Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Αἵρεση καί Σχίσμα, Ἰω. Καρδάση

 ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ως αίρεση χαρακτηρίζεται τόσο στη Χριστιανική Δογματική, όσο και στο Κανονικό Δίκαιο, κάθε απόκλιση από βασική και θεμελιώδη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, από πιστό ή ομάδα πιστών, παρά την αναμφισβήτητη ασάφεια της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ως προς τα όρια της αιρέσεως και του σχίσματος
Ο όρος αίρεση, που είχε χρησιμοποιηθεί στην κλασική και στην ελληνιστική αρχαιότητα, για να δηλώσει κάποια φιλοσοφική ή πολιτική σχολή ή μερίδα ή κόμμα, πέρασε στην Καινοδιαθηκική γραμματεία για να δηλώσει διάφορες θρησκευτικές μερίδες ή και εκείνους που νόθευαν τη χριστιανική διδασκαλία και την Αποστολική παράδοση (Γαλ. 5. 20, Πέτρου Β΄ 2. 1, κ.ά).
Με την έννοια αυτή πέρασε ο όρος στη μεταποστολική γραμματεία και τη γενικότερη εκκλησιαστική παράδοση, γι’ αυτό και καθιερώθηκε γενικά η σημασία του, σύμφωνα με την οποία ως αίρεση χαρακτηρίζεται κάθε διδασκαλία, που αποδεδειγμένα νοθεύει τη γνήσια Αποστολική παράδοση και πίστη της Εκκλησίας με παρεκκλίσεις, προσθήκες, αφαιρέσεις, υπερτονισμούς ή μονομέρειες, ως προς τη γενικά παραδεκτή, συγχρονικά και διαχρονικά, εκκλησιαστική παράδοση.
Με το πνεύμα αυτό ο Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας άγ. Βασίλειος, έγραψε ότι, «οι παλαιοί ωνόμασαν αιρέσεις τους παντελώς απερρηγμένους και κατ' αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους».
Ο όρος σχίσμα δηλώνει τη διάσπαση της ενότητας της Χριστιανικής Εκκλησίας από ομάδες πιστών, οι οποίες διαφωνούσαν σε δευτερεύοντα ζητήματα και πάντως όχι στην ουσία της ορθής πίστης. Επομένως το Σχίσμα δεν αντιμετωπίζεται ως Αίρεση.
Ωστόσο τα όρια μεταξύ της αιρέσεως και του σχίσματος είναι δυσδιάκριτα, αν κρίνει κανείς από το σχετικό περιεχόμενο του ς΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381): «Αιρετικούς δε λέγομεν τους τε πάλαι της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα υφ’ ημών αναθεματισθέντας. Προς δε τούτοις, και τους την πίστιν μεν την υγιά προσποιουμένους ομολογείν, αποσχίσαντας δε και αντισυνάγοντας τοις Κανονικοίς ημών Επισκόποις».
          Η ασάφεια αυτή ως προς τη διάκριση του κανονικού παραπτώματος της αιρέσεως, από το αντίστοιχο του σχίσματος, δεν είναι ουσιαστική, γιατί στην εκκλησιαστική και στην κανονική παράδοση καθιερώθηκε, ως περιεχόμενο του σχίσματος, η απόσχιση για απλή διοικητική κανονική ευταξία ή και διαφωνία σε δευτερεύοντα και εθιμικά ζητήματα. Ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει ως σχισματικούς μόνον εκείνους, που αποκόπηκαν από την εκκλησιαστική ενότητα «δι’ αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς και ζητήματα ιάσιμα προς αλλήλους διενεχθέντες».
          Με τις παραδοχές αυτές οριοθετήθηκε το περιεχόμενο της αιρέσεως, γι’ αυτό και ως αιρετικοί χαρακτηρίστηκαν πάντοτε μόνον οι συνειδητά αποκλίνοντες ή νοθεύοντες τη διδασκαλία της Εκκλησίας, σε ένα ή περισσότερα δόγματα και παρά την εκκλησιαστική προτροπή ή νουθεσία εμμένοντες στις απόψεις τους και αποσχιζόμενοι από την εκκλησιαστική ενότητα. Έτσι, ο διαπρεπής νομικός και κανονολόγος Ιωάννης Ζωναράς χαρακτήρισε ως αιρετικούς «τους παρά την Ορθόδοξον πίστιν δοξάζοντας, καν παλαιαίς αιρέσεσι κοινωνώσι, καν νέαις».
          Παρά την εκκλησιαστική εμπειρία, ότι τόσο οι αιρετικοί, όσο και οι σχισματικοί,αποκόπτονται από την Εκκλησία και ότι οι σχισματικοί τελικά μεταπίπτουν στην αίρεση, η Εκκλησία χαρακτήρισε με βάση τις αρχές αυτές τις διάφορες αιρέσεις στους επτά πρώτους αιώνες (Γνωστικισμός, Σαβελλιανισμός, Μοναρχιανισμός, Μανιχαϊσμός, Δοκητισμός, Χιλιασμός, Μοντανισμός, Αρειανισμός, Πνευματομάχοι, Απολιναρισμός, Νεστοριανισμός, Πελαγιανισμός, Μονοφυσιτισμός, Μονοθελητισμός, Μονοενεργητισμός κ.ά.). Οι συνειδητά διακηρύσσοντες και εμμένοντες στην αίρεση αιρετικοί, παρά την προτροπή, τη νουθεσία και την κρίση των αρμοδίων εκκλησιαστικών οργάνων, υπέπιπταν στο κανονικό παράπτωμα της αιρέσεως, για το οποίο προβλέπονταν αυστηρές ποινές, τόσο από το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, όσο και από την Πολιτειακή νομοθεσία.
          Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι η αίρεση αποτελούσε αδίκημα στο Ελληνορωμαϊκό Δίκαιο, οριζόταν δε αυστηρά και ανάλογα με τη σχετική κανονική παράδοση: «Πας ος και μικρώ υποδείγματι παρά το της Καθολικής Εκκλησίας δόγμα ή της ευθείας εφάνη τραπείας» (Ιουστινιάνειος Κώδικας) και υπόκειται σε αυστηρότατες ποινές από την πολιτειακή δικαιοσύνη (ατιμία, ανικανότητα για δικαιοπραξία ή ανάληψη δημοσίων αξιωμάτων, εξορία, δήμευση της περιουσίας κ.ά.).
          Η κανονική παράδοση της Εκκλησίας προβλέπει επίσης αυστηρές εκκλησιαστικές ποινές για τους αιρετικούς, που με την τήρηση όλων των κανονικών δικονομικών τύπων, υποβάλλονται οι μεν κληρικοί στην ποινή της καθαιρέσεως, οι δε λαϊκοί στην ποινή του αφορισμού ή αναθέματος.
          Ως προς τα σχίσματα, έχουμε το μεγάλο Σχίσμα της Ορθόδοξης Εκκλησία και του Παπισμού το 1054, το οποίο υφίσταται ακόμη, το σχίσμα στον Παπισμό με τους Παλαιοκαθολικούς το 1417, το σχίσμα των Προτεσταντών από τον Παπισμό τον 16ο αιώνα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία δε το πρόσφατο σχίσμα των Παλαιοημερογιτών, που δημιουργήθηκε το 1924 με τη διόρθωση του ημερολογίου.

          ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
          Η στάση των Πατέρων έναντι των αιρετικών ήταν ανέκαθεν η ίδια. Μερικά παραδείγματα: «Κατ’ ουδέν τους Πατέρας ευρίσκομεν διαφωνούντας, αλλ' ως του αυτού πνεύματος όντες, πάντες το αυτό κηρύττουσι και διδάσκουσιν» (Κων/πόλεως Ταράσιος, Σπ. Μήλια, Των Ιερών Συνόδων συλλογή, Παρίσι 1761, τόμ. Β΄, σ. 737). Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος διδάσκει ότι πρέπει να αποστρεφόμαστε τους αιρετικούς, ως αλλότριους της Καθολικής Εκκλησίας (επιστολή ρβ΄). Οι αιρετικοί, κατά τον Μ. Αθανάσιο, είναι λύκοι και πρόδρομοι του Αντιχρίστου (πίστη των αγίων Πατέρων των εν Νικαία, α.α. 28, 1641α), ενώ κατά τον Μ. Βασίλειο, χειρότεροι του Ιούδα (επιστολή σμ΄). Ο Ιω. Δαμασκηνός παραγγέλλει να μη δίνουμε θ. Μετάληψη στους αιρετικούς, ούτε να λαμβάνουμε τη δική τους (Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. ιγ΄ (πς΄)), επειδή κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, η μετάληψη των αιρετικών είναι φάρμακο «μελαίνον και σκοτίζον» την ψυχή (επιστολή κδ΄).
          Το μνημόσυνο του αιρετικού Επισκόπου είναι μολυσμός (Θεοδώρου Στουδίτη, επιστολή σκ΄, βιβλίο β΄), ενώ κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, απαγορεύεται και ο συνεκκλησιασμός με τους αιρετικούς (ερμηνεία περί του θείου ναού, κεφ. κη΄). Οι Άγιοι προτρέπουν τους αιρετικούς να εγκαταλείψουν την αίρεση και να επιστρέψουν στην Εκκλησία, διαφορετικά δεν ωφελούνται από τα καλά τους έργα (αγίου Αναστασίου Αντιοχείας, Οδηγός, κεφ. α΄), ούτε μπορούν να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού (αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου, α.α. 96, 508α).
          Σύμφωνα με τους α΄ και β΄ Κανόνες της Γ΄ Οικουμενικής, όσοι προσχωρούν στους αιρετικούς, εκπίπτουν της εκκλησιαστικής κοινωνίας και της Ιερωσύνης. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσθηκαν και οι ενώσεις με τους Λατίνους το 1274 και το 1439. Οι Πατέρες διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με όσους αποδέχονταν την ένωση της Λυών (1274), προτίμησαν μάλιστα τα βασανιστήρια και τον θάνατο, όπως οι Οσιομάρτυρες Αγιορείτες Μελέτιος και Γαλακτίων. Ο άγιος Μάρκος Ευγενικός συνιστούσε στους Ορθόδοξους να μην επικοινωνούν με όσους αποδέχονταν την ψευτοένωση της Φλωρεντίας (1439) και έλεγε «φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως» (Τοις απανταχού της γης Ορθοδόξοις Χριστιανοίς, παρ. 6, Ι. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, τόμ. Α΄, σ. 427).
          Πως όμως η Εκκλησία αντιμετωπίζει αυτούς που κηρύττουν αιρετικά δόγματα εντός του σώματος Αυτής; Άριστα το οριοθετεί ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος: «Την αίρεσιν την αναφύουσαν, εάν εξαπλωθή, κρίνει και κατακρίνει η Οικουμενική Σύνοδος» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Δ΄, κεφ. ι΄, παρ. 7).
          Σε ορισμένες περιπτώσεις η εκκλησιαστική κοινωνία με αιρετικούς διεκόπτετο και πριν από συνοδική κρίση (αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, επιστολή ια΄). Ο ιε΄ Κανόνας της ΑΒ΄ συνόδου, επιτρέπει την πράξη αυτή, εφ’ όσον γίνεται με σκοπό να ελευθερωθεί η Εκκλησία από το σχίσμα και την αίρεση των Επισκόπων αυτών. Επειδή όμως το εκκλησιαστικό σχίσμα δεν είναι κάτι το απλό, η τελική κρίση και η αποκοπή των αιρετικών από την Εκκλησία ανατίθεται στις Οικουμενικές Συνόδους.
          Σχετικά με το μνημόσυνο του ονόματος Επισκόπου, Μητροπολίτη και Πατριάρχη διαπραγματεύονται οι Κανόνες ΙΕ΄ της ΑΒ΄ Συνόδου (861) επί Μ. Φωτίου και ΛΑ΄ των Αγίων Αποστόλων. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς ρυθμίζονται τα της μνημόνευσης ή μη μνημόνευσης του ονόματος του Επισκόπου κλπ. κατά την θ. Μυσταγωγία. Έτσι:
          Α/ Επιβάλλεται η μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου κλπ. κατά τη θ. Μυσταγωγία από κάθε Ιερέα, ακόμη και εάν ο Επίσκοπος διέπραξε παράβαση Κανόνα ή εγκληματική πράξη (πορνεία, ιεροσυλία κ.ά.), αλλά δεν έχει κριθεί και τελεσίδικα καταδικαστεί για την παράβαση αυτή από Σύνοδο. Στην περίπτωση αυτή ο Ιερέας ή Αρχιερέας καθαιρούνται από κάθε Ιερατική ή Αρχιερατική ενέργεια, καθότι η μη μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου κλπ. επιφέρει σχίσμα στην Εκκλησία.
          Β/ Επιβάλλεται η μη μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου κλπ. κατά τη θ. Μυσταγωγία από κάθε Ιερέα, όταν ο Επίσκοπος κλπ. κηρύττει δημόσια αίρεση καταδικασμένη από τις άγιες Συνόδους ή τους Πατέρες της Εκκλησίας και όταν διδάσκει αυτή την αίρεση στην Εκκλησία. («Οι γαρ δι’ αίρεσίν τινα παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας διδάσκοντες, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτημήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται»)
          Γ/ Επιβάλλεται η μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου κλπ. κατά τη θ. Μυσταγωγία από κάθε Ιερέα, όταν ο Επίσκοπος δέχεται μια αίρεση, «την φυλάττει όμως εις το κρυπτόν και δεν την κηρύττει», διότι ενδέχεται αφ’ εαυτού του να διορθωθεί (Πηδάλιο, σελ. 358).
          Όπως προαναφέρθηκε, ως αίρεση χαρακτηρίζεται κάθε απόκλιση από βασική και θεμελιώδη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, δηλ. απόκλιση από τους όρους (δόγματα), όπως αυτοί διατυπώθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους. Μ’ αυτή την προοπτική, κηρύττει κατεγνωσμένη αίρεση ένας που διδάσκει Γνωστικισμό, Σαβελλιανισμό, Μοναρχιανισμό, Μανιχαϊσμό, Δοκητισμό, Χιλιασμό, Μοντανισμό, Αρειανισμό, Απολιναρισμό, Νεστοριανισμό, Πελαγιανισμό, Μονοφυσιτισμό, Μονοθελητισμό, είναι Πνευματομάχος κ.ά.
          Κάθε άλλη περίπτωση παράβασης Κανόνα δεν εμπίπτει σε αίρεση και δεν δύναται να καθαιρεθεί κληρικός που παραβαίνει κανόνα, αν προηγουμένως δεν καταδικαστεί αμετάκλητα από Σύνοδο. Στην περίπτωση αυτή ανήκει η συμπροσευχή με αιρετικό, η επικοινωνία με αιρετικό, η λήψη δώρων από αιρετικό, η βοήθεια σε αιρετικό κ.ά., παραβάσεις, που κατά καιρούς διεπράχθησαν από την Εκκλησία ή από Πατέρες της Εκκλησίας προς όφελος της Εκκλησίας, δεδομένου ότι οι Κανόνες δεν υπέρκεινται της Εκκλησίας, αλλά η Εκκλησία υπέρκειται των Κανόνων τους οποίους η Ίδια θεσπίζει. Ενδεικτικά παραδείγματα:
1/ Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος αναγνωρίζει τους παρακάτω Κανόνες (με τον Κανόνα Β΄): α/ Τοπικής Συνόδου Αντιόχειας (αιρετική Σύνοδος, πρόεδρος Αρειανός Ευσέβιος Νικομηδείας), β/ Θεοφίλου Αλεξανδρείας (του αποκληθέντα «ληστάρχου», αιτίου εξορίας Ιω. Χρυσοστόμου). Η Πενθέκτη δεν κυρώνει τους Κανόνες του Αγ. Ιωάννη Νηστευτή, που αποτελούν όμως Κανόνες της Εκκλησίας. Δεν επικυρώθηκαν, διότι περιέχουν λάθη και μάλιστα δογματικά, π.χ. στον Α΄ Κανόνα αναγράφεται: «ου μην αλλά και ει συχναίς γονάτων κλίσεσι το θείον εξευμενίζειν αιρείται, ομοίως ποιείν, και μάλιστα...». Με τον Κανόνα αυτό εισάγεται η έννοια του εξευμενισμού και της ικανοποίησης του Θεού εκ μέρους του ανθρώπου, πράγμα που δεν συμφωνεί προς την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία.
          2/ Αιρετικοί συγγραφείς: Ο Δίδυμος ο Τυφλός και ο Ευάγριος ο Ποντικός είναι νηπτικοί συγγραφείς, θεωρούνται αιρετικοί (καταδικάστηκαν από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο), πλην όμως οι παραινέσεις και διδασκαλίες τους βρίσκονται στην «Φιλοκαλία».
          Από τα ανωτέρω παρατιθέμενα στοιχεία σαφώς καταφαίνεται, ότι πρέπει να ήμαστε πολύ προσεκτικοί σε χαρακτηρισμούς και να μην προτρέχουμε να καταδικάσουμε κληρικούς, για παραπτώματα ή παραβάσεις Κανόνων πριν η Εκκλησία (το Σώμα του Χριστού, το Σώμα των Αγίων Της) αποφανθεί τελεσίδικα για τυχόν παραβάσεις τους (π.χ. συμπροσευχή ή επικοινωνία με αιρετικό) ή για διδασκαλία αιρέσεων, οι οποίες δεν έχουν καταδικαστεί από Σύνοδο (π.χ. Οικουμενισμός). Αποφάσεις μεμονωμένων κληρικών ή λαϊκών ή συνάξεις πιστών (βαπτισθέντων «εν ύδατι» και όχι και «εν Αγίω Πνεύματι») περί παραβάσεων Ι. Κανόνων ή διδασκαλίας αιρέσεων από κληρικούς, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν απηχούν  τη φωνή της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
          Οι διάφοροι αντιαιρετικοί κανόνες θεσπίστηκαν, διότι οι αιρέσεις δεν ήταν εύκολο να συνειδητοποιηθούν αμέσως από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Επίσης δεν ήταν δίκαιο να θεωρούνται αιρετικοί, προ της τελικής αποφάσεως της Οικουμενικής Συνόδου, όσοι κοινωνούσαν από άγνοια, για οικονομία ή για κάποια άλλη αιτία με τους Επισκόπους, που κήρυτταν αιρετικές δοξασίες, γι’ αυτό κανείς ιερός Κανόνας ή Πατέρας δεν επέβαλε ποτέ στο Ορθόδοξο πλήρωμα τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς, πριν από συνοδική κρίση. Επίσης κανείς κληρικός δεν τιμωρήθηκε ποτέ γι’ αυτό, σε αντίθεση βεβαίως με αυτούς που συνέχιζαν την επικοινωνία μετά τη συνοδική καταδίκη.
          Αρκετά παραδείγματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία αποδεικνύουν, ότι από την εμφάνιση της αιρετικής διδασκαλίας μέχρι την τελική καταδίκη της, μεσολαβούσε ένα διάστημα, μικρό ή μεγάλο. Στην περίοδο αυτή, η Εκκλησία προσπαθούσε δια των εκπροσώπων Της να φέρει σε μετάνοια τους «καινούς» διδασκάλους, εφαρμόζουσα την αναγνωρισμένη από όλους τους αγίους Πατέρες γραμμή της οικονομίας. Έτσι, π.χ. ενώ ο Μονοθελητισμός άρχισε να κηρύττεται το 615, οι κύριοι πολέμιοί του, άγιοι Ιεροσολύμων Σωφρόνιος και Μάξιμος Ομολογητής, δεν φαίνεται να έχουν διακόψει την επικοινωνία με τους αιρετικούς προ των συνόδων της Δύσης (640-649), που τους αναθεμάτισαν.
          Η οικονομία συναντάται και στη περίπτωση της στάσης έναντι των Παπικών. Στο ανωτέρω συμπέρασμα καταλήγουμε και αν ακόμη δεχθούμε την ακραία περίπτωση, ότι οι Πάπες κήρυξαν επισήμως την αίρεση του Φιλιόκβε από το 1009. Οι Ζηλωτές προφασίζονται, ότι ο χωρισμός έγινε πάραυτα, καθώς ο Κων/πόλεως Σέργιος διέγραψε το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα το 1009 (περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου και του σχετικού αυτοίς ΙΕ΄ ιερού Κανόνος της ΑΒ΄ αγίας συνόδου, Άγιον Όρος 1993, σ. 62). Φέρνουν μάλιστα και σχετική μαρτυρία από τον ιερό Δοσίθεο. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση η παραποίηση της Ιστορίας και η απόκρυψη των επομένων λόγων του ιερού Πατέρα.
          Ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος λέγει όμως, ότι οι υπόλοιποι Πατριάρχες δεν διέγραψαν το όνομα του Πάπα από τα Δίπτυχα το 1009, αλλ΄ έπειτα από 45 έτη (1054). Εννοείται βέβαια ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν ενωμένη πάντα με τα άλλα Πατριαρχεία. Η οικονομία αυτή έναντι των Παπικών έγινε επειδή «οι Πατριάρχαι κατά το αρχαίον εκκλησιαστικόν έθος, μάλλον του Κηρουλαρίου ενεργούντες το κανονικόν δίκαιον, εξεδέχοντο την διόρθωσιν της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, όθεν και εμακροθύμουν» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Η΄, κεφ. β΄, παρ. ς΄). «Οι Ανατολικοί οικονομικώς, σεσιγήκασιν επί πολύν καιρόν, οιόμενοι τους Ιταλούς προς τα κρείττω μετακινήσαι τας καινοτομίας αυτών, μείναντας δε εν τη οικεία πεισμονή, απέβαλον αυτούς της εκκλησιαστικής ενώσεως» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Στ΄, κεφ. ζ΄, παρ. θ΄).
          Όταν ο άγιος Γρηγόριος (πατέρας του Θεολόγου) υπέγραψε, μάλλον από άγνοια, ένα ημιαρειανικό σύμβολο (361), οι μοναχοί διέκοψαν κοινωνία μαζί του (βίος αγίου Γρηγορίου, α.α. 35, 261α). Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος όμως, καθώς και άλλοι δεν τον εχώρισαν. Αυτό συνήθως αποκρύπτεται από τους Ζηλωτές, καθώς και οι κρίσεις του Θεολόγου για τους μοναχούς (Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φ. 27, σ. 1-2). Η ένωση επιτεύχθηκε, αφού ο Θεολόγος έπεισε τον πατέρα του να εκφωνήσει δημόσια ένα Ορθόδοξο σύμβολο (364) (βίος αγίου Γρηγορίου, α.α. 35, 261α-264α). Επί πλέον, στον α΄ Ειρηνικό λόγο, ο μεγάλος θεολόγος ελέγχει έμμεσα τους μοναχούς για ανταρσία, ταχύτητα και αυθάδεια. Τους συμβουλεύει να μην επιστρέψουν στον «ίδιον έμετον», καθώς και το ότι είναι προτιμότερο να μένουμε στο κοινό σώμα της Εκκλησίας, όταν δεν ήμαστε τελείως σίγουροι (κεφ. ιθ΄-κ΄, α.α. 35, 745-748).

          ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ
          Η αντιμετώπιση αυτών που παραβαίνουν (περισσότερο ή λιγότερο) τους ιερούς Κανόνες, χωρίς να θίγουν τα δόγματα, είναι τελείως διαφορετική. Οι Κανόνες ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της ΑΒ΄ συνόδου (επί Μ. Φωτίου) απαγορεύουν αυστηρά τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους Επισκόπους, που υπέπεσαν σε παράβαση Κανόνα, πριν από συνοδική κρίση. Οι άγιοι Απόστολοι επέτρεπαν τη διακοπή της κοινωνίας για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης» (Κανόνας λα΄). Η λέξη «δικαιοσύνη» μπορούσε εύκολα να παρερμηνευθεί, με αποτέλεσμα να συμβούν διάφορα σχίσματα που καταδικάστηκαν από την Εκκλησία. Τα αλλεπάλληλα σχίσματα, κυρίως των Στουδιτών, που συνεχίζονταν και επί των ημερών του Μ. Φωτίου, έδωσαν αφορμή στον Άγιο και τη Σύνοδό του να νομοθετήσουν τους Κανόνες αυτούς.
          Επίσης, δεκαπέντε έτη προ της ΑΒ’ Συνόδου «ο άγιος Μεθόδιος συνοδικώς εξήνεγκεν ανάθεμα κατά των του Στουδίου μοναχών των από της Εκκλησίας εαυτούς αποσχισάντων, διότι αντείχοντο των κατά Ταρασίου και Νικηφόρου κληθέντων τε και γραφέντων υπό Θεοδώρου» (Μ. Γεδεών, πατριαρχικοί πίνακες, Αθήνα 1996, σ. 185). Η τακτική του αγίου Μεθοδίου να αποδέχεται οικονομικώς τις χειροτονίες των Εικονομάχων προκάλεσε σχίσματα. Ο όσιος Ιωαννίκιος κατέκρινε πολυτρόπως τα σχίσματα αυτά και υπεστήριξε ότι η Εκκλησία πρέπει να είναι ενωμένη, εφ’ όσον δεν υπάρχουν λόγοι πίστεως (οσίου Συμεών Μεταφραστή. Βίος οσίου πατρός ημών Ιωαννικίου, κεφ. να΄, νβ΄).
          Αλλά και τα παλαιότερα προσωρινά σχίσματα του αγίου Θεοδώρου Στουδίτη για τις οικονομίες των αγίων Πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου, «ου μικρόν πτώμα τοις Πατράσιν έδοξε. αλλ’ όμως πάλιν διωρθώσατο» (περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις Πατριαρχών, α.α. 99, 1853α). Ακόμη και ο βιογράφος του, Μιχαήλ Στουδίτης, δεν τολμά να υποστηρίξει την πράξη του οσίου Θεοδώρου. Τα σχίσματα αυτά κατέκριναν μεταξύ άλλων οι ιεροί Μεθόδιος και Δοσίθεος. Επίσης δεν τα ακολούθησαν άλλοι μοναχοί εκείνης της εποχής, οι οποίοι ανεδείχθησαν μεγάλοι Άγιοι. Τέτοιος ήταν ο μεγάλος ομολογητής Θεοφάνης, ο οποίος στην «Χρονογραφία» του αναφέρει την απόσχιση του αγίου Θεοδώρου από την αγία Εκκλησία και τον αγιώτατο Πατριάρχη Νικηφόρο. Η αιτία της κατάκρισής τους ήταν, ότι δεν υπήρχε ζήτημα πίστεως, αλλά απόκλιση από τους ιερούς Κανόνες. Βέβαια, ο άγιος Θεόδωρος είναι μεγάλος Ομολογητής και αποτελεί πρότυπο, ένεκα των ηρωικών αγώνων του έναντι της εικονομαχικής αίρεσης. Μόνο τα προσωρινά σχίσματά του για τις ανωτέρω οικονομίες δεν μπορούν να αποτελέσουν κανόνα για την Εκκλησία.
          Δυστυχώς, τα σχίσματα αυτά διαφημίζονται κατά κόρον από τους Ζηλωτές και τα παρουσιάζουν ως εκκλησιαστικό νόμο και κανόνα απαράβατο, επειδή ίσως και αυτοί δεν έχουν λόγους πίστεως για τα σχίσματά τους. Αποκαλούν μάλιστα «Μοιχειανούς» τους αντιπάλους του Στουδίτη –όπως δηλαδή και αυτός για λίγο διάστημα τους ωνόμαζε- και τις περισσότερες φορές αποκρύπτουν τα ονόματά τους ή δεν τους αποκαλούν Αγίους! (Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φ. 34, σ. 1). Πρόκειται για τους Αγίους και Ομολογητές Κων/πόλεως Νικηφόρο, Συννάδων Μιχαήλ, Σάρδεων Ευθύμιο, Κυζίκου Αιμιλιανό, Νικομηδείας Θεοφύλακτο και άλλους Πατέρες.
          Επίσης, ο όσιος Δανιήλ Στυλίτης καλούσε σε μετάνοια όσους μοναχούς εχωρίζοντο από την Εκκλησία άνευ λόγων πίστεως. Τους συνιστούσε δε ότι «ουκ ακινδύνως εαυτούς χωρίζομεν της αγίας ημών Μητρός».
          Γενικότερα, όλα τα σχίσματα που έγιναν προφάσει ακριβολογίας, δεν εξέφρασαν ποτέ αυθεντικά την Εκκλησία. Ούτε θεωρήθηκαν βεβαίως εκτός Εκκλησίας, όσοι δεν συμμετείχαν σ’ αυτά.

          ΑΙΡΕΣΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
          Τον 20ο αιώνα (αλλά και από παλαιότερα) λαμβάνει μορφή στους κόλπους της Εκκλησίας μια τάση νεωτερισμού, που σκοπό έχει μια έντονη προσπάθεια προσέγγισης των διαφόρων αιρετικών. Αυτό που υπήρξε το έναυσμα των διάφορης φύσης διαμαρτυριών, ήταν η διόρθωση του ημερολογίου του 1924, με συνέπεια την απόσχιση των Ζηλωτών από τον κορμό της Εκκλησίας. Η Σύνοδος της Κων/πολης του 1583 καταδικάζει όχι αυτό τούτο το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, αλλά διότι «κατ’ αυτό συμβαίνει να εορτάζωμεν τοις Ιουδαίοις, όπερ εναντίον τη εν Νικαία συνόδω», δηλ. η τροποποίηση του Πασχαλίου. Βέβαια, η αλλαγή μόνο του εορτολογίου και όχι του Πασχαλίου δεν θίγει την απόφαση της Α’  Οικ. Συνόδου ή άλλο δογματικό όρο και επομένως δεν αποτελεί αίρεση.
          Όποιος λοιπόν θεωρεί, ότι η αλλαγή αυτή αποτελεί αίρεση σφάλλει και όταν αποκοπεί από το Σώμα της Εκκλησίας, τότε περιπίπτει σε σχισματική κατάσταση. Το σχίσμα λοιπόν που δημιουργήθηκε από τους Ζηλωτές με την αλλαγή του ημερολογίου δεν έχει νόημα. Επειδή, όμως οι Ζηλωτές διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε δογματικό έρεισμα στη διαμαρτυρία τους, έπρεπε εναγωνίως να ανεύρουν και η βοήθεια προς αυτούς δόθηκε από αυτούς που προώθησαν τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό μέσω οικουμενιστικών διαλόγων, υπερβάλλοντα ζήλου για ένωση με αιρετικούς, μετάδοσης μυστηρίων σ’ αυτούς, αναγνώρισης της εγκυρότητας των μυστηρίων τους, εκκλησιολογική παραδοχή των ομολογιών τους, συμπροσευχών με αιρετικούς και άλλων κανονικών παραβάσεων. Όλα αυτά για τον Ζηλωτισμό ήταν το «μάννα» εξ ουρανού. Θα πρέπει να δούμε όμως, πως αντιμετώπισε η Εκκλησία δια των αγίων Πατέρων ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν και πως εφάρμοσε το κατ’ οικονομίαν  ακόμη και σε αιρετικούς, για να τους βοηθήσει να αλλάξουν φρόνημα, δεν έσπευδε ποτέ να τους αφορίσει από το Σώμα Της.
          Πολλές από τις ανωτέρω αναφερθείσες καταστάσεις αυτές καθ’ εαυτές δεν αποτελούν παρέκκλιση από το δόγμα, αλλά παρέκκλιση από τους Κανόνες. Συνιστούν «εγκλήματα» και παραβάσεις των Ι. Κανόνων, αλλά όχι αίρεση. Αίρεση είναι «το έντινι παρεκκλίναι των κειμένων ημίν δογμάτων, περί της ορθής ημών πίστεως» (αγίου Συμεών νέου Θεολόγου, κατήχηση λβ΄) και «η αποξένωση από την πίστη» (Μ. Βασιλείου, κανονική επιστολή α΄ (ρπη΄), κεφ. α΄). Οι σποραδικές, ανεπίσημες και χωρίς καμιά συνοδική αναγνώριση κακόδοξες δηλώσεις μεμονωμένων Οικουμενιστών, δεν συνιστούν διακήρυξη αίρεσης σε καμία περίπτωση. Το να διακηρύττω, ότι το άγιο Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού αποτελεί αίρεση εγνωσμένη και καταδικασμένη από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο (879), το να συμπροσεύχομαι όμως με άτομο που ακολουθεί την ανωτέρω αίρεση, δεν αποτελεί αίρεση, αλλά παράβαση Κανόνα. Εξ άλλου οι σποραδικές διακηρύξεις της αίρεσης του Φιλιόκβε (το οποίο εκηρύττετο επί αιώνες και σε μεγαλύτερο βαθμό από την Προτεσταντική θεωρία των κλάδων), δεν αποτέλεσαν αφορμή σχίσματος (Στεφανίδη Β. Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 343-344). Εφ’ όσον οι ετεροδιδασκαλίες αυτές (όπως η θεωρία των κλάδων) δεν έχουν αναγνωρισθεί ή παγιωθεί, δεν αποτελούν αιτία σχίσματος, χρειάζεται όμως συνεχής αγώνας για την εξάλειψή τους, ώστε να πάψει να εκδηλώνεται, εξ αυτού, μια οικουμενιστική πρακτική. Ακόμη και η άρση των Αναθεμάτων του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κων/πόλεως, δεν σημαίνει άρση του υφισταμένου Σχίσματος, ούτε μεταβολή στη διδασκαλία, στα δόγματα, στην κανονική τάξη, τη θεία λατρεία, τον εκκλησιαστικό βίο και πολύ περισσότερο στην αποκατάσταση της μυστηριακής κοινωνίας (Καρμίρη Ι. Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Β΄, σελ. 1024).

          ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
          Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία αμέσως με όσους είχαν την ευθύνη κανονικών ή εκκλησιολογικών παραβάσεων, αλλά εφάρμοζαν μακροχρονίως την γραμμή της οικονομίας «προς συνετισμόν αυτών» και έτσι προσπαθούσαν με κάθε θυσία να αποφεύγουν τα σχίσματα στην Εκκλησία. Τέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται ενδεικτικά:
          1/ Οι Πατέρες της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431) καταδίκασαν τον Νεστόριο, αλλά όχι τον «πατέρα» και διδάσκαλο της αίρεσης του Νεστοριανισμού, τον Μοψουεστίας Θεόδωρο, ο οποίος είχε ήδη αποθάνει, «ίνα μη τινες τη υπολήψει του ανδρός προσεσχηκότες αποβάλωσιν εαυτούς των Εκκλησιών. Η δε εν τούτοις οικονομία άριστόν τι χρήμα και σοφόν», κατά τον άγιο Κύριλλο (επιστολή οβ΄). Αργότερα, όταν κινήθηκε θέμα αναθεματισμού του όντως αιρετικού Θεόδωρου, ο Κύριλλος έγραψε προς τον Κων/πόλεως Πρόκλο και του συνιστούσε χάριν της οικονομίας, «ώστε μη συγχωρήσαι αναθεματισθήναι αυτόν, ως αίτιον τούτο ταραχής γινόμενον» (επιστολή οβ΄), ο δε Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει, ότι «ο θείος Κύριλλος ηκονόμει μη αποσχίζεσθαι των της Εκκλησίας εν διπτύχοις αναφερόντων τον Θεόδωρον Μοψουεστίας αιρετικόν όντα». Τελικά ο Μοψουεστίας Θεόδωρος καταδικάστησε από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553), κατ’ εφαρμογήν της Ιουστιάνειας αυτοκρατορικής πολιτικής του κατευνασμού των Μονοφυσιτών.
          2/ Ο 95ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει να γίνονται δεκτοί κατ’ οικονομίαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία με λίβελλο και αναμύρωση οι αιρετικοί: Αρειανοί, Μακεδονιανοί, Ναυατιανοί, Τετραδίτες και Απολιναριστές. Με μόνο λίβελλο γίνονται δεκτοί οι: Νεστοριανοί, Ευτυχιανοί, Διοσκορίτες και Σεβηριανοί. Όλοι οι υπόλοιποι αιρετικοί γίνονται δεκτοί με βάπτισμα, όπως και οι ειδωλολάτρες. Τον ανωτέρω κανόνα εφάρμοζε ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης και για τους Εικονομάχους, δηλ. γίνονταν δεκτοί μόνο με λίβελλο (επιστολή μ΄). Έτσι διαπιστώνεται, ότι η Εκκλησία εφαρμόζει τρεις τρόπους με τους οποίους δέχεται έναν αιρετικό στους κόλπους της, ανάλογα με την αίρεση που υποστήριζε. Είτε γίνονται δεκτοί με Βάπτισμα, είτε με λίβελλο και Μύρο, είτε με απλό λίβελλο.
          3/ Ο Μ. Φώτιος ανεχόταν τα αντικανονικά έθιμα της Ρώμης, εφ’ όσον δεν επιβάλλονταν και στην Ἐκκλησία της Κων/πολης. Εγνώριζε, ότι «ουκ έστι πίστις το αθετούμενον» (Μ. Φωτίου, επιστολή β΄) και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος σχίσματος. Τέτοια ήταν (Μ. Φωτίου, επιστολή ιγ΄):
          α/ η νηστεία του Σαββάτου.
          β/ η κατάλυση αρτύσιμων την α΄ εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής.
          γ/ η απαγόρευση του γάμου των Ιερέων.
          δ/ η τέλεση του μυστηρίου του Χρίσματος μόνον από τους Επισκόπους.
          ε/ η κατάργηση του πνικτού και του αίματος.
          Έτσι, κατά την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο (879), η αποκατάσταση των σχέσεων Κων/πόλεως και Ρώμης έγινε δια της αναγνώσεως του Συμβόλου της Πίστεως άνευ της προσθήκης, αλλά χωρίς παράλληλα η Ρώμη να αποβάλει τα ανωτέρω, τα προσκρούοντα στους Ι. Κανόνες, έθιμα, οπότε με την ευλογία της καθόλου Εκκλησίας, η Ρώμη παραβαίνει πλέον μόνιμα και σταθερά θεσπισμένους Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων. Και όμως, η επευλογηθείσα αυτή παρανομία δεν επέφερε Σχίσμα στην Εκκλησία!
          4/ Οι Πατέρες της Εκκλησίας ανέχθηκαν την δημιουργηθείσα κατάσταση στην Εκκλησία της Ρώμης κατά τον 10ο αιώνα, κατά τον οποίον διήρχετο αυτή την εποχή της «πορνοκρατίας» (Βαφείδης Φ.).
          5/ Κατά τη Λατινοκρατία, ο Κων/πόλεως Γερμανός Β΄ και η Σύνοδος του Πατριαρχείου επέτρεψαν κατ’ οικονομίαν στους Κυπρίους Επισκόπους να αποδεχθούν τις απαιτήσεις των Λατίνων, δηλ. «να διορίζωνται οι διάδοχοι αυτών υπό του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, έχοντος και το δικαίωμα να επιδικάζη (έκκλητο) και πάσαν εφεσιβαλλομένην αυτώ υπό ενός των διαδίκων επισκοπικήν απόφασιν» (Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τομ. Β΄, σ. πε΄).
          6/ Μετά το Σχίσμα του 1054 υπήρξε πάντοτε ο πόθος της ένωσης. Κατά καιρούς αντηλλάγησαν επιστολές και έγιναν διάλογοι (1098, 1113, 1136, 1154, 1169, 1175, 1206, 1214, 1232, 1234, 1250, 1253, 1254, 1272, 1333, 1339, 1366, 1438). Το 1253 έγιναν και υποχωρήσεις (Στεφανίδης Β. Φειδάς Β.), ενώ το 1136 και το 1234 προτάθηκαν συμβιβαστικές λύσεις από τους Ορθοδόξους με τη ρήση «το πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι’ υιού» (Βαφείδης Φ). Σχίσματα όμως ένεκεν των διαλόγων δεν έγιναν, εκτός μόνο λόγω των ψευδοενώσεων του 1274 (Σύνοδος Λυών) και 1439 (Σύνοδος Φλωρεντίας). Ένωση βεβαίως δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, ούτε με τους Μονοφυσίτες, ούτε με τους Λατίνους, αν δεν αποκηρύξουν τα αιρετικά τους δόγματα.
          7/ Ο Εφέσου Μάρκος διαλεγόμενος με την προοπτική της αληθινής επανένωσης με τους Λατίνους, τους ωνόμαζε όχι απλά αδελφούς, αλλά «πατέρες» (Βαφείδης Φ.). Ο διδάσκαλός του και μεγάλος πολέμιος των Λατίνων, Ιωσήφ Βρυέννιος, είχε διαλεχθεί με τους Λατίνους για την ένωση. Στο διάλογο μαζί τους κατέκρινε, όσους ήθελαν να ενωθούν με τον Πάπα, παρ’ όλον ότι υπήρχε το πρόβλημα του Φιλιόκβε. Προέτρεπε να γίνει η ένωση με τον σωστό τρόπο, χωρίς να «εκπέσωμεν της προθέσεως» (Τα ευρεθέντα, Θεσ/νίκη 1991, σ. 400).
          8/ Κατά τον 16ο και 17ο αιώνες συνέβησαν πάμπολλες παρεκκλίσεις από το Ορθόδοξο φρόνημα, ειδικά σε περιοχές όπου πλεόναζαν οι Λατίνοι. Υπάρχει πλήθος μαρτυριών για τέτοιες παρεκκλίσεις, ορισμένες των οποίων καταγράφονται (Στεφανίδης Β. και Ευαγγελική Σάλπιγξ Αθήνα 1867, σ. 327):
          α/ λήψη θ. κοινωνίας από τους Λατίνους και το αντίστροφο (κάτι που συμβαίνει σήμερα στη Σύρο, αλλά και μεταξύ Μονοφυσιτών και Ορθοδόξων).
          β/ μνημόνευση και αναγνώριση Λατίνων Επισκόπων.
          γ/ μεμονωμένα συλλείτουργα.
          δ/ μικτά μυστήρια (π.χ. Λατίνος ανάδοχος στη βάπτιση, κάτι που συμβαίνει και σήμερα).
          ε/ μικτοί γάμοι (κάτι που συμβαίνει και σήμερα σε Λατίνους και Ορθοδόξους ή Μονοφυσίτες και Ορθοδόξους).
          ς/ παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς.
          ζ/ κηδείες αιρετικών.
          η/ σπουδές σε σχολές αιρετικών (κάτι που συμβαίνει και σήμερα).
          θ/ χορήγηση άδειας εξομολόγησης και διδασκαλίας σε παπικούς καπουτσίνους.
          ι/ εξομολόγηση Μητροπολιτών και μοναχών σε Λατίνους (με αφορμή βέβαια κάποιων  δυσχερών περιστάσεων, πράγμα όμως που κατέκρινε με σφοδρότητα ο άγιος Μακάριος ο Πάτμιος).
          9/ Κατά τα μέσα του 17ου αιώνα «τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν δια την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών»!!! (Θεοδώρητου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, 1972, σ. 35-37).
          10/ Τον 17ο αιώνα «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»! (Θεοδώρητου, όπως ανωτέρω).
          11/ Την ίδια εποχή έγιναν διάλογοι με τα διάφορα παρακλάδια Μονοφυσιτών και Προτεσταντών, τους οποίους συμπαθούσε και υπεράσπιζε ισχυρή μερίδα. Παρά ταύτα δεν έγιναν σχίσματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αν και οι Πατέρες ηγωνίζοντο κατά της ενώσεως με τους Λουθηροκαλβίνους (αγίου Νικοδήμου, Χρηστοήθεια, Χίος 1867, σ. 377).
          12/ Ως προς το μυστήριο του βαπτίσματος των Λατίνων. Είναι γνωστό, ότι οι Λατίνοι έχουν χαρακτηρισθεί αιρετικοί από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο (879), μετά δε τη Σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563), έχει χαθεί πλέον εξ ολοκλήρου το κανονικό βάπτισμα στη Δύση και έχει αντικατασταθεί με ράντισμα ή επίχυση. Αυτό είχε ξεκινήσει με τον Πάπα Στέφανο Α΄ (253-257), ολοκληρώθηκε δε με την ανωτέρω Σύνοδο. Οι Αποστολικοί κανόνες (μς΄, μζ΄, ν΄, ξη΄), α΄ της Καρχηδόνος, ζ΄, η΄ της Λαοδίκειας, α΄, ε΄, κ΄, μζ΄ του Μ. Βασιλείου ενεργώντας «κατ’ ακρίβειαν» επιβάλουν τη βάπτιση κάθε αιρετικού αδιακρίτως. Αντίθετα, αργότερα ο ζ΄ της Β΄ Οικουμενικής και ο 95 της Πενθέκτης, εφαρμόζοντας «την οικονομίαν», άλλων αιρετικών επιβάλουν την βάπτιση και άλλων όχι, όταν αυτοί επιστρέφουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η οικονομία, καθώς είναι καρπός της ποιμαντικής και θεραπευτικής διακονίας της Εκκλησίας, εφαρμόστηκε για λόγους καιρικούς-ιστορικούς. Οι αιρετικοί ήταν τότε πολλοί στο πλήθος και πολιτικά ισχυροί (Πηδάλιο, σ. 53). Βέβαια, η οικονομία η οποία είναι πρόσκαιρη, ποτέ δεν μπορεί να καταστεί νόμος, ούτε να θεωρηθεί ως παράδειγμα.
          Τι γίνεται όμως με τους Λατίνους; Ο άγιος Νικόδημος τους αναφέρει ως αιρετικούς, οι οποίοι πρέπει να βαπτίζονται, όταν προσέρχονται στην Ορθοδοξία, επικαλείται δε τη μαρτυρία του Εφέσου Μάρκου, Ιεροσολύμων Δοσιθέου, Ηλία Μηνιάτη και άλλων. Αλλά και ο Αθανάσιος Πάριος και ο Κ. Οικονόμος τους αποκαλούν αιρετικούς και όχι μόνο σχισματικούς, διότι αρκεί μόνο το Φιλιόκβε για να χαρακτηρισθούν αιρετικοί (Ιακ. 2. 10), αλλά και η Η΄ Οικουμενική έχει χαρακτηρίσει το Φιλιόκβε αίρεση.
          Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα: Παρότι είναι αιρετικοί οι Λατίνοι, είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί και σ’ αυτούς η περί Αρειανών κλπ. κατ’ οικονομίαν διάκριση της Β΄ και της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων και να γίνουν δεκτοί δίχως βάπτισμα και μόνο με λίβελλο και χρίσμα; Οι Σύνοδοι αυτές δέχτηκαν τους αιρετικούς αυτούς χωρίς βάπτισμα, διότι η αίρεσή τους διέσωζε τη μορφή του αποστολικού βαπτίσματος, δηλ. των τριών καταδύσεων, το οποίον είναι κατά κυριολεξία βάπτισμα (βούτηγμα). Είναι όμως το βάπτισμα των Λατίνων αποστολικό βάπτισμα; Οι Δυτικοί ισχυρίζονται ότι είναι. Ο Κ. Οικονόμος όμως απαντά, ότι ούτε η επίχυση είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθεί βάπτισμα, ούτε πολύ περισσότερο ο ραντισμός. Η μεν πρώτη είναι «νεωτερισμός ακανόνιστος», ο δε δεύτερος «άγραφος», στερούμενος του χαρακτήρος του «κυρίου και αληθινού βαπτίσματος». Κατά τον άγιο Νικόδημο το βάπτισμα των Λατίνων είναι «ψευδώνυμο» (Πηδάλιο, σ. 55-56), κατέκρινε δε τους «λατινόφρονες» ή «αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», ως τους ωνόμαζε. Οι Λατίνοι αθετώντας με την καινοτομία τους αυτή την παράδοση της Εκκλησίας είναι κατά την η΄ πράξη της Ζ΄ Οικουμενικής «αναθεματιστέοι».
          Παρ’ όλα αυτά η Ορθόδοξη Εκκλησία στην τοπική Σύνοδο της Κων/πολης του 1484 με τη συμμετοχή όλων των Πατριαρχών της Ανατολής και παρ’ όλον ότι υπήρχε ακόμη η ένταση στις σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων μετά τη Σύνοδο Φλωρεντίας (1439), αποφάσισε να εφαρμόσει στους Λατίνους τους κανόνες της Β΄ και Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων και να τους δέχεται με λίβελλο και Χρίσμα, συνέταξε δε και ειδική ακολουθία (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981-989), οπότε οι περιπτώσεις βαπτίσματος ήταν εξαιρέσεις, που οφείλονταν «εις ατομική πρωτοβουλίαν» και «ουχί εις αυθεντικήν απόφασιν της Εκκλησίας».
          Η απόφαση αυτή όμως της Συνόδου του 1484 ανετράπη επί Πατριάρχου Κυρίλλου Ε’ το 1755 στη Σύνοδο της Κων/πολης με τη συμμετοχή και των πατριαρχών Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, που την προσυπέγραψαν. Η απόφαση αυτή, η οποία είναι η τελευταία «επίσημη» απόφαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επέβαλε το βάπτισμα των Λατίνων που επανέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας του 1621 στη Μόσχα αποφάσισε το βάπτισμα των Λατίνων, η Σύνοδος όμως του 1667 πάλι στη Μόσχα, όπου έλαβαν μέρος και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, επικύρωσε την απόφαση του 1484 και δεχόταν τους Λατίνους με λίβελλο και Χρίσμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Γ΄ σε ερώτημα του τσάρου Μ. Πέτρου το 1718 απαντά, ότι οι Λατίνοι γίνονται δεκτοί «δια μόνου χρίσματος». 
          Στο πρόβλημα του βαπτίσματος των Λατίνων, ο Εφέσου Μάρκος προτιμά την οικονομίαν, παρότι ακραιφνέστατος Ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρώντας «περί της καθολικής πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι «χρίομεν τους εξ αυτών (δηλ. των Λατίνων) ημίν προσιόντας….. ως αιρετικούς όντας» (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981), δηλ. εντάσσει τους Λατίνους ως αιρετικούς στην ομάδα των Αρειανών κλπ. της Β΄ Οικουμενικής, παρ’ όλον ότι γνωρίζει τον τύπον του ραντισμού, τον οποίον αποκηρύσσει. Έτσι, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εμφανίζεται αντίθετος προς τον Εφέσου Μάρκο, καθότι δεν δέχεται το βάπτισμα των Λατίνων. Ο Δοσίθεος λοιπόν το κατ’ ακρίβειαν και ο Μάρκος το κατ’ οικονομίαν. Μήπως η πολιτική απειλή από τη Δύση είχε σαν συνέπεια την εφαρμογή της οικονομίας στην Ανατολή και μήπως η χρήση της οικονομίας στην Ανατολή είχε ως αναγκαία δογματοκανονική προϋπόθεση την μέχρι και τον 18ο αιώνα ύπαρξη στη λειτουργική πράξη και του κανονικού βαπτίσματος στη Δύση, δηλ. το φόβο «δευτερώσεώς» του;
          Η όλη λοιπόν ιστορία του βαπτίσματος των Λατίνων περνάει από πολλές φάσεις. Από τη φάση της ακρίβειας των Αποστολικών κανόνων, μετά την εφαρμογή των οποίων φαίνεται ότι εγίνοντο δεκτοί χωρίς βάπτισμα Λατίνοι, στο κατ’ οικονομίαν των Β΄ και Πενθέκτης Οικουμενικής, μετά την εφαρμογή των οποίων φαίνεται, ότι γίνοντο Ορθόδοξοι σε πολλές περιπτώσεις Λατίνοι χωρίς βάπτισμα, στο κατ’ οικονομίαν της Συνόδου του 1484, μετά την οποίαν φαίνεται ότι γίνονταν σε πολλές περιπτώσεις δεκτοί Λατίνοι με βάπτισμα, στην ακρίβεια τελικά της Συνόδου του 1755. Ποια όμως είναι η πρακτική σήμερα; Τηρείται η απόφαση αυτή από τις Εκκλησίες; Δεν υπάρχει γενική γραμμή. Άλλες, όπως η Ρωσική Εκκλησία και η Κων/πολη δεν εφαρμόζουν την απόφαση αυτή. Άλλες, όπως η Ελλαδική Εκκλησία την εφαρμόζουν. Αυτή η διαφορετική στάση των κατά τόπου Ορθοδόξων Εκκλησιών ανάγκασε το 1875 το Οικουμενικό Πατριαρχείο να εκφράσει την ευχή «όπως δυνηθώσιν αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συνελθείν επί το αυτό, (ίνα) τότε γενήσεται η ποθητή επίσημος συνεννόησις περί του ζητήματος τούτου». (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….., σ. 978). Το σπουδαίο όμως στην υπόθεση αυτή είναι, ότι σ’ όλες αυτές τις παλινωδίες δεν δημιουργήθηκαν σχίσματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία εκ του γεγονότος αυτού.
          13/ Ο άγιος Νικόδημος θλιβόταν για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και παρερμηνεία των Ι. Κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παραίτιον ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών (Πηδάλιο, σ. 56). Ωδύρετο επίσης και για τις δεινές παραβάσεις Ι. Κανόνων (ς΄ της Δ΄, ιδ΄, ιθ΄, κγ΄ της Πενθέκτης) και ιδιαίτερα για τους Σιμωνιακούς, οι οποίοι είναι χειρότεροι των Πνευματομάχων (Πηδάλιο, σ. 719), έλεγε δε ότι η θεοστυγής αυτή αίρεση έχει γίνει σήμερα αρετή και οι περισσότεροι χειροτονούνται δια χρημάτων (Πηδάλιο, σ. 238 και 696). Συγχρόνως ήλεγχε με σύνεση όμως και τους θεολόγους της εποχής του, για τα αιρετικά και βλάσφημα φρονήματά τους (Πηδάλιο, σ. 527).
          Ο άγιος Νικόδημος και οι λοιποί Κολλυβάδες της εποχής του αγωνίστηκαν σθεναρά για τις ιερές παραδόσεις, όμως δεν φαίνεται πουθενά να διέκοψαν την επικοινωνία με τους λατινόφρονες ή τους λοιπούς κακόδοξους. Είχαν την δυνατότητα να διακρίνουν τη διαφορά των Λατινοφρόνων της εποχής τους και των Λατινοφρόνων που έκαναν τις ενώσεις του 1274 και 1439. Ο άγιος Νικόδημος γνώριζε ότι υπάρχουν «δυο είδη κυβερνήσεως στην Εκκλησία» η Ακρίβεια και η Οικονομία (Πηδάλιο, σ. 54). Αν και ήταν λάτρης της Ακριβείας, εφάρμοζε την Οικονομία όταν επρόκειτο περί σχισμάτων και εφ’ όσον δεν υπήρχε επισήμως κηρυττόμενη αίρεση. Δίδασκε ότι όταν οι Αρχιερείς ή οι Ιερείς παρανομούν, πρέπει να αγωνιζώμεθα να τους πείσουμε να γίνεται το θέλημα του Θεού, χωρίς όμως να κάνουμε σχίσματα αφανιστικά των ψυχών μας (Περί συνεχούς μεταλήψεως, Βόλος 1961, σ. 117).
          14/ Η ΔΙΣ της Ελλαδικής Εκκλησίας, με απόφαση του 1834, επέτρεψε την τέλεση των (πρότερων ανεπισήμως τελούμενων) γάμων με αιρετικούς, πράγματα δηλ. «παράνομα και ενάντια των Ι. Κανόνων» (Κ. Οικονόμου, τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, Αθήνα, τ. Β΄, σ. 246). Ο ίδιος ο Οικονόμου αναφέρει επίσης τις διαλύσεις τετρακοσίων και πλέον μονών, την έγκριση γαμικών συζυγιών που έχουν κώλυμα, την ίδρυση θεολογικής σχολής κατά τα προτεσταντικά πρότυπα και πολλά άλλα παρατράγουδα. Είναι γεγονός, ότι οι ανωτέρω κανονικές παρανομίες είναι κατακριτέες, ενώ όσοι τις εκλαμβάνουν σαν υπόδειγμα για τις σχέσεις τους προς τους ετερόδοξους, δεν ακολουθούν τους Πατέρες, οι οποίοι αγωνίζονταν για την εξάλειψή τους.
          15/ Ως προς το ημερολογιακό θέμα και ειδικότερα το Πασχάλιο παρατηρούνται τα εξής: Με βάση την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έστελνε κάθε χρόνο επιστολή στην Εκκλησία της Ρώμης γνωστοποιώντας την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα και αυτή με την σειρά της όφειλε να το δηλώσει στις απομεμακρυσμένες Εκκλησίες (Ισπανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, Γερμανίας). Πλην όμως η Εκκλησία της Ρώμης ουδέποτε το έπραξε αυτό, καθότι ο πάπας Ρώμης άγιος Ιππόλυτος είχε καθορίσει (πριν από την Σύνοδο της Νικαίας) την εαρινή ισημερία στις 18 Μαρτίου. Οπότε, όταν η πανσέληνος συνέπιπτε στις 19 Μαρτίου, οι Εκκλησίες της Δύσης εόρταζαν με αυτήν το Πάσχα, ενώ οι Εκκλησίες της Ανατολής την θεωρούσαν ως πανσέληνο προ της εαρινής ισημερίας (προ της 21ης  Μαρτίου) και ανέμεναν την επόμενη με συνέπεια να υπάρχει διαφορά 30-35 ημερών στην εορτή του Πάσχα. (Κάτι τέτοιο γίνεται σήμερα στην διαφορά εορτασμού του Ορθόδοξου με το λατινικό Πάσχα).
Παρομοίως με την επιστολή προς την Εκκλησία της Ρώμης η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έστελνε επιστολές προς τις Εκκλησίες της Ανατολής περί της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα, οι οποίες ανεγινώσκοντο από τους άμβωνες των ναών κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων.
Αναφέρεται, ότι ο Μ. Αθανάσιος, ως Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας από το 328 και κατ’ εντολήν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου έγραφε κατ’ έτος μια εγκύκλιο επιστολή (συνολικά 45) προς τις απανταχού της γης Εκκλησίες, τη λεγόμενη «εορταστική επιστολή» και αργότερα «πασχάλιο επιστολή», για να ορίζει την ημέρα του Πάσχα και να εκφράζει υπεύθυνα τη πίστη και γνώμη της Εκκλησίας επί διαφόρων προκυπτόντων ζητημάτων. Π.χ. στη ΛΘ΄ εορταστική επιστολή, του 367, υπό την ιδιότητα του εντεταλμένου της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ορίζει, ποια είναι τα γνήσια κανονικά και θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και αυτός είναι ο μόνος έγκυρος εκκλησιαστικός κατάλογος του βιβλικού κανόνα. Αξιοσημείωτο είναι, ότι και από την εξορία δεν έπαυσε ποτέ ν’ απευθύνει προς όλες τις Εκκλησίες της Οικουμένης την εορταστική επιστολή του (Σωκράτης, Εκκλ. Ιστ. Σωζόμενος, Εκκλ. Ιστ.). 
          Η Σύνοδος της Σαρδικής (Σόφια, 344-345) ενέκρινε περί του Πάσχα, όπως αναγγέλλουν απανταχού την ημέρα της εορτής του Πάσχα, ο μεν επίσκοπος Ρώμης στις Εκκλησίες της Δύσης, ο δε επίσκοπος Αλεξανδρείας στις Εκκλησίες της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή ανετρέπετο η ουσία αυτής, δηλ. «να εορτάζεται εν μιά και τη αυτή ημέρα απανταχού η εορτή του Πάσχα». Η Σύνοδος της Νικαίας όρισε να τελείται η εορτή μετά την εαρινή ισημερία και προς τήρηση της ενότητας ανατέθηκε ο καθορισμός της ημέρας της εορτής στην Εκκλησία Αλεξανδρείας, της οποίας οι αστρονόμοι όριζαν την εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου και όχι στις 18, όπως εφρόνουν στη Ρώμη. Αναθέτοντας η Σύνοδος της Σαρδικής στην Εκκλησία της Ρώμης τον ορισμό της ημέρας εορτασμού σ’ ολόκληρη τη Δύση μοιραίως ανέκυπτε διαφωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τέτοια ασυμφωνία συνέπεσε στα έτη 326, 337, 340, 341, 343, 346, 349, 350, 358, 360, 368, 387 κλπ. Έτσι το 350 το Πάσχα εορτάσθηκε στη Δύση στις 8 Απριλίου και στην Ανατολή στις 15 Απριλίου. Το 360, 23 Μαρτίου και 23 Απριλίου αντίστοιχα, το 368, 23 Μαρτίου και 20 Απριλίου αντίστοιχα, το 387, 21 Μαρτίου και 24 Απριλίου αντίστοιχα, κ.ο.κ. και όλα αυτά συνέβαιναν στην ενιαία Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Έτσι, ενώ οι Εκκλησίες της Ανατολής τηρούσαν τις υποδείξεις της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας ως προς την εορτή του Πάσχα, η Εκκλησία της Ρώμης εξακολουθούσε να εφαρμόζει τον πασχάλιο κανόνα του αγίου Ιππολύτου και εόρταζε την εορτή σε διαφορετική ημερομηνία. Τελικά η αποδοχή του αλεξανδρινού κανόνα στη Δύση επεβλήθη από τον Κάρολο τον Μέγα (Καρλομάγνο) τον 9ο αιώνα (τι ειρωνεία !), ο δε κοινός αυτός κανόνας ίσχυσε μέχρι το 1582, οπότε υπήρξε εκ νέου αλλαγή της ισημερίας από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ από τις 11 Μαρτίου (όπου είχε φθάσει τότε) και πάλι στις 21 Μαρτίου. (Δηλ. ο πάπας επανήλθε στην πιστή εφαρμογή του 1ου όρου της απόφασης της Συνόδου). (Καισαρείας Καλλίνικου Δελικάνη,  Η Πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, Θεσ/νίκη 1997, σ. 445-448).
          Σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, για την διαφορετική εορτή του Πάσχα μεταξύ Ανατολής και Δύσης από το 50-800 μ.Χ. περίπου, ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί οι Πατέρες των Ανατολικών Εκκλησιών εδέχοντο να παρακάθηνται και να συναποφασίζουν μαζί με τους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας και στις επτά άγιες Οικουμενικές Συνόδους, κατά τη στιγμή κατά την οποία όλη αυτή την περίοδο η Δυτική Εκκλησία ακολουθούσε αλλότρια ημερομηνία εορτής του Πάσχα από εκείνη των Εκκλησιών της Ανατολής; Τι είναι αυτό που τότε δεν πείραζε στις σχέσεις των Πατέρων της Ανατολής και των Πατέρων της Δύσης και τι είναι τώρα αυτό που πειράζει στις σχέσεις μεταξύ παλαιο- και νέο- ημερολογητών; Άραγε ποιό αρχαίο έθος ετηρείτο όλη αυτή την περίοδο των 8 αιώνων ζωής της Καθολικής Εκκλησίας, ως προς το θέμα αυτό και τι διαφορετικό συμβαίνει σήμερα;
          16/ Η απόφαση της παρουσίας του Πάπα σε Ορθόδοξες περιοχές έρχεται σε αντίθεση με τους Ι. Κανόνες; Με την εφαρμογή της ακριβείας ναι. Αλλά ανακύπτουν και εδώ κάποια ερωτήματα:
          Α/ Ερωτάται αν η Εκκλησία (Σώμα Χριστού) είναι πάνω από τους Ι. Κανόνες ή οι Ι. Κανόνες πάνω από την Εκκλησία. Μπορούν να παραβιασθούν οι Ι. Κανόνες προς το συμφέρον της Εκκλησίας; Μπορούμε να παραβούμε τους Ι. Κανόνες προκειμένου να φέρουμε αιρετικό στην Ορθόδοξη ποίμνη; Τρία από τα πολλά παραδείγματα δείχνουν τον δρόμο:
          α/ 6 Ιαν. 372 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Στην Μητρόπολη γιορτάζεται η μεγάλη διπλή γιορτή της Γέννησης και της Βάπτισης του Κυρίου. Στον Ι. Ναό, όπου λειτουργούσε ο Μ. Βασίλειος εμφανίζεται ξαφνικά ο αυτοκράτορας Ουάλης (αιρετικός αρειανός) με πρόσφορο και νάμα και τα δίνει στους ιερείς, αλλά δεν τα παραλαμβάνουν, διότι οι Ι. Κανόνες απαγορεύουν την λήψη προσφοράς από αιρετικό. Ο Μεγάλος Άγιος, αν και είχε το πρόσωπο γυρισμένο προς την Αγία Τράπεζα όλα τα έβλεπε. Έκανε νεύμα και ο διάκονος πήρε τα προσφερόμενα δώρα (Μ. Βασιλείου, επιτάφιος νβ΄). Ο Μ. Βασίλειος παρέβη τον 6ο κανόνα της τοπ. συνόδου της Λαοδίκειας (364) (παροχή αδείας σε αιρετικό να εισέλθει σε Ι. Ναό) και τον 32ο της ίδιας συνόδου (άρνηση λήψης προσφοράς από αιρετικό). Με τη στάση του αυτή και με άλλες ενέργειες έσωσε όμως την Εκκλησία από την λαίλαπα του αρειανισμού.
          β/ Ο Άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης στην προσπάθειά του να επανακτήσει την διαχείριση των κτημάτων και ωφελημάτων, που είχεν απολέσει η Μονή του κατά την διάρκεια της εικονομαχίας, δεν δίστασε να επικαλεσθεί την αντίληψη του Πάπα Ρώμης Λέοντα Γ΄ (αυτού που το 800 έστεψε αυτοκράτορα τον Καρλομάγνο) με την προσφώνηση ως: «της θειοτάτης των όλων Κεφαλών Κεφαλής, του κορυφαιοτάτου Πατέρος Πατέρων, του Ισαγγέλου, Μακαριωτάτου και Αποστολικού Πατρός, ως του έχοντος τα πρωτεία θεόθεν, και ως δεξαμένου τας κλεις του Ευαγγελίου προς Χριστού δια μέσου του των Αποστόλων πρωτοστάτου» (Αγ. Νεκταρίου, περί των Οικουμενικών Συνόδων). Αυτή η προσφώνηση αποτελεί σαφή υπέρβαση του 36ου Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος αναγνωρίζει πρωτείον τιμής προς τον Πάπα και μόνον και δεν αναφέρει θεόθεν πρωτείον ή ότι έχει τα κλειδιά του Ευαγγελίου που του τα παρέδωσε ο Απ. Πέτρος. Βέβαια η ενέργεια του Αγ. Θεοδώρου τελικά βοήθησε την χειμαζόμενη Εκκλησία, αλλά δεν παύει να έχει ο Πάπας ένα ισχυρό χαρτί στα χέρια του, όπως έχει και τον 131ο νόμο (νεαρά) του Ιουστινιανού Α΄ που κατοχυρώνει νομοθετικά το πρωτείο του.
          γ/ Ο Άγ. Ιωάννης της Κροστάνδης συνήθως ρωτούσε τους αλλόθρησκους για τις ανάγκες και τις δυσκολίες τους χωρίς να θίγει θέματα θρησκείας. Στην Κριμαία δέχθηκε αντιπροσωπεία εβραίων, που τον ευχαρίστησαν για μια δωρεά του σε κάποια Ιουδαϊκή κοινότητα. Στην ίδια περιοχή της νοτίου Ρωσίας θεραπεύτηκε με την προσευχή του ένας άρρωστος τάταρος. Ο π. Ιωάννης ρώτησε την τατάρα (που ήτανε μουσουλμάνα) και τον παρακαλούσε για τον σύζυγό της: «Πιστεύεις στον Θεό;» Αφού έλαβε καταφατική απάντηση, της είπε: «Θα προσευχηθούμε λοιπόν και οι δυο. Εσύ με τον δικό σου τρόπο και εγώ με τον δικό μου» (Επισκόπου Αλέξανδρου Σεμένωφ-Τιάν-Σάνσκυ, Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, έκδοση Ι. Μ. Παρακλήτου). Με την πρώτη του πράξη ο Άγιος παρέβη τους 32ο και 37ο κανόνες της συνόδου της Λαοδίκειας, καθώς και τον 11ο κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου, όπου απαγορεύονται με την ποινή της καθαίρεσης για κληρικό η συμφιλίωση με Ιουδαίους, η λήψη δώρων, ακόμη δε και ιατρικών υπηρεσιών από αυτούς. Με την δεύτερη πράξη παρέβη τους κανόνες 10ο και 45ο Αποστολικούς και 33ο της Λαοδικείας (συμπροσευχή και συνευχή με αιρετικό). Από τα ανωτέρω, αλλά και από άλλα παραδείγματα συνάγεται το συμπέρασμα, ότι η Εκκλησία βρίσκεται πάνω από τους Ι. Κανόνες, που εξ άλλου έχει η ίδια θεσπίσει και επομένως θέτει πάνω απ’ όλα το συμφέρον της, που είναι η σωτηρία των πιστών της, οι δε Ι. Κανόνες αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες και όχι τσιμεντένια πλαίσια.
          Β/ Η Παπική «Εκκλησία» και ο αρχηγός της είναι σχισματική και κατηγορείται για αίρεση (και πράγματι πάμπολλα δόγματα και πράξεις της είναι αιρετικά), έχει δε βασική αίρεση αυτή του Φιλιόκβε. Εάν λοιπόν δεν πρέπει να υποδεχώμεθα, να συζητούμε, να συναγελαζόμεθα με αιρετικούς, αυτό πρέπει να το πράττουμε με όλους ανεξαιρέτως τους αιρετικούς και όχι κατ’ επιλογήν. Συγκεκριμένα η Δ΄ Οικ. Σύνοδος της Χαλκηδόνας έχει καταδικάσει τις «Εκκλησίες» εκείνες, που ενστερνίσθηκαν το δόγμα του Μονοφυσιτισμού. Τέτοια «Εκκλησία» είναι και η κοπτική. Όμως τον αρχηγό της καταδικασθείσας αυτής Εκκλησίας (Πατριάρχη των Κοπτών Σενούντα) υπεδέχθη στην Αρχιεπισκοπή ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Παρέβη τότε ο Αρχιεπίσκοπος τους Ι. Κανόνες ή όχι και εάν τους παρέβη, γιατί δεν δημιουργήθηκε ανάλογος σάλος τότε και δημιουργείται τώρα με τον Πάπα; Επομένως, είτε εφαρμόζουμε επακριβώς τους Ι. Κανόνες, είτε όχι. Μήπως λοιπόν οι αντιδράσεις δεν στηρίζονται σε δογματικούς λόγους, αλλά σε άλλους λόγους που δεν γνωρίζουμε;
          Γ/ Όταν αρνούμαστε να υποδεχθούμε ή να δεχθούμε τον αρχηγό μιας αιρετικής «Εκκλησίας», κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να αρνούμαστε να δεχθούμε κάθε εκπρόσωπο, είτε αντιπρόσωπό του, γιατί και αυτός είναι αιρετικός. Αν απαιτούμε να μην δεχθεί ο Αρχιεπίσκοπος τον Πάπα, τότε θα πρέπει να απαιτούμε να μην δεχθεί και τους Καρδιναλίους εκπροσώπους του (πράγμα που έχει ήδη γίνει) και βέβαια δεν είδαμε καμιά αντίδραση. Αιρετικός είναι κάθε άνθρωπος που βλασφημεί το Πνεύμα το Άγιον ανεξάρτητα από τον βαθμό ιεροσύνης ή όχι που φέρει.
          Δ/ Η Ελλαδική Εκκλησία κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής προστάτευσε τους αιρετικούς Εβραίους (δίνοντας ταυτότητες ή αποκρύπτοντάς τους) από τα κρεματόρια. Η Εκκλησία σαφώς παρέβη τον 45ο κανόνα των Αγ. Αποστόλων, όπου κατά την ερμηνείαν του Αγ. Νικοδήμου: «Πρέπει γαρ τους αιρετικούς να μισούμεν και να αποστρεφώμεθα .....», αλλά όμως συνεκτίμησε την κατάσταση και προς το συμφέρον της έκλινε προς την πλευρά της Αγάπης.

          ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
          Ποια είναι όμως η αντιμετώπιση των Λατίνων σήμερα από τις Ορθόδοξες Εκκλησίας; Στην απάντησή του προς τους Αγιορείτες Πατέρες (3.7.99), ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος οριοθετεί τα πράγματα: Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κάτοχος της απολύτου εν Χριστώ και εν αγίω Πνεύματι αληθείας, γι’ αυτό ουδέποτε ανεγνωρίσαμε λάθη σ’ Αυτήν. Οι μετέχοντες στους διαλόγους Ορθόδοξοι πιστεύουν ότι Αυτή είναι φορεύς της γνησίας διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Οι θέσεις τους αυτές δεν έγιναν αποδεκτές και στενοχώρησαν τους Λατίνους, οι οποίοι έχουν εγκαταμίξει στη διδασκαλία του Θεού νέα δόγματα και καινοτομίες και γι’ αυτό χρήζουν μετανοίας και αναθεωρήσεως.
          Ο Κων/πόλεως Βαρθολομαίος είπε ακόμη, ότι δεν μπορούμε να ενωθούμε με τους Παπικούς, εφόσον εμμένουν στο Φιλιόκβε. Κατέκρινε το Παπικό πρωτείο, όσους ηρνήθησαν την Ορθοδοξία και ανεγνώρισαν εκκλησιαστική υπόσταση στους Παπικούς ή τους Ουνίτες και όσους υπέγραψαν την ψευδοένωση της Φλωρεντίας. Κατέκρινε επίσης τις συμπροσευχές με αλλοθρήσκους, τονίζων ότι οι διάλογοι μαζί τους στοχεύουν μόνο στην εξομάλυνση των κοινωνικών σχέσεων, με πρωτοβουλία δε του Πατριαρχείου απαγορεύθηκαν οι συμπροσευχές των Ορθοδόξων με τους ετεροδόξους στη συνέλευση του Π.Σ.Ε. στη Χαράρε (Ορθόδοξος Τύπος φ. 1331-1334).
          Η ΔΙΣ της Ελλαδικής Εκκλησίας απαγόρευσε τις συμπροσευχές, τόνισε ότι η Ορθοδοξία είναι η μόνη Εκκλησία και ότι η ένωση με τους Μονοφυσίτες δεν γίνεται, αν δεν δεχθούν όλες τις Οικουμενικές Συνόδους (Ορθόδοξη Μαρτυρία τ. 101, σ. 44).
          Το Πατριαρχείο Γεωργίας με ομολογιακή επιστολή κατέκρινε τις συμπροσευχές, τη θεωρία των κλάδων και την ένωση με τους Μονοφυσίτες (Παρακαταθήκη, τ. 3, σ. 12-13), απεχώρησε δε από το Π.Σ.Ε. όπως και το Πατριαρχείο Βουλγαρίας. Επίσης στις Εκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας, Ελλάδος και Κύπρου υφίστανται ισχυρές τάσεις προς την ίδια κατεύθυνση.

          ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
          Στην επί 20 αιώνες ιστορία της Εκκλησίας είχαμε παρεκκλίσεις τόσον από τα δόγματά Της, όσο και από τους Κανόνες Της. Τις παρεκκλίσεις από τα δόγματα τις χαρακτήρισε αιρέσεις και όσους τις ακολουθούσαν τους απομάκρυνε από το Σώμα Της. Τις παρεκκλίσεις από τους Κανόνες χαρακτήρισε ως σχίσματα και απέφευγε πάση θυσία να αποκόπτει από το Σώμα Της τους παρεκτρεπόμενους.
          Από την έρευνα των πηγών καταφαίνεται, ότι οι άγιοι Μάρκος, Νικόδημος, Αθανάσιος Πάριος, λοιποί αγιορείτες Μελέτιος Γαλησιώτης, Ιωσήφ Βρυέννιος. Μακάριος Πάτμιος κ.ά. αγωνίσθηκαν μεν κατά των Λατινοφρόνων και των λοιπών κακοδόξων, αλλά δεν διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς, εφ’ όσον δεν κήρυσσαν επισήμως και ανεγνωρισμένως καμία αίρεση. Μόνο σε δυο περιπτώσεις τη διέκοψαν και μόνο εξ αιτίας των δυο ψευδοενώσεων (1274 και 1439) ή σε περιπτώσεις προφανώς αιρετικών (Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας 1334-1347). Βλέπουμε δε ότι οι παρεκτροπές από τους Ι. Κανόνες αντιμετωπίσθηκαν από την Εκκλησία με το «κατ’ οικονομίαν», διότι το σχίσμα στην Εκκλησία σημαίνει το σχίσιμο του άρραφου χιτώνα του Χριστού! Έτσι ο Ι. Χρυσόστομος προτιμάει να παραμείνει στην Εκκλησία, ακόμη και όταν Αυτή βρίσκεται σε λάθος δρόμο, παρά να αποσχισθεί από Αυτή. «Ει γαρ και εσφάλλετο η Εκκλησία, ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ην, όσον έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου» (Κατά Ιουδαίων Γ΄ 5: PG 48, 870).
Τους ένθερμους λοιπόν υποστηρικτές της ένωσης θα πρέπει η Εκκλησία να τους αντιμετωπίσει με το «κατ’ οικονομίαν», όπως έκαναν οι Πατέρες στην πορεία της Εκκλησίας. Με τον αγώνα των Ορθοδόξως φρονούντων, οι υποστηρικτές αυτοί (Οικουμενιστές) θα αντιληφθούν που βρίσκεται η αλήθεια, ότι οι αιρετικοί γίνονται δεκτοί μετά την αποβολή της αιρετικής δοξασίας και ότι δεν γίνονται εκπτώσεις στα δόγματα. Υπάρχουν βέβαια ακόμη κάποιοι αμετανόητοι, οι οποίοι δεν γνωρίζουν βασικά στοιχεία της Ορθόδοξης πίστης ή ενεργούν προς ίδιον όφελος. Αυτούς οφείλει η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού να τους ανακαλέσει στην τάξη ασκώντας την Αγάπη και εφαρμόζοντας την Οικονομία, ώστε και αν υπάρχουν ακόμη κάποιες παραφωνίες, αυτές, με την αυξανόμενη αντίδραση στην άκριτη ένωση, να περιοριστούν και έτσι ο νεοφανής συγκρητιστικός οικουμενισμός σταδιακά να εκπέσει και να εξαλειφθεί, όπως και άλλες ανάλογες κινήσεις στη μακραίωνη ιστορία της Εκκλησίας.
          Κάτι ανάλογο πρέπει να συμβεί και με τον άκρατο Ζηλωτισμό, ο οποίος βρίσκεται στον αντίποδα του Οικουμενισμού και αντιμετωπίζει κάθε παρέκκλιση με τη σπάθη της Ακριβείας, εφαρμόζοντας το στεγνό γράμμα του Νόμου και των Κανόνων. Αυτοί πρέπει να διδαχθούν από τη ζωή της Εκκλησίας, η οποία ανέκαθεν εκινείτο μεταξύ ακριβείας και οικονομίας, αναλόγως των περιστάσεων και των καιρών (π.χ. εφάρμοζε την οικονομία εάν το πλήθος των παρανομούντων ήτανε μεγάλο ή αν οι παρανομούντες είχαν πολιτικά μέσα ή αν η πίεση των Παπικών θα έφερε περισσότερα δεινά στους Ορθοδόξους και άλλα πολλά).
          Η μελέτη της πορείας της Εκκλησίας και της στάσης των Πατέρων ανά τους αιώνες, θα βοηθήσει τόσο τους Οικουμενιστές, όσο και τους Ζηλωτές, να βρουν τη χρυσή τομή, που ανέκαθεν αποτελούσε πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

 

 

 

         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ

Τα περί της διδασκαλίας των Γραφών διαλαμβάνουν κυρίως οι παρακάτω Κανόνες της Εκκλησίας: ιε΄, νη΄ Αποστολικοί ιγ΄ της Δ΄ Οικουμενικής, ιθ΄, ξδ΄ και ο΄ της Πενθέκτης, ιγ΄ της Αντιόχειας και ιθ΄ της Λαοδίκειας.

          Σύμφωνα με τους Κανόνες αυτούς, η διδασκαλία από την Αγία Γραφή, από τα Πατερικά Κείμενα ή από τους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων γίνεται αποκλειστικά και μόνον από τους Επισκόπους (ιθ΄ Πενθ.), οι οποίοι δύναται να μεταβιβάσουν το έργο της διδασκαλίας σε άλλον Κληρικό ανώτερο (Πρεσβύτερο, Διάκονο) ή κατώτερο (Υποδιάκονο, Αναγνώστη), ποτέ δε σε Λαϊκό (ξδ΄ Πενθ.) ή γυναίκα (ο΄ Πενθ.).

          Επομένως, η διδασκαλία των Γραφών επιτρέπεται να γίνεται στην Εκκλησία (ή στην κατ’ οίκον Εκκλησία), μόνον από άνδρες και μόνον από Κληρικούς (με τον βαθμό του Αναγνώστη και πάνω). Δεν επιτρέπεται η διδασκαλία των Γραφών από άνδρες Λαϊκούς ή Γυναίκες στην Εκκλησία (ή την κατ’ οίκον Εκκλησία). Οι Κανόνες δεν αναγνωρίζουν την ιδιότητα του θεολόγου ή του ιεροκήρυκα και δεν αναφέρουν διδασκαλία σε άλλους χώρους, όπως τα κρατικά ή τα ιδιωτικά σχολεία.  

          Σύμφωνα λοιπόν με τους παραπάνω Κανόνες, η δημόσια διδασκαλία (στην Εκκλησία και μόνον) ή η ιδιωτική (στην κατ’ οίκον Εκκλησία) των Γραφών από Λαϊκό (σε Επισκοπή, όπου βεβαίως ανήκει ο Λαϊκός) απαγορεύεται, ο δε παραβαίνων τον Κανόνα (ξδ΄ Πενθ.) αφορίζεται, εάν δε είναι Κληρικός και διδάσκει άνευ αδείας του Επισκόπου καθαιρείται.

          Εάν η διδασκαλία αυτή υπό Κληρικού (τουλάχιστον Αναγνώστη) γίνει σε ετέρα Επισκοπή, άνευ αδείας του επιχώριου Επισκόπου, τότε υπάρχει η κανονική παρέκκλιση της Εισπήδησης, η οποία τιμωρείται με καθαίρεση (ιγ΄ Αντιόχειας).

          Σημειώνεται, ότι ουδαμού αναφέρεται, ότι η Εκκλησία μπορεί να αναθέσει τη διδασκαλία των θείων Γραφών στην Πολιτεία και στους φορείς αυτής σε δημόσιους χώρους (π.χ. Σχολεία κάθε βαθμίδας) ή σε ιδιωτικούς χώρους.

          Η εμπλοκή του Συντάγματος και των Νόμων της Πολιτείας δεν μπορεί να καταργήσει τα προβλεπόμενα από τους Κανόνες της Εκκλησίας, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, οι Κανόνες της Εκκλησίας υπέρκεινται των Νόμων της Πολιτείας.

          Για την υπεροχή των Κανόνων της Εκκλησίας έναντι των πολιτικών νόμων έχουμε τις κάτωθι  αναφορές:

          Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω».

          Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «οι ενδοξώτατοι άρχοντες είπον. Τω θειωτάτω Δεσπότη πάσης οικουμένης Μαρκιανώ, ήρεσε, μη κατά τα θεία γράμματα ή πραγματικούς τύπους τα των οσιωτάτων επισκόπων προβαίνειν, αλλά κατά τους Κανόνες τους παρά των αγίων Πατέρων νομοθετηθέντας. Η σύνοδος είπε. Κατά των Κανόνων, πραγματικόν μηδέν ισχύσει. Οι Κανόνες των πατέρων κρατείτωσαν. Και πάλιν δεόμεθα, ώστε αργήσαι αναντιρρήτως τα επί βλάβη των Κανόνων πραγματικά, πραχθέντα τισίν εν πάση επαρχία, κρατήσαι δε τους Κανόνας δια πάντων….. πάντες τα αυτά λέγομεν. Όλα τα πραγματικά αργήσει. Οι Κανόνες κρατείτωσαν….. Κατά την ψήφον της αγίας συνόδου και εν ταις άλλαις επαρχίαις απάσαις τα των Κανόνων κρατείτω».

          Μ. Φώτιος: «Οι τοις Κανόσιν εναντιούμενοι πραγματικοί τύποι, άκυροι εισι». Και: «Οι μεν γαρ, ήγουν οι Κανόνες, παρά βασιλέων και των αγίων Πατέρων εκτεθέντες και στηριχθέντες, ως αι θείαι Γραφαί δέχονται. Οι δε νόμοι, παρά βασιλέων μόνον εδέχθησαν ή συνετέθησαν και δια τούτο ου κατισχύσουσι των θείων Γραφών, ουδέ των Κανόνων».

          Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας λοιπόν υπέρκεινται των πολιτικών νόμων και επομένως αφού υπέρκεινται αυτών των τελευταίων είναι αδύνατον να συμβαίνει το αντίθετο, που αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση, δηλ. η Εκκλησία να διοικείται από πολιτικούς νόμους! Τούτο σαφέστατα προσδιορίζεται από τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Ι. Δαμασκηνό: «Δεν δέχομαι η Εκκλησία να διοικείται με βασιλικά διατάγματα, αλλά με τις παραδόσεις των Πατέρων, τις προερχόμενες από τις άγιες Γραφές, καθώς και τις προφορικές».

 

 

 

 

 

 

1 σχόλιο: