 114-124). Ο Πάπας Αδριανός Β΄, προ της Συνόδου αυτής, χειροτόνησε στη Ρώμη Ιερείς τους δυο μοναχούς ιεραποστόλους των Σλάβων Κύριλλο και Μεθόδιο, που είχαν έλθει από την Μοραβία, οι οποίοι μετέφεραν στη Ρώμη τα λείψανα του αγίου Πάπα και Αποστολικού Πατέρα Κλήμεντα Α΄, από την Χερσώνα του Πόντου, σκόπευε δε να χειροτονήσει τον πρώτο, ως Επίσκοπο, αλλά πέθανε αυτός αιφνίδια. Αλλά και ο διάδοχος του Αδριανού, Ιωάννης Η΄ δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει το πρωτείο σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Βασίλειο: «Καθάπερ γαρ ο Αποστολικός Θρόνος ούτος λαβών τας κλεις της βασιλείας των ουρανών παρά του πρώτου και μεγάλου αρχιερέως Ιησού Χριστού δια του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, ειπόντως προς αυτόν: σοι δώσω τας κλεις της βασιλείας των ουρανών και ον αν λύσης επί της γης….. Πάντα δι’ ημών των ελαχίστων εν ταις χερσί του κορυφαίου τέθειται, και δι’ αυτού εν τοις ώμοις Ιησού Χριστού».
Νομοθετική κατοχύρωση του πρωτείου του Πάπα Ρώμης. Με τον 131ο νόμο (νεαρά) του Ιουστινιανού Α΄ κατοχυρώνεται νομοθετικά το πρωτείο του Πάπα Ρώμης: «Σύμφωνα με απόφαση των τεσσάρων Συνόδων, ορίζουμε όπως, ο άγιος Πάπας της αρχαίας Ρώμης να είναι πρώτος από τους Επισκόπους και ο αγιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης να είναι δεύτερος». Ο νόμος δηλώνει ότι ο Πάπας Ρώμης είναι πρώτος από τους Επισκόπους και όχι πρώτος μεταξύ ίσων Επισκόπων ή ότι έχει τα πρεσβεία τιμής σύμφωνα με τον γ΄ της Β΄ και τον κη΄ της Δ΄. Ο Ιουστινιανός υπερέβη κάθε όριο όταν το 545 δημοσίευσε αυτή τη νεαρά, με την οποία αναγνώριζε το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας της Β. Αφρικής (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 70). Επίσης ο Ιουστινιάνειος Κώδικας καταγράφει (Ι,Ι): "Θέλουμε να δούμε όλους τους λαούς που βρίσκονται υπό την τακτική δικαιοδοσία μας, να ζουν στην πίστη την οποία ο άγιος Απόστολος Πέτρος μετέδωσε στους Ρωμαίους ποντίφηκες».

Αναγνώριση του πρωτείου στον Πάπα από Αγίους της Εκκλησίας:
1.- Στον Πάπα Κλήμη Α΄ (24 Νοεμβρίου) (88-97) έχουμε την πρώτη Παπική επέμβαση και εκδήλωση της Παπικής εξουσίας στην καθόλου Εκκλησία με την επιστολή του προς την Εκκλησία της Κορίνθου, με την οποίαν αποσκοπούσε να φέρει την ειρήνη και ομόνοια σ’ αυτή την πρωτοχριστιανική κοινότητα, την οποίαν τότε κατασπάραζε η διχόνοια και η αναταραχή, καίτοι είχε δικό της Επίσκοπο. Η επιστολή αρχίζει: «Η Εκκλησία του Θεού που παρεπιδημεί στη Ρώμη, προς την Εκκλησία του Θεού που παρεπιδημεί στην Κόρινθ». Η αξία της επιστολής αυτής οφείλεται στο ότι αποδεικνύει πως οι Επίσκοποι Ρώμης, ήδη από τα πρώτα βήματα της Εκκλησίας, είχαν επίγνωση της υψηλής αποστολής τους, να διδάσκουν δηλαδή και να ποιμαίνουν την απανταχού υπάρχουσα Εκκλησία και επομένως, όταν παρουσιάζεται ανάγκη και κυρίως για ό,τι αφορά την πίστη και την εκκλησιαστική τάξη και πειθαρχία, να επεμβαίνουν, ασκώντας το δικαίωμα αυτό που έλαβαν από το Χριστό, ιδρυτή της Εκκλησίας. Ο Πατρολόγος Καθηγητής κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος μιλάει για επέμβαση του Ρώμης Κλήμεντος στην Εκκλησία της Κορίνθου. Ήταν επέμβαση, λέει, και όχι απλώς παραίνεση, οφειλόμενη και στην αυταρχικότητα του χαρακτήρα του, γιατί πραγματικά ο Κλήμης ζητάει από τους Χριστιανούς της Κορίνθου να υπακούσουν στα γραφόμενά του: «Χαράν και αγαλλίασιν ημίν παρέξετε, εάν υπήκοοι γενόμενοι τοις υφ’ ημών γεγραμμένοις» (63. 2), στο τέλος δε της επιστολής ζητάει έμμεσα να του απαντήσουν, μέσω των απεσταλμένων του, εάν συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις του (κεφ. 63). Άλλωστε και εάν ακόμη ο Κλήμης θεωρηθεί εκφραστής πρωτείου εξουσίας, αυτό αποτελούσε για την Εκκλησία παρέκκλιση, κάτι ξένο προς το πνεύμα Της, γι’ αυτό και το απέρριψε (Στ. Παπαδόπουλος).
Δεν είναι όμως η εκδήλωση διεκδίκησης πρωτείου του Πάπα Κλήμη μόνο προς την Εκκλησία της Κορίνθου, αλλά και προς την Εκκλησία των Ιεροσολύμων και τον Επίσκοπο αυτής Ιάκωβο (τον Αδελφόθεο). Σ’ αυτή κηρύττεται το πρωτείο του Πέτρου, η άφιξή του στη Ρώμη και ο μαρτυρικός θάνατός του εκεί: «Γνώριμόν έστω σοι, κύριέ μου, ότι ο Σίμων ο δια την αληθή πίστιν και την ασφαλεστάτην αυτού της διδασκαλίας υπόθεσιν της Εκκλησίας θεμέλιος είναι λίθος ορισθείς και δι’ αυτό τούτο υπ’ αυτού του Ιησού αψευδεί στόματι μετονομασθείς Πέτρος, η απαρχή του Κυρίου ημών, ο των αποστόλων πρώτος, ω πρώτω ο πατήρ τον υιόν απεκάλυψεν….. ο της Δύσεως το σκοτεινότατον του κόσμου μέρος (δηλ. την Ρώμη) ως πάντων ικανώτερος φωτίσαι κελευσθείς και κατορθώσαι δυνηθείς….. δια την άμετρον προς τους ανθρώπους στοργήν σαφώς δημοσία επί του ενεστώτος πονηρού τον εσόμενον αγαθόν όλω τω κόσμω μηνύσαι βασιλέα, μέχρις ενταύθα τη Ρώμη γενόμενος, θεοβουλήτω διδασκαλία σώζων ανθρώπους, αυτός του νυν βίου βιαίως το ζην μετήλλαξεν» (αγίου Νεκταρίου: Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, τ. Α΄ σελ. 33-34, ψευδοκλημέντιοι κώδικες).
2.- Ο Αντιοχείας Ιγνάτιος είναι από τους πρώτους Αγίους της Εκκλησίας μας (20 Δεκεμβρίου) (; -107), μαθητής του Ιωάννη θεολόγου, που διαδέχθηκε τον πρώτο Επίσκοπο Αντιοχείας Εύοδο και μαρτύρησε στη Ρώμη επί Τραϊανού, ο οποίος και αναγνώριζε την Ρώμη ως «προκαθημένη της Αγάπης», όχι βέβαια με την έννοια της κυριαρχίας επί των άλλων αδελφών Εκκλησιών, αλλά με την έννοια της «Διακονίας» και των έργων της «Αγάπης». Γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Ιγνάτιος, ο και Θεοφόρος, τη ηλεημένη εν μεγαλειότητι Πατρός Υψίστου και Ιησού Χριστού του μόνου Υιού Αυτού Εκκλησία ηγαπημένη και πεφωτισμένη εν θελήματι του θελήσαντος τα πάντα, α εστιν, κατά αγάπην Ιησού Χριστού, του Θεού ημών, ήτις και προκάθηται εν τόπω χωρίου Ρωμαίων, αξιόθεος, αξιοεπίτευκτος, αξιόαγνος και προκαθημένη της αγάπης, χριστώνυμος, πατρώνυμος, ην και ασπάζομαι εν ονόματι Ιησού Χριστού, υιού Πατρός».
3.- Ο Λουγδούνου (Λυών) Ειρηναίος (23 Αυγούστου) (130-208) υπήρξε μαθητής του Σμύρνης Πολύκαρπου και μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας. Ονομάζει την Εκκλησία της Ρώμης «μεγίστην, αρχαιοτάτην και τοις πάσι γνωστήν» και ως εκ τούτου «προς ταύτην δια το διαφέρον αυτής πρωτείον ανάγκη πάσαν συμβαίνειν Εκκλησίαν, τουτέστιν τους απανταχού πιστούς, εν η δια παντός υπό των οπουδήποτε συνετερήται παρά των Αποστόλων παράδοσις» (Περί αιρέσεων, Γ΄ 2), δηλ. όλοι οι Χριστιανοί απανταχού στον κόσμο βρισκόμενοι πρέπει να ομονοούν (συμφωνούν) με αυτή την Εκκλησία (δηλ. τη Ρώμη), διότι σ’ αυτήν ανέκαθεν διατηρήθηκε ανέπαφη η παράδοση, η ριζωμένη στους Αποστόλους.
4.- Ο Πάπας Ανίκητος (17 Απριλίου) (155-166) έκανε απόπειρα για εξάσκηση της ηγεμονικής εξουσίας στην Εκκλησία των Παπών της Ρώμης με την αξίωσή του, όπως οι Εκκλησίες της Ασίας συνεορτάζουν το Πάσχα την ημέρα που το εόρταζε η Ρώμη. Η αξίωσή του αυτή γέννησε έριδες μεταξύ του Ανίκητου και του Σμύρνης Πολυκάρπου, μαθητή του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο Ανίκητος αξίωνε να επικρατήσει στην Εκκλησία η παράδοση του Πέτρου, ως παράδοση του Ηγεμόνος των Αποστόλων και έτσι αυτός 10ος διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου να επιβληθεί στον 1ο διάδοχο του Αποστόλου Ιωάννη. Την αξίωση αυτή δεν αναγνώρισε ο Πολύκαρπος, ούτε οι λοιπές Εκκλησίες (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 62-63).
5.- Ο Πάπας Στέφανος Α΄ (3 Αυγούστου) (254-257) απέρριψε την απόφαση αναβαπτισμού των αιρετικών, που έλαβαν δυο τοπικές Σύνοδοι στην Αφρική, οι οποίες συγκλήθηκαν με πρωτοβουλία του Καρχηδόνος Κυπριανού (ο οποίος είχε και τον τίτλο του Πάπα). Ο Πάπας Στέφανος απαίτησε από τον Κυπριανό να δέχεται τους εκ των αιρέσεων προσερχόμενους, χωρίς αναβαπτισμό, διότι οι Κανόνες τις Εκκλησίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραδόσεις ανθρώπων και γι’ αυτό οφείλουν να υποχωρούν στη Γραφή και τα θεία παραγγέλματα. Με αυτή του τη στάση, ο Στέφανος, ζητούσε να επιβληθεί ασκώντας το πρωτείο του Πάπα και γι’ αυτό σε επιστολή του στον Κυπριανό απειλούσε διακοπή κοινωνίας με τους Επισκόπους, που δεν συμφωνούσαν με τη δική του γνώμη. Ο Κυπριανός οργίστηκε και τον κατηγόρησε για τυφλότητα, σκληρότητα και πείσμα, λέγοντας, ότι ένας Επίσκοπος οφείλει να είναι ευπειθής και όχι μόνο να διδάσκει, αλλά και να διδάσκεται κάθε μέρα! Ο Κυπριανός συγκρότησε νέα Σύνοδο από 85 Επισκόπους της Αφρικής, Νουμιδίας και Μαυριτανίας το 256 για να επιληφθεί της διαμάχης. Στη Σύνοδο αυτή ο Κυπριανός μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Διότι ουδείς εξ ημών κατεστάθη Επίσκοπος Επισκόπω, ουδέ βιάζεται τους αδελφούς αυτώ υποτάσσεσθαι ή φόβω τυραννικώ πείθεσθαι αυτώ, διότι έκαστος Επίσκοπος πλήρη έχει την ιδίαν ελευθερίαν και εξουσίας το αυτεξούσιον, ομοίως τε μη δύνασθαι παρ’ ετέρου κρίνεσθαι, ή έτερον κρίνειν». Η Σύνοδος απέρριψε την γνώμη του Στεφάνου και αψήφησε τις απειλές του, έστειλε δε επιστολή προς αυτόν με την απόφασή της. Ο Στέφανος, αφού έμαθε την απορριπτική απόφαση της Συνόδου, αρνήθηκε να δεχθεί τους αντιπροσώπους της. Ο Καισαρείας Καππαδοκίας Φιρμιλιανός συνεκάλεσε Σύνοδο, που επικύρωσε τα της Συνόδου του Κυπριανού, ο δε Στέφανος τόσο πολύ ερεθίστηκε από την ενέργεια αυτή, ώστε κήρυξε αποβεβλημένους της εκκλησιαστικής κοινωνίας τους Επισκόπους της Ανατολής και της Αφρικής. Οι Επίσκοποι της Ανατολής και της Αφρικής δεν πτοήθηκαν, ούτε υποτάχθηκαν στον αφορισμό τους από τον Πάπα της Ρώμης, αλλά τον έλεγξαν με σφοδρότητα αποκαλώντας τον αλαζόνα, την δε πράξη αφορισμού δεν παραδέχθηκαν σαν πράξη αναγνώρισης εξουσίας, αλλά μόνο σαν πράξη όμοιου και ισότιμου, κατά ομοίων και ισοτίμων, που είχαν το δικαίωμα να την παρουσιάσουν στο πλήρωμα της Εκκλησίας προς τελική κρίση (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 74-82).
6.- Ο Ιππώνος Αυγουστίνος (15 Ιουνίου) (354-430) είναι θερμός υποστηρικτής του πρωτείου, που το προσωποποιούσε ο Ρώμης Ιννοκέντιος Α΄, ο οποίος δεν παρέλειπε να τονίζει παντού την ευθύνη του, ως διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου, για ολόκληρη την Εκκλησία. Οι πολλές επιστολές του Ιννοκέντιου προς όλες τις Εκκλησίες ακριβώς αυτή την πραγματικότητα τονίζουν: Τον ποιμαντικό του ζήλο και την αποστολική του ευθύνη για την Εκκλησία. Επικύρωσε τους Κανόνες, που θέσπισαν οι Σύνοδοι της Καρθαγένης και της Μιλέβης (417), αναφορικά με το προπατορικό αμάρτημα, την χάρη και την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Με την ευκαιρία αυτή ο Πάπας υπογραμμίζει την ύπατη εξουσία του Ρωμαίου Ποντίφηκα. Μετά την Παπική έγκριση αυτών των Κανόνων, ο Ιερός Αυγουστίνος είπε τη γνωστή φράση: «Η Ρώμη μίλησε, η συζήτηση έληξε» (Roma locuta est, causa finite est) (π. Ν. Βιδάλη, Οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες, σελ. 93).
7.- Στον Πάπα Κελεστίνο Α΄ (8 Απριλίου) (422-432) οφείλεται η αναγνώριση του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης σ’ ολόκληρη την Εκκλησία. Τα λόγια του εκπροσώπου του, Πρεσβυτέρου Φιλίππου, στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, είναι χαρακτηριστικά: «Ουδενί αμφίβολόν εστι, μάλλον δε πάσιν τοις αιώσιν εγνώσθη, ότι ο άγιος και μακαριώτατος Πέτρος, ο έξαρχος και κεφαλή των Αποστόλων, ο κίων της πίστεως, ο θεμέλιος της Καθολικής Εκκλησίας, από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Σωτήρος και Λυτρωτού του γένους του ανθρωπίνου, τας κλεις της βασιλείας εδέξατο. Και αυτώ δέδοται η εξουσία του δεσμείν και λύειν τας αμαρτίας, όστις έως του νυν και αεί εν τοις αυτού διαδόχοις και ζη και δικάζει. Τούτου τοιγαρούν κατά τάξιν ο διάδοχος και τοποτηρητής, ο άγιος και μακαριώτατος Πάπας ημών Κελεστίνος, ο Επίσκοπος, εις ταύτην την αγίαν Σύνοδον διαδόχους ημάς της αυτού παρουσίας απέστειλεν» (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 143).
8.- Στον Πάπα Λέοντα Α΄ το Μέγα (18 Φεβρουαρίου) (440-461) έχουμε τον πλήρη θρίαμβο του πρωτείου. Ο άγιος Πάπας Ρώμης Λέων Α΄ υπήρξε υπέρμαχος της αυθεντίας του Παπικού Θρόνου και αγωνίστηκε με ζήλο για την προβολή της, ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό προς την Κων/πολη. Οι διοικητικές αποφάσεις της Δ΄ Οικ. Συνόδου και ιδιαίτερα για την δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κω/πόλως (κη΄ Κανόνας), προκάλεσαν τη βίαιη αντίδρασή του με την προβολή των εξαιρετικών προνομίων των τριών Θρόνων του αποστόλου Πέτρου (Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας) και με την αμφισβήτηση ανάλογων προνομίων για το Θρόνο της Κων/πολης. Η αρχή της Πετρίνειας αποστολικότητας των Θρόνων συστηματοποιήθηκε από τον Λέοντα στον αγώνα ενάντια στη Κων/πολη και χρησιμοποιήθηκε πάντοτε στις συγκρούσεις της Πρεσβυτέρας προς την Νέα Ρώμη, ως θεμελίωση των διεκδικήσεων για το Παπικό πρωτείο. Ο ίδιος μάλιστα στις ομολογίες του εξαίρει «την αξιοσύνη, την εξουσία και τη μέριμνα του αποστόλου Πέτρου, τον οποίον ο Χριστός είχε ορίσει θεμέλιο λίθο της Εκκλησίας του».
Το φρόνημα του πάπα Λέοντα Α΄ περί της ηγεμονίας των Παπών στην Εκκλησία και της υπεροχής του Επισκόπου Ρώμης φαίνεται στην επιστολή του προς την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο: "Δι’ ου την αγίαν ημών αδελφότητα προς ανατροπήν μεν των επιβουλών του διαβόλου, της δε της εκκλησιαστικής ειρήνης ανάκτησιν συνελθείν εβουλήθη, φυλαττομένων τω θρόνω του μακαριωτάτου Πέτρου του Αποστόλου των τε δικαίων, και της τιμής επί τοσούτον, ως και ημάς υπ’ αυτού προς τούτο δι’ οικείων προτραπήναι γραμμάτων, εφ’ ω τε την οικείαν παρουσίαν ημάς παρασχείν τη αγία Συνόδω, όπερ μεν ουν ουκ ηδύνατο, ουδέ η ανάγκη του καιρού, ουδέ μην τις επιτρέψαι συνήθεια».
Ο απεσταλμένος του Λέοντα Επίσκοπος Πασχαλίνος απευθυνόμενος προς την Σύνοδο της Χαλκηδόνας ανέφερε: «Του Μακαριωτάτου και Αποστολικού Επισκόπου των Ρωμαίων πόλεως κεφαλής υπάρχοντος πασών των Εκκλησιών, προστάξεις έχομεν, εν αις κατηξίωσε διαλαλήσαι, όπως Διόσκορος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας μη συγκαθεσθή εν τω συνεδρίω», σε ερώτημα δε των συνέδρων, γιατί αυτός ο αποκλεισμός, ο άλλος Παπικός Επίσκοπος Λουκίνσιος αποκρίθηκε: «Σύνοδον ποιήσαι επιτροπής δίχα του Αποστολικού θρόνου», ο δε Πασχαλίνος πρόσθεσε: «Ημείς υπεναντίον των προσταγμάτων του μακαριωτάτου και Αποστολικού Επισκόπου και χειρίζοντος τον Αποστολικόν θρόνον, ελθείν ου δυνάμεθα, ούτε μη υπεναντίον των εκκλησιαστικών κανόνων ή πατρικών παραδόσεων». Ο άγιος Νεκτάριος, πάνω στα ανωτέρω παρατηρεί: «Τοιαύτη υπήρξεν η γλώσσα και η συμπεριφορά των λεγάτων του Πάπα Λέοντος του Αγίου. δύναται πας τις να φαντασθή την γλώσσαν των μη φερόντων το προσόν του Αγίου! Ο Θεός να φυλάξη την Εκκλησίαν". Και παρακάτω διερωτάται, γιατί οι Πατέρες έδειξαν τέτοια ανοχή, γιατί ανέχθηκαν τέτοια ψέματα, δίνει ο ίδιος την απάντηση: «Επιβάλλουσα ανάγκη έθετο φυλακήν τοις στόμασιν αυτών….. η φρόνησις απήτει την ανοχήν χάριν της πίστεως και τούτο εποίησαν οι μακάριοι Πατέρες», δηλ. μπροστά στον κίνδυνο της διάσπασης για θέματα πίστεως, υποκύπτουμε στο πρωτείο διαποίμανσης της Εκκλησίας υπό του Πάπα Ρώμης! Σημειώνεται, ότι επειδή οι Παπικοί λεγάτοι αρνήθηκαν να υπογράψουν τον κη΄ Κανόνα της Συνόδου, περί των ίσων πρεσβείων τιμής του Κων/πόλεως μετά του Ρώμης, η Σύνοδος απέστειλε επιστολή προς τον Λέοντα, με την οποίαν του ζητούσε να τον υπογράψει. Ο πάπας Λέων με απαντητική του επιστολή αρνήθηκε να υπογράψει τον Κανόνα (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 149-154).
Εκτός των άλλων, ο Λέων εγκαινίασε και στήριξε το Παπικό πρωτείο σε ομιλίες του κατά την επέτειο της μνήμης του αποστόλου Πέτρου, κατά τις επετείους της εκλογής του στο Παπικό αξίωμα και σε επιστολές που έστελνε στις Εκκλησίες της Αφρικής, του Ιλλυρικού, της Γαλλίας, στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, στον Πατριάρχη Κων/πόλεως Ανατόλιο και στους Αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, εκθέτοντας τις απόψεις του για τον Επίσκοπο Ρώμης ως primus omnium episcoporum και ότι σ’ αυτόν μεταβιβάζεται η plenitude potestatis, η solicitudo omnium pastorum και η communis cura universalis ecclesiae. Έτσι ο Λέων από το πρωτείο της χάριτος και από το πρωτείο της προσωπικής του αρμοδιότητος προέβαλε το Πρωτείο του δικαιώματος της διαδοχής. Αλλ’ ενώ ομιλεί πολύ ταπεινά για το άτομό του, εξαίρει μ’ αυτόν τον τρόπο τον επίσημο χαρακτήρα του αξιώματός του. Συνδυάζει την ταπεινότητα και την έπαρσι που εκφράζονται στις στερεότυπες εκφράσεις: «Δούλος των δούλων του Θεού», «αντιπρόσωπος του Χριστού» κι’ ακόμη «Θεός επί της γης» (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου. «Έλληνες και Λατίνοι», σελ. 54). Αλλά και ο Πατριάρχης Ανατόλιος κατηγορείται για δειλία στην απάντησή του προς τον Λέοντα για τον κη΄ Κανόνα της Δ΄, κι’ ακόμη γιατί βεβαίωνε τον Πάπα πως άνευ της εγκρίσεώς του ουδείς από τους Κανόνες θα εφαρμοστεί (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 66)
9.- Την εποχή του Πάπα Αγαπητού Α΄, (17 Απριλίου) (535-536) ο μεγάλος Αυτοκράτορας άγιος Ιουστινιανός (2 Αυγούστου), τα αισθήματα του οποίου προς την Ρώμη ήταν γνωστά, θεωρούσε την Εκκλησία της Ρώμης ως «κορυφή του ανωτάτου Ιερατείου», «πηγή της Ιερωσύνης», «Έδρα του Αποστόλου Πέτρου» και επομένως έπρεπε όλες οι Εκκλησίες να έχουν κοινωνία με τον Πάπα και Πατριάρχη της παλαιάς Ρώμης. Ο Αγαπητός επισκέφθηκε τον Ιουστινιανό με προτροπή του βασιλιά των Γότθων Θεοδάτου για να παραιτηθεί ο Αυτοκράτορας από τα Ιταλικά εδάφη. Ο Ιουστινιανός τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές. Ο Αγαπητός, θερμός υποστηρικτής της Δ΄ Οικουμενικής, δεν είχε κοινωνία με τον Κων/πόλεως Άνθιμο, εκλεκτό της Θεοδώρας, καθότι ο τελευταίος ήταν Μονοφυσίτης. Έπεισε τον Αυτοκράτορα να συγκαλέσει Σύνοδο με παρόντες όλους τους Ορθοδόξους Επισκόπους για την καταδίκη του Άνθιμου, πράγμα που έγινε. Ο κλήρος και ο λαός της Βασιλεύουσας εξέλεξε Πατριάρχη το Μηνά, τον οποίον χειροτόνησε ο ίδιος ο πάπας Αγαπητός, έστειλε δε σχετική επιστολή στον Ιεροσολύμων Πέτρο, για να του αναγγείλει τα της εκλογής και του ζητούσε να του απαντήσει «πως υποδέξονται την κρίσιν της Αποστολικής Καθέδρας». Ο Ιεροσολύμων συγκάλεσε Σύνοδο, η οποία επικύρωσε ως ορθή την εκλογή του Μηνά. Από τον τρόπο καταδίκης του Άνθιμου και την υποδοχή της απόφασης από την τοπική Σύνοδο Ιεροσολύμων καταφανώς δηλώνεται η ηγεμονία του Πάπα στην καθόλου Εκκλησία και η ευπείθεια και υποταγή προς αυτόν των άλλων Εκκλησιών και η αναγνώριση του αλαθήτου του (αγίου Νεκταρίου, ως ανωτέρω, σελ. 158-159).
10.- Ο Πάπας Μαρτίνος Α΄ (20 Νοεμβρίου) (649-655) επέδειξε εξαιρετικό θάρρος και επεδίωξε την ανεξαρτησία της Αποστολικής έδρας από το Βυζάντιο, γι’ αυτό δεν ζήτησε την επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα Κώνστα Β΄, ενέργεια που πλήρωσε ακριβά. Κατηγορήθηκε για απείθεια κατά της «Αυτού Μεγαλειότητας» και ότι έλαβε το Παπικό αξίωμα χωρίς την Αυτοκρατορική επικύρωση, συνελήφθη, οδηγήθηκε στην Κων/πολη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε εξορία στη Κριμαία, όπου μετά από μαρτύρια πέθανε. Υπήρξε θαραλλέος και σταθερός στη διαφύλαξη των αληθειών της πίστης, ακλόνητος στο να υποστηρίζει το πρωτείο της Εκκλησίας της Ρώμης, άσχετα αν υπήρξε το τραγικό θύμα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και ο μισητός του Πατριάρχη Κων/πόλεως Παύλου Β΄ και του διαδόχου του Πέτρου.
11.- Ο Πάπας Αγάθων (20 Φεβρουαρίου) (678-681) άσκησε και τόνισε ιδιαίτερα το Πρωτείο. Επί ποιμαντορίας του καταργήθηκε η «λογία» (Κορ. Α΄ 16. 1) για την επικύρωση της εκλογής του από τον Αυτοκράτορα. Έκτοτε, η επικύρωση δεν συνοδευόταν από το τεράστιο χρηματικό ποσό που δινόταν στον Αυτοκράτορα για την επικύρωση αυτή. Ενεργοποίησε την επιστολή του Κων/νου Δ΄ Πωγωνάτου, για τη σύσταση θεολογικών επιτροπών Ανατολικών και Δυτικών και την επίλυση του σχίσματος της Ραβέννας και της αίρεσης του Μονοενεργητισμού. Επ’ αυτών των θεμάτων παρακαλούσε ο Αυτοκράτορας τον Πάπα να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για την επίλυσή τους. Ο Πάπας δέχθηκε τη πρόταση και συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στη Ρώμη για τη προετοιμασία της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη στην Κων/πολη ως ΣΤ΄ Σύνοδος και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και Μονοενεργητισμό.
12.- Με το άγιο Θεόδωρο Στουδίτη (750-826) έχουμε καταγραφές κάποιων φιλοπαπικών ιεροκρύφιων ενεργειών του: «Οι δε μοναχοί υπό την αρχηγίαν Πλάτωνος, του ηγουμένου της μονής Σακκουδίωνος και των ανεψιών αυτού Ιωσήφ και Θεοδώρου του Στουδίτου, διότι απώλεσαν ήν διαχείρησιν των της πολιτείας εκέκτηντο πρότερον, ως και τα εκ ταύτης κτήματα και ωφελήματα, δεν έπαυσαν επί δέκα και πλέον έτη ταράττοντες την πολιτείαν και επικαλούμενοι την αντίληψιν του Πάπα Ρώμης, ως της θειοτάτης των όλων Κεφαλών Κεφαλής, του κορυφαιοτάτου Πατέρος Πατέρων, του Ισαγγέλου, Μακαριωτάτου και Αποστολικού Πατρός, ως του έχοντος τα πρωτεία θεόθεν, και ως δεξαμένου τας κλεις του Ευαγγελίου προς Χριστού δια μέσου του των Αποστόλων πρωτοστάτου (επιστολαί Θεοδώρου του Στουδίτου προς τον Πάπαν Ρώμης Λέοντα τον Γ΄, ο οποίος έστεψε το 800 τον Καρλομάγνο). Δια των ενεργειών αυτών ήσαν εγκάθετοι του Πάπα και επεδίωκαν την εις τα της Ανατολής επέμβασιν του Πάπα Ρώμης» (Αγίου Νεκταρίου, αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, σελ. 204-205). Αλλά και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων αναφέρει: «Ο Νικόλαος (πάπας Νικόλαος Α΄) αντί να πεισθή, εξηρεθίσθη έτι μάλλον κατά του Φωτίου και αμέσως διήγειρε κατ’ αυτού τους εν τη Ανατολή εγκαθέτους του αρχιεπισκόπους Σμύρνης Μητροφάνη και Νεοκαισαρείας Στυλιανόν Μάπαν, εμφανιζομένους ως υποστηρικτάς του Ιγνατίου, αυτοί δε με την σειράν των διήγειραν ομάδα όλην επισκόπων και τους Στουδίτας μοναχούς, οι οποίοι φιλοπαπικοί υπάρχοντες ήδη από του περιφήμου ηγουμένου των Θεοδώρου του Στουδίτου, ήσαν τα νυν σφοδροί πολέμιοι του Φωτίου και όργανα του πάπα Ρώμης» (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Εισαγωγή, σελ. 37). Επίσης: «Νικηφόρος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως (806-815).
Εγένετο εκ λαϊκού πατριάρχης. Προ τούτου ήτο ασηκρήτις, όπως και ο προκάτοχός του Ταράσιος και ο Φώτιος, τότε «εστασίασαν» εναντίον του ο Θεόδωρος Στουδίτης και ο θείος του Πλάτων δια την εκ λαϊκού δήθεν απότομον προβολήν του, αλλά τη αληθεία, λέγει ο Ζωναράς, δια «φιλαρχίαν» αυτών, διότι ήθελον αυτοί να γίνη ο εις εκ των δυο πατριάρχης. «ηβούλοντο γαρ της εκκλησίας εγκρατείς γενέσθαι και του αρχιερατικού της Κωνσταντινουπόλεως επιβήναι θρόνου περί πλείστου πεποίηντο» (Ιωάννης Ζωναράς, επιτ. Ιστ. 15,14,14-18). «Ίσως υπεκινούντο και υπό του Πάπα Ρώμης, του οποίου ήσαν φίλοι και εγκάθετοι εν Κωνσταντινουπόλει». (Δοσιθέου, ως ανωτέρω, Φωτίου επιστολαί, σελ. 209-210).
13.- Ο άγιος Ιγνάτιος, Πατριάρχης Κων/πόλεως (23 Οκτωβρίου) (846-858, 867-877) υπέγραψε το λίβελλο Αδριανού Β΄, στη Σύνοδο του 870 (Ιγνατιανή) με την οποίαν αναγνωριζόταν το πρωτείο δικαιοδοσίας του Πάπα Ρώμης. Στο λίβελλο αυτό, ο Πάπας Αδριανός Β΄ αποκαλείται «δέσποτας ισάγγελος» και «αγιώτατος δεσπότης, μεγάλος αρχιερεύς και οικουμενικός Πάπας» και ο θρόνος της Ρώμης «κορυφαιότατος αποστολικός θρόνος» και οι Πατέρες υπέγραψαν, ότι «ακολουθούμεν την του Αποστολικού Θρόνου αυθεντίαν». Τον λίβελλο υπέγραψαν άπαντες οι παριστάμενοι Επίσκοποι των πέντε Πατριαρχείων (Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 115).
Εκτός των ανωτέρω Αγίων της Εκκλησίας μας, που τόνισαν ιδιαίτερα το πρωτείο του Πάπα Ρώμης, έχουμε σωρεία Παπών, προ του Σχίσματος που το εξάσκησαν ιδιαίτερα και το τόνισαν, όπως: Βίκτωρ (189-199), Ιούλιος Α΄ (337-352), Δάμασος Α΄ (336-384), Συρίκιος (384-399), Ιννοκέντιος Α΄ (401-417), Ζώσιμος (417-418), Βονιφάτιος (418-422), Ορμίσδας (514-523), Ιωάννης Β΄ (533-535), Κωνσταντίνος (708-715), Γρηγόριος Β΄ (715-731), Νικόλαος Α΄ (858-867) και Αδριανός Β΄ (867-872).
Ο J. Gill έγραψε μια σύντομη μελέτη στην οποία εξιστορεί τα περιστατικά έντεκα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, που κατέφευγαν για σωτηρία στη Ρώμη με κύρια ελατήρια στη βοήθεια. Η παποδουλεία των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων δεν έχει επαρκώς μελετηθεί, γιατί υπάρχουν άφθονα κείμενα που μαρτυρούν τούτο. Πάντως αναφέρονται οι παρακάτω Αυτοκράτορες, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναγνώρισαν το πρωτείο διαποίμανσης στον Πάπα της Ρώμης ή δεν υπήρξαν Ορθόδοξοι:

1/ Αρειανοί: Κων/νος Α’ ο Μέγας , ο άγιος.
Κωνστάντιος.
Ουάλης.
2/ Ειδωλολάτρες: Ιουλιανός.
3/ Παπόφιλοι: Θεοδόσιος Β΄ ο άγιος.
Μαρκιανός ο άγιος.
Ιουστίνος Α΄.
Κων/νος Δ΄ ο Πωγωνάτος.
Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός.
Κων/νος Θ΄ ο Μονομάχος.
4/ Μονοφυσίτες: Βασιλίσκος.
Ζήνων.
Αναστάσιος Α΄ ο Δίκορος.
Φωκάς.
5/ Μονοθελήτες: Ιουστινιανός Α΄ ο άγιος.
Ηράκλειος Α΄.
Κώνστας Β΄.
Βαρδάνης Φιλιππικός.
6/ Εικονομάχοι: Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος.
Κων/νος Ε΄ ο Κοπρώνυμος.
Λέων Δ΄ ο Χαζάρος.
Λέων Ε΄ ο Αρμένιος.
Θεόφιλος.
7/ Παπόδουλοι: Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας.
Μανουήλ Α΄ Κομνηνός.
Αλέξιος Β΄ Κομνηνός.
Ισαάκιος Β΄ ο Άγγελος.
Αλέξιος Δ΄ ο Άγγελος.
Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης.
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος.
Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός.
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος.
8/ ΡΚαθολικοί: Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος.
Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος.
Ανδρόνικος Δ΄ Παλαιολόγος.
9/ Ουνίτες: Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος.
Κων/νος ΙΑ΄ Παλαιολόγος .

Σημειώνεται επίσης, ότι εκτός των διαφόρων, κατά καιρούς, Παπόφιλων Οικουμενικών Πατριαρχών Κων/πόλεως, υπάρχει η μοναδική ίσως περίπτωση, η ιδιότητα του Ορθόδοξου Πατριάρχη Κων/πόλεως και του Λατίνου Πατριάρχη Κων/πόλεως να ενυπάρχει στο αυτό πρόσωπο! Είναι γνωστό, ότι με την κατάληψη της Κων/πόλεως από τους Φράγκους το 1204 και την απομάκρυνση του Πατριάρχη, τοποθετήθηκε Λατίνος Πατριάρχης από τον Πάπα της Ρώμης Ιννοκέντιο Γ΄. Έτσι, ο πρώτος Λατίνος Πατριάρχης, που τοποθετήθηκε είναι ο Θωμάς Μοροζίνης, ο 29ος ο Φραγκίσκος Β΄, ο 30ος ο Ιωάννης Γ΄, ο 31ος ο Γρηγόριος, ο 32ος ο Ισίδωρος (ο πρώην Ορθόδοξος Μητροπολίτης Κιέβου), ο 33ος ο Βησσαρίων (ο πρώην Ορθόδοξος Μητροπολίτης Νικαίας) ο 34ος ο Πέτρος και ο 35ος ο Ορθόδοξος Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Γ΄ Μάμμας (1443-1450).
Ο Γρηγόριος Γ΄ (Γρηγόριος Μελισσηνός), πρώην πρωτοσύγκελλος και πνευματικός πατέρας του Αυτοκράτορα Ιωάννου Η΄ Παλαιολόγου, διαδέχθηκε στον Πατριαρχικό θρόνο, τον Μητροφάνη Β΄. Ο Αυτοκράτορας ζήτησε την εφαρμογή του όρου της Συνόδου Φλωρεντίας του 1439 από τον νέο Πατριάρχη και τη Σύνοδο με υπογραφή εγγράφου Ομολογίας. Ο Πάπας της Ρώμης Ευγένιος Δ΄, δραττόμενος της ευκαιρίας της εκλογής στο θρόνο της Κων/πόλεως Λατινόφρονα Πατριάρχη, διώρησε αυτόν και ως Λατίνο Πατριάρχη. Έτσι, ο Γρηγόριος Γ΄ ο Μάμμας είναι ο πρώτος και μοναδικός Πατριάρχης Κων/πόλεως, που υπήρξε επίσημα Ουνίτης.
Μετά την ανάληψη του Αυτοκρατορικού Θρόνου από τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, συνήλθε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 1450, στην οποίαν παρευρέθησαν ο Αλεξανδρείας Φιλόθεος, ο Αντιοχείας Ανανίας και ο Ιεροσολύμων Θεοφάνης, η οποία και καθαίρεσε τον Γρηγόριο και εξέλεξε νέο Πατριάρχη τον Αθανάσιο Β΄. Ο καθαιρεθείς Γρηγόριος δραπέτευσε στη Ρώμη, ο δε Αυτοκράτορας δεν αναγνώρισε το νέο Πατριάρχη, ως ανθενωτικό.
Ο Αυτοκράτορας Κων/νος ΙΑ΄ επέμεινε στη φιλενωτική του πολιτική και ζήτησε βοήθεια από τον Πάπα Ρώμης Νικόλαο Ε΄, με την προϋπόθεση της επίτευξης της ένωσης των Εκκλησιών και την επιστροφή του Γρηγόριου στο θρόνο του. Ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ απέστειλε τον Καρδινάλιο Σαβίνων Ισίδωρο (τον πρώην Κιέβου), ο οποίος συναντήθηκε με τον Αυτοκράτορα τον Νοέμβριο του 1452 και κανόνισε τις λεπτομέρειες της ένωσης. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 τελέσθηκε στον Ι. Ναό της Αγίας Σοφίας ενωτική λειτουργία, προεξάρχοντος του Καρδιναλίου Ισιδώρου και παρόντων του Αυτοκράτορα Κων/νου ΙΑ΄, Λατίνων και Ελλήνων κληρικών και λαϊκών. Αναγνώσθηκε από τον Καρδινάλιο ο ενωτικός όρος της Συνόδου Φλωρεντίας και μνημονεύθηκε στα δίπτυχα, ο Πάπας Ρώμης Νικόλαος Ε΄ και ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Γ΄ Μάμμας (αγίου Νεκταρίου, Μελέτη Ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, τ. Β΄, σελ. 259-262).
Συμπερασματικά, στην Ανατολή δεν σημειώθηκε ιδιαίτερη πρόοδος στο διοικητικό και κανονικό μηχανισμό της Εκκλησίας, όπως έγινε στη Δύση, γιατί στην Ανατολή όλη η δομή της Εκκλησίας είχε μυστηριακό χαρακτήρα και στηριζόταν στην ιδέα ότι αυτή είναι το μυστικό σώμα του Χριστού. Η βαθειά θρησκευτικότητα των Ελλήνων θεολόγων διέφερε πολύ από το νομικό θεολογικό ιδεώδες της Δύσης. Γι’ αυτό και οι ανατολικές αντιδράσεις στις Παπικές αξιώσεις έπαιρναν το χαρακτήρα του παραμερισμού των διαφορών και των απαιτήσεων της Ρώμης και όχι του πολέμου, με εξαίρεση το Φώτιο και το Μιχαήλ Κηρουλάριο. Π.χ. θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως η Ανατολή, δεν μπόρεσε να αναπτύξει πρωτοβουλία στα εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως πρόβαλλε αυτά κάθε τόσο ο Επίσκοπος Ρώμης. Για την άρση, π.χ. του Ακακιανού σχίσματος, την πρωτοβουλία είχε ο Αυτοκράτορας Ιουστίνος Α΄ και όχι ο Πατριάρχης Ακάκιος. Αυτός ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Ορμίσδα και είναι αυτός που ζήτησε οι Επίσκοποι της Ανατολής να υπογράψουν τον Παπικό λίβελλο (Formula Hormisdae), στον οποίον υπήρχαν φράσεις που υποδούλωναν την Ανατολική Εκκλησία σε τέτοιο βαθμό, ώστε ορισμένοι (Schmemann και άλλοι Ρώσσοι) διατείνονται πως με τη συμβιβαστική πολιτική τους οι Έλληνες άφησαν το Παπικό πρωτείο να εξελίσσεται δίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την εντύπωση, ότι συμμετέχουν στη δυτική περί Παπισμού άποψη. Ο λίβελλος του Ορμίσδα περιείχε τις φράσεις: «Επόμενοι εν πάσι τω Αποστολικώ Θρόνω και κηρύσσοντες αυτού πάσας τας διατάξεις» (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 66).
Ως εκ των ανωτέρω κατατεθέντων στοιχείων δείχνεται, ότι το πρωτείο εξουσίας, απροκάλυπτα ή καλυμμένα υπήρχε ανέκαθεν στον Παπισμό, ο οποίος ποτέ δεν παραιτήθηκε απ’ αυτό και απλώς η Α΄ Βατικανή Σύνοδος ήλθε να το επικυρώσει και επίσημα. Αντίθετα η Ανατολή είτε φανερά, είτε σιωπηρά, τουλάχιστον την 1η χιλιετία, το ανέχθηκε. Μετά το Σχίσμα του 1054 άρχισαν οι τριβές στο θέμα του πρωτείου, που κορυφώθηκαν με τη Α΄ Βατικανή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου