Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

ΑΓΙΟΣ ΓΟΥΡΙΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΖΑΝ ΡΩΣΙΑΣ (+ 1563)
Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ρωσίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).


Ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας ἀπό τό Ραντονέζ καί ὑπηρέτησε κοντά στόν Πρίγκιπα Ἰβάν Πενκώφ. Κατά τήν διάρκεια κάποιας διαμάχης τοῦ Πρίγκιπα μέ τήν σύζυγό του, ὁ νέος συκοφαντήθηκε καί φυλακίσθηκε, ἀλλά στή φυλακή ἔδειξε τήν ποιότητα τοῦ χαρακτήρα του, ἀφοῦ ἀφιέρωσε τόν χρόνο του στή συγγραφή παιδικῶν βιβλίων! Μόνασε στή Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος, τό 1543. Ἡγουμένευσε 9 χρόνια καί μετά ἡσύχασε, μέχρι τόν διορισμό του στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Σελιζχάρωφ, τῆς Ἐπισκοπῆς Τβέρ.
Τό 1552, κατά τήν βασιλεία Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ, καταλήφθηκε τό Ταταροκρατούμενο Καζάν καί ὁ Τσάρος ἵδρυσε τήν ὁμώνυμη Ἀρχιεπισκοπή. Τό 1555 ὁ Ἅγιος ἐκλέχθηκε "διά κλήρου" πρῶτος Ἐπίσκοπός της. Στά ὀκτώ χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του, μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου Τβέρ (+ 1576, 11η Ἀπριλίου), τότε Ἀρχιμανδρίτου, ἀνέπτυξε σημαντική ἱεραποστολική δραστηριότητα. Ἵδρυσε 4 Μονές καί ἔκτισε τόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί πλέον τῶν 10 ἐνοριακῶν Ναῶν. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του βρέθηκε ἡ θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν.
Τό 1561 ἀσθένησε καί δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα. Κοιμήθηκε τό 1563 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Μεταμορφώσεως (τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ ἅγ. Βαρσανούφιος καί ἐνταφιάσθηκε καί ὁ ἴδιος).
Τό 1595, ὁ τότε Μητροπολίτης Καζάν καί ἔπειτα Πατριάρχης Μόσχας ἅγ. Ἑρμογένης, ἀνακόμισε ἀδιάφθορα τά Λείψανα καί τῶν δύο Ἁγίων. Τό 1630, τό εὐωδιαστό Λείψανο τοῦ ἁγ. Γουρία μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 4η Ὀκτωβρίου.
ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΗΣ (8ος αἰ.)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ὁμολογητής μοναχός κατά τήν Εἰκονομαχία. Κατά τούς συναξαριστές, ἔφυγε γιά τό μοναστήρι τήν ἡμέρα τοῦ γάμου του. Δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη, ἔζησε κοινοβιακό καί ἐρημητικό μοναχικό βίο, ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί τελειώθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη.
Τό Λείψανό του πού ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ἀγοράσθηκε ἀπό τούς τοπικούς Ἡγεμόνες τῆς Κράγιοβας Ρουμανίας (σπουδαιότερος ἀπό αὐτούς ὁ Μπάρμπου Κραγιοβέσκου, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε ἐρημητικά σέ σπήλαιο) καί κατατέθηκε στή μεγάλη Μονή τῆς Μπίστριτσας στήν Ὀλτένια, τό 1490. Σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, σέ ἀργυρή λάρνακα (φωτό). Γιά τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ πανήγυρις τοῦ Ὁσίου εἶναι μία τῶν μεγαλυτέρων θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ,
ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ (11ος αἰ.)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ κ. Ἀντ. Μάρκου).

Ἀπό τούς πρώτους μοναχούς τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων καί τῆς προοράσεως. Προφήτευσε στόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ροστισλάβο τήν ἦττα του ἀπό τούς βαρβάρους Πολόβτσους καί τόν πνιγμό του στόν ποταμό Στούνγκα καί γι' αὐτό πνίγηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα στόν ποταμό Δνείπερο.
Τό Λείψανό του φυλάσσεται ἀδιάφθορο στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Αὐγούστου.
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε' ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΠΟΛΕΩΣ (+ 1821)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).


Ἡ σεπτή κορυφή τῶν Νεομαρτύρων τοῦ Γένους.
Ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος γεννήθηκε στή Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου τό 1746, ἀπό γονεῖς πτωχούς. Σπούδασε στή Μονή Φιλοσόφου τῆς πατρίδος του, στήν Ἀθήνα, στά Ἰωάννινα καί στήν Εὐαγγελική Σχολή Σμύρνης. Ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο στή Μονή τῶν Στροφάδων Ζακύνθου, μέ τό μοναχικό ὄνομα Γρηγόριος. Τό 1784 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Σμύρνης.
Τό 1797 "ἀνῆλθε τό πρῶτον" στόν Πατριαρχικό Θρόνο. Κατά τόν ἱστορικό Κων. Σάθα, "εἰργάσθη ἀνενδότως ὑπέρ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων, ἀποτρέψας τούς κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐπικρεμασθέντας κινδύνους" ("Νεοελληνική Φιλολογία - Βιογραφίαι", σελ. 621). Τό 1799 ἐξορίσθηκε στόν Ἄθωνα, ὅπου ἔζησε ἡσυχαστικά στή Μονή Ἰβήρων. Ἀνακλήθηκε στό Θρόνο τό 1806. Κατά τήν β' Πατριαρχεία του, ἐξαπέλυσε καί τήν περίφημη Ἐγκύκλιό του "Περί συστάσεως καί ἀνεγέρσεως σχολείων Ἑλληνικῶν καθ' ὅλον τό Γένος". Οἱ ραδιουργίες τῶν ἀντιπάλων του πέτυχαν καί πάλι τήν ἐξορία του στό Ἅγιο Ὄρος, ἀπ' ὅπου ἀνακλήθηκε στό Θρόνο, γιά τρίτη φορά, τό 1817. Στήριξε τήν Φιλική Ἑταιρεία καί τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἄν καί ἀναγκάσθηκε νά ἐκδώσει "ἀφορισμόν κατά τοῦ ἐνόπλου Γένους, φοβούμενος τήν σφαγήν τοῦ ἀόπλου Γένους" (βλ. σχετικό δημοσίευμα τοῦ Παν. Σούτσου στήν ἐφημερίδα "ΑΙΩΝ", φ. 24. 5. 1852).
Ἀπαγχονίσθηκε μέ διαταγή τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτ στήν κεντρική πύλη τῶν Πατριαρχείων, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, 10η Ἀπριλίου 1821.
Τό μαρτυρικό Λείψανο τοῦ γέροντα Πατριάρχη ἔμεινε τρεῖς ἡμέρες στήν ἀγχόνη καί μετά παραδόθηκε στόν ὄχλο, ὁπότε συρόμενο στούς δρόμους ρίχθηκε στή θάλασσα. Ἀπό ἐκεῖ τό ἀνέσυρε ὁ Κεφαλλονίτης Πλοίαρχος Ἰωάννης Σκλάβος καί τό μετέφερε στήν Ὀδησσό. Τό Λείψανο - κατά τόν λόγιο ἀρχιμ. Κων/νο Οἰκονόμο τόν ἐξ Οἰκονόμων - διατηρήθηκε "ἄφθορο καί ἀκήρατο" γιά διάστημα μεγαλύτερο τῶν δύο μηνῶν, μέχρι τόν ἐνταφιασμό του τήν 17η Ἰουνίου 1921, στό Ναό Ἁγίας Τριάδος Ὀδησσοῦ, μέ τιμές Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί Γερουσιαστή "ἐν ἐνεργείᾳ". Ἀνακομίσθηκε στήν Ἑλλάδα τό 1871 καί κατατέθηκε στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, σέ καλλιτεχνική μαρμαρόγλυπτη λάρνακα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 10η Ἀπριλίου.

ΟΣΙΟΣ ΔΑΒΙΔ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (6ος αἰ.)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Εὐγενής γόνος τῆς Θεσσαλονίκης, μόνωσε νεώτατος στή Μονή τῶν Κουκουλιωτῶν, ὅπου ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις. Μιμούμενος τούς στυλίτες Ἁγίους, ἔμεινε τρία χρόνια ἀνεβασμένος σέ μία ἀμυγδαλιά!, προσευχόμενος μέ αὐστηρή νηστεία καί συνεχή ἀγρυπνία, ἐκτεθειμένος "εἰς τό καῦμα τοῦ θέρους καί τόν παγετόν τοῦ χειμῶνος".
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη, ὅπου τόν εἶχαν στείλει οἱ Θεσσαλονικεῖς, γιά νά ζητήσει ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, νά ἔχει ἡ Θεσσαλονίκη δικό της Ἔπαρχο (γιά τήν καλύτερη ἄμυνά της) καί νά μήν ὑπάγεται στόν Ἔπαρχο τοῦ Σιρμίου (πράγμα τό ὁποῖο πέτυχε). Τό ἀσκητικό σου σῶμα μεταφέρθηκε μέ τιμές στή Θεσσαλονίκη καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του.
150 χρόνια μετά τήν κοίμησή του, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Σέργιος, ἀνακόμισε τό Λείψανό του ἀδιάφθορο καί εὐωδιαστό. Τό Λείψανο σύλησε καί μετέφερε στήν Ἰταλία, τό 1204, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες διαλύθηκε, τό 1978 πάντως ἀποδόθηκαν στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ἡ Κάρα τοῦ Ὁσίου καί ἀρκετά Λείψανά του, τά ὁποία ἔκτοτε φυλάσσονται στή Μονή ἁγ. Θεοδώρας. (Μητροπ. Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, "Ἡ ἐπανακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Δαβίδ εἰς τήν Θεσσαλονίκην (17η Ἰουλίου 1978)", 1979). Ἀκόμη, μέρος τοῦ Λειψάνου του "μετά δέρματος" φυλάσσεται στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους. Μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων φυλάσσεται σέ ΡΚ Ναό τῆς Παβίας Ἰταλίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ἰουνίου.

ΟΣΙΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΗΓΕΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ (+ 1302)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Γεννήθηκε τό 1261 στό Βλαδιμήρ καί ἦταν γιός τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι καί τῆς δικαίας Βάσσας. Τό 1272 ἀνέλαβε τήν τότε ἀσήμαντη Ἡγεμονία τῆς Μόσχας, τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἱδρυτής. Ἵδρυσε μεγάλη Μονή πρός τιμήν τοῦ προστάτου του ἁγ. Δανιήλ τοῦ Στυλίτου (Μονή Ντανίλωφ, ὅπου σήμερα ἡ ἕδρα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, βλ. φωτό). Τό 1302 ἀσθένησε, ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί ζήτησε νά ἐνταφιασθεῖ στή Μονή του. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1303.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1652 ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα καί μέ ἐντολή τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς κατατέθηκε στό Ναό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στή μονή του, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό 1930. Κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἐπ. Νικολάου ὁ ὁποῖος τοῦ ἄλλαζε τά ἐνδύματα, "ἦταν ὁλοζώντανο". Τό 1930 οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἔκλεισαν τήν Μονή καί τό Λείψανο ἔμεινε κρυμμένο σέ κάποιο Παρεκκλήσιο, χάρις στίς προσπάθειες τοῦ Ἡγουμένου Τύχωνος. Τά ἴχνη τοῦ Λειψάνου χάθηκαν τό 1932. Τό 1988 ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία, τό Λείψανο βρέθηκε καί σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Μαρτίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 30η Αὐγούστου.

ΟΣΙΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΤΟΥ ΠΕΡΕΓΙΑΣΛΑΒΛ - ΖΑΛΕΣΚΥ ΡΩΣΙΑΣ (+ 1540)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Γεννήθηκε τό 1464 στό Παρεγιασλάβλ – Ζαλέσκυ τῆς περιοχῆς τοῦ Βλαδιμήρ. Μικρός στήν ἡλικία, ἀκούγοντας στό βίο τοῦ ὁσ. Συμεών τοῦ Στυλίτη γιά τήν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου, ἔδεσε κατάσαρκα στή μέση του ἕνα σχοινί! Ἀργότερα πῆγε σέ κάποια μονή (τῆς ὁποίας ὁ Ἡγούμενος ἦταν συγγενής του), γιά νά μάθει τά γράμματα τῆς ἐποχῆς. Τό 1481, σέ ἡλικία 17 ἐτῶν ἐγκατέλειψε μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γεράσιμο τήν πατρική ἐστία καί ἐντάχθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Παφνουτίου τοῦ Μπορόφσκ, ὑπό τόν διακριτικό Γέροντα Λεύκιο τοῦ Βολοκολάμσκ. Δέκα χρόνια ἀργότερα (1491), ἀποσύρθηκε μέ τόν Γέροντά του σέ ἕνα ἐρημητήριο τοῦ ποταμοῦ Ρούζα. Ὅταν τό ἑπόμενο ἔτος 1492 κοιμήθηκε ὁ γ. Λεύκιος, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στό μοναστήρι ἀπό ὅπου ἀναγκάσθηκε νά φύγει ὁριστικά μαζί μέ τόν ἀδελφό του, ἐπειδή οἱ ἀδελφοί τοῦ ζήτησαν νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενεία.
Ὁ ὅσ. Δανιήλ ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε στή Μονή Νίκιτσκυ καί ἀργότερα στή Μονή Γκόριτσκυ, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί χειροθετήθηκε Πνευματικός. Περίπου τό 1508 ὁ Ὅσιος ἵδρυσε μέ δωρεά ἑνός ἐμπόρου τοῦ Βλαδιμήρ τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποκλειστικά γιά ἀσθενεῖς καί γέροντες (ἔφθασαν περίπου τούς 70), γιά τούς ὁποίους θέσπισε ἕνα λιγότερο ἀπαιτητικό Τυπικό. Ἄν καί ἱδρυτής τῆς Μονῆς, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενεία τό 1525, μετά ἀπό πιέσεις τοῦ τοπικοῦ Ἡγεμόνα καί μετά ἀπό μοναχική ζωή 40 ἐτῶν.
Ὁ ὅσ. Δανιήλ ἐργαζόμενος γιά τήν ψυχική του σωτηρία, ἔτυχε πλουσίων οὐρανίων δωρεῶν (τῆς πνευματικῆς διακρίσεως καί καθοδηγήσεως, τῆς παραμυθίας τῶν θλιβομένων καί τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 7η Ἀπριλίου 1540 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή του. Τό 1652, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων καί τήν ἐμφάνισή του σέ ἕναν δόκιμο ἀδελφό, τά Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν ἄφθαρτα. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 7η Ἀπριλίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 30ή Νοεμβρίου.

ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ (+ 305)
Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ἕνας τῶν ἐπιφανεστέρων καί πλέον δημοφιλῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, διέπρεψε στό Ρωμαϊκό Στρατό καί διορίσθηκε ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Μαξιμιανό Ἔπαρχος Θεσσαλονίκης "καί πάσης Θετταλίας". Κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ συνελήφθη γιά τήν ὁμολογία τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως καί τόν ἱεραποστολικό του ζῆλο καί φυλακίσθηκε σέ δημόσιο λουτρό. Ἐκεῖ τελειώθηκε μέ λογχισμό, ὅταν ὁ μαθητής του Μάρτυς Νέστωρ, ἐπικαλούμενος τόν "Θεόν Δημητρίου", σκότωσε στό στάδιο τῆς πόλεως κατά τήν διάρκεια ἀγώνων τόν βάρβαρο Λυαίο.
Πρῶτος τάφος τοῦ μαρτυρικοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου ἦταν τό πηγάδι τοῦ λουτροῦ στό ὁποῖο τό ἔρριξαν εἴτε οἱ ἐθνικοί γιά νά μήν τό βροῦν οἱ Χριστιανοί, εἴτε οἱ μαθητές του γιά νά τό σώσουν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Κατά τήν παράδοση, "ἀπό τό πηγάδι ἐκεῖνο πού κρατοῦσε τό ἅγιο σῶμα, ἀνέβλυσε τό πρῶτο καί ἅγιο μῦρο"! Στή συνέχεια τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου. Πάνω ἀπό τόν τάφο αὐτό ὑψώθηκε ἀρχικά μικρός Ναός (Μαρτύριο) καί κατά τόν 5ο αἰ. ἡ περίφημη Βασιλική, τήν ὁποία ἔκτισε ὁ θεραπευμένος ἀπό θαῦμα τοῦ ἁγ. Δημητρίου Ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιος. Ἡ Βασιλική αὐτή ἀκολούθησε ὅλες τίς ἱστορικές περιπέτειες τῆς Θεσσαλονίκης, μέ τήν ὁποία ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἔχει ταυτισθεῖ. Δυστυχῶς, τίς περισσότερες καί μεγαλύτερες βεβηλώσεις τοῦ Ναοῦ καί τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, τίς προκάλεσαν "Χριστιανοί"! Λ.χ. τό 1185 οἱ Νορμανδοί λεηλάτησαν τόν Ναό, "πυρπόλησαν τίς ἅγιες εἰκόνες του καί μέ τό μῦρο πού ἀνέβλυζε ἄφθονο ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, γυάλισαν τά παπούτσια τους καί τηγάνισαν ψάρια"! (Μ. Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Ἅγιος Δημήτριος - Βίος καί Ναός τοῦ Προστάτου τῆς Θεσσαλονίκης", σελ. 14).
Μέχρι τήν καταστροφή τῆς Βασιλικῆς ἀπό τήν μεγάλη πυρκαγιά τοῦ 1917 (ἡ ὁποία κατέστρεψε τά 2/3 τῆς Θεσσαλονίκης), ἦταν κοινά ἀποδεκτό, ὅτι τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἦσαν στόν τάφο του. Ὅμως, κατά τίς ἀνασκαφές πού διενήργησε κατά τήν ἀναστηλωτική περίοδο 1926 - 1949, ὁ τότε Ἔφορος Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Καθηγητής Γ. Σωτηρίου, ὁ τάφος βρέθηκε κενός. Ὅπως ἀποδείχθηκε στή συνέχεια, κατά τήν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Σταυροφόρους, ὁ κατακτητής τῆς Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός, ἀφαίρεσε τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Δημητρίου, καθώς καί τοῦ ὁσ. Δαβίδ, καί τά μετέφερε στήν Ἰταλία.
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Δημητρίου ἀνακομίσθηκε τότε ἀδιάφθορο. Ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφο τοῦ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Λορέτζου In Campo, ὅπου τό Λείψανο φυλάχθηκε ἀπό τό 1236 μέχρι καί τό 1978 - 80, "τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος εἶχε διατηρηθεῖ ἀκέραιον καί εὐωδιάζον μέχρι τήν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ὁ Καρδινάλιος Νεγκρόνι, Ἐπίτροπος τότε τοῦ Ἀββαείου, τό ἀπέστειλεν εἰς τήν Ρώμην δι' ἀναγνώρισιν, ἐπεστράφη δέ ἀπό ἐκεῖ κατά τι ἠλαττωμένον, εἰς τά τέλη τοῦ 17ου αἰ." (Μητροπ. πρ. Παραμυθίας Τίτου Ματθαιάκη, "Θέματα Ἁγιολογίας", 1987, σελ. 253).
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε τό Λείψανο, κατά τήν ἀναγνώριση πάντως τήν ὁποία διενήργησε τό Βατικανό τό 1968, βρέθηκαν ὀστά καί ὄχι ἀδιάφθορο Λείψανο.
Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Μυροβλύτου Μεγαλομάρτυρος ἐπέστρεψε στή Θεσσαλονίκη τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1978 καί μεγάλο μέρος τῶν λοιπῶν Λειψάνων τό 1980 (Βλ. Πρωτ. Δημ. Βακάρου, "Ἡ ἐπανακομιδή τῆς τιμίας Κάρας τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1978, σελ. 384 - 389· καί Ἀρχιμ. Παντ. Καλπακίδη, "Περί τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου"· Περιοδικό "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς", τ. 1983, σελ. 203 - 213). Σήμερα φυλάσσονται στή Βασιλική τοῦ Ἁγίου, σέ ἀργυρή λάρνακα, κατατεθημένα στό ἐξαιρετικῆς τέχνης κιβώριο καί λάρνακα πού κατασκευάσθηκαν γιά τόν σκοπό αὐτό (φωτό).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ὀκτωβρίου.
ΟΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΠΑΣΑΡΑΜΠΗΣ (13ος αἰ.)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Γεννήθηκε στό χωριό Μπασαραμπώφ τῆς Βουλγαρίας (ἀπ' ὅπου ἔλαβε καί τήν ἐπωνυμία του), κοντά στήν πόλη Ρουσκιούκ, κατά τήν περίοδο τῆς βασιλείας Πέτρου καί Ἰωάννου Ἀσσάν. Οἱ γονεῖς του ἦταν Ρουμάνοι εὐσεβεῖς χωρικοί, ἀσχολούμενοι μέ τήν γεωργία καί τήν ἐκτροφή ἀγελάδων (γιά τοῦτο ὁ Ὅσιος συνήθως εἰκονίζεται νά φυλάσσει ἀγελάδες).
Γιά τήν ζωή του στόν κόσμο δέν διασώθηκαν κάποιες ἀκριβεῖς μαρτυρίες, ἀλλά μόνο τό ἀκόλουθο χαριτωμένο περιστατικό: Κάποτε, ἐνῶ ἔβοσκε τό κοπάδι τῆς οἰκογενείας του, συνέβη νά πατήση μία φωλιά πουλιῶν (κρυμμένη μέσα στά χόρτα) καί νά τά σκοτώσει ὅλα. Ὁ εὐλαβής νεαρός Δημήτριος καταλήφθηκε ἀπό μεγάλο πόνο γιά τήν ἀπροσεξία του αὐτή καί ἐπέβαλλε στόν ἑαυτό του βαρύ ἐπιτίμιο: Στό πόδι πού πάτησε τήν φωλιά δέν φόρεσε ὑπόδημα γιά τρία χρόνια, μέ ἀποτέλεσμα τό καλοκαίρι νά ὑποφέρει ἀπό τίς πέτρες καί τά ἀγκάθια καί τόν χειμῶνα ἀπό τόν πάγο καί τό χιόνι. Μόνον ἔτσι εἰρήνευσε ὁ λογισμός του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!
Ἀπό πόθο πρός τήν "ἐν Χριστῷ" μοναχική ζωή, νεώτατος ὁ Ὅσιος ἐντάχθηκε σέ κάποια μοναστική κοινότητα καί ἀργότερα ἀσκήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο, κοντά στόν ποταμό Λόμο, ὅπου καί τελειώθηκε ὁσιακά.
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἀνακομίσθηκε εὐωδιαστό καί ἄφθαρτο, 400 περίπου χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Τόν 17ο αἰ. παρουσιάσθηκε ὁ Ὅσιος "κατ' ὄναρ" σέ μία παράλυτη κόρη καί τῆς εἶπε "Ἐάν, παιδί μου, μέ βγάλουν οἱ γονεῖς σου ἀπό τήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ Λόμο, ἐγώ θά σέ θεραπεύσω". Στό σημεῖο πού ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, πολλοί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ κατά καιρούς ἕνα ὑπεκόσμιο φῶς νά καταυγάζει τήν περιοχή. Φαίνεται πῶς σέ κάποια μεγάλη πλημμύρα, ὁ ποταμός παρέσυρε τό Λείψανο ἀπό τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς τοῦ Ὁσίου καί τό "κράτησε" θαμένο στή λάσπη του, χωρίς ὅμως νά ὑποστεῖ καμμία βλάβη ἤ φθορά, μέχρι τήν ἐμφάνισή του στήν παράλυτη κόρη καί τήν θεραπεία της.
Τό Ἱερό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στόν ἐνοριακό ναό τοῦ χωριοῦ του. Άργότερα ὁ Ἡγεμόνας τῆς Οὐγγροβλαχίας ἔκτισε ἐκεῖ Ναό πρός τιμή του καί τό κατέθεσε. Κατά τόν Ρωσο - Τουρκικό πόλεμο τοῦ 1769 - 1774, ὁ Στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωφ πῆρε τό Λείψανο μέ σκοπό νά τό μεταφέρει στήν Ρωσία, ὅμως στό Βουκουρέστι Ρουμάνοι Ὀρθόδοξοι (μέ προεξάρχοντα τόν Δημήτριο Χάτζη), τοῦ ζήτησαν νά τό ἀφήσει εὐλογία στή Ρουμανία, "σάν παρηγοριά τῶν Ρουμάνων λόγῳ τῶν πολλῶν ληστειῶν πού ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι στή Ρουμανική χώρα". Ὁ Στρατηγός δέχθηκε καί πῆρε μόνο τό δεξί χέρι τοῦ Ἁγίου σάν εὐλογία γιά τήν χώρα του (σήμερα φυλάσσεται στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου).
Σήμερα τό χαριτόβρυτο Λείψανο τοῦ ὁσίου Δημητρίο, φυλάσσεται σέ περίτεχνη ἀργυρή Λάρνακα, στόν ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἁγίων Κωνστα-ντίνου καί Ἑλένης Πατριαρχικό Ναό τοῦ Βουκουρεστίου, σέ εἰδική ἐξέδρα ἀριστερά τῆς Λιτῆς. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος δέχεται τήν τιμή καί τόν σεβασμό τῶν πιστῶν καί εὐεργετεῖ "διά πρεσβειῶν" του τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά θαύματά του. Ἡ εὐωδία τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου (σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία καί τοῦ γράφοντος), εἶναι ἀδιάκοπη καί χαρακτηριστική.
Τήν μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Ὀκτωβρίου. Ὁ ἑορτασμός εἶναι μεγαλοπρεπής καί τριήμερος, διότι συνεορτάζεται καί ὁ συνώνυμός του Μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης.
Η ΕΥΩΔΙΑ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΡΣΩΣ

Ἰω. Κορναράκη,
Ὁμ. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς παρουσιάσεως τοῦ Βίου τῆς ὁσ. Ταρσῶς τῆς διά Χριστόν Σαλῆς ἀπό τόν Ραδιοσταθμό τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας, δημοσιεύουμε ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Καθηγητοῦ κ. Ἰω. Κορναράκη, «Ταρσώ ἡ διά Χριστόν Σαλή», Ἅγιον Ὄρος 2003.
Κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ἡ ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος πού διαπερνᾶ ἀπό τήν ψυχή στό σῶμα, τό μεταστοιχιώνει καί τό κάνει καί αὐτό πνευματικό, ὥστε καί αὐτό τό ὑλικό σῶμα νά συμμετέχει στή θεουργία τοῦ ἀνθρώπου πρός θέωση, πού διεργάζεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί φανερή ἀπόδειξη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων πού θαυματοποιοῦν ποικιλοτρόπως στή ζωή τους» (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», 2,2,12).
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ φανερή ἀπόδειξη τῆς πραγματικότητος τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου, διέλαμψε ἤδη καί μαρτυρεῖται συνεχῶς στά Ἱερά Λείψανα τῆς μακαρίας Ταρσώς. Ὅποια Ἱερά Λείψανά της ἔχουν ἀποθησαυρισθεῖ, ἰδιαίτερα σέ Ἱερές Μονές, ἐκπέμπουν ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς, ἔχουν θεία χάρι καί εὐφραίνουν τήν καρδία τῶν τιμώντων τήν μνήμη της, μάλιστα ἐκείνων πού τήν ἐγνώρισαν, την κατενόησαν, τήν ἔζησαν καί τήν ἀγάπησαν, μέ ἀπέραντη καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη Χριστοῦ!
Ἡ ἀδ. Μαρίνα μᾶς διηγήθηκε γιά κάποιο θαυμαστό γεγονός πού εἶχε συμβεῖ στήν ἴδια: «Ὅταν ζοῦσε ἀκόμη ἡ Ταρσώ καί ἔβγαζε μόνη της τά δόντια της (λόγῳ γήρατος), πῆρα ἕνα καί τό ἔκρυψα σ’ ἕνα σπιρτόκουτο σέ κάποιο συρτάρι στό κελλίου μου. Μέ τόν χρόνο τό ξέχασα ἐντελῶς. Ἀφοῦ κοιμήθηκε ἡ Ταρσώ, πολλές φορές ἀνοίγοντας ἐκεῖνο τό συρτάρι, αἰσθανόμουν μία ἀνεξήγητη εὐωδία! Κάποια φορά λοιπόν μοῦ ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο μου καί μοῦ εἶπε:
«Τό δόντι μου πού ἔχεις σέ ἐκεῖνο τό συρτάρι – καί μοῦ ὑπέδειξε τό μέρος – νά τό δώσεις στόν Ἀλέξανδρο καί αὐτός στήν κόρη του πού μέ εὐλαβεῖται, νά τό βάλει σ’ ἕνα σταυρό καί νά τό φορέσει πάνω της»!
Ἐκείνη στήν ὁποία ἀναφερόταν τήν περίοδο πού ἡ ἀδ. Μαρίνα εἶδε τό ὄνειρο, ἀντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό οἰκογενειακό πρόβλημα.
(Σ. ἡμ. Ἕνας Κληρικός πού ἔχει εὐλογία τῶν χαριτοβρύτων Λειψάνων τῆς μακαρίας Ταρσῶς διηγεῖται σχετικά): «Στίς 7 Ὀκτωβρίου 1998, μνήμη τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου καί τῶν σύν αὐτῶ 98 Πατέρων πού ἀσκήτεψαν στήν Κρήτη, βρέθηκα φιλοξενούμενος στήν Ἱερά Μονή Παληανῆς Ἡρακλείου Κρήτης, ὅπου φυλάσσεται μέρος ἀπό τά ἅγιά τους Λείψανα καί ἑορτάζουν κάθε χρόνο μέ Θεία Λειτουργία.
Ἐπειδή συνέπιπτε μέ τήν ἡμερομηνία πού κοιμήθηκε ἡ Ταρσώ, σκέφθηκα νά πάω τό λειψανάκι της στήν ἐκκλησία, στό Ἅγιο Βῆμα, ὅμως εἶχα ἕναν λογισμό, μήπως δέν ἦταν σωστό κατά τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Τελικά, λίγο πρίν τόν Ἑσπερινό, τό ἔκρυψα σέ κάποιο σημεῖο τοῦ ἱεροῦ. Τό πρωΐ, πρίν ξημερώσει, εἶχε τελειώσει ἡ Λειτουργία καί οἱ μοναχές παρέμεναν στά στασίδια τους νά ὁλοκληρωθεῖ καί ἡ ἀνάγνωση τῆς Εὐχαριστίας μετά τήν Θεία Μετάληψη, περιμένοντας νά καταλύσει ὁ Ἱερέας.
Ἐκείνη τήν στιγμή μπῆκα ἀπό τήν νότια θύρα τοῦ Διακονικοῦ, γιά νά πάρω τό κουτάκι μου. Καθώς ἔβγαινα ἔπεσε στήν ἀντίληψη τῆς Ἡγουμένης καί μέ ρώτησε τί κρατοῦσα στήν παλάμη μου. Δέν ἤθελα νά δώσω ἐξηγήσεις καί προσπάθησα νά τό ἀποφύγω, ὅμως ἐπέμενε πολύ καί μαζί της κι ἄλλες ἀδελφές πού ἐν τῶ μεταξύ εἶχαν πλησιάσει. Χωρίς καλά καλά νά προλάβω νά ἀντιδράσω, μοῦ πῆραν τό κουτάκι καί ἄνοιξαν. Ἐγώ δέν τό εἶχα ἀνοίξει ἀπό τήν προηγούμενη χρονιά, ἀλλά πάντοτε τό προσκυνοῦσα κλειστό. Ὅλες ἄρχισαν νά κάνουν τόν σταυρό τους καί νά τό ἀσπάζονται μέ εὐλάβεια. Ἐγώ τίς κοιτοῦσα γεμᾶτος ἀπορία. «Ποιανοῦ Ἁγίου Λείψανο εἶναι αὐτό καί πλημμύρισε ὁ τόπος εὐωδία, μόλις ἄνοιξε τό κουτάκι;» ἄκουσα μία ἀδελφή νά λέει. Ἦταν ὄντως ἐπίσκεψη τῆς Ὁσίας Γερόντισσας κατά τήν ἡμέρα τῶν γεννεθλίων της».
Μοναχή Ἱερᾶς Μονῆς περιοχῆς τῶν Ἰονίων Νήσων ἡ ὁποία, ὡς λαϊκή, ἐγνώρισε καί ἔζησε ἀπό κοντά τά ἀσκητικά παλαίσματα τῆς μακαρίας Ταρσῶς, δέχθηκε μικρό τμῆμα ἱερῶν Λειψάνων της, τό ὁποῖο εὐωδίασε, πρός μεγάλη της ἔκπληξη, ὁλόκληρο τό κελλί της, χαρίζοντας μία ἰδιαίτερη εὐλογία τῆς παρουσίας της σέ ὁλόκληρη τήν Ἱερά Μονή.
Ἡ Μ .Ζ. διηγεῖται, ὅτι προσέφερε ὡς εὐλογία, σέ σεβαστή Γερόντισσα Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Πελοποννήσου, ὅταν ἐκείνη βρέθηκε στήν Ἀθήνα γιά δουλειές τῆς μονῆς της, μικρό τεμάχιο ἱεροῦ Λειψάνου τῆς μακαρίας Ταρσῶς. Τήν ἴδια ἡμέρα τό βράδυ ἡ Μ. Ζ. δέχθηκε τηλεφώνημά της, μέ τό ὁποῖο τήν πληροφοροῦσε μέ ἱερό θαυμασμό γιά τήν ἄρρητη εὐωδία τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου!
Ἀργότερα, σέ νέα ἐπικοινωνία τῆς Μ. Ζ. μέ τήν ἐν λόγῳ Γερόντισσα, ἔμαθε ὅτι ἡ εὐωδία τοῦ Λειψάνου τούτου εἶναι – μέσα στό κελλί της – συνεχής καί ἀδιάκοπη, ἐνῶ μία φορά πού δέν εὐωδίαζε, μόλις ἡ Γερόντισσα μονολόγησε ἀπογοητευμένη, «βρέ Ταρσώ, σήμερα βρῆκες νά μήν εὐωδιάσεις;», τό ἱερό Λειψανάκι τῆς προσέφερε ἄρρητη εὐωδία πνευματικῆς ἀναψυχῆς.
Ἡ ἱερά εὐωδία τῶν Λειψάνων τῆς μακαρίας Ταρσῶς, ἀπετέλεσε ἀποφασιστικό γεγονός γιά τήν συγγραφή τοῦ παρόντος βιβλίου, ἐπειδή ἡ εὐωδία αὐτή, ὡς θεοσημεῖο τῆς ἐπιδοκιμασίας τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων τῆς μακαρίας Ταρσῶς, παρεῖχε ἄνωθεν εὐλογία τῆς συγγραφῆς αὐτῆς, χάριν τῆς πνευματικῆς ὠφελείας τῶν ἀναγνωστῶν του.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΑΡΕΒΙΤΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ (+ 1591)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).


Ἕνα ἀθώο θῦμα τῶν ἀνακτορικῶν δολοπλοκιῶν, τό ὁποῖο ὁ Θεός δόξασε μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του καί τό "μετά θάνατον" θαυματουργικό χάρισμα.
Τό 1580, ὁ Τσάρος Ἰβάν Δ' ὁ Τρομερός, νυμφεύθηκε τήν Μαρία Θεοδώροβνα Ναγκόϊ. Μαζί της ἀπέκτησε ἕνα γιό ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε Δημήτριος. Δύο χρόνια μετά τήν γέννηση τοῦ Πρίγκιπα ὁ Ἰβάν ἀπεβίωσε καί στό Ρωσικό Θρόνο ἀνέβηκε ὁ γιός του Θεόδωρος. Εὐσεβής ὁ νέος Τσάρος, ἀλλά ἀνήλικος καί φιλάσθενος, δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά ἀσκήσει τήν ἐξουσία καί ἔτσι αὐτή περιῆλθε στά χέρια τοῦ ἰσχυροῦ ἄνδρα Βόριδα Γκουντουνώφ (ἀδελφοῦ τῆς συζύγου του) καί τοῦ Συμβουλίου τῶν Βογιάρων. Ἕνα πρῶτο ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς ἦταν νά ἐξορισθοῦν ἡ Τσαρίνα Μαρία καί ὁ Τσάρεβιτς (Διάδοχος) Δημήτριος στό Ἄγκλιχ, γιά νά ἀποκλεισθεῖ ἡ ἄνοδος τῆς Οἰκογενείας Ναγκόϊ στό Ρωσικό Θρόνο.
Ὁ Πρίγκιπας Δημήτριος δολοφονήθηκε τό 1591, σέ ἡλικία μόλις 9 ἐτῶν. Τό ἔγκλημα ἀποδόθηκε στό σφετεριστή Γκουντουνώφ. Τό σῶμα τοῦ μικροῦ Πρίγκιπα ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπό ὅπου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1606 (μετά ἀπό σειρά θαυμάτων) καί μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας (ὅπου οἱ τάφοι τῶν Τσάρων). Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη του. (Β. Βοϋτάν, "Ὁ ἅγ. Μάρτυς Τσάρεβιτς Δημήτριος"· Περιοδικό "Orthodox Life", τ. 27ος, φ. 1ο).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 3η Ἰουνίου.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ,
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΟΣΤΩΦ ΡΩΣΙΑΣ (+ 1709)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).


Ἕνας τῶν πλέον γνωστῶν, λαοφιλῶν καί θαυματουργῶν Ἁγίων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε στό Κίεβο τό 1651, ἀπό οἰκογένεια Κοζάκων. Σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί τό 1668 ἔγινε μοναχός στή Μονή τοῦ ἁγ. Κυρίλλου. Διάκονος χειροτονήθηκε τό 1669 καί Πρεσβύτερος τό 1675. Ἡ διακονία του συμπίπτει μέ τήν ταραγμένη ἀπό τόν ἐθνικισμό καί τίς ἀποσχιστικές τάσεις ἀτμόσφαιρα τοῦ 17ου αἰ., στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Τό 1701 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ, ἀλλά ἡ κακή κατάσταση τῆς ὑγείας του δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἀναλάβει τήν ἕδρα του. Τό 1702 μετατέθηκε στό Ροστώφ. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1709, γονατιστός ἐνώπιον τῶν Ἁγίων Εἰκόνων!
Διακρίθηκε κυρίως σάν ἡγούμενος μονῶν καί σάν ἐκκλησιαστικός συγγραφέας. Κυριώτερο ἔργο του εἶναι ὁ Συναξαριστής πού φέρει τό ὄνομά του (τόν ὁποῖο ξεκίνησε τό 1684 καί ὁλοκλήρωσε τό ἔτος τοῦ θανάτου του). Γιά τήν σύνταξή του χρησιμοποίησε τό ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας ἁγ. Μακαρίου καί ἀντίστοιχες Δυτικές πηγές (ἀπό τό 1693 τά ἔργα τῶν Βολλανδιστῶν Μοναχῶν τῶν Βρυξελλῶν).
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1752 καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1757. Σήμερα, μετά τήν ἀθεϊστική λαίλαπα, ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου του σώζεται στό Ναό Οὐσπένσκυ τοῦ Ροστώφ. (Ἀ. Σλιάπκιν, " Ὁ ἅγ. Δημήτριος τοῦ Ροστώφ καί ἡ ἐποχή του", 1891).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Ὀκτωβρίου.
ΟΣΙΟΣ ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΥΡΕΓΚΟΡΣΚ ΡΩΣΙΑΣ (+ 1633)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).


Ὁ κατά κόσμον Διομήδης, γεννήθηκε στό χωριό Τουρτσάσοβο τῆς Ρωσίας, στόν ποταμό Ὀνέγκα. Σέ ἡλικία 15 ἐπισκέφθηκε τήν περίφημη Μονή Σολόβκι καί γοητευμένος ἀπό τήν ὀργάνωση καί τήν πνευματική της κατάσταση ἔμεινε ἐκεῖ. Σέ ἡλικία 19 ἐτῶν ἔγινε ρασοφόρος ἀπό τόν Ἡγούμενο Ἀντώνιο, μέ τό ὄνομα Δαμιανός. Ἔζησε ἐρημητικά ἑπτά χρόνια καί μετά πῆγε στή Μόσχα καί ζήτησε ἀπό τόν Τσάρο Μιχαήλ Θεοδώροβιτς (1613 - 1645), τήν ἄδεια νά ἱδρύσει Μονή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Ὄρος Γιούριεφ. Ἐκτός ἀπό τήν συμπαράσταση τοῦ Τσάρου, στήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς βοηθήθηκε οἰκονομικά καί ἀπό τήν Βασιλομήτορα Μοναχή Μάρθα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1633, κατά τήν διάρκεια μοναστηριακῆς ὑπηρεσίας στό Καργκορόλ καί ἐνταφιάσθηκε ἐκεῖ. Τό 1635 τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ (1ος αἰ.)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ἀθηναῖος στήν καταγωγή, διέπρεπε μέ τίς γνώσεις καί τό ἦθος του σάν δικαστής τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ἐκεῖ, τό ἔτος 52 μ.Χ., ἄκουσε τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί πρῶτος πίστεψε σ' αὐτήν, ὅπως μαρτυρεῖται στίς Πράξεις (17, 34). Διαδέχθηκε στόν Ἐπισκοπικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν τόν ἅγ. Ἱερόθεο, ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε "ἀπόκρυφα τινα καί θεῖα μυστήρια, καθώς καί ἐκεῖνος ἤκουσεν ἄλλοτε ἀπό τόν μέγαν Παῦλον".
Στόν Ἱερό Διονύσιο ἀποδίδονται σημαντικά ἔργα τῆς πρωτοχριστιανικῆς γραμματείας ("Περί Οὐρανίου Ἱεραρχίας", "Περί Θείων Ὀνομάτων", "Περί καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας", κ.ἄ.). Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε μαρτυρικός. "Κατ' ἄλλους τελειώθηκε δι' ἀποκεφαλισμοῦ εἰς Παρισίους, τῶν ὁποίων μνημονεύεται πρῶτος Ἐπίσκοπος, ἐνῶ κατ' ἄλλους διά πυρός ἐν Ἀθήναις".
Τό Λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Διονυσίου διατηρήθηκε ἀδιάφθορο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε. Σήμερα μέρος τῆς τιμίας του Κάρας σώζεται στή Μονή Δοχειαρίου καί ἄλλο μέρος της στή Μονή Σίμωνος Πέτρας, δέρμα του στή Μονή Διονυσίου καί ἀποτμήματα Λειψάνων του στίς Μονές Γρηγορίου, ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ Λιτοχώρου Πιερίας, Νταοῦ Πεντέλης καί Βουλκάνου Μεσσηνίας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Ὀκτωβρίου.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ (+ 1622)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Γεννήθηκε στή Ζάκυνθο τό 1547, στήν ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Σιγούρων καί πῆρε μεγάλη μόρφωση. Τό 1568, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, μόνασε στή Μονή τῆς Ἀναφωνήτριας, στήν πατρίδα του. Διάκονος καί Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κεφαλληνίας καί Ζακύνθου Φιλόθεο Λοβέρδο. Τό 1576 (ἤ 1577) ξεκίνησε γιά προσκύνημα στήν Ἀνατολή, στήν Ἀθήνα ὅμως τοῦ προτάθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Νικάνορα νά ἀναλάβει τήν Ἀρχιεπισκοπή Αἰγίνης, πού εἶχε καταστραφεῖ τό 1537 ἀπό πειρατές. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἐλευθερίου (σήμερα Παρεκκλήσιο τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν).
Στήν Αἴγινα ἐγκαταστάθηκε στή σημερινή Παλαιόχωρα καί ποίμανε τό φοβισμένο καί διωγμένο μικρό ποίμνιό του μέχρι τό 1579, ὁπότε ἀσθένησε, παραιτήθηκε καί ἐπέστρεψε στήν Ζάκυνθο, γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του στήν Ἀναφωνήτρια. Τὀ 1580 διορίσθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἱερεμία Β' Χωρεπίσκοπος καί Πρόεδρος Ζακύνθου, θέση ἀπό τήν ὁποία ἐπίσης παραιτήθηκε - τό 1583 - γιά νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του καί νά ὑπηρετήσει τόν λαό σάν ἁπλός ἐφημέριος.
Ὁ ἅγ. Διονύσιος ἔμεινε στήν Ἱστορία σάν "ὁ Ἅγιος τῆς συγγνώμης", διότι συγχώρησε, ἔκρυψε καί φυγάδευσε τόν δολοφόνο τοῦ ἀδελφοῦ του, πού πῆγε διωκόμενος νά ἐξομολογηθεῖ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1622 - ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων - καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τῶν Στροφάδων, στό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Γεωργίου, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά ἀπό τήν Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως τό 1703.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε τό 1625, "ὁλόκληρον, ἀκέραιον, ἀνελλιπές, μετά τῶν Ἀρχιερατικῶν αὐτοῦ ἐνδυμάτων, πνέον εὐωδίαν θαυμάσιον", μετά ἀπό "κατ' ὄναρ" ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς καί κατατέθηκε στό νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Τό 1716 ὁ Τουρκικός στόλος πλέοντας πρός τήν Κέρκυρα, πέρασε ἀπό τίς Στροφάδες καί οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἔκρυψαν τό Λείψανο σέ παραθαλάσσιο σπήλαιο. Κατά τήν ἐπιστροφή τους οἱ Τοῦρκοι, μετά τήν ἀποτυχία τους νά καταλάβουν τήν Κέρκυρα (λόγῳ τοῦ γνωστοῦ θαύματος τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος), ἀποβιβάσθηκαν στό νησί, συνέλλαβαν τόν Ἡγούμενο καί τούς μοναχούς καί τούς βασάνισαν νά ὁμολογήσουν τήν κρύπτη τῶν κειμηλίων καί τοῦ Λειψάνου. Οἱ Ὀθωμανοί πῆραν πράγματι τούς θησαυρούς, ἀλλά ἄφησαν τό Λείψανο, τέσσερεις ὅμως Χριστιανοί ναύτες ἀπέκοψαν τά χέρια τοῦ Ἁγίου, "χάριν εὐλογίας"! Τελικά τά τμήματα αὐτά τοῦ Λειψάνου ἀγοράσθηκαν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Χίου Ἀγαθάγγελο καί τόν μ. Ἀκάκιο καί ἐπιστράφηκαν στή Μονή.
Τήν 24η Αὐγούστου 1716, τέσσερεις διασωθέντες Μοναχοί, μετέφεραν τό Λείψανο γιά ἀσφάλεια στήν πόλη τῆς Ζακύνθου. Σήμερα φυλάσσεται ἐκεῖ, σέ λαμπρό Ναό ὁ ὁποῖος οἰκοδομήθηκε στήν Παραλία τῆς Ἄμμου (σέ οἰκόπεδο τῆς Μονῆς Στροφάδων), κατατεθημένο σέ δύο λάρνακες, ἀπό τίς ὁποίες ἡ ἐσωτερική ἀργυρή (στήν φωτογραφία ἡ ἐξωτερική λάρνακα), ἐκτός ἀπό τήν δεξιά του ἡ ὁποία φυλάσσεται στή Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 24η Αὐγούστου.

ΑΓΙΟΣ ΔΟΝΑΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΡΟΙΑΣ (+ 388)

Σειρά: 'Αδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395). Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη Συναξαριστική παράδοση γεννήθηκε περί τό 330 στήν Εὐροία τῆς Ἠπείρου (περιοχή σημερινῆς Παραμυθιᾶς) καί σπούδασε στό Βουθρωτό. Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδας του χειροτονήθηκε σέ ἡλικία μόλις 30 ἐτῶν καί ἀρχιεράτευσε 60 χρόνια. Συμμετεῖχε στήν Β’ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Λατινική παράδοση τόν συγχέει μέ τόν ὁμώνυμό του Ἐπίσκοπο Ἀρρητίου Τυρρηνίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη.
Στά θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀποδίδεται καί ἡ θαυματουργική θανάτωση ἑνός φοβεροῦ δράκου πού τρομοκρατοῦσε τήν περιοχή του (μάλιστα τά ὀστά τοῦ δράκου σώζονται ἐκτεθημένα στό ναό τῆς Παναγίας, τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας). Ἀκόμη θεράπευσε καί τήν δαιμονιζόμενη κόρη τοῦ Μεγ. Θεοδοσίου.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά περί τό 388 καί ἐνταφιάσθηκε σέ μνημεῖο πού κατά τήν παράδοση εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος. Μία πρώτη ἀνακομιδή τοῦ ἀφθάρτου καί μυροβλύζοντος Λειψάνου του μαρτυρεῖται κατά τόν 6ο αἰ., ὅταν Ἰλλυρικοί πληθυσμοί κατέφυγαν στήν Κέρκυρα λόγῳ τῶν Ἀραβο - Σλαβικῶν ἐπιδρομῶν. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν Κεφαλλονιᾶ, τό 1126 πάντως τό ἀφαίρεσε ἀπό ἐκεῖ ὁ Δόγης Δομήνικος Michiel, ἐπιστρέφοντας ἀπό στρατιωτική ἀποστολή στήν Παλαιστίνη (κατά τήν ἴδια ἀποστολή ἀφαιρέθηκαν ἀπό τήν Χίο τά Λείψανα τοῦ Μάρτυρος Ἰσιδώρου).
Τό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στό Ναό τῆς Παναγίας τῆς νήσου Μουράνο τῆς Βενετίας, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Torcello. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω άπό ποιές συνθῆκες διαλύθηκε. Σήμερα φυλάσσονται ἐκεῖ ἡ τιμία Κάρα καί μέρος τῶν Λειψάνων, σέ λειψανοθήκη σχήματος ἀνθρωπίνου σώματος σέ ὕπτια στάση, ἐνδεδυμένης μέ ἀρχιερατικά ἄμφια. Τό πρόσωπο τῆς λειψανοθήκης ἀπό τό 1964 καλύπτεται μέ γύψινη προσωπίδα!
Στήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή ἀπότμημα τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Δονάτου διαφυλάσσει ἡ Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Ἀπριλίου.

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΔΜΟΥΝΔΟΣ, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ (+ 869)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ἕνας τῶν δημοφιλεστέρων Ἁγίων τῆς Βρεττανίας.
Ἔζησε καί μαρτύρησε κατά τήν ταραγμένη ἐποχή τῶν εἰσβολῶν τῶν Δανῶν πειρατῶν. Τό 854 - σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν! - διαδέχθηκε τόν γέροντα Βασιλέα τοῦ μικροῦ βασιλείου τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας Offa (ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε στήν ΚΠολη κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου Ἑλλησπόντου).
Στό σημεῖο πού ἀποβιβάσθηκε ἐπιστρέφοντας στήν Βρεττανία (σήμερα ὀνομάζεται "Ἡ Κάρα τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου", κοντά στόν Hanston τοῦ Norfolc) καί γονάτισε νά προσευχηθεῖ, ἀνέβλυσαν 12 πηγές θαυματουργοῦ ἁγιάσματος!
Στέφθηκε τά Χριστούγεννα τοῦ 856 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Bures στό Suffolk (ὁ ὁποῖος σώζεται μέχρι σήμερα), ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Οὐμβέρτο τοῦ Helmham. Ὑπῆρξε ἰδιαίτερα εὐσεβής, προστάτης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀδυνάτων, ἱκανός στρατιωτικός καί μεγάλος πατριώτης. Τό 865 συμμάχησε μέ ἄλλους Βρεττανούς Βασιλεῖς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν Δανῶν εἰσβολέων.
Τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό τήν 20η Νοεμβρίου 869, βασανιζόμενος ἀπό τόν Δανό Ἡγεμόνα Hinguar, μή δεχόμενος νά ἀρνηθεῖ τήν Χριστιανική του πίστη. Εἷναι χαρακτηριστικό, ὅτι τόν συνέλαβαν προσευχόμενο μέσα στό Ναό τοῦ Framlingham καί τόν τόξευαν δεμένο σέ ἕνα δένδρο (ὅπως τόν μ. Σεβαστιανό). Μετά τόν ἀποκεφαλισμό του οἱ εἰσβολεῖς πέταξαν τήν τιμία του Κάρα στό παρακείμενο δάσος καί ἔφυγαν. Τότε οἱ κρυπτόμενοι Χριστιανοί βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά μαζέψουν τό μαρτυρικό σῶμα καί στήν προσπάθειά τους νά βροῦν καί τήν Κάρα, ἀκούσθηκε θαυματουργικά ἡ φωνή τοῦ νεκροῦ Βασιλέως νά ὑποδεικνύει τήν θέση της!
Τό Λείψανο ἐνταφιάσθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του καί ἕνα ξύλινο Παρεκκλήσιο ὑψώθηκε πάνω ἀπό τόν τάφο. Τό 915 ἕνα θαῦμα ἔστρεψε τήν προσοχή τῶν Ὀρθοδόξων Βρεττανῶν στόν Βασιλομάρτυρα Ἐδμούνδο. Κατά τήν διάρκεια μιᾶς καταιγίδας, ἕνας τυφλός καί ὁ συνοδός του ἀναγκάσθηκαν νά κοιμηθοῦν μέσα στό Παρεκκλήσιο τοῦ τάφου καί ὁ τυφλός ἀνέβλεψε θαυματουργικά! Τότε ἀνακομίσθηκε τό Λείψανο καί βρέθηκε πλήρως ἀδιάφθορο. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια μεταφέρθηκε στή Μονή τοῦ Bedricsworth (σήμερα Bury St. Edmunds), τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει τόν 7ο αἰ. ὁ ἅγ. Σιγεβέρτος.
Τά θαύματα τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου ἀνάγκασαν τό 925 τόν Βασιλέα Athelstan νά ἱδρύσει ἀδελφότητα γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν. Περίπου τό ἔτος 1000, ὁ Ἡγούμενος Aelfric δίνει τήν ἐξής περιγραφή τοῦ ἁγίου Λειψάνου:
"Πρόκειται γιά ἕνα μεγάλο θαῦμα, διότι εἶναι ὅπως ἀκριβῶς ἦταν καί στήν ζωή, μέ ἕνα ἄφθαρτο σῶμα. Ὁ λαιμός του, πού προηγουμένως εἶχε κοπεῖ, ἔχει θεραπευθεῖ καί μία λεπτή κόκκινη γραμμή δείχνει τό σημεῖο τῆς σφαγῆς. Ἐπίσης καί οἱ πληγές πού τοῦ εἶχαν καταφέρει οἱ βάρβαροι, ἔχουν θεραπευθεῖ μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κεῖται ἀδιάφθορος περιμένοντας τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια δόξα"!
Ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ, ὅτι μία εὐσεβής χήρα, ἡ Oswyn, πού ζοῦσε μέ προσευχή καί νηστεία πολλά χρόνια κοντά στήν λάρνακα, κάθε Μεγ. Πέμπτη ἔκοβε τά μαλλιά καί τά νύχια τοῦ Λειψάνου (πού συνέχιζαν νά μεγαλώνουν θαυματουργικά) καί τά φύλαγε σέ μία Λειψανοθήκη!
Τό 999 τήν φύλαξη τοῦ Λειψάνου ἀνέλαβε ὁ μοναχός Ethelwine, ὁ ὁποῖος τό 1010, μετά ἀπό ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου, τό μετέφερε γιά ἀσφάλεια στό Λονδίνο, κατά τήν διάρκεια μιᾶς Δανικῆς ἐπιδρομῆς. Μόνο κατά τήν εἴσοδο τοῦ Λειψάνου στήν πόλη, σημειώθηκαν 18 θεραπείες! Τρία χρόνια ἀργότερα, καί πάλι μετά ἀπό ἐμφάνιση τοῦ Μάρτυρος, τό Λείψανο ἐπιστράφηκε στήν θέση του.
Τό 1014 ὁ Ἅγιος μέ ἐμφάνισή του φόνευσε τόν ἀρχηγό τῶν Δανῶν εἰσβολέων Ἡγεμόνα Swein.
Τό 1032 ἡ ἀφθαρσία τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου διαπιστώθηκε παρουσίᾳ πολλῶν μαρτύρων ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρμπουρυ Aethelnoth. Παρόμοιες διαπιστώσεις ἔγιναν τό 1050, τό 1095 καί τό 1198.
Μετά τόν 16ο αἰ. καί τήν λαίλαπα τῆς Διαμαρτυρήσεως (κατά τήν ὁποία καταστράφηκαν πολλά ἅγια Λείψανα), τό Ἀββαεῖο τοῦ ἁγ. Σερμίνου στήν Τουλούζη τῆς Γαλλίας, διεκδικοῦσε τήν κατοχή τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἐδμούνδου. Τά Λείψανα αὐτά ἐπιστράφηκαν στή Βρεττανία τόν 20ο αἰ., ἀλλά μέ σοβαρές ἀμφιβολίες γιά τήν αὐθεντικότητά τους. Μία ἐπιτροπή πού δημιουργήθηκε τό 1994 γιά νά ἐξετάσει τό ζήτημα, δέν κατέλειξε σέ οὐσιαστικά ἀποτελέσματα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20η Νοεμβρίου.

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ (+ 978)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ἦταν γιός τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Edgard, ἀπό τήν πρώτη σύζυγό του. Διαδέχθηκε τόν πατέρα του στό Θρόνο, σέ ἡλικία 13 ἐτῶν! Τό 978, σέ ἡλικία 16 ἐτῶν, δολοφονήθηκε ἀπό ἀνθρώπους τῆς μυτριάς του Elfrida, γιά νά ἀνέβει στό Θρόνο ὁ γιός της καί ἐτεροθαλής ἀδελφός του Ethelred. Τό σῶμα του ἐνταφιάσθηκε σέ ἄγνωστο σημεῖο καί σέ μεγάλο βάθος, ἀπό οὐράνιο φῶς ὅμως καί ἄλλα σημεῖα ὁ τάφος βρέθηκε καί τό Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανο διαλύθηκε, σήμερα πάντως τά Λείψαναά του σώζονται στήν πρός τιμή του Μονή, στό Μπρούκγουντ Βρεττανίας, ἐνῶ πολύς θόρυβος εἶχε δημιουργηθεῖ σχετικά μέ τήν γνησιότητα τῶν Λειψάνων καί τό δικαίωμα τῆς κατοχῆς τους ἀπό τούς μοναχούς τῆς μονῆς αὐτῆς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 18η Μαρτίου.

ΑΓΙΟΣ ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ (+ 1066)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Βασιλεύς τῆς Ἀγγλίας.
Γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰ. καί ἦταν γιός τοῦ Βασιλέως Ἐθελρέδου καί τῆς Νορμανδῆς Πριγκίπισσας Ἔμμα. Μεγάλωσε κοντά στούς μοναχούς τῆς Μονῆς τοῦ Ἔλυ, μέχρι τήν ἀναγκαστική ἀναχώρηση τῆς Βασιλικῆς Οἰκογένειας γιά τήν Νορμανδία, τό 1013. Ἀναγορεύθηκε Βασιλεύς τό Πάσχα τοῦ 1043. Τό 1045 ἀναγκάσθηκε νά νυμφευθεῖ τήν κόρη τοῦ δολοφόνου τοῦ πατέρα του, τήρησε ὅμως παρθενικό βίο!
Ἡ ἐποχή του - ἐποχή συνεχῶν ἐπαναστάσεων, δυναστικῶν διεκδικίσεων καί ἐπιθέσεων τῶν Δανῶν - σημαδεύθηκε ἀπό τήν πτώση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀγγλίας. Ἄν καί ἱκανός πολεμιστής, ἔζησε βίο ἐνάρετο καί ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρίσματα τῶν θαυμάτων καί τῆς προφητείας (μεταξύ ἄλλων προφήτευσε τήν ἦττα τῶν Ἑλλήνων ἀπό τούς Σελτζούκους στό Ματζικέρτ, τό 1071).
Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, κάποτε - ἐνῶ παρακολουθοῦσε τά ἐγκαίνια ναοῦ στό Χάβερινγκ τοῦ Ἔσσεξ - ἔδωσε σέ ἕνα ζητιάνο τό δακτυλίδι του, ἐπειδή δέν εἶχε μαζί του χρήματα. Λίγο μετά μερικοί Ἄγγλοι προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, ἀντιμετώπισαν προβλήματα στήν Βηθλεέμ καί κάποιος παράξενος ζητιάνος τούς βοήθησε στήν ἀντιμετώπισή τους. Πρίν φύγουν τούς ἔδωσε ἕνα δακτυλίδι καί τούς εἶπε νά τό δώσουν στό βασιλιά τους λέγοντας, ὅτι ὁ ἅγ. Ἰωάννης τοῦ στέλνει μήνυμα, ὅτι γιά τήν ἐνάρετη ζωή του, θά ἀπολαύσει τίς χαρές τοῦ Παραδείσου σέ ἕξη μῆνες! Ὅταν ὁ Ἐδουάρδος πῆρε τό δακτυλίδι, ἀναγνώρισε ἐκεῖνο πού εἶχε δώσει στό ζητιάνο καί ἀμέσως κατάλαβε, ὅτι ὁ ἄγνωστος ζητιάνος ἦταν ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος!
Κατά τήν πρόρρηση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ, κοιμήθηκε εἰρηνικά ἕξη μῆνες ἀργότερα, τήν 5η Ἰανουαρίου 1066. Ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετά, τήν 6η Ἰανουαρίου 1067, ὁ Γουλιέλμος ὁ Κατακτητής στέφθηκε πρῶτος Καθολικός Βασιλιάς τῆς Ἀγγλίας, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε προφητεύσει ὁ Ἐδουάρδος.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1163 καί σήμερα φυλάσσεται στό Ἀββαεῖο τοῦ Γουέστμινστερ, στό Λονδίνο.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἰανουαρίου.

ΑΓΙΟΣ ΕΓΓΟΥΪΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΟΡΣΕΣΤΕΡ ΒΡΕΤΤΑΝΙΑΣ (+ 717)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Ἦταν βασιλικῆς καταγωγῆς, ἀλλά προτίμησε τήν ζωή τῆς ἀφιερώσεως στό Θεό καί ἔγινε μοναχός. Τό 693 ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Βόρσεστερ, "ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ", κατά τήν βασιλεία τοῦ Βασιλέως τῆς Μερκίας Ἐθελρέδου. Ποίμανε μέ σύνεση καί ὑπευθυνότητα τόν λαό τοῦ Θεοῦ, σέ μία ἡμιβάρβαρη ἐποχή, ταραγμένη ἀπό τίς ἐξωτερικές εἰσβολές, τίς ἐσωτερικές ἀναστατώσεις καί τούς ἐμφυλίους πολέμους.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 717. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1040. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 10η Σεπτεμβρίου.

ΟΣΙΑ ΕΘΕΛΦΡΕΔΑ ΤΟΥ ΕΛΥ ΒΡΕΤΤΑΝΙΑΣ (+ 679)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).


Ἀγγλίδα Πριγκίπισσα, θυγατέρα τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας. Νυμφεύθηκε γιά πολιτικούς λόγους (κατά τά τότε κρατοῦντα) δύο φορές (ἀρχικά τόν Πρίγκιπα Τόντβερχτ καί στή συνέχεια τόν Πρίγκιπα Ἔκφριντ), διατήρησε ὅμως τόν γάμο της ἁγνό καί ἔτσι στίς συναξαριστικές πηγές μνημονεύεται παρθένος.
Ἵδρυσε μεγάλη μονή στήν περιοχή τοῦ Ἔλυ, ὅπου μόνασε καί ἀναδείχθηκε Ἡγουμένη. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 49 ἐτῶν. Τό 701, 22 χρόνια μετά τήν κοίμησή της, τό παρθενικό της Λείψανο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Τό Λείψανο καταστράφηκε κατά τήν Διαμαρτύρηση, ἀλλά σήμερα στό Ρωμαιοκαθολικό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἔλυ (στή θέση τῆς μονῆς της), σώζεται ἀδιάφθορη μία τῶν εὐλογημένων χειρῶν της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 23η Ἰουνίου.

ΑΓΙΟΣ ΕΛΙΓΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΟΥΟΝ ΦΛΑΝΔΡΑΣ ΒΕΛΓΙΟΥ (+ 660)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Γεννήθηκε τό 588 στήν περιοχή τῆς Λιμόζ, στήν κεντρική Γαλλία, ἀπό γονεῖς Χριστιανούς. Ἦταν δεξιοτέχνης στήν ἐπεξεργασία πολυτίμων μετάλλων καί αὐτό τοῦ ἐξασφάλισε θέση στήν Αὐλή τοῦ Βασιλέως Κλοθέριου ΙΙ, στό Παρίσι, ὅπου ἡ τιμιότητά του τόν ἀνέδειξε θησαυροφύλακα καί σύμβουλο. Ἐξαιρετικά ἐλεήμων, χρησιμοποιοῦσε τήν θέση καί τήν οἰκονομική του εὐχέρεια γιά τήν ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Κλοθερίου (629), ἔγινε ὁ βασικός σύμβουλος τοῦ διαδόχου του Δαγοβέρτου Ι. Ἵδρυσε τό Ἀββαεῖο τοῦ Σολινιάκ (νότια τῆς Λιμόζ), μία γυναικεία μονή στό Παρίσι καί πολλούς ναούς. Χρησιμοποιῶντας τήν τέχνη του, διακόσμησε τίς λάρνακες τῶν Ἁγίων Διονυσίου καί Γενεβιέβης τῶν Παρισίων, Μαρτίνου τῆς Τουρώνης, κ.ἄ.
Τό 639, μετά τόν θάνατο τοῦ Δαγοβέρτου, ἐντάχθηκε στόν Κλῆρο καί ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Νουόν στήν Φλάνδρα (Βέλγιο). Στήν ἡμιβάρβαρη ἐπαρχία του ὑπῆρχαν ἀκόμη πολλοί εἰδωλολάτρες, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος προσπάθησε νά ἐκχριστιανίσει, ταξιδεύοντας μέσα στά δάση, μέχρι τίς ἀκτές τῆς Βόρειας Θάλασσας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 660, ἀφήνοντας ἱκανούς μαθητές νά συνεχίσουν τό ἔργο του.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο ἕνα χρόνο ἀργότερα. Τότε διαπιστώθηκε, ὅτι τά μαλλιά καί τά γένεια του συνέχιζαν νά μεγαλώνουν! Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Δεκεμβρίου.

ΟΣΙΑ ΕΛΙΣΑΒΕΤ Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (5ος αἰ.)

Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).

Μία τῶν μεγάλων μορφῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Μοναχισμοῦ. Οἱ γονεῖς της ἦσαν εὐγενεῖς, ἄρχοντες τῆς Ἡράκλειας τῆς Θράκης. Ἡ ἔπειτα Ὁσία γεννήθηκε κατόπιν θαύματος τῆς ἁγ. Μάρτυρος Γλυκερίας καί ἀπό τήν παιδική της ἡλικία τήν διέκρινε πνευματικότητα καί ὡριμότητα. Ὅταν σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανή, διαμοίρασε στούς πτωχούς τήν πατρική της περιουσία, ἀπελευθέρωσε τούς δούλους της καί ἐντάχθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου Μικροῦ Λόφου ΚΠόλεως.
Παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας της, ἡ ἀσκητική της βιοτή ὑπῆρξε ἐξαιρετικά ἀνώτερη. Γιά τρία χρόνια εἶχε τό βλέμμα της στραμμένο στή γῆ, κυκλοφοροῦσε ἀνυπόδητη ἀκόμη καί τόν χειμῶνα καί μοναδική της τροφή ἦταν ἡ Θεία Κοινωνία.
Ἐνθρονίσθηκε Ἡγουμένη τῆς Μονῆς ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως ἅγ. Γεννάδιο (458 -471), παρά τήν θέλησή της, μετά τήν κοίμηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας. Ἔκτοτε πολλαπλασίασε τούς ἀγῶνες της, γι’ αὐτό χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν, τῆς ἐκδιώξεως πονηρῶν πνευμάτων καί τῆς προφητείας. Ἐκτός ἄλλων προφήτευσε στόν Αὐτοκράτορα Λέοντα Α’ τήν μεγάλη πυρκαγιά τοῦ ἔτους 465 (γιά τήν ὁποία εἶχε ἐπίσης προφητεύσει καί ὁ ὅσ. Δανιήλ ὁ Στυλίτης) καί «χάρις στις δεήσεις τῶν δύο Ἁγίων, ἡ Πόλη σώθηκε ἀπό πλήρη ἀφανισμό» Νέος Συναξαριστής» τ. Ἀπριλίου, σ. 222). Τότε ὁ Αὐτοκράτορας σάν δεῖγμα εὐγνωμοσύνης ἀφιέρωσε στή Μονή τῆς Ὁσίας τό Μετόχιο τοῦ ἁγ. Βαβύλα, στό προάστιο τοῦ Ἑβδόμου. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της ἡ Ὁσία ἐπισκέφθηκε τήν γεννέτειρά της γιά νά προσκυνήσει τά ἐκεῖ σεβάσματα καί δέχθηκε ἐμφάνιση τῆς ἁγ. Γλυκερίας μέ τήν ὁποία πληροφορήθηκε γιά τήν κοίμησή της, τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ ἁγ. Μεγαλομ. Γεωργίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικά, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, λουσμένη στό ἄκτιστο φῶς, προφέροντας τά λόγια τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Θεοδόχου, «Νῦν ἀπολύεις τήν δούλην Σου, Δέσποτα». Ἐνταφιάσθηκε στή Μονή της καί ὁ τάφος της ἀναδείχθηκε νέα πηγή Σιλωάμ. Γιά τά θαύματά της ἐπωνομάσθηκε Θαυματουργός καί νέα Ἀνάργυρος.
Σύμφωνα μέ συναξαριστικές πληροφορίες, κατά τήν ἀνακομιδή της τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἄφθαρτο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανό της διαλύθηκε, σήμερα πάντως στίς Μονές Νταοῦ Πεντέλης καί ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας φυλάσσονται ἀποτμήματα τῶν Λειψάνων της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 24η Ἀπριλίου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Αρχιμ. Ερφαίμ, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Βατοπεδίου

Σημείωσις: Το κείμενο καταχωρείται σε μονοτονικό σύστημα γιά λόγους τεχνικούς.

Στην ζωή της Εκκλησίας έχουν αναδειχθεί πολύ σημαντικά πρόσωπα που με το βίωμα, τον λόγο και το έργο τους σφράγισαν την Ιστορία της εποχής τους και επηρέασαν την μετέπειτα πορεία της. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Με το σκεπτικό αυτό μπορούμε να θεωρήσουμε και τον άγιο Μάξιμο τον Γραικό, ως το κατεξοχήν σημαντικό πρόσωπο του 16ου αιώνα στην Ορθόδοξη Ανατολή, που είναι τόσο γνωστό και αγαπητό στους Ρώσους, αλλά και τόσο άγνωστο στους Έλληνες.
Πολλοί Έλληνες κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτονταν την Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ή για να ζητήσουν οικονομική βοήθεια ή τους προσκαλούσαν οι ίδιοι οι Ρώσοι για τις εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές ανάγκες τους. Κανένας όμως από αυτούς δεν ευεργέτησε την Ρωσία όσο και όπως ο Μάξιμος, γι’ αυτό και κανένας δεν έχει τόσο εξέχουσα θέση στην Ρωσική Εκκλησιαστική και κοσμική Ιστορία, Γραμματεία, Λογοτεχνία και την Πανρωσική συνείδηση.
Κατηγορούνται οι Πατέρες σήμερα, ότι ήταν αναχρονιστικοί, ότι οδήγησαν τους πιστούς στον φονταμενταλισμό, ότι δεν έκαναν διάλογο με την εποχή τους, ότι δεν ενδιαφέρθηκαν για τον πολιτισμό.
Γι’ αυτό, λένε αυτοί που πρεσβεύουν την παραπάνω θέση, επιβάλλεται η σύγχρονη θεολογία να γίνει μετα - Πατερική. Οι Πατέρες ήταν τα σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο Χριστό, οπότε, για να φωτιστούμε απευθείας από τον Χριστό, πρέπει να απομακρύνουμε τους Πατέρες.
Οι Πατέρες όμως αποτελούν την αυθεντική και απλανή οδό της θεολογίας και της σωτηρίας. Οι Πατέρες είναι οι συνεχιστές του έργου και της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων.
Είναι αυτοί που βίωσαν και εξέφρασαν την αποκάλυψη εν Πνεύματι Αγίω. Οι Πατέρες δεν αγνόησαν τον άνθρωπο, αλλά αγωνίστηκαν, θυσιάσθηκαν, αναλώθηκαν στην διακονία του πλησίον, στην σωτηρία όλου του κόσμου.
Ο άγιος Μάξιμος έζησε στην Ιταλία κατά την περίοδο που υπήρχε μία έντονη ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνών, μία προβολή των ανθρωπιστικών αρχών και δικαιωμάτων· συναντήθηκε με την νεωτερικότητα, διαλέχθηκε μαζί της και προσέλαβε όσα στοιχεία ήταν ικανά να βοηθήσουν, να συμβάλουν στον αυθεντικό τρόπο ζωής του ανθρώπου.
Στο Άγιον Όρος βίωσε την θεία Χάρη, απέκτησε την πείρα του Αγίου Πνεύματος, έγινε μέτοχος του θεανθρωπίνου είναι. Στην Ρωσία, αφού είχε προηγηθεί αυτή η πείρα του ανθρωπίνου και του θεανθρωπίνου είναι απέδωσε εκατονταπλάσιους καρπούς.
Ο Μάξιμος κατά κοινή ομολογία των Ρώσων δεν έφερε μόνο τον Θεό στην Ρωσία του 16ου αιώνα αλλά και τον πολιτισμό. Στο πρόσωπο του αγίου Μαξίμου βλέπουμε την διαλογικότητα, την ελευθερία του εν Χριστώ ανακαινισμένου ανθρώπου, τον αληθινό Πατέρα.
Ο άγιος Μάξιμος εργάστηκε με Αποστολικό ζήλο στον «αμπελώνα του Κυρίου», παρά τις απερίγραπτες σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες, τις οποίες υπέστη κάτω από ανεκδιήγητες συνθήκες.
Από τα 38 χρόνια (της ακούσιας και αναγκαστικής παραμονής του στην Ρωσία ως την κοίμησή του), 26 χρόνια παρέμεινε φυλακισμένος ως κοινός εγκληματίας!
Κατά τα έξι δε πρώτα χρόνια στην Μονή του Οσίου Ιωσήφ στο Βολοκολάμσκ, ήταν σιδηροδέσμιος και υπέστη φρικτά μαρτύρια, ενώ οι Εκκλησιαστικές Αρχές του είχαν απαγορεύσει την Θεία Κοινωνία για δεκαοκτώ χρόνια!
Ο Μιχαήλ Τριβώλης, ο μετέπειτα Μάξιμος ο Γραικός, γεννήθηκε στην Άρτα το 1470 από ευσεβείς γονείς, Άρχοντες του τόπου. Αφού έλαβε την βασική εγκύκλια μόρφωση στην πατρίδα του, έχοντας μία ακόρεστη δίψα για ανώτερη μάθηση, πήγε στην Ιταλία, όπου σπούδασε στα σπουδαιότερα πανεπιστήμιά της, στις πόλεις Βενετία, Πάδοβα, Φερράρα, Φλωρεντία και Μιλάνο.
Η Ιταλία είχε γίνει το σχολείο της Ευρώπης κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Οι σπουδαιότεροι Έλληνες λόγιοι - και προ της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά ιδιαίτερα μετά από αυτήν - μεταναστεύουν στην Δύση, κατά προτίμηση στην Ιταλία, για να αποφύγουν τα δεινά των Τούρκων κατακτητών. Με την σοφία τους μεταλαμπαδεύουν το φως της Αρχαίας Ελληνικής φιλολογικής και φιλοσοφικής γνώσεως.
Στην Δύση η Αναγέννηση με την ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνών κέρδιζε τόπο σε όλο τον κοινωνικό, πολιτικό και θεολογικό χώρο, ενώ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όλο και περισσότερο εκκοσμικευόταν. Ο άγιος Μάξιμος έζησε όλες αυτές τις κοινωνικές και θεολογικές ζυμώσεις την περίοδο που σπούδαζε στην Ιταλία.
Αφού έμεινε περίπου για μία δεκαπενταετία στην Ιταλία, δέχεται την ιδιαίτερη, χαρισματική κλήση από τον Θεό, για να εισέλθει στην μοναχική πολιτεία. Κάνει την αποταγή του την άνοιξη του 1506 και επιλέγει ως χώρο της μοναχικής ασκήσεως την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου.
Η Μονή εκείνη την περίοδο είχε γίνει χώρος συναντήσεως επιφανών πνευματικών προσωπικοτήτων και μεγάλων μορφών της Εκκλησίας μας. Ο Μάξιμος συναναστράφηκε εκεί με τον άγιο Νήφωνα, Πατριάρχη ΚΠόλεως και τους μαθητές του Οσιομάρτυρες Μακάριο και Ιωάσαφ, τον Προηγούμενο Ιώβ, τον λόγιο Ιερομόναχο Σάββα, τον Πρώτο του Αγίου Όρους Συμεών, τον Μητροπολίτη πρώην Βεροίας Μεθόδιο, τον άγιο Θεόφιλο τον Μυροβλύτη, τον Επίσκοπο πρώην Μηθύμνης Μαλαχία, τον Οσιομάρτυρα Ιάκωβο και πολλούς άλλους.
Η Μονή, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που βρισκόταν, εκτιμώντας τα προσόντα του, του ανέθετε το διακόνημα να πηγαίνει σε περιοχές εκτός Αγίου Όρους για εράνους. Η ανάθεση των αποστολών αυτών φανερώνει και την καθολική εκτίμηση των μοναχών προς το πρόσωπό του. Όπως γράφει ο ίδιος, «κατ’ εντολήν των Πατέρων» έκανε περιοδείες στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή των Ενετών, κηρύττοντας και στηρίζοντας τους Ορθόδοξους Έλληνες στην πίστη τους.
Αφού πέρασε μία δεκαετία παραμονής στην Μονή, μετά από πρόσκληση του Μεγάλου Ηγεμόνα της Ρωσίας Βασιλείου του Γ΄ ἐπιλέγεται και αποστέλεται στην Μόσχα, για να μεταφράσει και να διορθώσει διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία και ειδικά τον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα.
Το έργο αυτό του Μαξίμου η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας το χαρακτήρισε «πηγήν ευσεβείας». Μετά το πέρας αυτού του έργου δεν του επετράπη όμως η επιστροφή στο Άγιον Όρος όπως αρχικά είχε συμφωνηθεί. Ο Μάξιμος έπρεπε να παραμείνει. Ο Βασίλειος Γ πολλὲς φορές κατέφευγε σε αυτόν αποκομίζοντας πολλά από την σοφία του και την διακριτική γνώμη του. Η εργασία πάνω στον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα απέδειξε ότι θα μπορούσαν να επωφεληθούν αρκετά από τον πολυμαθή αυτόν Έλληνα.
Ο άγιος Μάξιμος ανέλαβε με ζήλο το μεταφραστικό και ερμηνευτικό έργο που του ανέθεταν. Παράλληλα ερχόμενος σε επαφή με όλα τα κοινωνικά στρώματα της Ρωσίας, γνώρισε πολύ καλά τον τρόπο ζωής τους και ανέλαβε ένα εξίσου μεγάλο ποιμαντικό έργο. Ρώσοι και Ευρωπαίοι ιστορικοί χαρακτηρίζουν την εποχή που έζησε ο άγιος Μάξιμος ως την σκοτεινότερη περίοδο της Ρωσικής Ιστορίας.
Οι αιρέσεις, οι δεισιδαιμονίες, η υποκριτική ευσέβεια, η αμαρτωλότητα και η κάθε είδους πλάνη κυριαρχούσαν στο κοινωνικό και θεολογικό γίγνεσθαι της τότε Ρωσίας. Στην κοινή συνείδηση ο άγιος Μάξιμος υψώθηκε σε μοναδική αυθεντία, η οποία μπορούσε να δείχνει τα πρέποντα και τα ορθά στα πράγματα της Εκκλησίας και της Πολιτείας, και θεωρήθηκε μεγάλος μεταρρυθμιστής στην πολύ δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ρωσική κοινωνία.
Ο άγιος Μάξιμος, αν και δεν είχε το θεσμικό εκκλησιαστικό αξίωμα του ποιμένος ως Επίσκοπος ή Ιερέας, είχε όμως την χαρισματική Ιερωσύνη, ήταν ο χαρισματικός Ποιμένας. Όλη η ζωή και οι ενέργειές του ήταν μία ανιδιοτελής προσφορά για τον άνθρωπο, για την σωτηρία του ποιμνίου. Αν έβλεπε ότι κάτι δεν γινόταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, δεν ξεχώριζε αν αυτός που το έπραττε ήταν Βασιλιάς η ένας απλός χωρικός. Νουθετούσε και έλεγχε, αγαπούσε και συμπονούσε τον λαό, αλλά και τους Άρχοντες για την αμάθεια και την μη ορθοπραξία τους. Έτσι θεώρησε καθήκον του να περιγράψει με υπομνήματα και επιστολές το πρότυπο του γνησίου Ηγεμόνα, να δώσει συμβουλές για μια καλή διακυβέρνηση και να στιγματίσει τις εγκληματικές παρεκτροπές των Αρχόντων από τις οποίες έπασχε ο Ρωσικός λαός.
Ο λόγος του πολλές φορές γίνεται ελεγκτικός, στηλιτευτικός. Αλλά αυτό το κάνει, όταν το επιβάλλει το ποιμαντικό του καθήκον. Πως θα μπορούσε διαφορετικά ο Μάξιμος να πείσει τους σκληρούς, αγροίκους και χονδροειδείς χαρακτήρες να μετανοήσουν, να αλλάξουν τρόπο ζωής;
Τα πρώτα επτά έτη της παραμονής του στην Ρωσία είχε την προσωπική εύνοια του Μεγάλου Ηγεμόνα Βασιλείου του Γ καὶ του Μητροπολίτη Μόσχας Βαρλαάμ, την φιλία των μορφωμένων Βογιάρων, των λογίων και των πιστών όλων των κοινωνικών τάξεων, είχε την κατά κόσμον καταξίωση. Ο άγιος Μάξιμος όμως στην συνέχεια κατέστη «σημείον αντιλεγόμενον», όπως γίνεται συνήθως με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους.
Πολλές φορές η πορεία προς τον ουράνιο Πατέρα γίνεται πολύ σκληρή. Μήπως όμως και για τον ίδιο τον «άνθρωπον Χριστόν Ιησούν» η πορεία προς τον Πατέρα Του δεν ήταν οδυνηρή; Δεν δειλίασε κατά το ανθρώπινο προς στιγμή; Και το ποτήριο των παθημάτων, της αδικίας, της συκοφαντίας, της σταυρώσεως δεν ήθελε να το πιεί; Τελικά όμως το ήπιε, και αυτό συνετέλεσε στην δόξα Του. Το ίδιο επαναλήφθηκε και στον άγιο Μάξιμο τον Γραικό, που υπήρξε τέλειος μιμητής του Χριστού.
Τελικά, για διαφόρους ιδιοτελείς σκοπούς της Εκκλησιαστικής και Πολιτικής Ηγεσίας, ο Μάξιμος καταδικάζεται αδίκως από δύο Συνόδους, το 1525 και το 1531. Η καταδίκη είχε προαποφασισθεί από τον Μεγάλο Ηγεμόνα, μετά από εισήγηση του Μητροπολίτη Δανιήλ. Όλες οι κατηγορίες ήταν προφανώς αναπόδεικτες. Σε όλους τους Βίους του αγίου Μαξίμου τονίζεται, ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν συκοφαντικές.
Ο Μάξιμος γιὰ είκοσι ἕξι χρόνια, απὸ τὸ 1525 έως τὸ 1551, υπέμεινε τὰ πάνδεινα στὶς φυλακὲς τών Μονών Οσίου Ιωσὴφ στὸ Βολοκολὰμσκ και Ότροτς της Τβέρ, αποκλεισμένος απὸ τήν Θεία Κοινωνία γιὰ δεκαοχτὼ χρόνια. Ο Μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος, απαντώντας σὲ επιστολὴ του αγίου Μαξίμου, μὲ τὴν ὁποία παρακαλούσε να του επιτραπεί η Θεία Μετάληψη, έγραφε: «Ασπαζόμαστε τα δεσμά σου ως ενὸς των Αγίων, αλλὰ αδυνατούμε να βοηθήσουμε»!
Βέβαια και στο συνεχές αίτημά του για να επιστρέψει στην Μονή της μετανοίας του, δεν έβρισκε ανταπόκριση. Ο Ρώσος Ιστορικός Νικόλαος Κοστομάρωφ γράφει σχετικά: «Η Μόσχα φοβόταν να τον αφήσει να φύγει, διότι έμαθε στην Ρωσία όλα τα καλά και όλα τα κακά της και διότι είχε υπερβολική επιμονή στην στηλίτευση των κακών. Στην Μόσχα δεν άρεσε να λένε άσχημα πράγματα στο εξωτερικό για τον Ρωσικό τρόπο ζωής και την εκεί τάξη των πραγμάτων και μετά από αυτό κάτι τέτοιο ήταν επόμενο να γίνει από τον Μάξιμο, μετά από το πικρό ποτήρι που ήπιε στην χώρα, στο καλό της οποίας αφιέρωσε την ζωή του».
Πολλές φορές η Θεία Πρόνοια ενεργεί πίσω από την εμπάθεια των ανθρώπων. Αν ο άγιος Μάξιμος δεν υπέμεινε τέτοιου μεγέθους αδικία, δεν θα ήταν σήμερα ένας μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας μας. Μπορεί να γινόταν ένας Καθηγητής Πανεπιστημίου στην Ιταλία, μπορεί να γινόταν Ηγούμενος στην Μονή της μετανοίας του, στο Βατοπαίδι, μπορεί να γινόταν Οικουμενικός Πατριάρχης αν τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά από ότι έγιναν, όμως δεν θα γινόταν Άγιος.
Ο Μάξιμος εμφανίστηκε σαν ένα αστέρι που δεν έσβησε, αλλά που επιμένει να φωτίζει τον πνευματικό ουρανό της Ρωσίας. Στην γη της Ρωσίας υπέμεινε το μακρόχρονο μαρτύριό του, αλλά και ο λαός της Ρωσίας τον τίμησε και τον τιμά ως έναν μεγάλο Άγιό της.
Το έργο του είχε μεγάλη επίδραση στην Ρωσία για αιώνες πάνω στην θεολογία και στην Ορθόδοξη πνευματική ζωή. Όπως ομολογεί ο σύγχρονος Ρώσος Καθηγητής της Φιλοσοφίας Μιχαήλ Γκρομόφ, «ως άξιος συνεχιστής του υψηλού Ελληνικού πολιτισμού, ο άγιος Μάξιμος δικαιωματικά έγινε σοφός φιλόσοφος και διάσημος συγγραφέας της Ρωσικής γης, που πρόσφερε τα μέγιστα στην εξέλιξη του πολιτισμού μας».
Στις ημέρες μας στην Ρωσία έχουν γραφεί τα τελευταία σαράντα χρόνια πάνω από εκατό επιστημονικές μελέτες στον χώρο της Θεολογίας, της Φιλολογίας, της Φιλοσοφίας, της Ιστορίας, της Δημοσιολογίας, της Κοινωνιολογίας, που αφορούν το πρόσωπο και το έργο του αγίου Μαξίμου του Γραικού. Δυστυχώς ο Έλληνας αυτός Αγιορείτης Άγιος παραμένει σχεδόν άγνωστος και στο ακαδημαϊκό και στο ευρύ κοινό της χώρας μας.
Ελπίζουμε ότι τώρα με την έκδοση των Απάντων του στα Ελληνικά από την Μονή μας, θα δοθεί έναυσμα για συγγραφή εργασιών και περαιτέρω έρευνα από τους Έλληνες επιστήμονες.
Η ζωή και το έργο του αποτελούν ένα διαχρονικό πρότυπο ζωής. Αφού διαλέχθηκε με όλα τα κοινωνικά, θεολογικά, πολιτισμικά ρεύματα της εποχής του, τα οποία και διύλισε μέσω της εμπειρίας του Αγίου Πνεύματος, προσφέρει και σήμερα τον αυθεντικό, εμπειρικό, διακριτικό, Πατερικό λόγο, που τόσο ανάγκη τον έχει ο σύγχρονος «κεκοπιακώς και πεφορτισμένος» από την αμαρτία άνθρωπος.
Ακολουθώντας την Πατερική παράδοση απαντούσε στα προβλήματα και τις ανάγκες των πιστών της εποχής του. Η διδασκαλία του ήταν σύμφωνη με τις ποιμαντικές ανάγκες που αντιμετώπιζε, αυτό δηλαδή που ονομάζουν ορισμένοι σήμερα Συναφειακή Θεολογία. Η διδασκαλία του είναι τόσο επίκαιρη.
Ο σύγχρονος άνθρωπος με την αφθονία των υλικών αγαθών, τα τεχνολογικά του επιτεύγματα, την κοινωνική ευημερία, που χαρακτηρίζει την εποχή μας θα μπορούσε να ζει άνετα και ευτυχισμένα. Δεν είναι όμως έτσι η κατάσταση. Η εποχή μας είναι δύσκολη. Διότι κυριαρχεί ο ευδαιμονισμός, ο πνευματικός αποπροσανατολισμός, ο καθαρά υλιστικός τρόπος ζωής, η πληθώρα και σύγχυση των θεωριών, η κρίση των αξιών και θεσμών, η πολιτισμική κρίση, η παγκοσμιοποίηση στον τρόπο ζωής και σκέψεως. Η χώρα μας διέρχεται τώρα μία οικονομική κρίση. Η βασική όμως κρίση είναι πνευματική. Όσο και αν αλλάζουν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά οι καιροί, ο άνθρωπος παραμένει ουσιαστικά ο ίδιος με αμαυρωμένο το κατ’ εικόνα.
Ο άγιος Μάξιμος μας παρουσιάζει σήμερα τον εν Χριστώ ανακαινισμένο άνθρωπο, το αληθινό πρόσωπο, το κατ’ εικόνα Χριστού. Προβάλλει τον ολοκληρωμένο άνθρωπο που δεν φοβάται για τίποτε επί της γης, που δεν έχει αγωνία, άγχος και ανησυχία για τίποτε εφήμερο, γιατί έχει μόνιμα τον φόβο και την μνήμη του Θεού στην καρδιά του, έχει ακλόνητη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού Πατέρα.
Ο άγιος Μάξιμος ήταν ο Έλληνας Ορθόδοξος μοναχός, ο ακέραιος, ο αληθινός, που στο πρόσωπό του μαρτυρείται ότι η Ελλάδα βρίσκει τον εαυτό της όταν συναντάται και ενώνεται με την Ορθοδοξία. Δεν λύγισε από τους πειρασμούς και τις θλίψεις ο γίγαντας αυτός της υπομονής. Κράτησε ανόθευτη την πίστη και την εν Χριστώ μαρτυρία του. Αποτελεί μέγα καύχημα για τον Ορθόδοξο Μοναχισμό να συμπεριλαμβάνει στις τάξεις του τέτοιου μεγέθους προσωπικότητες, όπως τον άγιο Μάξιμο τον Γραικό.
Ο Μάξιμος προβάλλει σήμερα τον Ορθόδοξο και ειδικά τον Αγιορείτικο Μοναχισμό ως αυθεντικό και τέλειο τρόπο ζωής και υπάρξεως. Είχε εσωτερική πνευματική κατάσταση, ζούσε με μία συνεχή εγρήγορση και νήψη, με την μελέτη της Κρίσεως, του θανάτου, της κολάσεως, του παραδείσου. Ο νους του ήταν βουτηγμένος συνεχώς σε θείες θεωρίες. Αυτήν την εμπειρική πνευματική του κατάσταση μπορούμε να μιμηθούμε και εμείς σήμερα κατά δύναμη, και να την θέσουμε ως αντιστάθισμα στις κάθε είδους προκλήσεις του πονηρού και γενικώς της αποστασίας που επικρατεί στην οικουμένη.
Αν ζούσε ο άγιος Μάξιμος σήμερα στην μετανεωτερική εποχή μας, στην εποχή του παραλογισμού, της ευρύτατης αποδοχής της αμαρτίας, του κατακερματισμού του ανθρωπίνου προσώπου, της αποδόμησης κάθε αξίας και θεσμού, θα χρησιμοποιούσε βέβαια διαφορετικό τρόπο εκφράσεως λόγου, όμως το πνεύμα του θα ήταν το ίδιο. Δηλαδή θα στηλίτευε την αμαρτία, θα αγαπούσε και θα συμπονούσε όμως τον αμαρτωλό. Θα επέμενε στην τήρηση των εντολών του Θεού ως την μοναδική οδό θεογνωσίας και αυτογνωσίας. Θα αγωνιζόταν κατά της εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας, της θρησκειοποιήσεως της Ορθοδοξίας, της τηρήσεως των εξωτερικών τύπων αλλά και της νοησιαρχίας και θα πρότασσε την εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία, την εμπειρική γνώση του Θεού, την ένωση με τον εν Τριάδι Θεό.
Αυτήν την θεία ένωση ευχόμεθα με τις πρεσβείες του αγίου Μαξίμου του Γραικού να βιώσουμε όλοι μας από αυτήν εδώ την ζωή, και στην μέλλουσα στην πληρέστερη και αέναη μορφή της.

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΓΡΑΙΚΟ

Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου
Εἶχα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά παρακολουθήσω τήν ἐκδήλωση πού πραγματοποιήθηκε τό βράδυ τῆς Παρασκευῆς 15ης/28ης Ἰανουαρίου τ.ἔ. 2011 στόν Πολυχώρο Πολιτισμοῦ ΑΘΗΝΑΪΣ στόν Βοτανικό, τήν ἀφιερωμένη στόν ἅγ. Μάξιμο τόν Γραικό. Ἡ ἐκδήλωση εἶχε διοργανωθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Μονή Βατοπεδίου καί τό Ἰνστιτοῦτο Ἔρευνας, Διάσωσις καί προβολῆς Πνευματικῶν καί Πολιτιστικῶν Πραδόσεων ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ. Φιλοξενήθηκε στήν αἴθουσα Silk Room τοῦ Πολυχώρου καί σύμφωνα μέ ἐκτιμήσεις τοῦ Πρακτορείου Ἐκκλησιαστικῶν Εἰδήσεων Romfea, τήν παρακολούθησαν πλέον τῶν 1.000 ἀτόμων!
Σκοπός τῆς ἐκδηλώσεως ἦταν ἡ παρουσίαση δύο νέων ἐκδόσεων, σχετικῶν μέ τόν ἅγ. Μάξιμο: Τοῦ πρώτου τόμου τῶν Ἁπάντων του (ἐκδόσεως Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου) καί τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Κων. Τσιλιγιάννη, Δικηγόρου παρ’ Ἀρείῳ Πάγῳ καί Συμβουλίῳ τῆς Ἐπικρατείας, «Ἡ δίκη τοῦ Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ» (ἐκδόσεως τοῦ ὁμωνύμου Ἰνστιτούτου).
Τήν ἐκδήλωση ἄνοιξε ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου κ. Νικ. Γκουράρος καί στήν συνέχεια ὁ Σεβ. Μητροπ. Ἄρτης (Ν.Ε.) κ. Ἰγνάτιος παρουσίασε τόν Βίο τοῦ Ἁγίου (ὁ ὁποῖος σημειωτέον γεννήθηκε στήν Ἄρτα). Τόν Α’ Τόμο τῶν Ἁπάντων τοῦ ἁγ. Μαξίμου παρουσίασε ὁ Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Δημ. Γόνης (φωτό πάνω) καί τό ἔργο γιά τήν δίκη του ὁ ἐπίσης Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς ἰδίας Σχολῆς κ. Σπυρίδων Κοντογιάννης (φωτό κάτω).
Σημαντική ἦταν ἡ συμμετοχή καί τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Βατοπεδίου ἀρχιμ. Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος παρουσίασε τό θέμα «Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Γραικός στήν Ἱστορία καί τόν παρόν» (δημοσιεύεται αὐτοτελῶς στήν συνέχεια).
Ἡ ἐκδήλωση περιλάμβανε καί ἕνα ἐξαιρετικό ντοκυμαντέρ (παραγωγῆς Μονῆς Βατοπεδίου), μέ θέμα τόν ἅγ. Μάξιμο. Μέ τρόπο παραστατικό «πέρασαν» ἀπό τήν ὀθόνη ὁ τόπος γέννησις τοῦ Ἁγίου (ἡ Ἄρτα), ὁ τόπος τῶν σπουδῶν του (ἡ Ἰταλία), ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεώς του (τό Ἅγιον Ὄρος – Μονή Βατοπεδίου), ὁ τόπος τῆς πνευματικῆς του διακονίας καί τοῦ μαρτυρίου του (Ρωσία – Μόσχα – Τβέρ), ὁ τόπος πού ἀναπαύθηκε καί ἐνταφιάσθηκε (Λαύρα Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου) καί τέλος ἡ ἀνακομιδή τῶν Τιμίων του Λειψάνων, ἡ ἐπίδοσις ἀποτμημάτων τους στήν Μητρόπολη Ἄρτης καί τήν Μονή Βατοπεδίου καί τέλος ἡ τιμή πρός τό πρόσωπό του ἀπό τήν μονή τῆς μετανοίας του, τήν Ρωσική Ἐκκλησία καί ὅλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο.
Ἡ ἐκδήλωση ἔκλεισε μέ βράβευση τοῦ συγγραφέα κ. Κων. Τσιλιγιάννη ἀπό τήν Μονή Βατοπεδίου (τοῦ προσφέρθηκε ἀργυρό ἀντίγραφο τῆς Παναγίας Παραμυθίας καί ἀφιέρωσις ἐπί περγαμηνῆς), σέ ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του γιά τόν ἅγ. Μάξιμο (ἐρευνητική ἐργασία 20 ἐτῶν – 15 σχετικές ἐκδόσεις!).
Μετά τό πέρας τῆς ἐκδηλώσεως καί τῆς δεξιώσεως πού ἀκολούθησε, προσφέρθηκαν ὡς εὐλογία ἀπό τήν Μονή Βατοπεδίου σέ ὅλους τούς συμμετασχόντες ἀντίφραφο εἰκόνας τοῦ ἁγ. Μαξίμου, ἡ ἐγκόλπιος ἔκδοσις «Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ Λόγοι» καί ὁ ψηφιακός δίσκος (DVD) τῆς παρουσιάσεως τοῦ τόμου «Τό ἰδιοκτησιακό καθστώς τῆς Λίμνης Βιστωνίδας» (παρουσιάσθηκε σέ εἰδική ἐκδήλωση στό Μέγαρο τῆς Παλαιᾶς Βουλῆς, τήν Τετάρτη 8.12.2010).
Εἶναι ἰδιαίτερα ἐνθαρρυντικό τό γεγονός, ὅτι τέτοιου περιεχομένου καί ἐπιπέδου πνευματικές – πολιτιστικές ἐκδηλώσεις, βρίσκουν μεγάλη ἀπήχηση στό κοινό καί μάλιστα σέ νέους ἀνθρώπους. Αὐτό ἀποδεικνύει, ὅτι παρά τήν κρίση θεσμῶν καί ἀξιῶν (καί βεβαίως καί τήν οἰκονομική), ὑπάρχουν ἀναζητητές ὑψηλοτέρων ἀπό τήν «ἐν πολλοῖς» θλιβερή καθημερινότητα θεμάτων – προτύπων ζωῆς καί αὐτά τά πρότυπα δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τούς Ἁγίους μας, τούς «διά βίου» καί «διά τοῦ βίου» διδασκάλους μας, οἱ ὁποῖος εἶναι τά «ἐφηρμοσμένα Εὐαγγέλια» (κατά τήν διατύπωση τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς).

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΚΑΙ 20ο ΑΙΩΝΑ

Ξένη δημοσίευσις, από τον "Προσκυνητή" - Το κείμενο καταχωρείται σε μονοτονικό σύστημα γιά λόγους τεχνικούς.

O Ιωάννης Πάλλιος, μονάκριβος γιος του Σπυρίδωνος και της Αικατερίνης Ζ. Βρίκου, Ορθοδόξων Ελλήνων εγκατεστημέ­νων από χρόνια στην πόλη της μεσημβρι­νής Ιταλίας Βαρλέττα, στις αρχές Νοεμβρίου του 1861 και σε ηλικία οκτώ χρόνων, προσεβλή­θη από βαρύτατο τυφοειδή πυρετό και πήγαινε διαρκώς στο χειρότερο επί δεκαεπτά ήμερες, παρ' oλα τα μέσα της Ιατρικής. Το πρωί της 17ης μέρας το παιδί ήταν πολύ βαριά. Η όψη του έδειχνε «Ιπποκρατική» σύμφωνα με την ιατρική ορολογία, οι σφυγμοί νηματώδεις και σχεδόν σβησμένοι, τα άκρα ακίνητα και παγωμένα, η φωνή ανύπαρκτη και η αναπνοή ρογχώδης. Γενικά η κατάσταση του παρουσίαζε όλα τα σημάδια του ετοιμοθάνατου.
Γι' αυτό η μητέρα του, που σ' όλο το διάστημα της αρρώστιας δεν έπαψε να κλαίει και να ικετεύει γονατιστή τον άγιο Σπυρίδωνα, την τρομερή εκείνη στιγμή πολλαπλασίασε τους θρήνους και τις δεήσεις της και ξαφνικά σαν να την παρακινούσε θεία έμπνευση φώναξε: «Θέλω να γίνει αμέσως τηλεγράφημα στους συγγενείς μου στην Κέρκυρα, ν' ανοίξουν τον Άγιο και να κάμουν Παράκληση για το Γιαννάκη μου. Ο Άγιος βέβαια με τη μεσιτεία του προς το Θεό θα μου τον σώσει και θα μου τον χαρίσει, γιατί τον παρεκάλεσα και τον παρακαλώ μ' όλη την ψυχή και την καρδιά μου». Το τηλεγράφημα έγινε αμέσως και - ω του θαύματος! - κατά τις 11 το πρωί, τότε πού ανοίχθηκε η λάρνακα του Αγίου και έγινε η Παράκληση, ενώ το παιδί βρισκόταν στην ίδια και χειρότερη από το πρωί κατάσταση, ξαφνικά το έπιασε μια σπασμωδική κίνηση όλου του σώματος. Οι εκεί παρόντες γιατροί το θεώρησαν αυτό σαν την τελευταία απόπειρα ζωής. Αλλα στην πραγματικότητα ήταν η αποτίναξη και το διώξιμο της θανατηφόρας αρρώστιας, χάρη στη μεσιτεία του Αγίου προς το Θεό. Γιατί μετά από λίγο πέρασαν οι σπασμοί και ακολούθησαν άφθονοι ιδρώτες. Ο νέος άνοιξε αμέσως τα μάτια του, ανέλαβε και όψη και σφυγμούς και γενικά όλα τα σημεία της ζωής, ώστε όλοι - και οι γιατροί ακόμη - θαύμασαν και φώναξαν: «Πραγματικά έγινε θαύμα. Θαυμαστός ο Θεός εν τοίς Άγίοις Αυτού». Μετά από αυτό άρχισε η ανάρρωση, που προχωρούσε όμως κάπως αργά. Το παιδί έμενε ακόμη άφωνο και αυτό προξενούσε κάποια λύπη στους γονείς του. Αλλά ολοκληρώθηκε και η ανάρρωση. Με τις πρεσβείες του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος, στις 11 Δεκεμβρίου, την παραμονή της γιορτής του, λύθηκε και η γλώσσα του νέου και μίλησε. ΄Ετσι αποκαταστάθηκε εντελώς η υγεία του, ώστε να δοξάζεται ο Θεός και ό πιστός Του υπηρέτης και θαυματουργός Σπυρίδων.

Το επόμενο θαύμα διηγήθηκε ο μαθητής της Αστυνομικής Σχολής Κερκύρας Χρήστος Διαμαντούδης του Θεοχάρη, όπως το έζησε ό ίδιος. Το διηγήθηκε στην Ί. Μητρόπολη Κερκύρας και ήταν παρόντες ο Χαράλαμπος Κομνηνός του Βασιλείου, Αρχιφύλακας της Αστυνομίας Πόλεων, από τους Καββαδάδες Κερκύρας, και ο Χρήστος Ι. Τσάτσαρης, μαθητής της Αστυνομικής Σχολής. Το επιβεβαίωσαν δε αυτόπτες μάρτυρες, μαθητές της Σχολής. Υπάρχει επίσης Πρακτικό της άφηγήσεως με τις υπογραφές των αυτόπτων μαρτύρων και του Χρ. Διαμαντούδη, με χρονολογία 14 Φεβρουαρίου 1935. Οι υπογραφές βεβαιώνονται με τη σφραγίδα της Σχολής και την υπογραφή του Διοικητού της Γ. Παπαδημητρίου. Ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 1935. Το θαύμα έχει ως εξής: Στίς 12 Φεβρουαρίου 1935 ό μαθητής της Αστυνομικής Σχολής Κερκύρας Χρήστος Διαμαντούδης του Θεοχάρη, από την Αρναία της Χαλκιδικής, βρισκόταν στο μικρό καφενείο του Σπυρίδωνος Τριβυζά του Μαρίνου, κοντά στη Σχολή. Μαζί του ήταν οι μαθητές της ίδιας Σχολής Παναγιώτης Σκυλακάκης του Μιχαήλ, Σπυρίδων Καλούδης του Αλεξίου και Αριστείδης Γεωργακόπουλος του Γεωργίου. ΄Ολοι άκουγαν τον καφεπώλη Σπυρίδωνα Τριβυζά να διηγείται θαύματα του Αγίου. Ό μαθητής Χρ. Διαμαντούδης έδειξε με όλη του τη στάση απιστία στα θαύματα που άκουγε και ανευλάβεια προς τον άγιο Σπυρίδωνα. Αμέσως όμως ένιωσε τις δυνάμεις του να παραλύουν και μια εσωτερική ταραχή τον έκανε να κινείται σπασμωδικά. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν στην πόρτα δυο δυνατά κτυπήματα, σαν νά' ριχνε κανείς πέτρες. Ο Χρήστος Διαμαντούδης ταραγμένος σηκώθηκε και μπήκε στη Σχολή. Έγινε αμέσως αστυνομική ερευνά για την προέλευση των δύο κτύπων της πόρτας, αλλά δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί τίποτε. Πέτρες δεν υπήρχαν, άφού δεν είχαν πέσει. Έτσι διαπιστώθηκε ότι τα κτυπήματα δεν προήλθαν από ανθρώπινο χέρι. Ή συζήτηση, πού είχε διακοπεί, συνεχίστηκε μετά την αναχώρηση του Διαμαντούδη. Ακούστηκαν πολλά υπέρ και κατά της αλήθειας του γεγονότος. Ο Διαμαντούδης στο μεταξύ πάνω στην ταραχή του άρχισε να περιφέρεται στο διάδρομο της Σχολής, ενώ ήταν ώρα μελέτης. Ο Αρχιφύλακας Χαραλάμπης Κομνηνός, πού τον συνάντησε, του έκαμε παρατήρηση γιατί αύτη την ώρα περιφερόταν στο διάδρομο. Ό Διαμαντούδης τότε του εξιστόρησε όσα έγιναν. Ό Αρ­χιφύλακας μόλις άκουσε τα συμβάντα τον συμ­βούλεψε να μετανοήσει και να ζητήσει συγνώμη από τον Άγιο. Ό Διαμαντούδης πέρασε άσχημα, με ανησυχία και ταραχή όλη τη νύχτα, γιατί κα­τά διαλείμματα άκουγε τους ίδιους χτύπους και δεν μπόρεσε καθόλου να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί. Με ανησυχία πέρασε και το πρωινό της άλλης μέρας, 13ης Φεβρουαρίου. Αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην πίστη και την απιστία, την ευλάβεια και την ανευλάβεια. Ο συμμαθητής και φίλος του Χρήστος Ι. Τσάτσαρης τον συμβούλεψε να πάει στην εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος, ν' ασπαστεί τη λάρνακα του Αγίου, ν' ανάψει λαμπάδα και να ζητήσει συγ­γνώμη, τον συνόδεψε δε και ο ίδιος. Μόλις όμως μπήκαν στη θύρα του διαμερίσματος, οπού είναι η λάρνακα με το ιερό λείψανο του Αγίου, ό Διαμαντούδης αισθάνθηκε κάποια ισχυρή αόρατη δύναμη να τον σπρώχνει προς τα έξω και ανα­γκάστηκε να ακουμπήσει, φοβισμένος στη θύρα. Ο συμμαθητής του Χρήστος Τσάτσαρης πού τον συνόδευε με ολοφάνερο ευλαβικό φόβο, τον παρακίνησε να προχωρήσει και ν' ασπαστεί τη λάρνακα πού περιέχει το ιερό του Αγίου λείψα­νο. Άλλ' αυτό στάθηκε αδύνατο. Τότε ό Ιερεύς του Ναού Κωνσταντίνος Σκαφιδάς, πού αντιλή­φθηκε τι γινόταν, εκράτησε τον Διαμαντούδη α­πό το χέρι, τον οδήγησε κοντά στην ιερή του Α­γίου λάρνακα και έψαλλε Παράκληση για να ξα­ναβρεί την υγεία του ο κατατρομαγμένος ασθε­νής μαθητής. Κατά την ώρα της δεήσεως ο μα­θητής Χρ. Διαμαντούδης αισθανόταν να βγαίνει από τη λάρνακα του Ιερού Λειψάνου μια αόρα­τη δύναμη, σαν ηλεκτρικό ρεύμα, που περιέτρεχε το σώμα του και τον ζέσταινε. Συγχρόνως, ό­πως έπειτα διηγήθηκε ο ίδιος, άκουγε κρότο α­πό το εσωτερικό της λάρνακος. Κατά το διά­στημα της επόμενης νύχτας ο Διαμαντούδης ή­ταν κάπως ήσυχος. Τις πρωινές περίπου ώρες αποκοιμήθηκε και είδε στον ύπνο του τον άγιο Σπυρίδωνα ασπρομάλλη να τον κοιτάζει με ιλα­ρότητα. Το άλλο πρωί με ειλικρινή μετάνοια και ευλάβεια πήγε και πάλι στο ναό και προσκύνη­σε τα πόδια του Αγίου ζητώντας συγχώρηση. Η υγεία του αποκαταστάθηκε εντελώς, χωρίς τη μεσολάβηση γιατρών και συνέχισε να φοιτά στη Σχολή δοξάζοντας το Θεό και ευγνωμονώ­ντας τον Άγιο για τη σωματική και ψυχική σω­τηρία του.
Γιά το εκπληκτικό θαύμα που ακολουθεί έ­γραψε ή εφημερίδα «Κέρκυρα» στις 14 Σεπτεμβρίου 1937, χωρίς να αναφέρει ήμερομηνία κατά την οποία έγινε το θαύμα. Το καλοκαίρι του 1937 είχε πάει από την Τεργέστη στο Μάριεμπαντ της Αυστρίας, όπου και παρα­θέριζε, ή οικογένεια Αφεντούλη, πρώην Πολιτευτού της Θεσσαλίας. ΄Εμενε δε σ' ένα από τα με­γάλα ξενοδοχεία της πόλης, περιφραγμένο με κάγκελα. Μια μέρα (τέλος Ιουλίου ίσως, ή τον Αύγουστο), ο μικρός γιος τους, δεκαετής περί­που, ζήτησε άδεια από τη μητέρα του να πάει σ' ένα κοντινό ζαχαροπλαστείο μ' ένα συνομήλι­κο του. Μόλις βγήκε τρέχοντας από την καγκελόπορτα, βρέθηκε μπροστά σ' ενα αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Το αυτοκίνητο τον ανέτρεψε, πέρασε από πάνω του και χάθηκε. Ό μικρός έμεινε αναίσθητος στο δρόμο. ΄Ε­νας διαβάτης τον βρήκε και τον μετέφερε στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Σύμφωνα με τη διά­γνωση των γιατρών είχε πάθει κάταγμα του με­τωπιαίου οστού, με έκχυση εγκεφαλικής ουσίας. Φώναξαν αμέσως τους γονείς και τους ανακοί­νωσαν ότι το κάταγμα ήταν πάρα πολύ σοβαρό και η κατάσταση του παιδιού απελπιστική. Οι γονείς κάλεσαν αμέσως τους πιο διακεκριμέ­νους κρανιολόγους του Βερολίνου, της Βιέννης και των Παρισίων και ήρθαν αυθημερόν αερο­πορικώς. Η διάγνωση τους όμως ήταν η ίδια, διό­τι η κατάσταση του παιδιού ήταν απελπιστική. Βρισκόταν τότε εκεί και η μητέρα της γυναί­κας του Αφεντούλη Μαρία, σύζυγος του Κερκυ­ραίου Σπυρίδωνος Μάρμορα. Μόλις ακούσε ότι η επιστήμη δεν μπορεί να θεραπεύσει το μικρό εγγονό της, λυπήθηκε υπερβολικά. Ξαφνικά θυ­μήθηκε τον άγιο Σπυρίδωνα και μάλιστα έλεγε πώς τη διαβεβαίωνε, ότι θα θεραπευτεί το παιδί. Αμέσως μ' αύτό το συναίσθημα τηλεγράφησε στην πεθερά της στην Κέρκυρα, ν' άνοιχτεί η λά­ρνακα του Αγίου και να ψάλει δέηση. Έτσι κι έ­γινε. Το ίδιο απόγευμα και κατά την ώρα της Παρακλήσεως - θαύμα παράδοξο! - ο μικρός Αφεντούλης, αν και ήταν σε αφασία και ετοιμοθάνατος, άνοιξε τα μάτια του, είδε τη μητέρα του, της ψιθύρισε λίγες λέξεις και της άπλωσε τα χέρια του. Οι γιατροί πού τον παρακολου­θούσαν έμειναν κατάπληκτοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Γιατί είχαν αναγνωρίσει την αδυνα­μία της επιστήμης να επέμβει και ότι μόνο με θαύμα θα ήταν δυνατή η θεραπεία του παιδιού. Πραγματικά. Η κατάσταση του από κείνη τη στιγμή διαρκώς καλυτέρευε και χωρίς επέμβα­ση της επιστήμης θεραπεύτηκε, χάρη στη θαυ­ματουργική επέμβαση του αγίου Σπυρίδωνος.
Τό θαύμα που ακολουθεί έγινε στις 11 Αύγουστου 1946, κατά το τέλος της λιτανείας του ίερού λειψάνου του Αγίου. Το μεταφέρουμε όπως δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος». «Η αληθινή και γνήσια πίστις είναι προσόν και γνώρισμα καρδίας, η οποία απαραιτήτως σέβεται και ευλαβείται τον Θεόν, υπακούουσα δε εις τον Νόμον Του αγωνίζεται εναντίον των πειρασμών και των δοκιμασιών δια να μη διαφθαρή και διαστραφή, δια να διατήρηση την ηθικήν της έλευθερίαν από την δουλείαν της αμαρτίας και να συμμορφώνεται με το θείον θέλημα. Τοιαύτη πίστις αληθινή και γνήσια, θερμή και σταθερά, ήτο εδραιωμένη και εις την καρδίαν της Αικατερίνης συζύγου Βασιλείου Υφαντή εξ Ιωαννίνων, (οδός Καβάσιλα 16). Και ή πίστις αυτή δια της χάριτος του αγίου Σπυρίδωνος εκ της παντοδυναμίας του Θεού έθαυματούργησε προχθές την 11ην Αυγούστου, κατά την Λιτανείαν του ιερού λειψάνου του Αγίου και απέδωσε εις την γυναίκα αυτήν την όμιλίαν και την κίνησιν εις το παράλυτο πόδι της, τάς οποίας είχε χάσει προ πολλών ετών και τάς οποίας οι ιατροί, εις τους οποίους κατέφυγε, δεν ημπόρεσαν έπι τόσα έτη να της αποδώσουν. Ας άφήσωμεν όμως να ομιλήση η ιδία η θεραπευθεΐσα Αικατερίνη Υφαντή την 11ην Αυγούστου, ότε έγινε το θαΰμα. «Πρό οκτώ έτών - διηγείται ή ίδια ή γυναίκα πού έθεραπεύθη, επιβεβαιούν δε ο άνδρας της και άλλοι γνωστοί της από τα Ιωάννινα - έπαθα συμφόρησιν, από την οποίαν έχασα την ομιλίαν μου και μου παρέλυσε το δεξί χέρι, έπειτα δε από τέσσαρα χρόνια έπαθα πάλιν και άλλην συμφόρησιν από την οποίαν μου παρέλυσεν και το δεξί πόδι. Επί οκτώ χρόνια δεν ημπορούσα να ομιλήσω. Με πολύν κόπον και μεγάλην άγωνίαν κατόρθωνα μερικές φορές να προφέρω καμμίαν λέξιν που μόλις ήκούετο και έπειτα από πολλήν ώραν πάλιν με μεγάλην στενοχώριαν κατώρθωνα να προφέρω καμμίαν άλλην, η ο­ποία όμως δεν είχε καμμίαν σειράν με την πρώτην λέξιν και δι' αυτό δεν ημπορούσε κανείς να καταλάβη τίποτε. Συνεννοούμην μόνον με νεύ­ματα. Μετά την δευτέραν δε συμφόρησιν έμενα συνεχώς παράλυτος εις το κρεββάτι, ακόμη και δια τάς σωματικάς μου άνάγκας ή με μετέφε­ραν με την κουβέρταν. Επήγα εις τους ιατρούς, οί όποιοι όμως με απήλπισαν ότι δεν θεραπεύο­μαι. Και τότε πλέον βασανισμένη και απελπι­σμένη από τους ιατρούς εγύρισα εις τον Θεόν και εις Αυτόν έστήριξα τάς ελπίδας μου. Τον δο­ξάζω δε και Τον προσκυνώ πού μ' έλυπήθηκε. Μίαν ήμέραν αναστέναξα δυνατά (σαν να έφώναξα) και με πολλήν στενοχώρια έπρόφερα τάς λέξεις "αγίος Σπυρίδων", έμεινα δε πάλιν αμίλη­τη όπως και πρώτα. Ο άνδρας μου που ήτο κο­ντά και με άκουσε, εκατάλαβε ότι του έζητούσα να με φέρη να προσκυνήσω το λείψανο του Αγί­ου καί χωρίς να διστάση καθόλου, πρόθυμα μου ύπεσχέθη να ικανοποίηση την επιθυμίαν μου. Πράγματι δε την 10ην Αυγούστου, παραμονήν της Λιτανείας, με έβαλαν με τον υίόν μου εις μίαν κουβέρταν και με μετέφεραν εις το αύτοκίνητον με το όποιον κατεβήκαμε εις Ηγουμενίτσαν, εκεί δε πάλιν με την κουβέρταν με μετέφεραν εις την βενζίναν και το ίδιο πάλιν εδώ εις την Κέρκυραν, από κάτω από το λιμάνι μέχρι εδώ εις την εκκλησίαν, που με έφεραν χθες το απόγευμα. Από χθες το απόγευμα μέχρι σήμερα το πρωί έμεινα ξαπλωμένη κάτω εις τις πλάκες της Εκκλησίας και απ' αύτήν την θέσιν παρηκολούθησα τον Εσπερινόν χθες το βράδυ και την Λειτουργίαν σήμερα το πρωί. Εις το Κοινωνικόν μάλιστα τους έκαμα νόημα και με επήραν βαστακτά και εκοινώνησα. Την Λιτανείαν την παρηκολούθησα εις την αρχήν όπως έβγαινε από την εκκλησίαν, απ' εδώ έξω που είναι τα κάγκελα, όπου με επήραν ο άνδρας μου με τον υιόν μου. Από την στιγμήν δε που αντίκρυσα τον Άγιον έκλαια από συγκίνησιν και επροσπαθούσα να ομιλήσω και να τον παρακαλέσω να με λυπηθή, αλλά παρ' ολην την προσπάθειαν δεν το κατώρθωνα. Όταν επλησίαζε να τελειώση η Λιτανεία και οι μουσικές ηκούοντο που εγύριζαν, έκαμα νόημα του ανδρός μου να με βάλη εμπρός εις τα σκαλιά του Πρεσβυτερίου, άπ' όπου θα επερνούσε ο Άγιος. Εκείνος ποτέ δεν μου αρνήθηκε τίποτε καί μόλις κατάλαβε από τα νοήματα τι του ζητούσα, υπήκουσε αμέσως και με μετέφερε εκεί που του έδειξα. Οι αστυφύλακες μόλις με είδαν εκεί εμπρός εις τα σκαλιά του Πρεσβυτερίου, άρχισαν να με φωνάζουν και υποχρέωναν τόν άνδρα μου να με σήκωση. Βλέποντες όμως την επιμονή μου και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου συνεκινήθησαν και με άφησαν. Η συγκίνησης μου πλέον που θα με αξίωνε ο Θεός να πέραση ο Άγιος απ' επάνω μου ήταν μεγάλη. Αισθανόμουν μέσα μου ότι θα ανεκουφιζόμην. Αλήθεια! Μεγάλη η Χάρις του! Δοξασμένο το όνομα του! Σε λίγο τελείωσεν η Λιτανεία. Εμβήκαν οι Παπάδες εις την εκκλησίαν και συνέχεια εμβήκε και το λείψανο του Αγίου, το οποίον έπέρασε από επάνω μου. Αμέσως δε μόλις επέρασε το λείψανο, έτρεξε ο άνδρας μου και βοηθούμενος από μίαν γυναίκα με έσήκωσαν, δια να μη με πατήση ο κόσμος και μ' επήραν εις το στασίδι. Έπειτα από ένα τέταρτο όμως περίπου, αφού πλέον είχον τελειώσει όλα και είχον φύγει αρκετοί από την έκκλησίαν, αισθάνθηκα ότι λύθηκε η γλώσσα μου και ότι έγινε το πόδι μου καλά. Εδοκίμασα αμέσως να ομιλήσω και χωρίς να στενοχωρηθώ καθόλου τα κατάφερα αμέσως. Εδοκίμασα και το πόδι μου και παραδόξως το εκίνησα. Αμέσως χαρούμενη προσπάθησα να πατήσω και να σηκωθώ, στηριζομένη δε εις το στασίδι σηκώθηκα ορθή και στηρίχθηκα εις το πόδι που είχα ακίνητο και παράλυτο τέσσαρα χρόνια. Ό Άγιος με έγιανε. Τον προσκυνώ και τον δοξάζω". Πράγματι ό άγιος Σπυρίδων, τον όποιον έπροσκύνησε με ευλάβειαν και με κατάνυξιν ψυχικήν και συντριβήν εδοξολόγησε, την εθεράπευσε. Η επίμονος και σταθερά πίστις της εθαυματούργησε. Ο Θεός πού δέχεται πάντοτε την δέησίν μας, όταν τον παρακαλούμεν με πίστιν, δια πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος εδέχθη και την δέησιν της ταπεινής δούλης του και της απέδωσε την όμιλίαν πού είχε χάσει προ οκτώ ετών και της εθεράπευσε ακόμη και το πόδι που είχε άκίνητον και παράλυτον επί τέσσερα έτη. Το θαύμα είχε συντελεσθη πλέον και είναι ήδη γεγονός. Εβεβαιώθησαν περί αύτού πολλοί άνθρωπο, από όλας τάς τάξεις και τα επαγγέλματα, απλοϊκοί και αγράμματοι και συγχρόνως πολλοί εγγράμματοι και επιστήμονες και με μεγάλα αξιώματα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. ΄Ολοι σχεδόν οι προσκυνηται που είχαν έλθει από τα περίχωρα, από τα χωριά, από την Ήπειρον και από άλλα μέρη, εκτός από τους κατοίκους της πόλεως, πληροφορούμενοι το γεγονός ήρχοντο καθ' όλην την ήμέραν εις τον ναόν του Αγίου και περικυκλούντες την θεραπευθείσαν γυναίκα, ύπέβαλλον αυτήν και τον άνδρα της, καθώς και άλλους γνωστούς της, εις λεπτομερή ανάκρισιν. Κατάπληκτοι δε ήκουον την ιδίαν την γυναίκα να διηγείται την προηγουμένην θλίψιν της, θαυμάζοντες δε δια την θεραπείαν της έδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον, αποδίδοντες εις την Θείαν παντοδυναμίαν το θαύμα».
Γιά το επόμενο θαύμα υπάρχει στο αρχείο του Ιερού Ναού του Αγίου πρακτικό της 14ης Δεκεμβρίου 1948. Η Αγγελική Παπαφλωράτου είχε γεννηθεί στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς. Το 1948, σε ηλικία 42 χρόνων, ζούσε στην Πάτρα και ήταν άγαμος. Προ δεκαετίας είχε προσβληθεί από δαιμόνιο και βασανιζόταν αρκετό καιρό. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να τη θεραπεύσουν. Την οδήγησαν όμως οι δικοί της στο ναό του αγίου Γερασίμου, όπου βρίσκεται και το σεπτό του λείψανο και θεραπεύτηκε. Ίσως μερικοί ακούγοντας αυτά να τα θεωρήσουν αστεία και ανάξια προσοχής, αλλά είναι σύμφωνα με όσα το Ιερό Ευαγγέλιο λέει ότι έκαμε ό Χριστός, που είπε: «Αμήν, αμήν λέγω ύμιν, ο πιστεύων εις έμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει». Και μόνο η παραφροσύνη της απιστίας του ορθολογισμού αρνείται την αλήθεια του Αγίου Ευαγγελίου. Τον Όκτώβρη λοιπόν του 1947 προσέβαλε την Αγγελική Παπαφλωράτου η ίδια δαιμονική νευρική κρίση. Υπέφερε σοβαρά και μόνο κατά μικρά διαλείμματα ησύχαζε κάπως. Την οδήγησαν και πάλι στο ναό του αγίου Γερασίμου, στην Κεφαλλονιά, όπου έμεινε αρκετές μέρες χωρίς όμως να θεραπευτεί. Ξαφνικά μια μέρα, πού την έπιασε πάλι ή κρίση, φώναξε τους συγγενείς της πού την συνόδευαν: «Δε θα μείνουμε εδώ. Στό Σπύρο θα πάμε». Οι συγγενείς της την οδήγησαν στο σπίτι της στην Πάτρα χωρίς να θεραπευτεί. Στίς 11 Δεκεμβρίου όμως, πού αρχίζει στην Κέρκυρα ή τριήμερη γιορτή του αγίου Σπυρίδωνος, έφθασε πολύ πρωί στο νησί. Τη συνόδευαν ή μητέρα της και άλλοι συγγενείς της. Την έφεραν στο ναό του Αγίου καί επειδή ήταν ήρεμη, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και τήν οδήγησαν στον Ιερέα. Εξομολογήθηκε και κοινώνησε τα Αχραντα Μυστήρια. Το απόγευμα της ίδιας μέρας και όλη τη νύχτα έμεινε στο ναό και παρακολούθησε την αγρυπνία. Την άλλη μέρα 12 Δεκεμβρίου, η Αγγελική Παπαφλωράτου με την επίβλεψη της μητέρας και των συγγενών της παρακολουθούσε την Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Ήταν πεσμένη δεξιά στο βάθος του ναού. Την ώρα της Μεγάλης Εισόδου, μόλις οι Ιερείς βγήκαν με τα Άγια από τη θύρα του Αγίου Βήματος, ξαφνικά την έπιασε ή δαιμονική νευρική κρίση και φώναξε με φοβερές κραυγές: «Φεύγω, Σπύρο! Φεύγω, Σπύρο!» Ταυτόχρονα βγήκε από το στόμα της σαν λευκός καπνός δυνατή πνοή ανέμου. Ή Αγγελική θεραπεύτηκε. Αμέσως δε πήγε με τα γόνατα μαζί με τη μητέρα της και προ­σκύνησε τα πόδια του Αγίου πού ήταν εκτεθειμένος όρθιος για προσκύνηση, όπως συνηθίζεται αυτές τις μέρες. Το εκκλησίασμα παρακολούθη­σε με έκπληξη όσα έγιναν. Κατάλαβαν όλοι ότι έγινε θαύμα και με δάκρυα και φωνές συγκινή­σεως επικαλούνταν το όνομα του Αγίου. Το θαύμα διαπιστώθηκε και από τον Μητροπολίτη πού λειτουργούσε την ώρα εκείνη. Γιατί οι άγρι­ες φωνές της Παπαφλωράτου συντάραξαν όλο το εκκλησίασμα. Από τότε η γυναίκα έμεινε ε­ντελώς υγιής.
Τόν ίδιο χρόνο 1948, στις 11 Δεκεμβρίου, την παραμονή της γιορτής του αγίου Σπυρίδωνος ήρθε στην Κέρκυρα η σύζυγος του Κωνσταντίνου Δεμίρη από το Ζαγόρι της Ηπείρου και έφερε το γιό τους Γεώργιο 11 ε­τών, για να τον θεραπεύσει ο Άγιος. Ο μικρός Γεώργιος είχε γεννηθεί άλαλος. Οι γονείς του εί­χαν καταφύγει σε πολλούς γιατρούς, αλλά η επιστήμη δεν μπόρεσε να τον θεραπεύσει. Πριν να έρθουν στην Κέρκυρα είχαν επισκεφτεί για προσκύνημα τις περισσότερες εκκλησίες της Ηπείρου και παρακαλούσαν το Θεό για τη θεραπεία του παιδιού τους. Το 1948, λίγες μέρες πρίν από τη γιορτή του αγίου Σπυρίδωνος, ή μητέρα του παιδιού είδε στο όνειρο της ότι ο Άγιος θεράπευσε το παιδί της. Διηγήθηκε στο σύζυγο της το όνειρο και εξέφρασε την επιθυμία να φέρει το παίδι στην Κέρκυρα, στην εκκλησία του Αγίου, όπου έρχονται και τόσοι άλλοι άρρωστοι για θεραπεία. ΄Ετσι, με τη συγκατάθεση του συζύγου της, η μητέρα πήρε το βουβό παιδί τους Γεώργιο και πεζοπορώντας από το Ζαγόρι έφθασαν κοντά στην Ηγουμενίτσα. Μόλις τότε βρήκε μέσο συγκοινωνίας. Άλλα δεν έχασε την ελπίδα της. Στις 11 Δεκεμβρίου, πού αρχίζει ό τριήμερος εορτασμός για τη μνήμη του Αγίου, ήταν στην Κέρκυρα. Ήρθαν στο ναό του Αγίου και προσευχήθηκαν με πίστη και στίς δύο αγρυπνίες και τη Θεία Λειτουργία της 12ης και 13ης Δεκεμβρίου.
Στις 4 το απόγευμα αυτής της μέρας, πού γίνεται μέσα στο ναό λιτάνευση με τρεις περιφορές του ιερού λειψάνου του Αγίου, πρίν τον τοποθετήσουν και πάλι στη Λάρνακα και τελειώσει το προσκύνημα, η μητέρα έβαλε το παιδί να πέσει κάτω για να περάσει από πάνω του το ίερό και σεβάσμιο λείψανο. Και τότε, μόλις το ιερό του Αγίου λείψανο που κρατούσαν οι Ιερείς, πέρασε από πάνω του, ο άλαλος Γεώργιος Δεμίρης, σηκώθηκε γεμάτος χαρά και φώναξε στο εκκλησίασμα: «Γεια σας! Γεια σας!». Από το πλήθος, που κατάλαβε αμέσως ότι έγινε θαύμα, ακούστηκαν φωνές συγκινήσεως, δοξολογίας και ευχαριστίας προς το Θεό και τον Άγιο. Μερικοί ναύτες πού βρέθηκαν κοντά στο παιδί, το σήκωσαν στην αγκαλιά τους για να το οδηγήσουν στην Αστυνομία, άφού τον περιφέρουν στην αγορά. Άλλα ο πριν άλαλος και τότε θεραπευμένος Γεώργιος φώναξε: «΄Οχι στην Αστυνομία! Στου Πετεινού! Στου Πετεινού!». Εννοούσε δε γνωστό άνθρωπο μ' αυτό το επίθετο, πού φιλοξένησε αυτόν και τη μητέρα του. Εξαιτίας αυτού του θαύματος το πλήθος του λαού αντί να διαλυθεί συγκεντρωνόταν περισσότερο στο ναό, θέλοντας να δει το παίδι πού είχε θεραπευτεί. Τότε ό Ιερεύς Κωνσταντίνος Σκαφιδας σήκωσε το Γεώργιο στην αγκαλιά του, ανέβηκε στα σκαλιά της Ωραίας Πύλης και τον έδειξε στο πλήθος, ενώ ό θεραπευμένος μικρός γεμάτος χαρά χαιρετούσε το πλήθος με το χέρι του και συγχρόνως έλεγε: «Γειά σας! Γειά σας!» Ευτυχισμένος δε για τη θεραπεία του γύρισε στο χωριό του με τη μητέρα του και παρέμεινε υγιής.

Παρόμοιο με το προηγούμενο είναι και το έξης θαύμα, πού δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Ειδήσεων» της 5ης Απριλίου 1951. Στις 30 Μαρτίου στο χωρίο Καστρί της Ηπείρου, στην περιοχή της Ηγουμενίτσας, πέθανε η μητέρα της Ευθυμίας Χίσα του Δονάτου. Από την ώρα εκείνη η Ευθυμία, ηλικίας 32 χρόνων, έχασε τη φωνή της και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο αδελφός της Απόστολος Χίσας 25 ετών, έφερε τη βουβή αδελφή του στην Κέρκυρα για να την εξετάσει γιατρός. Αλλά η βουβή Ευθυμία με χειρονομίες και νεύματα έδειξε στον αδελφό της, ότι ήθελε να την οδηγήσει στην εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνος. Ήταν Τρίτη 3 Απριλίου και ώρα 8.30 βραδινή. Η επιθυμία της έγινε. Ο Ιερεύς Κωνσταντίνος Σκαφιδάς έκαμε σύντομη Παράκληση και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Διάβασε τη σχετική ευχή και σφράγισε την άρρωστη με τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο της έδωσε κατόπιν να ασπαστεί. Αμέσως ή βουβή Ευθυμία ξαναβρήκε τη φωνή και την ομιλία της! Και την άλλη μέρα 4 Απριλίου, αφού ασπάστηκε τα πόδια του Αγίου, έφυγε υγιής για την πατρίδα της.

Πηγή: «Ο Άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός" - ΄Εκδοση Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού Κερκύρας.