Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΥ ΜΥΡΟΥ
Σύντομη Θεολογική καί Ἱστορικό – Κανονική Θεώρηση
Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου

Ἀρχικό δημοσίευμα στό Περιοδικό «Ὀρθόδοξος Πνοή» (φ. Μαρτίου - Ἀπριλίου 2006, σελ. 70 – 76), ὡς προετοιμασία τοῦ Καθαγιασμοῦ Ἁγίου Μύρου ὑπό τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διά τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου (Ἱ. Ἐπισκοπικός Ναός ἁγ. Αἰκατερίνης Κορωπίου, Μεγ. Πέμπτη 2006). Κατωτέρω δημοσιεύεται βελτιωμένο.

Τό Ἅγιο Μύρο στήν Παλαιά Διαθήκη
Περί τοῦ Ἁγίου Μύρου, ὡς ὁρατοῦ στοιχείου τῆς ἀοράτου Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος, ὑπάρχει μία σαφής προτύπωσις στήν Παλαιά Διαθήκη. Στό 30ο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου (στ’ 22 – 33) γράφεται:
«Ἐλάλησε Κύριος πρός Μωϋσῆν λέγων. Καί σύ λάβε ἠδύσματα, τό ἄνθος τῆς σμύρνης ἐκλεκτῆς πεντακοσίους σίσκλους καί κινναμώμου εὐώδους τό ἥμισυ τούτου διακοσίους πεντήκοντα καί καλάμου εὐώδους διακοσίους πεντήκοντα καί ἴρεως πεντακοσίους σίσκλους τοῦ ἁγίου καί ἔλαιον ἐξ ἐλαιῶν εἴν. Καί ποιήσεις χρῖσμα ἅγιον, μύρον μυρεψικόν τέχνη μυρεψοῦ, ἔλαιον χρῖσμα ἅγιον ἔσται. Καί χρίσεις ἐξ αὐτοῦ τήν σκηνήν τοῦ μαρτυρίου καί τήν κιβωτόν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου καί πάντα τά σκεύη αὐτῆς καί τήν λυχνίαν καί πάντα τά σκεύη αὐτῆς καί τό θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος καί τό θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καί πάντα αὐτοῦ τά σκεύη, τήν τράπεζαν καί πάντα τά σκεύη αὐτῆς καί τόν λουτῆρα καί τήν βάσιν αὐτοῦ καί ἁγιάσεις αὐτά, ἔσται ἅγια τῶν ἁγίων. Πᾶς ὁ ἀπτόμενος αὐτῶν ἁγιασθήσεται. Καί Ἀαρών καί τούς υἱούς αὐτοῦ χρήσεις καί ἁγιάσεις αὐτούς ἱερατεύειν μοι.
Καί τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ λαλήσεις λέγων, ἔλαιον ἄλλειμα χρίσεως ἅγιον ἔσται τοῦτο ὑμῖν εἰς τάς γενεάς ὑμῶν. Ἐπί σάρκα ἀνθρώπου οὐ χρισθἠσεται καί κατά τήν σύνθεσιν ταύτην οὐ ποιήσετε ὑμῖν ἑαυτοῖς ὡσαύτως. Ἅγιον ἐστί καί ἁγίασμα ἔσται ὑμῖν. Ὅς ἄν ποιήσῃ ὡσαύτως καί ὅς ἄν δῶ ἀπ’ αὐτοῦ ἀλλογενεῖ, ἐξολοθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ
».
Ὁ Θεός, δηλαδή, ὄχι μόνο δίδει στόν Μωϋσῆ τήν σύνθεσι τοῦ πρώτου Μύρου, ἀλλά ἀπαγορεύει καί τήν κοσμική χρῆσι του καί τήν διάθεσί του σέ ἀλλογενεῖς. Αὐτό τό ὁποῖο στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν προτύπωσι καί «σκιά τῶν μελλόντων» (Κολοσ. Β’ 17), κατά τήν μετά Χριστόν ἱστορική συνέχεια γεγονός πραγματικό, ὅπως λέγει ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Ταῦτα μέν ἐκείνοις συνέβηκε τυπικῶς, ἡμῖν δέ οὐ τυπικῶς, ἀλλ΄ ἀληθῶς, ἐπειδή ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χριόμεθα ἀληθῶς» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις, P.G. 33, 1093).

Τό Ἅγιο Μύρο στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας
Ὅπως προκύπτει ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, κατά τούς Ἀποστολικούς Χρόνους, τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων ἀκολουθοῦσε ἡ ἐπίθεσι τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων, γιά τήν μετάδοση στούς ἤδη βαπτισμένους τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος. Στίς Πράξεις μνημονεύονται δύο σχετικά περιστατικά:
Μετά τόν λιθοβολισμό τοῦ Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, «ἐγένετο ἐν ἐκείνῃ τῆ ἠμέρᾳ διωγμός μέγας ἐπί τήν ἐκκλησίαν τήν ἐν Ἱεροσολύμοις. Πάντες δέ διεσπάρησαν κατά τάς χώρας τῆς Ἰουδαίας καί Σαμαρείας, πλήν τῶν Ἀποστόλων…Φίλιππος δέ κατελθών εἰς πόλιν τῆς Σαμάρειας ἐκήσυσσεν αὐτοῖς τόν Χριστόν…Ὅτε δέ ἐπίστευσαν τῶ Φιλίππῳ εὐαγγελιζομένῳ περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐβαπτίζοντο ἄνδρες τε καί γυναῖκες… Ἀκούσαντες δέ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἀπόστολοι, ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρός αὐτούς Πέτρον καί Ἰωάννην. Οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον. Οὕπω γάρ ἧν ἐπ’ οὐδενί ἐπιπεπτωκός, μόνον δέ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τό ὄνομα Κυρίου Ἰησοῦ. Τότε ἐπετίθουν τάς χείρας ἐπ’ αὐτούς καί ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον» (Πράξ. Η’ 1, 5, 12, 14 - 17).
Ἀκόμη, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦρθε στήν Ἔφεσσο, ἀφοῦ ἄφησε τόν συνεργάτη του Ἀπολλώ στήν Κόρινθο, βρῆκε κάποιους πιστούς πού εἶχαν βαπτιστεῖ μέ τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη καί δέν εἶχαν ἀκούσει κἄν γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτοί, «ἀκούσαντες ἐβαπτίσθησαν εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τάς χείρας ἦλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπ’ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καί προεφήτευον» (Πράξ. ΙΘ’ 5 – 6).
Ἤδη ὅμως ἀπό τῶν Ἀποστολικῶν Χρόνων, ἡ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν ἀντικαταστάθηκε μέ τήν χρίση τοῦ Ἁγίου Μύρου, ὡς ὁρατοῦ σημείου τῆς μεταδόσεως τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Αὐτό προκύπτει ἀπό κείμενα τοῦ ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τήν Ἀποστολική Παράδοση τοῦ Ἱππολύτου, τίς Ἀποστολικές Διαταγές, τό Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος καί διάφορες Κατηχήσεις (βλ. σχ. ἀρχιμ. Παύλου Μενεβίσογλου, νῦν Μητροπ. Σουηδίας, «Τό Ἅγιον Μύρον ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῆ Ἐκκλησίᾳ, ἰδίᾳ κατά τάς πηγάς καί τήν πράξιν τῶν νεωτέρων χρόνων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», Θεσσαλονίκη 1983). Ὁ λόγος τῆς ἀντικαταστάσεως ἦταν ἡ αὔξησι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν βαπτιζομένων καί ἡ ἀδυναμία τῶν Ἀποστόλων ἀρχικά καί στή συνέχεια τῶν Ἐπισκόπων, νά παρευρίσκωνται σέ ὅλες τίς βαπτίσεις τῶν κατηχουμένων.
Ἡ ἀρχαιότερη μαρτυρία χρίσεως μέ Ἅγιο Μύρο ἀπαντᾶ στόν Θεόφιλο Ἀντιοχείας. «Καλούμεθα Χριστιανοί - γράφει - ὅτι χριόμεθα ἔλαιον Θεοῦ» Πρός Αὐτόλυκον», P.G. 6, 1041).
Ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ λόγο του περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γράφει: «Παρά τῶν ἀγράφων τῆς Ἐκκλησίας νομίμων καί τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως, εὐλογοῦμεν… τό ἔλαιον τῆς χρίσεως, διδαχθέντες τοῦτο ἀπό τῆς σιωπωμένης καί τῆς μυστικῆς παραδόσεως» (P.G. 32, 185 καί 188).
Ὁ ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει σχετικῶς: «Ὡς βαπτισθῆναι ἀναγκαῖον καί τῶ Μύρῳ χρισθῆναι ἐστιν ἀνάγκη. Καί τούτου χάριν τοῖς βεβαπτισμένοις ὑπό Φιλίππου, ὡς μόνον τό βάπτισμα δεξαμένοις, Πέτρος καί Ἰωάννης ἐπετίθουν τάς χείρας καί ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον. Ἡ γάρ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν τόν Μύρον παρεῖχεν». Καί συνεχίζοντας ὁ ἴδιος Πατέρας σημειώνει: «Ἀντί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦτο (δηλαδή τό Ἅγιο Μύρο) δέδοται ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοῖς ἐν Χριστῶ βαπτιζομένοις» Περί τῆς Ἱερᾶς Τελετῆς τοῦ Ἁγίου Μύρου», P.G. 155, 188 καί 237).
Τήν ἀπό τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς ἀντικατάσταση τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μέ τήν χρίση τοῦ Ἁγίου Μύρου, δέχεται καί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός. Στά Πρακτικά τῆς Συνόδου τῆς Μαγεντίας (1549) σημειώνεται, ὅτι «ἡ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν ἀπ’ αὐτῶν τῶν Ἀποστολικῶν Χρόνων ἀντικατεστάθη διά τῆς χρίσεως τοῦ Ἁγίου Μύρου, ὅπερ ἀπομένει τό μόνον ἀπαραίτητον καί οὐσιῶδες ἐν τῶ Μυστηρίῳ τοῦ Χρίσματος» (Mansi 32, 1409).
Ἐκτός ἀπό τό μετά τό Βάπτισμα Μυστήριο τοῦ Χρίσματος, στήν ἐκκλησιαστική πράξη τό Ἅγιο Μύρο χρησιμοποιεῖται ἀκόμη:
Στήν δι’ Ἁγίου Μύρου ἀποδοχή αἱρετικῶν πού ἀσπάζονται τήν Ὀρθόδοξη Πίστη (καί τῶν ὁποίων ἔχει γίνει δεκτό τό Βάπτισμα), σχισματικῶν πού ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία ἤ προσώπων πού ἔχουν ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί ἐπιστρέφουν σ’ Αὐτόν (λ.χ. ἐξωμωτῶν, ἀσχοληθέντων μέ μαγεία, κ.λ.π.).
Στά Ἐγκαίνια Ναῶν, γιά τόν Καθαγιασμό τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τῶν ἱερῶν Ἀντιμηνσίων.
Στήν καθιέρωση ἱερῶν ἀντικειμένων καί εἰκόνων.
Στήν ἀνακομιδή Ἱερῶν Λειψάνων.
Κατά τό παρελθόν τό Ἅγιο Μύρο χρησιμοποιοῦνταν καί στήν στέψη Ὀρθοδόξων Βασιλέων καί Αὐτοκρατόρων.

Ὁ Καθαγιασμός τοῦ Ἁγίου Μύρου
Ὁ καθαγιασμός τοῦ ἐλαίου τοῦ Χρίσματος ἦταν ἀνέκαθεν ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου. «Ὁ Ἐπίσκοπος ἄς εὐχαριστῆ ἐπί τό ἔλαιον καί θέτων αὐτό ἐν σκεύη, ἔλαιον εὐχαριστίας ἄς ὀνομάζει» καί «ὁ Ἐπίσκοπος εὔχεται ὑπέρ τοῦ ἐλαίου τοῦ ἐξορκισμοῦ… ἔπειτα δέεται ὑπέρ τό ἔλαιον τοῦ Χρίσματος, τό ὁποῖον εἶναι ἔλαιον εὐχαριστίας», διασώζει ἡ Ἀποστολική Παράδοσις τοῦ Ἱππολύτου (P.G. 1, 800 καί ΒΕΠ 2, 67).
Ἡ Τοπική Σύνοδος τῆς Καρθαγένης (5ος αἰ.), ἀπαγόρευσε τόν Καθαγιασμό Ἁγίου Μύρου ἀπό Πρεσβυτέρους. Ἑρμηνεύοντας τόν στ’ Κανόνα της ὁ Ζωναρᾶς γράφει: «Τοῦτο γίνεσθαι παρά Πρεσβυτέρων ἀπηγόρευσεν ἡ Σύνοδος, παρά γάρ Ἀρχιερέων καί τόν Ἅγιον Χρίσμα τελεῖται καί ἁγιάζεται» (Ράλλη – Ποτλή, «Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων», 1852, τ. 3, σελ. 310).
Ἀρχικά ὁ καθαγιασμός Ἁγίου Μύρου ἦταν ἀρχικά δικαίωμα κάθε Ἐπισκόπου, γεγονός πού προκύπτει τόσο ἀπό τόν λεγόμενο Βαρβερινό Κώδικα (Goar «Ἱερόν Εὐχολόγιον», Βενετία 1730, σελ. 503), ὅσο καί ἀπό ἄλλες πηγές, ἀρχαίες καί νεώτερες. Λ.χ. κατά τόν Δίδυμο τόν Ἀλεξανδρέα, «Ἐπίσκοπος μόνος τῆ ἄνωθεν χάριτι τελεῖ τό Χρίσμα» Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», P.G. 39, 721). Καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ στό Ἱερό Πηδάλιο: «Τήν τελετήν ταύτην οὐδείς Ἱερεύς δύναται ποιῆσαι κατά τόν Κανόνα, ἀλλά μόνοι οἱ Ἀρχιερεῖς, οἵτινες δύνανται μέν καί καθ’ ἑαυτούς τόν Μύρον τελέσαι, ἀλλά διά τήν εὐπείθειαν καί ὑποταγήν τήν πρός τόν Πατριάρχην, συναγόμενοι ἐν τῆ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τοῦτο τελοῦσι» (σελ. 476).
Τό δικαίωμα αὐτό - τοῦ Καθαγιασμοῦ, δηλαδή, Ἁγίου Μύρου ἀπό κάθε Ἐπίσκοπο, χωρίς νά γίνεται διάκριση Ἐπισκόπου μιᾶς ἐπαρχίας καί Προκαθημένου μιᾶς εὐρύτερης διοικητικῆς περιφέρειας, Μητροπολίτου ἤ Πατριάρχου - ἴσχυσε μέχρι τόν 8ο μ. Χ. αἰ. Ἔκτοτε σταδιακά ἡ πρακτική αὐτή σχολάζει καί διαδοχικά τό δικαίωμα περιέρχεται στούς Ἐπισκόπους τῶν μεγάλων ἑδρῶν, ἔπειτα στούς Πατριάρχες καί τελικά στόν Πατριάρχη ΚΠόλεως καί αὐτό γιά λόγους διοικητικῆς τάξεως καί πνευματικῆς ἑνότητος τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (βλ. ἀκόμη Νικοδήμου Μίλας, «Τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», 1906, σελ. 527).
Ὅμως τό δικαίωμα τοῦ καθαγιάζειν τό Ἅγιο Μύρο, ἀπό ἔκφραση εὐπείθειας καί σεβασμοῦ πρός τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως καί τόν θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σέ κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε ὄχι ἁπλᾶ γιά νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά γιά νά τονισθεῖ ἡ πρωτοκαθεδρία τοῦ Θρόνου τῆς ΚΠόλεως τόσο ἔναντι τῶν νεωτέρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὅσο καί ἔναντι τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, ἀλλά καί «πρός ἀργυρολογίαν»! Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Καθηγητής Κων. Δυοβουνιώτης ἀναφέρεται σέ δυνατότητα παραχωρήσεως τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως καί στούς ἄλλους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι ὅμως χωρίς τήν ἄδειά του δέν μποροῦν νά καθαγιάζουν Ἅγιο Μύρο! (Κων. Δυοβουνιώτου, «Τό Μυστήριον τοῦ Χρίσματος ἐξ ἀπόψεως Κανονικῆς», Περιοδικό «Ἡ Καινή Διδαχή», φ. 1, 1919, σελ. 94).
Σχετικό μέ τήν ἀργυρολογία εἶναι τό ἀκόλουθο περιστατικό: Τό 1670 ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος (1669 – 1707), κατά τήν διάρκεια ποιμαντικῆς περιοδείας του στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, καθαγίασε Ἅγιο Μύρο στό Βουκουρέστι, ἐπί Ἡγεμόνος τῆς Βλαχίας Κωνσταντίνου Καντακουζινοῦ - Μπρινκοβεάνου (Ἐθνομάρτυρος τῆς Ρουμανίας καί Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, + 1714) καί Μητροπολίτου Βλαχίας Θεοδοσίου (20. 5. 1660 – πρό τῆς 24. 6. 1672). Ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Δοσίθεος γράφει στήν Ἱστορία του:
«Παρεκινήθησαν δέ καί οἱ ἐν Οὐγγροβλαχίᾳ, ἐκ θείας ἐπιπνοίας, εἰς Θείου Μύρου κατασκευήν καί δή τῆ τοῦ κοινοῦ δαπάνῃ. Ἐψήσαμεν αὐτό ἡμεῖς φέρον σχεδόν ὁλκήν λίτρων δέκα πρός ταῖς διακοσίαις, θαυμασιώτατον, καθυπηρετούντων τῆ ἐψήσει τοῦ Ἡγεμόνος, τῶν Ἀρχιερέων, τῶν Ἀρχόντων καί πληθύος Ἱερέων καί διενεμήθη καί ἐν τοῖς ἐν Οὐγγαρίᾳ καί Μολδαβίᾳ καί τοῖς περί τόν Δούναβιν ποταμόν οἰκοῦσι Χριστιανοῖς» (σελ. 1212).
Ὅμως, κατά τήν περίοδο ἐκείνη οἱ Μητροπόλεις Βλαχίας καί Μολδαβίας ὑπήγονταν στήν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἔτσι ἡ πρᾶξις αὐτή τοῦ Ἱεροσολύμων Δοσιθέου προκάλεσε τήν ἀντίδραση τοῦ ΚΠόλεως Μεθοδίου Γ’ (τοῦ Μαρώνη, 1668 – 1671), παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Δοσίθεος καθαγίασε Μύρο γιά τίς ἀνάγκες τῶν Παραδουναβίων ἐπαρχιῶν, «ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως τούτου ἐν τῶ Πατριαρχείῳ ΚΠόλεως» (ἀρχιμ. Καλλίστου, «Οἱ ἀγῶνες τῶν Πατριαρχῶν καί τῆς Ἀδελφότητος ὑπέρ τῶν Ἱερῶν προσκυνημάτων κατά τόν ΙΣΤ’ καί ΙΖ’ αἰ.», Περιοδικό «ΝΕΑ ΣΙΩΝ», τ. 23, 1928, σελ. 618). Γιά τό ἴδιο θέμα ὁ Ἰω. Ντούρας γράφει, ὅτι τό γεγονός αὐτό «περιγράφεται ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ Δοσιθέου, ὅ,τι ὅμως ἐκπλήσσει τόν ἀναγνώστην ἐνταῦθα εἶναι οἱ τραχεῖς λόγοι, οἱ χρησιμοποιηθέντες ὑπό τοῦ Δοσιθέου» (Ἰω. Ντοῦρα, «Ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων καί ἡ προσφορά αὐτοῦ εἰς τάς Ρουμανικάς Χώρας», Ἀθῆναι 1977, σελ. 98).
Γράφει σχετικά ὁ Δοσίθεος: «Ὁ δέ ΚΠόλεως Μεθόδιος ἐλυπήθη πῶς δέν ἔκραξαν Ἀρχιερέα του οἱ ἐν Οὐγγροβλαχίᾳ, διά νά πάρη καί ἀπ’ αὐτοῦ ἀργυρίδιον, διά τό ἐψηθέν ἐκεῖσε Ἅγιον Μύρον. Καί δή ἀπηρυθριασμένως καί ἀναισχύντως ἔγραψε μοι πολλά, λίαν ἀμαθῶς. Ἐσυμπέρανε γάρ, ὅτι μόνῳ εκείνῳ ἴδιον τό ἔργον τοῦτο. Ὅμως, τό Ἅγιον Μύρον καί ἁπλός Ἐπίσκοπος κατασκευάζει καί μάλιστα ἀναγκαίως. Ἐπειδή τό Πατριαρχικόν ἀξίωμα εἶναι χθεσινόν καί πρό τούτου ποῖοι ἔψηνον τό Μύρον; Λαβών δέ καιρίαν τήν ἀπόκρισιν καί ὅτι οὐ παρά Κανόνας ἐγένετο, ἀλλά καί ὅτι δικαιώτατα πεποιήκαμεν, φροντίσαντες περί τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τῆς ἀληθείας ταπεινωθείς…, ἀποφαίνεται ὅτι συγχωρεῖ» (Ἀ. Παπαδοπούλου – Κεραμέως, «Ἀνάλεκτα», τ. 1, σελ. 283 – 284).
Τό περί Καθαγιασμοῦ τοῦ Ἁγίου Μύρου δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀμφισβητήθηκε ἔμπρακτα ἀπό τίς τοπικές Ἐκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας κ.λ.π. Ὁ Ἄρχων Μυρεψός τοῦ Πατριαρχείου Ἰωσήφ Κωνσταντινίδης γράφει σχετικά: «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅμως μπορεῖ νά παραχωρήσει τό δικαίωμα παρασκευῆς Ἁγίου Μύρου στούς Προκαθημένους τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως συνέβη τόν 14ο μ.Χ. αἰῶνα, τότε δηλαδή πού χειρα-φετήθηκε κανονικὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς Μεγάλης Ῥωσίας, ἡ ὁποία ἔλαβε ἄδεια καί παρασκεύασε τό δικό της Ἅγιο Μύρο, γιά δική της χρήση. Τό ἴδιο συνέβη καί τό 1882, στήν ἀρχή χωρίς ἄδεια καί στή συνέχεια μέ κάποια ἀνοχή ἀπό τόν Οἰκουμενικό Θρόνο, μέ τέ Πατριαρχεῖα τῆς Ῥουμανίας καί τῆς Σερβίας, μέ ἐπίκεντρο τίς ἐκκλησίες Βουκουρεστίου καί Βελιγραδίου». Τό ἀληθές στό θέμα - ἀφοῦ τά προηγούμενα εἶναι μία κομψή περιγραφή τῆς πραγματικότητας καί μέ δεδομένο, ὅτι καμμία τοπική Ἐκκλησία, μηδέ τῆς Ἑλληνικῆς ἐξαιρουμένης, δέν χειραφετήθηκε μέ κανονικές διαδικασίες – εἶναι, ὅτι τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως «τήν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενο», ἐκχωροῦσε τό δικαίωμα τοῦ καθαγιάζειν Ἅγιο Μύρο, ὅπου δέν μποροῦσε νά ἐπιβάλλει τήν προμήθεια ἀπ’ αὐτό.
Ἡ παλαιότερη ἀπό τίς γραπτές μαρτυρίες πού ἔχουν διασωθεῖ, σχετικά μέ Καθαγιασμούς Ἁγίου Μύρου στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφορᾶ τόν Καθαγιασμό τοῦ 1208, κατά τήν Φραγκοκρατία, πού ἔγινε ἀπό τόν Πατριάρχη Μιχαήλ Δ’ τόν Αὐτορειανό (1207 – 1213) στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Σέ νεώτερες ἐποχές, μέχρι καί τό τέλος τοῦ 19ου αἰ. ἔγιναν στήν ΚΠολη Καθαγιασμοί Ἁγίου Μύρου ἀπό τούς ἐξῆς Πατριάρχες:
Τό 1705 ἀπό τόν Γαβριήλ Γ’ (1702 – 1707).
Τό 1759 ἀπό τόν Σεραφείμ Β΄ (1757 – 1761).
Τό 1833 ἀπό τόν Κωνστάντιο Α΄ (1830 – 1834).
Τό 1865 ἀπό τόν Σοφρώνιο Γ΄ (1863 – 1866).
Τό 1879 ἀπό τόν Ἰωακείμ Γ΄ τόν Πάνυ (1878 – 1884). Καί
Τό 1890 ἀπό τόν Διονύσιο Ε΄ (1887 – 1891).
Κατά τόν 20ο αἰ. ἔγιναν Καθαγιασμοί Ἁγίου Μύρου ἀπό τούς ἐξῆς Πατριάρχες:
Τό 1903 καί τό 1912 ἀπό τόν Ἰωακείμ Γ΄ τοῦ Πάνυ (φωτό).
Τό 1928 ἀπό τόν Βασίλειο Γ΄ (1925 – 1929).
Τό 1939 ἀπό τόν Βενιαμίν (1936 – 1946).
Τό 1951 καί τό 1960 ἀπό τόν Ἀθηναγόρα (1948 – 1972).
Τό 1973 καί τό 1983 ἀπό τόν Δημήτριο (1972 – 1991).
Τό 1992 καί τό 2002 ἀπό τόν Βαρθολομαῖο (1991 – σήμερα).
Ἀπό τόν κατάλογο προκύπτει, ὅτι ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καί ἐντεῦθεν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο παρασκευάζει Μύρο κάθε δεκαετία, μέ συμμετοχή Ἱεραρχῶν καί ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κατά τά προβλεπόμενα στόν Συνοδικό Τόμο τοῦ 1850, δεσμεύθηκε «λαμβάνειν, ὁσάκις ἄν χρήζει, καί τό Ἅγιον Μύρον παρά τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας» (Ράλλη – Ποτλῆ αὐτ. τ. 5, σελ. 183). Κατά τῆς δεσμεύσεως αὐτῆς ἔγραψαν οἱ Θεόκλητος Φαρμακίδης, Ἰεζεκιήλ Βελανιδιώτης, Γ. Μαυροκορδάτος, κ. ἄ., πλήν ὅμως ἡ δέσμευσις αὐτή τηρεῖται μέχρι σήμερα.

Τό Ἅγιο Μύρο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Γιά τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡ δέσμευση τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850 ἔπαυσε νά ἰσχύει ἀπό τό 1924, ἔτος κατά τό ὁποῖο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποδέχθηκε τήν εἰσαγωγή τῆς δεδικασμένης Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὡς ἐφηρμοσμένου Οἰκουμενισμοῦ. Τό τελευταῖο Ἅγιο Μύρο τό ὁποῖο εἶναι δεκτό ἀπό τούς Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Κύπρου, Διασπορᾶς κ.λ.π., εἶναι ἐκεῖνο πού καθαγίασε ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ’ ὁ Πάνυ τό 1912.
Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐξαντληθέντων τῶν πρό τοῦ Σχίσματος τοῦ 1924 ἀποθεμάτων, προέβη σέ Καθαγιασμό Ἁγίου Μύρου τό 1958 (φωτό), ἐπί πρωθιεραρχίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἀγαθαγγέλου (+ 1967). Ὁ Καθαγιασμός πραγματοποιήθηκε στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας Ἀττικῆς καί στό ἱστορικό Παρεκκλήσιο τῆς ἁγ. Μαρίνης (τῶν Χειροτονιῶν τοῦ 1935), συμμετεχόντων ἐκτός τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀγαθαγγέλου, 9 ἀκόμη Ἀρχιερέων (τῶν Σεβ. Ἐπισκόπων Πατρῶν Ἀνδρέου, Θεσσαλονίκης Δημητρίου, Κορινθίας Καλλίστου, Τρίκκης καί Σταγῶν Βησσαρίωνος, Θηβῶν καί Λεβαδείας Ἰωάννου, Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Μελετίου, Βρεσθένης Ματθαίου Β’, Πειραιῶς Ἀνθίμου καί Μεσσηνίας Γρηγορίου).
Ἐξαντληθέντων τῶν ἀποθεμάτων αὐτῶν ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προέβη ἐκ νέου σέ Καθαγιασμό Ἁγίου Μύρου τό 2006, διά τοῦ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου. Ὁ Καθαγιασμός αὐτός πραγματοποιήθηκε στόν Ἱ. Ἐπισκοπικό Ναό ἀγ. Αἰκατερίνης Κορωπίου.
Σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, γίνεται δεκτό τό Μύρο πού καθαγιάσθηκε τό 1923 ἀπό τόν Ἱερομάρτυρα Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα (+ 1925) καί μετά τό 2006 τό Μύρο πού καθαγιάσθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Μεσογαίας Κήρυκο.
Σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, γίνεται δεκτό τό Μύρο πού καθαγιάσθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀγαθάγγελο καί μετά τό 2006 τό Μύρο πού καθαγιάσθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Μεσογαίας Κήρυκο.
Τέλος, σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, Ἅγιο Μύρο καθαγιάσθηκε ἀπό τούς Σεβ. Ἐπισκόπους Μπακάου κ. Κασσιανό καί Βράντσεα κ. Γερόντιο.
Γιά τήν ἱστορία ἀναφέρεται, ὅτι σέ παρασκευή μύρου προχώρησαν καί διάφορες σχισματικές Παλαιοημερολογιτικές ὁμάδες τῆς Ἑλλάδος, ὅπως τῶν Καλλιστικῶν τό 1979 καί μεταγενεστέρως τῶν Φλωρινικῶν «Ἀρχιεπισκόπων» Χρυσοστόμου Κιούση καί Μακαρίου Καβακίδη, τοῦ Φλωρινικοῦ «Μητροπ. Πειραιῶς» Ἱεροθέου Κινδύνη καί τοῦ ἀπό Ματθαιϊκῶν «Ἀρχιεπισκόπου» Νικολάου Μεσσιακάρη (2008).

Ἡ παρασκευή καί ὁ καθαγιασμός τοῦ Ἁγίου Μύρου
Τά συστατικά τοῦ Ἁγίου Μύρου ποικίλουν ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή. Ἡ πρώτη γραπτή μαρτυρία, ὁ Βαρβερινός Κώδικας (8ος αἰ.), ἀναφέρει 13 ὑλικά. Μετά ἀπό διάφορες διακυμάνσεις (πού προκύπτουν λ.χ. στό Εὐχολόγιο τοῦ Γκόαρ), τό 1951, ἐπί πατριαρχείας Ἀθηναγόρα, τά ὑλικά σταθεροποιήθηκαν στά 57. Ἀπό αὐτά, ἄλλα εἶναι σέ ὑγρή καί ἄλλα σέ στερρεά μορφή.
Τήν βάση τοῦ Ἁγίου Μύρου ἀποτελοῦν τό ἁγνό ἑλαιόλαδο καί τό κόκκινο στυφό κρασί. Σ’ αὐτά κατά τήν διάρκεια τῆς ἐψήσεως προστίθενται καί ἄλλα ἀρωματικά ὑλικά, ἐντόπιας παραγωγῆς (ὅπως τό ἡλιέλαιο, τό κερί μέλισσας, ἡ μαστίχα Χίου καί ὁ κρόκος Κοζάνης), ἀλλά καί ἐξωτικῆς προελεύσεως (λ.χ. ἡ ἀριστολοχία, τό ἐλένιο, ἡ ἐχινάνθη, ἡ ἴριδα καί τό καρποβάλσαμο), γνωστά στό κοινό (ἡ κανέλλα, τό μαῦρο καί τό πράσινο πιπέρι, τό ροδέλαιο, τό νέφτι, τό τζίτζερ ἤ πιπερόριζα), μέ Βιβλική ἀναφορά (ὁ νάρδος καί ἡ σμύρνα) ἤ παντελῶς ἄγνωστα (ὁ ἰνδικός, ὁ στύρακας, ἡ μάκαρις καί τό ἄσσαρο). Τό πλέον πολύτιμο συστατικό τοῦ Ἁγίου Μύρου εἶναι ὁ μόσχος (μία φυσική ἀρωματική οὐσία πού ἐξάγεται ἀπό τόν ἀδένα ἑνός εἴδους ἐλαφιοῦ καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πλέον δαπανηρά ὑλικά τῆς ἀρωματοποιΐας).
Σύμφωνα μέ τό τυπικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τήν παρασκευή τοῦ Μύρου ἐπιβλέπει εἰδική Ἐκκλησιαστική Ἐπιτροπή (τήν ὁποία ἀποτελοῦν Ἐπίσκοποι καί Κληρικοί) καί διενεργεῖ ἡ Ἐπιτροπή τῶν Κοσμητόρων, ἡ ὁποία ἀσχολεῖται μέ τό τεχνικό μέρος καί ἀποτελεῖται ἀπό χημικούς καί φαρμακοποιούς τῶν ὁποίων προεδρεύει ὁ Ἄρχων Μυρεψός.
Ἡ ἔψηση τοῦ Μύρου γίνεται κατά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων μέχρι τήν Μεγάλη Τετάρτη, στό εἰδικό Κουβούκλιο πού ὑπάρχει ἀπό πολλῶν δεκαετιῶν στό Πατριαρχεῖο. Προηγεῖται Ἁγιασμός γιά τόν καθαγιασμό τῶν σκευῶν πού θά χρησιμοποιηθοῦν καί σταδιακά ρίχνονται στόν λέβητα (πάντα ἀπό Ἐπίσκοπο) τά διάφορα ὑλικά, σύμφωνα μέ προκαθορισμένη σειρά, ἐνῶ ἀπό τούς παρισταμένους Κληρικούς διαβάζεται τό Ἱερό Εὐαγγέλιο.
Ἡ διαδικασία ὁλοκληρώνεται μέ τό φιλτράρισμα τοῦ Μύρου καί τήν τοποθέτησή του στά εἰδικά δοχεῖα φυλάξεως καί μεταφορᾶς (χρησιμοποιοῦνται πήλινοι Μεγαρικοί πύθοι καί μικρά ἀσημένια δοχεῖα). Αὐτό ἀποτελεῖ τό «Νάρδον ἤ μήπω καθαγιασθέν Ἅγιον Μύρον», τό ὁποῖο καθαγιάζεται ἀπό τόν Πατριάρχη βάσει εἰδικῆς ἱεροτελεστείας, κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
Εἶναι ἄξιο ἰδιαιτέρας σημειώσεως, ὅτι κατά τόν Καθαγιασμό προβλέπεται ἡ ἔκχυσις παλαιοῦ Καθαγιασμένου Ἁγίου Μύρου στά δοχεῖα τοῦ πρός καθαγιασμόν νέου Μύρου. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὑπάρχει καί στό θέμα τοῦ Ἁγίου Μύρου μία ἐμφανής ἐσωτερική ἀλληλουχία καί συνέχεια. Κατά τόν Καθαγιασμό λ.χ. Ἁγίου Μύρου τό 2006, ἀπό τόν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκο, χρησιμοποιήθηκε παλαιό Καθαγιασμένο Ἅγιο Μύρο, τόσο τοῦ Καθαγιασμοῦ τοῦ 1958 (ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἀγαθάγγελο), ὅσο καί τοῦ Καθαγιασμοῦ τοῦ 1923 (ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα).
Μετά τόν Καθαγιασμό τό Ἅγιο Μύρο φυλάσσεται στό Μυροφυλάκιο τοῦ Πατριαρχείου, ἀπ’ ὅπου καί διδεται στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες.
Τό στερρεό κατάλοιπο τοῦ φιλτραρίσματος συνήθως γίνεται θυμίαμα καί δίδεται εὐλογία στούς πιστούς. Ἀκόμη, μία ποσότητα Νάρδου φυλάσσεται χάριν εὐλογίας καί ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν, στούς ὁποίους καί δίδεται σέ περιπτώσεις ἀσθενείας.










Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΤΣΑΕΦ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.
Βυζαντινή εἰκόνα, μεταφέρθηκε τόν 16ο αἰ. ἀπό τόν Ἕλληνα Μητροπολίτη Νεόφυτο πού περιόδευε στή Ρωσία χάριν ἐλεημοσυνῶν καί τό 1559 τήν ἄφησε εὐλογία στήν Κόμησσα Ἄννα Γκοϊσκαγια, τήν εὐσεβή Ρωσίδα Ἀρχόντισσα πού τόν φιλοξένησε. Ὅταν τό 1597 ὁ ἀδελφός τῆς Ἄννας Φίλιππος θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ οἰκογένεια ἔκρινε σκόπιμο νά δωρήσει τήν εἰκόνα στήν παρακείμενη Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ. Ἡ εἰκόνα εἶναι διαστάσεων 32 Χ 27 ἑκατοστῶν καί εἶναι ἁγιογραφημένη πάνω σέ ξύλο φλαμουριᾶς, Ἁγιογραφήθηκε μεταξύ τοῦ 10ου καί τοῦ 12ου αἰ. Γύρω ἀπό τά ἱερά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας εἶναι ἁγιογραφημένοι οἱ Ἅγιοι Πρωτομάρτυρας Στέφανος, Ὅσιος Ἀβράμιος, Προφήτης Ἡλίας καί Μεγαλομ. Μηνᾶς καί ἀπό κάτω οἱ Ἁγίες Παρασκευή, Αἰκατερίνη καί Εἰρήνη. Ἡ εἰκόνα καλύπτεται μέ χρυσό κάλυμμα καί διαμάντια καί ἔχει τήν μορφή παρασήμου. Ἡ τρίτη κατά σειρά Λαύρα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (προηγοῦνται ἐκεῖνες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου καί ἕπεται ἐκείνη τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι στήν Ἁγία Πετρούπολη), βρίσκεται στή Βολυνία τῆς σημερινῆς δυτικῆς Οὐκρανίας. Στήν περιοχή αὐτή τόν 10ο αἰ. ὁ Μέγας Βλαδίμηρος ἵδρυσε τήν Ἐπισκοπή Βλαδιμήρ Βολυνίας καί ἔκτισε στήν πόλη τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὁ μικρός λόφος τοῦ Ποτσάεφ ἀναδείχθηκε πολύ νωρίς μοναστικό κέντρο στήν περιοχή, ἐπειδή στά πολλά σπήλαιά του ἔζησαν κατά καιρούς πολλοί ἀσκητές. Τόν 13ο αἰ. μέ τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων καί τήν καταστροφή τῶν μοναστικῶν κέντρων τοῦ Κιέβου, πολλοί μοναχοί τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων βρῆκαν καταφύγιο στά σπήλαια τοῦ Ποτσάεβ. Τότε τοποθετεῖται χρονικά καί ἡ ἐμφάνιση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σέ δύο ἐρημίτες, στό βράχο ὅπου καί σήμερα σώζεται τό ἀποτύπωμα τοῦ ποδός Της! Πρόκειται γιά τό μεγαλύτερο Θεομητορικό σέβασμα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας. Τό ἁγίασμα πού μέ τρόπο θαυμαστό ρέει ἀπό τήν ἄνυδρη πέτρα, ἔχει κατά καιρούς ἐπιτελέσει ἐξαίσια θαύματα. Τό 1832 μαρτυρεῖται θεραπεία τυφλοῦ κοριτσιοῦ πού ἔφθασε στή Λαύρα μετά ἀπό πορεία 100 περίπου μιλίων! Σέ παλαιότερη ἐποχή μαρτυρεῖται ἡ περίπτωση ἀδελφοῦ τῆς Λαύρας ὁ ὁποῖος εἶχε αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τούς Τατάρους καί βρέθηκε μέ τρόπο θαυμαστό μέσα στό Καθολικό, κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως.
Ἡ Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ ἔγινε μεγάλο ἱεραποστολικό κέντρο στίς ἡμέρες τοῦ Ἡγουμένου της ὁσ. Ἰώβ (+ 1651), μετά τήν ἑνωτική «Σύνοδο» τῆς Βρέστης (1596), μέ τήν ὁποία δημιουργήθηκε ἡ Οὐνία.
Ὁ ὅσ. Ἰώβ μόνασε σέ ἡλικία 12 ἐτῶν καί τό 1597 ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Λαύρας. Μέ τό τεράστιο γιά τήν ἐποχή του ἱεραποστολικό καί ἐκδοτικό του ἔργο, στήριξε τήν Ὀρθοδοξία στήν Βολυνία (τήν μεγάλη γεωγραφική περιοχή τῆς δυτικῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία διεκδικήθηκε τόσο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Ρώσους, ὅσο καί ἀπό τούς Παπικούς Πολωνούς). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1651. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1660, ὁπότε μᾶλλον ἀνακομίσθηκε τό ἀδιάφθορο Λείψανό του, τό ὁποῖο σήμερα φυλάσσεται στήν Λαύρα . (Ἀ. Μοσκώφ, "Ὅσιος Ἰώβ τοῦ Ποτσάεφ"· Περιοδικό "Orthodox Russia", τ. 1990). Ἡ μνήμη του εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη καί τιμᾶται τήν 6η Μαϊου, τήν 28η Αὐγούστου καί τήν 10η καί 28η Ὀκτωβρίου.
Ἡ Λαύρα παρέμεινε κέντρο ἀγωνιζομένης Ὀρθοδοξίας στήν εὐαίσθητη αὐτή περιοχή μέχρι τό 1720, ὁπότε τήν κατέλαβαν οἱ Οὐνίτες. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 οἱ μοναχοί της γνώρισαν διωγμούς, ἐξορίες καί φυλακίσεις καί ἡ προσέλευση προσκυνητῶν εἶχε ἀπαγορευθεῖ. Ἔμεινε ὅμως πάντοτε ἀνοικτή, καταφύγιο τοῦ δοκιμαζόμενου Ὀρθοδόξου λαοῦ.
Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος (1989), ἄρχισε ἡ ἀστήλωση τῆς Λαύρας (ἔχει λαμπρά καί ἐκτεταμένα κτίρια, δύο Καθεδρικούς Ναούς – τῆς Κοιμήσεως καί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ πρῶτος σέ ρυθμό μπαρόκ, κατάλοιπο τῆς οὐνιτικῆς κατοχῆς – κ.ἄ.), ἐνῶ ἡ ἀδελφότητα ἐνισχύθηκε μέ τήν προσέλευση δεκάδων νέων μοναχῶν.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ποτσάεφ εἶναι μικρῶν διαστάσεων καί εἰκονίζει τήν Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα. Γύρω ἀπό τήν Θεοτόκο εἰκονίζονται ἑπτά Ἅγιοι, προσθήκη πιθανῶς τῶν προστατῶν τῆς οἰκογενείας πού πρώτη δέχθηκε τήν εὐλογία της. Ἕνα ἀπό τά περισσότερο γνωστά ἀντίγραφά της φυλάσσεται στή Ρωσική Μονή Ἁγίας Τριάδος Τζόρντανβιλ Νέας Ὑόρκης.
Τιμᾶται τήν 23η Ἰουλίου καί τήν 8η Σεπτεμβρίου.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΕΒΙΤΣ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Βυζαντινή εἰκόνα, μεταφέρθηκε στή Ρωσία ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος Ἄθω τό 1393, ἀπό τόν ὅσ. Ἀρσένιο τοῦ Βαλαάμ. Ὁ Ὅσιος εἶχε λάβει τήν εἰκόνα εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά του Μοναχό Ἰωάννη, ὅταν ἀποφάσισε νά γυρίσει στήν πατρίδα του καί νά ἱδρύσει μονή πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατά τήν ἐπιστροφή του στή Ρωσία καί ἐνῶ ἔπλεε στή Λίμνη Λαντόγκα, ἀναζητῶντας τόπο κατάλληλο γιά ἵδρυση μονῆς, ὁ ὅσ. Ἀρσένιος ὁδηγήθηκε ἀπό θύελλα στό νησί Κόνεβιτς. Ἑρμηνεύοντας τό γεγονός σάν ἔκφραση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ καί ὕψωσε ἕνα ξύλινο παρεκκλήσιο πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου - ὅπου κατέθεσε τήν εἰκόνα – καί ἕνα κελλί γιά τόν ἑαυτό του.
Διά μέσου τῶν αἰώνων, πολλά θαύματα (κυρίως θεραπεῖες ἀσθενῶν), καταχωρήθηκαν στό Χρονικό τῆς Μονῆς πού δημιουργήθηκε γύρω ἀπό τόν ἀρχικό ναϊσκο τοῦ ὁσ. Ἀρσενίου. Ἀνάμεσα στά πρῶτα μαρτυρεῖται ἡ ἐκδίωξη ἀπό τόν Ὅσιο πονηρῶν πνευμάτων πού κατοικοῦσαν σέ μεγάλο βράχο τοῦ νησιοῦ, τόπο λατρείας τῶν παγανιστῶν Καρελίων κατοίκων τῆς περιοχῆς.
Ἡ εἰκόνα σήμερα φυλάσσεται στή Νέα Μονή Βαλαάμ στή Φινλανδία καί τιμᾶται τήν 10η Ἰουλίου.

Βιβλιογραφία:
Dr. Anne Jaasking, “The Icon of the Virgin of Konevitsa”, 1971
V. Purmongin, “Orthodoxy in Finland – past and present”, 1984.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΣΜΟΛΕΝΣΚ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Ὁδηγητρίας μέ τήν ὁποία - κατά τήν παράδοση - ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ὁ Μονομάχος, εὐλόγησε τούς γάμους τῆς κόρης του Πριγκίπισσας Ἀναστασίας μέ τόν τότε Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ καί ἔπειτα Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βζέβολοντ Α’ Γιαροσλάβιτς (1078 – 1093), τό 1046. (Ὁ Βζέβολοντ ἦταν τέταρτος γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Γιαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ, 1019 – 1054, καί τῆς Σουηδῆς Πριγκίπισσας Εἰρήνης - ἁγ. Ἄννας, + 1050). Ἀργότερα, ὁ γιός τοῦ Βζέβολοντ καί τῆς Ἀναστασίας Βλαδίμηρος Β’ ὁ Μονομάχος, Μεγ. Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, κατέθεσε τήν εἰκόνα στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου στό Σμολένσκ, ἀπ’ ὅπου πῆρε τό ὄνομά της.
Ἡ Παναγία τοῦ Σμολένσκ συνδέθηκε μέ πολλές ἐθνικές περιπέτειες τῆς Ρωσίας καί σ’ αὐτήν ἀποδόθηκαν κατά καιρούς σημαντικές νίκες τῶν Ρώσων. Τό 1239, ἡ διάσωση τοῦ Σμολένσκ ἀπό τίς ὀρδές τῶν Τατάρων, ἔγινε μετά ἀπό θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Παναγίας. Κατά τήν παράδοση, ὅταν ἡ στρατιά τοῦ Χάν Μπατοῦ εἶχε στρατοπευδεύσει 16 μόλις μίλια ἀπό τήν πόλη καί ἑτοίμαζε τήν ἐπίθεσή της, μία ὑπερκόσμια φωνή ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας διέταξε τόν φύλακα τοῦ ναοῦ νά καλέσει τόν εὐσεβή πολεμιστή Μερκούριο. Ἡ ἴδια φωνή ἔδωσε στή συνέχεια ἐντολή στόν Μερκούριο νά σκοτώσει τόν Τάταρο πολέμαρχο μέσα στή σκηνή του, ἀποκομίζοντας γιά τόν ἑαυτό του τόν μαρτυρικό στέφανο. Ὁ Μερκούριος πράγματι ἐκτέλεσε τήν Θεομητορική ἐντολή καί ἔτσι ὁ ἐχθρός ἀποσύρθηκε.
Στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰ. ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στή Μόσχα, πενήντα χρόνια ὅμως ἀργότερα ὁ λαός τοῦ Σμολένσκ ζήτησε δυναμικά τήν ἐπιστροφή της. Ἡ εἰκόνα πράγματι ἐπιστράφηκε καί στή θέση της, στόν Καθεδρικό Ναό Εὐαγγ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τοποθετήθηκε τό πλέον γνωστό ἀντίγραφό της.
Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. ὁ Τσάρος Βασίλειος Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610), τιμῶντας τήν ἕνωση τοῦ Σμολένσκ μέ τό Ρωσικό κράτος, ἵδρυσε στή Μόσχα τήν Μονή Νοβοντεβίτσυ. Στό Καθολικό τῆς μονῆς αὐτῆς πού τιμᾶται στό ὄνομα τῆς Παναγίας τοῦ Σμολένσκ, κατατέθηκε καί σώζεται μέχρι σήμερα τό ἀντίγραφο τοῦ Κρεμλίνου.
Τό πρωτότυπο μεταφέρθηκε καί πάλι στή Μόσχα τό 1812, κατά τήν εἰσβολή τῶν Γάλλων. Ἡ καταστροφή τοῦ Ναπολέοντα στή Μάχη τοῦ Μποροντῖνο ἀποδόθηκε καί πάλι στή Θεομήτορα.
Ἡ Παναγία τοῦ Σμολένσκ τιμᾶται τήν 28η Ἰουλίου.
Τά πλέον γνωστά ἀντίγραφά της εἶναι ἐκεῖνα τοῦ Οὔστιουγκ (1290), τοῦ Ἰγκρίτς (1624), τοῦ Γιαροσλάβ (1642), τοῦ Σουϊσκ (1654), τῆς Κοστρόμας (1672), τῆς Λαύρας τοῦ ἁγ. Σεργίου (1730), τοῦ Σουπράζλ Πολωνίας (16ος αἰ.) καί τά λεγόμενα «τοῦ Χριστοφόρου» (16ος αἰ.) καί «τοῦ Νότου».
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Ἀνῆκει στόν εἰκονογραφικό τύπο τῆς Ὁδηγητρίας καί ἔχει πολλές ὁμοιότητες μέ τήν Παναγία τοῦ Τιχβίν. Μέχρι τόν 17ο αἰ. βρίσκοταν στή Γεωργία, ἀπ’ ὅπου καί ὀνομάστηκε. Ὅταν τό 1622 οἱ Πέρσες κατέλαβαν τήν Γεωργία, ἀνάμεσα στά λάφυρα πού ἀφαίρεσαν ἦταν καί πολλά ἐκκλησιαστικά κειμήλια, τά ὁποῖα πῆραν μέ σκοπό νά τά πουλήσουν στούς Ὀρθόδοξους Ρώσους πού ζοῦσαν στήν Περσία. Ἀνάμεσα στά κειμήλια αὐτά ἦταν καί ἡ ἔπειτα γνωστή Παναγία τῆς Γεωργίας, εἰκόνα παλαιά, διακοσμημένη μέ χρυσό καί ἀσήμι.
Ἡ εἰκόνα αὐτή ἀγοράστηκε ἀπό τόν Ρῶσο Στέφανο Λαζάρεφ, πράκτορα τοῦ ἐμπόρου Λίτκιν ἀπό τό Γιαροσλάβ. Τήν ἴδια στιγμή μέ ἐκείνη τῆς ἀγορᾶς, ὁ Λίτκιν πληροφορήθηκε μέ ὄνειρο, ὅτι ὁ συγκεκριμένος ὑπάλληλός του εἶχε ἀγοράσει μία εἰκόνα, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ἀφιερωθεῖ στή Μονή Κρασνογκόρσκ (πού εἶχε ἱδρυθεῖ τό 1603 στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πίνεγκα, στήν περιοχή τοῦ Ἀρχαγγέλου). Μή γνωρίζοντας τί νά πράξει ὁ Λίτκιν λησμόνησε τήν ὑπόθεση, μέχρις ὅτου ἐπέστρεψε στή Ρωσία ὁ Λαζάρεφ (τό 1629), φέρνοντας μαζί του καί τήν εἰκόνα. Ἀμέσως τότε ἡ εἰκόνα κατατέθηκε στή Μονή Κασνογκόρσκ καί κατά τήν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας ὑποδοχῆς της ἐπιτελέστηκε τό πρῶτο θαῦμα, ὅταν ὁ μοναχός Πιτιρίμ, τυφλός ἀπό χρόνια, θεραπεύθηκε θαυματουργικά. Ἀκολούθησαν ἄλλα θαύματα καί τό 1650 ὁ τότε Μητροπολίτης Νόβγκοροντ καί ἔπειτα Πατριάρχης Μόσχας Νίκων, θέσπισε τήν ἑορτή τῆς εἰκόνας τήν 22α Αὐγούστου, ἡμέρα ἀφίξεώς της στή μονή.
Τό 1654 ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στή Μόσχα γιά καθαρισμό. Τότε ὁ ἀργυροτεχνίτης Γαβριήλ Εὐδοκίμωφ ζήτησε ἀπό τόν μοναχό πού τήν συνόδευε, νά μεταφερθεῖ ἡ εἰκόνα στό σπίτι του καί νά ψαλλεῖ μία Παράκλησι γιά τόν ἄρρωστο γιό του. Μετά τήν θαυματουργική θεραπεία τοῦ παιδιοῦ, ὁ Εὐδοκίμωφ ἁγιογράφησε ἕνα ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας καί τό ἁφιέρωσε στό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος, κοντά στήν Πύλη τῆς ἁγ. Βαρβάρας. Τό ἀντίγραφο αὐτό ἀναδείχθηκε ἐπίσης θαυματουργό, σέ σημεῖο νά προκληθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν Ἀνακτόρων. Ἔτσι, τήν 12η Ἀπριλίου 1900, ἐπισκέφθηκε τόν ναό καί προσκύνησε τήν εἰκόνα τό τελευταῖο Αὐτοκρατορικό ζεῦγος τῆς Ρωσίας, ὁ Τσάρος Νικόλαος Β’ καί ἡ Τσαρίνα Ἀλεξάνδρα.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Ἡ πλέον δημοφιλής Θεομητορική εἰκόνα ἀνάμεσα στόν Ὀρθόδοξο Ρωσικό λαό, ἐφέστια εἰκόνα τῆς παραδοσιακῆς Ρωσικῆς οἰκογενείας, μέ τήν ὁποία συνήθως εὐλογοῦνται οἱ ἀρραβῶνες. Εἰκονίζει τό σεπτό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου νά στρέφεται τρυφερά πρός τόν Υἱό Της, ὁ Ὁποῖος βρίσκεται σέ ὄρθια θέση καί εὐλογεῖ.
Ἡ Παναγία τοῦ Καζάν ἐμφανίζεται στή Ρωσική ἐθνική καί ἐκκλησιαστική Ἱστορία τόν 16ο αἰ., λίγο μετά τήν κατάληψη τοῦ μέχρι τότε Ταταρικοῦ Καζάν ἀπό τόν Τσάρο Ἰβάν Δ’ τόν Τρομερό (1547 – 1584). Ὅπως συνέβαινε σέ παρόμοιες περιπτώσεις, τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Τατάρων ἀκολούθησε σημαντική ἱεραποστολική ἐργασία ἀπό τόν πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ἅγ. Γουρία.
Ὁ ἅγ. Γουρίας ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας ἀπό τό Ραντονέζ καί ὑπηρέτησε κοντά στόν Πρίγκιπα Ἰβάν Πενκώφ. Κατά τήν διάρκεια κάποιας διαμάχης τοῦ Πρίγκιπα μέ τήν σύζυγό του, ὁ νέος συκοφαντήθηκε καί φυλακίσθηκε, ἀλλά στή φυλακή ἔδειξε τήν ποιότητα τοῦ χαρακτήρα του, ἀφοῦ ἀφιέρωσε τόν χρόνο του στή συγγραφή παιδικῶν βιβλίων! Μόνασε στή Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος, τό 1543. Ἡγουμένευσε 9 χρόνια καί μετά ἡσύχασε, μέχρι τόν διορισμό του στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Σελιζχάρωφ, τῆς Ἐπισκοπῆς Τβέρ.
Τό 1552, ὅταν καταλήφθηκε τό Ταταροκρατούμενο Καζάν, ὁ Τσάρος Ἰβάν ἵδρυσε τήν ὁμώνυμη Ἀρχιεπισκοπή. Τό 1555 ὁ Ἅγιος ἐκλέχθηκε "διά κλήρου" πρῶτος Ἐπίσκοπός της. Στά ὀκτώ χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του, μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου Τβέρ (+ 1576, 11η Ἀπριλίου), τότε Ἀρχιμανδρίτου, ἀνέπτυξε σημαντική ἱεραποστολική δραστηριότητα. Ἵδρυσε 4 Μονές καί ἔκτισε τόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί πλέον τῶν 10 ἐνοριακῶν Ναῶν.
Τό 1561 ἀσθένησε καί δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Κοιμήθηκε τό 1563 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Μεταμορφώσεως (τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ ἅγ. Βαρσανούφιος καί ἐνταφιάσθηκε καί ὁ ἴδιος).
Τό 1595, ὁ τότε Μητροπολίτης Καζάν καί ἔπειτα Πατριάρχης Μόσχας ἅγ. Ἑρμογένης, ἀνακόμισε ἀδιάφθορα τά Λείψανα καί τῶν δύο Ἁγίων. Τό 1630, τό εὐωδιαστό Λείψανο τοῦ ἁγ. Γουρία μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 4η Ὀκτωβρίου.

Ἡ εὕρεση τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν ἔγινε κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες: Ὅταν μία τυχαῖα πυρκαγιά κατέστρεψε τό Κρεμλίνο τῆς πόλεως, τά λαϊκά στρώματα – στά ὁποῖα ἦταν βαθειά ριζωμένος ὁ Μωαμεθανισμός – ἀπέδοσαν τό γεγονός στήν ὀργή τοῦ «Προφήτου» Μωάμεθ. Τότε ἀκριβῶς ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τήν εὕρεση τῆς περιώνυμης - ἔκτοτε – εἰκόνας τοῦ Καζάν, γιά τήν στήριξη τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.
Μία νύκτα ἀμέσως μετά τήν πυρκαγιά ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε σέ ἕνα νεαρό κορίτσι, τήν Ματρώνα, καί τήν διέταξε νά μεταφέρει στόν ἅγιο Ποιμενάρχη τῆς πόλεως μία ἐντολή Της: Ἔπρεπε νά σκάψουν σέ συγκεκριμένο σημεῖο, γιά νά βροῦν μία θαμμένη εἰκόνα Της. Ὅταν τό ὅραμα ἐμφανίσθηκε γιά τρίτη φορά, ἡ μητέρα τῆς Ματρώνας ἀναγκάστηκε νά ἐνημερώσει τόν ἅγ. Γουρία. Ὁ ἐνάρετος Ἐπίσκοπο ὑπάκουσε στή Θεομητορική ἐντολή καί τέθηκε ἐπικεφαλής τῶν Χριστιανῶν κατοίκων οἱ ὁποῖοι ἔσκαψαν καί βρῆκαν σέ βάθος τριῶν ποδῶν μία θαυμάσια εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ λαμπερά χρώματα, πού φαίνοταν σάν νά εἶχε βγεῖ τήν στιγμή ἐκείνη ἀπό τό ἐργαστήριο τοῦ ἁγιογράφου! Ὁ ἅγ. Γουρίας μετέφερε λιτανευτικά τήν εἰκόνα στόν παρακείμενο ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου, τοῦ ὁποίου ἐφημέριος ἦταν ὁ ἔπειτα Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας ἅγ. Ἑρμογένης (1606 – 1612). Τήν ἴδια ἡμέρα ἄρχισε ἡ μεγάλη σειρά τῶν θαυμάτων τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, μέ πρῶτο τήν θεραπεία τοῦ τυφλοῦ Ἰωσήφ.
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν (1598 – 1613) - τήν περίοδο τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας ἀπό τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Α’ Ἰβάνοβιτς (1598), μέχρι τήν ἀνάδειξη τοῦ Τσάρου Μιχαήλ Ρωμανώφ (1613), κατά τήν ὁποία ἡ Ρωσία βρέθηκε στή δύνη τῆς ἀναρχίας καί τῆς ξένης (Πολωνικῆς) κατοχῆς - τό γόητρο τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους σώθηκε ἀπό τόν ἡρωϊκό Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη. Ἀρνούμενος νά συνεργαστεῖ μέ τούς κατακτητές καί τούς Ρώσους συνεργάτες τους, πέθανε στή φυλακή ἀπό ἀσιτία, τήν 17η Φεβρουαρίου 1612. Τόν ἴδιο χρόνο - σάν ἀποτέλεσμα τοῦ κηρύγματός του καί τῶν ποιμαντικῶν του ἐπιστολῶν - ἦρθε ἀπό τόν Βόλγα ἕνας στρατός ἐθελοντῶν, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ λαϊκοῦ Κοσμᾶ Μίνιν ἀπό τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί τοῦ Πρίγκιπα Δημ. Ποζάρσκυ, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου εἶχε τεθεῖ ἡ θαυματουργός Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν. Τήν 22α Ὀκτωβρίου ἐλευθερώθηκε ἡ Μόσχα καί τήν 26η τό Κρεμλῖνο. Ἡ νίκη τῶν Ρώσων κατά τῶν Πολωνῶν ἀποδόθηκε στήν προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τόν ἴδιο χρόνο, σέ ἀνάμνησι τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὁ Τσάρος Μιχαήλ Θεοδώροβιτς (1613 – 1645), ὁ πρῶτος τῆς Δυναστείας τῶν Ρωμανώφ, θέσπισε δύο ἑορτές πρός τιμήν τῆς εἰκόνας τοῦ Καζάν: Τήν 8η Ἰουλίου (Εὕρεση) καί τήν 22α Ὀκτωβρίου (ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπό τούς Πολωνούς).
Πρός τιμήν τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν ὑπῆρχε στήν Κόκκινη Πλατεία τῆς Μόσχας περίφημος Καθεδρικός Ναός, στόν ὁποῖο ἦταν κατατεθημένη ἡ εἰκόνα. Κατά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Συρακουσῶν καί Ἁγίας Τριάδος Ἀβέρκιο (τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς), μία παράδοση ἔλεγε, ὅτι ὅσο ὑπῆρχε ἡ εἰκόνα, ἡ Ρωσία θά εἶχε εἰρήνη στήν Ἀνατολή. Τό 1905 ἡ εἰκόνα χάθηκε μέ ἐντελῶς ἀνεξήγητο τρόπο καί ἀμέσως ξέσπασε ὁ ἀτυχής γιά τήν Ρωσία πόλεμος μέ τήν Ἰαπωνία! Ἀκολούθησε ὁ Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος καί ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Τό περίεργο στό θέμα εἶναι, ὅτι ἐνῶ βρέθηκαν τά πολύτιμα ἀφιερώματα καί κοσμήματα τῆς εἰκόνας, ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα δέν βρέθηκε ποτέ, σάν κάποιος νά τήν ἐξαφάνισε γιά συγκεκριμένο λόγο!
Τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν στήν Κόκκινη Πλατεία κατεδάφισε τό 1937 ὁ Στάλιν γιά νά δημιουργηθεῖ χῶρος γιά δημόσια ἀποχωρητήρια! Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστώτος (1989), ὁ ναός ἐπανακτίσθηκε στό ἴδιο σημεῖο, χάρις στά σχέδια πού εἶχε διασώσει ὁ Πέτρος Μπαρανόφσκυ (ἀρχιτέκτονας πού διαφωνοῦσε μέ τόν Στάλιν στό θέμα τῆς κατεδαφίσεως ναῶν). Ὁ νέος ναός ἐγκαινιάστηκε τόν Νοέμβριο τοῦ 1993 ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’, παρουσία τοῦ τότε Προέδρου τῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας Μπόρις Γιέλτσιν (Περιοδικό “Frontier”, φ, Ἰανουαρίου – Φεβρουαρίου 1994, σελ. 5).
Τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν μνημονεύονται 60 περίπου θαυματουργά ἀντίγραφα. Περισσότερο γνωστά εἶναι ἐκεῖνα τοῦ Γιαροσλάβ, τοῦ Ταμπώφ, τοῦ Τομπόλσκ, τοῦ Νιζνιελόμωφ καί τοῦ Καπλουνώφ. Τό θαυματουργό ἀντίγραφο τῆς Μόσχας φυλάσσεται κατατεθημένο στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν Ἐπιφανίων (Σόλωνος Νινίκα, «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί ἡ Περεστρόϊκα», σελ. 163). Τό εὑρύτατα γνωστό θαυματουργό ἀντίγραφο τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἔγινε κτῆμα διαφόρων καί τελικά κατέληξε στό μεγάλο Θεοημητορικό προσκύνημα τῶν Παπικῶν στήν Φατίμα τῆς Πορτογαλίας, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Στό Ἅγιο Ὄρος, στή Ρωσική Μονή τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος, φυλάσσεται ἀντίγραφο μεγάλης καλλιτεχνικῆς καί κειμηλιακῆς ἀξίας.
Στήν Ἑλλάδα, παλαιά Ρωσική εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν πού εὐωδιάζει, φυλάσσεται στό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κερατέας Ἀττικῆς. Ἐπίσης, στό Παρεκκλήσιο τῆς ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς, φυλάσσεται ἀντίγραφο τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν ἀναγόμενο στόν 18ο αἰ.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΟΛΓΑΣ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Ἡ εὕρεση τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Τόλγας, ἔγινε μέ τρόπο θαυμαστό τήν 8η Αὐγούστου 1314. Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Γιαροσλάβ Πρόχορος (Μεγαλόσχημος Τρύφων), ἐπιστρέφοντας ἀπό μία περιοδεία στήν ἐπαρχία του, εἶχε κατασκηνώσει μέ τήν συνοδεία του στή συμβολή τοῦ ποταμοῦ Τόλγα μέ τόν μεγάλο ποταμό Βόλγα. Τήν νύκτα ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς ξύπνησε τόν ἐνάρετο Ἱεράρχη καί τόν ἀνάγκασε νά βγεῖ ἀπό τήν σκηνή του. Ἔκπληκτος τότε ὁ Πρόχορος ἀντίκρυσε μία στήλη φωτός στήν ἀπέναντι ὄχθη καί μία γέφυρα νά συνδέει τίς δύο πλευρές. Μέ πίστη ὁ Ἐπίσκοπος πέρασε τήν γέφυρα στηριζόμενος στή ράβδο του καί φθάνοντας στή στήλη τοῦ φωτός εἶδε νά αἰωρεῖται σέ ὕψος 10 περίπου ποδῶν μία εἰκόνα τῆς Παναγίας. Μετά ἀπό προσευχή ὁ Ἐπίσκοπος γύρισε ταραγμένος στήν κατασκήνωση, ξεχνῶντας πάνω στήν ταραχή του τήν ράβδο του στό σημεῖο τοῦ θαύματος. Ὅταν τό ἑπόμενο πρωϊ πληροφόρησε σχετικά τούς συνοδούς του, ἔκπλητκος διαπίστωσε ὅτι ἡ γέφυρα εἶχε χαθεῖ, σέ πίστωση ὅμως τοῦ θαύματος, ὅταν πέρασαν ἀπέναντι μέ σχεδία, βρῆκαν τήν ράβδο μαζί μέ τήν εἰκόνα!
Στό σημεῖο τῆς εὑρέσεως ὑψώθηκε ἀμέσως ξύλινος ναός καί ἀργότερα δημιουργήθηκε μονή. Ἀπό τό 1392 θαυματουργό μῦρο ἄρχισε νά ρέει ἀπό τήν εἰκόνα. Ὁ τελευταῖος Ἡγούμενος τῆς μονῆς (καί ποιητής κανόνος πρός τήν Εἰκόνα), ἦταν ὁ μετέπειτα Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σεραφείμ τοῦ Οὔγκλιτς, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε κατά τῶν διωγμό τῶν ἀθεϊστῶν, μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.
Ἡ Παναγία τῆς Τόλγας ἀνῆκει στόν εἰκονογραφικό τύπο τῆς Ἐλεούσας καί ἑορτάζει τήν ἡμέρα τῆς εὑρέσεώς της (8η Αὐγούστου). Στήν Πινακοθήκη Τρετιάκωφ σώζεται ἀντίγραφό της τοῦ 13ου αἰ., τῆς Σχολῆς τοῦ Ἀλμπάτωφ.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΝΤΟΝ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Παλαιότατη εἰκόνα, ἕνα τῶν μεγαλυτέρων κειμηλίων τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἀφοῦ συνδέεται μέ τό Ρωσικό Πουατιέ, τήν Μάχη τοῦ Κουλίκοβο Πόλ, καί τόν ἐθνικό ἥρωα τῆς Ρωσίας καί Ἅγιο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας ἅγ. Δημήτριο Ντόνσκοϊ.
Ὁ ἅγ. Δημήτριος (Μεγ. Ἡγεμόνας 1359 – 1389), γεννήθηκε τήν 12. 10. 1350 καί ἦταν γιός τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Β’ τοῦ Ἀγαθοῦ (1353 – 1359) καί τῆς Ἀλεξάνδρας Ἰβάνοβνας Δημήτριεβνας. Ἀνατράφηκε κάτω ἀπό τήν γόνιμη ἐπιρροή τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἀλεξίου καί ὅταν ἀνέλαβε τήν διακυβέρνηση σέ ἡλικία 9 ἐτῶν, βρέθηκε κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός καί ἐξαιρετικοῦ κυβερνήτη. Ὁ πολιτικός στόχος τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου, τόν ὁποῖο ἐμφύτευσε στόν νεαρό Δημήτριο, ἦταν ἡ ἕνωση ὅλων τῶν Ρωσικῶν ἐδαφῶν - Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό τήν Ἡγεμονία τῆς Μόσχας καί ἡ δημιουργία ἑνός ἰσχυροῦ συγκεντρωτικοῦ κράτους, ἱκανοῦ νά ἀπαλλάξει τήν χώρα ἀπό τόν Ταταρικό ζυγό.
Τό 1360 ὁ Τάταρος Χάν ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ στόν Δημήτριο Κωνσταντίνοβιτς, Ἡγεμόνα τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ. Ὁ Δημήτριος Κωνσταντίνοβιτς γεννήθηκε τό 1324 καί κατάγοταν ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Βσέβολοντ Γ. Τό 1359 ἡγεμόνευε στό Σούζνταλ καί τό 1365 στό Νίζνι Νόβγκοροντ. Ἰσχυρός ἡγεμόνας, προσπάθησε νά ἐξουδετερώσει τούς πειρατές πού λυμαίνονταν τήν λεκάνη τοῦ Βόλγα καί διεκδίκησε γιά τόν ἑαυτό του τήν Μεγ. Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, πράγμα πού πέτυχε τό 1360. Αὐτό τόν ἔφερε σέ σύγκρουση μέ τόν Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, ἀλλά ὅταν τό 1363 ὁ Δημήτριος Κωνσταντίνοβιτς καθαιρέθηκε καί τίτλος ἀπονεμήθηκε στό Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, ἐκεῖνος συνῆψε εἰρήνη μέ τόν ἀντίπαλό του καί νυμφεύθηκε τήν κόρη του Εὐδοκία (ὁσ. Εὐφροσύνη τῆς Μόσχας, + 1407), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε 12 παιδιά (μεταξύ αὐτῶν καί τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Α’). Ἔτσι ἀποφεύχθηκε ἕνας νέος ἐμφύλιος πόλεμος καί ἐνισχύθηκε ἡ ἑνωτική προσπάθεια γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ Ταταρικοῦ ζυγοῦ.
Τό ἑπόμενο ἔτος 1367 ὁ Δημήτριος ὀχύρωσε τό Κρεμλίνο μέ πέτρινα τείχη, γεγονός πού ἐπέτρεψε στή Μόσχα νά ἀντιμετωπίσει δύο ἐπιθέσεις τῶν Λιθουανῶν (τό 1368 καί τό 1370). Τό 1376 οἱ ἑνωμένες κάτω ἀπό τήν ἡγεσία του Ρωσικές δυνάμεις νίκησαν τούς Βουλγάρους τοῦ κάτω Βόλγα. Ἐνισχυμένος ὁ Δημήτριος ἀπό τίς ἐπιτυχίες αὐτές καί ἐκμεταλευόμενος τίς ἐσωτερικές διαμάχες τῶν Τατάρων, ἀποπειράθηκε νά ἀποτινάξει τόν ζυγό τους ἀρνούμενος τήν πληρωμή τῶν φόρων. Σέ ἀπάντηση ὁ Χάν Μαμάϊ συμμάχησε μέ τούς Λιθουανούς καί εἰσέβαλε στή Ρωσία μέ στράτευμα 200.000 ἀνδρῶν. Ὁ Δημήτριος, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, συγκρούσθηκε μαζί τους στήν περίφημη Μάχη τοῦ Κουλίκοβο Πόλ (Ἀγροῦ τῆς Μπεκάτσας), τήν 8η Σεπτεμβρίου 1380, ἐπικεφαλής στρατεύματος 150.000 ἀνδρῶν. Κατά τήν πλέον κρίσιμη στιγμή τῆς μάχης, πρίν οἱ Τάταροι ἑνωθοῦν μέ τούς Λιθουανούς, ὁ ὅσ. Σέργιος ἔστειλε στό Δημήτριο τήν εὐλογία του καί τήν διαβεβαίωση γιά τήν νίκη τῶν Χριστιανικῶν στρατευμάτων. Προηγουμένως εἰχε διαθέσει στό νεαρό Ἡγεμόνα δύο μοναχούς πρώην στρατιωτικούς, τόν Ἀλέξανδρο Περεσβέτ καί τόν Ἀνδρέα Ὀσλιάμπα.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού ἔσπευσαν νά ἀγωνιστοῦν μαζί μέ τόν Πρίγκιπα Δημήτριο ἦταν καί οἱ Κοζάκοι τοῦ ποταμοῦ Ντόν, πού ἔφεραν μαζί τους μία παλαιά εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀπό τόν Ναό τῆς Παναγίας τοῦ Σιποτίν. Κατά τήν ὥρα τῆς συγκρούσεως ἡ εἰκόνα εἶχε ὑψωθεῖ σέ ἕνα ἀκόντιο καί δέσποζε τοῦ πεδίου τῆς μάχης, ἐνθαρρύνοντας τούς Χριστιανούς μαχητές.
Κατά τήν σύγκρουση ὁ Δημήτριος νίκησε τούς Τατάρους καί τούς κατέστρεψε ὁλοκληρωτικά. Ἡ νίκη αὐτή ἀπέδειξε στούς Ρώσους, ὅτι οἱ Τάταροι δέν ἦσαν ἀήττητοι καί ἀνέξειδε τόν Δημήτριο σέ ἐθνικό ἥρωα καί προστάτη τῆς Ρωσίας στόν ἀγῶνα γιά τήν ἐθνική ἀποκατάσταση.
Μετά τήν μάχη οἱ Κοζάκοι δώρησαν τήν εἰκόνα στόν νικητή ἅγ. Δημήτριο Ντόνσκοϊ καί αὐτός τήν κατέθεσε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στό Κρεμλίνο.
Ὅμως πέραν τῶν ἠθικῶν πλεονεκτημάτων ἡ Μάχη τοῦ Κουλίκοβο Πόλ δέν εἶχε πρακτικά ἀποτελέσματα, ἀφοῦ τό 1382 ὁ νέος Χάν Τοκτάμυς κατέλαβε καί πυρπόλησε τήν Μόσχα καί ὁ Δημήτριος ὑποχρεώθηκε νά διαφύγει στό βορρᾶ. Εἶναι ἄξιο σημειώσεως, ὅτι στήν εἰσβολή τοῦ Χάν Τοκτάμυς συμμετεῖχε καί ὁ παλαιός ἀντίπαλος τοῦ Δημητρίου Ντόνσκοϊ καί πεθερός του Δημήτριος Κωνσταντίνοβιτς, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔστειλε καί τούς γιούς του νά ὑπηρετήσουν στόν Ταταρικό στρατό! (Ὁ Δημ. Κωνσταντίνοβιτς ἀπεβίωσε τήν 5. 6. 1383).
Ἀργότερα στό σημεῖο τῆς μάχης καί πάνω στούς τάφους τῶν πεσόντων Ρώσων, ὁ Πρίγκιπας Δημήτριος ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου καί ταυτόχρονα ἐπέβαλλε τήν μνημόνευση τῶν ἐθνικῶν ἠρώων.
Ὁ Δημήτριος ἀπεβίωσε τήν 19. 5. 1389 σέ ἡλικία μόλις 39 ἐτῶν καί ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἀφήνοντας στό γιό καί διάδοχό του Βασίλειο Α’ διπλάσια ἐπικράτεια ἡγεμονίας ἀπό ἐκείνη πού εἶχε παραλάβει.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1988 (μέ ἀφορμή τόν ἑορτασμό τῆς Χιλιετηρίδος τοῦ Βαπτίσματος τῶν Ρώσων, 988 - 1988), "σέ ἀναγνώριση τῶν ὑπηρεσιῶν του πρός τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος καί γιά τήν ταπεινή χριστιανική ζωή, θυσίας γιά τόν πλησίον του". Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 19η Μαϊου.
Τό 1591 ἡ Παναγία τοῦ Ντόν βρέθηκε καί πάλι στό πεδίο τῆς μάχης, ὅταν ἡ Μόσχα πολιορκήθηκε ἀπό τούς Τατάρους τῆς Κριμαίας. Οἱ τότε ἐθνικοί καί ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες τῆς Ρωσίας μέ ἐπικεφαλής τόν Τσάρο Θεόδωρο Α’ Ἰβάνοβιτς (1584 – 1598) καί τόν Πατριάρχη ἅγ. Ἰώβ (1587 – 1598), κάλεσαν τόν λαό νά προσευχηθεῖ μπροστά στήν εἰκόνα καί σύντομα οἱ εἰσβολεῖς ἀποκρούστηκαν, στή μάχη τοῦ ποταμοῦ Μόσκβα. Σέ ἀνάμνηση τῆς νίκης ἱδρύθηκε στό σημεῖο αὐτό ἡ περίφημη Μονή Ντόνσκοϊ.
Ἡ Παναγία τοῦ Ντόν εἶναι ἁγιογραφημένη κατά τήν τεχνοτροπία τοῦ περίφημου ἁγιογράφου Θεοφάνη τοῦ Ἕλληνα, δασκάλου τοῦ κορυφαίου Ρώσου ἁγιογράφου ἁγ. Ἀνδρέα Ρουμπλιώφ. Μέχρι τό 1930 ἦταν κατατεθημένη στήν Πινακοθήκη Τρετιάκωφ. Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστώτος ἡ εἰκόνα ἀποδόθηκε στή Ρωσική Ἐκκλησία. Τιμᾶται τήν 19η Αὐγούστου.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΚ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Ἡ Παναγία τοῦ Κούρσκ ἀνῆκει στόν εἰκονογραφικό τύπο τοῦ Σημείου, τοῦ ὁποίου κατά τήν παράδοση τό πρωτότυπο βρέθηκε στή Ρώμη, στήν Κατακόμβη τῆς ἁγ. Ἄννας (πρόκειται γιά τόν εἰκονογραφικό τύπο τῆς Βυζαντινῆς Πλατυτέρας). Εἶναι ἀντίγραφο παλαιότερης εἰκόνας πού βρέθηκε στό Νόβγκοροντ τό 1170, τήν ἐπονομαζομένη «τῆς ρίζης», ἐπειδή βρέθηκε στή ρίζα ἑνός δένδρου ἀπό ἕναν κυνηγό. Στό σημεῖο τῆς εὑρέσεως ὑψώθηκε ἀμέσως ξύλινος ναός τόν ὁποῖο κατέστρεψαν οἱ Τάταροι τό 1382, ἀφοῦ προηγουμένως τεμάχισαν τήν εἰκόνα στά δύο καί βασάνισαν τόν ἐφημέριο.
Στά πρῶτα θαύματα τῆς Παναγίας τοῦ Κούρσκ ἀνήκει ἡ θαυμαστή ἕνωση τῶν δύο τμημάτων, ἐνῶ εὑρύτατα γνωστή εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἁγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (τόν 18ο αἰ.), ὅταν ἀρρώστησε βαριά κατά τήν παιδική του ἡλικία. Τό 1597 ἱδρύθηκε στό σημεῖο τῆς εὑρέσεως τό περίφημο ἐρημητήριο τοῦ Κούρσκ Ρούτ (τό γνωστό Κορέναγια Πουστίν).
Ἡ Παναγία τοῦ Κούρσκ ὀνομάζεται «Ἡ Ὁδηγήτρια τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς». Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἀκολούθησε τήν πορεία τῆς ἐξόριστης Ρωσικῆς Συνόδου στό Κάρλοβιτς τῆς Σερβίας ἀρχικά, στή συνέχεια στό Μόναχο (Μονή ἁγ. Ἰώβ τοῦ Ποτσάεφ) καί τελικά στή Νέα Ὑόρκη (πρῶτα στή Μονή Νέα Κορέναγια καί ἐπειτα στόν Συνοδικό Καθεδρικό Ναό, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται).
Τιμᾶται τήν 3η Μαρτίου, τήν 8η Σεπτεμβρίου καί τήν 27η Νοεμβρίου.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Σειρά: Ρωσικές Εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα τῆς Θείας Ἀγάπης (ρωσιστί Μπογκολιούμπσκυ) καί τίς ἀπαρχές τῆς Ρωσικῆς Χριστιανικῆς Ἱστορίας.
Ὁ ἅγ. Ἀνδρέας ἦταν γιός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Γεωργίου τοῦ Μακρόχειρα (ρωσιστί Ντολγκορούκι) καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Ἀρχικά ἀνέλαβε τήν Ἡγεμονία τοῦ Βλαδιμήρ, ὅπου ἐπέδειξε μεγάλες διοικητικές ἱκανότητες. Ὅταν πατέρας του ἔγινε Μεγάλος Ἡγεμόνας, ὁ Ἀνδρέας μετακινήθηκε στό Βύσγκοροντ, ἀπ' ὅπου πῆρε τήν μετέπειτα ἐφέστια Εἰκόνα τῆς Ρωσίας, τήν ἐπονομαζομένη "Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου" (πρόκειται γιά ἀρχαῖα εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἀποδίδεται στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ἡ ὁποῖο δωρήθηκε στόν Γεώργιο Ντολγκοροῦκι ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Λουκᾶ Χρυσοβέργη). Κατά τήν παράδοση ἔξω ἀπό τήν πόλη τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί τοῦ ζήτησε νά ἱδρύση μονή στό σημεῖο ἐκεῖνο. Ὁ Ἀνδρέας πράγματι ἵδρυσε μονή καί ἔπειτα πόλη καί ζήτησε νά ἁγιογραφήσουν τήν ἐμφάνιση τῆς Θεομήτορος στήν ἀναξιότητά του. Ὅλα (ἡ Μονή, ἡ πόλη, ἡ εἰκόνα, ἀλλά καί ὁ ἴδιος), ὀνομάσθηκαν "τῆς Θείας Ἀγάπης" (ρωσιστί Μπογκολιούμποβο).
Τό 1157, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἀναδείχθηκε Μεγάλος Ἡγεμόνας καί μετέφερε τήν ἕδρα τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας ἀπό τό Κίεβο στό Βλαδιμήρ, ὅπου ὕψωσε λαμπρούς ναούς (περίπου 30· ὁ πλέον γνωστός εἶναι ὁ Ναός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου κατατέθηκε - τό 1164 - ἡ Παναγία τοῦ Βλαδιμήρου). Τό 1164 ἔκτισε τίς λεγόμενες Χρυσές Πύλες τοῦ Κιέβου.
Δολοφονήθηκε στό Μπογκολιούμποβο τό 1175 ἀπό συνωμότες Βογιάρους, ἄν καί ἦταν ἄριστος κυβερνήτης καί ἱεραπόστολος τοῦ Εὐαγγελίου στόν ἐντόπιο πληθυσμό. Ἐνταφιάσθηκε στό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Βλαδιμήρ, ὅπου διαφυλάχθηκε τό ἀδιάφθορο Λείψανό του. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Ἰουνίου.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, τόσο τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα, ὅσο καί ἡ Θεομητορική Εἰκόνα πού φέρει τό ὄνομά του, ἐκτέθηκαν στό τοπικό Μουσεῖο Σούζνταλ – Βλαδιμήρ. Τό 1987, κατά τήν περίοδο τῆς Περεστρόϊκα, τό Λείψανο ἐπιστράφηκε στή Ρωσική Ἐκκλησία καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Βλαδιμήρ.
Ἀπό τά πλέον γνωστά ἀντίγραφα τῆς Παναγίας τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα εἶναι ἐκεῖνα τῆς Μόσχας καί τοῦ Ζιτομίρ. Τιμᾶται τήν 18η Ἰουνίου, ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγ. Ἀνδρέα.

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΤΥΧΩΝ
Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (+ 1925)

Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου



Ὁ Πατριάρχης Τύχων ὑπῆρξε χωρίς ἀμφιβολία ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 20ό αἰ. Ἱεράρχης μέ σημαντική θεολογική κατάρτιση, δύναμη καί παρρησία, διοικητικές ἱκανότητες καί ἀναγνωρισμένη ἀρετή καί πνευματικότητα, ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στήν πλέον δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορίας Της.
Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν, γεννήθηκε τήν 19. 1. 1865 στό Τροπέτς τῆς περιοχῆς Πσκώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στό τοπικό ἐνοριακό σχολεῖο καί στή συνέχεια φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στήν Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησε μέ ἄριστα σέ ἡλικία 23 ἐτῶν καί διορίστηκε ἀμέσως Καθηγητής στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο τοῦ Πσκώφ. Τό 1891 ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Τύχων καί τό 1897, σέ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λούμπλιν, βοηθός τῆς Ἐπισκοπῆς Βαρσοβίας. Τό 1898 μετατέθηκε στήν ἱεραποστολική ἕδρα τῆς Ἀλάσκας καί τό 1900 διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς. Τό 1905, σέ ἀναγνώριση τῶν ἱεραποστολικῶν του ὑπηρεσιῶν, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί τό 1907 διορίσθηκε σέ μία τῶν ἀρχαιοτέρων ἑδρῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἐπισκοπή Γιαροσλάβ καί Ροστώβ.
Ὁ πόλεμος τοῦ 1914 τόν βρῆκε νά ποιμαίνει τήν Ἐπισκοπή Βίλνας. Ἡ περιοχή του ὑπῆρξε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δεινή κακοπάθεια τοῦ λαοῦ. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ ἀρχιεπ. Τύχων βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δείξει τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του, χάρις στά ὁποῖα ἔγινε εὑρύτατα γνωστός, μέ ἀποτέλεσμα νά διοριστεῖ ἀπό τόν Τσάρο Νικόλαο Β' μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Σ' αὐτή τήν θέση τόν βρῆκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Τήν 19. 6. 1917 ὀνομάσθηκε Ἀριεπίσκοπος Κρουτίτσης καί Κολόμνας. Τήν 14. 8. 1917 ἡ Πανρωσική Σύνοδος τόν ὀνόμασε Μητροπ. Μόσχας καί τήν ἑπομένη 15. 8. 1917 τόν ἀνέδειξε Πρόεδρό της, μέ ψήφους 564 ἔναντι 33.
Τίς μακρές συζητήσεις στή Σύνοδο γιά τήν ἐπανίδρυση ἤ μή τοῦ Πατριαρχείου, ἐπίσπευσαν οἱ ραδγαῖες πολιτικές ἐξελίξεις. Κατά τήν κρίσιμη ψηφοφορία τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 1917, ἐπί 317 παρόντων μελῶν, ψήφισαν 265, ἀπό τούς ὁποίους 141 ὑπέρ καί 112 κατά τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου. Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος προχώρησε σέ ἐκλογή Πατριάρχη, μέ πρόταση τοῦ Καθηγητή Σοκόλωφ. Κατά τήν πρώτη ψηφοφορία ἐξελέγησαν 25 ὑποψήφιοι! μέ πρώτους τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χαρκόβου Ἀντώνιο μέ 101 ψήφους, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Ἀρσένιο μέ 27 καί τόν Μητροπολίτη Κρουτίτσης Τύχωνα μέ 23. Κατά τήν δεύτερη ψηφοφορία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος πῆρε 159 ψήφους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος 148 καί ὁ Μητροπολίτης Τύχων 125.
Ἡ τελική ἐκλογή ἔγινε μέ κλῆρο, ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐκλεκτός τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ σώματος τῆς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος, ἀλλά ὁ Μητροπολίτης Τύχων, τόν ὁποῖο ἀνέδειξε Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας ὁ κλῆρος πού τράβηξε ὁ γηραιός Ἱερομόναχος Ἀλέξιος καί παρέδωσε στόν προεδρεύοντα Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο.
Ὁ Μητροπ. Τύχων ἀποδέχτηκε τήν ἐκλογή λέγοντας τά ἀκόλουθα: "Στό ἐξῆς μέσα στά καθήκοντά μου θά εἶναι καί ἡ μέριμνα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, γιά τίς ὁποίες θά πρέπει νά πεθαίνω καθημερινά. Βρίσκω δύναμη στό γεγονός, ὅτι δέν ἐπιδίωξα τήν ἐκλογή. Ἦρθε σέ μένα ὄχι κατά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐλπίζω, ὅτι Αὐτός πού μέ κάλεσε, θά μέ βοηθήσει μέ τήν εὐλογία Του".
Ὁ Τύχων ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Μητρόπολη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, τήν 29η Νοεμβρίου 1917. Μέχρι τήν ἐνθρόνισή του ἔμεινε στή Λαύρα τῆς Ἀγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου (τῆς ὁποίας ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης εἶναι Ἡγούμενος), προετοιμαζόμενος γιά τήν νέα του διακονία. Γιά τήν τελετή βρέθηκαν παλαιά πατριαρχικά ἄμφια στό ἀσύλητο, ἀκόμη, πλούσιο σκευοφυλάκιο τῶν Πατριαρχείων, ὅπως ἡ ράβδος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου καί τό χαρακτηριστικό λευκό κάλυμμα κεφαλῆς τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος. Τήν Πατριαρχική ράβδο ἐνεχείρησε στό νέο Πατριάρχη ὁ ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρος. Μετά τήν ἐνθρόνιση ὁ Τύχων ἡγήθηκε μιᾶς μεγάλης λιτανείας γύρω ἀπό τό Κρεμλίνο, ραντίζοντας τά τείχη μέ ἁγιασμό.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Τύχωνος δυσαρέστησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ (ὁ ὁποῖος στή συνέχεια διέφυγε στή Δύση καί ἡγήθηκε τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς) καί τήν "Ἕνωση Δημοκρατικοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου καί Λαοῦ", ἡ ὁποία δέν ἀναγνώρισε τόν Τύχωνα καί προχώρησε στή διοργάνωση - σχίσμα τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας".
Πέραν τῆς ἐπανιδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου, ἡ Πανρωσική Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Τύχωνος ἀποφάσισε:
· Τήν καθιέρωση ὡς ἀνωτάτου διοικητικοῦ ὀργάνου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά κάθε τριετία. Γιά τήν ἐνδιάμεση περίοδο τήν διοίκηση ἀσκοῦσαν ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο (στό ὁποῖο συμμετεῖχαν Ἐπίσκοποι, Κληρικοί καί λαϊκοί), ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχη.
· Τήν αὐτονομία τῆς ἐνορίας, τό ἀμετάθετο τῶν Ἐφημερίων καί τίς ἁρμοδιότητες τῶν λαϊκῶν.
· Τήν τόνωση τοῦ Θείου Κηρύγματος. Ὄχι μόνον οἱ Ἐπίσκοποι, ἀλλά καί οἱ προσοντοῦχοι Κληρικοί καί λαϊκοί, θά ἔπρεπε νά κηρύτουν τόν θεῖο λόγο ὄχι μόνο κατά τήν Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά μέ κάθε λειτουργική – λατρευτική εὐκαιρία, τό κήρυγμα δέ θά ἔπρεπε νά γίνεται στήν γλῶσσα τῶν ἐκκλησιαζομένων καί ὄχι ἀποκλειστικά στή Ρωσική.
· Τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Νεομαρτύρων τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπαναστάσεως, πολλοί Ὀρθόδοξοι - Κληρικοί καί λαϊκοί - μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τους στό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ Σύνοδος ἐκφράζοντας τήν συνείδηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διακήρυξε τήν μαρτυρική ἰδιότητα τῶν Νεομαρτύρων καί καθιέρωσε τήν 25η Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα μνήμης τους (ἡμέρα μαρτυρίου τοῦ Πρωτομάρτυρος τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας Μητροπ. Κιέβου Βλαδιμήρου, + 25. 1. 1918).
· Τόν Ἀφορισμό τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ Ἀφορισμός ἐξαπολύθηκε τήν 18η Ἰανουαρίου 1918, κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "κατά τῆς Κυβερνήσεως τῶν Σοβιέτ καί πάντων τῶν ἐπικοινωνούντων πρός αὐτήν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia", σελ. 6). "Καθημερινῶς - ἔγραφε ὁ Πατριάρχης Τύχων στή σχετική Ἐγκύκλιο - ἀκούωμεν διά τά ἀνήκουστα ἐγκλήματα καί αἱματοχυσίας, θύματα τῶν ὁποίων εἶναι ἀθῶοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἰς τίποτε δέν ἔπταισαν παρά μόνον εἰς τό ὅτι ἔπραξαν τό καθῆκον των ἀπέναντι εἰς τόν Θεόν καί τήν πατρίδα. Ἐκεῖνοι ὅπου ὑπόσχονται νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν Ρωσίαν τήν τάξιν καί τήν δικαιοσύνην, σκορπίζουν παντοῦ τό ἔγκλημα καί τήν βίαν, ἐναντίον ὅλων καί ἰδιαιτέρως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας... Συνέλθετε, ἀνόητοι. Παύσατε τά ἐγκλήματά σας... Συμφώνως μέ τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἔχουμε ἀπό τόν Θεό, ἀπαγορεύουμε τήν συμμετοχήν σας εἰς τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἄν εἶστε ἀκόμη Χριστιανοί, ἄν καί ἀπό τήν γέννησίν σας εἶσθε μέλη τῆς Ἐκκλησίας..." (γιά τόν Ἀφορισμό βλ. ἐπίσης: N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", 1972· καί C. Dahm, "Ἑκατομμύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό", 1979).
Ὁ Ἀφορισμός σάν πνευματικό ὅπλο δέν ἀπέδωσε ἀποτελέσματα, διότι ἀπευθύνονταν σέ ἀθέους. Ἀντίθετα, ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά κλιμάκωση τῶν διωγμῶν καί (ἀργότερα, τόν Αὔγουστο τοῦ 1922) γιά τήν σύλληψη τοῦ Τύχωνος (ἄλλες αἰτίες ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη νά συνεργαστεῖ μέ τήν Σοβιετική Κυβέρνηση, ἡ κριτική του γιά τήν ἀτιμωτική γιά τήν Ρωσία Συνθήκη τοῦ Μπέστ - Λίτοβσκ, ἡ ἀντίθεσή του στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, κ.ἄ.).
Τήν ἀμέσως ἑπομένη ἡμέρα τοῦ Ἀφορισμοῦ (19. 1. 1918), ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἔθεσε τό θέμα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στή Σοβιετική Ἕνωση. Μέ ἀπόφασή της τῆς 24. 1. 1918, ἡ 31η Ἰανουαρίου ὀνομάσθηκε 14η Φεβρουαρίου. Ἡ ἀντίδραση της Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἄμεση. Πέντε ἡμέρες μετά τήν κυβερνητική ἀπόφαση (29. 1. 1918), συνῆλθαν σέ κοινή συνεδρίαση ὑπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα, δύο τμήματα τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου, τό Τμῆμα Θείας Λατρείας καί τό Τμῆμα Σχέσεων Ἐκκλησίας - Πολιτείας. Κατά τήν συνεδρίαση παρουσιάσθηκαν δύο σχετικές εἰσηγήσεις τῶν Καθηγητῶν S. S. Glagolev καί I. I. Sokolov, ἀπό τίς ὁποίες καμμία δέν ἐνθάρρυνε τήν ἀλλαγή. Τελικά ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε ὅτι:
α. Δέν ὑπάρχει λόγος γιά τήν Ἐκκλησία νά μήν ἔχει ἕνα ξεχωριστό ἡμερολόγιο, διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο τῆς Πολιτείας.
β. Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά διατηρήσει τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο, ἀλλά ἐπί τοῦ παρόντος εἶναι ἀδύνατο νά μετακινηθεῖ ἀπό αὐτό.
γ. Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στή Ρωσική Ἐκκλησία, θά διασπάσει τήν ἑνότητα μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Κάθε ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ συμφωνία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
δ. Δέν εἶναι δυνατόν νά συνδεθεῖ τό Ὀρθόδοξο Πάσχα μέ τό Γρηγοριανό Ἡμερολόγιο.
στ. Ἀναγνωρίζεται, ὅτι τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο εἶναι ἀστρονομικά ἐσφαλμένο. Αὐτό ἐπισημάνθηκε ἤδη ἀπό τήν Σύνοδο τῆς ΚΠόλεως τοῦ 1583. Ἐν τούτοις εἶναι λανθασμένο νά πιστεύεται, ὅτι τό Γρηγοριανό Ἡμερολόγιο εἶναι καλύτερο γιά ἐκκλησιαστική χρήση. (Βλ. γενικά Πρωθιερέως Ἀλεξάνδρου Lebedev, "St. Patriarch Tikhon and the Calendar uestion").
Μετά τήν ἐξέλιξη αὐτή ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση δέν ἐφάρμοσε τήν ἀπόφασή της περί ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου.
Τήν πάλη μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἀθεϊας στή Ρωσία μετά τό 1917, διακρίνουν τρία στάδια. Κατά τήν διάρκεια τοῦ πρώτου οἱ Μπολσεβίκοι ἐκδήλωσαν τήν λανθασμένη γιά τήν Ἐκκλησία γνώμης τους, πού ἦταν συνέπεια τῆς ὑλιστικῆς τους τοποθετήσεως. Πίστευαν, ὅτι θά κατέστρεφαν τήν Ἐκκλησία, ἄν κατέστρεφαν τήν οἰκονομική Της βάση καί ἄν ἐξαπέλυαν τρομοκρατία καί διωγμό.
Κατά τόν Παπικό Ἱερέα καί Καθηγητή Πανεπιστημίου Γεώργιο G..., ὁ μελετητής καί μεταφραστής τοῦ Μάρξ Β. Στεπάνωφ εἶχε γράψει χαρακτηριστικά: "Χρειαζόμαστε ἕναν ἀγῶνα ἀδυσώπητο ἐναντίον ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Κληρικῶν, εἴτε Πάστορες λέγονται, εἴτε Ἀββάδες, εἴτε Ραββίνοι, εἴτε Πατριάρχες, εἴτε Μουλλάδες, εἴτε Πάπες. Γιά μία ὡρισμένη περίοδο, αὐτός ὁ ἀγῶνας πρέπει νά μετατραπεῖ σέ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἴτε λέγεται Ἰαχωβᾶ, εἴτε Ἰησοῦς, εἴτε Βούδας, εἴτε Ἀλλάχ"!
Ὁ διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἀπό τό 1917. Μέχρι τό 1919 οἱ περίφημοι Ναοί τοῦ Κρεμλίνου εἶχαν κλεισθεῖ, ὅπως καί τά ἐκκλησιαστικά τυπογραφεία, 28 Ἱεράρχες εἶχαν φονευθεῖ (μέ πρῶτο τόν ἔχοντα τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο) καί χιλιάδες Κληρικοί εἶχαν φονευθεῖ, ἐξορισθεῖ ἤ φυλακισθεῖ. Ἀπό τούς χιλιάδες ναούς τῆς Ρωσίας πολλοί καταστράφηκαν ἤ ἄλλαξαν χρήση, καθώς καί οἱ περισσότερες τῶν μονῶν πού μετετράπηκαν σέ στρατόπεδα ἤ ἄσυλα.
Ἀπό τό 1919 μέχρι τό 1922 τά ἄφθαρτα Λείψανα 63 Ἁγίων ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς τόπους λατρείας, διακωμωδήθηκαν, ὑποβλήθηκαν σέ δῆθεν ἐπιστημονικές ἐξετάσεις, παρουσιάσθηκαν σάν μούμιες ἤ καί πλαστά, ἄλλα καταστράφηκαν (λ.χ. τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου τοῦ Βέρκολα) καί ἄλλα ἐκτέθηκαν σέ ἀντιθρησκευτικά μουσεῖα (λ.χ. τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο σώθηκε στό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Στρατιωτικῆς Ἰατρικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Λένινγκραντ, ἐπειδή ὁ Ἀκαδημαϊκός Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν εἶχε τό θάρρος νά ὁμολογήσει, ὅτι "τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἡ θέση τοῦ ὁποίου εἶναι σέ μία ἐκκλησία" καί νά ζητήσει "νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξη αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἱστορικοῦ θησαυροῦ". (Βλ. Περιοδικό "The Orthodox Word", ἀφιερωματικό τεύχος 236 - 237, Μαϊου - Αὐγ. 2004).
Ἡ Σοβιετική Νομοθεσία τοῦ 1918, ὅπως προαναφέρθηκε, δέν δήμευση ἁπλῶς τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἀλλά ἀπέκλεισε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν κοινωνική ζωή τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους.
Τό 1922 (23/11), ὁ Λένιν δημοσίευσε τόν νόμο "Περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους". Ὁ νόμος αὐτός περιόριζε τήν Ἐκκλησία στά αὐστηρῶς τελετουργικά Της καθήκοντα καί ἀπαγόρευε τήν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα (θρησκευτικά μαθήματα μποροῦσαν νά διδάσκονται μόνον ἰδιωτικῶς, σέ ὁμάδες μαθητῶν ὄχι ἄνω τῶν τριῶν!). Ἡ Ἐκκλησία στεροῦνταν τῆς περιουσίας Της, καθώς καί τοῦ δικαιώματος νά ἀποκτήσει περιουσία στό μέλλον. Οἱ θρησκευτικές ὀργανώσεις ἀπαγορεύτηκαν καί ἔπαψαν νά θεωροῦνται νομικά πρόσωπα.
Προηγουμένως, τό 1921, ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση - μέ πρόσχημα τόν λιμό πού εἶχε ἐνσκύψει, συνεπείᾳ τῆς Ἐπαναστάσεως καί τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου - προχώρησε στή δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν (26 Φεβρουαρίου). Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τύχωνος ὑπῆρξε σθεναρή καί ἀπείλησε μέ ἀφορισμό τούς ἀσεβεῖς λαϊκούς καί μέ καθαίρεση τούς Κληρικούς. Ἡ ἀντίδραση στή δήμευση προκάλεσε 231 δίκες 738 κατηγορουμένων, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 44 ἐκτελέσθηκαν (μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπ. Πετρουπόλεως Βενιαμίν). Ὁ Richard Pipes ἀριθμεῖ σέ 28 τούς Ἐπισκόπους, 1.215 τούς Κληρικούς καί περίπου 8.000 τούς λαϊκούς πού ἐκτελέστηκαν λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως στή δήμεσυση (Richard Pipes, “Russia under the Bolshevik regime, 1919 - 1924”, 1995, σελ. 355).
Ἐνῶ τό Σοβιετικό Σύνταγμα τοῦ 1918, στό ἄρθρο 13, προέβλεπε «τήν ἐλευθερία θρησκευτικῆς καί ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας», ὅμως, παρά τά προηγούμενα - τόν διωγμό, τόν χωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος, τήν δήμευση τῆς ἐκκλησιστικῆς περιουσίας καί τῶν ἱερῶν σκευῶν - ἡ Ἐκκλησία δέν κατέρρευσε. Ἀντίθετα, οἱ διωγμοί τόνωσαν τό φρόνημα τῶν πιστῶν μελῶν Της (σέ σημεῖο νά ἀναδεικνύονται καθημερινά νέοι Μάρτυρες) καί ἡ δήμευση τῆς περιουσίας Της τήν ἀπάλλαξε ἀπό τά τυχόν καιροσκοπικά μέλη Της. Ἔτσι οἱ ἀθεϊστές ἀναγκάσθηκαν τό 1922 νά προχωρήσουν στήν ὑλοποίηση τοῦ δευτέρου σταδίου τῆς κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας πάλης τους, μέ τήν δημιουργία μιᾶς κρατικῆς "Ἐκκλησίας", πού θά ἔπλητε τήν κανονική Ἐκκλησία μέ σχίσματα καί διαιρέσεις. Γιά νά ἐπιτύχει ὅμως τό σχέδιο αὐτό, ἔπρεπε νά ἐξουδετερωθεῖ ὁ κύριος ἀντίπαλος - ἐκφραστής τῆς κανονικότητας καί τῆς ἑνότητας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Πατριάρχης Τύχων.
Τό θέμα τῆς Σοβιετοποιήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶχε τεθεῖ ἤδη ἀπό τό 1921 ἀπό τόν Σοβιετικό ἀξιωματοῦχο Lunacharsky. Γιά δεύτερη φορά τέθηκε ἀπό τόν Τρότσκυ, σέ κοινή συνεδρίαση μέ τούς Στάλιν, Μολότωφ καί Καμένεφ, τήν 2. 4. 1922. Σήμερα, μετά τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ὅλοι οἱ μελετητές τῶν πηγῶν συμφωνοῦν ὅτι τά σχέδια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ζωντανῆς Ἐκκλησίας ἐξυφάνθηκαν ἀπό τίς Σοβιετικές Μυστικές Ὑπηρεσίες.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς Σοβιετοποιήσεως ἄρχισε τό 1922 στό Λένινγκραντ, ὅταν ὁ τοπικός Σοβιετικός Ἡγέτης Ζηνόβιεφ συνέστησε στόν Πρωθιερέα Ἀλέξανδρο Βεντένσκυ καί στήν ὁμάδα του (τούς Ἀνακαινιστές τῆς Παν-ρωσικῆς Συνόδου τοῦ 1917 – 18) νά ἀναλάβουν τήν διοίκηση τῆς Ρωσι κῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ μία συμφωνία (κονκορδάτο) μεταξύ Αὐτῆς καί τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως.
Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ, Μπογιάρσκυ κ.ἄ. δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως» («Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀπό τήν 19. 3. 1922, κλήθηκε νά καταθέσει στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν ἀντιδράσει στή δήμευση. Ὁ Πατριάρχης, στήν προσπαθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας». Πάνω σ’ αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν ἔγραψε: «Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη ἡ Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική» (Ἀλ. Σολζενίτσιν, «Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ. 348).
Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς τότε Ρωσικῆς Ἱεραρχίας διαφοροτρόπως. Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Βολοκολάμσκ Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης «τό εἶχε τραβήξει πολύ». Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης «ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο».
Τό κύριο πρόβλημα τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας ἐκείνη τήν χρονική στιγμή ἦταν ἡ φιλομοναρχική δραστηριότητα τῆς ὑπό τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Ὁ Πατριάρχης Τύχων διακρινόμενος γιά τήν μετριοπάθειά του, ἀπέφυγε ἐπιμελῶς κινήσεις πού θά ἐπέτρεπαν στούς Σοβιετικούς νά χαρακτηρίσουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀντιδραστική, Τσαρική ἤ φιλομοναρχική. Ἤδη ἀπό τό 1919 εἶχε ἀναγνωρίσει τήν Σοβιετική Κυβέρνηση σάν νόμιμη Κυβέρνηση τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ἀπολάμβανε τῆς αὐτονομίας - ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας Της.
Τήν 3. 5. 1922 τό προεδρεῖο τῆς Σοβιετικῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας G.P.U. ( οἱ Ustinsky, Menzitinsky, Yagoda, Samsonov καί Krasikov), ἀποφάσισε νά ζητηθεῖ ἀπό τόν Τύχωνα νά ἀποκηρύξει ἐντός 24 ὡρῶν τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί νά καθαιρέσει τούς ἡγέτες, ἄλλως θά συληφθεῖ (“Istochnik” ἀριθμ. 3, 1995, σελ. 116). Ἡ ἀπόφαση αὐτή διαβιβάστηκε στό Πολιτικό Γραφεῖο καί ἐξετάστηκε παρουσίᾳ τοῦ Λένιν, τήν 4. 5. 1922.
Τήν 5. 5. 1922 ὁ Τύχων συγκάλεσε τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο καί τήν ὑπ’ ἀριθμ. 347 ἀπόφαση διακήρυξε, ὅτι «οὔτε ἡ ἐπιστολή τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, οὔτε ἡ ἀποστολή της (Σ.Σ. στήν ὀργάνωση τῆς Γένοβας), ἐκφράζουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία», διέταξε τήν διάλυση τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως τῆς «ἐν τῆ ἐξορίᾳ» Ἐκκλησίας καί ἔθεσε τούς Ρώσους πρόσφυγες τῆς Δυτ. Εὐρώπης ὑπό τήν δικαιοδοσία τοῦ Μητροπ. Παρισίων Εὐλογίου. Ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τήν περί τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Σύνοδο τοῦ Κάρλοβιτς, παρά τήν ἔκδοσή της ὅμως ὁ Τύχων ἀνακρίθηκε ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία τό ἴδιο βράδυ καί τήν ἑπομένη συνελήφθη.
Τήν 12. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Πρωθιερεῖς Βεντένσκυ, Μπέλκωφ καί Καλινόφσκυ ἐπισκέφθηκαν τόν Πατριάρχη Τύχωνα, κρατούμενο στό Μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί τοῦ ζήτησαν νά παραιτηθεῖ. Ὁ Τύχων ὄχι μόνο δέν δέχτηκε, ἀλλά ὅρισε ἀντιπρόσωπό του τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ, κάτι γιά τόν ὁποῖο ἐνημέρωσε ἐπίσημα τόν Ἐπίτροπο Μ. Ἰ. Καλίνιν, στόν ὁποῖο ὅμως οἱ Σοβιετικές Ἀρχές δέν ἐπέτρεψαν νά ἔρθει στή Μόσχα. Ἀντίθετα οἱ Ἀνακαινιστές τόν ἐπισκέφθηκαν στή Μονή τῆς Τόλγας ὅπου ζοῦσε καί τόν πίεσαν νά τούς παραδώσει τήν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ἀπέτυχαν στήν προσπάθειά τους. Τελικά τήν 18. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές ἡγέτες - μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Σοβιετικῶν Ἀρχῶν - ἔπεισαν τόν Τύχωνα νά τούς παραδώσει τήν διοίκηση, μέχρι τήν ἄφιξη τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου. Τό σχετικό ἔγγραφο τοῦ Πατριάρχη ἦταν σαφέστατο: «Τά ὑποσημειούμενα πρόσωπα ἐντέλλονται νά ἀναλάβουν καί νά παραδώσουν στόν Σεβ. Μητροπ. Ἀγαθάγγελο, ἀμέσως μετά τήν ἄφιξή του, ὅλες τίς Συνοδικές ὑπηρεσίες, μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Γραμματέως Νουμέρωφ» (J. S. Curtiss, “The Russian Church and the Soviet State”, 1953, σελ. 159 - 160).
Τήν ἑπομένη 19. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές πέτυχαν τήν μεταφορά τοῦ Τύχωνος στή Μονή Ντόνσκοϊ καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία, τό Μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν 29. 5. 1922 δημιουργήθηκε ἐπίσημα ἡ «Ζωντανή Ἐκκλησία».
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα προβλήματα πού εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ Ἀνακαινιστές ἦταν ἡ κανονική θέση τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου, τόν ὁποῖο ἀνέλαβε νά πείσει ὁ εἰδικός Πράκτορας E. A. Tuchkov. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ἄκαρπων διαπραγματεύσεων ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος δημοσίευσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 214/5. 6. 1922 Ἐγκύκλιό του μέ τήν ὁποία αἰφνιδίασε τήν Σοβιετική πλευρά. Στήν ἐγκύκλιό του ὁ Ἀγαθάγγελος κατηγοροῦσε τούς Ἀνακαινιστές γιά ἀνατροπή τῆς δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθώς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τοῦ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί ἔδινε στούς Ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά διοικοῦν τίς Ἐπισκοπές τους ἀνεξαρτήτως, μέχρι τήν ἀποκατάσταση μιᾶς κανονικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως (Gubonin αὐτ. σελ. 219 -221). Ἀμέσως μετά τήν κυκλοφορία τῆς ἐγκυκλίου ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος συνελήφθη καί ἐξορίστηκε στήν περιοχή τοῦ Narymsk.
Τήν 16. 6. 1922 ἀναγνώρισαν τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τρεῖς Ἀρχιερεῖς: Ὁ Μητροπ. Βλαδιμήρ Σέργιος καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Νιζέγκοροντ Εὐδόκιμος καί Κοστρόμας Σεραφείμ.
Ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ὑποστήριξε τούς Ἀνακαινιστές μέ τήν σύλληψη καί ἐξορία τῶν πλέον σημαντικῶν ἀντιπάλων τους καί μέ τήν παραχώρηση σ’ αὐτούς τῶν 2/3 τῶν ἐνοριῶν πού λειτουργοῦσαν ἀκόμη.
Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος γιά κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, κ.ἄ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918! Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν δημόσια κριτική τέσσερα χρόνια ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο τῶν σχεδίων τους.
Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ σφοδρός ἀντίπαλος τῶν Ἀνακαινιστῶν στήν περιοχή τῆς Πετρουπόλεως Μητροπ. Βενιαμίν συνελήφθη γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν, δικάστηκε, καταδικάστηκε καί ἐκτελέστηκε (12. 8. 1922). Στή θέση του διορίστηκε ἀπό τούς Ἀνακαινιστές ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος Symansky (ὁ ὁποῖος τό 1943 διαδέχτηκε τόν Σέργιο ὡς Πατριάρχης Μόσχας).
Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές συγκάλεσαν Σύνοδο (τήν κατ’ αὐτούς Β’ Πανρωσική) στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι! Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή ἐμφανίσθηκε χωρισμένη σέ τέσσερεις ὁμάδες: Τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ, τήν «Ἀρχαία Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ, τήν «Ἀναγεννημένη Ἐκκλησία» τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου καί τούς ὁπαδούς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ἰδεώδους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν! οἱ Ἀνακαινιστές δέ δήλωσαν "ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε σέ ἐφαρμογή τό κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"! (Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179). Στή συνέχεια ἐξήγγειλε διάφορες μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου, τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου τῶν Κληρικῶν! Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός σάν θεσμός ξένος πρός τήν Ἐκκλησία καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία μοναστηρίων - ἡσυχαστηρίων ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή ἐργατικῶν κοινοτήτων.
Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη στήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος - τήν ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι, ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας - στήν καταδίκη τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς καί στήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος τοῦ 1918, ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε Σύνοδος ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Εὐδοκίμου καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος Granovsky (1869 – 1927) ἐξαιρετικά νεωτεριστικῶν ἀπόψεων, ὑποχρεώθηκε σέ παραίτηση μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1905, διότι δέν μνημόνευε τόν Τσάρο κατά τήν Θεία Λειτουργία, τό δέ 1907 διακήρυξε ὅτι τό Τσαρικό καθεστώς ἦταν σατανικό. Τό 1921 ὑποχρεώθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα σέ νέα παραίτηση, διότι εἰσήγαγε καινοτομίες στήν λατρεία. Τό 1922 κατέθεσε σάν μάρτυρας κατηγορίας στήν δίκη τῶν 54 πιστῶν πού δικάσθηκαν στή Μόσχα, γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Μετά τήν «Σύνοδο» τοῦ 1923 ἀποκόπηκε ἀπό τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" καί δημιούργησε δική του ἀνεξάρτητη δικαιοδοσία στήν ὁποία ἐφάρμοσε τίς καινοτομίες του: Κατάργησε τούς τίτλους τοῦ Μητροπολίτου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Πρωθιερέως καί τοῦ Ἀρχιδιακόνου (ὁ ἴδιος ὀνομάστηκε Ἐπίσκοπος), κατάργησε ἐπίσης τόν σάκκο καί τήν μίτρα ἀπό τά ἀρχιερατικά ἄμφια (ἐπιτράπηκε μόνο τό ὠμοφόρειο, τό ἐγκόλπιο καί ἡ ράβδος), εἰσήγαγε τό Νέο Ἡμερολόγιο καί τήν καθομιλουμένη ρωσική γλῶσσα στή λατρεία, ἔγραψε δύο νέες «Λειτουργίες» πού τελοῦνταν στό κέντρο τοῦ ναοῦ καί κοινωνοῦσε τούς πιστούς χωριστά τῶν δύο εὐχαριστιακῶν εἰδῶν (ἄρτου καί οἶνου). Τό σχίσμα του διαλύθηκε μετά τόν θάνατό του τό 1927.
Παράλληλα μέ τίς δραστηριότητες τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ὁ κρατούμενος Πατριάρχης Τύχων δέχονταν καθημερινά τίς πιέσεις τοῦ πράκτορος Tuchkov γιά συνεργασία μέ τό καθεστώς, ἐνῶ ἡ δίκη του εἶχε ὁριστεῖ γιά τήν 17. 6. 1923.
Τήν 11. 6. 1923 ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς Ἐπιτροπῆς Γιαροσλάβσκυ, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο τόνιζε ὅτι ἡ ἀνάκριση τοῦ Τύχωνος ἔπρεπε νά συνεχιστεῖ σέ καθημερινή βάση, μέχρι νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ καταδίκη μποροῦσε νά ἀποφευχθεῖ ἄν:
· Ἔκανε εἰδική δήλωση μετανοίας γιά τά ἀδικήματα πού εἶχε διαπράξει κατά τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας καί τῶν μαζῶν τῶν ἐργατῶν καί ἀγροτῶν.
· Δήλωνε ὅτι στό ἐξῆς θά ἦταν νομιμόφρων πρός τήν Σοβιετική ἐξουσία.
· Διαχώριζε τόν ἐαυτό του ἀπό κάθε ἀντεπαναστατική ὀργάνωση, ὅπως τήν Λευκή Φρουρά καί τίς μοναρχικές ὀργανώσεις, θρησκευτικές καί πολιτικές.
· Ἐξέφραζε τήν ἀρνητική του θέση ἀπέναντι στή Σύνοδο τοῦ Κάρλοβιτς. Καί
· Συμφωνοῦσε σέ μερικές καινοτομίες ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὅπως στήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. (N. N. Pokrovsky – S. G. Petrov, “Arkhivy Kremlia: Politburo I Tserkov, 1922 - 1925”, 1997, σελ. 282 - 284).
Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές Ἰουνίου 1923 ὁ Τύχων ἦταν ἀσθενής καί εἶχε μεταφερθεῖ στό νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν. Ἐκεῖ, λόγῳ τῆς μονομερούς ἐνημερώσεως πού εἶχε ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά, κατέλειξε στό συμπέρασμα ὅτι τό σχίσμα τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» εἶχε ἐπικρατήσει καί ἐπειδή ἔκρινε ὅτι μεταξύ τῶν δύο ἐχθρῶν, τοῦ Κομμουνισμοῦ καί τῶν Ἀνακαινιστῶν, κατά τήν δεδομένη στιγμή ὁ δεύτερος ἦταν περισσότερο ἐπικίνδυνος γιά τήν Ἐκκλησία, ἀποφάσισε νά δώσει στούς Σοβιετικούς αὐτά πού τοῦ ζητοῦσαν, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει τό σχίσμα. Ἔτσι τήν 16. 6. 1923 κυκλοφόρησε τήν «Δήλωση Μετανοίας» του (Ἐφημερίδα "Ἰσβέστια", φ. 27. 6. 1923), μετά τήν ὁποία ἀπελευθερώθηκε, τήν 27. 6. 1923 (Gubonin αὐτ. σελ. 280 καί 286).
Κάποιοι ἐρευνητές ἀποδίδουν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνος στό γεγονός, ὅτι τόν Ἰούνιο τοῦ 1923 τό Πολιτικό Γραφεῖο ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Λένιν δέν μποροῦσε νά ἀσκεῖ πλέον τά καθήκοντά του καί τόν ἀντικατέστησε μέ τόν A. Pykov. Ἀπό τίς πρώτες ἐνέργειες τοῦ Pykov ἦταν νά ὑποσχεθεῖ στόν Πατριάρχη τήν χαλάρωση τῶν πιέσεων πρός τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τήν μείωση τῆς φορολογίας Κλήρου καί ναῶν καί τήν ἀπελευθέρωση κάποιων Ἱεραρχῶν, ὑποσχέσεις τίς ὁποίες τήρησε. (A. Latychev, “Provyesti besposhadnij Massovij Terror Protiv Popov”, “Argumenty I Fakty” 28, 1996).
Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο τῶν παρεπιδημούντων στή Μόσχα Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπό του. Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό τοῦ ἁγ. Μιχαήλ τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε, κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν Ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ.
Τήν περίοδο αὐτή στό πατριαρχικό περιβάλλον, σχετικά μέ τό θέμα τῶν σχέσεων μέ τό καθεστώς, ἐπικρατοῦσαν δύο τάσεις: Μία συντηρητική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ (πού θεωροῦσε κάθε σκέψη γιά σχέσεις ἀδιανόητη) καί μία προοδευτική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ (πού θεωροῦσε ἀπαραίτητη τήν ἔναρξη διαλόγου γιά τήν συμφωνία πάνω στό εἶδος τῶν σχέσεων).
Ὁ Τύχων καταδίκασε τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" μέ τήν ἀπό 15. 7. 1923 Ἐγκύκλιό του καί τόν ἀπό 2. 4. 1924 Ἀφορισμό. Κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "ὁ Ἀφορισμός του κατά τῆς "Ζώσης Ἐκκλησίας", διά τοῦ ὁποίου ἐκηρύχθησαν πᾶσαι αἱ πράξεις καί τά μυστήρια τά τελούμενα ὑπό "λειτουργῶν" της, ἄνευ χάριτος, καθίστα κατακρίτους τούς μετέχοντας αὐτῶν". (Βλ. σχετικά: Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Metropolia"· Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια", φ. 22ας καί 29ης Σεπτ. 1923· καί V. Emhardt, "Religion in Soviet Russia", 1929).
Ἡ καταδίκη τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ἀπό τόν Πατριάρχη εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν μεταστροφή τῶν περισσοτέρων ἐνοριῶν καί τήν σταδιακή συρίκνωση καί τελικά διάλυση τῶν Ἀνακαινιστῶν.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις, σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923 οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν τό μνημόσυνό του! Τήν ἴδια περίοδο ὁ Τύχων ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα ΚΠόλεως (ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας.
Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται ἰσχυρές πιέσεις ἀπό τήν Σοβιετική πλευρά πάνω σέ συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή τήν μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς Ἀνακαινιστές καί τήν εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου.
Α. Ἀρχικά ζητήθηκε ἀπό τόν Τύχωνα ἡ μημόνευση τῶν Σοβιετικῶν Ἡγετῶν στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά ἐκεῖνος δέχτηκε τήν δέηση «ὑπέρ τῆς Ρωσικῆς χώρας καί τῶν Ἀρχῶν αὐτῆς», ἀρνούμενος ταυτόχρονα κάθε ἀνάμιξη τῆς Πολιτείας στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στόν διορισμό τῶν Ἐπισκόπων, συνεπικουρούμενος ἀπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ.
Β. Στή συνέχεια οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἐπέμεναν στήν ἕνωση τοῦ Πατριάρχη μέ τούς Ἀνακαινιστές, θέμα γιά τό ὁποῖο ὑπῆρξε διάσταση μεταξύ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ Τύχωνος, ἀφοῦ ὁ ἀρχιεπ. Θεόδωρος τοῦ Βολοκολάμσκ θεωροῦσε κάτι τέτοιο ἀδιανόητο, ἐνῶ ὁ ἀρχιεπ. Ἰλαρίων τοῦ Βερέϊ ἐπέμενε στήν ἀνάγκη ἐνάρξεως διαλόγου. Ὁ Πατριάρχης ἐνδιαφερόμενος γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας υἱοθέτησε τήν δεύτερη ἄποψη καί διόρισε Ἐπιτροπή Διαλόγου ἀποτελούμενη ἀπό τούς Ἀρχιεπισκόπους Σεραφείμ Alexandrov, Τύχωνα Obolensky καί Ἰλαρίωνα Troisky.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1923 συνεδρίασαν στή Μονή Ντόνσκοϊ 27 Ἐπίσκοποι, γιά νά ἐξετάσουν τήν πρόοδο τοῦ Διαλόγου, ὁ ὁποῖος - παρά τίς Πατριαρχικές προθέσεις – εἶχε ἀποβεῖ ἄκαρπος, διότι ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" συγκάλεσε τόν Αὔγουστο τοῦ 1923 μία νέα Σύνοδο, κατά τήν ὁποία ἐπίσημα ἀρνήθηκε τήν ἐπιστροφή της στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶχε ζητήσει ὁ Πατριάρχης. Ἀρκετά πάντως στελέχη της, ὅπως ὁ Πρωθιερεύς Κρασνίτσυ, ἑνώθηκαν μέ τόν Πατριάρχη.
Μεταξύ ἐκείνων πού ἐπέστρεψαν, ἦταν καί ὁ Μητροπ. Σέργιος, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη καί τήν Ἐκκλησία δημόσια συγγνώμη, σέ ἔνδειξη μάλιστα τῆς ἀποκαταστάσεώς του ὁ ἴδιος ὁ Τύχων προσωπικά τοῦ ἐπέστρεψε τό ἀρχιερατικό ἐγκόλπιο καί τά λοιπά διακριτικά τοῦ ἐπισκοπικοῦ του ἀξιώματος Preemvstvennost Grekka”, σελ. 7 - 9) . Ὅμως ὁ πνευματοφόρος Στάρετς Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα (+ 1928), ὅταν πληροφορήθηκε τό γεγονός, εἶπε προφητικά: "Τό δηλητήριο τοῦ νεωτερισμοῦ βρίσκεται ἀκόμη μέσα του". Τά λόγια αὐτά ἐπαληθεύθηκαν ὅταν τό 1927 ὁ Σέργιος ὑπέταξε τό Πατριαρχεῖο στό ἀθεϊστικό καθεστώς. Γιά τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" ὁ ἴδιος Στάρετς εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά:
"Δέν ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρη ἐκεῖ. Ἐπαναστατῶντας ἐναντίον τοῦ νομίμου Πατριάρχου Τύχωνος, οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας" ἔχουν στερηθεῖ τήν Θεία Χάρη κι ἔχουν χάσει σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τό Ἱερατικό τους ἀξίωμα. Γι' αὐτό ἡ Λειτουργία πού κάνουν εἶναι βλασφημία"! ("Ὅσιος Νεκτάριος..." σελ. 157. Καί I. Kontsevich, “Optina Pustin I ee vremia”, 1971, σελ. 546).
"Ἀκόμη - γράφεται στόν Βίο του - ἀπαγόρεψε στά πνευματικά του παιδιά νά εἰσέρχονται στίς ἐκκλησίες τῶν νεωτεριστῶν. Ἄν ὑπῆρχαν θαυματουργές εἰκόνες σ'αὐτές τίς ἐκκλησίες, τούς ἔλεγε πώς μπαίνοντας μέσα πρέπει νά πηγαίνουν κατευθείαν στήν εἰκόνα καί οὔτε μέ τήν σκέψη, οὔτε μέ τίς κινήσεις νά συμμετέχουν στίς ἐκεῖ τελούμενες Ἀκολουθίες. Ἀκόμη καί τά κεριά πού θ' ἄναβαν στή θαυματουργό εἰκόνα, ἔπρεπε νά τά φέρουν ἀπό τό σπίτι τους ἤ ἀπό κάποια κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία" ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 157).
Γιά τήν σθεναρή στάση κατά τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας", τόσο τοῦ Στάρετς Νεκταρίου, ὅσο καί τῆς Μονῆς Ὄπτινα, τό περίφημο αὐτό κέντρο πνευματικῆς καθοδηγήσεως στήν προεπανασταστική καί ἐπαναστατική Ρωσία διαλύθηκε ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές, καθώς καί ἡ γυνακεία Μονή Σαμορντῖνο (τοῦ μακαρίου Στάρετς Ἀνβροσίου).
Ἤδη ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, ἡ γῆ τῆς Μονῆς εἶχε ἀρχίσει σταδιακά νά δημεύεται. Ὅσοι μοναχοί μποροῦσαν νά ἐργασθοῦν δημιούργησαν ἕναν γεωργικό συνεταιρισμό. Τελικά ἡ Μονή ἔκλεισε τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1923. Ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαῖας μέ τούς διακονητές του, ὁ Ἡγούμενος Ἰσαάκιος καί ὁ Οἰκονόμος Παντελεήμων συνελήφθησαν. Τήν περίοδο ἐκείνη ἡ Μονή εἶχε περίπου 250 μοναχούς! Οἱ ἀθεϊστές ζήτησαν ἀπό τούς μοναχούς νά ἀποκηρύξουν τήν μοναχική τους ἰδιότητα, γιά νά παραμείνουν! καί ὅταν κανείς δέν δέχθηκε, τούς ἐπέτρεψαν νά πάρουν μόνο "δύο ἀλλαξιές ροῦχα, λίγα πιατικά καί τίποτα ἄλλο"! Ἡ Μονή μετατράπηκε σέ "ἀναπαυτήριο πολιτῶν"! ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 204 - 205).
Γ. Τό θέμα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Τύχων, τέθηκε ἀπό τήν Σοβιετική Κυβέρνηση πολλές φορές καί συνδιάσθηκε μέ τήν ὑπόσχεση γιά περισσότερη ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν ἴδια περίοδο (Ἰούνιος 1923), συγκλήθηκε στήν ΚΠολη τό ὑπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Δ' Μεταξάκη λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στό ὁποῖο - ἐκτός τῶν ἄλλων καινοτομιῶν - ἀποφασίσθηκε καί ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου. Τό Συνέδριο ὁλοκλήρωσε τίς ἐργασίες του τήν 10. 6. 1923. Τήν ἑπομένη (11. 6. 1923), ὁ Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως G. Yaroslavsky, ζήτησε μέ ἀναφορά του πρός τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο νά πιεστεῖ ὁ Πατριάρχης Τύχων "νά ἐκφράσει τήν συμφωνία του σέ ὁρισμένες μεταρρυθμίσεις ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, π. χ. τοῦ Νέου Ἡμερολογίου". Ὁ λόγος τῆς κυβερνητικῆς ἐπιμονῆς γιά συμφωνία τοῦ Τύχωνος προκύπτει ἀπό σημείωμα τοῦ ἰδίου Σοβιετικοῦ ἀξιωματούχου, μέ ἴδια ἡμερομηνία. "Ἡ συμφωνία τοῦ Τύχωνος ἀκόμη καί σέ μία ἀπό αὐτές τίς μεταρρυθμίσεις, θά τόν κάνει "αἱρετικό", ἕναν νεωτεριστή στά μάτια τῶν Ὀρθοδόξων"! (Βλ. N. N. Pokrovsky - S. G. Petrov, "Arkhivy Kremlia: Politbyro i Tserkov, 1922 - 1925", Μόσχα 1997, τ. 1ος, σελ. 282 - 284).
Τήν 2. 10. 1923 ὁ Τύχων συγκάλεσε μία μικρή Σύνοδο Ἐπισκόπων καί ἀποδέχθηκε τήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου. Ἡ ἀπόφαση αὐτή προέκυψε ἀπό τήν ἐλλειπῆ καί μονομερή ἐνημέρωση τόσο τοῦ Πατριάρχη, ὅσο καί τῶν λοιπῶν Ἀρχιερέων (μποροῦσαν νά διαβάσουν μόνο Σοβιετικές ἐφημερίδες), γιά τό λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς ΚΠόλεως. Δέν γνώριζαν, ὅτι στό Συνέδριο δέν συμμετεῖχαν τά λοιπά Πατριαρχεῖα καί οἱ Σλαυϊκές Ἐκκλησίες καί ἐπίσης ὅτι οἱ Ρῶσοι Ἀρχιερεῖς πού συμμετεῖχαν - οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Ἀλέξανδρος καί Ἀναστάσιος (Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ἀπό τό 1936 μέχρι τό 1965) - δέν συμφώνησαν μέ τίς ἀλλαγές. Μόλις οἱ σημαντικές αὐτές λεπτομέρειες ἔγιναν γνωστές τηλεγραφικά ἀπό τόν ἀρχιεπ. Ἀναστάσιο, ὁ Πατριάρχης Τύχων - λαμβάνοντας σοβαρῶς ὑπ' ὄψη τήν ἀντίδραση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ καί τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς - ἀκύρωσε τήν ἀπόφαση. (M. E. Gubonin, "Akty Sviateishago Patriarkha Tikhona", Μόσχα 1994, σελ. 299 - 300, 335).
Τό 1924, ὁ Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς Μητροπ. Ἀντώνιος (σύμφωνα μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο Τσέρνωφ, μέ ὑπόδειξη ἤ ἐνθάρρυνση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος), πραγματοποίησε μία περιοδεία διαρκείας ἑννέα μηνῶν κατά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, στίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τό Ἅγιο Ὄρος (παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου). Κατά τήν περίοδο αὐτή ἐπισκέφθηκε τούς φίλους του Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Φώτιο, Ἀντιοχείας Γρηγόριο, Ἱεροσολύμων Δαμιανό καί Σερβίας Δημήτριο, μέ σημαντικά ἀποτελέσματα.
Στό μόνο τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στό ὁποῖο ἴσχυσε ἡ ἡμερολογιακή ἀλλαγή ἦταν ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας, ἡ ἐξέλιξη αὐτή ὅμως ἦταν συνέπεια τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Μελετίου Μεταξάκη.
Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1921 ὁ Πατριάρχης Τύχων παραχώρησε αὐτονομία στήν Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας, ἡ ὁποία πάντως παρέμενε τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τήν 9. 6. 1922 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Μελέτιος Δ' ὁ Μεταξάκης, μέ πρόσχημα τήν σύλληψη καί φυλάκιση τοῦ Τύχωνος, ἐπενέβη στή Φιλλανδία (ἀλλά καί στήν Πολωνία καί τίς Βαλτικές Χώρες) καί τήν ὑπήγαγε στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τήν 14. 11. 1923, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, ὁ Πατριάρχης Τύχων καί ἡ ὑπ' αὐτόν Σύνοδος, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Φιλλανδίας Σεραφείμ, ἀνανέωσε τήν ὑπαγωγή της στό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Τήν ἀπόφαση αὐτή ἀμφισβήτησε ἔμπρακτα ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἔτσι μέχρι σήμερα ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας ὑπάγεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς αὐτόνομη Ἐκκλησία, καί χρησιμοποιεῖ ὄχι μόνο τό Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλά καί τό Δυτικό Πασχάλιο.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου στή Φιλλανδία προκάλεσε - ἐκτός τῶν ἄλλων - καί τήν διάλυση τῆς περιωνύμου Μονῆς Βαλαάμ - ἡ ὁποία τότε ἀριθμοῦσε περί τούς 600 μοναχούς, ὑπό τόν Ἡγούμενο Παυλῖνο - μέ ἐξορίες καί διωγμούς τῶν ἀντιδρώντων μοναχῶν.
Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" διαλύθηκε κατά τήν διάρκεια μιᾶς θεατρικῆς Συνόδου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1926.
Ὁ Τύχων ἤθελε τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία καί γι' αὐτό δέν ταυτίσθηκε ὁ ἴδιος σάν πρόσωπο καί σάν ἡγέτης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Τσαρισμό καί τήρησε ἀποστάσεις ἀπό τήν φιλομοναρχική πλευρά τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπ. Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ.
Τήν 9. 12. 1923 ἔγινε ἡ πρώτη ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς του, ὅταν δύο ἔνοπλοι μπῆκαν στήν Πατριαρχική Κατοικία καί σκότωσαν τόν στενό συνεργάτη του Μοναχό Ἰακώβ Πολοζώφ. Ἔγινε πλέον φανερό, ὅτι ἡ ζωή τοῦ Τύχωνος κινδύνευε. Ὁ στενός του φίλος Ἐπίσκοπος Μάξιμος τοῦ Σερπούχωφ (τότε λαϊκός γιατρός), διέσωσε πληροφορίες καί γιά ἄλλες ἀπόπειρες (τήν 22. 12. 1924 μία ὁπλισμένη γυναῖκα μπῆκε στό γραφεῖο τοῦ Πατριάρχη, μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνέψει ἡ ζωή κάποιου ἄλλου ἀτόμου· ἄλλοτε ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος γύριζε μέσα στό δωμάτιό του χωρίς νά τόν βλέπει, ἐμποδιζόμενος ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη! καί συνήθως τοῦ ἔστελναν δηλητηριασμένα φάρμακα).
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του οἱ πιέσεις τῆς Κυβερνήσεως γιά συνεργασία ἦσαν καθημερινές. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ἀκόλουθα λόγια του: "Θά ἦταν καλύτερα γιά μένα νά ἔμενα στήν φυλακή. Ὑποτίθεται, ὅτι εἶμαι ἐλεύθερος, ἀλλά δέν μπορῶ νά κάνω ἀπολύτως τίποτα. Διορίζω ἕναν Ἐπίσκοπο στό Νότο καί αὐτοί τόν παίρνουν στόν Βορρᾶ· στέλνω ἕναν ἄλλο στή Δύση καί αὐτοί τόν πᾶνε στήν Ἀνατολή"!
Τήν 12. 1. 1925 ὁ Πατριάρχης μπῆκε σέ μία κλινική, διότι παρουσίαζε καρδιολογικά προβλήματα καί ἔπασχε ἀπό ἄσθμα. Παρά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἀσκοῦσε τά καθήκοντά του. Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ μυστικός πράκτορας Touchkov καί τοῦ παρουσίασε ἕνα σχέδιο παραιτήσεως ἀπό τόν Θρόνο. Ταυτόχρονα τοῦ πρόσφεραν ἄνετη διαμονή στόν εὔκρατο Νότο γιά ἀνάπαυση. Ὁ Τύχων ἀρνήθηκε λέγοντας: "Σύντομα θά ἔχω ἀφθονία χρόνου γιά ἀνάπαυση, τώρα πρέπει νά δουλέψω".
Ὁ Τύχων παρά τήν ἀσθένειά του, δέν ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τίς πευματικές του δυνάμεις, ἀλλά δεχόταν καθημερινά τούς συνεργάτες του καί ἐκτελοῦσε τά πατριαρχικά του καθήκοντα. Ἦταν ἀπόλυτα προσγειωμένος στήν κατάσταση τῆς χώρας του καί πολύ νωρίς διέκρινε τάσεις συνεργασίας μέ τό καθεστώς σέ κάποια μέλη τῆς Ἱεραρχίας. Γιά τοῦτο πρῶτος καλλιέργησε τήν ἰδέα τῆς "καθόδου" τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στίς Κατακόμβες. Ἤδη μέ ἀπόφασή του ἀπό τό 1920, εἶχε ἐπιτρέψει τήν ἀνεξάρτητη δραστηριότητα τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ, καθώς καί ἡ χειροτονία μυστικῶν Ἀρχιερέων ἀπό τόν ἴδιο ἤ μέ ἐντολή του ἀπό ἄλλους Ἀρχιερεῖς (1.000 περίπου, σύμφωνα μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο), ἀποδεικνύουν τήν ἀγωνία του γιά τήν διάσωση τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἀποστολικῆς Της Διαδοχῆς. Πέρα ἀπό αὐτά, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι μετά τόν θάνατό του θά ἦταν ἀδύνατη ἡ σύγκληση Συνόδου γιά τήν ἐκλογή Πατριάρχη, ὑπέδειξε γραπτῶς τρεῖς Μητροπολίτες γιά τήν θέση τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου (Κύριλλο τοῦ Καζάν, Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ καί Πέτρο τοῦ Κρούτισκ).
Ὁ Πατριάρχης Τύχων κοιμήθηκε τήν 25η Μαρτίου 1925, δηλητηρισμένος ἀπό πράκτορες τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας (κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου τοῦ Σερπούχωφ). Δύο ἡμέρες πρίν, τήν Κυριακή 23η Μαρτίου, τέλεσε τήν τελευταῖα του Θεία Λειτουργία καί χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Ἐφραίμωβ Σέργιο (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μπουζουλούκ, Ἱερομάρτυρα, ὁ ὁποῖος κατασπαράχθηκε ζωντανός ἀπό ἀρουραίους ! τό 1930). Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν: "Ἡ νύχτα θά εἶναι βαθειά καί θά διαρκέσει πολύ" (κατά τόν διακονητή του Κωνσταντῖνο Panshkevich).
Τό γεγονός τῆς δολοφονίας του προκύπτει - ἐκτός ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Μαξίμου - καί ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πιτιρίμ Λαντίγκιν (Μεγαλοσχήμου Πέτρου, + 1957), τήν ὁποία διέσωσε ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος. Τίς σχετικές πληροφορίες ὁ ἀρχιεπ. Πιτιρίμ τίς εἶχε πάρει ἀπό τούς δύο διακονητές τοῦ Τύχωνος, τούς ὁποίους γνώριζε ἀπό παλιά, καί ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος τίς κατέγραψε ὅταν διάβασε τήν χειρόγραφη αὐτοβιογραφία τοῦ Πιτιρίμ, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τυφλωθεῖ.
Κατά τόν ἀρχιεπ. Πιτιρίμ ὅλα ἄρχισαν τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου (24. 3. 1925), ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων ξεκίνησε γιά τόν Καθεδρικό Ναό, γιά νά χοροστατήσει στόν ἑσπερινό. Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Μητροπ. Τβέρ Σεραφείμ (Ἀλεξάντρωφ, ἤδη μυημένος στό σχέδιο σοβιετοποιήσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στή συνέχεια συνεργάτης τοῦ Μητροπ. Σεργίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐμπόδισε νά βγεῖ μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι ἦταν ἀσθενής καί ἐπέμενε νά καλέσουν ἕναν γιατρό. Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Τύχωνος ἐμφανίσθηκε ἕνας "γιατρός", τόν ἐξέτασε, τοῦ σύστησε νά ξαπλώσει καί ζήτησε ἀπό τόν ἕναν ἀπό τούς διακονητές νά τόν συνοδεύσει στό πλησιέστερο φαρμακεῖο, ὅπου ἕνα "φάρμακο" ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως. Μόλις ὁ Πατριάρχης πῆρε τό "φάρμακο" κατέρρευσε! Ὅταν ἔφθασε ὁ προσωπικός του γιατρός, τόν βρῆκε ἀναίσθητο καί σ' αὐτή τήν κατάσταση τόν μετέφερε μέ ἀσθενοφόρο στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ, παρά τίς προσπάθειες τῶν γιατρῶν, ὁ Τύχων κατέλειξε, τήν 3η πρωϊνή τῆς 25ης Μαρτίου 1925.
Ἡ δολοφονία τοῦ Τύχωνος προκύπτει καί ἀπό τό ἰατρικό ἀνακοινωθέν τοῦ θανάτου του τό ὁποῖο ὑπογράφηκε στή Μονή Ντόνσκοϊ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἀπεβίωσε στό νοσοκομεῖο, καί σύμφωνα μ’ αὐτό ὁ θάνατός ἐπῆλθε τήν 11: 45 τῆς 25. 3. 1925.
Ἡ κηδεία του ἦταν κάτι τό πρωτοφανές γιά τήν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχή. Παρά τίς κυβερνητικές ἀπαγορεύσεις τῶν δημοσίων λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ναῶν τῆς Μόσχας κτυποῦσαν πένθιμα καί ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστῶν παρακολούθησαν τόν ἐνταφιασμό του στή Μονή Ντόνσκοϊ, συμμετεχόντων 58 Ἐπισκόπων. Τό Λείψανο τοῦ Πατριάρχου κατατέθηκε στόν χειμερινό ναό τῆς Μονῆς.
Τόν Μάϊο τοῦ 1991, μετά τήν ἐπιστροφή τῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν μετά ἀπό πυρκαγιά, βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχου καί τήν 19. 2. 1992 ἀνακομίσθηκε τό Λείψανό του, τό ὁποῖο βρέθηκε ἀδιάφθορο. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἄφθαρτα βρέθηκαν καί τά ἄμφια του, ἀκόμη καί τά φύλλα δάφνης πού ὑπῆρχαν στό φέρετρο (εἶχε κηδευθεῖ τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1925). Σύμφωνα μέ αὐτόπτες μάρτυρες στό ἄφθαρτο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τύχωνος μποροῦσε κανείς νά διακρίνει μέ εὐκολία τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ ἡ εὐωδία του ἦταν καταπληκτική.
Τήν 23. 3. 1992 περίπου 50 Πατριαρχικοί Ἐπίσκοποι - μέ προεξάρχοντα τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο Β’ - συμμετεῖχαν στή μεταφορά τοῦ Λειψάνου στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά πρῶτα ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί ἔπειτα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. (Περιοδικό "Πληροφόρηση" Μητροπ. Δημητριάδος, φ. Ἰουλίου - Αὐγού-στου 1992, σελ. 3).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 19η Φεβρουαρίου.

Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
A. Rohdestvensky, “His Holines Tychon, Patriarch of All Russians”, 1923.
A. I. Vedenskij, “Cerkov Patriarha Tyhona”, 1923.
B. V. Titlinov, “Novagia Cerkov”, 1924.
J. Swan, “A biography of Patriarch Tikhon”, 1964.
Μ. Ε. Gubonin, “Akty Svyateishago Tatriarkha Tikhona”, 1994.
M. I. Vostrisev, “Svjatitel Tyhon – Put Petriarha Moskov – Skogo I Byseja Rossii”, 1994.
"Ὁ ἅγ. Τύχων Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας", στή ρωσική, ἔκδοσις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, 1995.
π. Δημ. Serfes, “The Life and Works of St. Tikhon the Confessor, Patriarch of Moscow”, ἀχρονολόγητο.