Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΩΝ ΛΕΙΨΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ


Το νησί με ιστορική ονομασία «η Λειψώ» και νεότερη «οι Λειψοί», βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της Δωδεκανήσου, στα ανατολικά του Αιγαίου και υπάγεται εκκλησιαστικώς στη νήσο Πάτμο, αφού μαζί με αυτή δωρήθηκε το 1088 μ.Χ. στον όσιο Χριστόδουλο τον Λατρηνό από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο τον Κομνηνό.
Μάλιστα από το έγκυρο βιβλίο «Βραβείον» της Ιεράς Μονής του Οσίου στην Πάτμο πληροφορούμαστε, ότι το 1550 μ.Χ. περίπου έφτασαν στη Λειψώ οι πρώτοι ασκητές. Μα το εντυπωσιακό του ερχομού των μοναχών αυτών, ως προμήνυμα της οσιότητάς τους, το διαφυλάσσει η τοπική λαϊκή παράδοση, που μεταδίδει, ότι οι πρώτοι εκείνοι αναχωρητές, ξεκινώντας από την Πάτμο, άπλωσαν τα ράσα τους στη θάλασσα, ανέβηκαν επάνω και εκείνα με την ευλογία του Κυρίου τους έφεραν στη Λειψώ, στον ορμίσκο με τη σημερινή ονομασία Κοίμηση (της Θεοτόκου).
Από τον ορμίσκο αυτόν ξεκινά μια κατάξερη πλαγιά, «η Σκάφη». Αυτή διάλεξαν οι πρώτοι εκείνοι ασκητές, για να χτίσουν το ησυχαστήριό τους, γιατί σ' αυτή τους την επιλογή συνηγορούσε η αυστηρή όψη του τοπίου, που ταίριαζε με το αυστηρό ασκητικό ύφος τους.
Αλλ' όμως μύριες δυσκολίες τους παρουσίασε η αφιλόξενη πλαγιά Σκάφη, εμποδίζοντάς τους να ριζώσουν στο χώμα της. Και τί με αυτό; Οι ισάγγελοι εκείνοι ερημίτες αντέταξαν στις δυσκολίες την ουρανοθέμελη πίστη τους και πύργωσαν πρώτα απ' όλα την εκκλησία του Θεού, τοποθετώντας Κυρά της την ιερή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από την οποία ονομάστηκε το Κάθισμά τους και όλη η γύρω περιοχή.
Η εκκλησία και όχι τα κελιά τους υπήρξε το πρώτο μέλημά τους. Πάλεψαν με τα άγρια βράχια και τα μέριασαν για να δημιουργήσουν το οικόπεδο της εκκλησίας. Πάλεψαν με την λειψυδρία, στην οποία αντέταξαν τον ιδρώτα τους και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους. Και ο δωρεοδότης Θεός αντάμειψε τον αγώνα και την αγωνία τους και τους δώρισε μια πηγή ορμητική, που γι' αυτό την ονόμασαν «Άγριο Νερό», που μέχρι σήμερα τρέχει απ' τα σπλάχνα της γης. Και αφού έχτισαν την κατοικία της ιερής εικόνας της Θεοτόκου, βρήκαν έτοιμες ατομικές τους κατοικίες τις γύρω από την εκκλησία μικρές σπηλιές, που ξεκούραζαν για λίγο τα κατάκοπα κορμιά τους από τον ολοήμερο μόχθο και την ολονύχτια προσευχή. Και η ασκητική ολιγάρκειά τους θεωρούσε τη στενότητα των μικρών σπηλιών απεραντοσύνη των ωκεανών. Μέσα σ' αυτές οι Όσιοι εκείνοι ασκητές είχαν γόνατα, για να τα λυγίζουν μέχρι τη γη προσευχόμενοι, έστω και αν ήταν τρεμογόνατοι οι γεροντότεροι. Είχαν χέρια, για να τα υψώνουν προς το ουράνιο κατοικητήριο του προτύπου τους Ιησού, έστω και αν ήταν ροζιασμένα των νεοτέρων και τρεμάμενα των ηλικιωμένων.
Ως δεύτερο επιτακτικό μέλημά τους υπήρξε ο Άρτος και ο Οίνος για τη Θεία Κοινωνία. Γι' αυτό μετέφεραν στους ώμους τους χώμα από μακρινή γόνιμη γη και δημιούργησαν μια μικρή έκταση, για να καλλιεργήσουν σιτάρι και αμπέλι και να εξασφαλίσουν έτσι τις υλικές προϋποθέσεις της Θείας Μεταλήψεως. Και καθώς κυλούσαν τα χρόνια, η αίγλη του Ησυχαστηρίου της Κοιμήσεως προσείλκυε και άλλους ασκητές και μάλιστα, όπως διέσωσε η παράδοση, μερικούς «Κολλυβάδες» από το Άγιο Όρος. Έτσι ιδρύθηκε δεύτερο ησυχαστήριο στην παράλια με την ονομασία «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», που απέχει μόλις 800 μέτρα από το πρώτο. Οι εδώ ασκητές καλλιέργησαν και την ελιά, για να εξοικονομήσουν με τον καρπό της άσβεστη τη φλόγα των καντηλιών μπροστά στις εικόνες, πλάι στη δική τους φλόγα την ακοίμητη της πίστεως και του αγώνα τους, καθώς ο ιδρώτας και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους λες και πότιζαν τα μικρά ελαιόδεντρα και θέριευαν, ως μαρτυρούν τα μέχρι σήμερα απομεινάρια τους.
Διάβαιναν οι αιώνες, ενώ παρακολουθούσαν τους ένθεους εκείνους ασκητές στα δύο ησυχαστήρια πώς εγκατέλειπαν εγκόσμια αγαθά και ζούσαν τις στερήσεις της ερημιάς στο βουνό Σκάφη, αλλά και πώς ανέπνεαν το άρωμα της παρουσίας του Θεού και έσμιγαν τις ψαλμωδίες τους με εκείνους που ανέπεμπαν οι φτερωτοί ψάλτες, τα πουλιά, προς τον ουράνιο Πατέρα, ενώ η ιερότητα του χώρου όλο και περισσότερο μύρωνε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Μέσα σ' αυτή εγκαταβίωναν δεκάδες ασκητές, που το τέλος της επίγειας ζωής τους κατέγραφε το «Βραβείον» της Ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Ανάμεσά τους αποθησαύρισε και το μαρτυρικό τέλος πέντε μοναχών, που προκάλεσαν Τούρκοι δυνάστες του τόπου μας. Παραβίασαν δυστυχώς την ιερότητα του χώρου. Τον πότισαν με το καθαγιασμένο αίμα πέντε Οσιομαρτύρων ασκητών της Κοιμήσεως. Και να πώς:
Αναλογίσου, αγαπητέ αναγνώστη, να πεθαίνει αιμόφυρτος ένας άκακος άνθρωπος από τον άγριο ξυλοδαρμό, που δίνει στο κορμί του ένας άλλος συνάνθρωπός του αιμοχαρής, ενώ το «Βραβείον» θα γράψει: «[1]635 (τω αυτώ) μηνί απ[ριλλ]ίω επίασε [ν ο μ] πεκήρ-πασιάς τον εν μονα[χοίς] Ιωνάν τον Γαρμπ[ήν], τον [εκ Νη]σύρου [κ]αι [έδ]ειρεν αυτόν, όπου απέθανεν".
Συλλογίσου, ομόθρησκε αναγνώστη, το φρικτό θάνατο ενός αθώου να νιώθει την αιματοβαμμένη σάρκα του να κόβεται κομμάτι κομμάτι με ένα τσεκούρι, που ανεβοκατεβαίνει στα χέρια ενός μανιασμένου αλλόθρησκου, ουρλιάζοντας με σαρκασμό. Και το «Βραβείον» θα ιστορήσει: «Τω αυτώ έτει επίασαν οι λεβέντες εις τον Λειψόν τον εν μοναχοίς Νεόφυτον τον Φαζόν, και εφόνευσαν αυτόν διά σκεπάρνου και αρχήσαμεν το μνημόσυνον και την έξοδον αυτού Δεκεμβρίου 8».
Κοίταξε, φιλόθεε αναγνώστη, ένα τετράλογχο σιδερένιο φονικό όργανο, το αλιευτικό «καμάκι» πώς το μπήγει ο αλλόφυλος δυνάστης στο λαιμό του γέροντα Ασκητή, πώς ξεσχίζει τις σάρκες του, ενώ το «Βραβείον» θα γράφει: «Το αυτό έτος (1696) εκυμήθει ο αγιώτατος εν μοναχοίς Παρθένιος, απ' την Φυλιπόπολιν, αναχωρητής εις το άγριον το νερόν, ο θάνατος αυτού με καμάκιον ετρυπίθη εις τον λεμόν κ(αι) ο αφέντης ο Θεός να τον αναπαύσει».
Ρώτησε, φιλόθεε αναγνώστη, αυτούς τους φονιάδες με τα ματωμένα χέρια, για ποια αιτία κατακρεουργούν δύο άλλους μοναχούς; Άκουσε την απάντησή τους: "Διαφεντεύουμε αυτόν το σκλάβο τόπο και σαν αφέντες του δεν χρειαζόμαστε αιτία, για να σκοτώσουμε ούτε δίνουμε λόγο σε κανένα". Και το «Βραβείον» θα μαρτυρεί: «αφνη' (1558) απριλ(ί)ω στ' (6) εφονεύθη υπό των αγαρηνών εις τον Λειψόν Νεόφυτος μοναχός, ο Αμοργινός". «αφξα' (1561) Φεβρουαρίου κη' (28) εφονεύθη εις τον Λειψόν ο δούλος του Θ(εο)ύ Ιωνάς μοναχός ο Λέριος».
Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος των μακαριστών ασκητών. Μείνετε λοιπόν ξαπλωμένοι στη γη που ποτίσατε με δάκρυα, ιδρώτα και αίμα, αδικοσκοτωμένοι Γέροντες. Θα σας κηδέψουν με βουβό θρήνο οι συνασκητές σας, ενώ εμείς θα σας διατηρούμε στη μνήμη μας με σεβασμό. Και ο μέχρι τώρα σιωπηλός Θεός, που δεν παρεμβαίνει, για να παίρνει ο καθένας μας ακέραιη την ευθύνη των κακών του πράξεων ή τον έπαινο των καλών, σας έχει καταξιώσει στη συνείδηση των κατοίκων του νησιού. Γι' αυτό σας θεωρούμε και σας τιμούμε ως καταξιωμένους Οσιομάρτυρες.

Ο Επιστάτης του Ιερού Προσκυνήματος
Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου Νικηφόρος Κουμουνδούρος

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την εν χρόνοις ποικίλοις πεντάδα ένθον οσιοάθλων πατέρων εν τη Λειψώ, ιεροίς αγωνίσμασιν αθλήσασαν τιμήσωμεν, συν Νεοφύτω, Ιωνά, άλλω θείω Ιωνά, Παρθένιον και φωσφόρον ευχής, Νεόφυτον, φάρον, αυτών λιτάς απεκδεχόμενοι.

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Λειψώ την νήσον, θεοφόροι, ηγιάσατε ιδρώτων όμβροις και αιμάτων ταις εκχύσεσι ταις υμών, οσιομάρτυρες τροπαιούχοι, Ιωνά συν Νεοφύτων ζεύγοι έμφρονι και συν άλλω Ιωνά, κλεινέ Παρθένιε, ανακράζοντες. Χαίροις, γέρας πεντάριθμον.

 Μεγαλυνάριον
Χαίροις, των αγίων Λειψών πεντάς, Οσιομαρτύρων, ω Νεόφυτε, Ιωνά, συν τω Νεοφύτω και Ιωνά τω άλλω, Παρθένιε παμμάκαρ, πίστεως μάργαρα.
















ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ (+ 1803)

 Ο Πολύδωρος καταγόταν από την Κύπρο και μάλιστα από την Λευκωσία. Ο πατέρας του ωνομαζόταν Λουκάς και η μητέρα του Λουρδανώ. Αφού έμαθε γράμματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και έκανε πολλά ταξίδια. Ιδίως στην Αίγυπτο. Το 1793 ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο έτυχε να προσκληθή από ένα αρνησίχριστο Κιεσίφη Ζακύνθιο και να γίνη γραμματικός του. Κάποια μέρα ήταν σε γλέντι μαζί με τον Κιεσίφη και παρασυρόμενος μέθυσε. Αποτέλεσμα ήταν να αρνηθή την πίστι του και να δεχθή τον Μωαμεθανισμό.

Ο Πολύδωρος όμως ήταν άνθρωπος με αγαθή διάθεσι, γι' αυτό, όταν κατάλαβε το σφάλμα του, μετανόησε και μόλις βρήκε ευκαιρία πήγε στην Βηρυττό στον Αρχιερέα και εξωμολογήθηκε την αμαρτία του. Ο Αρχιερέας τον συγχώρησε και τον έστειλε σ' ένα μοναστήρι στον Λίβανο, για να μείνη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή και μετά το Πάσχα να τον μυρώση. Αλλά επειδή κινδύνευσε εξ αιτίας του ο Αρχιερέας, ο Πολύδωρος έφυγε και πήγε στο Άκρα (Πτολεμαΐδα) για να κάνη την ομολογία του. Εκεί βρήκε τα πράγματα αντίθετα και σαν άκουσε ότι πρέπει να κάμη την ομολογία πίστεως εκεί όπου έκαμε την άρνησι, έφυγε πάλι για την Αίγυπτο. Αλλά στο δρόμο εμποδίστηκε από τρικυμία και βγήκε στη Γιάφα, από εκεί με ένα Σάμιο πλοίο έφτασε στη Χίο, αλλά και εδώ εμποδίσθηκε να κάμη ομολογία. Έπειτα από μερικές μέρες πήγε στη Σμύρνη. Οι εκεί Χριστιανοί όμως του είπαν να φύγη, γιατί οι Τούρκοι της περιοχής ήταν εξαγριωμένοι κατά των Χριστιανών, γιατί είχε αρνηθή εκείνες τις ημέρες τον Μωαμεθανισμό και είχε μαρτυρήσει κάποιος Δερβίσης, έτσι μια νέα άρνησι θα ήταν κίνδυνος για τους Χριστιανούς.
Ο Πολύδωρος έπειτα από όλες αυτές τις άκαρπες προσπάθειες γύρισε πάλι στη Χίο. Εκεί συνάντησε κάποιο Πνευματικό Πατέρα, που του έδωσε μια σοβαρή συμβουλή. Τον συμβούλευσε να οπλισθή με πνευματικά όπλα, διότι επρόκειτο για την πίστι του ν' αντιμετωπίση την εξουσία. Άρχισε, λοιπόν, ν' αγωνίζεται με νηστείες, προσευχές και παρακλήσεις στην Θεοτόκο. Είχε πλέον πλήρως συναισθανθή το σφάλμα του και με δάκρυα ζητούσε την θεία άφεσι. Έπειτα από σαράντα μέρες άσκησι έκαμε την ομολογία του και χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο κοινωνώντας και των Αχράντων Μυστηρίων.
Συνοδευόμενος από ένα άλλο ζηλωτή της πίστεως ήλθε στην Νέα Έφεσο, με μοναδικό σκοπό να δώση τη ζωή του στο Χριστό με μαρτύριο. Ο διάβολος φυσικά με πολλές σκέψεις προσπαθούσε να τον αποτρέψη, αλλά ο Πολύδωρος με πολλή προσπάθεια και προσευχή νικούσε.  Ήταν η πρώτη Σεπτεμβρίου όταν πήγε στον Μουφτή  και του λέγει:
"Εγώ, Αφέντη, αγόρασα δυο πιστόλες. Η μια είναι πολύ καλή και στέρεα, η δε άλλη είναι ελαττωματική και τα στολίδια που έχει απ' έξω, για να φαίνεται ωραία, τα δοκίμασα και είναι κίβδηλα. Γι' αυτό δεν την θέλω, αλλά νομίζω ότι είναι νόμιμο να την δώσω πίσω. Εσύ τί λες, Αφέντη";
"Ναι, είναι νόμιμο", απάντησε ο Μουφτής.
"Δος μου φετφά" , του λέγει ο Πολύδωρος.
Ο Μουφτής του δίνει τον φετφά και ο Άγιος φεύγει για να συναντήση τον Κριτή.
"Έχω μια υπόθεσι", του λέγει.
"Ποιά υπόθεσι"; ρωτά ο Κριτής.
Ο Πολύδωρος του διηγείται τότε την υπόθεσι της πιστόλας. Ο Κριτής τον ξαναρωτά:
"Ποιός είναι ο αντίδικός σου";
"Εσύ είσαι ο αντίδικός μου", του λέγει ο Πολύδωρος.
"Τί σου έκαμα;" ρωτά έκπληκτος ο Κριτής. "Εγώ άλλη φορά δεν σε είδα".
"Σήμερα, είναι δέκα χρόνια, που με γέλασες και με έκανες ν' αρνηθώ την πίστι μου και μου έδωσες την δική σου, κάνοντάς με Τούρκο. Εγώ έφυγα από 'δω μακριά και άνοιξαν τα μάτια μου και είδα ότι έσφαλα αφήνοντας την πίστι μου. Τώρα ήλθα να σου δώσω πίσω την σφραγίδα που μου έδωσες και να πεθάνω Χριστιανός".
"Εγώ δεν σε γνωρίζω, ούτε σε είδα άλλη φορά", απάντησε ο Κριτής. "Πώς λες, ότι εγώ σε έκανα Τούρκο";
Ο Μάρτυρας τότε αποκρίθηκε:
"Ναι, δεν με είδες άλλη φορά, αλλά εδώ που τώρα κάθεσαι συ, καθόταν άλλος προηγουμένως, ίδιος στο αξίωμα με σένα, γι' αυτό θεωρώ ότι συ με έκανες τέτοιον".
Του λέγει τότε ο Κριτής:  "Παιδί μου, αφού θέλης να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις και ζήσε όπως θέλεις. Γίνε Φράγκος, Αρμένιος, ό,τι σ' αρέσει. Κράτησε όποια θρησκεία είχες".
"Χριστιανός θέλω να είμαι", αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.
"Καλά, κάμε ό,τι θέλεις", του λέγει ο Κριτής.
Και ο Μάρτυρας: "Τούτο το σημείο, που έβαλες πάνω μου δεν μπορώ να το βλέπω και ήρθα να σου το επιστρέφω".
Λέγοντας σημείο ο Πολύδωρος εννοούσε την περιτομή.
Ο Κριτής έκπληκτος απαντά:
"Μήπως έχασες το νου σου";
"Όχι, εγώ το νου μου τον έχω και ξέρω τι ζητώ".
Άρχισε έπειτα από τον διάλογο ο Κριτής να τον έρωτα για την καταγωγή του, για τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο, που αρνήθηκε την πίστι του και έγινε Μωαμεθανός. Κατά την συνομιλία άλλοτε τον κολάκευε και άλλοτε τον απειλούσε με βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι έτσι θα τον μεταπείση. Αλλά ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού μιλούσε με παρρησία και τόνιζε την απόφασί του, ότι αρνείται τον Μωαμεθανισμό και ότι τα βασανιστήρια καθόλου δεν τον τρομάζουν. Ο Κριτής σκληρύνθηκε από την στάσι του Πολυδώρου και διέταξε να τον φυλακίσουν. Στο μεταξύ ο Κριτής παρήγγειλε στο Μουφτή ότι δεν έπρεπε να δώση τέτοιο φετφά, γιατί τους ντρόπιαζε και τους ταπείνωνε.
Στη φυλακή του Μάρτυρα ήταν κι ένας νέος, που επρόκειτο να αποφυλακισθή. Σ' αυτόν έδωσε ο Μάρτυρας το Σταυρό του, για να μην τον καταπατήσουν οι αλλόπιστοι και λίγα χρήματα, που είχε πάνω του, λέγοντας:
"Δος τα αυτά στους Ιερείς και πες τους να παρακαλούν τον Θεό να με στηρίξη".
Την άλλη μέρα τον έβγαλαν και τον έστησαν εμπρός σ' όλους τους εκπροσώπους της εξουσίας, Μουφτή, Εμίρ Εφέντη, Βοϊθόδα κι άλλους. Τον ρωτούν, λοιπόν, πρώτα αν σκέφθηκε σοβαρά και μετανόησε, κι ο Μάρτυρας απαντά: "Εγώ και καλά σκέφτηκα και τον νου μου τον έχω. Ζητώ και διψώ τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό και δεν τον αρνούμαι ποτέ πια".
Όλοι μαζί οι Τούρκοι επίσημοι τότε του είπαν: "Αφού θέλης να είσαι άπιστος, φύγε και πήγαινε όπου θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς". Αλλά ο Μάρτυρας ζητούσα να επιστρέψη την σφραγίδα. Εκείνοι του έλεγαν να σκεφθή καλά, αλλά ο Άγιος ετόνιζε ότι δεν φοβάται τον θάνατο και θέλει να μάχεται για την ευσέβεια και όχι για την ασέβεια (αυτά δε τα λόγια τα είπε σε Αραβική γλώσσα). Οι Τούρκοι απόρησαν και του επρότειναν να τον νυμφεύσουν και να του δώσουν χρήματα πολλά, αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι τον Ιησού θέλει και είναι πρόθυμος να πεθάνη γι' Αυτόν.
Και πάλι οι Κριτές προσπάθησαν να τον δελεάσουν υποσχόμενοι δώρα ή απειλώντας με θάνατο, μάταια όμως. Τέλος τον έρριξαν πάλι στη φυλακή και έδωσαν την άδεια στο πλήθος να τον βασανίση, όπως ήθελε. Η θηριωδία και η βαρβαρότητά τους βρήκε πολλούς τρόπους μαρτυρίων. Άλλοι του έβαζαν στους ώμους και στις μασχάλες πυρακτωμένα κεραμίδια, άλλοι του φορούσαν στο κεφάλι πυρακτωμένο στεφάνι και άλλοι τον κτυπούσαν και τον πλήγωναν. Την άλλη ημέρα ήταν Κυριακή, πάλι βγάζουν τον Άγιο από την φυλακή και τον φέρνουν στους Δικαστές. Εκείνοι τον ρωτούν: "Ήλθες στον εαυτό σου; Μετανόησες;"
"Εγώ σας είπα - λέγει ο Μάρτυρας -  στον εαυτό μου είμαι, τον νου μου τον έχω. Τί με πειράζετε;"
Τότε του λένε: "Άλλο περιθώριο δεν έχεις για να σκεφθής. Έφθασε το τέλος σου".
"Εγώ τον Ιησού μου δεν αρνούμαι. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω".
Και πάλι οι Κριτές: "Παιδί μου, να η αγχόνη, στοχάσου τι έχεις να χάσης".
Κι ο Μάρτυρας τους λέει: "Αυτό ζητώ κι εγώ".
Πεισμωμένοι οι δικαστές έλεγαν μεταξύ τους: "Αυτοί οι Χριστιανοί, όταν πουν τον λόγο δεν τον παίρνουν πίσω".
Ένας φανατικός Τούρκος πείραζε τον Μάρτυρα λέγοντάς του: "Δέκα χρόνια που ήσουν Τούρκος, δεν προσκύνησες στο προσκύνημά μας;"
"Όχι, όχι" απάντησε ο Άγιος.
"Αλλά του Μπαϊραμίου το προσκύνημα δεν το έκαμες";
Ο Πολύδωρος έβλεπε ότι είναι ανώφελο να συζητά μαζί του και να αποσπάται από την προσευχή, γι' αυτό του λέγει: "Τί με πειράζεις, άνθρωπέ μου;"
"Δεν βλέπεις την αγχόνη;" ρωτά ο Τούρκος.
"Αυτή ζητώ κι εγώ, ας πάμε όσο γίνεται γρηγορώτερα".
Τον άρπαξαν τότε με αγριότητα, του έβγαλαν τα ενδύματα, του έδεσαν πίσω τα χέρια και τον παρέδωσαν για να κρεμασθή. Με εξευτελιστικά λόγια και με έργα θηριωδίας τον έφεραν στον τόπο των καταδίκων. Τον ρώτησαν πάλι μήπως μετάνοιωσε και πήραν την απάντησι: "Ταλαίπωροι, η πίστι σας είναι πλάνη, είναι ματαιότητα. Η πίστι των Χριστιανών είναι αλήθεια. Με όσα μου κάνετε θα πάω πιο νωρίς στον Παράδεισο. Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι".
Τότε εξαγριωμένοι οι Τούρκοι τράβηξαν το σχοινί της αγχόνης και ο Πολύδωρος βρήκε μαρτυρικό τέλος. Εκείνη τη νύχτα έμεινε στην αγχόνη και οι άπιστοι του αφαίρεσαν τα ενδύματα και τον άφησαν γυμνό. Έμεινε το άγιο Λείψανό του τρεις μέρες στην αγχόνη. Τέλος διέταξαν ένα Χριστιανό να τον κατεβάση και τον έθαψαν πάνω από τα μνήματα των Αρμενίων. Ο Μάρτυς έγινε στήριγμα ευσεβείας για τους Χριστιανούς και εντροπή για τους Μωαμεθανούς.
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  3η  Σεπτεμβρίου.



ΑΠΟΛΥΤIΚION
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μετανοίας τοις δάκρυσι προεκάθηρας είτα στίγμασι, Μάκαρ, του μαρτυρίου σαυτόν, ως εν ακτίσι φαειναίς κατελάμπρυνας, όθεν ως Μάρτυρα στερρόν και παθημάτων κοινωνόν, Χριστού του Θεού εν ύμνοις, Πολύδωρε Αθλοφόρε, σε ευφημούντες μεγαλύνομεν.


ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος πλ. δ'. Τη υπερμάχω.
Της ημετέρας γενεάς το ακροθίνιον, δεύτε συμφώνως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, τον πανένδοξον Πολύδωρον τον εκ Κύπρου, εν Εφέσω δε τη Νέα εναθλήσαντα και τους Άγαρ απογόνους καταισχύναντα και δοξάσαντα, το Χριστού θείον όνομα.

Πηγή: Ιστοσελίδα  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΝΙΚΟΛΑΟΣ  Ο  ΠΑΝΤΟΠΩΛΗΣ 
(+ 1672)
 
Ο Νικόλαος, ο ένδοξος Νεομάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε στο Καρπενήσι της Ευρυτανίας από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Οι γονείς του τον ανάθρεψαν πολύ καλά και Χριστιανικά και τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε 15 ετών τον πήρε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν παντοπώλης και τον είχε στο εργαστήρι του σ’ ένα μέρος που λεγόταν Ταχτά Καλέ.
Απέναντι απ’ το εργαστήρι του είχε το κουρείο του ένας Αγαρηνός φίλος του πατέρα του και που ήξερε καλά τα Τουρκικά γράμματα. Σ’ αυτόν λοιπόν έστειλε τον Νικόλαο ο πατέρας του για να μάθει και Τουρκικά γράμματα. Αυτό φυσικά ήταν πολύ επικίνδυνο και μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες για τον νέο και να τον χωρίσει σιγά - σιγά απ' την πίστη του Χριστού.
Στον Νικόλαο όμως έγινε εντελώς το αντίθετο. Καθώς, λοιπόν, διδασκόταν τα Τουρκικά γράμματα και όπως ήταν πολύ έξυπνος, τα μάθαινε τόσο γρήγορα κι εύκολα, ώστε τον θαύμαζε ο δάσκαλός του και τον φθονούσε για τη γρήγορη πρόοδό του. Έτσι, έβαλε στο μυαλό του και πήρε την απόφαση αν βρει τρόπο να τουρκέψει τον νέο, να τον κάνει δηλαδή Μωαμεθανό. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, το εξής κακούργημα.
Μία μέρα φώναξε κι άλλους Τούρκους, αυτούς που τους έλεγαν Γενίτσαρους. και τους είπε: "O παντοπώλης αυτός έχει ένα γιο πολύ φρόνιμο και πολύ έξυπνο στα γράμματα, τόσο, ώστε μόλις του παραδώσω το μάθημα το μαθαίνει αμέσως. Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, να βοηθήσετε και σεις για να τουρκέψουμε ένα τέτοιο προκομμένο παιδί". Βρήκε ακόμη και τον τρόπο αυτός και τους τον εξήγησε κι εκείνοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν σ’ αυτό όσο μπορούν.
Έπειτα από λίγες μέρες έγραψε ο κουρέας το σαλαβάτι, δηλαδή την ομολογία της πίστεώς τους και το είχε έτοιμο. Όταν ήρθε για το μάθημα ο Νικόλαος, όπως συνήθιζε, αφού του παρέδωσε το μάθημα ο δάσκαλος, στο τέλος του έδωσε στα χέρια το σαλαβάτι και του είπε μπροστά στους Γενίτσαρους που είχαν έρθει εν τω μεταξύ.
"Διάβασε αυτόν τον τεσκερέν".
Πήρε το γράμμα ο Νικόλαος, χωρίς να ξέρει ότι είναι το σαλαβάτι τους, και το διάβασε. Αμέσως εκείνοι οι Τούρκοι, σύμφωνα με την εντολή του κουρέα, φώναξαν και του είπαν:
"Έγινες Τούρκος, Νικόλαε, γιατί διάβασες το σαλαβάτι".
Ξαφνιάστηκε από το τέχνασμα ο Νικόλαος και είπε:
"Είμαι Χριστιανός και όχι Μωαμεθανός, όπως λέτε εσείς. Εγώ είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλός μου".
Εκείνοι τότε άρπαξαν τον νέο και τον οδήγησαν με τη βία στον Καϊμακάμη, δηλαδή στον επίτροπο του Βεζύρη. Όταν τον πήγαν, λοιπόν, στον Καϊμακάμη άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν κι άλλοι κατηγορούσαν κι έλεγαν:
"Αυτός ο άνθρωπος, Αφέντη, έκανε σαλαβάτι μπροστά μας κι αν θέλεις να βεβαιωθείς για την αλήθεια δες και τον τεσκερέ που το έχει γραμμένο και το διαβάζει κάθε ώρα. Τώρα τον παρακινούμε να γίνει Τούρκος κι αυτός κοροϊδεύει την πίστη μας".
"Νικόλαε, αφού έγραψες και διαβάζεις το σαλαβάτι, γιατί έπειτα δε γίνεσαι Τούρκος"; του είπε ο Καϊμακάμης.
Τότε χωρίς καμιά δειλία και με τόνο πολύ έντονο αποκρίθηκε στον κριτή ο Νικόλαος:
"Σήμερα, ύστερα απ' το μάθημα, ο δάσκαλός μου μου έδωσε κι αυτό το γράμμα και μου είπε να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν ήξερα ότι είναι το σαλαβάτι σας. Εγώ, νόμιζα ότι επειδή είναι δάσκαλός μου είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι γράμμα μου δώσει".
"Επειδή, Νικόλαε, διάβασες το σαλαβάτι πρέπει να γίνεις Τούρκος", ξαναείπε ο Κριτής. "Εγώ έπειτα θα σού δώσω μεγάλο αξίωμα, όποιο θέλεις. Θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στα βασίλεια".
"Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου πιστεύω Θεό αληθινό", απάντησε ο Άγιος. "Οι τιμές και τα αξιώματα που μου υπόσχεσαι δε μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Στο Χριστό πιστεύω. για το όνομά Του πεθαίνω. Τούρκος δεν γίνομαι".
Βλέποντας ο Καϊμακάμης ότι δεν κατορθώνει τίποτε, κάνει το εξής: Διατάζει να δέσουν τα χέρια του πίσω και να τον κρεμάσουν σ’ ένα στύλο του μεγάρου του κι έπειτα του λέει:
"Νικόλαε, δες τι πρόκειται να σου κάνομε. Γι' αυτό γίνε με το καλό Τούρκος".
"Είσαι εξουσιαστής, γι' αυτό κάνε ότι θέλεις", απάντησε ο νέος. "Εγώ είμαι Χριστιανός. Δε λέει το κιτάπι σας (το Κοράνιο) να μη κάνετε Τούρκο με τη βία κανένα";
Τότε έδωσε διαταγή ο Κριτής να του κάνουν περιτομή, νομίζοντας ότι θα πεισθεί έτσι και θα ομολογήσει τη θρησκεία τους σαν αληθινή. Αυτός όμως πιο έντονα ακόμη φώναζε:
"Γιατί με κόβετε; Εγώ είμαι Χριστιανός. Στον Χριστό μου πιστεύω σαν Θεό αληθινό. Και το σώμα μου όλο αν το κατακόψετε σε μικρά κομματάκια τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Σ' Αυτόν πιστεύω, Αυτόν λατρεύω, Αυτόν έχω βοηθό, που στέκεται αόρατα και με δυναμώνει".
"Συ έκανες σαλαβάτι, Νικόλαε", του είπαν πάλι οι Τούρκοι, "κι εμείς σου κάναμε περιτομή, τώρα είσαι Τούρκος".
"Ψέματα λέτε, εγώ είμαι Χριστιανός και μόνο στον Χριστό μου πιστεύω", ήταν η σταθερή απάντηση του Αγίου.
Βλέποντας ο Καϊμακάμης ότι ούτε και με την περιτομή δεν κατόρθωσε τίποτε, έδωσε διαταγή να τον βάλουν στη φυλακή των κακούργων και των φονιάδων, δίνοντας παραγγελία στους φύλακες να μη του δώσουν ούτε ψωμί, ούτε νερό. Έτσι έμεινε στη φυλακή 65 μέρες. Έπειτα τον αποφυλάκισαν και τον πήγαν πάλι στον Καϊμακάμη, ενώ το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο και λαμπρό σαν να ήταν σε συμπόσιο γάμου. Οι κατήγοροί του εν τω μεταξύ φώναζαν:
"Ή να γίνει Τούρκος ή να θανατωθεί".
Ο Καϊμακάμης τον ρώτησε πάλι αν τυχόν μετανόησε και δέχεται την πίστη του Μωάμεθ. Αυτός όμως πήρε περισσότερο θάρρος και με μεγαλύτερη τόλμη φώναζε:
"Είμαι Χριστιανός και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμαι των Χριστό μου κι αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια".
Τον φυλάκισαν, λοιπόν, πάλι και συχνά τον έδερναν αλύπητα. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή και μαστιγωνόταν άσπλαχνα απ' τους αιμοβόρους δημίους, τον επισκέφθηκε ο Αγαρηνός που ήταν ιδιοκτήτης του εργαστηρίου κι επειδή ήταν πάμπλουτος του υποσχόταν να του δώσει την θυγατέρα του μαζί με πολύ μεγάλη προίκα και εργαστήρια με μεγάλη αξία, αν γινόταν Τούρκος. Αυτά όμως όλα τα θεώρησε ο Νικόλαος σαν όνειρα και σκιά και σκόνη.
"Εγώ, έλεγε, έχω πλούτο που δεν μπορούν να τον κλέψουν μέσα στην καρδιά μου, την πίστη του Χριστού μου. Αυτός μου έχει ετοιμάσει στον ουρανό δόξα αμάραντη και τιμή ανυπέρβλητη, χαρά και βασιλεία ατέλειωτη, που για το πολλοστημόριό της δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος".
Όταν τ' άκουσε αυτά απ' το Μάρτυρα ο Αγαρηνός, έφυγε άπρακτος. Έπειτα πάλι με διαταγή του Καϊμακάμη αποφυλάκισαν τον Άγιο και τον πήγαν στον Κριτή. Ο Κριτής βλέποντάς τον πολύ νέο και το πρόσωπό του φωτεινό άρχισε με πολλή ημερότητα να τον κολακεύει.
"Άκουσέ με, νέε μου, και μη θέλεις τόσο πρόωρα να χάσεις τη ζωή σου. Έλα στην πίστη μας και τότε θα καταλάβεις την ωφέλεια και το καλό της επειδή τώρα είσαι ανήλικος και δε μπορείς να καταλάβεις την αλήθεια".
"Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω", επανέλαβε με θάρρος πάλι ο μάρτυρας. "Γιατί καθυστερείτε; Αυτή τη χάρι μόνο σας ζητώ, να μου δώσετε όσο γίνεται γρηγορότερα τον θάνατο".
Ακούγοντας αυτά ο Κριτής και βλέποντας απ' την ασάλευτη στάση του ότι δεν ήταν δυνατό να τον αλλάξει απ' την πίστη του Χριστού, για να μη ντροπιάζεται περισσότερο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον παρέδωσε, λοιπόν, στον Έπαρχο κι εκείνος τον έδεσε και τον έφερε στο εργαστήρι του, στον Ταχτά Καλέ. Περνώντας απ' εκεί ο Μάρτυρας ήταν όλος χαρά και το πρόσωπό του άστραφτε σαν να πήγαινε σε γάμο κι όχι στον θάνατο.
Όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο του μαρτυρίου γονάτισε ο Άγιος και όσο μπορούσε άπλωσε το λαιμό του, για να τον αποκεφαλίσει ο δήμιος εύκολα και γρήγορα. Του έκοψαν το κεφάλι ενώ προσευχόταν στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1672 και έτσι πήρε το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Μερικοί Χριστιανοί πήγαν στον Κριτή και του έδωσαν αρκετά χρήματα, για να πάρουν το Άγιο λείψανο. Έπειτα το μετέφεραν και το έθαψαν με ευλάβεια στο Μοναστήρι της Παναγίας που ονομάζεται Χάλκη.
Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα το μαρτυρικό του Αγίου και θεραπεύτηκαν πολλές αρρώστιες. Κάποιος ευλαβής πήρε το μαντήλι που είχαν δεμένα τα μάτια του Μάρτυρα, όταν τον αποκεφάλισαν, όπως ήταν συνήθεια, κι αφού το έβαλε πάνω σε κάποιον άνθρωπο που είχε θέρμη χρόνια, τον γιάτρεψε αμέσως με τη χάρη και τη μεσιτεία του Αγίου. Η  μνήμη  του  τιμάται  την  23η Σεπτεμβρίου.

Πηγή: "ΒΙΟΙ  ΑΓΙΩΝ" Ορθοδόξου  Ιδρύματος  Απόστολος  Βαρνάβας. Από  την  Ιστοσελίδα  της  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.


ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΜΑΚΑΡΙΟΣ  Ο  ΑΘΩΝΙΤΗΣ 
(+ 1527)

 Μακάριος συ και μακάρων εις τόπον, θανών απήλθες δια του μαρτυρίου.

Αυτός ο αοίδιμος ποια είχε πατρίδα και ποιους γονείς, δε μας το φανέρωσε η ιστορία του. Το ότι όμως υπήρξε μαθητής του Αγιοτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίου Νήφωνος, ωραίος στο σώμα και ωραιότερος στην ψυχή και ότι έδωσε μαρτυρικό τέλος, το βρίσκουμε γραμμένο στον Βίο του ίδιου Αγιοτάτου Νήφωνος. Αυτός λοιπόν, ο πραγματικά μακάριος, υπήρξε ένας από τους μεγάλους αγωνιστές της κατά Χριστόν άσκησης και φύλακας της ακρίβειας του μοναχικού βίου και εξολοκλήρου ζηλωτής των αρετών του δασκάλου του Αγίου Νήφωνος. Κι αφού έφτασε στο άκρο και το τέλειο της θείας αγάπης, φλεγόταν κάθε μέρα η καρδιά του και ποθούσε να αξιωθεί να τελειώσει τη ζωή του με μαρτυρικό θάνατο. Κι έτσι, φανέρωσε αυτόν τον πόθο και τον ένθεο σκοπό του στον Άγιο, που βρισκόταν τότε στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, κατά τη δεύτερη φορά που πήγε στο Άγιο Όρος. Κι εκείνος, αφού άκουσε τον σκοπό του και κατάλαβε ότι προέρχεται από θέλημα Θεού, του είπε: "Πήγαινε, παιδί μου, στην οδό του μαρτυρίου, γιατί με την προθυμία σου πρόκειται να αξιωθείς να λάβεις τον στέφανο της άθλησης και να αγάλλεσαι αιώνια μαζί με τους Μάρτυρες και τους Οσίους". Κι αφού έκανε ευχή και τον σφράγισε με το σημείο του Σταυρού, τον καταφίλησε και τον άφησε να φύγει εν ειρήνη.
Κι ο ευλογημένος Μακάριος, αφού οπλίστηκε με τις ευχές του Αγίου, βγήκε χαρούμενος από το Όρος και έτρεχε για να φτάσει στον ποθητό αγώνα. Πηγαίνοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, σκέφτηκε και στάθηκε εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένο μεγάλο πλήθος Οθωμανών και δίδασκε με θάρρος, ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού και κατέβηκε από τους κόλπους του Πατρός και έγινε για χάρη μας άνθρωπος και στη συνέχεια διηγούνταν τα πάντα για την ενσάρκωση του Χριστού. Εκείνοι όμως, αφού τα άκουσαν αυτά, όρμησαν κατά πάνω του με μαχαίρια και ξύλα και χτυπώντας τον, τον καταπλήγωσαν σε όλο του το σώμα τόσο, ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τις πληγές. Έπειτα τον έριξαν στη φυλακή. Το πρωί συγκεντρώθηκαν και έφεραν τον Μάρτυρα στο δικαστήριό τους και άρχισαν να τον κολακεύουν με σκοπό να τον κάνουν με δώρα να αλλάξει την πίστη του Χριστού με τη θρησκεία τους. Αλλά ο Μάρτυρας του Χριστού απαντούσε με θάρρος λόγου: «Μακάρι κι εσείς κάποτε να γνωρίσετε την αληθινή πίστη τη δικιά μας, των Χριστιανών, που δε μπορείς να την κατηγορήσεις και να βαπτίζεστε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, την Αγία Τριάδα, και να ελευθερώνεστε από την πλανεμένη θρησκεία σας». Αυτά αφού τα άκουσαν εκείνοι, τον άρπαξαν αμέσως και χτυπώντας τον και με μαχαίρια κεντώντας το σώμα του και καταπληγώνοντάς το, στο τέλος του έκοψαν την τίμια κεφαλή του και έτσι έλαβε ο Όσιος τον στέφανο του μαρτυρίου (στη  δημοσιευόμενη  εικόνα  το  μαρτύριο  του  Αγίου). Και στον Άγιο Νήφωνα που βρισκόταν στο Βατοπέδι αποκαλύφθηκαν αυτά από το Άγιο Πνεύμα και λέει στον άλλον τον μαθητή του, τον Ιωάσαφ: «Να ξέρεις παιδί μου, ότι ο συνάδελφός σου Μακάριος τελείωσε σήμερα με Μαρτύριο και πηγαίνει να χαίρεται στους Ουρανούς, με τις συνοδείες των Οσίων και των Μαρτύρων».
Ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Ουρανίου μακαριότητος. Αμήν.
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  14η  Σεπτεμβρίου.




Πηγή: "Συναξαριστής Νεομαρτύρων", Εκδόσεων  Ορθοδόξου  Κυψέλης, απόδοσις από  τον  Φιλόλογο  Γεώργιο Τέζα. Από  την  Ιστοσελίδα  της  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου. 
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  Ο  ΚΟΥΛΑΚΙΩΤΗΣ  (+  1774)
 
Αθανασίω αγχόνη ώφθη κλίμαξ, δι’ ης ανήλθε ουρανού εις το πλάτος.

 
Αυτός καταγόταν από μια περιοχή της Θεσσαλονίκης, που κοινά ονομάζεται Κουλακιά (σ.σ. σημερινή Χαλάστρα), γιος γονέων ευσεβών και κοσμικά επιφανών της περιοχής εκείνης, καθώς ο πατέρας του, που ονομαζόταν Πολύχρους, ήταν Προεστός της περιοχής για πολλά χρόνια, ενώ η μητέρα του ονομάζονταν Λουλούδα και καταγόταν από Βουλγαρικό γένος.
Αυτόν λοιπόν τον αοίδιμο Αθανάσιο τον σπούδασε καλά ο πατέρας του ο γέρο-Πολύχρους, πρώτα με τα λεγόμενα κοινά γράμματα κι έπειτα τον έφερε στη Θεσσαλονίκη και τον έβαλε στο Ελληνικό σχολείο, που εκεί ήταν τότε δάσκαλος ο Αθανάσιος ο Πάριος. Ήταν και ο νέος πολύ έξυπνος και επιμελής. Αφού έμαθε εκεί τα πρώτα γράμματα, ύστερα αναχώρησε για τον Άθωνα και πήγε στο Σχολείο του Βατοπεδίου για μεγαλύτερη ωφέλεια. Εκεί ήταν τότε δάσκαλος ο Παναγιώτης ο Παλαμάς. Εκεί τελείωσε τα «γραμματικά» με καλή επίδοση και μετά διδάχτηκε και τη Λογική του Ευγένιου από τον δάσκαλο Νικόλαο τον Τζαρτζούλιο από το Μέτσοβο, ο οποίος στάλθηκε από την Μεγάλη Εκκλησία στον τόπο του σοφότατου δασκάλου Ευγενίου.
Αφού έφυγε από εκεί και ο μακαρίτης Νικόλαος, έφυγε και ο Αθανάσιος στην Κωνσταντινούπολη και προσκολλήθηκε στο τότε νεοχειροτονημένο Πατριάρχη Αντιοχείας, τον μακαρίτη Φιλήμονα. Έμεινε με αυτόν δυο χρόνια και κάτι. Ύστερα γύρισε στο Άγιο Όρος και από εκεί στην πατρίδα του την Κουλακιά. Σε αυτήν βρισκόταν Βασιλικός Μελτζιχανάς (τόπος θρησκευτικών συγκεντρώσεων, σταθμός ταξιδιωτών) και εκεί συνήθιζε να πηγαίνει ο Αθανάσιος για συνομιλίες και για διάφορες ειδήσεις, όταν τύχαινε να βρίσκονται εκεί συχνά άνθρωποι από διάφορα μέρη του κόσμου. Βρισκόταν εκεί πάντα ένας Τούρκος, σαν επιστάτης του σταθμού κι έτυχε να βρεθεί εκεί μια μέρα κι ένας Εμίρης Τούρκος. Συνομιλώντας με αυτόν μια μέρα ο Αθανάσιος για την πίστη (ήξερε καλά την καθομιλουμένη της Τουρκικής και Αραβικής γλώσσας) είπε με θάρρος και απλότητα στον Εμίρη, ότι «η δική σας πίστη στέκεται σε αυτά τα λόγια» και πρόφερε δίχως να πονηρευτεί τα λόγια τους. Ο Εμίρης ακούγοντας, αμέσως θεώρησε την απλή εκείνη προφορά σαν τέλεια ομολογία και του λέει: «Ω! σαλαβάτι (σ.σ. ομολογία) έκανες, τούρκεψες
«Μη γένοιτο!» απάντησε ο Αθανάσιος, «ούτε σαλαβάτι έκανα, ούτε τούρκεψα, αλλά μόνο είπα ότι η πίστη η δικιά σας περικλείεται σε αυτά τα λόγια». Ο Εμίρης δεν έχασε καιρό, αλλά στράφηκε στον Τούρκο επιστάτη και του λέει: «Ιδού, αυτόν τον άνθρωπο τον παραδίνω στα χέρια σου να τον φυλάγεις να μη φύγει». Έτσι είπε και σηκώθηκε εκείνος ο καταραμένος κι έρχεται στη Θεσσαλονίκη, τόσων ωρών απόσταση και αφού παρουσιάστηκε στον Μουλά, συκοφαντεί τον καλό Αθανάσιο, ότι δηλαδή έκανε ομολογία και ομολόγησε την πίστη τους, κι έπειτα άλλαξε γνώμη και «αρνείται και περιπαίζει την πίστη μας».
Αφού έστειλε ο Μουλάς ανθρώπους, φέρνει τον κατηγορούμενο στη Θεσσαλονίκη και τον βάζει απέναντί του και ακούει ξανά από την αρχή την κατηγορία – ή καλύτερα τη συκοφαντία - από τον Εμίρη. Έπειτα ρωτά τον κατηγορούμενο ο Δικαστής και απαντάει ο Μάρτυρας της αλήθειας τα ίδια εκείνα που απάντησε στον Εμίρη πρωτύτερα. Και ο Δικαστής ακούγοντας, τότε έκρινε σωστά ότι έτσι δε γίνεσαι Τούρκος, με το να πει κάποιος ότι ξέρει τα λόγια της πίστης σου. «Και συ», λέει στον Εμίρη, "αν ήξερες τα λόγια της πίστης αυτού, θα μπορούσες να του πεις ότι η δική σου πίστη στηρίζεται σε αυτά τα λόγια, όμως με αυτό δε θα γινόσουν Χριστιανός, δηλαδή με το να προφέρεις μόνο τα λόγια της πίστης του". Έτσι είπε ο Δικαστής. Αλλά οι παρόντες Αγάδες θορυβούσαν λέγοντας, ότι δεν πρέπει να περιπαίζεται η πίστη. Ο Δικαστής λοιπόν άλλαξε γνώμη και άρχισε να τον παρακινεί, να τον κολακεύει και να τον φοβερίζει, ότι με θέλημα του Θεού έκανε την ομολογία της πίστης και πρέπει να την ακολουθήσει, γιατί αλλιώς η πίστη δεν υποφέρει να καταφρονείται.
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο Δικαστής. Ο Μάρτυρας όμως, σταθερός στη δική του αληθινή ομολογία εναντιώθηκε στα λόγια του Δικαστή λέγοντας πως είναι καλά στερεωμένος και βεβαιωμένος στην αληθινή πίστη του Χριστού και άλλη πίστη έξω από αυτή δεν ξέρει αληθινή και σωτήρια. Αφού τα άκουσε αυτά ο Δικαστής διέταξε να τον φυλακίσουν, μήπως τάχα αλλάξει γνώμη και ακολουθήσει τις προσταγές του. Έμεινε στη φυλακή αρκετές μέρες ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, χωρίς να δείξει κανένας ενδιαφέρον, γιατί βγήκε και μια φήμη ότι ο Αθανάσιος έκανε ομολογία και ύστερα μεταμέλησε. Για αυτό και ο ίδιος ο πατέρας του φοβήθηκε να κινηθεί για να τον ελευθερώσει, παρόλο που μπορούσε με αρκετά χρήματα να τον γλυτώσει, με τη μεσιτεία ενός μεγάλου δυνάστη, του Ισούφ-Μπέη, ο οποίος ήταν Αγάς της περιοχής. Αλλά ο φόβος που είχαν, όπως είπα, τον έκανε να φανεί άσπλαχνος σε έναν γιο, ο οποίος ήταν το στολίδι του σπιτιού του και το καύχημα του γένους του (και τώρα μάλιστα πολύ περισσότερο, με το ένδοξο και λαμπρό Μαρτύριο που αξιώθηκε να δεχτεί από τον Ιησού Χριστό ο καλλίνικος Αθανάσιος).
Περνώντας μερικές μέρες, τον βγάζει ο Δικαστής από την φυλακή και παρακινώντας τον από την αρχή να δεχτεί να ομολογήσει τη δική τους θρησκεία, αφού τον έβρισκε σταθερό και αμετάπειστο, τον καταδικάζει σε θάνατο. Και αφού τον πήραν οι δήμιοι, τον κρέμασαν έξω από την πόλη, όπου και τον έθαψαν οι Χριστιανοί, δηλαδή στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Και έτσι μαρτύρησε, με τη δύναμη του σταυρωμένου Ιησού ο γενναίος αθλητής Αθανάσιος, την 8η του μήνα Σεπτεμβρίου, κατά την οποία γιορτάζουμε το ιερότατο και πάνσεπτο Γενέσιο της Κυρίας ημών Θεοτόκου, νέος στην ηλικία, περίπου 25 χρονών. Τω δε Θεώ ημών δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  8η  Σεπτεμβρίου.

Πηγή: "Συναξαριστής  Νεομαρτύρων" Εκδόσεων  Ορθοδόξου Κυψέλης, απόδοση  απο  τον  Φιλόλογο  Γεώργιο  Τέζα. Από  την  Ιστοσελίδα  της  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.


ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΑΝΤΩΝΙΟΣ  Ο  ΑΘΗΝΑΙΟΣ 
(+ 1774)

Σφαγείς ο Αντώνιος ώσπερ η όϊς, Χριστώ παρέστη ακολουθιών ως όϊς.

Αυτός ο νεοφανής Μάρτυρας του Χριστού ήταν από την περίφημη Αθήνα και οι γονείς του, που ονομάζονταν Μήτρος και Καλομοίρα, ήταν πάμπτωχοι και άγνωστοι. Κι αφού ανατράφηκε από αυτούς θεοσεβώς και έμαθε τα Ιερά Γράμματα, όταν έγινε δώδεκα χρονών, επειδή δεν μπορούσε να βλέπει τους γονείς του να είναι τόσο φτωχοί κι επειδή δεν έτυχε να μάθει κάποια άλλη τέχνη, παρέδωσε τον εαυτό του για δούλο με μισθό σε κάποιους Αρβανίτες Τούρκους, που βρίσκονταν τότε στην Αθήνα και από αυτόν τον μισθό βοηθούσε τους γονείς του. Όταν έγινε δεκαέξι χρονών, ήρθε η Ρωσσική αρμάδα στον Μωριά  κι επειδή τα αφεντικά του πήγαν για να κουρσεύσουν και να σκλαβώσουν τους Χριστιανούς του Μωριά, τους ακολούθησε και ο Αντώνιος. Και πηγαίνοντας εκεί, πουλήθηκε σκλάβος από τους Αρβανίτες αφέντες του σε κάποιους Αγαρηνούς Εμίρηδες, οι οποίοι, αφού τον αγόρασαν, τον τιμώρησαν με διάφορους βασανισμούς για να τον εκτουρκίσουν, αλλά δεν το κατάφεραν. Κι έτσι, τον πήραν μαζί τους στο Τουρκικό στράτευμα, που βρισκόταν τότε στον Δούναβη Ποταμό, και εκεί πουλήθηκε ο ευλογημένος πέντε φορές από αφέντες σκληρότερους, μεταπωλούμενος σε άλλους σκληρότερους και μεταγοραζόμενος, ο καθένας από τους οποίους δοκίμασαν να στρέψουν τον Άγιο στη θρησκεία τους, πότε με κολακείες και ταξίματα, πότε με φοβέρες και διάφορα παιδέματα, αλλά μάταια κοπίασαν, επειδή ο γενναίος Αντώνιος ήταν γερά στερεωμένος στην ευσέβεια.
Στη συνέχεια, πουλήθηκε σε έναν ορθόδοξο Χριστιανό, μεταξουργό στην τέχνη, για 400 γρόσια, μαζί με τον οποίο πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε σπίτι, γυναίκα και εργαστήριο και βρισκόμενος εκεί, πήγε ο Άγιος σε Πνευματικό Πατέρα και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και με κατάνυξη και συντριβή καρδιάς, μετάλαβε τα Άχραντα Μυστήρια στον Άγιο Νικόλαο στο Τουμπιαλί και από τότε υπηρετούσε πρόθυμα τον αφέντη του, σαν αρεστός δούλος. Μια μέρα όμως, βλέπει ο Άγιος ένα όνειρο που τον δυνάμωσε στο Μαρτύριο. Είδε δηλαδή, μια γυναίκα ωραία στην όψη, η οποία υπόσχονταν σε αυτόν ότι θα του δώσει βοήθεια και δύναμη σε κάθε κίνδυνο και του έλεγε να μη φοβάται, αλλά να στέκει ανδρείος, και αφού είπε αυτά, τον σκέπασε με το φόρεμά της. Μόλις ξύπνησε ο Αντώνιος, διηγήθηκε το όνειρο στην κυρία του και συμπέρανε από αυτό ότι πρόκειται να μαρτυρήσει για τον Χριστό, ενώ εκείνη του έλεγε να μη φοβάται από τα όνειρα. Όταν λοιπόν ξημέρωσε, πήγε στο εργαστήριο του αφέντη του, όπως συνήθιζε και εκεί που καθόταν, έτυχε να περάσει ο τελευταίος Αγαρηνός αφέντης του (ο οποίος ήταν Χιλίαρχος και Άρχοντας) και τον αναγνώρισε και αμέσως άρχισε να φωνάζει για τον Άγιο, ότι έφυγε από αυτόν παρά τη θέλησή του και πως ήταν Τούρκος προηγουμένως και τώρα έγινε πάλι Χριστιανός, και αμέσως έφερε πολλούς μάρτυρες για αυτό. Κι αυτοί όρμησαν κατά πάνω του χτυπώντας τον ανηλεώς και τον πήγαν στον Δικαστή της Ρούμελης Μουράτ Μουλάν, δίνοντας μαρτυρία για αυτόν, ότι πραγματικά είχε εκτουρκιστεί. Ο Κριτής ρώτησε τον Άγιο αν είναι αλήθεια, όλα αυτά που τον κατηγορούν. Κι αυτός χωρίς να δειλιάσει καθόλου, απάντησε με θάρρος ότι γεννήθηκε από Χριστιανούς γονείς και είναι Χριστιανός και ότι δεν αρνήθηκε τον Χριστό, αλλά μάλιστα είναι έτοιμος να δεχτεί, αν είναι δυνατό, μυριάδες θανάτους για τον Χριστό.
Αφού τα άκουσε αυτά ο Κριτής, άρχισε πρώτα να τον δοκιμάζει με ταξίματα, λέγοντάς του ότι αν δεχτεί τον εκτουρκισμό, έχει να αποκτήσει πλούτο και τιμές από τον Βασιλιά. Επειδή όμως έβλεπε τον Άγιο να περιγελά και να κοροϊδεύει σαν όνειρα όλα αυτά, άρχισε να τον φοβερίζει με άγριο βλέμμα λέγοντάς του, ότι θα τον βασανίζει ανυπόφορα και θα τον θανατώσει ελεεινά. Ο Μάρτυρας όμως έλεγε «μη νομίζει ότι μπορείς να μου αλλάξεις την πίστη του Χριστού με αυτές σου τις φοβέρες και γι’ αυτό βασάνιζε, μαστίγωνε και κομμάτιαζε το σώμα μου και σκέψου και κανέναν άλλον καινούργιο και οδυνηρότατο θάνατο για μένα, επειδή πιο πιθανό είναι να γίνεις εσύ Χριστιανός, παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην ομολογώ ότι είναι Υιός Θεού και αληθινός Θεός».
Ακούγοντας αυτά ο Κριτής και θαυμάζοντας την παρρησία του Αγίου, αντί να θυμώσει μαζί του, θύμωσε με τους ψευδομάρτυρες Αγαρηνούς ονομάζοντάς τους πονηρούς και ψεύτες, ότι εκβιάζουν τους ανθρώπους να εκτουρκιστούν με συκοφαντίες και ψεύδη. Κι επειδή εκείνοι επέμεναν να καταμαρτυρούν και να φωνάζουν να θανατώσει τον Μάρτυρα, ο Κριτής, αφού πήρε τον Άγιο παραπέρα από τους άλλους, του έλεγε πρόσωπο με πρόσωπο: «Λυπήσου νέε τη νιότη σου και για την ώρα αρνήσου την πίστη σου και ύστερα πήγαινε όπου θέλεις και έχε την πίστη σου». Ο Μάρτυρας όμως του Χριστού, φοβούμενος τον λόγο του Κυρίου που είπε, ότι όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς, δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό ούτε καν χαμηλόφωνα, αλλά φώναζε ότι είναι Χριστιανός και προτιμά να πεθάνει για τον Χριστό. Τέλος πάντων, βλέποντας ο Κριτής ότι ούτε τους ψευδομάρτυρες εκείνους μπορεί να ξεφορτωθεί, ούτε τον Μάρτυρα να μεταστρέψει από την πίστη του Χριστού, θέλοντας και μη, εξέδωσε την έγγραφη απόφαση κατά του Αγίου, την οποία έστειλε κρυφά στον τότε Βεζύρη Μεχμέτ Μελέκ Πασά με άνθρωπο έμπιστο δικό του, φανερώνοντάς του ότι αυτή η απόφαση είναι άδικη και αυτός αναγκάστηκε να την εκδώσει.
Κι ο Βεζύρης, αφού έφερε μπροστά του τον Μάρτυρα και τον ρώτησε τα ίδια και τον παρακίνησε να τουρκέψει άλλοτε με υποσχέσεις κι άλλοτε με απειλές και φοβέρες και αφού άκουσε από αυτόν όσα και ο Μουλάς είχε ακούσει προηγουμένως, κατάλαβε από αυτά ότι όλα εκείνα που οι κατήγοροι τον κατηγορούσαν ήταν ψέμματα και συκοφαντίες και έκρινε σωστό να ελευθερώσει τον δίκαιο. Επειδή όμως φοβούνταν τη βαρβαρότητα και την ορμή του πλήθους των Αγαρηνών, οι οποίοι μπορούσαν να φέρουν τα πάνω κάτω λόγω της δεισιδαιμονίας της θρησκείας τους, για αυτό έβαλε τον Άγιο στη φυλακή του Μουχζούρ Αγά, φαινομενικά για να τον εξετάσει για δεύτερη φορά, στην πραγματικότητα όμως για να τον γλιτώσει από τον κίνδυνο. Κι ο Μάρτυρας, όταν βρισκόταν στη φυλακή ήταν υπερβολικά χαρούμενος και εύθυμος και τους Χριστιανούς που έτυχε για άλλες αιτίες να είναι μαζί του στη φυλακή, τους δίδασκε να έχουν υπομονή στις θλίψεις και τους πειρασμούς και για την ευσέβεια και τον Χριστό να προτιμούν τον θάνατο. Και έδινε ο Χριστομίμητος στους φτωχούς φυλακισμένους Χριστιανούς χρήματα, από εκείνα τα λίγα που είχε και στον αφέντη του τον Χριστιανό έστειλε γράμμα στο οποίο πρώτα ζητούσε από όλους τους Χριστιανούς συγχώρεση και τις ευχές των Ιερέων, για να τον δυναμώσουν στο Μαρτύριο, κι έπειτα ευχαριστούσε τον αφέντη του, επειδή εκείνος έδωσε τόσα χρήματα και τον εξαγόρασε από τους βαρβάρους, αυτός όμως δεν τον υπηρέτησε κι ούτε μπόρεσε να του ξεπληρώσει αυτή του την χάρη και ευεργεσία. Τέλος, τον παρηγορούσε να έχει θάρρος, γιατί δεν πρόκειται να αρνηθεί την ευσέβεια και ότι, αφού πεθάνει για τον Χριστό, τον παρακαλεί να του κάνουν τα συνηθισμένα για τους κεκοιμημένους μνημόσυνα και να μηνύσει στους γονείς του το μακάριο τέλος που έλαβε ο γιος τους, για να παρηγορηθούν.
Ο Μάρτυρας λοιπόν, τόση χαρά είχε να πεθάνει για την ευσέβεια, ενώ και εκείνοι οι κατήγοροι οι ψευδομάρτυρες πήγαιναν συχνά στον Βεζύρη ζητώντας τον να θανατώσει τον Άγιο. Έπειτα, βλέποντας πως εκείνος κλίνει προς τη φιλανθρωπία και μόνο αναβάλλει την υπόθεση, θύμωσαν και δίνουν αναφορά στον Βασιλιά Σουλτάνο Απδούλ Χαμίδ, κατηγορώντας μεν τον Μάρτυρα ότι αρνήθηκε την πίστη του, κατηγορώντας δε και τον ίδιο τον Βεζύρη, ότι δωροδοκήθηκε και θέλει να τον ελευθερώσει. Κι ο Βασιλιάς, επειδή φοβήθηκε την ταραχή του πλήθους και παράλληλα αναλογιζόταν και τα πολιτικά πράγματα της βασιλείας του, ότι ήταν αδύναμα και αστερέωτα και γεμάτα υποψίες για τον Ρωσσικό πόλεμο που τότε ακολούθησε, έβγαλε απόφαση κατά του Μάρτυρα, ή να γίνει Τούρκος, ή να θανατωθεί. Ο βεζύρης λοιπόν, θέλοντας και μη, βγάζει τον Άγιο από την φυλακή κα και τον ρωτά κοφτά, ή να αποδεχτεί τον Μωάμεθ ως Προφήτη Θεού, ή να ακολουθήσει τον δήμιο και να αποκεφαλιστεί. Τότε ο αληθινός Μάρτυρας του Χριστού Αντώνιος χάρηκε, όπως χαίρονται αυτοί που βρίσκουν θησαυρό, και αφού του έδεσαν πίσω τα χέρια, με χαρούμενο πρόσωπο έτρεχε προς τον θάνατο, σαν σε πανηγύρι, και πηγαίνοντας στο Ακ Σαράι, κλίνει το κεφάλι και λέγοντας «Κύριε, εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», αποκεφαλίζεται, ενώ ο δήμιος χτύπησε με το σπαθί τρεις φορές τον ιερό του τράχηλο, μήπως και προδώσει την ευσέβειά του επειδή δεν θα μπορούσε να υποφέρει τον πόνο. Βλέποντας όμως, ότι μάταια κοπιάζει, τον έσφαξε ο αλιτήριος σαν πρόβατο και έτσι ο αοίδιμος έλαβε τον στέφανο του Μαρτυρίου. Και οι Χριστιανοί της Βλάγκας αγόρασαν το Λείψανό του για 70 γρόσια και παίρνοντάς το με μεγάλη πομπή και παρρησία και επινίκια άσματα πήγαν έξω, στη Ζωοδόχο Πηγή και το ενταφίασαν, με τις πρεσβείες του οποίου μακάρι να αξιωθούμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  5η  Φεβρουαρίου.

Πηγή: "Συναξαριστής  Νεομαρτύρων" Εκδόσεων Ορθοδόξου  Κυψέλης, απόδοσις  από  τον  Φιλόλογο  Γεώργιο  Τέζα. Από  την  Ιστοσελίδα  της  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.

ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΧΡΗΣΤΟΣ  Ο  ΚΗΠΟΥΡΟΣ 
(+ 1748)
  
Τμηθείς ο Χρήστος δι’ αγάπην κυρίου, κηπουρός ώφθη της Εδέμ του χωρίου.

Αυτός ο Μάρτυρας του Χριστού καταγόταν από την Αρβανιτιά και όταν έφτασε στην ηλικία των 40 ετών, αναχώρησε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί έγινε κηπουρός. Κάποια μέρα, πουλώντας μήλα στο παζάρι, συμφώνησε με έναν Τούρκο να του πουλήσει τα μήλα που είχε. Πάνω όμως στη συμφωνία, άρχισαν να φιλονικούν και να μαλώνουν μεταξύ τους. Κι ο Τούρκος για να εκδικηθεί, συκοφάντησε τον ευλογημένο Χρήστο, πως είπε τάχα ότι θα γίνει Τούρκος. Κι από εκεί παίρνει αμέσως τον Άγιο και τον πηγαίνει στο δικαστήριο του Τσαούσμπαση και παρουσιάζει και ψευδομάρτυρες, ότι είπε στ’ αλήθεια να τουρκέψει. Κι ο Τσαούσμπασης ρώτησε τον Μάρτυρα για αυτό, κι εκείνος απάντησε με μεγάλη γενναιότητα ότι είναι Χριστιανός και ότι τέτοια λόγια δεν είπε, ούτε υπάρχει τρόπος να αλλάξει την πίστη του, ακόμα κι αν δεχτεί χιλιάδες βάσανα.
Τότε ο Τσαούσμπασης πρόσταξε και τον ράβδισαν άσχημα κι έπειτα δένοντάς τον, τον χτύπησαν στο κεφάλι μέχρι που έτρεχαν πολλά αίματα και τον έβαλαν στη φυλακή και του έσφιξαν τα πόδια του στο κακωτικό ξύλο.
Έτυχε τότε να είναι μέσα στη φυλακή και ο Οσιολογιώτατος Καισάριος Δαπόντες (ο οποίος συνέγραψε και το Μαρτύριο αυτό) και βλέποντας τον Μάρτυρα στο κούτσουρο, τον συμπόνεσε. Κι έτσι βρήκε τον τρόπο και τον έβγαλε κρυφά από το κούτσουρο και του έφερε να φάει, για να δυναμώσει, αλλά ο Μάρτυρας δεν θέλησε ούτε να δοκιμάσει, αλλά είπε: «Και γιατί να φάω; Μήπως πρόκειται να ζήσω; Ας πεθάνω λοιπόν για τον Χριστό μου πεινασμένος και διψασμένος». Και έδωσε ο Μάρτυρας στον Καισάριο ένα ακόνι από χάλυβα που είχε στη ζώνη του και τον παρακάλεσε να το δώσει για να κάνουν μετά το θάνατό του μερικές Λειτουργίες. Μετά από αυτά έβγαλαν τον Μάρτυρα από την φυλακή και τον αποκεφάλισαν την ίδια μέρα, κι έτσι έλαβε ο μακάριος τον στέφανο του Μαρτυρίου εν Χριστώ Ιησού, του οποίου η δόξα να είναι στους αιώνες. Αμήν. 
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  12η  Φεβρουαρίου.

Πηγή: "Συναξαριστής  Νεομαρτύρων", Εκδόσεων Ορθοδόξου  Κυψέλης, απόδοση 
από  τον  Φιλόλογο  Γεώργιο Τέζα.  Από  την  Ιστοσελίδα  της  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΔΑΜΙΑΝΟΣ  Ο  ΕΝ  ΚΙΣΣΑΒΩ 
(+ 1568)

 Ευαγγελίου καρπόν είληφας μάκαρ, ω Δαμιανέ, αγχόνη λαβείν τέλος.

Αυτός ο νέος αθλητής του Χριστού, ο Δαμιανός, είχε πατρίδα ένα χωριό που ονομαζόταν Ρίχοβο και βρισκόταν πάνω στα Άγραφα. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς και όταν ήταν νέος ακόμα πόθησε την μοναδική πολιτεία και αφήνοντας τον κόσμο και τα κοσμικά, πήγε στο Άγιο Όρος, στην Ιερά Μονή Φιλοθέου και έγινε μοναχός. Κι αφού έμεινε λίγο καιρό στο μοναστήρι, αναχώρησε ησυχαστής, για να αγωνίζεται περισσότερο στις αρετές. Και αφού πήγε σε έναν σημειοφόρο ασκητή, που ησύχαζε σε παράμερο τόπο και ονομαζόταν Δομέτιος, έμεινε μαζί του σχεδόν τρία χρόνια, εργαζόμενος όλες τις αρετές με τόση προθυμία και ακρίβεια, ώστε αξιώθηκε να ακούσει και θεία φωνή που του έλεγε:  "Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητάς μόνο το δικό σου συμφέρον, αλλά και των άλλων". Τότε αμέσως άφησε το Άγιο Όρος και πηγαίνοντας στα όρη του Ολύμπου, κήρυττε στα χωριά που βρίσκονται εκεί τον λόγο του Θεού με λαμπρή φωνή, διδάσκοντας και παρακινώντας τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να απέχουν από τις αδικίες και από όλες τις άλλες κακίες και να τηρούν τις εντολές του Θεού εργαζόμενοι τα καλά και θεάρεστα έργα.
Αλλά ο μισόκαλος διάβολος παρακίνησε πολλούς από τους λεγόμενους Χριστιανούς, που ήταν ασεβείς και στις πράξεις τους και κατηγορούσαν τον Άγιο, λέγοντας πως είναι πλάνος και απατεώνας και τον κατέτρεχαν με διάφορους τρόπους, σχεδιάζοντας και να τον φονεύσουν. Ο Άγιος όμως, μιμούμενος τον Χριστό, έδωσε τόπο στην οργή και αφού αναχώρησε από εκεί, πήγε στα μέρη του Κισσάβου και της Λάρισας και κήρυττε τον λόγο του Θεού. Κι αφού έπαθε κι εκεί τα ίδια, αναχώρησε για τα ψηλά μέρη των Αγράφων και εκεί δίδασκε τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην πίστη τους και να τηρούν τις εντολές του Κυρίου. Ο διάβολος όμως δεν ησύχασε, αλλά κι εκεί ξεσήκωσε κατά πάνω του Αγίου μερικούς ανευλαβείς και αθεόφοβους και τον κατέτρεχαν, ονομάζοντάς τον πλάνο και ψευδομοναχό. Κι έτσι, αφήνοντας κι αυτά τα μέρη ο Άγιος, γύρισε στον Κίσσαβο και για να μην υπάρχουν ταραχές, έκτισε εκεί ένα Μοναστήρι και μαζί με άλλους μοναχούς, ανέπεμπε στον Θεό τις ευχές του κάθε μέρα. Όμως κι εκεί πήγαιναν πολλοί για να ωφελούνται στην ψυχή από τις ψυχωφελείς διδασκαλίες του, διότι ήταν πολύ γνωστικός και γεμάτος από θεία χαρίσματα.
Πηγαίνοντας όμως μια φορά, για κάποιες ανάγκες του Μοναστηριού, σε ένα χωριό που ονομάζεται Βουλγαρίνη, πιάστηκε από μερικούς Αγαρηνούς και παραδόθηκε στον εξουσιαστή της Λάρισας, στον οποίο ανέφεραν ότι εμποδίζει τους Χριστιανούς να μην πουλάν και να μην αγοράζουν την Κυριακή και τους διδάσκει να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού. Τότε ο εξουσιαστής πρόσταξε να τον δείρουν άγρια, να του βάλουν βαριές αλυσίδες στον τράχηλο και τα πόδια και να τον ρίξουν στη φυλακή. Και δεκαπέντε μέρες τον βασάνιζε με σκληρά και διάφορα βασανιστήρια και πότε με φοβέρες, πότε με κολακείες και ταξίματα τον παρακινούσε να αρνηθεί την πίστη του Χριστού. Κι αφού δεν μπορούσε να τον μεταπείσει σε αυτό, αλλά βλέποντάς τον μάλιστα να ελέγχει με γενναιότητα τη θρησκεία και τον Προφήτη τους, και με πολλή παρρησία κήρυττε τον Χριστό αληθινό Θεό και πως είναι πρόθυμος να υπομείνει για την αγάπη του μύρια βάσανα, άναψε ολόκληρος από θυμό και αμέσως προστάζει να θανατωθεί πρώτα με τη φούρκα κι έπειτα να ριχτεί στη φωτιά. Παίρνοντάς τον λοιπόν οι δήμιοι τον κρέμασαν. Επειδή όμως ένας από αυτούς χτύπησε τον Μάρτυρα στο κεφάλι με ένα τσεκούρι, κόπηκε το σκοινί και έπεσε ο Μάρτυρας στη γη μισοπεθαμένος. Κι εκείνοι παίρνοντάς τον ακόμα ζωντανό, τον έριξαν στη φωτιά και τη στάχτη του την έριξαν στον ποταμό Πηνειό,και έτσι έλαβε ο μακάριος Οσιομάρτυρας Δαμιανός τον στέφανο του Μαρτυρίου. Με τις πρεσβείες του μακάρι να γλυτώσουμε κι εμείς από τις παγίδες του εχθρού και να αξιωθούμε τη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν.
 
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  14η Φεβρουαρίου.

Πηγή: "Συναξαριστής  Νεομαρτύρων", 'Εκδόσεων  Ορθοδόξου  Κυψέλης, απόδοσις  από  τον  Φιλόλογο  Γεώργιο  Τέζα. Από  την   Ιστοσελίδα  της  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.


 ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΕΞ  ΙΧΘΥΟΣ  ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ  (+ 1554)

Πυρ υπερενεγκών Νικόλαε Τρισμάκαρ, γήθεν μετέστης προς μονάς αιωνίους.
Κάτθανε Νικόλαος δεκάτη  πυρί ήδε Τετάρτη.


Αυτός ο γενναίος Μάρτυρας του Χριστού Νικόλαος, καταγόταν από ένα ασήμαντο χωριό, που ονομάζεται Ψάρι και βρίσκεται στα σύνορα του νομού Κορινθίας. Οι γονείς του ονομαζόταν Ιωάννης και Καλή και ήταν και οι δύο θεοσεβείς. Δώδεκα χρονών και ορφανός έφυγε από το χωριό του και ήρθε στη Σηλυβρία, η οποία απέχει μια μέρα δρόμο από την Κωνσταντινούπολη.
Έζησε εδώ με φόβο Θεού και αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέτρεφε χριστιανοπρεπώς. Αν και ζούσε μέσα στην φασαρία και την κίνηση, αυτό δεν τον εμπόδιζε να φροντίζει την σωτηρία του. Είχε το επάγγελμά του πλανόδιου παντοπώλη και παράλληλα έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς και εκκλησιαζόταν τακτικότατα. Στο 34ο έτος της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Α’ (1520 -1566), κάποιος Έπαρχος στην Κωνσταντινούπολη που ονομαζόταν Σινάν, φέρονταν πολύ σκληρά στους υπόδουλους Χριστιανούς, τους ταλαιπωρούσε συνεχώς και τους εκφόβιζε με απειλές. Τότε ο Νικόλαος φθονήθηκε από τους Αγαρηνούς συναδέλφους του, διότι πουλούσε περισσότερα προϊόντα από αυτούς και κατηγορήθηκε, ότι ύβρισε τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη. Τον έφεραν λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και αφού στάθηκε μπροστά στο βήμα του Επάρχου, χωρίς καθόλου να φοβηθεί, ομολόγησε την Χριστιανική πίστη του και έλεγξε ως ψευδή την θρησκεία των Μωαμεθανών. Ο Έπαρχος διέταξε να τον ραβδίσουν πολλές φορές και μάτωσαν τα νύχια των ποδιών του. Κατόπιν, τον έριξαν στη φυλακή, όπου έμεινε τέσσερις μέρες.
Όταν τον έβγαλαν, άρχισε ο Έπαρχος να του τάζει μεγάλες τιμές και αξιώματα για να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Ο άγιος Νικόλαος όμως, έμεινε περισσότερο σταθερός και με κανένα τρόπο δεν υπέκυπτε, αντίθετα μάλιστα αποκαλούσε τον ψευδοπροφήτη τους τον Μωάμεθ, γιο του διαβόλου. Για αυτό και τον έδεσαν με αλυσίδες από τον τράχηλο, τον έντυσαν με ψάθα και τον έσυραν οι δήμιοι στην πόλη. Επειδή αυτό όμως όχι μόνο δεν τον έκαμψε, αλλά τον δυνάμωσε ακόμα περισσότερο, με διαταγή του Επάρχου άναψαν φωτιά στο Ιπποδρόμιο και δεν έβαλαν τον Άγιο ολόκληρο επάνω, αλλά έκαιγαν λίγο λίγο τις σάρκες του, για να είναι οι πόνοι αφόρητοι και η τιμωρία σκληρότερη.
Αφού ο Άγιος βασανίστηκε έτσι για πολλή ώρα και δεν μπορούσε πλέον να στέκεται όρθιος, έγειρε το κεφάλι του στα δεξιά και ο δήμιος τεντώνοντας την αλυσίδα (διότι ήταν ακόμη γύρω από τον τράχηλο του μάρτυρα), έκοψε με το ξίφος το κεφάλι του στις 14 Φεβρουαρίου 1554. Το τίμιο σώμα του κάηκε από τη φλόγα και μόνο η κάρα του αγοράστηκε από κάποιον πιστό, αφού πλήρωσε είκοσι χρυσά νομίσματα στον δήμιο, και την έστειλε στη Μονή του αγίου Αθανασίου στα Μετέωρα, όπου και βρίσκεται επιτελώντας πολλά θαύματα εις δόξαν Πατρός, Υιού και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  14η Φεβρουαρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
ς τῶν ἀθλοφόρων ὁμότροπος καί τῶν ἐν ἀνάγκαις ὑπέρμαχος, τῶ Δεσπότη τῶν ὅλων Νικόλαε ἱκέτευε, εἰρήνην τῆ οίκουμένῃ δωρήσασθαι καί ταῖς ψυχαῖς ἡμών τό μέγα ἔλεος.

Πηγή: Ιστοσελίδα Ιεράς Μονής Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.

Σημείωσις: Οἱ  καταχωρήσεις  περί  τῶν  Ἁγίων  Νεομαρτύρων, τῶν  μετά  τήν  Ἅλωση  τῆς  ΚΠόλεως, εἶναι  σύντομα  ἐκλαϊκευμένα  ἁγιολογικά  κείμενα, γιά  μία  πρώτη  ἐνημέρωση  τοῦ  ἀναγνωστικοῦ  κοινοῦ  τοῦ  παρόντος  Ἰστοτόπου  καί  ἔχουν  ληφθεῖ  ἀπό  τήν  Ἰστοσελίδα  τῆς  Ἱερᾶς  Μονῆς  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου  Θεσσαλονίκης. Τά  κείμενα  γιά  λόγους  τεχνικούς  καταχωροῦνται  σέ  μονοτονικό  σύστημα.