Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ
Ἐνώπιον τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ἐπί τοῦ θέματος
τῶν διακηρύξεων ἁγιότητος Ἁγίων ἤ μή ὑπό σχισματικῶν καί αἱρετικῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων
καί τῆς διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος νέων Ἁγίων


Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου


...Σεπτῆ ἐντολῆ τοῦ Πατρός καί Μητροπολίτου ἡμῶν, Σεβ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου, ἠσχολήθημεν μετά τοῦ θέματος τῶν διακηρύξεων ἁγιότητος Ἁγίων ἤ μή, ὑπό σχισματικῶν καί αἱρετικῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων καί διά τῆς ἀνά χείρας εἰσηγήσεως θέτομεν ὑπ’ ὄψιν Ὑμῶν τό θέμα καί τάς ἐπί μέρους παραμέτρους αὐτοῦ.

Α. Ἀπό τῆς ἐμφανίσεως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ἀποδοχῆς τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ὑπό τινων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀπό τοῦ ἔτους 1924 κ. ἐξ. (Πατριαρχείων ΚΠόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ρουμανίας καί Βουλγαρίας καί τοπικῶν Ἐκκλησιῶν Κύπρου, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Τσεχίας – Σλοβακίας καί Ἀλβανίας), τῶν λοιπῶν (Πατριαρχείων Ἱεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας καί Γεωργίας) κοινωνοῦντων αὐταῖς ἐν τῆ αἱρέσει τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διάφοροι ἐκκλησιαστικαί διοικήσεις ἔχουν προχωρήσει εἰς τήν διακήρυξιν τῆς ἁγιότητος προσώπων τινῶν, ἄλλων μέν τελειωθέντων Ὀρθοδόξως πρό τοῦ Σχίσματος τοῦ 1924, ἄλλων δέ τελειωθέντων κακοδόξως ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐντός ἤ καί ἐκτός τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Σχίσματος.
Εἰδικώτερον, ἐξ ὅσων γνωρίζομεν:


1. Εἰς Ἑλλάδαν:
Ἡ Νεοημ. Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατά τά προβλεπόμενα ὑπό τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1850, περί τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), ἔχει προβεῖ εἰς τήν διακήρυξιν τῆς ἁγιότητος τῶν κάτωθι Ἁγίων, ἐν Ὀρθοδοξίᾳ τελειωθέντων πρός τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Σχίσματος τοῦ 1924 (ἐντός παρενθέσεως ἀναγράφεται κατά χρονολογικήν σειράν τό ἔτος κοιμήσεως ἤ μαρτυρικῆς τελειώσεως τοῦ νέου Ἁγίου, ἐν συνεχείᾳ δέ τό ἔτος διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ):

Ἁγίας Λυδίας τῆς Φιλιπισσίας (1ος αἰ., 1972).
Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καρπαθίου (7ος αἰ., 1985).
Ἱερομάρτυρος Ἀλκίσωνος Ἐπισκόπου Νικοπόλεως (; 1988).
Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Ἄσσου (+ 1150, 1936).
Ἁγίου Εὐσταθίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (+ 1194, 1988).
Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα (+ 1391, 1983).
Ὁσιομάρτυρος Ἐφραῖμ τῆς Νέας Μάκρης (+ 1426, 1998 ὑπό τῆς Νεοημ. Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος).
Ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (+ 1429, 1981).
Νεομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης τῆς Λέσβου (+ 1463, 1970).
Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ (+ 1556, 1988).
Ὁσιομαρτύρων Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης (+ 1680, 1992).
Ὁσίου Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ (+ 1682, 1982).
Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Καλογερᾶ (+ 1737, 1993).
Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (+ 1779, 1961).
Ὁσίου Ἀνθίμου τοῦ Κουρούκλη(+ 1781, 1974).
Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ὁ Ἁγιορείτου (+ 1809, 1955).
Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου (+ 1813, 1995).
Νεομαρτύρων Χριστοδούλου καί Ἀναστασίας τῶν Πατρῶν (+ 1821,1992).
Νεομαρτύρων Γεωργίου, Ἀγγελῆ, Μανουήλ καί Νικολάου τῆς Ρεθύμνης (+ 1828, 1977).
Ὁσίας Πελαγίας τῆς Τήνου (+ 1834, 1970).
Νεομαρτύρων Ἐμμανουήλ, Θεοδώρου, Γεωργίου, Μιχαήλ καί Γεωργίου τῆς Σαμοθράκης (+ 1835, 1985).
Ὁσίου Ἰωακείμ τοῦ Ἰθακησίου (+ 1868, 1998).
Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Παρίου (+ 1877, 1967).
Ὁσίου Παϊσίου - Παπά Παναγῆ Μπασιᾶ (+ 1888, 1986).
Ὁσίας Μεθοδίας τῆς Κιμώλου (+ 1908, 1991).
Ἁγίου Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως (+ 1920, 1961).
Ἱερομάρτυρος Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης (+ 1922, 1992 ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος).
Πέραν ὅμως τούτων ἡ Νεοημ. Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου), ἔχει προχωρήσει καί εἰς τήν διακήρυξιν ἁγιότητος προσώπων τινῶν, τελειωθέντων ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐντός τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Σχίσματος. Τά πρόσωπα αὐτά εἶναι τά ἀκόλουθα:
Ἱερομόναχος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης (10.11.1924, 1986).
Μητροπ. Ἡρακλείας Γρηγόριος (Καλλίδης, + 1925, 2003).
Ἱερεύς Νικόλαος Πλανᾶς (+ 1932, 1992).
Στάρετς Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (+ 1938, 1987).
Ἱερομόναχος Σάββας τῆς Καλύμνου (+ 1948, 1992).
Ἱερομόναχος Ἄνθιμος τῆς Χίου (+ 1960, 1992).
Ὅπως προκύπτει δέ ὑπό σχετικῶν δημοσιευμάτων καί ὑπό τοῦ γενικωτέρου πνεύματος, ἐπίκεινται διακηρύξεις ἁγιότητος ἐπιφανῶν Γερόντων τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, ὅπως τῶν Φιλοθέου Ζερβάκου, Ἀμφιλοχίου Μακρῆ, Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Τσαλίκη, Πορφυρίου Καυσικαλυβίτου, Γερβασίου Παρασκευοπούλου, κ.ἄ. Τῶν προσώπων αὐτῶν ἤδη κυκλοφοροῦν Βίοι «μετά σημείων καί θαυμάτων», καθώς καί εἰκόνες μετά φωτοστεφάνων!
Ἐκτός τοῦ Ἑλλαδικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος ἡ σχετική κίνησις ἐντός τῶν κλιμάτων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ὡς ἀκολούθως (ἐνδεχομένως οἱ ἐπιχώριοι Ἀρχιερεῖς νά ἔχουν πλέον ἀκριβῆ εἰκόνα τῆς καταστάσεως):

2. Εἰς Ρωσίαν κ.λ.π. χώρας τῆς τ. Σοβιετικῆς Ἑνώσεως.
Ἀρχικῶς ἡ ὑπό τόν Μητροπολίτην Φιλάρετον Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν δεκαετίαν τοῦ ’70, διεκήρυξε τήν ἁγιότητα τῶν κάτωθι προσώπων, Ὀρθοδόξως τελειωθέντων:
Ὁσίας Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς (18ος -19ος αἰ.).
Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης (+ 1908).
Ὁσίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας (+ 1836)
Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (+ 1794).
Ὁσίων Στάρετς τῆς Ὄπτινα.
Ρώσων Νεομαρτύρων μετά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1917.
Τσάρου Νικολάου Β’ καί τῆς οἰκογενείας του, δολοφονηθέντων ὑπό τῶν Μπολσεβίκων (+ 1918).
Τό ἔτος 1988, μέ τήν εὐκαιρίαν τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Χιλιετηρίδος ἀπό τῆς Βαπτίσεως τῶν Ρώσων (988 – 1988), διεκηρύχθη ὑπό τοῦ οἰκουμενιστικοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἡ ἁγιότης τῶν κάτωθι ἱερῶν προσώπων, Ὀρθοδόξως τελειωθέντων:
Ἁγίου Δημητρίου Ντόνσκοϊ, Μεγ. Ἡγεμόνος τῆς Μόσχας (+ 1389).
Ὁσίου Ἀνδρέου Ρουμπλιώφ, τοῦ Εἰκονογράφου (+ 1400).
Ἁγίου Μακαρίου Μητροπ. Μόσχας (+ 1563).
Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ (+ 1556).
Ὁσίου Παϊσίου Βελτσκόφσκυ (+ 1794).
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριατσνιανίνωφ (+ 1867).
Ὁσίας Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς (18ος - 19ος αἰ.).
Ὁσίου Ἀμβροσίου, Στάρετς τῆς Ὄπτινα (+ 1891).
Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου (+ 1894).
Μέ τήν Ἰωβηλαία Σύνοδο τῆς 13 – 16 Αὐγούστου 2000, τό Πατριαρχεῖον Μόσχας διεκήρυξε τήν ἁγιότητα 1.200 περίπου μετά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1917 Ρώσων Νεομαρτύρων καί Ὁμολογητῶν καί τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’ καί τῆς οἰκογενείας του, οἱ ὁποῖοι ἐδολοφονήθησαν ὑπό τῶν Μπολσεβίκων. Εἶναι ἄξιον σημειώσεως, ὅτι διά τῆς Πράξεως αὐτῆς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας - διά λόγους ἀποκλειστικῶς καί μόνον σκοπιμότητος, διά τήν ἀπορρόφησιν, δηλαδή, τῶν Κατακομβιτῶν πιστῶν - διεκήρυξε τήν ἁγιότητα ἱερῶν προσώπων τά ὁποῖα δέν εὑρίσκοντο εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ, ἀλλά ἦσαν μέλη τῆς ἐν Ρωσίᾳ Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν καί ὡς ἐκ τούτου εἶχον καταδικασθεῖ ὑπό τοῦ Σοβιετοποιημένου Πατριαρχείου Μόσχας, ἀπό τῶν ἡμερῶν τοῦ Μητροπ. Σεργίου (1927) καί ἐντεῦθεν.
Πέραν τῶν προηγουμένων ἐπί πρωθιεραρχίας τοῦ Μητροπολίτου Βιταλίου ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς διεκήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σαγκάης καί Ἁγίου Φραγκίσκου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς, ἀποβιώσαντος τό ἔτος 1966 (σημειωτέον, ὅτι μέχρι τοῦ 1965 ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς εἶχε ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά πασῶν τῶν «ἐπισήμων» Ἐκκλησιῶν, Νεοημ/κῶν καί Παλ/κῶν πλήν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀπό δέ τοῦ 1965 κ.ἐ. μετά τῶν Πατριαρχείων Ἱεροσολύμων καί Σερβίας). Τό δέ Πατριαρχεῖον Μόσχας διεκήρυξε τήν ἁγιότητα ἤ τιμᾶ τήν ἁγιότητα «καί πρό Συνοδικῆς διαγνώμης», τῶν ἀκολούθων προσώπων τελειωθέντων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτοῦ: Στάρετς Σεραφείμ τῆς Βίριτσα (+ 1949), Ματρῶνας τῆς ἀομμάτου τῆς Μόσχας (+ 1952), Ἀρχιεπισκόπου Λουκᾶ τῆς Συμφερουπόλεως (+ 1961, 1995), Ἱερομονάχου Κούκσα τῆς Ὀδησσοῦ (+ 1964) καί ἐνδεχομένως καί ἄλλων.

3. Εἰς Σερβίαν:
Τό οἰκουμενιστικόν Πατριαρχεῖον Σερβίας προέβει εἰς τήν διακήρυξιν τῆς ἁγιότητος τῶν ὑπό τῶν Παπικῶν Οὐστάσι μαρτυρικῶς τελειωθέντων κατά τήν διάρκειαν τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ἑνός καί πλέον ἑκατομμυρίου κατά παράδοσιν Ὀρθοδόξων Σέρβων. Μόνον κατά τήν 15ην Ἰουνίου τιμῶνται ὡς Ἱερομάρτυρες οἱ Μητροπολίτες Ζάγκρεμπ Δοσίθεος, Μαυροβουνίου Ἰωαννίκιος καί Σεράγιεβο Πέτρος, οἱ Ἐπίσκοποι Γκόνι Κάρλοβιτς Σάββας καί Μπανιαλοῦκας Πλάτων, ὁ ἱερομόναχος Ραφεήλ τοῦ Σίσιβατς, οἱ κληρικοί Μπράνκο Ντομπροσάλιεβιτς, Γεώργιος Μπόγκιτς καί Δανιήλ Μπάμπις καί ὁ λαϊκός Βουκαλίν τῆς Ἐρζεγοβίνης.
Τό 1965 διακηρύχθηκε ἡ ἁγιότητα τοῦ Σερβικῆς καταγωγῆς ἁγ. Ἰωσήφ τοῦ Νέου, Μητροπ. Τιμισοάρας Ρουμανίας (+ 1656).
Κατά τό τρέχον δέ ἔτος 2010 τό Πατριαρχεῖον Σερβίας διεκήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ Ἱερομονάχου Ἰουστίνου Πόποβιτς τῆς Μονῆς Τσέλιε (+ 1979) καί τοῦ Ἱερομονάχου Συμεών Πόποβιτς τῆς Μονῆς Νταϊμπάμπε (+ 1941).

4. Εἰς Ρουμανίαν:
Τό Νεοημ. Πατριαρχεῖον Ρουμανίας προέβει κατά τόν 20ο αἰ. εἰς τάς διακηρύξεις τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ τοῦ Νέου. Μητροπ. Τιμισοάρας (+ 1656, 1956), τοῦ ἁγ. Καλλινίκου Ἐπισκόπου Ρίμνικ (+ 1878, 1955) καί τοῦ Γέροντός του Ὁσίου Γεωργίου τῆς Τσέρνικας (+ 1806, 2005), τοῦ Ρουμανικῆς καταγωγῆς ὁσ. Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου (+ 1960), κ.ἄ.

5. Εἰς ἄλλας χώρας:
Τό οἰκουμενιστικόν Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας διεκήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ ἁγ. Μελετίου τοῦ Πηγᾶ (+ 1601).
Τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, ἐν κοινωνίᾳ εὑρισκόμενον μετά τῶν Οἰκουμενιστικῶν καί Νεοημ/κῶν Ἐκκλησιῶν, διεκήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ Ἱερομονάχου Φιλουμένου τοῦ Κυπρίου (σφαγισθέντος ὑπό φανατικοῦ Σιωνιστοῦ ἐν ἔτει 1979) καί τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρουμάνου (+ 1960), τοῦ τελευταίου μή εὑρισκομένου εἰς κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ!

6. Εἰς τόν χῶρον τῶν Παλαιοημερολογιτικῶν Σχισμάτων.
Ἡ ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπον κ. Χρυσόστομον Φλωρινική Παράταξις διεκήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ ὁσ. Παχωμίου τῆς Χίου (+ 1905) καί ἡ ὑπό τόν Μητροπολίτην κ. Κυπριανόν Σύνοδος τῶν Ἐνισταμένων ἐκείνην τῆς Γεροντίσσης Μυρτιδιωτίσσης τῆς Κλεισοῦρας (+ 1974).

Κατόπιν τῶν προηγουμένων πολλοί πιστοί, ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος, ἐρωτοῦν ἄν καί κατά πόσον εἶναι ἐπιτρεπτόν εἰς τούς Ὀρθοδόξους νά τιμοῦν τά προηγουμένως ἀναφερόμενα πρόσωπα ὡς Ἁγίους, ἄνεϋ προηγουμένης ἀποφάνσεως Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς (Ἐπισκόπου ἤ Συνόδου) περί τῆς ἁγιότητος αὐτῶν. Πρός ὑποβοήθησιν τοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, θέτωμεν ὑπ’ ὄψιν Ὑμῶν τά ἀκόλουθα, ἐπί τοῦ θέματος τῆς διαχρονικῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν διαπίστωσιν καί διακήρυξιν τῆς ἁγιότητος τῶν νέων Ἁγίων:

Β. Ἡ ἐκκλησιαστική πρᾶξις κατά τήν πρώτην Χριστιανικήν χιλιετίαν.
Ἡ πρός τούς Ἁγίους τιμή τῆς Ἐκκλησίας διεμορφώθη ἤδη ἀπό τῶν πρώτων Χριστιανικῶν αἰώνων. Ἀρχικῶς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπένειμε τιμᾶς Ἁγίων εἰς τούς Μάρτυρας, ἐκείνους – δηλαδή – οἱ ὁποῖοι προσέφερον τήν ζωήν των ὑπέρ τῆς Πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὑπέρ Χριστοῦ πάσχοντες, εἴτε ἀπέθνησκον (Μάρτυρες), εἴτε ἐπιζοῦσαν τῆς δοκιμασίας (Ὁμολογηταί), ἐτιμῶντο ἀμέσως ὑπό τῶν πιστῶν, ἐφ’ ὅσον ἡ θυσία, τό «ὑπέρ Χριστοῦ πάσχειν», ἦτο ἀρκετόν διά τήν τιμήν αὐτήν. Ἀργότερον ἡ τιμή αὐτή ἐπεξετάθη καί εἰς πρόσωπα διακρινόμενα «ἐπ’ ἀρετῆ καί ἁγιότητι βίου».
Ἡ πρός τούς Ἁγίους Μάρτυρας τιμή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἤρχιζε ἤδη ὑπό τῶν συγχρόνων των, οἱ ὁποῖοι «πρίν ἤ ἐκεῖνοι τελειωθῶσιν» ἀπένειμαν εἰς αὐτούς τιμήν καί σεβασμόν. Αὐτή ἡ διαπίστωσις καί διακήρυξις τῆς ἁγιότητος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ἦτο ἀπ’ ἀρχῆς αὐθόρμητος καί δέν ὑπῆρχε καμμία - ἔστω τυπική – μορφή ἐγκρίσεως ἤ ἀποφάσεως Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τοπικῆς (Ἐπισκόπου) ἤ εὑρυτέρας (Συνόδου). Ἐγίνετο ἁπλῶς μέ τήν ἀποδοχήν τοῦ νέου Ἁγίου ἀπό τό σῶμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τόν κλῆρο - δηλαδή – καί τόν λαό, τούς ποιμένας καί τούς ποιμενομένους. Κάποιες πρωτοβουλίες μάλιστα Ἐκκλησιαστικῶν Ἀρχῶν διά τήν ἀποδοχήν νέου Ἁγίου, χωρίς τήν συμμαρτυρίαν τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἔμειναν τελεικῶς ἀνενέργητοι καί δέν ἔγιναν ἀποδεκταί.
Γράφει σχετικῶς ὁ Καθηγητής Ἀμ. Ἀλιβιζάτος: «Ἡ καθαρῶς δημοκρατική ἀντίληψις ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, περί ἴσων ἐν τῶ ἐκκλησιαστικῶ ὀργανισμῶ δικαιωμάτων τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν, ἀνεξαρτήτως τῆς ἀναγνωριζομένης τοῖς Κληρικοῖς Jure Divino – Θείῳ Δικαίῳ κυβερνητικῆς αὐτῶν θέσεως, καταδεικνύει καί καθορίζει τήν ἐν τῶ ἐξεταζομένῳ ζητήματι θέσιν καί συμμετοχήν ἀμφοτέρων τῶν στοιχείων αὐτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνεϋ πολλῆς δυσπιστίας ἤ οἱασδήποτε ἀμφισβητήσεως» (Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», σελ. 21).
«Σύσσωμος ἡ Ἐκκλησία – συνεχίζει – κλῆρος καί λαός, ἐν ἀδιασπάστῳ ὁμοφωνίᾳ καί ἄνευ τυπικῶν καί ὀργανωτικῶν πράξεων, ἀνεγνώριζον τήν ἁγιότητα τῶν τιμωμένων, ἡ δέ πάνδημος αὕτη ἀναγνώρισις ἀπετέλει οἱονεί καί τήν ἐπικυρωτικήν καί καθιερωτικήν πρᾶξιν τῆς τῶν Μαρτύρων καί Ἁγίων ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ἀναγνωρίσεως» (αὐτ. σελ. 36. Πρβλ. σχετικῶς: Χρυσ. Παπαδοπούλου, «Περί τῆς ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Περιοδικόν «Ἐκκλησία», ΙΒ/1934, σελ. 331 – 335. Μητροπ. Δέρκων Κωνσταντίνου Χαρισιάδου, «Ἡ ἀναγνώρισις Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, κατά τήν τάξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», ἐν τῆ «Ἐπιστημονικῆ παρουσίᾳ Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. 1/1987, σελ. 225 – 241. Μητροπ. Σερρῶν Κωνσταντίνου, «Περί ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Περιοδικόν «Θεολογία», τ. 27/1956, σελ. 609 – 615).
Ὁ τρόπος αὐτός τῆς αὐθορμήτου ἀναγνωρίσεως ὑπό τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐσυνεχίσθη ἀναλοίωτος καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς πρώτης Χριστιανικῆς χιλιετίας, ἀλλά καί κατά τό πρῶτον ἥμισυ τῆς δευτέρας. Ὁ Μανουήλ Γεδεών σημειώνει, ὅτι «κατέττατεν εἰς τόν χορόν τῶν Ἁγίων πάντοτε ὁ λαός: Οἱ κάτοικοι πόλεως, ἐπαρχίας ἤ χωρίου ἤ μοναστηρίου, τόν ὑπ’ αὐτῶν κρινόμενον τοιοῦτον» (Μ. Γεδεών, «Ἁγιοποιήσεις», σελ. 120). Ἀκόμη καί εἰς τάς περιπτώσεις ἐκεῖνας κατά τάς ὁποίας κάποια ἀναγνώρισις, διά λόγους ἄλλους κατά περίπτωσιν, ἔφθανε νά ἀπασχολήσει τήν Ἐκκλησιαστικήν Ἀρχήν, ὁ τελικῶς δικαιομένος ἦτο ὁ λαός. Κατά τόν Καθηγητήν Στυλ. Παπαδόπουλον, «ἡ Σύνοδος διακηρύσσοντας τήν ἁγιότητα, δέν ἀποφασίζει – κρίνει τήν ἁγιότητα. Ἡ πράξη διακηρύξεως σημαίνει ἐδῶ πανηγυρική διακοίνωση γεγονότος ἤδη ἐμφανοῦς καί ἀποδεκτοῦ ἀπό μικρό ἤ μεγάλο ἀριθμό ἀξιοπίστων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας» (Στυλ. Παπαδοπούλου, «Διαπίστωσις καί Διακήρυξις τῆς Ἁγιότητος τῶν Ἁγίων», Ἐφημερίς «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 843, σελ. 1 καί 4).
Τό ὅτι οἱ λαμβανόμενες ὑπό τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς ἀποφάσεις διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος νέων Ἁγίων, ἐξέφραζον τήν συνείδησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἀποδεικνύουν καί οἱ περιπτώσεις τοῦ Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (τόν ὁποῖον ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἰσήγαγε εἰς τόν Συναξαριστήν του τό 1818, 150 ἔτη πρό τῆς ἐπισήμου διακηρύξεως τῆς ἁγιότητός του ἀπό τό Πατριαρχεῖον ΚΠόλεως) καί τοῦ ἐπίσης Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ ἀρχιεπ. Φαναρίου. (Βλ. Φ. Μιχαλόπουλου, «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», 1980 καί Μητροπ. Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ, «Ἀκολουθία Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ…», 1931).
Πράγματι, λοιπόν, «κατέττατεν ὁ λαός», ἡ δέ ἀπόφασις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, ἄν καί ὅποτε ὑπῆρχε, σήμαινε ἁπλῶς τήν ἐγγραφήν τοῦ ἤδη τιμωμένου Ἁγίου εἰς τό Ἑορτολόγιον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ΚΠόλεως. Δηλαδή ἡ Σύνοδος, «προβαίνει στήν διακήρυξη, ὄχι γιά νά ἀποκτήσει ἐγκυρότητα ὁ Ἅγιος, ἀλλά γιά νά πληροφορηθεῖ εὑρύτερα τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας…Τό Πατριαρχεῖο ἐπενέβαινε…ὄχι γιά νά ἐγκρίνει, ἀλλά γιά νά διευρύνει τόν ἑορτασμό τῆς μνήμη του, πού ἤδη γίνοταν» (Στυλ. Παπαδοπούλου αὐτ. φ. 843, σελ. 1).

Γ. Ἡ πράξις τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν δευτέραν χιλιετίαν.
1. Ἡ πράξις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ἀπό τά κρατοῦντα εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν δευτέραν χιλιετίαν, θά ἀναφέρουμε μερικάς χαρακτηριστικάς περιπτώσεις:
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος, ἀναφέρει εἰς τήν βιογραφίαν τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅτι μετά ἀπό ραδιουργίας τοῦ Μητροπολίτου Νικομηδείας Στεφάνου, ὁδηγήθηκε ὁ Συμεών εἰς δίκην ἐνώπιον τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τῆς ΚΠόλεως μέ τήν κατηγορίαν, ὅτι τόν Γέροντά του Στουδίτη Μοναχό Συμεών τόν Εὐλαβῆ τόν θεωροῦσε Ἅγιο καί τιμοῦσε μέ μεγαλοπρέπεια τήν ἐτήσια μνήμη του. Σημειώνεται ἐδῶ, ὅτι ὁ τότε Πατριάρχης ΚΠόλεως Σέργιος, «τήν μνήμην τιμῶν τοῦ Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς, ἔστελλε κατά τήν ἐπέτειον ἱεράν ἐπ’ αὐτῶ μνήμην, ἐπί καί ἕξ ἔτη, θυμιάματα καί λαμπάδας» (Μανουήλ Γεδέων αὐτ. σελ. 121).
Ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου, ἀφοῦ ἄκουσε κατήγορο καί κατηγορούμενο, «οὐδέν μέν ἐψηφίσατο κατά τῆς αἰωνοβιότου συνηθείας τοῦ πανηγυρίζειν ἑκάστην μονήν τήν μνήμην ὡς ἄν γινώσκωσι μοναχῶν ἐπ’ αὐστηρότητι βίου καί ἐπ’ εὐσεβείᾳ» (Μανουήλ Γεδεών αὐτ. σελ. 121). Διέταξε ὅμως καί τόν Συμεών νά περιορίσει τήν μεγαλοπρέπειαν τῆς μνήμης τοῦ Γέροντός του καί νά ἀφαιρεθοῦν αἱ εἰκόνες του πού ἦσαν «πολλαχοῦ άναστηλωμέναι» (ἴσως διά νά ἱκανοποιηθεῖ καί ὁ κατήγορος Μητροπολίτης).
Παρόμοιον εἶναι καί τό παράδειγμα τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγ. Συμεών τόν Νέον Θεολόγον. Ὁ ὅσ. Νικήτας ὁ Στηθάτος, ἀμέσως μετά τήν κοίμησιν τοῦ ὁσ. Συμεών, ἔγραψε βιογραφικόν ἐγκώμιον πρός τιμήν του καί συνέθεσε Ἀκολουθίαν, τήν ὁποία ἔψαλλε ἐπί τοῦ τάφου του. Σημειώνουμε, ὅτι ἐκτός ἀπό τήν Μονήν τοῦ ἁγ. Μάμμαντος ΚΠόλεως (ὅπου εἶχε διατελέσει ἡγούμενος ὁ ὅσ. Συμεών) καί ἄλλες μονές εἶχαν εἰσαγάγει τήν μνήμην του εἰς τήν λατρευτικήν των καθημερινότητα (ὅπως ἐκείνη τῶν Ἰωάννου καί Φιλοθέου ΚΠόλεως).
Ἡ ὁσ. Εἰρήνη, Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοβαλάντου ΚΠόλεως, ἀρχικῶς ἑτιμᾶτο κατ’ ἔτος πανηγυρικῶς ἀπό κάποιον συγγενή της, ὁ ὁποῖος εἶχε σωθεῖ ἀπό θανατικήν καταδίκην διά πρεσβειῶν της καί σταδιακῶς ἡ μνήμη της ἐπεξετάθη καί ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς μετανοίας της.
Μία πλέον ἐπίσημως σχετική μαρτυρία εἶναι ὅσα εἶπε ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος ἐνώπιον τῆς κατά Κυδώνη Συνόδου, περί τῆς τιμῆς τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἕξι μόλις ἔτη μετά τήν κοίμησιν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, ὁ Φιλόθεος ὁμολογεῖ τά ἀκόλουθα:
«Διά τοῦτο καί ἐγώ (ἐνν. διά τήν ὅλην βιοτήν τοῦ Γρηγορίου), ἐν τῶ μοναστηρίῳ τοῦ Ἀκαταλήπτου καθήμενος καί ἰδιάζων, περιφανῆ τινά καί μεγάλην ἑορτήν ἐπετέλουν τῶ Ἁγίῳ τούτῳ… Ἐπεί οἱ Λαυριῶται ἔγραψαν καί ἀνέφερον ἡμῶν περί τούτου, ἔγραψα πρός ἐκείνους ἵνα πᾶς ὁ βουλόμενος ἑορτάζη τοῦτον κατ’ ἰδίαν… Ἐν τῆ Μεγάλῃ δέ Ἐκκλησίᾳ οὐκ ἐποιοῦμεν τοῦτο καί καθόλου ταῖς λοιπαῖς ἐκκλησίαις πανταχοῦ, ὅτι οὔπω περί τούτου τῆ Ἱερᾶ Συνόδῳ ἐκοινωνησάμην» (Μανουήλ Γεδεών αὐτ. σελ. 122).
Ὁ ἴδιος Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ἀναφέρει τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου Πατριάρχου ΚΠόλεως, τόν ὁποῖν ὁ Θεός «ἐδόξασε διά τῶν θαυμάτων καί μήπω τῆς Ἐκκλησίας ἀναστηλωσάσης αὐτόν, ἑορτήν ἐπετέλουν περιφανῆ οἱ τοῦ μοναστηρίου αὐτοῦ μοναχοί καί τήν ἱεράν αὐτοῦ εἰκόνα ἔφερον ἐν τῆ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας».
Κατά τήν ἐξεταζομένην πάντως περίοδον ἄρχισε σταδιακῶς νά ἐμφανίζεται ἡ πρακτική τῆς διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος νέων Ἁγίων μέ ἀπόφασιν μείζονος Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, δηλαδή Συνόδου. Αἱ σχετικαί περιπτώσεις εἶναι οἱ ἐξῆς:
Τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐπί πατριαρχείας ἁγ. Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου (1354 – 1355, 1364 – 1376).
Τοῦ ἁγ. Γερασίμου Κεφαλληνίας, ἐπί πατριαρχείας Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως (+ 1638).
Τοῦ ἁγ. Διονυσίου ἀρχιεπ. Αἰγίνης, ἐπί πατριαρχείας Γαβριήλ Γ’ (1716 – 1723).
Τῆς Ὁσιομάρτυρος Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, ἐπί πατριαρχείας Ματθαίου Β’ (1599 – 1602).
Τό ὅτι ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοσις καί πρακτική τῆς πρώτης χιλιετίας σχετικῶς μέ τήν διακήρυξιν τῆς ἁγιότητος τῶν νέων Ἁγίων, συνέχισε νά τηρεῖται καί κατά τήν δευτέραν χιλιετίαν, ἀκόμη καί μετά τήν ἐμφάνισιν Συνοδικῶν ἀποφάσεως διακηρύξεως (15ος αἰ.), ἀποδεικνύεται καί ἀπό πραγματείαν τήν ὁποίαν ἔγραψε ὁ ὅσ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος μέ τόν τίτλον «Ὅτι οἱ νέοι Μάρτυρες εἰσίν Ἅγιοι καί πρέπει νά τιμῶνται ὡς τοιοῦτοι καί ἄνεϋ κανονικῆς διαγνώσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας» (Ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου αὐτ. σελ. 51).
Τό ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς πρέπει νά εὑρίσκονται εἰς συμφωνίαν μέ τήν συνείδησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἀποδεικνύεται καί ἀπό τά ἀκόλουθα δύο περιστατικά:
Τό πρῶτον ἀφορᾶ προσπάθειαν ἐπιβολῆς ἀπό Ἐκκλησιαστική Ἀρχή νέου Ἁγίου. Πρόκειται διά τήν ἀναφερόμενην ἀπό τόν ἐκκλησιαστικόν Ἱστορικό Σωκράτη περίπτωσιν τοῦ μοναχοῦ Ἀμμωνίου, μέ πρωταγωνιστήν μάλιστα τόν ἅγ. Κύριλλον, Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Ἐκκλησιαστική Ἱστορία» 7/14, PG 67, σελ. 768 Α). Ὅπως γράφει καί ὁ Μανουήλ Γεδεών, «πάθος ἀνήφθη προσωπικόν μεταξύ Κυρίλλου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καί Ὀρέστου τοῦ τῆς πόλεως ταύτης Ἐπάρχου… Κατελθόντες δέ εἰς τήν πόλιν μοναχοί, περί τούς πεντακοσίους, ἀφοσιωμένοι τῶ Κυρίλλῳ, ἐπετέθησαν κατά τοῦ Ὀρέστου, ὑβρίζοντες αὐτόν «ὡς εἰδωλολάτρην… Εἷς ἐξ αὐτῶν, Ἀμμώνιος καλούμενος, ἔριψε κατά τῆς κεφαλῆς τοῦ Ὀρέστου λίθον, ἔρρευσε σ’ αἷμα πολύ. Συλληφθείς ὁ Ἀμμώνιος ἐτιμωρήθη, τιμωρούμενος δέ ἀπέθανε. Ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ἀπένειμε αὐτῶ τιμάς Ἁγίου καί μετωνόμασεν ἀπό Ἀμμώνιον Θαυμάσιον» (Μ. Γεδεών αὐτ. σελ. 119 – 110). Καί κατά τόν Σωκράτην, «Μάρτυρα χρηματίζειν ἐκέλευσεν καί λόγον ἐπ’ ἐκκλησίαις ἐξεφώνησεν».
Συνεχίζων ὁ ἱστορικός λέγει διά τόν εὐσεβῆ λαόν: «Οἱ σωφρονοῦντες, καίπερ ὄντες Χριστιανοί, οὐκ ἀπεδέξαντο τήν περί τούτου σπουδήν τοῦ Κυρίλλου. Ἠσπάσαντο γάρ προπετείας δίκην δεδωκέναι τόν Ἀμμώνιον, οὐ μήν ἀνάγκη ἀρνήσεως Χριστοῦ, ἐναποθανεῖν τοῖς βασάνοις. Διό καί Κύριλλος κατά βραχύ, τῶ ἡσυχάζειν, λήθην τοῦ γενομένου εἰργάσατο».
Ἡ δευτέρα περίπτωσις ἀφορᾶ τόν διά Χριστόν Σαλόν Προκόπιον τοῦ Οὔστιουγκ Ρωσίας, τοῦ ὁποίου τήν ἁγιότητα ἀμφισβήτησε ὁ τοπικός κλῆρος. Ὁ διά Χριστόν Σαλός Προκόπιος (+ 1303), ἐτιμήθη ἰδιαιτέρως ὑπό τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς του (Οὔστιουγκ Ρωσίας) καί μετά τόν θάνατόν του ἕνα ξύλινο παρεκκλήσιο ὑψώθηκε ἐπί τοῦ τάφου του. Ὁ τοπικός κλῆρος - προφανῶς θιγμένος ἀπό τήν δημόσιαν στηλίτευσιν τῶν κοινωνικῶν, ἀλλά καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν κακῶς κειμένων ἀπό τόν Σαλόν - ἀντέδρασε εἰς τήν «αὐθαιρεσίαν» τοῦ λαοῦ καί κατεδάφισε τό παρεκκλήσιο! Ὅμως ὁ λαός ἐπέμεινε καί τελικῶς ὁ ὅσ. Προκόπιος, μέ διαπιστωμένη τήν ἁγιότητά του ἀπό τόν λαό καί «βοῶσα ὑπέρ αὐτοῦ» τήν κοινήν ἐκκλησιαστικήν συνέιδησιν, ἐπεβλήθη καί εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν Ἀρχήν καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθη Συνοδικῶς.

2. Ἡ πρᾶξις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας
Ἐνῶ, ὅπως ἤδη ἀνεφέρθη, κατά τήν δευτέραν χιλιετίαν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἠκολούθησε τήν ἀρχαίαν ἐκκλησιαστικήν πράξιν καί τήν πρακτικήν τῆς πρώτης χιλιετίας εἰς τό θέμα τῆς διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τῶν νέων Ἁγίων, εἰς τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054 παρατηρεῖται σοβαρή ἀπόκλισις, μέ ὅλο καί ἐπισημοτέραν παρέμβασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς καί δή τοῦ Πάπα.
Κατά τόν 11ο αἰ. οἱ Πάπες Οὐρβανός Β’, Κάλλιστος Β’ καί Εὐγένιος Γ’ περιώρισαν τήν πρωτοβουλία τῶν ἐπιχωρίων Ἐπισκόπων καί τελικῶς τό 1634 ὁ Πάπας Οὐρβανός Ζ’ μέ εἰδικήν ἀπόφασίν του, καθώρισε τό «ἀνακηρύσσειν Ἁγίους» ὡς ἀποκλειστικόν δικαίωμα τοῦ ἑκάστοτε Πάπα.
Ἡ ἀνακήρυξις (διότι οὐσιαστικῶς περί ἀνακηρύξεως πρόκειται) τῶν Ἁγίων εἰς τόν Παπισμό, ἔλαβε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου τήν μορφήν μιᾶς πολυπλόκου νομικῆς διαδικασίας. Κατ’ αὐτήν ὁ «ὑποψήφιος ἅγιος» ὑποβάλλεται εἰς ἐξονυχιστικήν ἔρευναν ἐπί ὅλων τῶν θεμάτων τά ὁποῖα πιθανῶς ἀφοροῦν τό πρόσωπό του (πίστις, βίος, θαύματα, λείψανον, κ.λ.π.). Τήν ἔρευνα διεξάγει μία εἰδική ἐπιτροπή, ἡ Promotor Fidei, ἕνα μέλος τῆς ὁποίας μάλιστα ὁρίζεται «συνήγορος τοῦ Διαβόλου» (Advocatus Diaboli), μέ σκοπόν τήν παρουσίασιν τῶν πιθανῶν μελανῶν σημείων τῆς ζωῆς τοῦ ἐξεταζομένου.
Ἐάν μετά τό πέρας τῆς ἐξετάσεως δέν ὑπάρχει διαφωνία εἰς τήν ἐπιτροπήν, τότε ὑποβάλλεται εἰς τόν Πάπα ἡ σχετική πρότασις ἁγιοποιήσεως, μετά τήν ὁποίαν ὁ Πάπας ἐκδίδει τήν ἀνάλογον ἀπόφασιν ἁγιωνυμίας ἤ μακαριωνυμίας. Χαρακτηριστικόν τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν Παπικῶν ἀπό τήν παράδοσιν καί πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας, εἶναι ἡ ὕπαρξις δύο εἰδῶν Ἁγίων, τῶν «Ἁγίων – Sanctus» (οἱ ὁποῖοι τιμῶνται ἀπό ὅλην τήν Παπικήν Ἐκκλησίαν) καί τῶν «Μακαρίων - Beatus» (οἱ ὁποῖοι τιμῶνται τοπικῶς).

3. Παπική ἐπιρροή εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Τά προηγουμένως διαλαμβανόμενα περί τῆς πράξεως τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας ἔχουν «ἐν πολλοῖς» εἰσαχθεῖ καί εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἀλλά καί ἡ ἀντίστοιχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Εἰδικώτερον:

α. Ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
Εἰς τνή Ρωσικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, βοηθούσης τῆς ἀπολυταρχίας τῶν Τσάρων, ἐπεκράτησε σταδιακῶς μία πολύπλοκος διαδικασία ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε ἐκτός ἀπό τήν συμμετοχήν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς (ἀρχικῶς τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καί τελικῶς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου), καί τήν συμμετοχήν καί τῆς Πολιτειακῆς Ἀρχῆς (τοῦ Τσάρου – Αὐτοκράτορος). Ἡ διαδικασία αὐτή διαμεμορφώθη κυρίως ἀπό τήν βασιλείαν τοῦ Μεγάλου Πέτρου (1682 - 1725), ὅταν εἰς τά πλαίσια τῆς δυτικοποιήσεως τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας, υἱοθετήθησαν Δυτικές (ἐν προκειμένῳ Παπικές) πρακτικές καί εἰς τό θέμα αὐτό.
Χαρακτηριστικόν τῆς συμμετοχῆς καί τοῦ ἐνεργοῦ ρόλου τοῦ Ἡγεμόνος εἰς τό θέμα τῆς διακηρύξεως τῶν Ἁγίων εἶναι τό γεγονός, ὅτι κατά τήν βασιλείαν τοῦ Ἰωάννου Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (1547 – 1584), διεκηρύχθη ἡ ἁγιότητα 39 νέων Ἁγίων (μέ τάς Συνόδους τοῦ 1547 καί τοῦ 1549), ἐνῶ τό 1903 ὁ Τσάρος Νικόλαος Β’ καί ἡ Αὐτοκρατορική Οἰκογένεια συμμετεῖχαν προσωπικῶς εἰς τάς τελετάς διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τοῦ ἁγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ.
Κατ’ ἀρχήν εἰς τό Ρωσικόν Ἁγιολόγιον ὑπάρχουν Ἅγιοι καί Μακάριοι, μέ τήν ἔννοια τῶν καθολικῶς καί τοπικῶς τιμωμένων ἱερῶν προσώπων, ὅπως ἀντιστοίχως συμβαίνει καί εἰς τόν Παπισμόν.
Εἰς ὅτι ἀφορᾶ τήν διαδικασίαν, ἀρχικῶς τήν ἀναγνώρισιν – διαπίστωσιν διενεργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς εἰς τήν ὁποίαν ἀνεδείχθη ὁ νέος Ἅγιος καί τελικῶς ἡ Σύνοδος μέ τήν παρουσίαν τοῦ Μονάρχου προβαίνει εἰς τήν διακήρυξιν. Κατά τήν διάρκειαν τῆς διαδικασίας ἐξετάζονται καταλεπτῶς τά τοῦ βίου καί τῶν θαυμάτων καί ἰδιαίτερως τά τῶν Λειψάνων τοῦ νέου Ἁγίου (οἱ Ρῶσοι δίδουν μεγάλην σημασίαν εἰς τήν διατήρησιν - ἀφθαρσίαν τῶν σωμάτων τῶν Ἁγίων).
Ἡ ἐπίσημος τελετή διακηρύξεως περιλαμβάνει ἀρχικῶς ἐπιμνημόσυνον δέησιν (διά τήν ἀνάπαυσιν τῆς ψυχῆς τοῦ διακηρυσσομένου Ἁγίου), εἰς τήν συνέχειαν ἀποκάλυψιν τῆς εἰκόνος του (ἐνῶ ψάλλεται τό Ἀπολυτίκιόν του) καί κατόπιν πανηγυρικήν Θείαν Λειτουργίαν προεξάρχοντος τοῦ Πατριάρχου (κατά τήν α’ καί β’ Πατριαρχικήν Περίοδνο, 1589 – 1721 καί 1917 - σήμερον) ἤ τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου (κατά τήν Συνοδικήν Περίοδον, 1721 - 1917), συμπαραστατουμένου ἀπό πολλούς Ἀρχιερεῖς, παρουσίᾳ τοῦ Τσάρου – Αὐτοκράτορος. Τά Λείψανα τοῦ νέου Ἁγίου, ἄν ὑπάρχουν, κατατίθενται εἰς λάρνακα, ἡ ὁποία συνήθως προσφέρεται ἀπό τά Ἀνάκτορα.
Σχετικῶς μέ τό θέμα τῆς ἀφθαρσίας τῶν ἁγίων Λειψάνων, ἡ τοπική Σύνοδος τῆς Μόσχας τοῦ 1551 - ὑπό τήν προερδείαν τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Μακαρίου (1542 – 1563), κατά τήν βασιλείαν τοῦ Τσάρου Ἰωάννου Δ’ τοῦ Τρομεροῦ - γνωστή ὡς «Σύνοδος τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων», ὅρισε ὅπως «τά τῶν νεκρῶν σώματα, τά εὑρισκόμενα καί ἐν τοῖς νῦν καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμηζέτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνεϋ ἀξιοπίστου μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως, σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα, οὐχί ἀπό ἁγιωσύνης, ἀλλά ὡς ὑπ’ ἀφορισμοῦ καί κατάρας» (Κ. Δεληκάνη, «Πατριαρχικά Ἔγγραφα», τ. 3, σελ. 136).

β. Τό ἐρώτημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας (1931).
Τό 1931, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἐπί Πατριάρχου Μύρωνος, ὑπέβαλλε εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖνο τό ἐρώτημα περί τοῦ πῶς «μετά θάνατον κάποιος ἀναγνωρίζεται καί ἀνακηρύσσεται Ἅγιος». Τό ἐρώτημα αὐτό οἱ περί τήν Ἁγιολογίαν καί τό Κανονικόν Δίκαιον εἰδικοί, ἀπ’ ἀρχῆς ἐθεώρησαν περιττόν καί καρπόν τῆς ἐπικρατούσης εἰς κάποιους ἐκκλησιαστικούς κύκλους ἀντιλήψεως, περί προσαρμογῆς κάθε ἐκκλησιαστικῆς πράξεως εἰς συγκεκριμένον, ἐπίσημον καί προκαθορισμένον τυπικόν.
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀπήντησε τήν 24. 3. 1931, προχείρως καί βεβιασμένως ὅπως ἀποδεικνύεται, τά δέ κύρια σημεῖα τῆς ἀπαντήσεως εἶναι τά ἀκόλουθα:
«Κατά τήν παρ’ ἡμῖν παράδοσιν ἐφαρμόζονται - προκειμένου περί ἀναγνωρίσεως καί κατατάξεως εἰς τόν χορόν τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὑπό τοῦ Θεοῦ δεδοξασμένων προσώπων – αἱ ἐξῆς γενικαί ἀρχαί:
Α. Ἡ ἐξέλεγξις τῶν στοιχείων τῆς ἁγιότητος διά Συνόδου…
Β. Ἡ ἐξέλεγξις περιτεύει τῶν ἱερῶν ἐκείνων προσώπων, ὅπερ ἡ γενική ἐκκλησιαστική συνείδησις ποιμένων τε καί ποιμενομένων ἀνεγνώρισεν ὡς Ἁγίους καί ὡς τοιούτους ἐπί μακρόν ἤδη χρόνον τιμᾶ καί γεραίρει. Τῶν ἱερῶν τούτων προσώπων, τῶν σιωπηρῶς μέχρι τοῦ νῦν ὡς ἡγιασμένων παρά τοῦ Θεοῦ τιμωμένων, γίνεται τυπική ἀναγνώρισις ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κατά τά ἀνωτέρω.
Γ. Κατά τήν ἀνακήρυξιν γίνεται σχετική ἐκκλησιαστική πρᾶξις…
Δ. Ἡ πρᾶξις τῆς ἀνακηρύξεως ὑπογράφεται πανηγυρικῶς ἐν τῶ ναῶ…
(δίδονται λειτουργικές ὁδηγίες).
Ε. Εὐκαίρως περί τῶν ἀξιολογοτώρων ἐκ τῶν ἀνακηρυχθησομένων Ἁγίων, συντάσσεται καί ἰδιαιτέρα ἀνάλογος Ἀκολουθία…
Στ. Ἐπίσης ἀναγκαῖα ἐστίν ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων, ἄν ταῦτα σώζονται, καί τό χρῖσμα αὐτῶν δι’ Ἁγίου Μύρου. Κατά τήν ἀνακομιδήν δέ τῶν Λειψάνων, συνήθεις εἰσί παννυχίδες καί Λειτουργίαι πανηγυρικαί
» (Περιοδικό «Ὀρθοδοξία» ΚΠόλεως, τ. 6/1931, σελ. 281 κ. ἐξ.).
Κατά τόν Μανουήλ Γεδεών, ἡ ἀπάντησις εἰς τήν ἐρώτησιν αὐτήν, «ἔδειξεν τήν εἰς εἰδήσεις πτωχείαν τῶν πολυμαθῶν αὐτῆς συντακτῶν, ἀρκεσθέντων εἰς τήν λεηλασίαν τῶν προλεγομένων τοῦ «Ἑορτολογίου» του (Μανουήλ Γεδεών, εἰσαγωγικά «Ἁγιοποιήσεων»).
Ἐπί τῶν διατυπουμένων εἰς τό προηγούμενον ἔγγραφον εἶναι ἀναγκαίαι κάποιαι παρατηρήσεις:
Α. Ἡ διατύπωσις τῆς πρώτης παραγράφου, περί ἐξελέγξεως «τῶν στοιχείων τῆς ἁγιότητος διά Συνόδου», ἀποτελεῖ σαφεστάτην υἱοθέτησιν τῆς Παπικῆς σχετικῆς ἐπιτροπῆς (Promotor Fidei).
Β. Τό γραφόμενον εἰς τήν δευτέραν παράγραφον περί «τυπικῆς ἀναγνωρίσεως», εὑρίσκεται εἰς πλήρη ἀσυμφωνίαν μέ τήν πράξιν καί τήν παράδοσιν τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ καινοτομία.
Γ. Ἀπό τάς δύο πρῶτας παραγράφους προκύπτει, ὅτι κατά τούς συντάκτες τῆς Πατριαρχικῆς ἀπαντήσεως ὑπάρχουν δύο εἰδῶν Ἅγιοι: 1. Οἱ γνωστοί εἰς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνοι δηλαδή τούς ὁποίους «ἡ γενική ἐκκλησιαστική συνείδησις ποιμένων τε καί ποιμενομένων ἀνεγνώρισεν ὡς Ἁγίους καί ὡς τοιούτους ἐπί μακρόν ἤδη χρόνον τιμᾶ καί γεραίρει», τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή πρέπει νά ἀναγνωρίζει τυπικῶς («τῶν ἱερῶν τούτων προσώπων, τῶν σιωπηρῶς μέχρι τοῦ νῦν ὡς ἡγιασμένων παρά τοῦ Θεοῦ τιμωμένων, γίνεται τυπική ἀναγνώρισις ὑπό τῆς Ἐκκλησίας») καί
2. Οἱ ἄγνωστοι εἰς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή, ἀφοῦ ἐξετάσει Συνοδικῶς, ἀναγνωρίζει - ἀνακηρύσσει οὐσιαστικῶς, δηλαδή ἁγιοποιεῖ.
Τέτοιες θέσεις εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστες εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὁ Καθηγητής Στυλ. Παπαδόπουλος γράφει: «Ἀκόμη καί ἄν στήν πρώτη φάση μεσολαβήσει ἔρευνα συστηματική, δηλαδή ἄν ἡ Σύνοδος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐρευνήσει μέ ἀπεσταλμένους τά ἀφορῶντα τόν Ἅγιο, πάλι περί ἁπλῆς διαπιστώσεως θά πρόκειται. Θά κληθοῦν, δηλαδή, κάποιοι νά καταθέσουν – πληροφορήσουν, τι διαπίστωσαν στόν βίο καί τό ἔργο τοῦ Ἁγίου καί τι τό θαυμαστό ἔπεσε στήν ἀντίληψή τους, πού νά ὀφείλεται στίς πρεσβεῖες τοῦ ἀποβιώσαντα ἱεροῦ ἄνδρα. Καί ἡ συστηματική ἑπομένως ἔρευνα εἶναι πάλι διαπιστωτική, ἁπλή διαπίστωση…
Δέν ἐξετάζεται λεπτομερῶς, ὅπως γίνεται στήν Παπική Ἐκκλησία, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου καί δέν μπαίνουν σέ κάποια ζυγαριά οἱ ἀρετές, ἡ κατά περίπτωση συμπεριφορά του, οἱ πνευματικές ἀποτυχίες καί ἐπιτυχίες. Πολύ περισσότερο πού οἱ γνήσιοι πνευματικοί ἄνδρες φροντίζουν νά κρύπτουν τίς πνευματικές τους κατακτήσεις, φοβούμενοι τόν κίνδυνο τῆς κενοδοξίας, τῆς ἐπάρσεως. Ἀπόλυτο κρητήριο γίνονται τά ἐξαιρετικά χαρίσματα πού ὁ Θεός ἔδωσε χάριν τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ ὁ Θεός ἔδωσε τά χαρίσματα αὐτά, σημαίνει ?τι ἔκρινε - ἀποφάσισε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ ἄλφα ἤ βῆτα πιστοῦ. Δέν ἐπιτρέπεται, λοιπόν, νά κρίνουμε τήν ἀπόφαση – θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀνακρίνοντας καί ζυγίζοντας λεπτομερῶς τά θετικά καί ἀρνητικά σημεῖα τῆς ζωῆς του. Κύριο ἔργο μας εἶναι ἡ διαπίστωσις τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου, τά ἄλλα εἶναι δευτερεύοντα καί μερικά περιττά καί ἀντιπνευματικά
» (Στυλ. Παπαδοπούλου αὐτ., φ. 843, σελ. 4).
Δ. Τό ἴδιο ἄγνωστος εἰς τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν εἶναι καί ὁ διαχωρισμός τῶν Ἁγίων εἰς ἀξιολογωτέρους καί μή. Οἱ Ἅγιοι ὑπέρκεινται ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἁπλῶς ἄλλων ἡ μνήμη εἶναι οἰκουμενικῶς γνωστή καί ἄλλων τοπικῶς.
Ε. Ἡ ἀναφερόμενη εἰς τήν ἕκτην παράγραφον χρῆσις τῶν Λειψάνων μέ Ἅγιο Μῦρο, προσκρούει εἰς τόν ΜΖ’ Ἀποστολικόν Κανόνα καί εἰς τόν ΙΠ’ τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης (Ράλλη – Ποτλῆ, «Σύνταγμα Κανόνων», ΚΕ’ ἐρώτηση Θεοδώρου τοῦ Βαλσαμῶνος, τ. Δ’, σελ. 467).

γ. Ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀπό τοῦ αὐτοκεφάλου της (1833) μέχρι σήμερον, ἔχουμε μία μόνον Συνοδικήν διακήρυξιν ἁγιότητος νέου Ἁγίου, τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Ε’ Πατριάρχου ΚΠόλεως, τό 1921. Τήν ἁγιότητα τοῦ Ἱερομάρτυρος καί Ἐθνομάρτυρος Πατριάρχου διακήρυξε «δι’ εὐνοήτους λόγους», ἀντί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ Σύνοδον ἡ ὁποία συνεκλήθη εἰς Ἀθήνας τήν 8. 10. 1921, ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεοκλήτου, μέ τήν συμμετοχήν 16 Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ παρεπιδημοῦντος Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Φωτίου. (Βλ. Ἀντ. Μάρκου, "Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ε’ - ὁ Ἱερομάρτυρας καί Ἐθνομάρτυρας Οἰκουμενικός Πατριάρχης»).
Ἔκτοτε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπευθύνεται εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖο διενεργεῖ τάςς διακηρύξεις μέ ἀπόφασιν τῆς περί τόν Θρόνον Ἱερᾶς Συνόδου.

Συμπεράσματα
Α. Τό ζητούμενον κατά τήν διαδικασίαν διαπιστώσεως τῆς ἁγιότητος ἑνός προσώπου εἶναι πρῶτον ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις – μετοχή εἰς τό σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί δεύτερον τά διά πρεσβειῶν του θαύματα, «ἐν ζωῆ καί μετά θάνατον». Μάλιστα τά θαύματα στήν ἐποχή μας - «τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις τῆς πονηρίας», τῆς «ἤδη καί τά θαύματα παραπλαττούσης καί τάς ἀρετάς τῆ ὑποκρίσει μᾶλλον κιβδηλευούσης» - θεωροῦνται σημαντική παράμετρος, διά τοῦτο «λίαν θηρεύομέν τε καί ἀπαιτοῦμεν καί εἰς κρίσιν καλοῦμεν, καίτοι τοῖς πάλαι, εἰλικρινέστερον κατά Θεόν πολιτευομένοις, οὐ πάνυ τοῦτο ἀντεξητάζετο» (Πρβλ. Εὐγενίου Βουλγάρεως, «Πρός Πέτρον Κλαίρκιον…», σελ. 113).
Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (17ος αἰ.): «Τρία θεωροῦνται τά μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα. Πρῶτον Ὀρθοδοξία ἄμωμος, εἶτα ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν - ἐν αἷς ἕπεται ἡ περί τήν Πίστιν μέχρις αἵματος ἀντικατάστασις - καί ἡ παρά Θεοῦ, τέλος, ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων. Τό πρῶτον ἐστι καί εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τό δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλά καί τό τρίτον ἀναγκαιότατον καὐτό εἰς ἀπόδειξιν». Πρός τάς προσκομισθείσας θέσεις παρά τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις φρατόρων, διά Πέτρου τοῦ αὐτῶν μαϊστορος, Περί τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντίρρησις», Ἰάσιο 1682, σελ. 201. Πρβλ. Εὐγενίου Βουλγάρεως, «Πρός Πέτρον Κλαίρκιον - Περί τῶν μετά τό σχίσμα Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν γενομένων ἐν αὐτῆ θαυμάτων», 1844, σελ. 6).
Β. Τήν ἁγιότητα ἑνός ἀποθανόντος μέλους τῆς Ἐκκλησίας διαπιστώνει «σύσσωμος ἡ Ἐκκλησία, Κλῆρος καί λαός, ἐν ἀδιασπάστῳ ὁμοφωνίᾳ καί ἄνευ τυπικῶν καί ὀργανωτικῶν πράξεων» (Ἀμ. Ἀλιβιζάτος). «Μέ τρόπο συνήθως ἁπλό καί σπάνια συστηματικό, γίνεται διαπίστωση τοῦ γεγονότος, ὅτι τό τάδε ἀποθανών μέλος τῆς Ἐκκλησίας, εἶχε καί ἔχει χαρίσματα Ἁγίου. Πρόκειται γιά πράξη ἐμπειρική, πού εἶναι ἀποτέλεσμα θέας τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου, ἀλλά καί γνώσεως πού ἀποκτᾶται μέσῳ ἀφηγήσεων ἤ γραπτῶν μαρτυριῶν» (Στυλ. Παπαδόπουλος).
Τήν ἁγιότητα ἡ ὁποία διεπιστώθη, διακηρύσει ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή (Σύνοδος) τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὁποίας ἀνεδείχθη ὁ νέος Ἅγιος. «Ἡ ἐπίσημη ἀπό Σύνοδο ἐξαγγελία (εἶναι) ἀνακοίνωση ἐκείνου πού διαπιστώθηκε, τῆς ἁγιότητος – δηλαδή - ἑνός ἀποβιώσαντος μέλους τῆς Ἐκκλησίας… Ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας διακηρύσσει, δέν ἐλέγχει τήν ἁγιότητα τοῦ τάδε Ἁγίου. Διακηρύσσει τήν ἤδη διαπιστωμένη ἁγιότητα, διακηρύσσει τελικά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ τάδε ἀποθανών πιστός εἶναι Ἅγιος καί πρέπει νά θεωρεῖται καί νά τιμᾶται ὡς Ἅγιος» (Στυλ. Παπαδόπουλος).
Κατά τά προηγούμενα, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά ποιμαντικόν καθῆκον, ἑπομένη τῆς σχετικῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, μετά καί τήν ἀπό 27ης Ἰουλίου τ. ἔ. 2010 σχετικήν Αὐτῆς Ἀπόφανσιν, ὀφείλει νά διακηρύξη τήν ἁγιότητα τῶν ὑπό τοῦ πληρώματος ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας τιμωμένων ὡς Ἁγίων ἱερῶν προσώπων, διά τῶν ἐπιχωρίων Ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς γνωρίζουν καλύτερον παντῶς ἄλλου τήν ἐπικρατοῦσαν ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις αὐτῶν σχετικήν κατάστασιν, ἐφ’ ὅσον εἰς ἕνα ἕκαστον αὐτῶν συντρέχουν αἱ ὑπό τοῦ Πατριάρχου Νεκταρίου ὁριζόμεναι τρεῖς προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητος, ἤτοι ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΜΩΜΟΣ, εἶτα ΑΡΕΤΩΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΙΣ ΑΠΑΣΩΝ καί τέλος Η ΠΑΡΑ ΘΕΟΥ ΕΠΙΔΕΙΞΙΣ ΣΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΩΝ...














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου