Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΑΔΙΑΦΘΟΡΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ἐπ. ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ

          Σύμφωνα μέ  πληροφορία  πού διασώζει    βιογράφος τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, Ἐπίσκοπος Πάφου Θεόδωρος, τό  ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Ἁγίου παρέμεινε στήν Κύπρο  περί τά 300 ἔτη  μετά  τήν  μακαρία του κοίμηση. «Τούτου - γράφει  - τοῦ παραδόξου θαύματος (τῆς καταργήσεως, δηλαδή, τῶν εἰδώλων στήν Ἀλεξάνδρεια, διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει προηγουμένως), μνημόσυνον ἐστι ἔτι καὶ νῦν ἐν τῇ πόλει τοῦ σεβασμίου Πατρὸς Τριμιθοῦντι, ἐπάνω τοῦ μέσου πυλῶνος, ἥγουν τῆς ἀρχοντικῆς θύρας τοῦ Ναοῦ, ἔνθα κεῖται τὸ τίμιον λείψανον τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, εἰκῶν πᾶσαν τὴν διήγησιν ταύτην γεγραμμένην ἔχουσαν μετὰ καὶ ἄλλων τινῶν τῶν μὴ γεγραμμένων ἐνταῦθα».[1]
Ὁ ἐπ. Θεόδωρος ἀνέγνωσε  τόν Βίο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος (ἄρα ἐπρόκειτο περί συναξαριστικοῦ κειμένου), κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου τοῦ ἔτους 655.[2] «Τὸ παρὸν διήγημα - γράφει - πρώτως ἀνεγνώσθη ἐν τῇ αὐτῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ, ἐν τῇ μνήμῃ τῆς ἡμέρας τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, τῆς παρούσης τεσσρεσκαιδεκάτης ἱνδικτιῶνος, πεντεκαιδεκάτου δὲ ἔτους Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καὶ εὐσεβεστάτου ἡμῶν Βασιλέως καὶ δευτέρῳ ἔτει Κωνσταντίνου τοῦ θεοστέπτου καὶ εὐσεβεστάτου αὐτοῦ υἱοῦ».[3] Τό Λείψανο μεταφέρθηκε  στήν ΚΠολη πρός τό τέλος  τοῦ 7ου αἰ. λόγῳ  τῶν  Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν. Ὁ χρόνος τῆς μεταφορᾶς  τοποθετεῖται  μετά  τό 655, πιθανώτατα τό 691, ὅταν διατάχθηκε  ἀπό  τόν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό Β’(685 - 695, 705 - 711), ὁμαδική μετανάστευση τῶν Κυπρίων.
Στήν ΚΠολη  τό  Λείψανο  κατατέθηκε  στήν  γυναικεία  Μονή τῆς  Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, ἡ  ὁποία  βρισκόταν  κοντά  στήν  Μονή τοῦ  Φιλανθρώπου Χριστοῦ (Cod. Paris. gr. 1594, τοῦ 12ου αἰ.) καί εἶχε ἱδρυθεῖ στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰ.  ἀπό  τήν  Εἰρήνη Δούκαινα, σύζυγο τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α’  τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118). Ὁ Ρῶσος περιηγητής Ἀντώνιος τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ  ὁποῖος  ἔγραψε  περί  τό  1200, ἀναφέρει ὅτι τό  εἶδε  κάτω  ἀπό  τό  θυσιαστήριο  τοῦ  ναοῦ  τῆς  Μονῆς  Ὁδηγητρίας. Στήν  συνέχεια - κατά  τήν  μαρτυρία  τῶν  ἐπίσης Ρώσων  περιηγητῶν Στεφάνου τοῦ Νόβγκοροντ (1350)  καί Ἰγνατίου τοῦ Σμολένσκ (1389 – 1405), καθώς  καί  τοῦ γραφέως Ἀλεξάνδρου (1393)  καί  τοῦ Διακόνου Ζωσιμᾶ (1419 – 1421) - τό Λείψανο μεταφέρθηκε  στόν  Ναό  τῶν  Ἁγίων Ἀποστόλων. Κατά τήν ἑορτή  τοῦ  Ἁγίου  τοῦ  ἔτους  1452, λίγους  μῆνες  πρίν  τήν  Ἅλωση  τῆς  ΚΠόλεως (29.5.1453), τελέσθηκε  στόν  Ναό  τῆς  τοῦ  Θεοῦ  Σοφίας  πανηγυρική  Θεία  Λειτουργία, προεξάρχοντος  ὡς  Λεγάτου  τοῦ  Πάπα τοῦ  Λατινόφρονος  Μητροπ. Ρωσίας Ἰσιδώρου, κατά  τήν  ὁποία «τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ὁποίου ἑωρτάζετο ἡ μνήμη, περιήγετο ἐν πομπῇ».
Τό  ἔτος  1456  τό  Λείψανο  τοῦ  Ἁγίου  μεταφέρθηκε  στήν  Κέρκυρα.[4] Ἀρχικά  ἐπικράτησε    ἄποψη, ὅτι  τό  Λείψανο  μετέφερε ἕνας  Ἱερεύς ὀνόματι Γεώργιος Καλοχαιρέτης, μαζί  μέ  ἐκεῖνο  τῆς  ἁγ. Θεοδώρας  τῆς  Αὐγούστας. Ἡ  ἀλήθεια  ἀποκαλύφθηκε στίς  ἀρχές  τοῦ  19ου  αἰ. (1808), μετά  τήν  ἀνακάλυψη καί  δημοσίευση παλαιῶν χειρογράφων, ἀναγομένων  στόν  15ο  αἰ.  Ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπ. Κερκύρας Μεθόδιος Κοντοστάνος, στά Προλεγόμενα τῆς Ἀσματικῆς  Ἀκολουθίας  καί  τοῦ  Βίου  τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, «τό ἱερό  καί  σεβάσμιο Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, δέν μετακομίσθηκε στήν Κέρκυρα παρά τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ὡς ἀνακριβῶς, ἴσως δέ καί ἐκ λόγων σκοπιμότητος ἀνεγράφη. Ἀλλά, ὡς ἐξάγεται ἐκ Δουκικοῦ Διατάγματος τοῦ Συμβουλίου τῶν Δέκα τῆς Βενετικῆς Δημοκρατίας, ἐκδοθέντος τήν 14η Μαΐου 1489, τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου, παραλαβών αὐτό ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως… μετακόμισε εἰς Παραμυθιά τῆς Ἠπείρου, ὅπου καί παρέμεινε ἐπί χρονικό τι διάστημα, ὁ Ἱερεύς Γρηγόριος Πολύευκτος, (14) ὁ αὐτός δέ ἐκεῖθεν κατά τό ἔτος 1456, μετακόμισε αὐτό εἰς τήν Κέρκυρα. Ὁ αὐτός δέ Γρηγόριος Πολύευκτος, βρίσκοντας στήν Κέρκυρα τόν Ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη, πρόσφυγα δέ καί τοῦτον καί συμπολίτη του, κληροδότησε εἰς αὐτόν τό Ἱερό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος. Ὁ δέ Λουκᾶς Καλοχαιρέτης, ἕνας ἀπό τούς κληρονόμους καί «υἱὸς τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ἐδωρήσατο τῇ ἰδίᾳ ἀνεψιᾷ Ἀσημίνῃ τὸ ἐπὶ τοῦ Λειψάνου μερίδιόν του»(!)». Ἔτσι τό Ἱερό καί Σεβάσμιο τοῦ Ἁγίου Λείψανο, Κύριος εἶδε ἐκ τίνος κρίματος ὑφαρπαγῆς, πέρασε εἰς τόν Λουκά Καλοχαιρέτη, διά δωρητήριου συμβόλαιου πού συντάχθηκε εἰς τήν Ἄρτα κατά τό ἔτος 1512, ὡς αντικείμενο προικοδοτήσεως (!) διά τούς ἑξῆς λόγους: «Ἔτι[πάλιν] ὁμολογῶ, τό Λείψανον τοῦ Ἀγίου Σπυρίδωνος, ὅπερ εὑρίσκεται εἰς τοὺς Κορφοὺς καὶ κατὰ κληρονομίαν εὑρέθη εἰς ἡμᾶς καὶ εἴχαμεν ἐξουσίαν, πάλιν χαρίζωμι τῆς ἄνωθεν είρημένης Ἀσημίνης τῆς ἀνεψιᾶς μου»! Ἡ δέ Ἀσημίνα, θυγατέρα τοῦ Φιλίππου, υἱοῦ τοῦ Γεώργιου Καλοχαιρέτη, ἔχουσα νόμιμη προῖκα (!!!) τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, νυμφεύθηκε τόν Σταμάτιο Βούλγαρη. Διά διαθήκης δέ, χρονολογουμένης ἀπό 25ης Νοεμβρίου 1571, ὅρισε ὅπως τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου διαμένει ὡς κληρονομιά εἰς τούς υἱούς της καί εἰς τούς ἀπογόνους τους…».
Κατά τό ἔτος 1489 ὁ Φίλιππος Καλοχαιρέτης ζήτησε νά μετακομισθεῖ τό Ἱερό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος στήν Βενετία, ἐξέδωσε δέ τότε, στίς 14 Μαΐου 1489, Δουκικό Γράμμα ὁ «Αὐγουστῖνος Βαρβαρίκος, Ἐλέῳ Θεοῦ, Δοὺξ Βενετιῶν κ.λ.π., τοῖς εὐγενέσι καὶ σοφωτάτοις ἀνδράσιν Ἰωάννῃ Βαπτιστῇ Βαλαρέσσῳ Βαΐλῳ καὶ Καπιτάνῳ καὶ τοῖς Συμβούλοις τῶν Κορυφῶν…», περί ἀσφαλούς ἀποστολῆς τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου στήν Βενετία. Ἐπακολούθησε δέ καί δεύτερο τέτοιο. Ἀλλά ἡ μεταφορά τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου δέν πραγματοποιήθηκε. Δέν εἶναι ὅμως ακριβές, ότι «οἱ Κερκυραῖοι, λυπούμενοι ἐπὶ τούτῳ, ὁμοφώνως ἱκέτευσαν αὐτὸν (τὸν Φίλιππον) νὰ μὴ πραγμα-τοποιήσῃ τὸν σκοπὸν αὐτοῦ· εἰς δὲ τὰς ἱκεσίας ταύτας ἐνδούς ὁ Φίλιππος», ὑποχώρησε καί παρέμεινε τό ἱερό Λείψανο στήν Κέρκυρα.  
          Τό Λείψανο  τοῦ  ἁγ. Σπυρίδωνος παραμένει, ὅπως  εἶναι  γνωστό, ἀδιάφθορο, ἀλλά  δέν εἶναι ὁλόκληρο, διότι σέ  ἀνύποπτο χρόνο  ἀφαιρέθηκε    δεξιά  του. Τό Λείψανο  διατηρεῖ  τήν  σάρκα, τά  δόντια  καί  τούς  βολβούς  τῶν  ματιῶν.[5] Σχετικά  μέ  τήν  δεξιά  τοῦ  Ἁγίου, ὁ  Ρῶσος περιηγητής  Μπάρσκυ ἀναφέρει, ὅτι  κατά  τόν 17ο αἰ. βρίσκονταν  στήν  Ρώμη, σέ  κάποιον ναό  πρός τιμήν τῆς  Παναγίας. Ὁ  Ἰατροφιλόσοφος Νικ. Βούλγαρης (1634 – μετά  τό  1684), σέ  ἀφιερωτική  ἐπιστολή του πρός τόν Ρωμαιοκαθολικό Ἀρχιεπίσκοπο Κερκύρας Κάρολο Labia (1659 – 1682 †), κατά τήν ἔκδοση τῆς λεγόμενης «Ἀληθοῦς Ἐκθέσεως»,[6] τήν ὁποία καί συνέγραψε, «λέγει ὅτι ὁ δεξιός βραχίων τοῦ Ἁγίου τηρεῖται μετά μεγάλης εὐλάβειας στήν Ρώμη, ὅτι ἄδηλο εἶναι ἄν ἐπέμφθη αὐτόθι ἐκ Κερκύρας ἤ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἤ ἐκ Κύπρου, ὅπου ἐνταφιάστηκε ὁ Ἅγιος καί ὅτι ἐκ τῶν πρός Χριστόδουλο τόν Βούλγαρη, ἑαυτοῦ ἀδελφό καί μετά ταῦτα Μέγα Πρωτόπαπα Κερκύρας (1673 – 1693), δοθεισῶν πληροφοριῶν παρά τῶν Μοναχῶν τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Νερίου, ὅταν φοιτοῦσε στό ἐκεῖ ἐκπαιδευτήριο, δηλώνεται, ὅτι ὁ Πάπας Κλήμης Η΄ (1592 – 1605), δώρισε τό Λείψανο εἰς τόν Καρδινάλιο Βαρόνιο, πού τό ἀφιέρωσε στήν νέα ἐκκλησία τῶν μοναχῶν ἐκείνων».
        Ὁ Λ. Σ. Βροκίνης προσθέτει τίς ἑπόμενες πληροφορίες, σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς δεξιᾶς τοῦ Ἁγίου, τίς ὁποίες ἔλαβε ἀπό τόν Κ. Βούλγαρη. Ὁ Κ. Βούλγαρης ζήτησε ἀπό τούς Ἱερεῖς τοῦ ἐν Ρώμῃ Ναοῦ τῆς Santa Maria νά δεῖ  τό λείψανο καί οἱ Ἱερεῖς τοῦ τό ἔδειξαν. Κατά τήν μαρτυρία του, «τὸ λείψανον τοῦτο εἶναι ἐγκεκλει-σμένον εἰς κωνοειδῆ, ἀλλ’ οὐχὶ βυζαντινῆς τέχνης, ἐπίχρυσον θήκην, ἔχουσαν ὕψος ἥμισυ περίπου μέτρον καὶ φέρουσαν εἰς τό βάθος τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἀργυρᾶν. Δέν σώζεται δ’ ὁλόκληρος ὁ βραχίων… ἀλλ’ ὀστοῦν βραχίονος μὴ διατηροῦν περὶ αὐτὸ σάρκα ἤ δέρμα, καθὼς τὸ ἐν Κερκύρᾳ σεπτὸν λείψανον τοῦ Ἁγίου». Ὁ Κ. Βούλγαρης ζήτησε σχετικές πρός τό Λείψανο πληροφορίες καί ὁ «Padre G. Galenzio, Scrittore Latino della Biblioteca Vaticana» ἐγγράφως τόν βεβαίωσε, ὅτι ἔγγραφο δέν ὑπάρχει, ἀλλ’ ὅτι τό Λείψανο ὑπάρχει ἐκεῖ ἀπό τῆς συστάσεως τῆς Συναδελφότητας (τῶν Φιλιππίνων), «ποιεῖται δέ μνείαν αὐτοῦ ὁ Πάπας Παῦλος Ε΄ ἐν τῇ Βούλλᾳ δι’ ἧς ἐπικυροῖ τῷ 1612 τοὺς κανόνας καὶ τὸν ὀργανισμὸν τῆς Συναδελφότητος τοῦ Ὀρατορίου (Congregazione dell’ Oratorio)». Σύμφωνα πρός τήν μαρτυρία αὐτή τό ἐν λόγῳ Λείψανο μεταφέρθηκε κατ’ εὐθείαν ἀπό  την ΚΠολη στήν Ρώμη κατά τό μεταξύ τῶν ἐτῶν 1592 – 1605 διάστημα, δηλαδή μετά ἕνα καί ἤμισυ αἰῶνα μετά τήν μεταφορά τοῦ Σκηνώματος τοῦ Ἁγίου στήν Κέρκυρα (1456).

 

 

 

  

 

 

 



[1] Κεφ. 20.
[2]  Ὁ Κ. Κρουμβάχερ ἐκφράζει τήν γνώμη, ὅτι «τήν βιογραφία ἀνέγνωσε ὁ συγγραφέας αὐτῆς Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Πάφου, κατά τήν ἑορτή τοῦ Αγίου τό 655, στό Ναό τῆς Τριμυθοῦντας»· «Ἀσματική Ἀκολουθία καί Βίος…», τοῦ Σ. Παπαγεωργίου, σελ. 110.
[4] Ἡ ἄποψη κατά τήν ὁποία ὁ Πρεσβύτερος Γεώργιος Καλοχαιρέτης, μετάφερε τό Λείψανο τοῦ Ἱεροῦ Σπυρίδωνος καί ἐκεῖνο τῆς ἁγ. Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη  στήν Κέρκυρα, διατυπώθηκε ἀπό τόν Νικόλαο Βούλγαρη, σέ ἔκθεσή του περί τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε πρώτα Ἰταλικά  στήν Βενετία, τό 1669 (Vera relatione del thaumaturgo etc. Venetia MDCLXIX). Ὁ Βούλγαρης στηρίζει τήν ἄποψή του σέ διάφορα ἔγγραφα τῆς οἰκογένειάς του. Τήν ἄποψη ἐπαναλαμβάνει καί  ὁ Κερκυραῖος Ἱστορικός Ἀνδρεάς Μαρμορᾶς (Della Historia di Corfu, descritta da Andrea Marmora, nobile corcirese, libri otto – Venetia MDCLXXII, pp. 261 – 263), ὁ ὁποῖος μάλιστα, ἄγνωστο ἀπό πού ἀντλεῖ, σημειώνει καί τόν τρόπο μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν Λειψάνων, «dentro sacchi di paglia, e postili sopra un giumento, dava a intendere a coloro, che l’ incotravano, che la soma era cibo della bestia». Ἡ περί τοῦ Πρεσβύτερου Γ. Καλοχαιρέτη μαρτυρία ἔμεινε ἀπρόσβλητη μέχρι τό ἔτος 1808, ὅταν ὁ Νομοδιδάσκαλος καί Θεολόγος Στ. Βλασόπουλος ἀνακοίνωσε  στόν Πρόεδρο τῆς Ἰονίου Γερουσίας,  μέ ἔγγραφό του τίς  22ας Ἰανουαρίου 1808, τά ἑξῆς: «Risulta da una Ducale del Consiglio de’ Dieci delli 14 Maggio 1489, che un certo Papa Gregorio Poliefto salvo dall’ incursione de’ barbari, che occuparono la Capitale del Greco Impero, unitamente ad altri corpi santi, anco il Protettor nostro (αγ. Σπυρίδωνα), di cui vuole far ricca di tanto tesoro la nostra Patria (Κέρκυρα). Da esso passarono tutte le Sante relique in potere di Giorgio Calochieretti, cui succesero i suoi tre figli, Filippo, Lucca e Marco, de’ quali i due primi ebbero di loro porzione il Santo (Σπυρίδωνα), ed il terzo ebber l’ altra reliquia di sa Theodora». Ἡ ἄποψη αὐτή κοινολογήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔτος 1909, ὅταν ἀσχολήθηκε μέ τήν ἀνωτέρω εἴδηση ὁ Λ. Βροκίνης. Ἀναίρεση τῶν ἀπόψεων τοῦ Βροκίνη ἀνέλαβε ὁ Ἱεροδιάκονος Γ. Γροπέτης, μετά πάροδο δεκαετίας (βλ. Γ. Γροπέτου, «Τά Λείψανα Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος καί Αὐγούστης Θεοδώρας ἐν Κέρκυρᾳ»· Περιοδικό «Ἡ Καινὴ Διδαχή», 1920). Περισσότερα σχετικά μέ τήν μεταφορά τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα βλ.  Νικ. Βουλγάρεως, «Ἀληθής ἔκθεση περί τοῦ ἐν Κερκύρᾳ θαυματουργοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος…», Βενετία, 1880· «Περί τῶν ἐτησίως τελουμένων ἐν Κερκύρᾳ λιτανειῶν τοῦ θ. Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος καί τῆς ἐν τοῦ ἔτους 1716 πολιορκίας τῆς Κέρκυρας ἱστορική ἐπιτομή, ἐκ ἐκδιδομένων καί ἀνέκδοτων ἐγγράφων ἐρανισθεῖσα ἀπό τόν Λαυρέντιο Σ. Βροκίκη», ἔκδοσις τρίτη, Κέρκυρα 1909.  
 
[5] Ἀπό αὐτό ἀποδεικνύεται ἀνακριβής ἡ πληροφορία τοῦ Λατινικού Συναξαρίου περί ἐξορύξεως τοῦ δεξιοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Ἁγίου.
[6] Vera relatione del thaumaturgo di Corfu Spiridione il Santo, oue si vede anco come da Constantinopoli, quando, e per chi segue la Sua traslatione in quella metropoli, e come ne goda il iuspatronato la famiglia Bulgari, Consacrata all’ immortal merito dell’ illustriss. e reverendiss. monsig. Carlo Labia dignissimo archiuescouo di Corfu, da Nicolo Bulgari, dottor di filosofia, e medicina nob. Concirense. in Venetia, peri il Mortali. M. DC. LXIX. Con licenza de’ Superiori.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου